Eίναι γνωστό και κοινά σχεδόν παραδεκτό πως η χριστιανική φιλοσοφία κληρονόμησε από την αρχαία ελληνική, το πρόβλημα της υπέρβασης του δυϊσμού. Το φως, άλλωστε, του αρχαιοελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού χαμήλωσε, αλλά δεν έσβησε ποτέ. Οι προσωκρατικοί, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι σχολές τους και ιδιαιτέρως ο Νεοπλατωνισμός του Πλωτίνου επηρέασαν βαθύτατα τη μεσαιωνική, βυζαντινή και δυτικοευρωπαϊκή, δηλαδή την πατερική και σχολαστική φιλοσοφία. Οι αρχαίοι Έλληνες διανοητές έθεσαν και συζήτησαν όλα τα μεγάλα οντολογικά, γνωσιολογικά και αξιολογικά προβλήματα· υπήρξαν οι πρωτοπόροι και αθλοφόροι του Λόγου. Στις πνευματικές φλέβες όλων των μεταγενέστερων -είναι αναντίλεκτο- τρέχει το δικό τους φιλοσοφικό αίμα, αφού μάλιστα κάθε πνευματικό γεγονός αποτελεί κρίκο μιας αλληλένδετης σειράς, μιας συνοδόντωσης και δεν υπάρχει τομή η αίμα σ' αυτή την αδιάκοπη εσωτερική σχέση(1).
Έτσι ο χριστιανισμός αναφορικά με το πρόβλημα της υπέρβασης του δυϊσμού, θέτει ως αρχή εκείνη την ιδέα, που δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει ο παγανιστικός στοχασμός: την άρση του "επέκεινα" του Θεού, την ουσιαστική ενότητα θείου και ανθρωπίνου. Η θεμελιώδης αυτή ιδέα είναι ότι ο Θεός, άνθρωπος εγένετο Από εδώ πηγάζει ο Ενισμός, γνώρισμα όχι μόνον της πατερικής και σχολαστικής, αλλά και όλης της νεότερης και σύγχρονης φιλοσοφίας.
Η πατερική φιλοσοφία, τώρα, είτε ως πρώιμη πατερική, δηλαδή ως ιερατικός γνωστικισμός, απολογητισμός και ορθόδοξη κατεύθυνση που έβλεπε ως αποστολή την υπεράσπιση της Αποκάλυψης από εξωτερικές και εσωτερικές επιθέσεις και διαμφισβητήσεις· είτε ως ύψιστη πατερική ή φιλοσοφία της Ακμής, ο οποία ύστερα από την καθιέρωση ανεξιθρησκίας -το 313- και την ιερά σύνοδο της Νίκαιας -το 325- ανέπτυξε ελεύθερα τη χριστιανική της αντίληψη· είτε ως όψιμη πατερική που συνέλεγε τη φιλοσοφική κληρονομιά και την παρέδιδε στους επόμενους διανοητές, αγωνίσθηκε να ερμηνεύσει έλλογα το χριστιανισμό και να δώσει αντικειμενικό περιεχόμενο στην πίστη. Δεν πρόκειται για αποκάλυψη νέων αληθειών αλλά για λογική τεκμηρίωση, περαιτέρω διάδοση και αφομοίωση του γνωστού πνευματικού αγαθού των Ελλήνων. Απολογητές και Αντιγνωστικοί, οι εκπρόσωποι της Σχολής της Αντιοχείας -μεταξύ των οποίων και ο διαπρύσιος κήρυκας των χριστιανικών αληθειών Ιωάννης ο Χρυσόστομος- και οι εκπρόσωποι της Σχολής της Αλεξανδρείας -μεταξύ των οποίων οι Καισαρείας Ευσέβιος και Μέγας Αθανάσιος-ήταν βαθείς μελετητές και γνώστες εγκρατείς όλης της προηγούμενης φιλοσοφικής και γενικότερα πνευματικής παράδοσης.
Το κύρος της Σχολής της Αλεξανδρείας, όμως, κορυφώνουν οι τρεις μεγάλοι φωστήρες της Καππαδοκίας: ο Μ. Βασίλειος, ο περί ου το παρόν Συνέδριο και ο λόγος, ο αδελφός του Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Θεολόγος (2), οι συνδεόμενοι με κοινή φιλία προς τον Ωριγένη και τη μέθοδο της αλληγορικής ερμηνείας των κειμένων.
Ο Γρηγόριος Νύσσης υπερακόντισε τους δύο άλλους Καππαδόκες σε θεωρητική δύναμη, η οποία δείχνεται και στη διαπραγμάτευση του προβλήματος των σχέσεων Γνώσης-Πίστης, ενός προβλήματος που κυριαρχεί σε όλη τη χριστιανική φιλοσοφία, στη φιλοσοφία της Αποκάλυψης και στη φιλοσοφική ανθρωπολογία, που αποτελεί τη μεγάλη δόξα και το μέγα κατόρθωμα του Γρηγορίου.
Σχετικά με το πρόβλημα της γνώσης-πίστης, ενώ οι προηγούμενοι ταύτιζαν ή χώριζαν τη γνώση από την πίστη, ο Γρηγόριος επισημαίνει δυο διαφορές μεταξύ των απόψεων: Η πίστη προέρχεται από το Θεό, η γνώση από το λογικό· εκείνη απαντά σε θρησκευτικά ερωτήματα, η δεύτερη σε προβλήματα αφορώντα στον κόσμο. Αν, ωστόσο, η πίστη πηγάζει από την Αποκάλυψη και η γνώση από το λόγο, τη λογική και αν Αποκάλυψη και Λόγος κατάγονται από το Θεό, εξυπακούεται ότι δεν υφίσταται καμμία αντίθεση ανάμεσα στην πίστη και τη γνώση, αν και διαφέρουν ως προς το περιεχόμενο. Το περιεχόμενο της γνώσης είναι μια πρόταση που κατανοούμε, της πίστης όμως μια πρόταση, την οποία δεν κατανοούμε. Γι' αυτό η ίδια πρόταση δεν είναι δυνατόν να εννοηθεί, δηλαδή να γνωσθεί και συγχρόνως να γίνει πιστευτή (3).
Τη σημασία της φιλοσοφίας εντός της θεολογίας ο Γρηγόριος βλέπει συνοπτικά ως εξής: Πρώτον, η φιλοσοφία με το λογικό αποδεικτικό της χαρακτήρα, αποτελεί προϋπόθεση της θεολογίας· δεύτερον, της δίνει τη μέθοδο· τρίτον, εξάγει τα πορίσματα· και τέταρτον, ερμηνεύει την Αποκάλυψη με εικόνες. Τούτο καθίσταται δυνατόν, επειδή η γνώση ως βασική λειτουργία του πνεύματος είναι ( i ) είτε εποπτική που πηγάζει από τη νόηση ( intellectus ) είτε ( ii ) έλλογη που εκπηδά από το λόγο ( ratio ).
Στην ψυχή του Γρηγορίου ενοικεί μια ευσεβής πείνα για λογικές αποδείξεις. Αλλά χαρακτηριστικό είναι και για τη φιλοσοφική του Ανθρωπολογία και για τη Φιλοσοφία της Αποκάλυψης το ότι δέχεται στον περίφημο "Κατηχητικό Λόγο" του πως ο "ο λόγος είναι απαγής ": ο άνθρωπος, επειδή αποτελείται από σάρκα και ψυχή ανήκει τόσο στο βασίλειο του πνεύματος όσο και στο βασίλειο του σώματος και τα συνδέει
και τα δυο σε κόσμο. Όλη η εξέλιξη του ανθρώπου κατευθύνεται από την ψυχή, διανεμημένη απ' αρχής σε όλο το σώμα. Η ενέργεια, όμως, της ψυχής εκδιπλώνεται με την ανάπτυξη του ανθρώπου: " Ἐπειδή γάρ φθαρτή καί ἀσθενής ἡμῶν ἡ φύσις, διά τοῦτο ὠκύμορος ἡ ζωή, ἀνυπόσπαστος ἡ δύναμις, ἀπαγής ὁ λόγος..." (4), όπως λέγει στον "Κατηχητικό" του, πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στον κατά κόσμο και " ἐν τῷ κόσμῳ ζῶντα ἄνθρωπο καί στόν ἰδεώδη ". Ο εδώ είναι ατελής και παροδικός· ο ιδεώδης άνθρωπος είναι αιώνιος, ενιαίος και αδιάκριτος, μη χωρισμένος δηλαδή σε άρρεν και θήλυ· ο εγκόσμιος, αντίθετα, είναι "μεμειγμένος καί κεχυμένος εἰς αἴσθησιν ", κατά την πλατωνική και πλωτινική έκφραση. Η επιστροφή στο Θεό καθίσταται δυνατή μόνον, αν ο άνθρωπος αρνηθεί την αίσθηση και βυθισθεί στους χώρους εκείνης της εσωτερικότητας, όπου μπορεί να " ἰδεῖ " και να " θεασθεῖ ' τον ασύλληπτο και αόρατο.
Στη φιλοσοφία της Αποκάλυψης ο Γρηγόριος πιστεύει ότι η γνώση του Θεού ως του Απολύτου, του Απείρου, του Υπερβατικού φθάνει στα όρια εκείνα που δε δύναται να δρασκελίσει ο ανθρώπινος λόγος. Προς το Επέκεινα οδηγούν βέβαια δύο δρόμοι: ο φιλοσοφικός και ο θρησκευτικός. Η φιλοσοφική γνώση οδηγεί λογικά και διαλεκτικά στην αλήθεια των χριστιανικών δοξασιών. Η θρησκευτική πίστη ανοίγει τους ορίζοντες να θεασθεί, να ιδεί άμεσα ο άνθρωπος το ανεννόητο Μυστήριο του Όντος και με αυτό τον τρόπο θέτει σε δεινή δοκιμασία την αντοχή της φιλοσοφικής γνώσης.
Αυτή η θέα ή θέαση, αυτή η θεωρία (5), είναι κοίταγμα χωρίς να βλέπουμε, σκέψη χωρίς να στοχαζόμαστε, σύλληψη χωρίς να νοούμε, διότι η Αποκάλυψη και ο Θεός είναι επέκεινα της γνώσης· δε συλλαμβάνονται με το νου και δεν εκφράζονται με τους ανθρώπινους λόγους. Στον περιώνυμο ύμνο του, πτήση μεγαλειώδους πνοής και σπάνιας φιλοσοφικής δύναμης, ο Γρηγόριος επιχειρεί να βιώσει το ’γνωστο καινά αναδεχθεί μέσα του το ασύλληπτο βάθος του Μυστηρίου. Έτσι ο Γρηγόριος οικοδομεί ένα χριστιανικό Μυστικισμό που επηρέασε όλη τη μεταγενέστερη φιλοσοφία και θεολογία - απορητική ή διαλεκτική- και μη, έως το μέγιστο φιλόσοφο-ποιητή H ö derling στον κύκλο των "Τιτάνων" του (6): "Ο βαθύνους Θεός αποστέργει το παράκαιρο φανέρωμα"! Η θέαση αυτή πηγάζει από την πενία του νου και την ένδεια του λόγου, που λειτουργούν ως κοφτερή επίγνωση ότι το Ουσιώδες, απουσιάζει, δε συλλαμβάνεται:
«Ὦ πάντων ἐπέκεινα ! Τί γάρ θέμις ἄλλο σέ μέλπειν ; Πῶς λόγος ὑμνήσει σε; Σύ γάρ λόγῳ οὐδενί ρητός.
Πῶς νοός ἀρθρήσει σε; Σύ γάρ νόῳ οὐδεν ί ληπτός
Μοῦνος ἐών ἄφραστος · ἐπεί τέκες ὅσα λαλεῖται
Μοῦνος ἐών ἄγνωστος · ἐπεί τέκες ὅσα νοεῖται
Πάντα σε καί λαλέοντα καί οὐ λαλέοντα λιγαίνει..» (7)
Πῶς νοός ἀρθρήσει σε; Σύ γάρ νόῳ οὐδεν ί ληπτός
Μοῦνος ἐών ἄφραστος · ἐπεί τέκες ὅσα λαλεῖται
Μοῦνος ἐών ἄγνωστος · ἐπεί τέκες ὅσα νοεῖται
Πάντα σε καί λαλέοντα καί οὐ λαλέοντα λιγαίνει..» (7)
Ο Γρηγόριος εδώ μεταγράφει τη λογική χείρωση του Απόλυτου, που είναι αδύνατη, σε μυστική ανάγκη για το Θείο, σε μια άμεση εμ -βίωση του Θείου. Η μυστική τούτη ανάγκη ρήγνυται ως ακαταπάλαιστη νοσταλγία εκ του ανθρώπου, που είναι η μοναδική παρ-ουσία του Ουσιώδους, γίνεται θέα του Ουσιώδους και ως θέα, θεωρία ή θέαση μεταβάλλεται σε μια πράξη αποκαλυπτική του Μυστηρίου, συν-δετική με το Μυστήριο, τόσο πιο καρποφόρα όσο πιο οξεία είναι η απλήρωτη γνωστική δίψα και βαθιά αντίληψη πως ό,τι γνωρίζουμε είναι λίγο, ενώ ό,τι αγνοούμε είναι πολύ: ότι ενώπιον μας απλώνεται το μέρος, ότι το Όλον.
Η θέαση του Μυστηρίου μηδενίζει την απόσταση ανάμεσα στην ερώσα και ορώσα το απόλυτο ψυχή και το ερωμένο, που είναι το ίδιο το άπειρο, το ίδιο το επέκεινα. Θεώμεθα το υπέρ λόγον, την αρχέγονη αιτία πάντων, την αιώνια πηγή της ζωής. Η θέαση ως ο ευδαίμων οφθαλμός της αιωνιότητος, η μυστική θέα γίνεται "μείζων τοῦ λόγον " και πράξη αποκαλυπτική, αφού τελεσουργεί την κοινωνία της ψυχής και με το Υπέρτατο, την οικειώνει με το Μ ysterium Magnum του όντως Όντος και την εισάγει στο άδυτο, το άβατο, το αψηλάφητο φέγγος, είδος και κάλλος. Ο εξωτερικός οφθαλμός κλείνει και ανοίγει το έσω όμμα, το μόνο ικανό να ιδεί το αόρατο· το έσω ους, το μόνο ικανό να ακροασθεί " τόν σιγώμενον ὕμνον ", κατά τη φράση του Γρηγορίου· τον έσω νουν, το μόνο ικανό να διακρίνει πίσω από τα όντα το αιώνιο πρόσωπο του Θεού που είναι " σκιρτημός καί ἥπιον δάκρυ" και « πῦρ καταναλίσκον » ! Έτσι η θέαση του Όντος, η θεωρία του Θεού δεν είναι κατάσταση παθητική, αλλά ενέργεια, πράξη συνεγγισμού, δράση ποντισμού στην αλήθεια του Θεού, οδοιπορία προς τον ’γνωστο, γνωριμία με την αμετασάλευτη Αρχή, λυτρωτικός τρόπος υπέρβασης της χοϊκής μας παρουσίας και ανύψωσης προς το Απρόσιτο, πηγή του μυστικιστικού βιώματος και βυθισμός σε μια σιωπηλή και ενδόμυχη προσευχή, άρρητη δόνηση από τον ασίγητο πόθο του Αιωνίου, εκβολή σε μια αίδια μακαριότητα, όπου ο έρως του θείου, η νοσταλγία του Υπερβατικού, ο Πόνος για το "πάντων ἐπέκεινα " πληρούται.
Αλλά η θέαση του Μυστηρίου είναι και υπό άλλη έννοια πράξη αποκαλυπτική. Εγείρει τη συνείδηση, τη μνει και την καθαιρεί και την μεταποιεί σε "δύναμιν εἰς ἐνέργειαν ἐλθοῦσαν " και " εἰς ὄψιν ὁρῶσαν " την αρμονία του κόσμου και τον εσωτερικό ρυθμό και το κάλλος του: όλα διηγούνται τη δόξα του Θεού και υμνούν ή αγγέλλουν την " ποίησιν τῶν χειρῶν " Του και "μεγαλύνουν τά ἔργα " Του: "Πάντα σε καί λαλέοντα καί οὐ λαλέοντα λιγαίνει ", γράφει ο Γρηγόριος, "πάντα σε καί νοέοντα καί οὐ νοέοντα γεραίρει". Έτσι η ύπαρξη γαληνεύει μέσα σε μια σιωπηλή και καρποφόρα επίγνωση, ενωτιζόμενη το " σιγώμενον ὕμνον ", τους ιλαρούς τόνους και τις δοξαστικές της σοφίας του Θεού μελωδίες της φύσης, τη γλυκιά αρμονία των ουράνιων σφαιρών, τις μαρμαρυγές μιας αιώνιας ζωής, λουσμένης από τους θελκτικούς ήχους ποιας -αλήθεια- μουσικής συμφωνίας, θνητής φλυαρίας, μπροστά στη θέαση του Ψυχικού Σύμπαντος ; Με τη θέαση ευρύνονται οι διαστάσεις αυτού του εσωτερικού Σύμπαντος· θαυμασμός και δέος και γοητεία είναι τα συναισθήματα που μας καταφλέγουν Μέσα μας με τα χέρια της ευλαβικής πίστης, που προετοίμασε η θέαση, χτίζουμε τις ψηλές εκκλησιές και χωρίς πόδια ερχόμαστε κοντά Του. Μέσα μας: " Niergens, Gelibte, wird Weltsein als innen : πουθενά, ποθεινή μου, δεν εκτείνεται ο κόσμος εκτός από μέσα μας" τραγουδάει ο θεοφόρος μύστης και αποδημητής, ο ποιητής RΜ. Rilke (8). Μέσα μας "κρίνους ο λίθος έβγανε, χρυσό στεφάνι ο ήλιος» ! (9) Σωστά ψάλλει ο Δ. Σολωμός τον "έσω" άνθρωπο και επιχειρεί να αναγνωρίσει το σύμπαντα κόσμο και τα όντα μέσα μας, μέσα στην αιθρία του εαυτού μας, μέσα στο διάφωτο και στη διακριτική του λάμψη.
Η θέαση ως πράξη αποκαλυπτική μπορεί να ερμηνευθεί, προς τούτοις, ως μία Συνάντηση (10), βαθιά και αιφνίδια γνωριμία με το "μέγιστο μάθημα". Πρόκειται για τη θεία και ευλογημένη στιγμή του εξαίφνης φωτισμού, οπότε " οἷον ἀπό πυρός πηδήσαντος ἐξαφθέν φῶς ἐν τῇ ψυχῇ γενόμενον αὐτό ἑαυτό ἤδη τρέφει" κατά τον Πλάτων α. Τούτο βέβαια το λαμπρό φως καθορά μόνο ο ηλιοειδής οφθαλμός της καρδιάς. Έτσι η θέαση του Μυστηρίου γίνεται φως εν τη σκοτία, λαμπηδόνα που καταυγάζει τις υπάρξεις, αστροπελέκι που μέσα στη μακρινή χειμέρια νύχτα του λογικού μετουσιώνει τη μωρία της σοφίας σε σοφία της μωρίας και μεταποιεί την αβέβαιη γνώση σε ακράδαντη πίστη: Σε πλήρωση, όπως την επιποθεί ο Νίτσε, το κεραυνωμένο και τραγικά ραγισμένο αυτό πνεύμα των χαλεπών καιρών, και την εκφράζει στα ποιήματα του: "Φώναξες: Κύριε, έρχομαι", " Γεσθημανή καί Γολγοθάς" και κυρίως "Στον Αγνωστο θεό": "Θέλω να σε γνωρίσω, ’γνωστε εσένα που μέσα βαθιά στην ψυχή μου βυθίζεσαι... Ασύλληπτε που σε κρατώ μέσα μου. Θέλω να σε γνωρίσω και πιο πολύ ακόμη να σε υπηρετήσω "! (11) Ατυχώς ο Νίτσε προτίμησε να ανεβεί στο λογικό ικρίωμα και να αφεθεί επάνω σ' αυτό, αγωνιζόμενος να συλλάβει το Απρόσιτο, θέλοντας να φθάσει στη γνώση της πηγής παρά να δροσιστεί στην πηγή της Γνώσης και αγνοώντας την ειδοποίηση του Γρηγορίου Νύσσης : " Ὑπερνεφείας δε καλύπτρας, τίς νόος οὐρανίδης εἰσδύσεται ;" (12)
Η εποχή μας, καλόν είναι να λάβει σοβαρά υπόψη της αυτή την ειδοποίηση και να αποφύγει την " ὕβ ριν " της πίστης στην παντοδυναμία της λογικής που εκδιώκει την πίστη προς το Απρόσιτο, αφού και η φιλοσοφική γνώση και η θρησκευτική πίστη δεν είναι αντίδικες αλλά συλλειτουργοί της αλήθειας. Διότι ενισχύουν μία ζώσα πνευματική πρόοδο και γίνονται τρόποι μετασχηματισμού της συνείδησης του ανθρώπου, έστω κι αν φαίνονται εχθρικές μεταξύ τους και ασυμφιλίωτες, έστω και αν ίστανται σε διαφορετικά επίπεδα, κι αν συνιστούν δύο διαφορετικές στάσεις και τάσεις του ερευνώντος πνεύματος: Η γνώση περισφίγγει με λογικούς όρους, πολιορκεί με έλλογες κατηγορίες το κάστρο του Όντος και αγωνίζεται να το εκπορθήσει" η πίστη ειρηνεύει μέσω θρησκευτικού βιώματος την ανώλεθρη μεταφυσική μας χρεία. Σε μια υψηλή και λυτρωτική συνάντηση γνώσης-πίστης πρέπει να αναζητηθεί η σωτηρία ως ζεύξη του παροδικού με το αιώνιο και ως συνείδηση της μηδαμινότητας του κόσμου και της πληρότητας της πρώτης Αρχής, του "πάντων επέκεινα". Η κατά τον τρόπον του αγίου Συμεώνος του Νέου Θεολόγου: "Διά πλοῦτον ἄπειρον ὑπάρχω πένης, καί μηδέν ἔχειν δοκῶ πολύ κατέχω, καί λέγω διψῶ διά πλῆθο ς ὑδάτων " (13).
"Κλαίγοντας και γελώντας σαν μικρό παιδί" κατά το Δάντη, έρχεται στον κόσμο η ψυχή του ανθρώπου. Και, για να μείνει σαν τα ροδαλά μάγουλα της παιδούλας που έκλαιγε και γελούσε, χρειάζεται όλες τις αρετές αλά κυρίως την αγάπη - και ως amor hominis και ως amor dei · την αγάπη που ανοίγει το δρόμο του Μυστηρίου, άγιο Μυστήριο η ίδια και -όπως λέγει ο Ο Wilde πρέπει να τη δέχεται κανείς γονατιστός και η φράση (14): " Domine, non sum dignus : Κύριε, οὐκ εἰμί ἄξιος " να βρίσκεται στα χείλη και τις καρδιές εκείνων που τη δέχονται· "ή κατά το λόγο του Αγρίππα Ντ ' Ωμπινιέ (15): "Κύριε, δος στ' αδύνατα πρόβατα το σωτήριο σέβας'! Έτσι η αποσυνάγωγος εποχή μας θα ελπίζει να ακούσει τη μακάρια φωνή: " ἀφέονται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ" (16).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) K Krubacher, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, τόμ V, σ. 250 , ο. η άποψη του Geljew
(2). Γρηγ Φιλ Κωσταρά : Φιλοσοφική Προπαίδεια· εισαγωγική θεώρηση, μεθολογική προσέγγιση, ιστορική επισκόπηση , Αθήνα 1994" (τέταρτη έκδοση), σ.σ. 295 κ. εξ.
(3). J M Bochenski : Wege zum philosophischen Denken, Einf ü hrung in die Grundbegriffe, Freibourg 1961 3, (Δρόμοι Φιλοσοφικού στοχασμού, εισαγωγή στίς θεμελιώδεις: Εισ Μτφρ Σημ. Γρηγ Φιλ Κωσταρά, Αθήαν 1986 2, σ. 18)
(4). Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικός , Ρ G 46, 524ΑΒ.
(5). Πλωτίνου Εννεάδες : VI 9· [9] 10, 8-10· VI 9 [9] 10,9· VI 7[38]7,1· III 8 [30], 8,17-19.
(6). Ηö derling, ’παντα Ι V 218 (από τον "Κύκλο των Τιτάνων").
(7). Γρηγορίου Νύσσης, PG 37, 507.
(8). Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Το βιβλίο των ωρών , σ. 56.
(9). Δ. Σολωμού, Εις Φραγκίσκαν Φραίζερ (επίγραμμα) .
(10). Γρηγ Φιλ Κωσταρά : Ομίχλη δακρύων πόνου και αγάπης, Αθήνα 1993, σ. 222.
(11). Φρ. Νίτσε, Ο μυστικισμός τον Νίτσε (μεφρ Ε. Ανδρουλαδάκη, Αθήνα 1962, σσ 15η εξ.).
(12). Γρηγορίου Νύσσης, ενθα. ι
(13). Αγίου Συμεώνος του Νέου θεολόγου...
(14). Ιωάννου 1,27 · Wilde Oscar, De Profundis, σ. 132· Πρβ. Λουκά 15,19 .
(15). Π. Κανελλοπούλου, Ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος, τομ IV, σ. 303.
(16). Λουκά, 7,47.
Γρηγ. Φιλ. Κωσταρά, Επτάκυκλος 2,
(Φεβρουάριος 1996), σελ. 15-20
(Συνέδριο καθ Στυλιανού Παπαδόπουλου
(Φεβρουάριος 1996), σελ. 15-20
(Συνέδριο καθ Στυλιανού Παπαδόπουλου
"Πατερικές Σπουδές: Γρηγόριος Νύσσης"
Αθήνα, Σεπτέμβριος '94).