Μαρτίου 2013


Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι, όπως γνωρίζουμε όλοι, ένας μεγάλος φωστήρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο οποίος επέτυχε με την όλην θεολογίαν του, πού είναι καρπός της εν Χριστώ βιοτής του, να αναβιώση στην εποχήν του η Ορθόδοξος θεολογία εις όλον το βάθος της. Λέγεται εις το Άγιον Όρος ότι η θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά εκάλυψε όλα τα κενά και του παρελθόντος και του μέλλοντος. Ο Αγιορείτης Άγιος αρχίζει την αθωνική βιοτή του από την μονή της μετανοίας μας, την Μεγίστην Μονή του Βατοπαιδίου, διδαχθείς την νοερά εργασία και ασκητική ζωή από τον Βατοπαιδινό Άγιο Νικόδημο τον Ησυχαστή. Πεφωτισμένος ο Άγιος Γρηγόριος από τις άκτιστες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, απέκτησε πνευματικήν σοφία και έγινε τέλειος διδάσκαλος των αρετών και της κατά Θεόν ζωής.

Ακολουθώντας την γνησίαν πατερική παράδοσι δεν αποδέχτηκε την ηθικιστική θεώρησι της πνευματικής ζωής, πού προσπάθησαν μερικοί να φέρουν από την Δύσι και να προβάλουν στον χώρο των Ορθοδόξων.

Σε ολόκληρη την πατερική παράδοσι τονίζεται ότι η μετάνοια δεν εξαντλείται σε ορισμένες αντικειμενικές βελτιώσεις της συμπεριφοράς ούτε σε τύπους και σχήματα εξωτερικά, αλλά αναφέρεται σε μια βαθύτερη και καθολικότερη αλλαγή του ανθρώπου. Δεν είναι μία παροδική συντριβή από την συναίσθησι διαπράξεως κάποιας αμαρτίας, αλλά μία μόνιμη πνευματική κατάστασι, πού σημαίνει σταθερή κατεύθυνσι του ανθρώπου προς τον Θεό, και συνεχή διάθεσι για ανόρθωσι, θεραπεία και ανάληψι του πνευματικού αγώνα. Μετάνοια είναι το νέο φρόνημα, η νέα σωστή πνευματική κατεύθυνσι, πού πρέπει να συνοδεύη τον άνθρωπο μέχρι την στιγμή του θανάτου. Μετάνοια είναι η δυναμική μετάβασι από την παρά φύσι κατάστασι των παθών και της αμαρτίας στην περιοχή της αρετής και του κατά φύσι, είναι η τελεία αποστροφή της αμαρτίας και η πορεία επιστροφής στον Θεό.

Την αλήθεια αυτή επισημαίνει κατ΄ επανάληψι ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. «Μετάνοια, λέγει, εστί το μισήσαι την αμαρτίαν και αγαπήσαι την αρετήν και εκκλίναι από του κακού και ποιήσαι το αγαθόν». Από τον ορισμό αυτό φαίνεται σαφώς ότι ο Ιερός πατήρ δεν μπορεί να δη την μετάνοια ως τυπική και μηχανική αλλαγή, αφού την προσδιορίζει η οντολογική ανακαίνισι του ανθρώπου. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το γεγονός της μετανοίας δεν είναι δυνατό να αντικειμενοποιήται στις διαστάσεις μιας απρόσωπης συνταγής η τακτικής, αλλά παραμένει πάντοτε ενδεχόμενο προσωπικής αποκαλύψεως. «Ο μετανοών άνθρωπος εκ ψυχής τη μεν αγαθή προθέσει και τω της αμαρτίας εκστήναι φθάνει προς τον Θεόν» (Ομιλία 3η P.G. 151, 44Β).

Αυτός ο προσωπικός χαρακτήρας της μετανοίας αποκλείει για τον Παλαμά και γενικώς για Ολους τους Αγίους Πατέρες κάθε ευσεβιστική χροιά, πού θέλησε να δώση στην μετάνοια, και κατά συνέπεια, στην όλη πνευματική ζωή, η Δύσι. «Ου γαρ εν ρήμασιν ημών, αλλ’ εν πράγμασιν η ευσέβεια», τονίζει ο ιερός Ησυχαστής (Προς Φιλόθεον 6, Συγγράμματα Β’, σελ. 521).

Αλλά αφού η μετάνοια είναι αρχή και τέλος της κατά Χριστόν πολιτείας, και αφού είναι σκοπός αυτής της ζωής, είναι επόμενο όλα να θεωρούνται από αυτήν και να παίρνουν αξία η απαξία σε σχέσι με αυτήν. Και αυτή ακόμη «η πίστις ωφελεί, εάν κατά συνείδησιν πολιτεύηταί τις και ανακαθαίρει εαυτόν δι΄εξομολογήσεως και μετανοίας» (Ομιλία 30, P.G. 151,185Α). Αυτό άλλωστε δίνεται ως υπόσχεσι και συμφωνία κατά την στιγμή του Αγίου Βαπτίσματος.

Ένα βασικό στάδιο, πού προηγείται από την μετάνοια, είναι η επίγνωσι και η συναίσθησι των αμαρτημάτων, «ήτις μεγάλη εστίν προς ιλασμόν αφορμή» αναφέρει ο Άγιος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (Ομιλία 28, P.G. 151, 361C). Ο άνθρωπος, κατά τον Παλαμάν, για να έλθη σε μετάνοια, φθάνει προηγουμένως σε επίγνωσι «τών οικείων πλημμελημάτων» και μεταμελείται μπροστά στο Θεό, στον οποίον καταφεύγει «έν συντετριμμένη καρδία». Αφήνει τον εαυτό του στο πέλαγος της ευσπλαχνίας Εκείνου και πιστεύει, όπως ο άσωτος, ότι είναι ανάξιος να ελεηθή από τον Θεό και να ονομάζεται υιός του. Και όταν με την επίγνωσι και την συναίσθησι της αμαρτωλότητος έλκυση επάνω του το έλεος του Θεού, παίρνει τελείαν την άφεσιν με την αυτομεμψία και την εξομολόγησι.

Θέλοντας ο Θεόσοφος Πατήρ να προσδιορίση όλα τα στάδια της μετανοίας, λέγει χαρακτηριστικά τα έξης: «Τη γαρ επιγνώσει των οικείων αμαρτημάτων έπεται η οικεία κατάγνωσις· ταύτη δε η επί τοις αμαρτήμασι λύπη, ην ο Παύλος κατά Θεόν προσηγόρευσε. Τη δε κατά Θεόν λύπη ταύτη πέφυκεν ακολουθείν η μετά συντετριμμένης καρδίας προς τον Θεόν εξαγόρευσις τε και δέησις, και η υπόσχεσις της εις το έξης των κακών αποχής και τοϋτό έστιν η μετάνοια».

Η μετάνοια ως νέα κατάστασις στη ζωή του ανθρώπου, συνοδεύεται από ορισμένες συνέπειες πού η βιβλική και πατερική γλώσσα τις ονομάζει «καρπούς μετανοίας». Ως πρώτον καρπόν μετανοίας ο ιερός πατήρ προβάλλει την εξομολόγησι, αφού με αυτή κερδίζεται η θεραπεία και η κάθαρσι της ψυχής του πιστού και εγκαινιάζεται η καινούργια ζωή: «Η των αμαρτιών ουν εξομολόγησις αρχή εστι της καλλιέργειας ταύτης, ταυτόν ο’ ειπείν της μετανοίας και της ετοιμασίας του δέξασθαί τινα εν εαυτώ τον σωτήριον σπόρον, τον λόγον του Θεού» (Σοφοκλέους Οικονόμου, Ομιλία ΝΣΤ’, σελ. 201-202).

Η εξομολόγησι όμως δεν είναι ο μόνος καρπός της μετανοίας. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος καλώντας με το κήρυγμα του τους ανθρώπους σε μετάνοια, εκτός από την εξομολόγησι τους παρακινούσε σε ελεημοσύνη, δικαιοσύνη, μετριοφροσύνη, αγάπη και αλήθεια, πού είναι γνωρίσματα της ανακαινιστικής δυνάμεως της αληθείας.


Ο Ιερός Αγιορείτης Ιεράρχης είς την 23η ομιλία του τονίζει ότι «η μετάνοια, είπερ αληθώς εκ καρδίας εστίν, αναπείθει τον κεκτημένον μηκέτι προσκεχηκέναι τοις φθειρομένοις, μηκέτι προσκεχηκέναι ταις ου καλαίς ηδοναίς, αλλά καταφρονείν των παρόντων, αντέχεσθαι των μελλόντων, αγωνίζεσθαι κατά παθών, αντιποιείσθαι των αρετών, εγκρατεύεσθαι πάντα, επαγρυπνείν ταις προς Θεόν δεήσεσιν, απέχεσθαι του εξ αδικίας κέρδους, ίλεων είναι τοις αυτώ πταίουσι, τοις ικετεύουσιν ευμενή, τοις δεομένοις της παρ’ αυτού βοηθείας, οις έχει λόγους έργοις, αναλώμασιν ετοιμότατον» (Ομιλία 23, P.G. 151,364 BC). Δηλαδή ο άνθρωπος πού ζη αληθινά την μετάνοια δεν ξαναγυρίζει στις πρώτες αμαρτίες, ούτε προσκολλάται σε πρόσωπα και πράγματα της φθοράς, ούτε προσχωρεί στις αμφίβολες ηδονές, αλλά καταφρονεί τα παρόντα, προσβλέπει στα μέλλοντα, αγωνίζεται κατά των παθών, επιδιώκει τις αρετές, άγρυπνε! στην προσευχή, απέχει από άδικα κέρδη, είναι επιεικής σε όσους πταίουν εναντίον του, εύσπλαχνος σε αυτούς πού τον προκαλούν και έτοιμος να βοηθήση με λόγους, με έργα και με θυσίες ακόμη αυτούς πού έχουν την ανάγκη του. Και όταν προτρέπη ο οσιώτατος πατήρ τους χριστιανούς να αποκτήσουν έργα μετανοίας, υπογραμμίζει κυρίως το ταπεινό φρόνημα, την κατάνυξι και το πνευματικό πένθος. Ανακεφαλαιώνοντας όλα τα γνωρίσματα του χριστιανού εκείνου πού ζη την μετάνοια, λέει ότι είναι γαλήνιος και ήρεμος, γεμάτος έλεος και συμπάθεια προς τους άλλους, ποθεί την δικαιοσύνη, επιζητεί την καθαρότητα, έχει ειρήνη αλλά και φέρνει την ειρήνη, υπομένει καρτερικά τους πόνους και τις ταλαιπωρίες και νιώθει χαρά και ευχαρίστησι στους διωγμούς, τις ύβρεις, τις συκοφαντίες, τις απώλειες και όσα άλλα πάσχει για την αλήθεια και την δικαιοσύνη (Ομιλία 31, P.G. 151, 392C, Φυσικά Θεολογικά).

Η πορεία της ανορθώσεως με την μετάνοια, της απομακρύνσεως από την δουλεία των παθών και της ασκήσεως για την εργασία των θείων εντολών είναι πορεία των αγίων και θεουμένων υπάρξεων. Και από αυτήν την αλήθεια ξεκινώντας ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τονίζει τα εξής: «Εάν κάθε χριστιανός δεν ημπορεί να φθάση τους Αγίους και τα μεγάλα και θαυμαστά επιτεύγματα πού χαρακτηρίζουν την ζωή τους και είναι εξ ολοκλήρου αμίμητα, μπορεί όμως και πρέπει να μοιάση και να τους ακολουθήση στην πορεία της ζωής τους προς την μετάνοια. Και αυτό, γιατί καθημερινά «πολλά πταίομεν άκοντες» και μοναδική ελπίδα σωτηρίας για όλους μας παραμένει η ανάνηψι και η βίωσι, κατά τον Άγιον Γρηγόριον, της «διηνεκούς μετανοίας» (Ομιλία 28, RG. 151.361C).



Το πένθος ως ασκητική προϋπόθεση

Βασική προϋπόθεσι εξόδου από τα δεσμά των παθών, αλλά και ταυτοχρόνως αρχή και πηγή μετανοίας είναι το κατά Θεόν πένθος. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μέσα στα κείμενα του πολύ συχνά αναφέρεται στο κατά Θεόν πένθος και στην οδυνηρή αλλά και ευφρόσυνη κατάστασι, από την όποια χρειάζεται να περάση ο χριστιανός, πού επιθυμεί να ζήση την αληθινή ζωή. Γι΄ αυτό και δεν διστάζει να χαρακτηρίση την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ως κατ’ εξοχήν περίοδο πένθους και αγώνα πνευματικού, ως σύμβουλο του παρόντος αιώνος και ως προϋπόθεσι αναστάσεως για την ζωή του κάθε πιστού.

Ο Άγιος Παλαμάς πού βιώνοντας το κατά Θεόν πένθος άφηνε τους εκ βάθους στεναγμούς «φώτισαν μου το σκότος», πολύ δικαιολογημένα δεν μπορεί να δη το πέρασμα του άνθρωπου από τη ζωή της αμαρτίας στην «όντως ζωή» χωρίς το πένθος και την μετάνοια. Όταν ο νους, λέει, απελευθερωμένος από κάθε αισθητό πράγμα, ανεβή πάνω από τον κατακλυσμό της τύρβης για τα γήινα πράγματα και μπορέσει να δη τον έσω άνθρωπο, αφού συνειδητοποίηση κατά την δική του έκφρασι «το ειδεχθές προσωπείον», πού απέκτησε η ψυχή από την περιπλάνησί της στα γήινα, τότε σπεύδει να αποπλύνη τον ρύπο της με δάκρυα πένθους (Λόγος εις Πέτρον Αθωνίτην, P.G. 150). Όσο απομακρύνεται ο άνθρωπος από τις βιοτικές μέριμνες και επιστρέφει στον εαυτό του, τόσο περισσότερο γίνεται δεκτικός του θείου ελέους. Ο Χριστός μας εμακάρισε αυτούς πού πενθούν για τις αμαρτίες τους και για την απώλεια της σωτηρίας τους πού έ’χει ως αιτία την αμαρτία. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος για τον οποίον το πένθος αυτό ονομάζεται μακάριο.

Το πένθος, ενώ αποτελεί σύμφωνα με την πατερική και ασκητική παράδοσι, καρπό του Θεού, προϋποθέτει όμως και την συνεργία του άνθρωπου, πού χρειάζεται την ταπείνωσι, την αυτομεμψία, την κακοπάθεια, την νηστεία, την αγρυπνία, και κυρίως την προσευχή. Και αυτή η αμέλεια του άνθρωπου, στο να εργάζεται τις αρετές και να αγωνίζεται να επιτύχη το κατά Θεόν πένθος, ενισχύεται από την εμπειρία του ησυχασμού, πού μαρτυρεί ότι το πένθος αυτό δεν προξενεί νοσηρότητα και απελπισία, αλλά δημιουργεί στον άνθρωπο τις προϋποθέσεις για να νιώση πνευματική θυμηδία, παράκλησι και κατά τον Παλαμά «παροχή γλυκείας ιλαρότητος» (Προς Ξένην, P.G. 150). Και όταν βοηθήση τον νου να σηκώση το κάλυμμα των παθών, τον εισάγει αθόρυβα στα αληθινά ταμεία της ψυχής και τον εθίζει στην «εν κρύπτω» προς τον Πατέρα προσευχή.

Υπάρχουν πολλές αιτίες για τις όποιες πρέπει να πενθή ο πιστός. Όπως οι μαθηταί του Κυρίου ελυπούντο για την στέρησι του «όντως αγαθού διδασκάλου Χρίστου», έτσι και σε μας πού δοκιμάζομε την ίδια στέρησι και απουσία του Χρίστου από την ζωή μας, πρέπει να ενυπάρχη και να καλλιεργήται η ίδια λύπη (Ομιλία 29, P.G. 151). Υπάρχει όμως και άλλη αιτία για πένθος· είναι η έκπτωσι από τον χώρο της αληθείας του παραδείσου, στον χώρο του πόνου και των παθών. Είναι τόση η οδύνη αυτής της πτώσεως, διότι κρύβει όλο το δράμα της απομακρύνσεως από τον Θεό, την στέρησι της «πρόσωπον προς πρόσωπον» συνομιλίας με εκείνο, της αϊδίου ζωής και συνδοξολογίας με τους αγγέλους. Ποιος είναι αυτός πού έχει συνειδητοποιήσει την στέρησι όλων αυτών και δεν πενθεί; ερωτά ο Ιερός πατήρ. Και προτρέπει όλους τους πιστούς πού ζουν εν «ειδήσει της τοιαύτης στερήσεως» να πενθήσουν και να αποπλύνουν με το κατά Θεόν πένθος «τους εξ αμαρτίας μολυσμούς» (Ομιλία 29, P.G. 151). Η προτροπή αύτη του Αγίου Γρηγορίου είναι απολύτως εναρμονισμένη με την προτροπή και το βίωμα της εκκλησίας, πού με την υμνολογία της Κυριακής της Τυροφάγου καλεί τους χριστιανούς την παραμονή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να θυμηθούν την απομάκρυνσι από τον χαμένο παράδεισο και να πενθήσουν για την απώλεια αυτή.


Το πένθος είναι κατά τον ασκητικώτατον της Θεσσαλονίκης Ιεράρχην η πιο φυσική και αυθόρμητη εκδήλωσι της τραυματισμένης από την αμαρτία ψυχής, πού έρχεται σε μετάνοια. Ο Άγιος χρησιμοποιεί μία θαυμάσια παρομοίωσι για να κατάδειξη ότι τα τραύματα του άνθρωπου είναι εκείνα πού προκαλούν τον πόνο και όχι αυτό καθεαυτό το γεγονός της μετανοίας πού μόνο χαρά και παράκλησι δίνει στην ψυχή. Όπως σε κάποιον, λέει, πού είναι τραυματισμένη η γλώσσα του, φαίνεται δηκτικό το μέλι και για να νιώση την γλυκύτητα του χρειάζεται να θεραπευθούν τα τραύματα, το ίδιο συμβαίνει και με τον φόβο του Θεού- στις ψυχές πού γεννιέται μόλις νιώσουν το ευαγγελικό κήρυγμα, προξενεί λύπη, επειδή περιβάλλονται ακόμη από τα τραύματα των αμαρτιών μόλις όμως τα αποβάλουν με την μετάνοια, νιώθουν την ευαγγελική χαρά (Ομιλία 29, P.G. 151, 369Β). Γι΄ αυτό άλλωστε και το κατά Θεόν πένθος ονομάζεται και «χαροποιό».

Εμβαθύνοντας ο Παλαμάς στον δεύτερο κυριακό μακαρισμό, πού αναφέρεται στο πένθος, αιτιολογεί το ότι ο Χριστός τοποθετεί τον μακαρισμό αυτόν ακριβώς μετά από εκείνο της πνευματικής πτώχειας, από το γεγονός ότι το πένθος συνυπάρχει με την πνευματική πτωχεία.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα του άνθρωπου πού πενθεί κατά Θεόν είναι η άρνησι να μετάθεση η να επιρρίψη σε άλλους την οποιαδήποτε ευθύνη για τις αμαρτίες του. Είναι βασική αρχή πού προβάλλει ο Παλαμάς, όταν μιλά για το κατά Θεόν πένθος, το να τύπτωμε τον ίδιο τον εαυτό μας για τις αμαρτίες μας και να αποφεύγωμε την μετάθεσι της ευθύνης στους άλλους (Ομιλία 29, P.G. 151,369C). Αύτη άλλωστε η μετάθεσι της ευθύνης για την αθέτησι της εντολής του Θεού από τον Αδάμ και την Εύα εστέρησε από αυτούς το σωτήριο πένθος της μετανοίας (Γεν. 3,12-13). Διότι αφού ο άνθρωπος επλάσθηκε από τον Θεό αυτεξούσιος και έλαβε κατά τον Παλαμά «αυτοκρατορικόν αξίωμα κατά των παθών ένδον το ηγεμονικόν της ψυχής» και «ουκ έχει όλως τον κατακρατούντα και βιαζόμενον» (Ομιλία 29, P.G. 151, 369C), με την αυτομεμψίαν και την κατά Θεόν λύπην θα μπορούσε να είχε κερδίση αυτό πού έχασε με την άρνησι αναλήψεως της ευθύνης για το αμάρτημα του. Γι΄ αυτόν τον λόγο ο θείος Γρηγόριος, προσπαθώντας να δώση ένα ορισμόν του πένθους λέει «τούτο τοίνυν εστίν η κατά Θεόν και σωτήριος λύπη, το ημάς αυτούς αιτιάσθαι, και μηδένα των απάντων έτερον, εφ΄ οις αυτοί πράττομεν πλημμελώς, και λυπείσθαι καθ’ εαυτών και δι΄ εξομολογήσεως των ημών ημαρτημένων και της επί τούτοις λυπηράς κατανύξεως τον Θεόν εξιλάσκεσθαι» (Ομιλία 29, P.G. 151, 369C).

Η αυτομεμψία είναι κατάστασι αναπόσπαστη για την ψυχή, στην οποία υπάρχει ταπείνωσι. Αρχικά την οδηγεί στον φόβο της κολάσεως. Φέρει στην φαντασία τις φρικτές τιμωρίες, όπως ο Κύριος τις περιγράφει στο Ευαγγέλιο, πού γίνονται φρικωδέστερες από την αιώνια διάστασι πού αποκτούν. Έτσι, ο άνθρωπος πού πενθεί εδώ τις αμαρτίες του και μέμφεται γι΄ αυτές τον εαυτόν του, αποφεύγει το ανωφελές, απαράκλητο και χωρίς τέλος πένθος, το όποιο γεννάται σε όσους τιμωρημένους έρχονται σε επίγνωσι των αμαρτιών τους. Εκεί, χωρίς καμμιά ελπίδα απαλλαγής και σωτηρίας, αυξάνεται η οδύνη του πένθους από τον αθέλητο έλεγχο της συνειδήσεως. Και αυτό το μόνιμο και διαρκές πένθος, επειδή δεν γνωρίζει τέλος, γίνεται αιτία άλλου πένθους και φοβερού σκότους και καύσωνα χωρίς δροσισμό, πού οδηγεί σε ανέκφραστο βυθό αθυμίας (Προς Ξένην, P.G. 150,1076D-1077A). Σε αντίθεσι με τον Αδάμ και την Εύα αναφέρει ο Παλαμάς τον Λάμεχ ως παράδειγμα ανθρώπου, πού ήλθε σε αυτομεμψία και κατάνυξι για τις αμαρτίες του (Ομιλία 29, P.G. 151, 369D).

Ιδιαιτέρως δε πρέπει να τονισθή ότι η άσκησι μέσα στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοσι είναι απόλυτα συνυφασμένη με το πένθος. Την οδύνη της πτώσεως και την χαρά της αναστάσεως τις ζη ο μοναχός με το χαροποιόν πένθος. Με την σωματική πτώχεια και ταπείνωσι, πού είναι η πείνα, η δίψα, η κακουχία και η κακοπάθεια του σώματος, μέσα με τα οποία έλλογα συστέλλονται οι αισθήσεις του σώματος, όχι μόνο γεννιέται το πένθος αλλά αναβλύζουν και δάκρυα. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δίδει σαφή εξήγησι γι΄ αυτή την πνευματική κατάστασι στην επιστολή του προς την μοναχή Ξένη. Όπως, λέγει, από την σωματική άνεση, την ανάπαυσι και την τρυφή, γεννώνται η αναλγησία, η πώρωσι και η σκληροκαρδία, έτσι από την ανήδονη, την λιτή και με εγκράτεια λαμβανόμενη τροφή, προκαλούνται η συντριβή της καρδιάς και η κατάνυξι. Με αυτά αποτρέπονται οι ενέργειες της κακίας και παρέχεται στην ψυχή άφατη και γλυκύτατη ιλαρότητα. Χωρίς την συντριβή της καρδιάς είναι αδύνατο να απαλλαγή κανείς από τα πάθη. Η δε καρδιά δεν έρχεται σε συντριβή παρά μόνο με την εγκράτεια του ύπνου, της τροφής και των σωματικών ανέσεων. Όταν με την συντριβή απαλλαγή η ψυχή από τα πάθη και την πικρότητα της αμαρτίας, τότε δέχεται την πνευματική θυμηδία (Προς Ξένην, P.G. 151,1076BC). Αυτή άλλωστε είναι και η παράκλησι για την οποία ο Κύριος μακαρίζει τους πενθούντας. Έτσι μόνο εξηγείται το ότι η μεταβολή της λύπης σε χαρά, για την οποία μίλησε ο Χριστός στους μαθητές του, γίνεται βίωμα από το οποίο ο μοναχός αποκτά καθημερινή εμπειρία. Το πένθος γίνεται χαροποιό και μακάριο, διότι κυρίως καρποφορεί μέσα στον άνθρωπο τον αρραβώνα της αιωνίας χαράς.

Η αυτομεμψία και η συναίσθησι της αμαρτωλότητος είναι οι καταστάσεις πού προετοιμάζουν στην ψυχή το πένθος. Για πολύ καιρό, λέγει ο ιερός πατήρ, σαν ένα νοητό βάρος πάνω από το λογιστικό μέρος της ψυχής, το πιέζουν και το συνθλίβουν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποστάξη ο σωτήριος οίνος πού «ευφραίνει καρδίαν άνθρωπου». Ο οίνος αυτός είναι η κατάνυξι, η οποία χάρι στο πένθος, μαζί με το ενεργητικό μέρος της ψυχής συνθλίβει και το παθητικό- και αφού την απαλλάξη από το σκοτεινό βάρος των παθών, την γεμίζει με την μακάρια χαρά (Προς Ξένην, P.G. 150, 1077Β).

Όσο οδυνηρό όμως είναι το πένθος στα πρώτα του στάδια, διότι συνυπάρχει με τον φόβο του Θεού, τόσο αργότερα με την πάροδο του χρόνου και την πνευματική προκοπή της ψυχής γίνεται χαροποιό, διότι βλέπει κανείς αληθινά μακάριους και γλυκούς καρπούς. Όσο χρονίζει το πένθος στην ψυχή, τόσο η αγάπη για τον Θεό αυξάνεται και με ακατάληπτο τρόπο ενώνεται μαζί της. Όταν δε η ψυχή βιώνει βαθιά το πένθος, γεύεται την παρηγοριά της χρηστότητος του Παρακλήτου. Αυτή είναι για την ψυχή τόσο ιερά, γλυκιά και μυστική εμπειρία, ώστε εκείνοι πού δεν απόκτησαν προσωπική γεύσι από αυτή, να μη την υποψιάζωνται καθόλου (Προς Ξένην, P.G. 150, 1077Β).

Μία θεμελιακή άποψι στην θεολογία του πένθους είναι ότι δεν συμμετέχει σ’ αυτό μόνο η ψυχή, αλλά και το σώμα. Και η «παράκλησις» για την οποία εμακάρισε ο Κύριος τους πενθούντας, είναι καρπός, τον όποιον δέχεται όχι μόνον η ψυχή, αλλά όπως τονίζει ο Παλαμάς «και το σώμα μεταλαμβάνει πολυτρόπως» (Υπέρ ησυχαζόντων 1, 3, 33). Εναργέστατη απόδειξι γι΄ αυτήν την πραγματικότητα αναφέρει «το κατώδυνον εφ΄ αμαρτήμασι πενθούσι δάκρυον» (Υπέρ ησυχαζόντων).


Καρπός ακόμη του κατά Θεόν πένθους, είναι και η σταθεροποίησι του άνθρωπου στην αρετή, μια και, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, «η κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν αάμεταμέλητον απεργάζεται εις την ψυχήν προς σωτηρίαν» (Β’ Κορ. 7.10), διότι κατά τον Παλαμά μπορεί ο άνθρωπος να πτώχευση κατά Θεόν και να ταπεινωθή πνευματικά, αν όμως δεν προσλάβη και το πένθος, εύκολα μεταβάλλεται η διάθεσί του- μπορεί να ξαναγυρίση στις άτοπες και αμαρτωλές πράξεις, πού άφησε, και να ξαναγίνη παραβάτης των εντολών του Θεού, αφού πάλι θα φούντωση μέσα του η επιθυμία και ο πόθος για την αμαρτωλή ζωή. Αν όμως παραμείνη στην πτώχεια, πού εμακάρισε ο Κύριος, και καλλιεργήση μέσα του το πνευματικό πένθος, τότε σταθεροποιείται και ασφαλίζεται στην πνευματική ζωή, διώχνοντας έ’τσι τον κίνδυνο να επιστρέψη εκεί, από όπου ξεκίνησε (Προς Ξένην, P.G. 150, 1085C).

Η ωφέλεια όμως από το πένθος δεν περιορίζεται μόνο στο ότι ο άνθρωπος γίνεται σχεδόν ακίνητος προς το κακό, αλλά κατά τον Άγιον Γρηγόριον, εξαλείφει εντελώς και τις προηγούμενες αμαρτίες του, όταν βέβαια έχει ως κατάληξι το μυστήριο της μετανοίας. Διότι αφού ο άνθρωπος πενθεί κυρίως γι΄ αυτές, ο Θεός τις καταλογίζει ως ακούσιες· ο Άγιος χαρακτηριστικά λέγει ότι «τα ακούσια ουχ υπεύθυνα» (Προς Ξένην, P.G. 150, 1085C).

Έτσι το κατά Θεόν πένθος δεν εφελκύει μόνο την παράκλησι και την παρά Θεού συγχώρησι προσφέροντας τον αρραβώνα της αιωνίου ευφροσύνης, αλλά ταυτόχρονα προφυλάσσει τις αρετές πού έχει η ψυχή, αφού κατά τον Άγιον Γρηγόριον η ψυχή πού έμαθε να πενθή γίνεται δυσκίνητη προς το κακό (Προς Ξένην, P.G. 150,1085D).

Τέλος ο αγιορείτης Ησυχαστής και των Θεσσαλονικέων Ιεράρχης, στην περί παθών και αρετών πραγματεία του, πού στη μεγαλύτερη της έκτασι είναι αφιερωμένη στο πένθος, χρησιμοποιεί ένα πολύ εκφραστικό παράδειγμα για να κατάδειξη την πορεία του άνθρωπου στο πένθος. Παρομοιάζει την αρχή του πένθους με την επιστροφή του άσωτου υίοϋ· γι΄ αυτό και γεμίζει κατήφεια τον πενθούντα και τον οδηγεί στην επανάληψι των λόγων εκείνου: «πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου». Αλλά και το τέλος του, πάλι, το εικονίζει με την προϋπόθεσι και το άνοιγμα της αγκάλης του Θεού Πατρός «εν η τω πλούτω της ανεικάστου πτώχειας εντυχών, και πολλής χαράς και παρρησίας δι΄ αυτήν ο υϊός επιτυχών, εφιλείτο τε και αντεφίλει, και συνεισελθών, συνεστιάτο τω Πατρί, της ουρανίου συναπολαύων ευφροσύνης» (Προς Ξένην, P.G. 150, 1085C). Γι΄ αυτό και ο όρος «χαρμολύπη» πού χρησιμοποιούν συνήθως οι ασκητές για να εκφράσουν το βίωμα της εσχατολογικής υπερβάσεως του πόνου, είναι ίσως το πιο εκφραστικό σύμβολο ολόκληρης της ασκητικής ζωής τους, ζωής κυρίως δακρύων και πένθους (Βλέπε Γ. Μαντζαρίδου «Η περί θεώσεως διδασκαλία» στα Παλαμικά 1973, σελ. 215).

Σ΄ αυτήν την συνοπτική και μπορεί να πη κανείς πρόχειρη παρουσίασι των θέσεων του Παλαμά περί μετανοίας βλέπουμε ότι ο Άγιος Γρηγόριος ως κατ΄ εξοχήν άνθρωπος της εσωτερικής ζωής ενδιεφέρετο όχι απλώς να διορθώνουμε εξωτερικά τα κακώς κείμενα, αλλά να μετανοούμεν εσωτερικά, πενθούντες και κλαίοντες. Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν ο ίδιος άνθρωπος της μετανοίας, αλλά και αληθινός κήρυκας της μετανοίας.

Ευχόμεθα ταπεινώς, τώρα πού εγγίζει η αγία περίοδος της Μεγάλης  Τεσσαρακοστής, της κατ’ εξοχήν περιόδου της μετανοίας κατά τον Άγιον Γρηγόριον, να «προσπέσωμεν και να κλαύσωμεν εναντίον του Θεού ημών» για να γευθούμε την μακαριότητα της βασιλείας του. Μη λησμονούμε ότι η διόρθωσι του εαυτού μας αλλά και του κοινωνικού συνόλου αρχίζει και θεμελιώνεται στην προσωπική μετάνοια του κάθε άνθρωπου. Αυτό άλλωστε είναι το πνεύμα του αγιορείτικου μοναχισμού, όπως το τονίζει ο Άγιος Παλαμάς, «η διηνεκής μετάνοια». Αμήν.
via


Η θεολογική συζήτηση για τη θεολογία του π. Σωφρονίου, παρότι μόλις άρχισε, προμηνύεται εξόχως σημαντική για την ταυτότητα της Ορθόδοξης θεολογίας στο άμεσο μέλλον. Και τούτο διότι ο π. Σωφρόνιος δεν είναι, όπως ελπίζω να φανεί στη συνέχεια, απλά ένας «ασκητικός συγγραφέας», όπως επικράτησε να ονομάζεται μια μερίδα συγγραφέων οι οποίοι επικεντρώνουν την προσοχή τους πάνω σ’ αυτό που κακώς ονομάζεται «πνευματικότητα» και ορθότερα ίσως «νηπτική παράδοση». Πράγματι, πολλοί απ’ τους «νηπτικούς», όπως συνήθως λέγονται, συγγραφείς, ελάχιστο ή μηδαμινό ενδιαφέρον επιδεικνύουν για την ενσωμάτωση του συνόλου της θεολογίας στο έργο τους. Αυτό φυσικά κάθε άλλο παρά μειώνει το έργο αυτό, αφού πράγματι αυτό που εξίσου ενδιαφέρει την Ορθόδοξη θεολογία είναι η άκρως εμπειρική, νηπτική και μετανοιακή, θεολογική γνωσιολογία, άνευ της οποίας κάθε είδους ευχαριστιακής ή εκκλησιολογικής οντολογίας κινδυνεύει ν’ αποτελεί έωλο και ακατανόητο υπερβατικό εκστατισμό. Πολύ λίγοι πάντως από τους Πατέρες, μεταξύ των οποίων οι άγιοι Γρηγόριος Νύσσης, Βασίλειος ο Μέγας, Μάξιμος Ομολογητής και Γρηγόριος Παλαμάς, επιχειρούν την βαθιά συναίρεση της νηπτικο-ασκητικής παράδοσης με τις ανθρωπολογικές και θεολογικές προϋποθέσεις και συνέπειές της. Ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ φρονώ πως ανήκει σ’ αυτήν την τελευταία ακριβώς κατηγορία Πατέρων (διότι πράγματι πρόκειται για ένα νεότερο Πατέρα της Εκκλησίας) και αυτό είναι κάτι το οποίο θα επιθυμούσα, εντελώς εισαγωγικά, να δείξω στην παρούσα εισήγηση. Σκοπός πράγματι του κειμένου που ακολουθεί, είναι ν’ αποδείξει προεισαγωγικά πως η θεολογία του π. Σωφρονίου ανήκει ειδικά στην παράδοση του Ορθοδόξου Ησυχασμού, όπως μάλιστα αυτός εκφράστηκε, με τη δημιουργική συναίρεση των προ αυτού Πατέρων, από τον αγ. Γρηγόριο Παλαμά, καθώς επίσης πως η θεολογία αυτή ανήκει στην παράδοση των μεγάλων θεολογικών συνθέσεων, όπου ακριβώς, με τον εγκυρότερο τρόπο, ολόκληρο το φάσμα της πατερικής θεολογίας (ειδικότερα μάλιστα, εν προκειμένω, της θεολογικής ανθρωπολογίας) αναδεικνύεται ξανά.

ΙΙ

Κάτι τέτοιο μας υποχρεώνει να ανιχνεύσουμε καταρχήν το νόημα της εκστάσεως, της ασκητικής ανάβασης δηλαδή προς τον Θεό, στα όρια της ελληνικής πατερικής παράδοσης. Προς τον σκοπόν αυτό, είμαστε νομίζω υποχρεωμένοι ν’ ανιχνεύσουμε δυο είδη τέτοιας εκστάσεως προς το Θεό, στα όρια πάντοτε της παραπάνω παράδοσης: α) την πλατωνίζουσα έκσταση και β) την ησυχαστική έκσταση, της οποίας η έκφραση κορυφώνεται πράγματι στο παλαμικό έργο (αν και αποτελεί περιεχόμενο του μεγαλύτερου μέρους της παλαιότερης πατερικής γραμματείας). Ας δούμε τα δυο αυτά είδη έκστασης χωριστά.

Η πλατωνίζουσα έκσταση είναι αυτή η οποία έλαβε την κορυφαία έκφρασή της στα έργα του Ωριγένη. Είναι συγγενής με την ανάλογη θεωρία φιλοσοφικής γνώσης του Ενός, του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πλωτίνου (ο οποίος υπήρξε, κατά πάσα πιθανότητα, συμμαθητής του Ωριγένη στη φιλοσοφική σχολή του πρώην χριστιανού και μετέπειτα νεοπλατωνικού φιλοσόφου Αμμωνίου Σακκά). Υπενθυμίζω πως ο Πλωτίνος θεωρεί πως η ψυχή του ανθρώπου, που αποτελεί και την ουσία του, είναι κατά φύσιν συγγενής με το θείο και, περιπολώντας καταρχήν σε ουράνιους τόπους, εξέπεσε από λάθος της σε τούτη τη γη και τιμωρήθηκε προσδενόμενη στο υλικό αυτό σώμα το οποίο είναι παντελώς ξένο προς την πραγματική «θεία» ουσία του ανθρώπου. Ο φιλόσοφος οφείλει να ξαναβρεί το θείον μέσω της εκ-στατικής θεωρίας, (η οποία ακριβώς εξέρχεται από την ύλη και τη δημιουργία, αφού αυτές ουσιαστικά ταυτίζονται με το μη – ον ή το κακό), είναι «ο δια θεωρίας το είναι έχων», κατά το φιλόσοφο. Η ψυχή λοιπόν στον Πλωτίνο χωρίζεται σε ανώτερη ψυχή, της οποίας ουσία είναι ο νους, και σε κατώτερη ψυχή, συνδεόμενη με το παθητικό μέρος της ψυχής και προσδεδεμένη στις ανάγκες του σώματος. Ο φιλόσοφος οφείλει να εγκαταλείψει τόσο το σώμα όσο και την κατώτερη αυτή ψυχή και δια του νοός του να αναμειχθεί με το Εν ωσότου αφομοιωθεί ολοκληρωτικά απ’ αυτό, εις τρόπον ώστε να γίνει ένα μ’ αυτό – «έν άμφω». Παρόμοια ο χριστιανός Ωριγένης θεωρεί πως η ψυχή του ανθρώπου είναι κατά φύσιν συγγενής με το Θεό και χωρίζεται σε ανώτερη η οποία έχει ως ουσία της το νου και προϋπήρχε του συγκεκριμένου ανθρώπου, ουρανοδρομώντας αΰλως μέχρι τη φοβερή στιγμή του κόρου, όπου ακριβώς λόγω κορεσμού θα επισυμβεί και η πτώση της στην υλικότητα και σε κατώτερη ψυχή, αποτελούμενη από το θυμικό και το επιθυμητικό μέρος της ψυχής. Αυτό το κατώτερο μέρος υποτίθεται πως προσετέθη μετά την πτώση (η οποία δεν είναι άλλη από τη δημιουργία του ανθρώπου, αφού στον Ωριγένη η δημιουργία και η πτώση ταυτίζονται) και οφείλεται ακριβώς στην πτωτική τάση της ψυχής να συνδέεται μ’ ένα σώμα. Πνευματικότητα και εδώ είναι η θεωρία του Θεού, μέσω της εκ-στατικής αναχώρησης από την σωματικότητα, δια του συγγενούς προς τον Θεό ανθρώπινο νου. Ο Ωριγένης είναι τριχοτομιστής: παραδέχεται, πλην της ψυχής και του σώματος, την παρουσία επίσης και πνεύματος στον άνθρωπο. Πνεύμα ανθρώπινο είναι εδώ ένα είδος κτιστής συμμετοχής στο Πνεύμα του Θεού, καθώς και ο τόπος αυτού του τελευταίου μέσα στον άνθρωπο, ασχέτως αν αυτός είναι βαπτισμένος ή όχι – μια ακόμη πλατωνική κληροδοσία. Το σώμα είναι βεβαίως μόνον τιμωρία της ψυχής, πλην όμως ο χριστιανός Ωριγένης δεν μπορεί παρά να θεωρεί πως θα υπάρξει μια μορφή επιβίωσής του στα έσχατα, υπό τη μορφή του «αιθερίου» σώματος των αγγέλων. Το «αιθέριο» σώμα είναι μια εφεύρεση που μας απαλλάσσει τόσο από την υλικότητα, όσο και από την πιθανότητα της τέλειας πνευματοκρατικής εξαφάνισης της υλικής δημιουργίας στα έσχατα – δεν ανήκει όμως επ’ ουδενί στη χριστιανική θεολογία…

III

            Αυτή η μονοδιάστατη πλατωνίζουσα πνευματικότητα που αφήνει έξω από την κοινωνία με το Θεό το σώμα και την υλική δημιουργία καθώς και το παθητικό μέρος της ψυχής είναι το ακριβώς αντίθετο του Ησυχασμού. Η διόρθωσή της δεν περίμενε φυσικά τον αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά, αλλά άρχισε αμέσως και μάλιστα με τους Καππαδόκες Πατέρες. Ακόμη και ο θεωρούμενος ως δήθεν πλατωνικότερος όλων, ο αγ. Γρηγόριος Νύσσης, καταδικάζει τη θεωρία πως ο νους του ανθρώπου είναι κατά φύσιν συγγενής με το Θεό: ο νους, όπως και η ψυχή είναι κτιστός, δημιουργημένος, ενώ Εκείνος είναι άκτιστος. Το χάσμα μεταξύ τους είναι απέραντο και γεφυρώνεται μόνο από τη χάρη του Θεού. Η μετοχή στο Θεό συμβαίνει όχι μόνον δια του νοός αλλά δια του όλου ανθρώπου, λέγει ο Γρηγόριος, αν και κάποτε μοιάζει να αμφιταλαντεύεται για το αιώνιο μέλλον του παθητικού της ψυχής.

            Εκείνος που καθοριστικά μίλησε για ένωσιν ανθρώπου και Θεού, ως «συνέργεια» (κάτι που ο Νύσσης αποκαλούσε «συνενέργειαν») μεταξύ τους, είναι βεβαίως ο αγ. Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και κορυφώνεται η τάση αυτή αναμφίβολα στον αγ. Μάξιμο τον Ομολογητή. Ο Ομολογητής αρνείται ρητώς πως ουσία του ανθρώπου είναι η ψυχή μόνη ή το σώμα μόνον ή ακόμη το άθροισμα των δυο, και αποφαίνεται αινιγματικά ότι ο άνθρωπος είναι το «όλον αυτού». Η τελευταία αυτή φράση σημαίνει πως ο άνθρωπος δεν είναι απλώς ένα ψυχοσωματικό σύνολο αλλά είναι επίσης και ο τόπος του Όλου, έχει τη δυνατότητα δηλαδή να γίνει μια ξεχωριστή, ιδιαίτερη και ανεπανάληπτη υπόσταση όλου του κτιστού και ακτίστου είναι, κατά χάρη. Ας μην λησμονούμε πως η θεολογία του αγ. Μαξίμου περί των ακτίστων λόγων μας λέγει τελικά ακριβώς αυτό: πως ο Θεός «λέγει», προτείνει δηλαδή στα όντα τον τρόπο του είναι τους, αναμένοντας από αυτά το δικό τους κτιστό λόγο, την απάντησή τους δηλαδή, η οποία θα οδηγήσει, μέσω αυτού του θεανθρωπίνου (συνεργητικού ή συνενεργητικού) διαλόγου, του οποίου η Ενσάρκωση του Λόγου είναι το έσχατο πλαίσιο, στην πληρότητα του κατά φύσιν τρόπου υπάρξεως των όντων στα έσχατα, στη Βασιλεία του Θεού.

            Λαμπρό άνθος της παράδοσης αυτής είναι αναμφίβολα το έργο του αγ. Συμεώνος του Νέου Θεολόγου. Δεν υπάρχει χώρος στην εισήγηση αυτή για εκτενέστερη αναφορά, πλην όμως όλοι οι αναγνώστες του κορυφαίου αυτού ασκητικοθεολογικού έργου γνωρίζουν πως εδώ η ένωση ανθρώπου και Θεού εν Χριστώ περιγράφεται ως ένα γεγονός στο οποίο λαμβάνει μέρος, στην κυριολεξία, κάθε μέλος του σώματος και κάθε τμήμα της ψυχής του πιστού, χωρίς καμία εξαίρεση. Όλος ο άνθρωπος γίνεται Θεός κατά χάριν, χωρίς σύγχυση κτιστού και ακτίστου αλλά και χωρίς καμία διάσταση μεταξύ τους.

            Κληρονόμος λοιπόν και κορυφαίος εκφραστής της πνευματέμφορης αυτής παράδοσης, που δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό που ονομάζουμε Ησυχασμό, είναι αναμφίβολα ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς. Οι ορθόδοξοι θεολόγοι έχουμε δυστυχώς ελάχιστα συνειδητοποιήσει το γεγονός πως αυτό που κυρίως πολεμά η παλαμική θεολογία είναι ακριβώς η νεοπλατωνίζουσα ανθρωπολογία και γνωσιολογία (εντός ή εκτός της Εκκλησίας) όπως αυτή περιγράφηκε παραπάνω. Όλος αυτός ο ιερός και συνάμα βαθύτατα αντι-ιδεαλιστικός και θα λέγαμε στην κυριολεξία «υλιστικός» χαρακτήρας του Ησυχασμού, είναι ακριβώς αυτό που τον καθιστά βαθύτατα σύγχρονο και βαθύτατα ικανό ν’ απαντήσει στα πιο συγκλονιστικά ερωτήματα που εγείρουν σήμερα τόσο η φιλοσοφία όσο και οι επιστήμες του ανθρώπου, της νευροεπιστήμης συμπεριλαμβανομένης. Τα κύρια χαρακτηριστικά εν προκειμένω του έργου του Παλαμά είναι τα εξής: πρώτον, πλήρης αποδοχή του παθητικού μέρους της ψυχής, δηλαδή των συναισθημάτων και της επιθυμίας, στην προοπτική της κοινωνίας μετά του Θεού. Οι άγιοι δεν είναι μόνον «θεωροί» αλλά και «κοινωνοί» του Θεού λέγει ο Παλαμάς υπονοώντας εδώ την Μακαριανή ένωση νου και καρδίας: δεν σκεπτόμαστε μόνον το Θεό αλλά επίσης Τον αγαπούμε και Τον ποθούμε και μόνον έτσι μετέχουμε σ’ Αυτόν. Δεύτερον, πλήρης αποδοχή του σώματος. Το σώμα διαθέτει κατά τις Τριάδες υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων «ενσημαινομένας πνευματικάς διαθέσεις» μπορεί δηλαδή να πνευματοποιηθεί ως ευλογημένο δημιούργημα του Θεού μαζί με την ψυχή και να «συνδιαιωνίσει» μαζί της και συνεπώς, τρίτον, η ένωση μετά του Θεού είναι ένωση καρδιακή και νοερά και σωματική. Τα πάθη μας λέγει ο ησυχαστής αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης, όχι μόνον δεν πρέπει να χαθούν, όπως μας δίδαξαν λόγου χάριν οι Στωικοί, αλλά πρέπει να μεταμορφωθούν εν Αγίω Πνεύματι, αλλάζοντας προσανατολισμό και αντικείμενο, προκειμένου να εναγκαλισθεί όλος ο πραγματικός άνθρωπος όλον τον πραγματικό Θεό κατά χάρη.

            Προσεγγίζουμε κατόπιν τούτων την ουσία του θέματός μας. Ποιος είναι ο τρόπος αυτής της νέας, μη πλατωνικής αυτή τη φορά, ανάβασης ή έκστασης προς το Θεό; Η περιγραφή στην οποία προβαίνει ο αγ. Γρηγόριος στο Ζ’ Αντιρρητικό του (11, 36) μοιάζει εκπληκτική. Δυο είδη ανόδου προς το Θεό υπάρχουν μας λέγει. Η πρώτη γίνεται δια του νοός και μόνον. Αυτή είναι η άνοδος των φιλοσόφων προς τον Θεό και ο Παλαμάς δεν διστάζει να την ονομάσει απερίφραστα «φανταστικήν», μη πραγματική δηλαδή και γεμάτη με φανταστικά είδωλα για το Θεό. Το δεύτερο είδος ανόδου είναι αυτή των ασκητών-θεολόγων. Αυτή συμβαίνει, όπως συγκλονιστικά το περιγράφει ο ησυχαστής άγιος, «μετά παντός είδους κτίσεως, ίνα το της εικόνος απηκριβωμένον ή» – με ολόκληρη τη δημιουργία, ούτως ώστε να είναι πλήρες το κατ’ εικόνα.

Ευρισκόμαστε στη θεολογική και ανθρωπολογική καρδιά του Ησυχασμού. Η έκσταση-άνοδος προς τον Θεό προϋποθέτει, μας λέγει μ’ άλλα λόγια ο Παλαμάς, για να είναι πραγματική και αληθινή, μια προηγούμενη βαθύτατη κίνηση καθόδου ή κένωσης, ούτως ώστε ο άνθρωπος να βαστάσει και να σηκώσει προς το Θεό όχι μόνον εαυτόν αλλά ολόκληρη μαζί τη δημιουργία – του άλλους ανθρώπους αλλά και τα υπόλοιπα κτιστά όντα. Ο σταυρός αυτής της καθόδου αποτελεί τη μόνη απαράβατη προϋπόθεση για την αναστάσιμη άνοδο του πιστού προς τον Θεό. Η έκσταση δεν είναι έτσι μια κίνηση έξω από τη φύση των όντων (όπως ακριβώς αντιλαμβάνονται σήμερα το πρόσωπο οι σημερινοί ορθόδοξοι περσοναλιστές θεολόγοι, θεωρώντας το ακριβώς, κατά πλατωνίζοντα τρόπο, ως έκσταση/έξοδο από την, ταυτιζόμενη με την τυφλή αναγκαιότητα ή και την πτώση, φύση) αλλά είναι μια έκσταση προσωπική της ίδιας της κτιστής φύσεως προς τον Θεό. Επιπλέον η έκσταση/άνοδος αυτή είναι αποφασιστικά και μόνον κοινωνική, όχι υπό την έννοια πως το συγκεκριμένο πρόσωπο καταργείται αλλά, αντιθέτως, τούτο το τελευταίο ακριβώς καθολικοποιείται. Έκσταση και κοινωνική καθολικοποίηση φαίνεται έτσι να συμπίπτουν: η μια αποδεικνύει την αλήθεια της άλλης. Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να ομιλούμε για την έκσταση καταρχήν ως κάθοδο, κίνηση σταυρική προς περιχώρηση και βασταγμό όλου του Είναι, η οποία, αυτή και μόνη, αποδεικνύει ότι η έκσταση ως άνοδος είναι πραγματική και κατά Θεόν αληθινή. Είναι μ’ αυτήν ακριβώς την έννοια που μπορούμε ακριβώς να υποστηρίξουμε πως ο ορθόδοξος Ησυχασμός, όταν είναι θεολογικά υγιής, δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά βιωμένη εκκλησιολογία…


ΙV

Ας έλθουμε λοιπόν τώρα κατόπιν τούτων στην περίπτωση του έργου του π. Σωφρονίου και μάλιστα σ’ ένα ζήτημα το οποίο πολύ απασχολεί τους μελετητές του, το ζήτημα δηλαδή της κένωσης. Είναι νομίζω εφικτό να δείξουμε ότι ο π. Σωφρόνιος είναι ένας ησυχαστής και μάλιστα υπό την έννοια του παλαμικού Ησυχασμού όπως τον είδαμε παραπάνω.

Θεωρώ πως δυο είναι οι μορφές της κένωσης, αλληλοσυμπληρούμενες μάλιστα, στο έργο του π. Σωφρονίου. Πρώτη είναι η μορφή της θεοεγκατάλειψης. Αν η θεοεγκατάλειψη θεωρηθεί ως μια σοφή παιδαγωγία της αγάπης του Θεού προς τον ασκητή, τότε αυτή η παιδαγωγία τι άλλο είναι παρά μια προσπάθεια να μας θεραπεύσει ο Θεός από κάθε ίχνος μιας «ηδυπαθούς» ατομιστικής απόλαυσης της χάρης, μια τάση η οποία ενδημεί ασυνειδήτως μέσα στον πεπτωκότα άνθρωπο, ωθώντας τον ανεπίγνωστα σ’ έναν πιθανό πειρασμό ναρκισσικής αδολεσχίας, ακόμα και μέσα στο φως της χάρης του Θεού; Τι άλλο είναι δηλαδή αυτή η σοφή παιδαγωγία της θεοεγκατάλειψης παρά μια φιλάνθρωπη ώθηση του Θεού για ένα κοινωνικό άνοιγμα της ψυχής του ασκητή προς τον κενωτικό εναγκαλισμό του πάσχοντος συνανθρώπου και της πάσχουσας κτίσης, προκειμένου ν’ ανεβεί μαζί τους, και μόνο μαζί τους, στο Θεό; Έτσι εξηγείται ίσως και το γεγονός ότι την μεγαλύτερη θεοεγκατάλειψη δεν την υφίστανται συνήθως οι απλοί πιστοί αλλά κυρίως οι διανοούμενοι ασκητές και πιστοί (και τέτοιοι βεβαίως είναι συνήθως οι περισσότεροι των Πατέρων) αφού αυτοί κυρίως έχουν μεγαλύτερο πειρασμό από τους άλλους να αδολεσχήσουν σε μιαν ατομική-νοητική θεωρία του Θεού με τον πιθανό ναρκισσισμό της, αφήνοντας την υπόλοιπη δημιουργία κάπως στο περιθώριο.

Όπως φάνηκε ήδη, το δεύτερο είδος κένωσης, στο οποίο οδηγεί παιδαγωγικά και φιλάνθρωπα, ως θεοεγκατάλειψη, είναι η χάρη της περιχωρήσεως, είναι μ’ άλλα λόγια ακριβώς αυτό το οποίο ο π. Σωφρόνιος ονομάζει γένεση της υποστάσεως μέσα στη Γεθσημάνειο προσευχή – ασκητική και λειτουργική – για όλον τον κόσμο. Υπ’ αυτήν την έννοια, χάρις στην πρώτη κένωση δίδεται η χάρη για τη δεύτερη. Ως σοφή θεραπεία της ρίζας της φιλαυτίας, η θεοεγκατάλειψη, έτσι, όχι μόνο δε γεννά απελπισία αλλά ευγνωμοσύνη και δοξολογία για την εν αληθεία αγάπη του Θεού η οποία οδηγεί στην οντολογική ολοκλήρωσή του τον άνθρωπο:  

«Φερόμενοι πνεύματι Θεού προς την υπέρ όλου του κόσμου προσευχήν, προς συμμετοχήν εις την εν Γεθσημανή προσευχήν του Κυρίου, βλέπομεν αίφνης εν εαυτοίς Θείον θαύμα: Ανατέλλει εντός ημών ο πνευματικός ήλιος, το όνομα του οποίου είναι υπόστασις (πρόσωπον). Τούτο είναι εν ημίν η αρχή καινής μορφής υπάρξεως, ήδη αθανάτου. Τότε δεχόμεθα την Αποκάλυψιν της Υποστατικής Αρχής εν τη Αγία Τριάδι, ουχί επιφανειακώς, ουχί διανοητικώς, αλλ’ εν τοις εγκάτοις του είναι ημών. Ενορώμεν εν τω Φωτί το μέγιστον μυστήριον του Ανάρχου Είναι: τον Υποστατικόν Θεόν, τον Ζώντα· τον Ένα εν Τριάδι Υποστάσεων· τον Θεόν της αγάπης, τον Μόνον αληθινόν».

            Με την προσευχή υπέρ όλου του κόσμου δίνουμε πλέον υπόσταση στην κοινήν ανθρώπινη ουσία. Με την προσευχή της αγάπης προς την ομοούσιά μας ανθρωπότητα γινόμαστε δυναμικά υποστάσεις της όλης ανθρώπινης ουσίας καθώς και όλης της κτίσης, ενώ προηγουμένως υπαρξιακά ήμασταν απλώς λογικά τμήματα της ανθρώπινης και της κτιστής εν γένει ουσίας. Έχουμε εδώ ξανά δηλαδή την ουσία του παλαμικού Ησυχασμού: έκσταση δια καθόδου, ο άνθρωπος να δίδει ταπεινά υπόσταση σ’ όλη τη δημιουργία, ανεβάζοντάς την στο Θεό, μιμούμενος δηλαδή κατά χάρη το έργο ακριβώς και την κίνηση του ενανθρωπήσαντος Λόγου. Ή, με τα λόγια του π. Σωφρονίου:

«δι’ Αυτού (του Χριστού) απεκαλύφθη εις ημάς ο χαρακτήρ του Θεού της αγάπης. Η τελειότης αυτή έγκειται εις το ότι η αγάπη αυτή είναι ταπεινή, τουτέστι προσφέρεται άνευ επιφυλάξεως. Ο Πατήρ εν τη γεννήσει του Υιού κενούται ολοτελώς. Αλλά και ο Υιός επιστρέφει το παν εις τον Πατέρα. Αυτήν ακριβώς την πράξιν της τελείας κενώσεως ετέλεσεν ο Κύριος εν τη σαρκώσει Αυτού, εν τη Γεθσημανή και επί του Γολγοθά». 

            Αυτό το οποίο συνεπώς διδάσκει τελικά ο Θεός τον άνθρωπο δεν είναι τίποτε λιγότερο από τον ίδιο τον δικό Του τρόπο υπάρξεως. Δεν πρόκειται όμως για αφηρημένη αποκάλυψη αρχών αλλά για συγκλονιστική κοινωνία Θεού εν τη υπάρξει: το πρόσωπο-υπόσταση είναι ενεργούμενο γεγονός εν-χριστώσεως δια της χάριτος και όχι αναπαυτική έκσταση προς μια φανταστική ελευθερία η οποία στο βάθος περιφρονεί και ταυτίζει με την πτώση και την τυφλή αναγκαιότητα, κατά Πλατωνικό ή Καντιανό τρόπο, την φύση των όντων, όπως θέλουν κάποιοι περιώνυμοι σύγχρονοι ορθόδοξοι προσωπολόγοι. Με τον μαρτυρικό-ασκητικό αυτό τρόπο καθίσταται ο άνθρωπος

«φορεύς του πληρώματος του θεανθρωπίνου είναι δια της ενώσεως μετά του Χριστού εν τη προσευχή, ήτις εξομοιοί αυτόν προς Εκείνον. Σπάνιον προνόμιον συνδυάζοντας ακραίας καταστάσεις των παθημάτων της αγάπης και τον θρίαμβον αυτής. Ο άνθρωπος, αναγεννηθείς εκ τοιαύτης προσευχής, δια μέσου του ζωοποιού πόνου εισέρχεται βραδέως εις ενεργόν αίσθησιν της αναστάσεως της εαυτού ψυχής».

            Βρισκόμαστε στον βαθύ πυρήνα του Ησυχασμού. Βλέπουμε εδώ την ταύτιση της προσωπικής ανάστασης, της εκστατικής δηλαδή ανόδου προς τον Θεό, με την ζώσα περιχώρηση των πάντων, με το κουβάλημα δηλαδή όλης της πάσχουσας δημιουργίας στα πόδια του Θεού. Η ανθρώπινη εσωτερικότητα συμβαδίζει εδώ με την πιο βαθιά κοινωνικότητα, εις τρόπον μάλιστα ώστε η μια να επαληθεύει την άλλη. Η αυθεντική εσωστρέφεια εκφράζεται έτσι ως ταπεινή κενωτική – σταυρική κοινωνικότητα, η οποία με τη σειρά της, μόνο με την ταπεινή κένωση του έσω ανθρώπου είναι δυνατόν να επιτευχθεί.

            Στη σκέψη των νεότερων ορθόδοξων προσωπολόγων συναντά κανείς μιαν αγιάτρευτη αλλεργία προς οποιαδήποτε μορφή εσωτερικότητας, εσωστρέφειας ή ακόμα και συνειδητής ασκητικής ζωής, πράγματα τα οποία εκλαμβάνονται συλλήβδην ως δήθεν ψυχολογισμός. Οι θεολόγοι αυτοί ελάχιστα δυστυχώς κατανοούν την πατερική ασκητική παράδοση και, εν προκειμένω, τη θεολογία του π. Σωφρονίου. Εδώ η εσωτερικότητα ή η εσωστρέφεια δεν είναι ψυχολογισμός αλλά καθαρή οντολογία. Ο «έσω άνθρωπος» (έκφραση καθαρά ως γνωστόν Βιβλική) δεν είναι εδώ παρά ο χώρος του γνωμικού θελήματος, της ελευθερίας δηλαδή του ανθρώπου, ο χώρος δηλαδή όπου τελεσιουργείται (συνειδητά βεβαίως και εν συναισθήσει και όχι ασυνειδήτως ή ασυναισθήτως!) το μυστήριο της καθολικοποίησης του ανθρώπου, μέσω της ταπεινής και κενωτικής «συνεργίας» του θελήματος του ανθρώπου με το θέλημα του Θεού εν Χριστώ.

V

            Μια έσχατη παρατήρηση: έχει διατυπωθεί η άποψη πως ο π. Σωφρόνιος ως προς τη θεολογία της κένωσης ακολουθεί την Ρωσική θρησκευτικοφιλοσοφική γραμμή όπως αυτή εκφράζεται κυρίως στη θεολογία του Σεργίου Μπουλγκάκωφ. Πράγματι ο π. Σωφρόνιος μπορεί να έλαβε μιαν εξωτερική έμπνευση από το Μπουλγκάκωφ, διόρθωσε όμως βαθιά το πρόσλημμα το οποίο, ούτως ή άλλως, αρδεύεται από τις φιλοσοφίες του Χέγκελ και του Σέλλινγκ. Στις φιλοσοφίες αυτές τόσο η ενότητα όσο και η κένωση είναι λογικά προεπινοημένες διαλεκτικές αναγκαιότητες, αναγκαστικά αφηρημένες και απράγματες. Στον π. Σωφρόνιο, αντίθετα, η ενότητα, ως κενωτική περιχώρηση των όντων και ανύψωσή τους στο Θεό δεν είναι προεπινοημένη αναγκαιότητα ούτε αφηρημένη διανοητική έκσταση, αλλά βήμα προς βήμα θυσιαστικά ενεργούμενη αγάπη. Όπως στον αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά, το ομοούσιο εδώ ενεργείται μέσα στην κτίση σταυρικά, μ’ όλη την ψυχή, με νου, με καρδιά, με αγάπη και μ’ όλο το σώμα που μαρτυρικά μετέχει κι αυτό στον ασκητικό αγώνα. Όλος ο άνθρωπος γίνεται αγάπη εισερχόμενος, εν κοινωνία με ολόκληρη την κτίση στο φως της πραγματικής θείας γνώσης. Υπάρχει όμως μια λεπτή διαφορά ανάμεσα στην κένωση του Χριστού και στη δική μας κένωση: ενώ ο Χριστός κενούται υπέρ ημών, εμείς κενούμεθα, όπως είπαμε, πρώτον υπέρ της ατέλειας του εαυτού μας (θεοεγκατάλειψη) και δεύτερον υπέρ των άλλων (περιχώρηση). Μόνο μετά την πρώτη φάση, ως παιδαγωγία στην υπαρξιακή διάνοιξη, είναι δυνατόν για τον άνθρωπο ν’ ακολουθήσει το Χριστό στον Άδη του υπέρτατου ναρκισσικού τραύματος που είναι η ανανταπόδοτη αγάπη της ομοούσιας περιχώρησης των άλλων. Μόνον όμως έτσι, μόνον δηλαδή μετά απ’ αυτήν την παράδοξη εκστατική κάθοδο είναι δυνατή η πραγματική άνοδος προς τον Θεό…


VI

            Δεν μπορώ ωστόσο να κλείσω την εισήγηση αυτή χωρίς δυο ακροτελεύτια λόγια για την οικουμενική σημασία της θεολογίας του π. Σωφρονίου. Μια ολόκληρη εισήγηση θα μπορούσε ν’ αφιερωθεί στο θέμα αυτό, αλλά δεν υπάρχει χώρος για κάτι τέτοιο πλέον. Άκρως ενδεικτικά θα ήθελα να τονίσω πως η Δυτική θεολογία γνωρίζει πολύ καλά τη διανοητική άνοδο προς το Θεό, χωρίς το σώμα και την κοινότητα, μέσω κυρίως του Θωμά Ακινάτη. Βρίσκεται στο κρίσιμο σημείο μάλιστα του ν’ αρχίσει να κατανοεί τον μάταιο ιδεαλισμό, τον φρούδο ατομικισμό αλλά και την παθητικότητα που εγκλείει η άνοδος αυτή, αφού δεν διαθέτει ούτε πραγματική κοινωνικότητα, ούτε διαλογική συνεργία Θεού και ανθρώπου. Είναι μεγάλη ανάγκη να βρεθούν ορθόδοξοι θεολόγοι σήμερα να μιλήσουν στη Δύση γι’ αυτήν την άνοδο δια της περιχωρητικής καθόδου, για την ψυχοσωματική και κοινωνητική μετά πάντων των όντων μετοχή στο Θεό η οποία διορθώνει την ολέθρια φανταστική – διανοητική θέα Του. Η ορθόδοξη θεολογία έχει απίστευτα καθυστερήσει στο να τα καταλάβει και να εξηγήσει όλα αυτά…

VII

            Όσο μεγαλύτερος είναι ο διανοητικός πλούτος, μας λέγει ο π. Σωφρόνιος, τόσο πιο ανεξήγητα επώδυνη είναι η θεοεγκατάλειψη προς κοινωνική διάνοιξη της ψυχής. Αλλά βρισκόμαστε πάντα στα ευλογημένα πλαίσια του Ησυχασμού. Όπως ο αγ Γρηγόριος ο Παλαμάς έτσι και ο π. Σωφρόνιος ανεβαίνει στο Θεό χωρίς κανένα εσωτερικό διχασμό, καμιά ψυχοσωματική διαίρεση, κανένα χωρισμό από τους άλλους, καμιά απώθηση κανενός πάθους – αφού είναι δυνατόν όλα να μεταμορφωθούν. Όπως ο αγ Γρηγόριος ο Παλαμάς, έτσι και ο π. Σωφρόνιος, υπήρξε μια παρουσία του Χριστού στον κόσμο…



Πηγή: Γέροντας Σωφρόνιος, Ο Θεολόγος του ακτίστου φωτός, Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου, σ. 585-596)
via


Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά: Επιστολή προς Παύλον Ασάνην

 Η θεολογία του ακτίστου φωτός.

1. Συναντήσας εσάς πρόσφατα, εσύ, που κατά την εξ αίματος καταγωγή είσαι συγγενής των κατεχόντων την βασιλεία αλλά κατά τις πνευματικές προδιαγραφές έχεις επιλέξει να είσαι υιός και αδελφός ημών που είμαστε ελάχιστοι λόγω της πτωχείας του πνεύματος που μακαρίζεται από τον Κύριο, ανέφερες ότι ποθείς να μάθεις ποια είναι η δοξασία της οποίας η αρχική πηγή είναι ο Ακίνδυνος και σε ποίου, απ’ όσους σε όλη την ιστορική εξέλιξη εξέφρασαν άνομα φρονήματα για τον Θεό, το έργο, τον λόγο και τα γέμοντα φλυαριών συγγράμματα εμπιστεύτηκε, ώστε να προβεί περαιτέρω κατά της δόξας του Θεού η οποία με αποδεικτικά τεκμήρια κατέστη σαφής στο Θαβώρ.





Η εν λόγω απόπειρα δεν φαίνεται να είναι τόσο δοξασία αλλά μάλλον κάποια αδοξία και μάλιστα όλη η αδοξία και όχι επιμέρους· διότι όποιος ασπάζεται την εν λόγω αδοξία περιπίπτει σε οιαδήποτε εκτροπή προσιδιάζει στο (εν λόγω αρνητικά χαρακτηρολογικό) όνομα, αφ’ ενός κατά το ότι αντιμετωπίζει απαξιωτικά την θεία εκείνη δόξα και όσους ανέκαθεν και κατά την παρούσα ιστορική στιγμή την ανύψωσαν κατά το μέτρο της δυνατότητάς τους, αλλά, για να μιλήσουμε αληθέστερα, τον ίδιο τον εαυτό του, και αφ’ ετέρου κατά το ότι έχει αποκτήσει εξ αυτής της θέσης την νόσο της έσχατης ηθικώς κακοδοξίας»· και τρίτον, το οποίο κατ’εξοχήν έρχεται σε αντιπαράθεση με την απορία της σεβασμιότητάς σου, με το να μη συντάσσεται με καμιά άποψη και καμιά εκδοχή μέχρι τέλους αναφορικά με αυτή την δόξα (επισφαλή εκδοχή) για την οποία εσύ θέτεις ερωτήματα. Είναι εφικτό μάλιστα να μάθεις την εν λόγω ασυμφωνία του με σαφήνεια και από τα αυτόγραφα συγγράμματα εκείνου, τα οποία έχουμε (στην διάθεση μας).





Πράγματι, όποια άποψη θα είχε κάποιος για το φως εκείνο, θα εύρει κατά την εκτύλιξη του περιεχομένου τους την αντίθετη· καθώς φαίνεται λοιπόν ο συγγραφέας των τέτοιου είδους συγγραμμάτων στο εν λόγω σημείο ακριβώς έδωσε ιδιαίτερη προσοχή, να στρέφεται εναντίον του εαυτού του με κάποιους ανατρεπτικούς συλλογισμούς και να αντιφάσκει με τον εαυτό του καταρχάς ως προς όλα και με πολλούς τρόπους, για καθένα από τα θέματα που βρίσκονται στο προσκήνιο, και στον καθένα από τους υπολοίπους (θεολογούντες) κατά πολλούς βέβαια τρόπους αλλά όχι σε όλα τα ζητήματα· διότι ποιος θα μπορούσε, όπως ο ίδιος, να εντοπισθεί από όλους, καθώς αναφέρει γενικώς για το ίδιο ζήτημα όλες τις εκδοχές και ακόμη τις αντίθετες;





Διότι ποιά δοξασία είναι εφικτό να αποχτήσει κάποιος για το θειότατο εκείνο φως, το οποίο με απόρρητο τρόπο εθεάθησαν οι αριστίνδην εκλεγμένοι από τους αποστόλους, οι οποίοι τότε ανέβησαν από κοινού με τον Κυριον στο όρος, αφού είναι άκτιστο;





2. Αλλά ευθύς αμέσως θα έλθει αντιμέτωπος με την εχθρική προς το φως χείρα, η οποία γράφει: «δεν είναι εφικτό να οράται κάτι άκτιστο από καμιά κτιστή φυση ούτε από αυτές τις ανώτατες δυνάμεις που βρίσκονται πέριξ του θείου»· και πάλι: «τίποτε, όπως αυτό τούτο που υποπίπτει στην όραση των σωματικών οφθαλμών υπό οιαδήποτε προσέγγιση δεν είναι άκτιστο, έστω και αν είναι ο Μωυσής, έστω και αν είναι ο Παύλος που ανήλθε στον τρίτο ουρανό, έστω και αν είναι άγγελος, ή οντότητα που άπτεται της θείας θεωρίας»· και εκ νέου: «το μόνο άκτιστο φως και η άκτιστη δόξα, δηλαδή η θεία φύση, είναι παντελώς κατά την καθεαυτότητά της αόρατη». Άραγε δεν απέδειξε με σαφήνεια ότι είναι κτίσμα το φως εκείνο;





Και αν υποστηρίξει κάποιος ότι αυτό είναι θεία ενέργεια και όχι ουσία, εκ νέου προσεγγίζει (το ζήτημα) με αντίθετο φρόνημα η εχθρική συγγραφή και γνώμη του, όταν σημειώνει «δεν είναι εφικτό να θεαθεί κάποιος την συμπληρωματική ενέργεια της υψίστης θεότητας με σωματικούς οφθαλμούς υπό οιαδήποτε οπτική»· και πάλι, «πώς η κτιστή φυση θα θεαθεί την άκτιστη ενέργεια με σωματικούς οφθαλμούς, ακόμα και αν κάποιος είναι ισάγγελος και άγγελος;».





Αφού θέσει λοιπόν κάποιος στο περιθώριο το όνομα της ενέργειας, θα το ονομάσει θεία έλλαμψη και χάρη, προτιμώντας κατά κάποιο τρόπο ένα από τα κατάλληλα ονόματα. Αλλά θα εντοπίσει την ίδια χείρα να χρησιμοποιεί έμμετρους λόγους με άμετρη φορά και να γράφει εκ νέου κατά των απόψεων του: «Έπειτα νομίζει ότι πρόκειται για την άκτιστη χάρη, την οποία κανείς δεν είδε ουτε έχει τις οντολογικές προδιαγραφές για να την δεί, ακόμη και αν λάβει ως χάρισμα φύση αγγέλου». Όθεν ποια αναγκαιότητα υπάρχει να γράφουμε εδώ περισσότερα από τα γραφέντα από τον ίδιο προηγουμένως, έστω και αν είναι πολυ χειρότερα;





3. Αλλά επειδή και η άκτιστη ουσία είναι από κάθε άποψη αόρατη και την άκτιστη χάρι και ενέργεια, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, κανένας ούτε ακόμη άγγελος δεν είδε, θα ονομάσουμε κτιστό το φως εκείνο που εθεάθη από τους αποστόλους στο όρος με την δύναμη του πνεύματος, και έτσι θα κατευνάσουμε το φιλοπόλεμο ήθος του Ακίνδυνου;





Αλλά είναι εφικτό να εντοπίσουμε και επίσης να έχουν γραφεί εκ νέου από την χείρα του τα εξής: «και είναι δυνατόν, σε όσους επιθυμούν να έλθουν προς ημάς, να λάβουν την πίστη διά μέσου της όψης, ότι, δηλαδή, εάν κάποιος το υπέρλαμπρον φως που έλλαμψε στο όρος Θαβώρ, εξαιτίας του ότι έχει ονομασθεί παραδειχθείσα θεότητα από τον Θεολόγο Γρηγόριο και άκτιστο και αΐδιο από τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, διαφορετικό αυτό χαρακτηρίζει ως προς το άκτιστο της ουσίας του Θεού, δεν θεωρώ ότι ο εν λόγω αιρετικός θεολογεί με έγκυρο τρόπο.





Και διότι έχει χαρακτηρισθεί ως φως άκτιστο και προαιώνιο και αΐδιο, δεν χαρακτηρίσθηκε όμως ως διαφορετικό από την ουσία του Θεού. Επομένως, ούτε εγώ υποστηρίζω αυτήν την άποψη. Σύμφωνα λοιπόν με τις απόψεις του και κατεξοχήν σύμφωνα με την πρόταση που διετυπώθη από τον ίδιο τώρα, εκείνο το φως που εωράθη, το οποίο υπέδειξε από πριν ότι είναι κτίσμα, είναι και ουσία και άκτιστο, μολονότι προηγουμένως υποστήριξε ότι δεν είναι δυνατόν να θεαθεί η χάρη και η ενέργεια ούτε από τους ίδιους τους αγγέλους.





Έχει μάλιστα παραδοθεί και αυτός ο λόγος του με γραπτό τρόπο και αυτολεξεί έχει διατυπωθεί σε πολλά σημεία των συγγραμμάτων του ότι «η θεία και άκτιστη χάρις και ενέργεια δεν είναι διαφορετική από την θεία ουσία», αλλά και στα κείμενα που μόλις προηγουμένως παρετέθησαν απεφάνθη ότι δεν είναι μόνο άκτιστη αλλά και αόρατη κατά την καθεαυτότητά της η ουσία του Θεού. Εδώ όμως υποστηρίζει ότι το φως που εωράθη είναι η ίδια η ουσία του Θεού· «διότι δεν είναι διαφορετικό από την ουσία», υποστηρίζει.





4. Αλλά θα υποστηρίξει ότι διατύπωσε λόγο για φως που έχει λάμψει στο Θαβώρ αλλά που δεν έχει καταστεί αντικείμενο της όρασης; Μια τέτοια διάκριση εισάγει την κατεξοχήν αφροσύνη. Διότι πώς έλλαμψε στο Θαβώρ, εάν δεν έχει οραθεί στο Θαβώρ; αλλά θα υποστήριζε κάποιος ότι διά μέσου του φωτός εκείνου εθεάθη η θεότητα που με παραδειγματικό τρόπο εμφανίσθηκε στο όρος, δηλαδή εννοήθη; Πρόκειται για μέγιστη υπεροψία ή, για να εκφέρω πιο ακριβή λόγο, για μέγιστη απάτη.





Διότι πώς νοείται αλλά δεν υποπίπτει στην όραση μια κατάσταση που είναι πολύ ανώτερη της όρασης; Αραγε δεν εκλαμβάνει εναντίον της δικής του συνείδησης, με απατηλό τρόπο στοχαζόμενος, το νοήσαι σε αντικατάσταση εκείνου το οποίο θα μπορούσε να θεαθεί διά μέσου οφθαλμών;





Και μάλιστα ενώ ακούει ότι το φως που έλλαμψε στο όρος από τον σωτήρα έγινε ορατό με τους οφθαλμούς των αποστόλων; Διότι λέγει «σήμερα κατέστησαν ορατά όσα είναι αθέατα από τους ανθρώπινους οφθαλμούς και είδαν την θεϊκή αυτή δόξα, αν και όχι στο εύρος που κατείχε, αλλά στον βαθμό που είχαν αντοχή αυτοί που περιέφεραν σωματικούς οφθαλμούς, προκειμένου να μην απωλέσουν μαζί με την όραση και την ζωή».





Αλλά όμως το εν λόγω φως που έγινε ορατό από τους οφθαλμούς των Αποστόλων, διά του οποίου αυτός υποστηρίζει ότι οράται (η θεία ουσία), δηλαδή νοείται από τα άτομα που θεώνται την ουσία του Θεού, τί από τα δύο είναι, κτιστό ή άκτιστο; Διότι, εάν ισχυρίζεται ότι είναι κτιστόν, από κοινού με την υπόλοιπη ασέβεια εμφανίζεται ενώπιόν μας και ως άλλος Ευνόμιος· διότι το να υποστηρίζεται ότι εκ των κτισμάτων νοείται η ουσία του Θεού και όχι η ενέργεια είναι διδασκαλία εκείνου και των οπαδών του. Εμείς όμως θα αρκεστούμε σε όσες αντιρρήσεις αντέταξαν απέναντί του ο Μ. Βασίλειος και ο αδελφός του που είχε τα ίδια φρονήματα μαζί του.





Και αν υποστηρίζει ότι είναι άκτιστο και το φως διά του οποίου οράται η ουσία, κατά την εκτίμηση του αυτό είναι η ουσία του Θεού. Διότι η ουσία είναι το μόνο άκτιστο φως κατά τις θεωρητικές τοποθετήσεις του. Υποστηρίζει λοιπόν ότι η ουσία του Θεού είναι καθεαυτή και αόρατη και ορατή, και το φως το οποίο προηγουμένως υποστήριξε ότι είναι κτιστό, τώρα κατά την εκτίμησή του είναι άκτιστο. Άραγε λοιπόν θα μπορέσει κάποιος να συμφωνήσει μαζί του ότι το ίδιο είναι κατά την καθεαυτότητά του και κτιστό και άκτιστο, και ορατό και αόρατο, και ουσία και μη ουσία, και μάλιστα όταν την κατασκευάζει και διακηρύσσει ως θεία, όχι μόνο για όλα όσα τώρα προσθέσαμε αλλά και για πολλά ακόμα;





5. Εμπρός όμως, ας υποθέσουμε ότι συμφωνεί κάποιος με αυτή την κατεξοχήν επιπόλαιη αφροσύνη· ας υποθέσουμε όμως, είπα, εφόσον κανείς δεν υπάρχει που να συμφωνεί μαζί του. Ολίγον έλειψε να μου διαφύγει, επειδή απεβλήθη από την μνήμη λόγω του περιφανούς της ατοπίας, ότι δεν είναι λίγοι όσοι εκφράζουν την προθυμία να φαίνονται ότι συμφωνούν μαζί του εσχάτως και πριν από τους υπόλοιπους ακόμη και το πρόσωπο που κατέχει το πατριαρχικό αξίωμα, προς τον οποίο και έστειλε το σύγγραμμα στο συνολό του, από το οποίο παραθέτουμε τις οικείες του σκέψεις· διότι οι κομιστές από εκεί μάς το έφεραν.





Και επειδή αυτός δεν φαίνεται μόνον αλλά και διδάσκει όσα και εκείνος και κινεί υπέρ του ιδίου όλα τα σχοινιά, ούτως ειπείν, άλλοι παρασύρονται από τις επαγγελίες του και από τα όσα προτείνει και προβάλλει αξιώματα, ενώ άλλοι φοβούνται τις απειλές και τις προσβολές και επίσης τις οξείες επιτιμήσεις (διότι αφορίζει και αποκηρύσσει και με προφορικό λόγο και με γράμματα προς τους ομοφρόνους του απέναντι σε όσους φέρουν αντιρρήσεις με κάθε τρόπο προς τον Ακίνδυνο), πολλοί συμφωνούν μαζί του ή υποκρίνονται ότι συμφωνούν. Αλλά όμως οιοσδήποτε συμφωνήσει κατά το ότι λέγει ότι το ίδιο είναι και κτιστό και άκτιστο, δεν θα διαφύγει την συνέπεια της σοφιστείας του σχετικά με αυτές τις απόψεις, αφου γράφει σαφώς τα εξής: «εγώ θεωρώ ως άνευ αξίας και το άκτιστο και το κτιστό της θεουργού σοφίας και χάριτος.





Διότι βεβαίως δεν πρέπει εμείς να προσκυνήσουμε την αντίφαση, ώστε, αν είναι η μια εκδοχή υπό ανάθεμα, θα είναι όχι λιγότερο και η δεύτερη». Άρα, δεν έχει εκπέσει από την χάρη ο δυστυχής, αλλά μάλλον έγινε αντίπαλός της, αν όχι και κάτι χειρότερο; Διότι αν έχουν εκπέσει από την χάρη όσοι δικαιώνονται με τον μωσαϊκό νόμο, όπως απεφάνθη σαφώς ο απόστολος αποστέλλοντας την επιστολή του προς τους Γαλάτες, σε ποια κατηγορία θα θέσουμε το άτομο που απαξιοί και αναθεματίζει τόσο το κτιστό όσο και το άκτιστο της χάριτος;





6. Έπρεπε βεβαίως, κατά τον επικυρωτή και προστάτη του Ακινδύνου, τον στην παρούσα φάση αρχιεράρχη και προφανώς αρχιποιμένα, και συγχρόνως διδάσκαλο και διάκονο αυτού, να πράττει τα πάντα. Διότι όπως αυτός υπέβαλε σε αφορισμούς εκείνους όσοι αντιλέγουν στον Ακίνδυνο και όσοι είναι των ιδίων απόψεων με αυτούς, όλους δηλαδή τους ανθρώπους τούς αφώρισε και απεκήρυξε, τον Ακίνδυνο όμως και εκείνους οι οποίοι φρονούν όσα ο ίδιος, στην κατηγορία των οποίων ανήκει και ο ίδιος ως πατριάρχης, περισσότερον από όλους τους άλλους, καθότι έχει προαποδειχθεί και αποδεικνύεται ότι αυτός αντιλέγει με τον εαυτό του παρά με τους άλλους.





Διότι, εφόσον τα ζητήματα που έχουν τεθεί από τον ίδιο και αντίκεινται είναι τέσσερα, σε έκαστον από αυτά ακολουθεί κάποια διπλή αντίθεση ή και τριπλάσια από τους άλλους και τόσες φορές ο ίδιος και ο υπέρ αυτού εκφωνών τους δήθεν αφορισμούς προς καθένα από όσα έχουν διατυπωθεί για τα εν λόγω δέματα αποδεικνύεται υπεύθυνος.





Κατά τον τρόπο λοιπόν που αυτός ο προστάτης του Ακίνδυνου αφώρισε όλους τους ανθρώπους, (στην πραγματικότητα όμως) τον εαυτόν του και όσους συμφωνούν με τις απόψεις του καταδίκασε σε αφορισμό περισσότερο απ’ όλους, έτσι και εκείνος που έλαβε εκ μέρους του την παρρησία προσφάτως χρησιμοποιεί το ανάθεμα. Διότι καθυποβάλλοντας στο ανάθεμα και τους δυο, τόσο εκείνους όσοι θεωρούν ότι η θεουργός χάρη είναι άκτιστη, η οποία κατά τους θεοφόρους πατέρες είναι η λαμπρότητα της θείας φύσης, σύμφωνα με την οποία και ο Κύριος έλαμψε στο όρος και υπέδειξε την λαμπρότητα των αγίων που τελείται κατά μεθεξιν, όσο και εκείνους που διαβεβαιώνουν ότι είναι κτιστή, καθότι κατά τον θεολόγο Γρηγόριο «επειδή μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν μπορούν να κατασκευάσουν ούτε όσοι συνθέτουν τραγέλαφους», και αναγκαστικά όλους όσοι φρονούν ότι αυτή είναι κτιστή ή άκτιστη, κανείς δεν απομένει που να μην υποπίπτει στο σχετικό με τον Ακίνδυνο ανάθεμα.





Με πολλαπλάσιο μάλιστα τρόπο υποβάλλεται πλήρως και ο ίδιος στον εν λόγω κριτικό εκκλησιαστικό έλεγχο· διότι αυτός όχι μόνον από την αμεσότητα της αντίφασης, αλλά και από το γεγονός ότι άλλοτε αποφαίνεται πως είναι κτιστή και άλλοτε άκτιστη, περιπίπτει στο ίδιο με όλους τους άλλους ανάθεμα, ενώ ο Θεός τον έχει εγκαταλείψει ολοκληρωτικά και τον επικυρωτή του και προστάτη του δικαίως καθώς και για το συμφέρον του κοινού πληρώματος των ευσεβών.





Εφόσον λοιπόν και αυτοί επιτίθενται εναντίον μας, κατά τέτοιο τρόπο συνελήφθησαν όχι μόνον με τις φρικωδέστερες αποκηρύξεις των μεγάλων εκείνων συνόδων αλλά και με τους δικούς τους βρόγχους και καταπίπτουν στα βάραθρα τα οποία οι ίδιοι ανέσκαψαν, ολοκληρωτικά είμαστε όλοι εμείς αθώοι και μη υποκείμενοι σε σύλληψη· διότι σύμφωνα με το ψαλμικό «η παγίδα συνετρίβη και εμείς λυτρωθήκαμε», εμείς δηλαδή που αρνούμαστε ρητά αυτές τις διπλόες.





Έτσι, το άτομο που πορεύεται με απλότητα σύμφωνα με τον στίχο του Σολομώντα είναι ανώτερο από το άφρον που στρεβλώνει τους λόγους του, αυτό δηλαδή που προσφέρει ποικίλους δόλους ανάμικτους με ανοησία.





7. Το ότι είναι μάλλον αδοξία παρά δόξα και άνοια παρά διάνοια η κακόνοια του Ακίνδυνου, είτε την σύμφωνα με την διάθεση είτε την σύμφωνα με την απόφαση θα ήθελε κάποιος (δι’ αυτού του τρόπου) να χαρακτηρίζει -διότι αυτή φαίνεται ότι προβάλλει και κατά τις δύο όψεις- νομίζω ότι έχει αποδειχθεί με σαφή τρόπο από τα όσα ήδη έχουν λεχθεί.





Ποια γνώμη έχει αυτός στην συνείδηση του για το υπό εξέταση θέμα, δεν διαφεύγει καθόλου της προσοχής μας ούτε εκείνων που τείνουν συνετόν ους, καθόσον η εν λόγω κατάσταση έχει ελεγχθεί από εμάς πολλάκις με παρρησία. Και εσύ που εξετάζεις με σωστό τρόπο θα έχεις την δυνατότητα να κατανοήσεις κατεξοχήν επαρκώς από αυτά που λέγονται τώρα, ότι έχει την άποψη σε ύψιστο βαθμό ότι το φως της θεότητας είναι κτίσμα και φάσμα, όπως υποστηρίζει και ο Βαρλαάμ· διότι τις ανωτέρω ιδιότητες επιχειρεί να παρουσιάσει με πολλούς συλλογισμούς.





Και κατεξοχήν σε καθολική κλίμακα με τους λόγους του επιχειρεί να δείξει ότι κανένα από τα άκτιστα δεν γίνεται ορατό καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τους οφθαλμούς, αλλά και στους ίδιους τους λόγους του, διά των οποίων κατασκευάζει και αποφαίνεται για το τέτοιου είδους θέμα, δεν υφέρπει και δεν κινείται υπόγεια κανένα αντίθετο που θα στρέφει την γνώμη στο εναντίον.





Όταν όμως το χαρακτηρίσει ως άκτιστο, όλη η κατασκευή που αναφέρεται στην υφή του κατά περίεργο τρόπο, σαν ένας κλέπτης που κρύπτεται, κλέπτει και μεταφέρει το άκτιστο προς την εντελώς αόρατη ουσία του Θεού, η οποία κατά τις δογματικές απόψεις του είναι η μόνη άκτιστη. Διότι οτιδήποτε διαφέρει αυτής κατά οιονδήποτε τρόπο το εγκαθιστά με φανερή προβολή ανάμεσα στα κτίσματα.





Και επειδή αυτός θεωρεί το φως της θεότητας ότι είναι κτιστό και φάσμα, το οποίο στην κυριολεξία ποτέ δεν υπάρχει, στηριζόμενος στην εν λόγω εκδοχή υποστηρίζει ότι δεν είναι ούτε κτιστόν ούτε άκτιστον. Νομίζω ότι έχεις αντιληφθεί την γνώμη της αδοξίας εξαιτίας της οποίας ο Ακίνδυνος εκινδύνευσε αναφορικά με τα θέματα της πίστης.





Και συμβαδίζει σχεδόν ο ίδιος με όλους που ανέκαθεν διατύπωναν μη θέσμια πράγματα για τον Θεόν. Και αυτό έχει διττή αιτία· διότι, αφού αθέτησε τις θείες ενέργειες σύμφωνα με τις οποίες και μόνες επιτρέπεται να θεολογούμε και από τις οποίες μόνο να συγκροτούμε τα οικεία στην ευσέβεια και να απομακρύνουμε τα αλλότρια, πώς δεν θα έσφαλλε και κατά την δική του γνώμη και δεν θα δεχόταν με απλό τρόπο όλες τις απόψεις όλων όσοι έχουν σφάλλει;





Και εκτός από αυτά, και όσα φαίνονται ότι διαφωνούν με βάση τα όσα έχουν θεολογηθεί από την πρώτη χριστιανική εποχή, διά μέσου των οποίων ανατρέπονται μεταξύ τους οι αιρέσεις που είναι αντίθετες κατά υπερβολή και κατά έλλειψη, παραινώντας ο ίδιος να υποστηρίζουμε ότι αγνοούμε πως είναι αντίθετα μεταξύ τους παραγγέλλει να μην χρησιμοποιούμε τίποτε από αυτά.





Και εκείνους όσοι λειτουργούν συμβιβαστικά τους κατηγορεί ως καινοτόμους και τους ονομάζει καινούς και υπερήφανους Θεολόγους, διότι κατά την γνώμη του δεν υπόσχονται ότι θα εξηγούν και θα διδάσκουν σε όλους τα συνετά. Πώς λοιπόν εκ νέου δεν συγκρότησε κάθε δόγμα πονηρό, αφού αυτός αναίρεσε όλα τα δεδομένα, διά των οποίων αναιρούνται όλα εκείνα;







8. Έτσι και για τους ανωτέρω λόγους αυτός είχε την έπαρση ότι συμφωνεί με όλους τους κακόβουλους αιρεσιάρχες, και κατεξοχήν με τον Άρειο, τον Ευνόμιο, τον Μακεδόνιο και με τον ίδιο τον Σαβέλλιο, έστω και «αν ο περί ου ο λόγος διήνυσε μια εκ διαμέτρου διαφορετική πορεία από εκείνους.





Διότι είναι δυνατόν στον Ακίνδυνο να εντάσσει στο ίδιο πλαίσιο τα ασύμπτωτα. Και διότι ο Άρειος και ο Ευνόμιος και οι όμοιοι με αυτούς, εκ του ότι δεν είχαν την δυνατότητα να αποδείξουν εκ των δεδομένων που η ίδια τους παρείχε ότι η ουσία του Πατέρα είναι έτερη προς αυτήν του Υιού, επεχείρησαν να υποκλέψουν τους πολλούς με βάση τα όσα υφίστανται πέριξ της περιοχής της και απεφάνθησαν ότι η άκτιστη ουσία είναι η αγεννησία που θεωρείται με υποστατικό τρόπο πέριξ της περιοχής της· έτσι, λοιπόν εξ ανάγκης υπολείπεται ότι ο γεννητός είναι κατ’ ουσίαν κτιστός.





Και απεφάνθησαν ότι είναι το ίδιο η ατρεψία, η απειρία, η σοφία, η αγαθότητα και με απλό τρόπο ότι όλα τα με φυσικό τρόπο θεωρούμενα πέριξ της θείας ουσίας δεν διαφέρουν καθόλου και υπό οιαδήποτε οπτική από την άγεννησία, δηλαδή από την ουσία του Θεού σύμφωνα με τις δικές τους εκτιμήσεις.





Και οτιδήποτε διαφέρει κατά κάποιο τρόπο από εκείνη το τοποθέτησαν στην ίδια κατηγορία με τα κτίσματα, με σκοπό ο Θεός να έχει κατά την εκτίμηση τους μια και συγχρόνως απλή ουσία και ο Υιός ως γεννητός να είναι άλλης ουσίας και τρεπτός και πεπερασμένος και με αρχή, με άλλους λόγους δηλαδή ότι είναι κτιστός και όχι όντως αγαθός.





9. Ότι ο Ευνόμιος λοιπόν υποστηρίζει ότι όλες οι πέριξ της θείας φύσης άκτιστες ενέργειες και γενικώς όλα όσα θεωρούνται με φυσικό τρόπο πέριξ αυτής δεν διαφέρουν καθόλου από την άκτιστη ουσία και ότι οτιδήποτε διαφέρει από την υφή της καθ’ οιονδήποτε τρόπο είναι κτίσμα, ο συλλογισμός δι’ ολίγων διαδικασιών απέδειξε με ενάργεια. Είναι όμως αξιόχρεοι μάρτυρες αυτού όσοι τον ακολουθούν αλλά και ως προς το εν λόγω σημείο τον αναιρούν.





Και το ότι αυτό ακριβώς είναι το ζήτημα που δογματίζεται από τον Ακίνδυνο, θα βεβαιώσουν και όλο το πλήθος των συγγραμμάτων του σχετικά με το περιεχόμενό του και τα ιδιόχειρα γράμματα και η γλώσσα του και όλοι σχεδόν που συναντήθηκαν μαζί του. Ας παρατεθούν όμως ορισμένα από αυτά που έχουν γραφτεί από τον ίδιο. «Διότι λέγει δεν έχουμε την δυνατότητα κάτι από τα άκτιστα και τα φυσικά του Θεού να θεωρήσουμε ότι είναι κάτι άλλο από την ουσία του και την φύση του»· και πάλι «όσα λέγονται για τον Θεόν δεν είναι διαφορετικά μεταξύ τους και όλα είναι διαφορετικά από την θεία ουσία και μεταξύ τους»· και πάλι «πως δεν είναι άκτιστες δύο θεότητες για να μην αναφέρω περισσότερες, αν η δύναμη του Θεού και η ενέργεια που τελεί κάθε έργο, η σοφία και η ζωή και η αγαθότητα είναι διαφορετικά τόσο από την θεία ουσία όσο και μεταξύ τους;





Και εκ νέου «το να μερίζεται ο Θεός και έτσι να γίνονται πολλά άκτιστα και να είναι διάφορα της θείας ουσίας και μεταξύ τους, είναι ασεβέστατο». Αλλά για τον Άρειο και τον Ευνόμιο δεν ήταν αυτό η πρόθεση της κακοδοξίας αλλά το οτι δεν διαιρείται κατά τις υποστάσεις ο μόνος, κατά την εκτίμηση τους, Θεός και ότι κατά συνέπεια είναι κτιστός ο Υιός που θεωρείται σε οικεία για τον ίδιον υπόσταση.





Το ότι δεν επιδέχεται οιαδήποτε διαίρεση κατά τις φυσικές ενέργειες, ήταν έπακολούθημα της δυσέβειας εκείνων, η οποία έλαβε αφορμή από τις απόψεις που έχουν για τον Θεό αναφορικά με τις υποστάσεις. Του Ακίνδυνου όμως η πρόθεση είναι ακριβώς αυτό τούτο καθώς επίσης και το να δειχθεί κατά προέκταση κτιστή η θεία έλλαμψη και ενέργεια που εθεάθη από τους αποστόλους στο Θαβώρ, επειδή η ουσία του Θεού είναι εντελώς αόρατη σε όλα και επακολουθεί στον Ευνόμιο και στην κακοδοξία του.





Με βάση το ότι ο μόνος άκτιστος Θεός δεν επιδέχεται διαίρεση ούτε κατά τις υποστάσεις, εκ της οποίας λοιπόν ενότητας επιχειρεί να κατασκευάσει το σύμφωνα με τις ενέργειες αδιαίρετο, είναι μια θέση που οδηγεί, για να εκφέρω λόγο σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, στο ότι ο Θεός είναι υπεράνω του σύμπαντος και στο σύνολό του και στα μέρη του, και εκ της θέσης αυτής προκύπτει ότι αναγκαίως είναι αδιαίρετος και κατά τις υποστάσεις.





Διότι και κατά τις υποστάσεις ο Θεός είναι υπεράνω του σύμπαντος και συνολικά και κατά τα μέρη του. Πράγματι, ο Θεός δεν έχει αποκτήσει την οντότητά του από τις υποστάσεις ως μέρη ουτε συνιστά μέρος σε καθεμιά από τις υποστάσεις, διότι σε καθεμία υπάρχει όλη και η τέλεια θεότητα, ενώ αυτός που κατασκευάζει, με βάση τα όσα υποστηρίζει, το σύμφωνα με τις θείες υποστάσεις αδιαίρετο, συγκατασκευάζει τα αντίθετα κακά και όσα είναι ομογενή με την δυσέβεια.





Εάν δηλαδή λέγει ότι δεν είναι άλλος ο Υιός από την μια εκείνη υπόσταση, την οποία μόνη θεωρεί άκτιστη, είναι ένας νέος Σαβέλλιος. Και αν υποστηρίζει ότι ο Υιός είναι κατά υπόσταση άλλη αναφορικά με τη μόνη άκτιστη σύμφωνα με την εκτίμησή του, έχει οδηγηθεί σε μανιώδεις σκέψεις παρομοίως με τον Άρειο.








10. Πρέπει όμως το άτομο που προτίθεται να είναι ευσεβές να προσέξει ότι το θείον διαιρείται αδιαιρέτως και κατά τις υποστάσεις και κατά τις ενέργειες, αφενός μεν καθόσον εκ της ύπαρξής του επιφαίνεται προς τα εδώ κάποια διαφορά αλλά όχι κατάτμηση -διότι τα ασώματα δεν μερίζονται όπως τα σώματα, και μάλιστα το θείον- και αφετέρου καθόσον όταν διαιρείται κατά τις υποστάσεις έχει το αδιαίρετο κατά τις ενέργειες ενώ όταν διαιρείται κατά τις δυνάμεις και τις ενέργειες παραμένει κατά τις υποστάσεις αδιαίρετο. Διότι από κοινού ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα πριν από τους αιώνες είχαν προγνώσει και είχαν προχωρήσει σε οριοθετήσεις, και, όταν θέλησαν, εδημιούργησαν.





Και προνοούν διηνεκώς για όλο το σύμπαν. Επειδή λοιπόν ο Θεός δεν μερίζεται όπως τα σώματα και δεν είναι μόνον υπεράνω του όλου και του μέρους, αλλά σε κάποιο βαθμό μπορεί να λέγεται και όλον και μέρος (διότι επί της υπόστασής του λέγονται τα πάντα εκτός από τα απολύτως ιδιαίτερα, ακόμα και τα θεωρούμενα ως εναντιούμενα μεταξύ τους), γι’ αυτό μερίζεται και κατά τις θείες υποστάσεις και κατά τις θείες ενέργειες, αλλά θεοπρεπώς, δηλαδή αμερίστως.





Εφόσον όμως αυτοί δεν το έχουν κατανοήσει, ο Ακίνδυνος και όσοι κατά το παρελθόν διατυπώνουν τις εν λόγω επικίνδυνες εκδοχές σύμφωνα με το δικό τους σκεπτικό, μερίζοντας τελείως την οντότητα που είναι αμέριστη, την κατατέμνουν με δυσεβή τρόπο. Και ενώ δήθεν την ενώνουν, την περιτέ-μνουν ή την συγχέουν όχι κατώτερα με δυσέβεια και ονομάζουν πολύθεους τους στοχαστές που δεν προτίθενται να δυσεβούν με τον ίδιο συγκριτικά με τον οικείο τους τρόπο.





11. Ο Ακίνδυνος καθιστά τον Υιόν κτίσμα και (τούτο προκύπτει) από το ότι αποφαίνεται πως είναι κτιστό κάθε έργο και από οιαδήποτε σκοπιά και αν εξετασθεί, ενώ οι θείοι Πατέρες θεολογούν από πολλές προσεγγίσεις ότι η προαιώνια γέννηση είναι έργο της θείας φύσης. Αλλά κάθε φορά που αναφέρει ότι τα ποιήματα είναι έργα της θείας φύσης υποκατασκευάζει αυτήν την θέση διαπράττοντας κακά έργα ή αγνοώντας· και κάθε φορά που αναφέρει ότι η θεία τάξη σύμφωνα με την οποία ο Υιός βρίσκεται σε δεύτερη θέση, σύμφωνα με το μέγα Βασίλειο, του Πατρός, υποστηρίζει ο ίδιος ότι δεν διαφέρει από την φύση.





Επειδή λοιπόν, όταν εμείς αναφέρουμε ότι η θεία θέληση διαφέρει από την θεία πρόγνωση και ότι η θεουργός χάρη και ενέργεια από την δημιουργική ενέργεια και ότι απ’ όλα τα τέτοιου είδους είναι υπερβατική η θεία ουσία σύμφωνα με τους θεοφόρους Πατέρες, εκ του ότι είναι αιτία των ενεργειών της, αυτός μάς συκοφαντεί ότι θεωρούμε πως τα ανωτέρω είναι άνισα και ανόμοια μεταξύ τους και ακολουθώντας την επιχειρηματολογία του παριστά τον Πατέρα και τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα ως άνισα και ανόμοια μεταξύ τους, επειδή και τα εν λόγω πρόσωπα διαφέρουν μεταξύ τους, ενώ ο Πατήρ είναι ανώτερος από τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα κατά την αιτία.





12. Διά μέσου λοιπόν αυτών και κάποιων άλλων τέτοιου είδους όχι ολίγων καταλήγει και στην μανία του Αρείου και στα αντίθετα προς αυτή, αντίθετα όμως όχι κατά την δυσέβεια. Όταν δηλαδή εκ νέου δεν διακρίνει καθόλου την άκτιστη ενέργεια από την άκτιστη ουσία, ακολούθως αποφαίνεται ότι τέτοιου είδους ενέργεια είναι ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα και εκ τούτου συνάγει την συνάρθρωση του Σαβελλίου.





Αλλά και υποστηρίζοντας ότι ο Θεός είναι δύναμη αΐδια, ζωή και σοφία και αγαθότητα και όλα τα τέτοιου είδους, όχι διότι έχει όλα αυτά απαράλλακτα με τον Πατέρα αλλά διότι τα ίδια ανήκουν στον Πατέρα, εισάγει τα εν λόγω ιδιώματα ως προσόντα του Πατρός, τα οποία δεν έχουν άλλη ιδιαίτερη από εκείνον υπόσταση. Το ίδιο ακριβώς κατασκευάζει και όταν απορρίπτει φανερά ότι υπάρχουν κοινές άκτιστες ενέργειες του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, από όλα τα οποία παρουσιάστηκε στους χρόνους μας ένα διπρόσωπο και δυσκόλως οικονομούμενο τέρας, που φέρει την μορφή του Σαβελλίου.





Και έχοντας την πρόθεση να υπερακοντίσει και των δυο την απονεννοημένη εκτίμηση, προέβη σε μια πράξη την οποία κανείς δεν ετόλμησε από εκείνους. Ισχυρίζεται δηλαδή ότι το ίδιο είναι και κτίσμα και ουσία του άκτιστου Θεού, σοφιζόμενος τέτοιου είδους (ιδιότητες) όχι μόνον εναντίον της θείας λαμπρότητας αλλά και όλων όσα θεωρούνται με ουσιώδη τρόπο γύρω από τον Θεό. Διότι ο ίδιος γράφει εκ νέου ότι είναι κτιστά και αρκτά ακόμη και η ατρεψία και η απειρία σύμφωνα με όλα, η θεία αγαθότητα και γενικώς όλα που θεωρούνται με ουσιώδη τρόπο γύρω από τον Θεό, τα οποία αυτός ο ίδιος βεβαιώνει ότι είναι ουσία του Θεού ως όντα που με ουσιώδη τρόπο βρίσκονται γύρω από την ύπαρξή του.





Και τους στοχαστές που δεν δέχονται να υποστηρίζουν τα ίδια τούς αποκηρύσσει με κάθε άνεση ως διθεΐτες και πολυθεΐτες· διότι ισχυρίζεται: «πολλά ισχυρίζονται αυτοί αλλά όχι ότι είναι ένα το άκτιστο και θεωρούν το μεν ένα ουσία, ενώ τα άλλα ανούσια και ότι η ουσία υπέρκειται αυτών κατά το ότι είναι αιτία των πέριξ αυτής, ενώ τα υπόλοιπα ότι είναι κατώτερα εκ του ότι προέρχονται εξ αυτής και υπάρχουν γυρω από την ίδια αλλά όχι ότι υπάρχουν στο εσωτερικό της».





13. Και όποιος νομίζει απίστευτο ότι ο Ακίνδυνος ονομάζει κτίσματα όσα θεωρούνται με ουσιώδη τρόπο γύρω από τον Θεό, και την ίδια την ατρεψία και την απειρία υπό οιαδήποτε οπτική, ας έλθει πλησίον μας και ας εξετάσει όχι μόνον στα εκτενώς συγγραμμένα από τον ίδιο αλλά και στις ιδιόχειρες επιστολές του προς τον ανωτέρω μνημονευθέντα πατριάρχη.





Και το αίτιο από το οποίο κατασκευάζει και υποστηρίζει ότι τα εν λόγω είναι κτίσματα και με το καθένα από αυτά ο ταλαίπωρος αποδεικνύει τον Θεό κτιστό, βλασφημώντας κατά τον εν λόγω τρόπο απέναντί του και, δυστυχώς, με πολλαπλάσιο τρόπο, είναι ότι αυτά ονόμασε έργα Θεού ο έμπειρος στα θεία Μάξιμος στα Θεολογικά Κεφάλαια. Και εάν ονόμασε αυτά άναρχα, λέγει ο Ακίνδυνος, και αΐδια και ότι δεν ήταν εποχή κατά την οποία δεν υπήρχαν, εννοεί τούτο χρονικώς, με την έννοια ότι αυτά είναι ηργμένα και εκτισμένα όχι στον χρόνο αλλά στον αιώνα.





14. Τέτοιου είδους λοιπόν είναι και αυτό. Και εσυ, σεβασμιότατε φίλε, κατά τον τρόπο που εγώ νομίζω έχε το ζητούμενο. Γνώριζε δε και ότι ο Βαρλαάμ εκείνος δεν έχει διαφορετικό φρόνημα εκτός από τον υποκριτικό δόλο και τα ποικίλα ψεύδη, τα οποία καλύπτονται από επίκρυψη και υποκρισία. Διότι αυτός απεδέχθη με πολλαπλάσιο τρόπο όλα τα τέτοιου είδους, μετά την συνοδική καταδίκη εκείνου και έπειτα αυτού του ιδίου, διατηρώντας τα ανωτέρω αδιάσπαστα και προσπαθώντας να διαφύγει την προσοχή των πολλών.





(Γρηγόριος Παλαμάς: Επιστολή προς Παύλον Ασάνην – Η θεολογία του ακτίστου φωτός, εκδ. ΖΗΤΡΟΣ, σ.25-67)
via