Οι Έλληνες, χωρίς εντάσεις και φωνές, χωρίς να επαγγέλλονται ότι κηρύττουν το λόγο του θεού ή του υιού του, έχουν μιλήσει γι’ αυτά καλύτερα. Αρχαίοι λοιπόν άνδρες και σοφοί φανέρωσαν κάποια πράγματα για όσους είναι ικανοί να τα καταλάβουν μάλιστα, ακόμα και ο Πλάτων του Αρίστωνα, σε κάποια επιστολή του28 εξηγούσε τα σχετικά με το Πρώτο Αγαθό- έλεγε ότι το Πρώτο Αγαθό "δεν γίνεται να εκφραστεί με λόγια" αλλά γεννιέται "με την πολλή συναναστροφή", και "ξαφνικά, σαν φωτιά που φουντώνει απότομα, ανάβει φως μες στην ψυχή". Λέει ακόμη: "Και αν μου φαινόταν ότι μπορούν να εκφραστούν με λόγια και να γραφούν με επάρκεια προς χρήση των πολλών, τι καλύτερο θα μπορούσαμε να κάνουμε στη ζωή μας από το να τα γράψουμε και να φέρουμε τη φύση (του Πρώτου Αγαθού) στο φως, προς μεγάλο όφελος των ανθρώπων;" Άλλοι πλατωνικοί λόγοι αποκαλύπτουν ότι "λίγοι άνθρωποι" έχουν γνώση του Αγαθού, διότι οι πολλοί, γεμάτοι "άδικη περιφρόνηση" και "αλαζονική και νωθρή ελπίδα", επειδή τάχα κατέχουν "κάποια σπουδαία πράγματα" τα θεωρούν αληθινά. Όμως ο Πλάτωνας, που τα έχει πει αυτά από παλιά, δεν το ρίχνει στις τερατολογίες ούτε βουλώνει το στόμα όποιου θέλει να έχει άποψη πάνω στα όσα τελοσπάντων κηρύσσει ο ίδιος, ούτε μας προστάζει να πιστέψουμε ότι τέτοιος είναι ο θεός και τέτοιο γιο έχει και ότι ο γιος "κατέβηκε στη γη και μου μίλησε".
 105, 1 Ο καθείς καταλαβαίνει σοφέ Κέλσο, ότι η αντιπάθειά σου ενάντια στους Χριστιανούς, δεν σε αφήνει να δεις πράματα καθαρά που, όπως είπες άλλοτε, και οι γυναικούλες και τα παιδιά κατανοούν. Κατά το λόγο σου τον αληθή, εκείνοι οι σοφοί άνδρες φανέρωσαν κάποια πράγματα για όσους είναι ικανοί να τα καταλάβουν, αλλά που δυστυχώς άλλοι άνθρωποι ανίκανοι δεν τα κατάφεραν. Τί κι αν λοιπόν οι Χριστιανοί, κατά τα λεγόμενα σου, χρησιμοποιώντας φωνές και εντάσεις διακηρύσσουν τα όσα οι Έλληνες δίδαξαν; Αν αυτά που οι Έλληνες δίδαξαν περιέκλειαν σοφία, τότε πώς μπορείς να κατηγορείς τους Χριστιανούς ότι κηρύσσουν διαρκώς ανοησίες; Μήπως θα πρέπει να ειπωθεί ότι κι οι αρχαίοι λοιπόν σοφοί άνδρες, διακήρυσσαν ίδιες τερατολογίες; Τί επικρατεί; Είτε το ένα είτε το άλλο θα πρέπει. Και τα δύο αδύνατο θαρρώ πως είναι. Κι αν ακόμη πει κανείς ότι αυτά τα λόγια των σοφών, οι Χριστιανοί τα βάζουν στο στόμα του Θεού τους, τότε πού βρίσκεται η έλλειψη της αρετής τους; Μήπως οι άλλοι λαοί έπραξαν το ίδιο; Κι οι Χριστιανοί, αν όντως έπραξαν ως λες, τοποθετώντας τα λόγια των σοφών στο στόμα του Θεού Τους, έδωσαν έμφαση και βάρος στα λόγια των σοφών, διότι κακό είναι να λέει κανείς ψέματα. Τα λόγια των σοφών, όπως είπες, είναι μόνο για τους ικανούς αν κι αλλού μαρτύρησες ότι πολλές φορές οι Χριστιανοί διδάσκουν πράματα σε γυναικούλες, σε παιδιά και αμόρφωτους. Και πού βρίσκεται δηλαδή το κακό και το μη έχων την αρετή στο μέρος τους; Ή θα πρέπει να πιστέψουμε αντίθετα ότι, σοφοί και δίκαιοι είναι οι Αιγύπτιοι και οι άλλοι όμοιοι με αυτούς που διδάσκουν το προσκύνημα των ζώων;
Δεν θα ξεχάσω δε και για το Πρώτο Αγαθό θα σου πω, διότι κατά τους Χριστιανούς το πρώτο αγαθό είναι ο Ιησούς και συνεπώς η συνεχής τους συναναστροφή με Αυτόν, ανάβει αλήθεια φωτιά μέσα στην καρδιά τους και μάλιστα θεία και άσβεστη. Με άλλα λόγια, καμιά σοφία δεν χρειάζεται εκείνοι να πλησιάσουν για να φωτιστούν, διότι κατά τους Χριστιανούς, ο Ιησούς είναι το Θείο Φως. Όποιος κοντά Του έρχεται και Τον συναναστρέφεται φωτίζεται, έστω και αν του λείπει η σοφία. Τώρα μην ξεστομίσεις ότι δεν είναι δίκαιο θαρρώ να φωτίζονται και οι απαίδευτοι; Ποιός θεός αλήθεια θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο, παρά εκείνος ο θεός που πάντα θα επιθυμεί το σκότος των ανθρώπων; Μήπως το ίδιο δεν λέει ο Πλάτωνας; Και δηλαδή να φέρουμε το Φως προς τους ανθρώπους; Κάτι τέτοιο ύμνος είναι για τους Χριστιανούς, παρά κατηγορία και ψόγος. Ακόμη κι η γνώση του Αγαθού, που όπως λέει ο Πλάτων λίγοι την κατέχουν, πάει πέρασε και αυτή και τώρα όλοι μπορούν να τη λατρέψουν, καθώς οι Χριστιανοί ουδέ περιφρόνηση ουδέ αλαζόνες είναι, μάλλον τα αντίθετα διδάσκουνε, ταπεινοί να είναι και ανοιχτοί σε όλους, καθώς υποχρέωση έχουν στο Ανώτερο Αγαθό και σε όλους τους ανθρώπους. Αντίθετα οι λίγοι εκείνοι του Πλάτωνα άνθρωποι που έχουν γνώση του Αγαθού, τώρα έγιναν πολλοί και λίγοι έγιναν εκείνοι, που γεμάτοι άδικη περιφρόνηση και αλαζονική νωθρή ελπίδα, επειδή τάχα κατέχουν κάποια σπουδαία πράγματα που τα θεωρούν αληθινά, απορρίπτουν τον Ιησού.
Για όλα αυτά που οι Έλληνες σοφοί μίλησαν είπε και ο Ξενοφάνης, όταν ανάφερε ότι «Οι θεοί δεν τα φανέρωσαν όλα εξαρχής στους ανθρώπους, αλλά ψάχνοντας οι άνθρωποι βρίσκουν με τον καιρό το καλύτερο.» Έτσι λοιπόν κι ο Πλάτωνας, κατά την γνώμη σου, βρήκε το καλύτερο, αλλά εντούτοις δεν βρήκε και το πιο καλό, διότι το πιο καλό δεν μπορεί να είναι άλλο παρά το αληθινό το ίδιο. Το δε το αληθινό, μόνο ο ίδιος ο Θεός το κατέχει, γι’ αυτό και δίκαια αποφάσισε στους ανθρώπους να το φανερώσει δια μέσω του Λόγου του Ιησού. Συνετά λοιπόν ο Πλάτωνας δεν υποστηρίζει ότι όλα τα γνωρίζει, διότι κι ο ίδιος αν και τον Ύψιστο θεό ύμνησε, εντούτοις άνθρωπος ήταν και όχι θεός, μήτε Υιός θεού ο ίδιος. Αν κάτι τέτοιο ο Πλάτωνας έπραττε δεν θα έχριζε στα σίγουρα σοφίας.
Η άποψη σου δε για τον Πλάτωνα, ότι δεν βούλωσε το στόμα κανενός, είναι στα αλήθεια λανθασμένη, διότι κι ο Πλάτωνας, όπως άλλωστε κι άλλοι αρχαίοι σοφοί άνδρες της Ελλάδας, θαρρώ διόλου σύμφωνος δεν ήταν με εκείνους τους θεούς που παρέδωσε στους Έλληνες, ο ποιητής που αποθεώθηκε, ο τρανός ο Όμηρος. Και στην Πολιτεία του ο Πλάτωνας σαφώς και βούλωσε το στόμα του τελευταίου, σαν είχε να κάνει ο πρώτος με τους νέους.
Ας τελειώσουμε εδώ, λέγοντας ότι οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί, μπορεί σε ένα τέτοιο ζήτημα ασφαλώς να κατείχαν την σοφία· έτσι κανείς τους παράλογα ή αστήριχτα δεν υποστήριξε ότι είχε την άμεση αποκάλυψη του ίδιου του Ύψιστου Θεού. Όπως κανείς τους δεν τόλμησε να πει ότι την κατέχει, διότι διόλου φρόνιμο δεν είναι να λέει κανείς πως έχει γνώση του Θεού, αν στα αλήθεια δεν την έχει, ούτε να λέει πως δεν την έχει κανείς όταν την αποκτάει. Κι οι Χριστιανοί την αλήθεια λένε· διότι την απέκτησαν. Μα και για τους σοφούς αυτούς, ο Άγιος Μάρτυς Ιουστίνος έγραψε πως οι «μετα λόγου βιώσαντες Χριστιανοί εισί καν άθεοι ενομίσθησαν, οίον εν έλλησι μεν Σωκράτης και Ηράκλειτος και όμοιοι με αυτούς». Κι αν ακόμη υποθέσουμε ότι ζούσαν στην εποχή των Χριστιανών αυτοί οι παλιοί σοφοί, θαρρώ πως εσύ δεν θα ήσουν ο κατάλληλος για να πεις τι γνώμη θα είχαν τούτοι δω για την θεόσταλτη γνώση των Χριστιανών. Αν όμως κατά την γνώμη σου αυτοί, αισχρή τη θεωρούσαν, εγώ το ίδιο και ακόμη πιο σωστά μπορώ να υποστηρίξω, ότι αυτοί πιο σοφά και λογικά από εσέ θα την ασπάζονταν, αφού σε αυστηρή εξέταση την έθεταν αναμεταξύ τους. Με αυτό τον όμοιο τρόπο οι Χριστιανοί την ασπάστηκαν και τώρα δεν μπορούν να κάνουν πίσω, διότι την αλήθεια θα έπρεπε να απαρνηθούν μαζί με τη σοφία.

Λέει: "Κι ακόμα περισσότερα μου ’ ρθε στο νου να πω γι’ αυτά, και λέγοντας τα, ίσως κάτι από αυτά για τα οποία μιλάω θα μπορούσε να γίνει πιο ξεκάθαρο. Γιατί υπάρχει κάποιος αληθής λόγος που στέκεται αντίκρυ σ’ αυτόν που τολμά να γράψει γι αυτά, και που τον έχω αναφέρει πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά φαίνεται πως και τώρα θα πρέπει να τον πω για άλλη μια φορά. Σε καθένα από τα όντα υπάρχουν τρία πράγματα που κάνουν την γνώση του εφικτή· η δε γνώση του (η επιστήμη) είναι το τέταρτο· και ως πέμπτο πρέπει να θέσουμε αυτό που είναι πράγματι γνωστό και αληθές. Το ένα είναι βέβαια το όνομα, το δεύτερο ο λόγος, το τρίτο η μορφή, το τέταρτο η επιστήμη."29 Βλέπετε λοιπόν ότι ο Πλάτωνας, ναι μεν διαβεβαιώνει ότι ο θεός δεν είναι "ρητός", για να μη φτάσει όμως σε θέσεις που δεν θα μπορεί κανείς να ελέγξει, υποστηρίζει αυτή τη δυσχέρεια με επιχειρήματα. Γιατί θα μπορούσε, ακόμα και το μηδέν να είναι "ρητό". Ο Πλάτων δεν κομπάζει ούτε ψεύδεται, ότι δήθεν βρήκε κάτι καινούριο ή ότι κατέβηκε από τον ουρανό για να κηρύξει, αλλά ομολογεί από πού προέρχονται αυτά που λέει. Ενώ οι Χριστιανοί λένε σ’ όποιον τους πλησιάζει, "πρώτα πίστεψε ότι αυτός που σου παρουσιάζω είναι γιος του θεού, κι ας είναι δεμένος με τον πιο ατιμωτικό τρόπο ή τιμωρημένος τόσο επονείδιστα, κι ας κυλιόταν μέχρι χτες και προχτές μπροστά στα μάτια όλων σε σημείο να γίνει ρεζίλι των σκυλιών."
 105, 2 Ας μιλήσουμε λοιπόν για τον Αληθή λόγο των Χριστιανών και την ανατροπή του δικού σου Ψευδούς Λόγου κι ας δούμε τα τρία αυτά πράγματα από την μεριά των Χριστιανών, που όπως λες κάνουν τη γνώση ενός όντος εφικτή. Ας μιλήσουμε λοιπόν για το Θείο Ον των Χριστιανών κι αν μπορεί να γίνει Αυτό γνωστό. Το όνομά Του είναι ο Ον (ο Υπάρχων Θεός), ο Λόγος Του είναι ο Ιησούς Χριστός και η μορφή Του είναι η ενσάρκωσή του Λόγου. Έτσι κι οι Χριστιανοί ποτέ δεν έφτασαν σε θέσεις που κανείς δεν μπορεί να ελέγξει, αλλά που ο καθείς αν το θέλει μπορεί κάλλιστα να το πράξει. Ο Πλάτωνας δε σοφά έπραξε και δεν υποστήριξε ότι κατέβηκε από τον Ουρανό για να κηρύξει· διότι πολύ απλά κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Όμως ο Χριστός κατέβηκε κι οι Χριστιανοί δεν μπορούν να διδάξουν ότι δεν το έπραξε, διότι πρώτα πρώτα θα ήταν ασεβείς, έπειτα θα ήταν ψεύτες και τέλος θα ήταν ανεπαίσχυντοι προδότες του Θεού. Νομίζω ότι κανείς από αυτούς δεν θα ήθελε κάτι τέτοιο.
Έπειτα για όλα όσα ξανά κατηγορείς τον Θεό των Χριστιανών, ήδη σου μίλησα· έτσι είναι αυτά τα πράματα. Πιο εύκολα κανείς αγνοεί παρά εννοεί, διότι για να εννοήσει κάτι θα πρέπει να ’χει γνώση κι η γνώση μόνο μέσα από την μελέτη επέρχεται, εκτός από την Γνώση του Θεού που Εκείνος παρουσιάζει και που με αυτή και εκείνος που δεν μελετά γνωρίζει.
Λες Κέλσο ότι οι Χριστιανοί πρώτα ζητάνε από τους άλλους να πιστέψουν στον Ιησού και μετά τους εξηγούν. Και αυτό το θεωρείς επαίσχυντο· μα κι αυτοί οι θείοι άνδρες που εσύ κατονομάζεις, δεν ξεφεύγουν εντούτοις καλά από αυτές τις κατηγορίες που προσάπτεις εις τους Χριστιανούς· διότι ακόμη κι ο Πλάτωνας κάποτε θαρρώ δέχτηκε την γένεση του Ησίοδου και του Ομήρου, χωρίς καμία απόδειξη όπως ο ίδιος είπε στον Τίμαιο, ενώ ο Ηράκλειτος θεωρούσε ότι οι άνθρωποι εξαπατούνται στη γνώση των φανερών πραγμάτων, όπως σχετικά με τον Όμηρο που έγινε ο σοφότερος απ’ όλους τους Έλληνες. Γιατί κι εκείνον τον εξαπάτησαν κάποια παιδιά που σκότωναν ψείρες, λέγοντας του: «όσα είδαμε και πιάσαμε, εγκαταλείπουμε, μα όσα δεν είδαμε κι ούτε πιάσαμε, τα φέρνουμε πάνω μας». Τί θα πρέπει να πιστέψουμε για τον Πλάτωνα λοιπόν, αφού δεν ομολογεί από που προέρχεται αυτό που δέχεται για τον Ησίοδο και τον Όμηρο;
Γενικόλογα για τις επιστήμες στην Ελλάδα θα σου πω, ότι πολλοί Έλληνες σοφοί που οι περισσότεροι ανάμεσα στους κυνικούς κατατάσσονται, δεν θεώρησαν αυτές απαραίτητες για την ζωή, παρά μόνο εκεί που αυτές είχαν κάποια σχέση με τον πρακτικό τον βίο. Μα για αυτούς δεν παραξενεύεσαι.
Λες ακόμη ότι ο Ιησούς έγινε ρεζίλι των σκυλιών, διότι οι ασεβείς που Τον δίκασαν μόνο σκυλιά μπορεί να ήσαν, αφού αν και τίποτα κακό δεν έπραξε εντούτοις εκείνοι ως εγκληματία Τον δικάσανε. Όταν όμως Εκείνος αναστήθηκε θα μπορούσαν από σκυλιά που ήσαν σε ανθρώπους σοφούς να γίνουν αποδεχόμενοι Αυτόν. Κι όμως εκείνοι επέλεξαν ξανά σαν τα αδέσποτα σκυλιά να την περνούν, κι αποφάσισαν δίχως κύριο να ζήσουν και κατάντησαν να τριγυρνούν εδώ και εκεί ψάχνοντας για πλαστούς αφέντες και βρώμικα πολλές φορές σκουπίδια.

Άμα είναι έτσι, ετούτοι να μας παρουσιάζουν αυτόν και άλλοι κάποιον άλλον, κι όλοι τους να λένε με το πρώτο, "πίστεψε αν θέλεις να σωθείς, αλλιώς δίνε του", τότε ένας που θέλει πραγματικά να σωθεί, τι πρέπει να κάνει; Να ρίξει ζάρια για να βρει προς τα πού θα στραφεί και με τίνος το μέρος θα πάει;
 107, 1 Ένας που έμαθε να ρίχνει ζάρια θα συνεχίζει να τα ρίχνει κι ο άλλος που θέλει να σωθεί, ας σκεφτεί όσα ομολόγησα κι ας πράξει όσα η σοφία του επιβάλλει· ας μη πιστέψει ή ας πιστέψει. Αν δεν θέλει ας του δίνει ελεύθερα λοιπόν, αφού σε αυτά που συ λες περισσότερη σοφία βρίσκει, κανείς θαρρώ δεν τον δεσμεύει για να μείνει. Μα αν ποτέ τιμωρηθεί για πράξεις ενάντια στον Θεό, ας μην κατηγορήσει τον Τελευταίο και Πρώτο, διότι κανείς άλλος δεν του έφταιξε παρά η κακή η βούλησή του μαζί με την νοθευμένη του σοφία.

Ισχυρίζονται ότι η σοφία των ανθρώπων είναι αφροσύνη για τον θεό. Την αιτία γι’ αυτό την είπαμε και προηγουμένως -επιδιώκουν με τον τρόπο αυτό να προσελκύσουν μόνο τους αμόρφωτους και τους ηλίθιους. Αλλά ακόμα και αυτή την ιδέα την πήραν από τους Έλληνες σοφούς και τη διαμόρφωσαν όπως ήθελαν. Γιατί οι Έλληνες είπαν ότι άλλη είναι η ανθρώπινη σοφία και άλλη η θεία. Και παραθέτω τα λεγόμενα του Ηράκλειτου: "οι τρόποι των ανθρώπων δεν ορίζονται από τη λογική κρίση, σε αντίθεση με τους τρόπους των θεών"· και: "ο ανόητος άνθρωπος άκουσε το θεό, όπως ακούει το παιδί τον άντρα". Και από την απολογία του Σωκράτη, γραμμένη από τον Πλάτωνα, παραθέτω τα εξής: "Η αιτία που έβγαλα τέτοια φήμη, ω Αθηναίοι, δεν ήταν άλλη από την σοφία. Ποια σοφία όμως; Αυτήν που είναι ίσως ανθρώπινη σοφία. Γιατί πραγματικά κινδυνεύω, με τέτοια σοφία να είμαι σοφός." Είναι λοιπόν ολωσδιόλου αστοιχείωτοι και δουλοπρεπείς και αμαθείς όσοι δεν έχουν μορφωθεί με τις διδασκαλίες των Ελλήνων -κι οι Χριστιανοί δεν είναι παρά απατεώνες που παίρνουν δρόμο όταν έχουν να κάνουν με ανθρώπους ευφυείς που δύσκολα εξαπατώνται, ενώ καταπιάνονται με ζήλο με τους αμόρφωτους.
 107, 2 Αν οι Χριστιανοί είπαν ότι η σοφία του ανθρώπου είναι παραφροσύνη μπροστά σε κείνη του Θεού κι αυτοί το έπραξαν διότι θέλουν, ως λες, να προσελκύσουν τους αμόρφωτους, τότε τί μας κάνει να μην πιστέψουμε ότι κι οι Έλληνες σοφοί δεν το έπραξαν για κάτι ανάλογο ομοίως; Διότι λες πως ο Ηράκλειτος αναφέρει ότι οι θεοί έχουν λογική κρίση κι οι άνθρωποι όχι· δηλαδή με άλλα λόγια, οι θεοί είναι λογικοί κι οι άνθρωποι άφρονες. Και πού είναι η διαφορά με τους Χριστιανούς δηλαδή; Μήπως το νόημα δεν είναι σαφώς το ίδιο; Αλλά σίγουρα οι άνθρωποι είναι παράφρονες όταν δέχονται να έχουν για θεούς εκείνους που με τα ζώα συνουσιάζονται, κάτι που ούτε τα ζώα δεν συνηθίζουν μεταξύ τους στις διαφορετικές ομάδες, ενώ έπειτα και σαν τους Αιγυπτίους αυτά προσκυνούν ως ανώτερες ιδέες. Και παιδιά ακόμη μπορεί κάλλιστα να περιγελάσουν τέτοιες θεϊκές συνήθειες που συχνά τιμώνται από μεγάλους άνδρες.
Όσο για τους ανθρώπους που δεν εξαπατώνται, ας σου πω ότι η ευφυΐα δεν μπορεί να εξαπατήσει κανένα για το δόγμα των Χριστιανών, γι’ αυτό και ο Ιησούς μακάρισε τους πτωχούς στο πνεύμα, διότι σαφώς είχες δύο λόγους· πρώτο λοιπόν γιατί από την σοφία των ανθρώπων δεν κινδύνευαν να χαρακτηριστούν σοφοί σαν τον Σωκράτη κι έπειτα δεύτερο, γιατί εκείνο που εξαπατά τους ανθρώπους, δεν είναι η ευφυΐα, αλλά η αλαζονεία, που από την ευφυΐα την ανθρώπινη προκύπτει, εφόσον σε αλαζονικούς η ανθρώπινη σοφία τους μεταβάλλει. Αυτοί ανθρώπινη σοφία κατέχουν και σοφοί ονομάζονται ανάμεσα τους. Λάθος λοιπόν πιστεύουνε ότι μεγάλοι άνδρες είναι, μιας και στην ηλικία ακόμη παιδιά μείνανε· ας συμπληρώσουμε εδώ ότι, κι ο Ηράκλειτος ανάφερε πως ο άνθρωπος δεν είναι λογικό όν αλλά μόνο αυτό που τον περιβάλλει έχει νόηση, ενώ η νόηση αυτή δεν είναι άλλη από την νόηση του Δημιουργού που αντανακλάται από τη φύση. Έτσι λοιπόν κανείς Χριστιανός δρόμο δεν παίρνει μπροστά από κάποιο ευφυή και μεγάλο άνδρα, αλλά ο ίδιος ο άνδρας αυτός με την ανθρώπινη του την σοφία εξαπατά τον εαυτό του ικανοποιώντας τις διαθέσεις του. Και αν νωρίτερα έλεγες ότι οι Χριστιανοί υποτιμούν την σοφία αυτού του κόσμου, εδώ τίποτα το διαφορετικό δεν υποστηρίζεις για την γνώμη των Ελλήνων. Αν λοιπόν δίκαιος μέσα στην καρδιά και μέσα στην ψυχή σου ήσουν, σε συμπέρασμα δίκαιο θα έφτανες λέγοντας ότι αν κάτι τέτοιο οι Χριστιανοί κακώς το λένε, κακώς το λένε επίσης και οι Έλληνες σοφοί· αν δε οι Έλληνες σοφοί καλώς το λένε, καλώς λοιπόν το λένε και οι Χριστιανοί και καμιά ψεύτικη και πονηρή διαφορά δεν έχουν μεταξύ τους.

Ακόμη, πιστεύω ότι η ταπεινοφροσύνη είναι παρανόηση των λόγων του Πλάτωνα, που λέει κάπου στους Νόμους:30 "Πάντως ο θεός, όπως λέει και η παράδοση, ελέγχει την αρχή τη μέση και το τέλος όλων των όντων, και προχωρεί σε ευθεία, σύμφωνα με τη φύση. Και πάντα τον ακολουθεί η δικαιοσύνη που τιμωρεί αυτούς που στερούνται τον θείο νόμο- και τη δικαιοσύνη την ακολουθεί από κοντά, ταπεινός και κόσμιος, αυτός που θα κερδίσει την ευτυχία". Ενώ αυτός που σκέφτεται με τρόπο ταπεινό, εξευτελίζεται άσχημα και ντροπιαστικά, ριγμένος στα γόνατα και με το μούτρο κατεβασμένο, ντυμένος με ρούχο ζητιανιάς και γεμίζοντας σκόνη.
 109, 1 Νομίζω Κέλσο ότι η αλαζονεία υπερβολικά σε έχει τυφλώσει και σε αυτό φταίει κι η μερική σου γνώση. Κακολογείς τους Χριστιανούς ότι δήθεν συνεχώς παρανοούν τα λόγια άλλων σοφών κι όχι ότι διδάσκουν τα λόγια του Θεού τους. Αν είναι έτσι όπως εσύ τα λες, θα έπρεπε κανείς να υποστηρίξει ότι οι Χριστιανοί είναι πολυδιαβασμένοι αφού παρανοούν τον Πλάτωνα, τον Ηράκλειτο και άλλους που εσύ μας παρουσιάζεις· λες κι οι Χριστιανοί που πολλές φορές τους παρομοίασες με τσαγκάρηδες, ακαλλιέργητους, διαρρήκτες, κλέπτες, αμόρφωτους, παιδάκια κι υπηρέτες πρόλαβαν και διάβασαν όλους τους σοφούς ετούτους. Μα κάτι τέτοιο θα έμοιαζε απίθανο αφού και τον Ιησού και τους μαθητές του πολλές φορές όρισες ως αγύρτες, ψεύτες και ανούσιους.
Λες ακόμη ξεδιάντροπα ότι οι Χριστιανοί παρανόησαν τον Πλάτωνα· μα ένας από τους επτά σοφούς της Ελλάδας που κατάγονταν από την αρχαία Σπάρτη και που ήταν γνωστός με το όνομα Χείλων, μαρτύρησε ότι τα μεν υψηλά ταπεινώνουν ενώ τα δε ταπεινά υψώνουν. Τί θα έπρεπε δηλαδή να σκεφτούμε; Ότι ο Πλάτωνας παρανόησε τον Χείλων και γι’ αυτό και μπορεί να χαρακτηρισθεί ότι απαίδευτος τυγχάνει; Ή ότι είναι αχρείος, επειδή υποστήριξε κάτι το οποίο πρώτος ο Χείλων είπε; Ή μήπως κι ο Χείλων που συμφωνεί με τους Χριστιανούς, παρανόησε κι αυτός τους λόγους του Πλάτωνα, αν και έζησε πριν από εκείνον; Όλα αυτά που λες είναι τερατολογίες και δεν έχουν καμιά λογική ή σοφία.
Η ταπεινότητα στους Χριστιανούς πηγάζει από νόηση και λογική και όχι από λόγια αστήριχτα· διότι ο Θεός των Χριστιανών και Θεός του κόσμου όλου, δέχτηκε να εξευτελιστεί και να βασανισθεί από τους ανθρώπους. Όταν λοιπόν ο Ανώτερος όλων δέχεται τέτοιους εξευτελισμούς για χάρη της Αγάπης, δίκαιο είναι να υποστηρίξει κανείς ότι οι κατώτεροι μεταξύ τους θα πρέπει να είναι ταπεινοί και όχι υπερήφανοι ή ελεεινοί, διότι όποιος όρισε ή ορίζει τέτοιες συμπεριφορές αστήριχτα και από κανένα άλλο θεό μαρτυρημένες, μόνο από τον Θεό μπορεί να τις έχει λάβει, έστω και εν άγνοιά του· διότι μόνο ο Θεός υπήρξε εκείνος που ως θεάνθρωπος έζησε αργότερα από αυτούς και τις στήριξε με το παράδειγμα Του και βεβαίως καλό θα είναι να διακρίνεις, ότι δεν υπάρχει στήριγμα μεγαλύτερο στα όσα λένε οι Χριστιανοί, μιας και αυτό το στήριγμα είναι του Θεού, παρά έστω των θνητών σοφών ανθρώπων.

Η εναντίον των πλουσίων κρίση του Ιησού, που είπε, "πιο εύκολο είναι να περάσει καμήλα από τρύπα βελόνας παρά πλούσιος στη βασιλεία του θεού", ειπώθηκε ακριβώς από τον Πλάτωνα. Ο Ιησούς παρέφθειρε τα λόγια του Πλάτωνα, που είπε, "είναι αδύνατο να είναι κανείς εξαιρετικά αγαθός και εξαιρετικά πλούσιος".31 (Λέει ακόμη ο Πλάτων:)32 ότι "όλα γυρίζουν γύρω από το βασιλέα των πάντων και όλα υπάρχουν γι’ αυτόν, και κείνος είναι η αιτία όλων των ωραίων πραγμάτων και είναι δεύτερος για τα δεύτερα (δευτερεύοντα) και τρίτος για τα τριτεύοντα. Η ανθρώπινη ψυχή λοιπόν επιθυμεί να μάθει τι είναι όλα αυτά και στρέφεται να κοιτάξει τα πράγματα με τα οποία συγγενεύει και από τα οποία κανένα δεν είναι τέλειο. Ενώ τίποτα από αυτά που έχουν να κάνουν με τον βασιλιά, για τα οποία και μίλησα, δεν είναι ατελές."
 109,2 Κέλσο αυτά λες κι υποστηρίζεις τη σοφία του Πλάτωνα, ενώ κίβδηλη παρουσιάζεις τη σοφία του Ιησού, έστω και αν αυτή μοιάζει με εκείνη εκεί του πρώτου. Πιστεύω όμως ότι κανείς Χριστιανός δεν είπε ότι ο Πλάτωνας δεν ήτανε σοφός, έστω κι αν ο Ιησούς, όχι μόνο μίλησε σοφά, αλλά και Υιός του Θεού είναι για τους Χριστιανούς και δηλαδή Ανώτερος του Πλάτωνος. Κι έτσι, και δηλαδή αν ακόμη κάποιος από τους αρχαίους σοφούς και τους απλούς άνδρες υποστήριξε την σοφία του Πλάτωνα, εντούτοις κανείς δεν υποστήριξε ότι ο Πλάτωνας ήταν ο Θεός ή ο Υιός Θεού, αλλά ούτε κι ο Πλάτωνας ο ίδιος δεν είπε ποτέ κάτι τέτοιο.
Οι Έλληνες εκείνοι οι σοφοί, που μίλησαν για τον Ιησού και Τον δέχτηκαν ως Υιό του Θεού, αντί σαν τους Ιουδαίους που Τον καταδίκασαν, θαρρώ τον Πλάτωνα είχανε διαβάσει και μέσα στα λόγια του Ιησού κατάλαβαν την εκπλήρωση αρκετών από τους λόγους αυτού του αρχαίου άνδρα. Νομίζω ότι κανείς από εκείνους τους σοφούς Έλληνες σαν τον Κλήμη και τον Ωριγένη, αν διάβαζε μια παραφθορά του Πλάτωνα θα προτιμούσε αυτή, παρά αυτόν τον ίδιο. Τώρα μην πεις ως σοφός που είσαι ότι αυτό δεν είναι τιμή για τον Πλάτωνα παρά παραφθορά του. Διότι παραφθορά θα ήταν, κάποιος να πολεμά τις σοφίες και τη σκέψη του Πλάτωνα, παρά να συμφωνεί μαζί του, έστω και αν όπως λες, διαφορετικά εκφράζει μερικές από τις ίδιες τις ιδέες του. Κι ασφαλώς ο Πλάτωνας, σοφός άνδρας ήταν και μαζί με αυτόν σοφά και τα λόγια του λοιπόν. Και ως είπαμε η σοφία του Θεού είναι πολύ μεγάλη, αλλά αυτό δεν απαγορεύει στους ανθρώπους πολλές φορές να την πλησιάζουν· διότι στη σοφία του Θεού όλοι έχουν πρόσβαση, αρκεί να μην είναι αλαζόνες σαν εσένα, διότι όμοιοι σου πολλοί ασχολούνται με άλλα πράγματα παρά με την ουσία.
Τί και αν λοιπόν το ξύλο υπάρχει ως δέντρο; Μήπως οι Έλληνες με την τεχνική τους δεν τα μετέτρεψαν σε τάχιστες πλεούμενες πολεμικές τριήρης; Ή μήπως και αυτές θα πρέπει να χαρακτηρισθούν παραφθορές του ξύλου; Ή μήπως θα είναι σωστό λοιπόν να τις μετατρέψουμε σε ξύλα πάλι και να μην τις χρησιμοποιούμε, για να μην χαρακτηριστούμε ως παραφθορείς του ξύλου; Αλλά στην δική μας την περίπτωση έχουμε ακόμη μια διαφορά. Ότι το ξύλο ως δέντρο φυτρώνει πάνω στην γη κι ο άνθρωπος το ξύλο το χειρίζεται μετατρέποντάς το σε διάφορα εργαλεία. Όμως χωρίς την αρχαία και αιώνια γη, τίποτα από αυτά τα δύο δεν μπορεί να συμβεί. Κι όπως η γη έτσι ο Θεός· όπως και συ είπες η ψύχη από τον Θεό έρχεται ως αγαθή κι οι αγαθές της σκέψεις από Αυτόν πηγάζουν. Μόνο που Εκείνος τις κατέχει όλες μαζί, γι’ αυτό και συ για να συγκρίνεις τα λόγια του Ενός, πανούργου ως λες Ιησού, σε πολλούς σοφούς άνδρες έπρεπε να προστρέξεις.
Θα πρέπει όμως να ειπωθεί ότι το κάθε ξύλο δεν μπορεί να ζητά πρωτοκαθεδρία επειδή φύτρωσε πρώτο ή επειδή φύτρωσε κι έκανε πολλούς καρπούς· διότι αν έστω κι αυτό τον διαχωρισμό τελέσουμε, θα πρέπει να δούμε σοφά ότι δίχως το χώμα της γης, τίποτα από όλα αυτά δεν θα συνέβαινε και δεν θα μπορούσε κανείς διαχωρισμός να γίνει με βάση την σοφία, μιας κι η σοφία είναι προορισμένη να χαθεί, αφού και συ ο ίδιος λες ότι η ψυχή με τον Θεό ενώνεται και σύμφωνα με αυτά μόνο η αρετή της μένει. Σοφά λοιπόν θα πρέπει να δούμε αν ο Ιησούς κι οι άλλοι έχουν αρετή στους λόγους τους, παρά για το αν έχουν όμοια, παρεμφερή, ανάλογη ή διάφορη σοφία· αφού σοφοί είναι και εκείνοι που είναι πονηροί, μα και σε αυτούς η σοφία θα χαθεί και το μόνο που θα μείνει θα είναι η κακία.

Κάποιοι Χριστιανοί, έχοντας παρανοήσει τους λόγους του Πλάτωνα, καυχώνται για τον υπερουράνιο θεό και τον τοποθετούν πάνω από τον ουρανό των Ιουδαίων. Ο Πλάτων όμως λέει: "Τον υπερουράνιο τόπο δεν τον ύμνησε ποτέ μέχρι τώρα κάποιος ποιητής ούτε πρόκειται να τον υμνήσει όπως του αξίζει", και "η δίχως χρώμα και σχήμα ουσία, που είναι αδύνατο να ψηλαφηθεί, είναι ορατή μόνο στο νου, τον κυβερνήτη της ψυχής, κι εκεί κατοικεί, στον τόπο εκείνο που τον περιβάλλει το αληθινό γένος της επιστήμης."33
 111, 1 Λίαν καλά αυτά που ο Πλάτωνας διδάσκει· διότι όλα τούτα αρμόζουν σε θνητούς ποιητές σαν τον Όμηρο, που αν και πολλές φορές τους θεούς και τους ουρανούς που εκείνος κι άλλοι πίστευαν περίγραψε, εντούτοις πολύ μακριά από το αληθινό γένος της επιστήμης βρέθηκε. Ο Πλάτωνας ορίζει ότι κανένας ποιητής ουδέποτε θα μπορέσει να το πράξει, μιας και ουδείς ποιητής Υιός Θεού δεν ήτανε για να γνωρίζει τη δίχως χρώμα και σχήμα ουσία, που αδύνατο είναι να ψηλαφηθεί από το χέρι του ανθρώπου, παρά μόνο από το νου. Γι’ αυτό λοιπόν σοφά κι ορθά ο Πατέρας του Ιησού τον Λόγο Του ενσάρκωσε ώστε, όχι μόνο ο νους αλλά και το χέρι του ανθρώπου να μπορεί να Τον ψηλαφίσει. Κι ο κυβερνήτης της ψυχής έφτιαξε αυτόν τον κόσμο που εμείς εδώ μέσα κατοικούμε και που με περίσσεια γνώση επιστήμης κανείς μπορεί να μελετήσει.
Ο Υιός Ιησούς έπειτα, δεν ύμνησε κανένα υπερουράνιο Θεό πέρα από τον ουρανό των Ιουδαίων· διότι ο Ιησούς είναι Αυτός ο υπερουράνιος Θεός πέρα από τον ουρανό των Ιουδαίων κι όλων των άλλων σοφών λαών της γης. Μόνο σε Εκείνον που μένει στο παλάτι αρμόζει να διηγείται τα του παλατιού, παρά σε κείνους που απ’ έξω κάθονται και προσπαθούν να μαντέψουν τι γίνεται μέσα στο παλάτι, παρατηρώντας τα πτηνά και τα άλλα φαινόμενα του ουρανού. Και καλό θα είναι και τον Ηράκλειτο να μην ξεχνάμε που ομολόγησε, ότι παιδικά παιχνίδια είναι οι ανθρώπινες δοξασίες, ενώ εκείνες του Ιησού, Λόγος Θεϊκός επί της Γης γνωρίζουμε ότι είναι.
Περισσότερο λογικό είναι να ακούς το βασιλιά και τους κήρυκες του παλατιού, παρά τους απλούς πολίτες για τα ζητήματα του πρώτου και τις δικές του επιθυμίες, διότι μερικοί από το λαό το βασιλιά επιβουλεύονται αφού η δικαιοσύνη του, τις ατιμίες τους θα τιμωρήσει· αυτοί δε φοβούμενοι τη δικαιοσύνη του προσπαθούν να εξεγείρουν τον λαό ενάντιά του, διαδίδοντας ότι εκείνος το κακό των πολιτών ζητάει, και ότι κάθε άλλο παρά δίκαιος είναι. Ή ακόμη πιο αισχρά μερικές φορές υποστηρίζουνε, ότι για μακρινό ταξίδι έχει αναχωρήσει, ενώ μαζί του πήρε και όλο τον πλούτο της πόλης τους και τους εξαπάτησε και δεν πρόκειται ξανά να επιστρέψει. Αλλά αλίμονο, δεν γνωρίζουν ότι ο βασιλιάς γνωρίζει τις κινήσεις τους και θα έρθει η ώρα της σύλληψής τους, καθώς αυτός θα αναγγείλει κάποτε τη δημιουργία του νέου του ωραίου βασιλείου μέσα στο οποίο οι πονηροί δεν θα έχουν καμιά άξια αναφοράς του κόσμου θέση.

Οι Χριστιανοί ελπίζουν ότι ύστερα από τα επίγεια βάσανα [μετά τους ενταύθα πόνους και τους αγώνας ελπίζουσιν προς άκροις γενέσθαι τοις ούρανοϊς] θα φτάσουν στα πέρατα των ουρανών, πιστεύοντας ότι υπάρχουν επτά ουρανοί [...] Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η ψυχή ακολουθεί το δρόμο των πλανητών. Αυτά υπαινίσσονται και οι λόγοι των Περσών και η τελετή του Μίθρα που γίνεται στη χώρα τους. Γιατί υπάρχει σ’ αυτήν το σύμβολο των δύο κύκλων του ουρανού -του κύκλου των απλανών και του κύκλου των πλανητών αλλά κι ένα διάγραμμα της διάβασης της ψυχής μέσα από αυτούς: μια κλίμακα με επτά πύλες και πάνω απ’ αυτήν υπάρχει μια όγδοη πύλη. Η πρώτη πύλη είναι από μόλυβδο, η δεύτερη από κασσίτερο, η τρίτη χάλκινη, η τέταρτη σιδερένια, η πέμπτη από κράμα μετάλλων, η έκτη από άργυρο και η έβδομη είναι χρυσή. Η πρώτη είναι, λένε, του Κρόνου, δικαιολογώντας με το μόλυβδο τη βραδύτητα του άστρου· η δεύτερη της Αφροδίτης, παραβάλλοντας τη λάμψη και την ευκαμψία του κασσίτερου με τη θεά· η τρίτη που ’ ναι στερεή και δουλεμένη με χαλκό, του Δία- η τέταρτη του Ερμή που ’ ναι καρτερικός σ’ όλες τις δουλειές και καταγίνεται με τα χρήματα (και επειδή το σίδερο θέλει πολλή δουλειά και κατεργασία)· η πέμπτη του Άρη, επειδή φτιαγμένη καθώς είναι από κράμα, είναι περίπλοκη και χωρίς ομαλότητα· η έκτη, η αργυρή, της Σελήνης, κι η έβδομη, η χρυσή, του Ήλιου -οι δυο τελευταίες παίρνουν από τα χρώματα της Σελήνης και του Ήλιου. θα μπορούσε κανείς, αν ήθελε, να βάλει πλάι-πλάι τα περσικά και τα Χριστιανικά και να βρει τις διαφορές. Έχω δει ένα (Χριστιανικό)34 διάγραμμα, με δέκα κύκλους ξεχωριστούς, που συνδέονταν από ένα μεγαλύτερο κύκλο που, όπως έγραφε, ήταν η ψυχή των όλων και ονομαζόταν «Λεβιαθάν». Το διάγραμμα χωριζόταν στη μέση από μια παχιά μαύρη γραμμή, κι αυτή ήταν, λέει, η Γέενα ή αλλιώς Τάρταρος. Μιλούν και για μια σφραγίδα, την οποία έθεσε ο επονομαζόμενος πατέρας, ενώ αυτός που σφραγίστηκε ονομάζεται υιός και αποκρίνεται: "χρίστηκα με χρίσμα λευκό από το ξύλο της ζωής". Τα ίδια λόγια προφέρουν και οι επτά άγγελοι που παραδίδουν την σφραγίδα και στέκονται κι από τις δυο πλευρές της ψυχής που εγκαταλείπει το σώμα όταν κάποιος πεθαίνει· και οι μεν ονομάζονται άγγελοι του φωτός ενώ οι άλλοι ονομάζονται αρχοντικοί. Ο αρχηγός των "αρχοντικών" αποκαλείται καταραμένος θεός. Κι υπάρχουν κάποιοι που "καταραμένο θεό" λένε το θεό των Ιουδαίων που ρίχνει βροχή και βροντές κι είναι ο δημιουργός αυτού του κόσμου -δηλαδή ο θεός της κατά Μωυσή κοσμογονίας. Κι είναι, λένε, άξιος κατάρας ετούτος ο θεός, επειδή κι αυτός είχε καταραστεί το φίδι που φανέρωσε στους πρώτους ανθρώπους τη γνώση του καλού και του κακού!
 111, 2 Θα σου θυμίσω αυτό που είπε ο Ηράκλειτος, ότι δηλαδή τους ανθρώπους όταν πεθάνουν τους περιμένουν πράγματα που δεν τα ελπίζουν και δεν τα υποθέτουν. Σύμφωνα λοιπόν με τον Ηράκλειτο, οι Χριστιανοί δεν ελπίζουν ούτε υποθέτουν σε κάτι σαν όλους τους προηγούμενους ή σαν αυτούς τους παραστρατημένους Χριστιανούς που παρουσιάζεις· διότι στους Χριστιανούς το Θείο σχέδιο αποκαλύφθηκε κι δεν αποτελεί ούτε ελπίδα, ούτε υπόθεση κάποιου ανθρώπου, αλλά αυτό είναι σχέδιο του Θεού των Χριστιανών και Θεού του κόσμου όλου, για της γης τους δίκαιους κι τους ταλαιπωρημένους. Έτσι κανείς Χριστιανός που το Πρώτο Αγαθό πλησίασε δεν υποθέτει όλα τα στραβά ετούτα που εσύ μας παρουσιάζεις. Κι ακριβώς, περί υποθέσεων πρόκειται, αφού δεν ταιριάζουν σε ότι ο Δάσκαλός μάς είπε. Αυτά λοιπόν σε άλλους ανήκουνε που εξακολουθούν κι επιζητούν σε υποθέσεις να ελπίζουν, επιβεβαιώνοντας τον κανόνα του Ηρακλείτου. Εσύ δε, για πολλοστή φορά φανερώνεις ότι λίγες από τις αλήθειες των Χριστιανών κατέχεις κι ίσως κανείς γι’ αυτό δεν μπορεί να σε κατηγορήσει στα σίγουρα, διότι τα χρόνια τα δικά σου πολλοί αρχηγοί πλάνοι εμφανίστηκαν σαν λύκοι μες σε πρόβατα που ήτανε κοπάδι. Όσο όμως κι αν τομάρια αρνίσια από πάνω τους έβαλαν, σαν κάτι μύθους του Αισώπου με τους λύκους, εντούτοις εύκολο είναι για την Μεγάλη Εκκλησία να ξεχωρίσει τα κοφτερά τους δόντια. Αλίμονο λοιπόν σε εκείνα τα αθώα ζωντανά που μακριά παρασύρονται από τον Πραγματικό Ποιμένα κι αρνιά λύκεια αναζητούν για συντροφιά σαν έρθει η νύχτα και το μαύρο της σκοτάδι.

Τι πιο ηλίθιο ή πιο παράφορο από αυτήν την αναίσθητη σοφία! Πού ακριβώς έσφαλε δηλαδή ο νομοθέτης των Εβραίων, Και πώς δέχεσαι τότε την κοσμογονία του ως αλληγορία που τα περικλείει όλα;35 Επαινείς χωρίς να το πιστεύεις, ω ασεβέστατε, τον δημιουργό του κόσμου, αυτόν που υπόσχεται στους Εβραίους τα πάντα, που ανήγγειλε ότι θα απλώσει το γένος τους μέχρι τα πέρατα της γης και θ’ αναστήσει τους νεκρούς με την ίδια τους τη σάρκα και το αίμα, αυτόν που εμπνέει τους προφήτες -κι από την άλλη πας και τον κακολογείς; Βέβαια, όταν σε ζορίζουν οι Εβραίοι, ομολογείς ότι λατρεύεις τον ίδιο θεό μ’ αυτούς. Και όταν βλέπεις ότι ο δάσκαλος σου ο Ιησούς και ο δάσκαλος των Ιουδαίων ο Μωυσής θέτουν αντιμαχόμενους νόμους, ψάχνεις να ’ βρεις άλλο θεό στη θέση του πατέρα.
 113, 1 Τίποτα το παράφορο, μήτε αναίσθητο σε όσα εσύ μας παρουσιάζεις. Κανείς σοφός νομοθέτης δεν έσφαλε όταν εξάγγειλε τους νόμους, αλλά ως και εσύ θα ξέρεις κανένας νόμος δεν είναι αιώνιος για τους θνητούς ανθρώπους. Ο νομοθέτης θα έσφαλε, αν τους νόμους άφηνε απαράλλαχτους και δεν τους προσάρμοζε στην πρόοδο των πολιτών του βασίλειού του. Όπως κι ο Κλήμης κάποτε έλεγε, ο Θεός στους Ιουδαίους έδωσε τον νόμο ενώ στους Έλληνες τη φιλοσοφία. Κι οι δύο λαοί έφτασαν σε κάποια αποτελέσματα ο καθένας διαφορετικό δρόμο ακολουθώντας. Ο Θεός λοιπόν ως δίκαιος, και πάνω από όλους τους άλλους δίκαιους του κόσμου, αφού οι νόμοι Του στους Ιουδαίους και η φιλοσοφία στους Έλληνες πέτυχαν ότι μέγιστο είχαν να επιτύχουν, όρισε ότι νέοι νόμοι έπρεπε να δοθούν στο γένος των θνητών, επειδή οι άνθρωποι τώρα ήσαν ώριμοι και μπορούσαν να τους δεχτούν. Θαρρώ ότι και μερικοί από αυτούς τους άνδρες, που πολλές φορές τους παρουσίασες ως σοφούς στην Ελλάδα, διακρίνανε στους ανθρώπους περασμένες εποχές χρυσές ή σιδερένιες, και σε κάθε εποχή οι άνθρωποι διαφορετικοί ήσαν και διαφορετικούς νόμους θέσπιζαν αναμεταξύ τους. Δεν είναι σοφό λοιπόν να υποστηρίξουμε ότι ο Θεός, αφού πιο Σοφός από όλους είναι, θεσπίζει κι Αυτός διαφορετικούς νόμους για τις διαφορετικές εποχές των ίδιων των ανθρώπων;
Έτσι, αυτά που εσύ υποστηρίζεις όντως σε αμόρφωτους κι απαίδευτους ταιριάζουν που νομίζουν ότι ο Θεός έχει την ίδια πάντα γνώμη και κανόνες για τους ανθρώπους. Μα αυτό κανείς σοφός στα αλήθεια δεν το υποστηρίζει. Όχι, γιατί ο Θεός αλλάζει συνεχώς την γνώμη Του θαρρείς και μοιάζει με τους ρήτορες στις διάφορες πολιτικές τις περιστάσεις, αλλά διότι οι άνθρωποι αλλάζουν και προκόβουν και έχουν ανάγκη από νέους νομικούς κανόνες.
Νομίζω ότι ακόμη και στα ανώριμα παιδιά κανείς διαφορετικές συμβουλές δίνει από εκείνους τους εφήβους ή τους ενηλίκους. Τα πρώτα είναι ανώριμα και μόνο το πολεμικό παιχνίδι τα ενδιαφέρει, ενώ οι έφηβοι έχουν διαφορές· τα παιχνίδια τους πλέον επαράτησαν και σκέφτονται πιο σοφά, από ότι όταν παιδιά ήταν οι ίδιοι, ενώ μέσα στην παιδική τους αφέλειά, όλα ωραία και χαρούμενα τα έβλεπαν, δίχως όμως να αντικρίζουν ορθά την πραγματικότητα. Οι ενήλικες πάλι, έχουν αντικαταστήσει την αγάπη για τη σοφία εκείνων των εφήβων, με τον φόβο για το μέλλον και την αγάπη για το παρελθόν· διότι στο μέλλον ο θάνατος τους περιμένει και μιας και πολύ ετούτος φόβο προκαλεί προσπαθούν, έστω και αν κατέχουν ήδη τη σοφία, να διατηρούν πράματα από τα παλιά, νομίζοντας εσφαλμένα ότι σε αυτά που πιστεύουν δίνεται νεανική παράταση ζωής. Κι ο Σωκράτης νομίζω στους έφηβους ομιλούσε, που τότε πια ήταν έτοιμοι να τον ακούσουν αφού διψούσαν για μια νέα σοφία, παρά στα παιδιά που δεν θα τον άκουγαν καν· εκείνα με τα παιχνίδια ασχολούνται και όρεξη δεν έχουνε για άλλα, έστω κι αν αυτά τα άλλα είναι πιο σοφά από τα δικά τους. Εκείνοι που δίκασαν τον Σωκράτη ενήλικες ήταν και τον δίκασαν όχι γιατί αυτά που ο Σωκράτης έλεγε δεν ήτανε σοφά, αλλά γιατί φοβήθηκαν την αναταραχή του μπαγιάτικου που εκείνος επέφερε με σθένος εις τους νέους.
Όμοια ο Θεός λοιπόν, διαφορετικά πράγματα ορίζει για την κάθε ηλικία· η ηλικία του ανθρώπου πλέον ως έφηβου εις την εποχή σου καθόριζε ότι νέες διδασκαλίες έπρεπε να του ανακοινωθούν. Όμως παρά την ηλικία του ανθρώπου, υπάρχουν και κάποιοι που μείνανε παιδιά έστω και ηθελημένα, όπως και ενήλικες άλλοι έμειναν σαν τους Ιουδαίους και σένα Κέλσο. Για όλα αυτά λοιπόν και τις νέες διδασκαλίες δεν φταίει ο Θεός αλλά ο άνθρωπος που αλλάζει και ο Θεός σοφά σαν το Σωκράτη πιστεύει ότι ήρθε η ώρα για την καινούργια διδαχή. Όμως ως είπαμε και παιδιά και ενήλικες υπάρχουν και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Ο καθείς λοιπόν ας διαλέξει την ηλικία που του αρμόζει στην καρδιά και στις επιθυμίες, αλλά ας μην καυχιέται ότι σκέφτεται σοφά και ότι γνωρίζει καλύτερα από τους άλλους.
Ο Θεός, όταν το γένος Του όριζε, δεν εννοούσε απλά εκείνους τους ανθρώπους τους Εβραίους, αλλά τους πιστούς Του ακόλουθους, διότι οι Εβραίοι τώρα εκτός αυτού του γένους είναι, αν και θα ξαναεπιστρέψουν, αφού πλανηθούν πρώτα από τις αλαζονικές και μπαγιάτικές τους δοξασίες, που ο ίδιος ο Θεός κατάργησε με το δικό Του το διάγγελμα το νέο. Αυτοί λοιπόν που άλλο Θεό στην θέση του Πατέρα ψάχνουν, σε λάθος δρόμο βρίσκονται κι άλλο νομοθέτη αναζητούν. Χαζά και μώρα αποφάσισαν, ότι ο ίδιος νομοθέτης δεν μπορεί να γράψει διαφορετικούς νόμους για μια πολιτεία που μεταβάλλεται και στην οποία νέοι πολίτες έρχονται και μπαίνουν. Αυτά όλοι τα γνωρίζουμε για την λογική τους από την ανθρώπινη εμπειρία· άλλους νόμους είχαν οι Σπαρτιάτες, άλλους οι Αθηναίοι κι άλλους οι Ρωμαίοι καθ’ όλη την διάρκεια της εξουσίας της δικής τους. Γι’ αυτό μην υποστηρίξεις Κέλσο ότι είναι πιο σοφό για ένα βασίλειο να μην αλλάζει νόμους, έστω κι από το χέρι του ίδιου νομοθέτη, καθώς οι χρόνοι του κυλούν και τα σύνορα του αλλάζουν· ειδάλλως θα υποθέσουμε ότι ο νομοθέτης είναι ηλίθιος και δεν βλέπει μήτε αναγνωρίζει τις διαφορές ή ότι αδιάφορος ως είναι, εγκατέλειψε την θέση του και άφησε τους άλλους στα προβλήματά που οι παλιοί νόμοι επέφεραν μετά την εξέλιξή εκείνη τη δική τους.

Για να επανέλθουμε τώρα στους επτά άρχοντες αγγέλους: ο πρώτος παριστάνεται με τη μορφή λιονταριού, ο δεύτερος είναι ταύρος, ο τρίτος κάποιο φρικιαστικό αμφίβιο που σφυρίζει, ο τέταρτος έχει μορφή αετού, ο πέμπτος πρόσωπο αρκούδας, ο έκτος κεφάλι σκύλου, κι ο έβδομος γαϊδάρου και ονομάζεται θαφαβαώθ ή Ονοήλ. Οι Χριστιανοί προσθέτουν κι άλλα, μιλούν για λόγια προφητών και για κύκλους επί κύκλων, και για εκπόρευση της επίγειας εκκλησίας και της περιτομής και για δύναμη που ρέει από κάποια Προυνική παρθένο και για ζώσα ψυχή και έναν ουρανό που σφάζεται για να ζήσει και μια γη που σφάζεται με μαχαίρι και για πολλούς που σφάζονται κι αυτοί για να ζήσουν, και για το θάνατο που θα πάψει να υπάρχει στον κόσμο όταν πεθάνει η αμαρτία του κόσμου, και για μια κάθοδο δύσκολη και για πύλες που ανοίγουν αυτόματα.
Και σ’ όλα αυτά, παντού ανακατεύουν και το ξύλο της ζωής και την ανάσταση της σάρκας από το ξύλο -φαντάζομαι γιατί ο δάσκαλος τους καρφώθηκε πάνω σε σταυρό και γιατί ήταν μαραγκός στο επάγγελμα. Αν τύχαινε δηλαδή να τον είχαν ρίξει από κανένα γκρεμό ή να τον είχαν σπρώξει σε βάραθρο ή να τον είχαν πνίξει στην κρεμάλα, κι αν τύχαινε ακόμα να ήταν δερματάς ή σιδεράς ή λιθοξόος στο επάγγελμα, τότε θα υπήρχε πάνω από τα ουράνια ο γκρεμός της ζωής ή το βάραθρο της ανάστασης ή το σχοινί της αθανασίας ή ο λίθος της ευτυχίας ή το σίδερο της αγάπης ή το άγιο δέρμα. Ποια γριά δεν θα ντρεπόταν να ψιθυρίσει τέτοια πράγματα για να νανουρίσει με παραμύθια ένα παιδί·,
Και δεν είναι λιγότερο παράδοξο το παρακάτω: κάποια πράγματα είναι, λένε αναγεγραμμένα ανάμεσα στους δύο ανώτερους υπερουράνιους κύκλους, μεταξύ των οποίων και το ότι ο μεγαλύτερος και ο μικρότερος κύκλος είναι "του υιού και του πατέρα".
Όπως οι αγύρτες που χρησιμοποιούν μαγικά τεχνάσματα και απάτες και φωνάζουν βαρβαρικά ονόματα θεών -και σαν εκείνους που ξεφουρνίζουν τερατολογίες σε όσους έχουν την τάση να υποκύπτουν σ’ αυτές-, έτσι κι οι Χριστιανοί: τα ίδια κάνουν στους ανθρώπους που δεν ξέρουν ότι άλλα ονόματα έχουν πάρει οι θεοί από τους Έλληνες και άλλα, λόγου χάρη, από τους Σκύθες, που όπως λέει κι ο Ηρόδοτος, τον Απόλλωνα τον λένε Γογγόσυρο, τον Ποσειδώνα θαγιμάσαδα, την Αφροδίτη Αργμπασα και την Εστία Ταβιτί.
 115, 1 & 2 - 117,1 & 2 Πολλά ψέματα και λίγες αλήθειες τούτα δω τα αληθινά σου λόγια, με μπόλικη φαντασία μας μαρτυρούν ότι, η γριά η ξεδιάντροπη άλλη δεν είναι παρά η δική σου η ψευδομαρτυρία, που εκείνους που δεν εισήλθαν ακόμη στην εφηβεία ξέρει να πλανά ή τους έφηβους οδηγεί ξανά στην παιδική ηλικία.
 Όλα αυτά που ανάφερες μάλλον σε βάρβαρους ανήκουν ή αξίζουν, ωσάν τους Αιγυπτίους ιερείς, που με ακριβείς ονομασίες και φωνές πιστεύουν ότι υποτάσσουν τους θεούς τους κάτω από την δική τους αδύναμη ανθρώπινη τους φύση, παρά σε Χριστιανούς· διότι την εποχή που εσύ γνώρισες τους Χριστιανούς, αυτοί δεν είχαν προλάβει να γνωρίσουν καλά τον Ναζωραίο και το Θείο σχέδιο Του, και έτσι ο κάθε βάρβαρος κι ελεεινός ενέπεσε επί Αυτού κι άρπαξε ως ληστής εκείνα που του αρμόζανε και τον ευχαριστούσαν περισσότερο από τα άλλα.
Όλα τούτα δηλαδή, μου θυμίζουν εντολές του βασιλιά, που οι κάθε λογής τοποτηρητές τις διασκευάζουν και τις εξηγούν όπως ο καθείς νομίζει, ώστε όλα να εκτελούνται προς ίδιο όφελος παρά προς όφελος του βασιλιά και των υπηκόων του βασίλειού του. Αυτοί οι τοποτηρητές είναι αφελείς και πονηροί πολύ και δεν έχουν σχέση με τους απλούς παραβάτες του πολιτικού του νόμου. Οι μεν παραβάτες παρανομούν, είτε από άγνοια είτε και από τις δυσκολίες που έχουν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, ενώ οι τοποτηρητές που διαστρεβλώνουν τους νόμους δεν ανήκουν σε αυτές τις κατηγορίες παρανόμων, ως είπα. Τούτοι είναι οι χειρότεροι όλων, διότι υψώνουν βασίλεια μέσα σε βασίλειο που δικό τους δεν είναι κι αμφισβητούν την εξουσία του μέγα βασιλέα, ενώ αφελέστατα νομίζουν ότι ο βασιλέας τίποτα δεν γνωρίζει ή ότι επειδή δεν επεμβαίνει θα τους ανέχεται για πάντα. Έτσι πιστεύουν και τα ζιζάνια ότι θα μεγαλώνουν συνεχώς, όπως ακριβώς συνεχώς μεγαλώνουν ακόμη τώρα, μα η ώρα του θερισμού θα έρθει κι εκείνη την ώρα ο θεριστής, με την σοφία και τη δική του γνώση θα ορίσει, παρά εκείνα.

Είναι ανάγκη τώρα να αναφερθώ λεπτομερειακά σ’ όλους όσους έχουν να μας παρουσιάσουν εξαγνισμούς ή λυτρωτικά άσματα ή ξόρκια ή κρότους ή δαιμονικά σχήματα και κάθε είδους αντίδοτα είτε από αριθμούς είτε από λίθους ή εσθήτες ή φυτά ή ρίζες; Έχω δει πάντως Χριστιανούς ιερείς να κρατούν βιβλία βαρβαρικά, γεμάτα ονομασίες δαιμόνων και μαγγανείες. Όλα τούτα είναι για κακό· τίποτα το ωφέλιμο δεν υπόσχονται οι άνθρωποι αυτοί. Ένας Αιγύπτιος μουσικός ονόματι Διόνυσος, μια εποχή που κάναμε παρέα, μιλώντας για τη μαγεία, μου είπε ότι αυτή μπορεί να έχει επίδραση πάνω στους αμόρφωτους και τους ηθικά διεφθαρμένους, ενώ τους φιλοσοφημένους ανθρώπους δεν έχει τη δύναμη να τους αγγίξει γιατί φροντίζουν ώστε ο τρόπος ζωής τους να είναι πνευματικά υγιής.36 Οι Χριστιανοί, κολυμπώντας μέσα σε μέγιστη αμάθεια και μη μπορώντας να συλλάβουν τα θεία αινίγματα, κοντά στα άλλα είχαν την ασέβεια να κατασκευάσουν κάποιον αντίπαλο του θεού, που τον ονομάζουν Διάβολο ή Σατανά στα εβραϊκά. Είναι βέβαια λογική ολωσδιόλου ανθρώπινη και θνητή και καθόλου συγχωρητέα, το να ισχυρίζεσαι ότι ο μέγιστος θεός, παρ’ όλο που θέλει σε κάτι να ωφελήσει τους ανθρώπους, δεν μπορεί επειδή του κάνει αντίπραξη ο αντίπαλος. Και ως εκ τούτου ο γιος του θεού νικιέται από το διάβολο κι υποφέροντας από δαύτον, διδάσκει και εμάς να περιφρονούμε τα μαρτύρια που μας προκαλεί ο διάβολος, και επί πλέον μας προειδοποιεί ότι ο Σατανάς εμφανιζόμενος κι αυτός με τον ίδιο τρόπο θα παρουσιάσει μεγάλα και θαυμαστά έργα, σφετεριζόμενος τη δόξα του θεού. Τα έργα αυτά δεν θα πρέπει, λέει, να παραπλανήσουν όσους έχουν την προδιάθεση να παρασυρθούν, παρά θα πρέπει μόνο σ’ εκείνον να πιστεύουν και σε κανέναν άλλον. Αυτά, ολοφάνερα, είναι λόγια ανθρώπου απατεώνα που εργάζεται για το προσωπικό του όφελος και παίρνει τα μέτρα του ενάντια στους διαφωνούντες και σ’ αυτούς που πάνε να του φάνε τη δουλειά.
 117, 3 Όλοι αυτοί οι Χριστιανοί που λες ότι κάποτε είδες, μάλλον μαγγανάρηδες ήσαν παρά μαθητές του Ναζωραίου, αφού οι μαθητές οι πραγματικοί του Ιησού μήτε με λίθους, αισθητές, δαιμόνια, σχήματα, φυτά και ρίζες έχουν καμία σχέση· εκείνος που έχει χρυσό, δεν μπορεί να έχει ανάγκη καμία από το χαλκό. Διότι ο χαλκός στην λάμψη και στην αξία είναι πολύ κατώτερος από το χρυσό, ενώ ανάλογα οι δαίμονες όχι μόνο χάλκινοι δεν είναι, αλλά περισσότερο με καμένο ξύλο μοιάζουν, που έτσι και το ακουμπήσεις και συ ο ίδιος λερώνεσαι από τη γανιά τους. Όποιος λοιπόν τον Ύψιστο Ιησού έχει ως χρυσό εκείνης της καρδιάς του, καμιά ανάγκη από όλα τούτα που ανάφερες δεν έχει.
Και για την κατασκευή ως λες του αντίπαλου του Θεού ας μιλήσουμε, κι ας πούμε εδώ πως κάθε σοφός γνωρίζει ότι ο Θεός αγαθός σαφώς κι είναι. Και ο Πλάτωνας ως είπες, όρισε ως Πρώτο Αγαθό τον Θεό τον ίδιο. Ο Θεός λοιπόν είναι το πρώτο Αγαθό κι οι άνθρωποι άλλοτε Του μοιάζουν, αφού με αρετή πράττουνε και άλλοτε καθόλου, σαν με δόλο και πονηρία τις πράξεις τους συντάσσουν. Με λογική λοιπόν και με σοφία συνάμα αν σκεφτεί κανείς, θα δει ότι ο κάθε ενάρετος άνθρωπος πράττει πάντοτε πράματα που αρέσουν και είναι σύμφωνα με την αγαθή θέληση του Θεού, ενώ ο δόλιος και πονηρός πράττει πράγματα που δεν μπορούν να είναι ούτε σύμφωνα ούτε να τα επιθυμεί ο Θεός, εφόσον αυτά είναι αντίθετα με την ίδια την φύση την δική Του. Σοφό είναι λοιπόν να πει κανείς ότι, ο άνθρωπος ως θνητός και πράγματα σύμφωνα με τον Θεό πράττει αλλά και πράγματα ενάντια Του, έστω κι αν ο Ύψιστος, όπως εσύ τον όρισες, υπάρχει.
Με λίγα λόγια δηλαδή, ο άνθρωπος, ένας απατηλός θνητός που έχει μια αθάνατη ψυχή, ελεύθερα και σύμφωνα προς τον Θεό μπορεί να ζει, όπως πάλι ελεύθερα μπορεί ξανά, μα αντίθετα να ζει από Εκείνον. Κι όταν ο ίδιος ο θνητός κι απατηλός άνθρωπος ελεύθερα μπορεί και ζει και πράττει ενάντια εις τον ίδιο τον Θεό, τότε μπορούν κι οι αθάνατοι δαίμονες. Μήπως λοιπόν αυτοί είναι όλοι υπηρέτες του Θεού; Και αν αυτοί είναι, τότε γιατί δεν είναι ο άνθρωπος που είναι θνητός; Αν αντίθετα εκείνοι είναι όλοι υποταγμένοι στο Θεό, τότε δεν είναι ελεύθεροι. Όμως πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι να είναι ελεύθεροι ενώπιον του Θεού κι ας έχουνε και σάρκα που συ όρισες ως δεσμωτήριο, και να μην είναι οι δαίμονες που σάρκα δεν έχουν; Εκτός και αν όλοι τους είναι αγαθοί! Μα είναι; Μάλλον όχι· διότι άλλωστε ελεύθερος δεν είναι απαραίτητα ο αγαθός· κι οι άνθρωποι ελεύθεροι γεννήθηκαν, κι όμως δεν είναι όλοι τους αγαθοί.
 Ο Θεός λοιπόν ο Ύψιστος που εσύ πιστεύεις, ανέχεται όλα τούτα και τίποτα δεν πράττει για να πάψει τους ενάντια στην φύση του, εφόσον αγαθός και αιώνιος είναι ως είπες. Κι ενώ αυτό το αποδέχεσαι από την ίδια την σοφία σου περιορίζεσαι και σκέφτεσαι ότι ο Θεός των Χριστιανών ποταπός τυγχάνει, επειδή ανέχεται τους αντιπραγούντες, αν κι εντούτοις γνωρίζεις ότι κάποια στιγμή που Αυτός θα αποφασίσει θα τους τιμωρήσει. Πόσο περισσότερο σοφό είναι να αποδέχεσαι Κέλσο το ότι ο δικός σου ο Ύψιστος ουδέποτε κάτι θα πράξει ενάντια στους πονηρούς, και να απορρίπτεις ως ποταπό αντίθετα, ότι ο Θεός των Χριστιανών θα τιμωρήσει κάποτε μια και καλή τους άδικους και πονηρούς; Έπειτα ο δικός σου ο θεός άραγε, πώς θα μπορούσε να τιμωρήσει τους αντιπραγούντες, αφού ποτέ δεν όρισε τους νόμους σύμφωνα με τους οποίους εκείνοι μπορούν να χαρακτηριστούν ως τέτοιοι; Κι αν ποτέ το έπραττε άδικο θα ήταν, αφού ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να τους εξηγήσει τί ο Ύψιστος επιζητάει από εκείνους· κι όλοι ξέρουμε ότι ο Θεός μόνο άδικος δεν μπορεί να είναι.
Ο Θεός των Χριστιανών αντίθετα με τον δικό σου, και κανόνες έδωσε, και τους παραβάτες θα τιμωρήσει, και στα στάχυα έδωσε εντολή να προσέχουν από τα παράσιτα, ενώ στο θερισμό τα παράσιτα, αφού θεριστούν θα πεταχτούνε, ενώ τα στάχια τα γερά σε Θεϊκό αλέτρι θα συνταχθούν και όλα μαζί σε θείο αιώνιο ψωμί θα μεταμορφωθούνε. Κι όσο αφορά την ειδοποίηση του Θεού προς τα στάχια, θαρρώ σου μίλησα, όταν σου ανάφερα για τους γονείς που τα παιδιά τους προσέχουνε παρά τα παραμελούνε.

Οι αρχαίοι μίλησαν αινιγματικά για κάποιον θεϊκό πόλεμο, ο Ηράκλειτος μάλιστα είπε τα εξής: «Πρέπει να ξέρουμε ότι ο πόλεμος μας συνέχει όλους, ότι η δικαιοσύνη είναι έριδα, και ότι όλα με την έριδα γεννιούνται και χάνονται.» Και ο Φερεκύδης που ήταν πολύ παλιότερος από τον Ηράκλειτο, κατασκεύασε ένα μύθο όπου αντιπαρατάχθηκαν δυο αντίπαλες στρατιές, και στη μία έβαλε αρχηγό τον Κρόνο ενώ στην άλλη τον Οφιονέα και εξιστόρησε τις προκλήσεις και τις συμπλοκές τους, καθώς και τ’ ότι έκαναν τη συμφωνία, όποια από τις δυο έπεφτε μέσα στον Ωγηνό θα ήταν η ηττημένη ενώ η άλλη, η νικήτρια θα κέρδιζε τον ουρανό. Έτσι θέλει ο μύθος και τα σχετικά με τις μυστικές ιστορίες των Τιτάνων και των Γιγάντων που μάχονταν ενάντια στους θεούς, αλλά και των Αιγυπτίων η μυθολογία που μιλάει για τον Τυφώνα, τον Ώρο και τον Όσιρι. Όλα αυτά όμως δεν μοιάζουν με την υπόθεση του διαβολικού θεού ή (πράγμα αληθοφανέστερο) του απατεώνα ανθρώπου που έχει αντίθετη γνώμη. Κι ο Όμηρος37 ακόμα, λίγο πολύ τα ίδια υπαινίσσεται με τον Ηράκλειτο και τον Φερεκύδη και όσους μιλούν για Τιτάνες και Γίγαντες, όταν βάζει τον Ήφαιστο να λέει στην Ήρα:

Και την άλλη φορά που πήγα να πάρω το μέρος σου
μ’ έπιασε από το πόδι και με πέταξε από την θεϊκή κατοικία

και τον Δία να λέει στην Ήρα τα παρακάτω:

 αλήθεια δεν θυμάσαι, που κρεμόσουνα από ψηλά κι είχες
στα πόδια δυο αμόνια και γύρω από τα χέρια δεσμά χρυσά που ’ ταν αδύνατο να σπάσεις;
και κρεμόσουν στον αιθέρα και στα σύννεφα.
Τι κι αν σε λυπήθηκαν οι θεοί μακριά από τον Όλυμπο,
να σε λύσουν δεν μπόρεσαν σαν ήρθαν κοντά σου·
και τον άρπαζα και τον πέταξα από το κατώφλι
 κι έπεσε αδύναμος πάνω στη γη.

Οι λόγοι του Δία προς την Ήρα είναι λόγοι του θεού προς την ύλη. Κι οι λόγοι προς την ύλη μας αφήνουν να καταλάβουμε ότι ο θεός, θεωρώντας ότι προηγουμένως η ύλη βρισκόταν σε αταξία, την ένωσε και την προίκισε με κάποιες συμμετρίες. Και τις θεότητες που την περιτριγύριζαν, όσες ήταν θρασείς, τις πέταξε μακριά τιμωρώντας τες με τον τρόπο αυτό. Έτσι αντιλαμβανόμενος τα Ομηρικά έπη ο Φερεκύδης είπε: «Κάτω από κείνη την περιοχή είναι η περιοχή του Ταρτάρου. Την φυλάγουν οι θυγατέρες του Βορέα, οι Άρπυιες κι η θύελλα, και εκεί ξαποστέλνει ο Δίας όποιον θεό αποθρασυνθεί.». Οι ίδιες ιδέες εκφράζονται και με τον πέπλο που τυλίγει την Αθηνά και που όλοι τον βλέπουν όταν γίνεται η πομπή των Παναθηναίων. Συμβολίζει το ότι κάποια αγνή θεά που δεν γεννήθηκε από μητέρα επιβάλλει την ισχύ της πάνω στους αυτόχθονες θεούς που αποθρασύνθηκαν. Τέτοια νοήματα έχουν οι μύθοι των Ελλήνων ενώ οι Χριστιανικοί, που μας λένε ότι ο γιος του θεού τιμωρείται από τον διάβολο και μας δασκαλεύουν να είμαστε καρτερικοί όταν μας συμβαίνει το ίδιο, είναι ολωσδιόλου για γέλια. Εγώ νομίζω πως ο γιος του θεού θα ’ πρεπε τον διάβολο να τιμωρήσει κι όχι να φοβερίζει τους ανθρώπους που έπεσαν θύματα της απάτης του διαβόλου.
 119, 1. Σε τέτοια σοφιστική κατάντια πέφτεις Κέλσο, όταν ως σοφές διηγήσεις δέχεσαι για θεούς, αμόνια, καυγάδες κι αμήτορες παρθένες που φοράνε πέπλα· πέπλα που χλεύασε κι ο αρχαίος Ξενοφάνης, όταν όρισε ότι οι θνητοί νομίζουν πως οι θεοί γεννιούνται· πως έχουν φορέματα και φωνή και σώμα σαν το δικό μας· διηγήσεις αυτές, που και στους πιο κακόφημους και στενούς δρόμους της Ρώμης μπορούσες στα χρόνια του Καίσαρα να ακούσεις, ειπωμένους από μεθυσμένους που δίχως κανένα στόχο στην ζωή περιφέρονται ανάμεσα από κάθε πόση του κρασιού που τους προσφέρουν. Και τα δικά σου τα λόγια δεν νομίζω σε μεθύσι να πηγαίνουν πίσω· διότι άλλοτε το κακό το όρισες ως αναγκαίο κι αιώνιο συστατικό του κόσμου τούτου πως είναι· μα τώρα Χριστιανικά επιθυμείς άμεση τιμωρία του Διαβόλου. Σε αυτό οι Χριστιανοί θα σε νικήσουνε· ο Θεός άχρονος θαρρώ από τους Χριστιανούς πολίτες θωρείται και ο χρόνος που εμείς ως μεγάλο βλέπουμε, ανύπαρκτος για τον Ύψιστο πρέπει να λεχθεί πως είναι.
Κι αν ακόμη σοφά λόγια του Ηράκλειτου επαναλαμβάνεις και συμφωνείς ότι η δικαιοσύνη έριδα είναι, αντίθετα για το Θεό των Χριστιανών που θέλει δικαιοσύνη να δώσει επί τους ανθρώπους, αμφισβητείς ότι σε έριδα βρίσκεται με κάποιον Διάβολο, και ότι από αυτή την έριδα ο νέος δίκαιος κόσμος θα γεννηθεί κι ο παλιός άδικος θα χαθεί για πάντα. Αν λοιπόν όλα δίκαια θα πρέπει να γίνουν, μέσα από την έριδα θα πρέπει να περάσουν, αυτή που τώρα όλοι έχουμε, όπου άλλο ο άδικος επιζητεί και άλλο ο δίκαιος. Ενώ αν τώρα όλοι σε δικαιοσύνη ζούσαμε καμιά έριδα δεν θα έπρεπε να υπάρχει.
Ας είναι σοφέ Κέλσο ως ορίζεις, μιας και τους σοφούς ελληνικούς μύθους εξυψώνεις και τις Χριστιανικές διηγήσεις ευτελίζεις. Ο Τυφώνας λοιπόν σαν με τον Δία πάλεψε, του έκοψε των χεριών και των ποδιών τα νεύρα και ο μέγιστος των Ελλήνων θεός βρέθηκε ανήμπορος να κινηθεί φυλακισμένος στο Κωρύκειον άνδρο στην Κιλικία· τέτοιος μεγάλος πατέρας θεός ήτανε λοιπόν του λόγου του, που κατάντησε φυλακισμένος κι ανήμπορος να κινηθεί· κι αν ο Υιός του Θεού μόνο πειράζεται από τον διάβολο αλλά στο τέλος τον νικάει, ο αρχηγός του Ολύμπου και των άλλων των θεών ο Δίας, χάνει τόσο εύκολα, λες κι ο πρώτος τυχόντας ήτανε, από τον δαίμονα Τυφώνα. Και όχι μόνο τον Τυφώνα δεν μπορεί να τον νικήσει, τους θνητούς ανθρώπους προστατεύοντας ταυτόχρονα από τις καταστροφές του, αλλά ούτε τον θείο εαυτό του δεν μπορεί από την δύσκολη κατάσταση να βγάλει. Τυχερός είναι πάλι που τον έσωσαν κάποιοι άλλοι.
Ο δε Όσιρις, από όσα με περίσσεια αφέλεια οι Αιγύπτιοι μας είπαν, αφιερωμένος σε τράγο ήταν με τον όνομα του Μένδη, κι εκείνος ο τράγος ως λένε ενείχε την ψυχή εκείνη του θεού του μέγιστου υποτίθεται Οσίρη. Και αυτός λοιπόν του λόγου του, πίσω του Δία δεν πήγαινε, που καταδέχτηκε η θεϊκή ψυχή του μέσα σε τράγο να κατοικεί με άγνωστο σκοπό και λόγους. Αλλά μη τους Αιγυπτίους για όλα τους κατηγορούμε, διότι ίσως σοφά η τραγόμορφη όψη του Μένδη επιλέχθηκε ώστε την αρετή του θεού εκείνου ευκρινώς να παρουσιάζει. Αυτές λοιπόν κι αν είναι διηγήσεις θεών για παιδιά παρά για εφήβους ή σοφούς. Και συ ο ίδιος άλλωστε όλα τούτα τα θεωρείς μάλλον μύθους· σίγουρα όχι πως έχουν καμιά σχέση με αληθινές και θεϊκές ιστορίες.
Ας δούμε ακόμη πως, οι σοφοί άνδρες Έλληνες, ως οι σοφότεροι όλων κι ικανότεροι των υπολοίπων για να κρίνουν τις αρετές των άλλων, όρισαν τα πράγματα των θεών σχετικά με τον Όμηρο. Ο Ξενοφάνης λοιπόν είναι της γνώμης ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος απέδωσαν στους θεούς, όλα όσα είναι επαίσχυντα και αξιοκατάκριτα στους ανθρώπους («ἄξια ὀνείδους καὶ ψόγου») την κλοπή, τη μοιχεία και την απάτη μεταξύ τους· νομίζω ότι ούτε ο μεγάλος Πλάτωνας είχε καλύτερη γνώμη για εκείνους. Θα μπορούσε κανείς να βρει πολλούς σοφούς που θα γελούσαν πολύ περισσότερο με τους θεούς του Ομήρου, παρά με τον Θεό των Χριστιανών. Δεν ενοχλούμαι όμως. Μόνον ας ερωτήσει κανείς τον εαυτό του, για το τι πρέπει κανείς λογικά να πράξει. Να διαφωνήσει με τον Όμηρο; με τον Ξενοφάνη; ή τον Πλάτωνα; Αν συμφωνήσει κανείς με τον Όμηρο, τότε ας συνταχθεί με το μπαγιάτικο κι ας αφήσει και τους άλλους θείους Έλληνες άνδρες που κατονομάζεις, κι ας δεχτεί ότι όλα όσα εκείνοι οι τελευταίοι Έλληνες σοφοί είπαν δεν είναι όλα αλήθεια, παρά μερικές φορές κι αντιμαχόμενα αναμεταξύ τους. Και όποιος άλλος, αντίθετα, συμφωνήσει με το Ξενοφάνη ή τον Πλάτωνα, ας αφήσει το μπαγιάτικο, ας ενδυθεί το νέο, κι ας πάψει να φωνάζει ότι οι αρχαίοι άνδρες ως μπαγιάτικοι πιο σοφοί ήτανε από όλους αυτούς εδώ τους νέους.
Βέβαια Κέλσο, εσύ τις διηγήσεις των Χριστιανών εις γέλωτα καθόρισες, αν και παραμελείς να αναφέρεις ότι οι διηγήσεις του Φερεκύδη, μύθοι κατασκευασμένοι ήσαν που προσαρμόστηκαν σε ιδέες ανθρώπων, έστω κι αν ενείχαν και σοφία. Πάντως μια φορά ιδέες του Θεού δεν ήσαν· και πώς μπορεί να ήταν; Ο Δίας λες ότι τιμωρεί με τις Άρπυιες και τη θύελλα στέλνοντας τους στα Τάρταρα τους παραστρατημένους θεούς . Μα τέτοιοι αδύναμοι θεοί που είναι, τέτοια τιμωρία τους αξίζει· μην ξεχνάς πως το γένος των ανθρώπων, κι ειδικά εκείνων των Ελλήνων ετούτους κοροϊδεύει· τις Άρπυιες αυτές, που ετούτοι οι θεοί αδύναμοι μπροστά τους ήσαν, από τους θνητούς αργοναύτες Ζήτη και Κάλαϊ νικήθηκαν και θανατώθηκαν με κοφτερά μαχαίρια. Αν λοιπόν οι θεοί οι ίδιοι δεν έχουν δύναμη να αντιταχθούν στους αντιπάλους των θνητών, κι αντίθετα οι τελευταίοι με τα φθαρτά τα χέρια τους τελευταίους ευτελίζουν, τότε ας μη λέγονται θεοί οι πρώτοι, αλλά ας ονομάζονται ως κάτι άλλο· ας μη ορίσω εγώ το πως, μόνο βάλε τη δική σου φαντασία να δουλέψει.
Έπειτα Κέλσο, σε μας τους Χριστιανούς σοφά δήθεν ορίζεις, ότι ο Δίας δεν θέλησε η ύλη να έχει αταξία, παρά μονάχα τάξη· μα όλοι πολύ καλά τις ξέρουμε τις διηγήσεις για τον Δία και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί, γιατί και πως ο Δίας αποφάσισε και ασχολήθηκε με την αυτή εδώ την ύλη, για την οποία είπες ότι ήταν και είναι η ίδια η θεά του Ολύμπου Ήρα· κι ακόμη πιο παράξενη γίνεται αυτή του Δία η ασχολία, όταν θυμηθεί κανείς πως τόνιζες πολλές φορές, πως ο Ύψιστος θεός καμιά επαφή με την ύλη δεν κατέχει, την στιγμή που ο Δίας με την Ήρα όλοι καλά γνωρίζουμε πως ήταν παντρεμένος· κι ακόμη κατά την εποχή του Χριστού έλεγαν ότι ακόμη είναι, παρόλες τις παράδοξες τις δικές του απιστίες έναντι της άμοιρης της γυναικός του.

Όσο για το πώς τους ήρθε στο μυαλό να ονομάσουν κάποιον γιο του θεού, το ξεκαθαρίζω κι αυτό. Κάποιοι αρχαίοι, θεωρώντας ότι τον κόσμο αυτόν τον έπλασε ο θεός, ονόμασαν τον κόσμο παιδί του θεού και "παληκάρι" του. Είναι λοιπόν ένα και το αυτό ο κόσμος με το "παιδί" εκείνο του θεού. Φυσικά η (Χριστιανική) κοσμογονία κι η αφήγηση για τη γέννηση του ανθρώπου που πλάστηκε "κατ’ εικόνα του θεού", είναι ό,τι πιο ανόητο. Και δεν καταλαβαίνω ούτε τον "παράδεισο" που φύτεψε ο θεός ούτε την προηγούμενη ζωή του ανθρώπου μέσα σ’ αυτόν ούτε το πώς άλλαξε η ζωή όταν ο άνθρωπος εξορίστηκε εξαιτίας της αμαρτίας κι έζησε μακριά από τον "παράδεισο της τρυφής". Χωρίς να έχει καταλάβει τίποτα ο Μωυσής έκατσε και τα ’ γραψε όλα αυτά, με τον ίδιο τρόπο που οι αρχαίοι κωμωδοί έγραφαν για την πλάκα τους, «ο Προίτος παντρεύτηκε τον Βελερεφόντη ενώ ο Πήγασος ήταν από την Αρκαδία». Οι προφήτες που μας άφησαν συγγράμματα και ο Μωυσής, μη έχοντας ιδέα για τη φύση του ανθρώπου και του σύμπαντος, συνέθεσαν ένα απύθμενο παραμιλητό: μας μιλούν για "ημέρες" -που διαδέχονταν η μία την άλλη πριν ακόμα υπάρξει φως και ουρανός, ήλιος, σελήνη και άστρα. Μήπως ο δημιουργός χρειάστηκε εκεί πάνω το φως, όπως ο άνθρωπος που ανάβει το λυχνάρι του παίρνοντας από του γείτονα; Και αν όλα αυτά ήσαν έργα του καταραμένου θεού που ’ ναι αντίπαλος του μεγάλου θεού, κι έγιναν παρά τη θέληση του τελευταίου, τότε γιατί αυτός να του δανείσει το φως;
 121, 2. Καλύτερα να σου ξεκαθαρίσω εγώ λοιπόν, πως οι Χριστιανοί είπαν για τον Υιό του Θεού κι υιό του ανθρώπου ότι αλήθεια Υιός Θεού είναι και όχι πλαστό κτίσμα σαν τον κόσμο, ως είπαν οι αρχαίοι. Διότι ο Υιός του Θεού πολύ πριν ο κόσμος μας φτιαχτεί υπήρχε ήδη· μαζί με τον Πατέρα. Ενώ ενωμένοι τον ίδιο Θεό μαζί αποτελούν συν Αγίο Πνεύμα.
Μόνο χαζή δεν είναι η Χριστιανική κοσμογονία. Η δημιουργία του ανθρώπου ως «κατ’ εικόνα του Θεού» δεν είναι ανόητη· μα χωρίς σοφία πραγματικά είναι εκείνοι που την θεωρούν ως τέτοια, επειδή δεν έχουν τη σοφία της απλότητας να την εννοήσουν. Ο άνθρωπος, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, ότι κατ’ εικόνα του Θεού τυγχάνει, εφόσον ο Θεός μπόρεσε κι ενσαρκώθηκε ως άνθρωπος και σε τίποτα από την σοφία Του, ή την δύναμή Του, ή την αγιότητά Του δεν περιορίστηκε από τούτη την απόφαση Του. Ο άνθρωπος λοιπόν, που και ψυχή ασώματη κατέχει, μπορεί και στο Θεό να μοιάσει· διότι το σώμα του το «κατ’ εικόνα και ομοίωση», σε τίποτα δεν μπορεί να τον περιορίσει, αν εκείνος πράγματι θελήσει, όπως δεν περιόρισε τον ίδιον τον Θεό. Αν ο Θεός αντίθετα βόδι ήταν, ή δεν περιορίζονταν ενσαρκωμένος ως τέτοιος, τότε το βόδι κατ’ εικόνα και ομοίωση θα ήταν του Θεού πλασμένο, παρά ο άνθρωπος. Ο Θεός δε, θα δίδασκε σε αυτά ακριβώς τα βοδινά, παρά εις τους ανθρώπους. Η πραγματικότητα όμως είναι, πως κανένα άλογο ον δεν είναι ικανό για τη σοφία του Θεού· κι ο Θεός, αν ποτέ ενδυόταν την σάρκα αυτών που λόγο δεν κατέχουν, ίσως άλαλος θα έμενε σαν λίθος στο φαράγγι· σαν τον δημιουργό θεό που οι Αιγύπτιοι κάποτε εδίδαξαν, πως γεννήθηκε δήθεν από μια πέτρα με το όνομα Μπεν Μπεν· ή σαν τον Δία των Ελλήνων, που έλεγαν πως πέφτει από τον ουρανό εις τη γη, ως ανόητη κι αμέτοχη εις τα κοινά μουγκή για αιώνες πέτρα. Ειδάλλως, αν ποτέ και έκανε το ατόπημα ο θεός ως άλογο ον να διδάξει τους ανθρώπους, κανείς δεν θα εκλάβανε τα λόγια του στα σοβαρά, παρά θα τον χλεύαζε, όπως έπραξες άλλωστε και συ κάποτε σαν μίλαγες υποτιμητικά για σκουλήκια, νυχτερίδες και βατράχους.
Όσο αφορά τις ημέρες, είναι δίκαια αυτά που γράφεις· σε άλλες εποχές από εμένα έζησες και δεν μπορούσες να γνωρίζεις όσα άλλοι πολύ σοφά συνέγραψαν για εκείνες τις «ημέρες», όπως τις κατονομάζεις. Ευτυχείς λοιπόν εκείνοι, που Μέγα Βασίλειο ανέγνωσαν, αφού όλα αυτά που εσύ με θράσος ξεστομίζεις, με πολύ σοφία και λογική ευκόλως εκ βάθρων εκείνος τα γκρεμίζει. Αν ποτέ σου δεν κατάλαβες ότι διηγήσεις για θεούς με αμόνια, φτερά και κεραυνούς, ασπίδες, πανοπλίες, είναι μύθοι που μέσα τους έχουν και ανθρώπινες ανοησίες, πώς είναι δυνατόν μέρες που ως περίοδοι λογίζονται να εννοήσεις; Διότι οι περίοδοι ανάγκη το φως δεν έχουν.
Όλα δε εκείνα για μεγάλους και καταραμένους θεούς, ανήκουν σε ανθρώπους με στόματα που βαθιούς βάλτους καταπίνουν· από το βάθος δε του λάρυγγά τους μόνο λάσπες καταφέρνουν να ξερνούν, σαν η δική τους λογική μόνο τέτοια πράγματα δύνανται ευκόλως από το στόμα γλυκά να καταπίνει.

Εγώ αυτή τη στιγμή δεν πρόκειται να κάνω λόγο για τη γένεση του κόσμου και τη φθορά του, ούτε για το αν δεν έχει αρχή κι είναι άφθαρτος ή έχει μεν αρχή αλλά πάλι είναι άφθαρτος ή το αντίστροφο. Δεν δέχομαι όμως ότι το πνεύμα του θεού (μετά τη δημιουργία) κατέβηκε, όπως ισχυρίζονται, στη γη κι ήταν σα να βρέθηκε σε εχθρικό περιβάλλον. Και ότι επειδή ο άλλος θεός, ο δημιουργός, με την ανοχή του μεγάλου θεού κατασκεύασε άσχημα κάποια πράγματα και ενάντια στο πνεύμα του τελευταίου, πρέπει αυτά να καταστραφούν. Κάπου άκουσαν ότι ο μέγας θεός, ενώ είχε δώσει το πνεύμα του στον άλλο, στο δημιουργό, τώρα το ζητάει πίσω. Ποιος θεός δίνει κάτι για να ζητήσει να του επιστραφεί; Ζητάει μόνο όποιος έχει ανάγκη· ο θεός όμως δεν έχει ανάγκη από τίποτα. Κι όταν δάνειζε, δεν ήξερε ότι δανείζει σε κάποιον που ήταν κακός; Γιατί ανέχεται να του κάνει αντίπραξη κάποιος φαύλος δημιουργός; Γιατί στέλνει κρυφά και καταστρέφει τα δημιουργήματα του; Γιατί επιβάλλεται κρυφίως και παραπλανά και εξαπατά; Και γιατί τους καταδικασμένους ή καταραμένους, όπως λέτε, τους καλεί να ανέβουν από τον Άδη και τους απαγάγει, θαρρείς κι είναι κανένας δουλέμπορος; Γιατί τους δασκαλεύει να δραπετεύσουν από τον κύριο τους; Γιατί να φύγουν από τον πατέρα, και αφού ο πατέρας δεν τους συγχωρεί γιατί τους υιοθετεί αυτός; Γιατί επαγγέλλεται πως είναι πατέρας ξένων παιδιών; Σπουδαίος θεός, αλήθεια, που θέλει να είναι πατέρας αμαρτωλών που άλλος τους καταδίκασε, πατέρας ακλήρων και σκυβάλων όπως λεν κι οι ίδιοι· ένας θεός που αδυνατεί να πιάσει και να τιμωρήσει αυτόν που ο ίδιος ξαπόστειλε. Αν όμως όλα αυτά είναι δικά του έργα, πώς γίνεται ο θεός να έφτιαξε κακά πράγματα; Και πώς γίνεται να μην έχει τη δύναμη να πείθει και να νουθετεί; Πώς γίνεται να μετανοεί γι’ αυτούς που έγιναν αχάριστοι και φαύλοι και να μέμφεται την ίδια του την τέχνη και να μισεί και να απειλεί και να καταστρέφει τα ίδια του τα παιδιά; Κι όταν τα αποβάλλει από τον κόσμο τούτο που τον έφτιαξε ο ίδιος, πού τα πηγαίνει;
 123, 1. Θαρρώ πως αυτά που λες για τους δύο τους θεούς, την γη και το πνεύμα του θεού πιότερο σε Μανιχαίους ταιριάζουν παρά σε Χριστιανούς. Γι’ αυτό, αν λόγο αληθή κατά των Χριστιανών θα ήθελες να διατυπώσεις, κάλλιο αυτά να τα παρατούσες και με την σοφία του Αληθινού Θεού να ασχολιόσουν παρά με σιχαμερές παραποιήσεις. Έτσι, μόνο για τον Άδη θα σου πω, ότι ο Θεός εκκάλεσε όλους εκεί τους μετανοημένους. Όλοι δικά Του κτίσματα είναι, κι άλλοι από αυτούς το δίκαιο αγαπούν, κι άλλοι σαφώς στο άδικο προστρέχουν. Ο Θεός ανθρώπους πείσμονες του παραλογισμού τους, δεν θέλει ασφαλώς να νουθετήσει, εφόσον οι ίδιοι ελεύθερα επέλεξαν έτσι το βίο τους να ζουν· ο Θεός σέβεται αυτή τους την ελευθερία, μιας κι ο Ίδιος τους έπλασε ελεύθερους ως ορίζει άλλωστε η Αγάπη.

Εκείνη πάλι η διαίρεση της κοσμογονίας σε ημέρες προτού ακόμα υπάρξουν ημέρες είναι άκρως ηλίθια. Χωρίς να ’ χει δημιουργηθεί ουρανός, χωρίς να έχει στερεωθεί η γη, χωρίς ακόμη να την έχει επισκεφτεί ο ήλιος, πώς υπήρχαν ημέρες; Κι ακόμη, με βάση τα προηγούμενα ας σκεφτούμε σοβαρά: δεν θα ήταν παράλογο, ο πρώτος και μέγιστος θεός να δίνει διαταγές να γίνει ετούτο, να γίνει εκείνο, να γίνει τ’ άλλο, και τη μια μέρα τόσα να χτίζει και τη δεύτερη άλλα τόσα όπως και την τρίτη, την τέταρτη, την πέμπτη και την έκτη; Κι ύστερα απ’ αυτά, να εμφανίζεται σαν ταλαίπωρος χειρώνακτας που απόκαμε κι έχει ανάγκη από ανάπαυση. Όμως δεν είναι σωστό, ο πρώτος θεός να κουράζεται ούτε να εργάζεται ούτε να δίνει προσταγές. Ούτε στόμα έχει ούτε μιλιά. Άλλα γνωρίσματα έχει ο θεός, διαφορετικά από οτιδήποτε έχουμε υπ’ όψη μας εμείς οι άνθρωποι. Και ούτε δημιούργησε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα του· διότι δεν είναι έτσι ο θεός κι ούτε μοιάζει με κανέναν στην όψη. Δεν έχει σχήμα ο θεός ούτε χρώμα. Δεν μετέχει στην ύλη ο θεός -μάλλον μετέχεται παρά μετέχει. Κι ούτε μπορούμε να τον πλησιάσουμε με τον Λόγο διότι δεν του συμβαίνει τίποτα που να μπορούμε να το κατανοήσουμε κατονομάζοντας το· τέλος, ο θεός βρίσκεται μακριά από κάθε ανθρώπινο πάθος.
 125, 1. Άτυχος ήσουν στην εποχή σου Κέλσο· αν κι είχες το χάρισμα της ανθρώπινης σοφίας, εντούτοις πολύ θαρρώ σου έλειπε εκείνο εκεί της Θείας, που οι Χριστιανοί διδάσκουν. Αν ταπεινά ζούσες τον βίο σου, πιστεύοντας σε όλα όσα σου είπα για τον Ιησού και Εκείνου Τού ζητούσες, τέτοια ζητήματα με μιας ευθύς θα ξεπερνούσες. Ας παραθέσω λοιπόν για χάρη των μετέπειτα από ‘σε ανθρώπων, όσα ο Μ. Βασίλειος αναφέρει, ώστε να συγχωρεθείς εσύ για τούτη την άγνοιά σου γύρω από τον κόσμο, τους χρόνους, τους καιρούς και τους πλανήτες:
«Η δε γή ήν αόρατος και ακατασκεύαστος, λέγει. Αφού και τα δύο, ουρανός και γη, έγιναν ομότιμα, πώς ο μεν ουρανός αποπερατώθηκε, η δε γη είναι ακόμη ατελής και μισοφτιαγμένη; Ή γενικά, ποιο πράγμα της γης ήταν ακατασκεύαστο; Και για ποια αιτία η γη ήταν αόρατη;... Επειδή τότε δεν υπήρχε ακόμη τίποτε από αυτά που επρόκειτο να φυτρώσουν ύστερα από λίγο με το πρόσταγμα του Θεού, εύστοχα η διήγηση ονομάζει τη γη ακατασκεύαστη... Αποκάλεσε δε τη γη αόρατη για δύο λόγους: ή διότι δεν υπήρχε ακόμη ο άνθρωπος για να τη βλέπει ή γιατί ήταν κάτω από την επιφάνεια του ύδατος που την σκέπαζε και δεν ήταν δυνατό να τη βλέπει κανείς. Τα νερά δεν είχαν συγκεντρωθεί ακόμη στις συγκεντρώσεις τους, που έκανε ο Θεός αργότερα και τις ονόμασε θάλασσες. Τι σημαίνει λοιπόν αόρατος; Πρώτα, αυτό που εκ φύσεως δεν μπορούν να το δουν τα μάτια μας τα σωματικά. Έπειτα δε, αυτό που είναι μεν εκ φύσεως ορατό, αλλά δεν φαίνεται γιατί το σκεπάζει ένα άλλο σώμα, όπως το σίδερο που είναι στο βυθό. Μ΄ αυτήν ακριβώς τη σημασία, νομίζω, λέγεται εδώ η γη αόρατη. Επειδή σκεπαζόταν από το νερό. Έπειτα, βέβαια, αφού δεν είχε γίνει ακόμη φως επάνω στην επιφάνεια της γης, δεν είναι καθόλου παράξενο αυτή που είναι ακόμη στο σκοτάδι, επειδή ο αέρας που είναι επάνω της είναι ακόμη αφώτιστος, να ονομάζεται αόρατη από την Γραφή και γι’ αυτό... ... Επειδή, λοιπόν, δεν λέει για το νερό ότι το «εποίησεν ο Θεός», λέγει όμως ότι η «γή ήν αόρατος», σκέψου εσύ μόνος σου με ποιο παραπέτασμα ήταν σκεπασμένη και δεν φαινόταν. Ασφαλώς η φωτιά δεν ήταν δυνατόν να τη σκεπάζει γιατί το πυρ είναι φωτιστικό και διαφανές και επιτρέπει να φαίνονται όσα καλύπτει και δεν τα σκοτίζει. Ούτε βέβαια και ο αέρας ήταν τότε αδιαφανής, γιατί ο αέρας από τη φύση του είναι αραιός και διαφανής μέσα του κολυμπούν όλα τα είδη των ορατών και αυτός τα δείχνει στα μάτια αυτών που κοιτάζουν. Αυτό που μένει, λοιπόν, είναι να καταλάβουμε ότι το νερό σκέπαζε την επιφάνεια της γης, γιατί το υγρό στοιχείο δεν είχε ακόμη περιορισθεί στη θέση που του δόθηκε για να παραμείνει. Γι’ αυτό και η γη δεν ήταν μόνο «αόρατος», αλλά και «ακατασκεύαστος». Γιατί, όταν το υγρό στοιχείο σκεπάζει τη γη την εμποδίζει να καρποφορεί. Η ίδια λοιπόν αιτία ήταν που έκανε τη γη και να μην φαίνεται και να είναι ακατασκεύαστη». Συνεχίζει ο άγιος: «Αλλά τι σημαίνει και η φράση: «Και σκότος επάνω της αβύσσου»; (Γεν. α΄ 2) Να, πάλι, άλλες αφορμές για μύθους και άλλες αρχές δυσεβειών ανθρώπων που διαστρέφουν τα λόγια της Γραφής σύμφωνα με τις δικές τους φαντασίες. Γιατί, δεν εξηγούν το σκοτάδι σαν αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή αέρας που δεν φωτίζεται, ή κάποιον τόπο που σκιάζεται ή εν πάσει περιπτώσει τόπο στερημένον από το φως για οποιαδήποτε αιτία, αλλά το εξηγούν σαν δύναμη κακή, ή μάλλον, σαν αυτό το ίδιο το κακό, που έχει την αρχή αφ’ εαυτού του, αντίθετο και εχθρικό πρός την αγαθότητα του Θεού... Άνθρωπε, γιατί φεύγεις μακρυά από την αλήθεια, επινοώντας πράγματα που θα σε οδηγήσουν στην απώλεια; Ο λόγος είναι απλός και κατανοητός σε όλους. Η γη ήταν αόρατη, λέγει. Ποια η αιτία; Επειδή την σκέπαζε η άβυσσος. Και τι σημαίνει άβυσσος; Νερό πολύ, με αμέτρητο βάθος...Τρία πράγματα πρέπει να συνυπάρξουν για να γίνει σκιά: το φως, ένα σώμα και ο αφώτιστος τόπος. Το σκοτάδι, λοιπόν, που σκέπαζε τον κόσμο οφείλονταν στη σκιά του νερού που αιωρούνταν στον ουρανό. Προσπάθησε να καταλάβεις αυτό που λέγω με το εξής απλό παράδειγμα: Στήσε μέσα στο καταμεσήμερο μια σκηνή υφασμένη από στεγανό και πυκνό υλικό, και κλείσου μέσα στον αυτοσχέδιο σκοτεινό χώρο της. Τέτοιο να φανταστείς και το σκοτάδι εκείνο που σκέπαζε τον κόσμο... Τότε τα πάντα τα σκέπαζε το νερό. Γι’ αυτό, αναγκαστικά, σκοτάδι υπήρχε πάνω από την άβυσσο»….
 Αυτά λοιπόν ορίζει ο σοφός κι Άγιος Βασίλειος ο Μέγας. Κι αν και τις διαταγές του Θεού προς την ύλη κοροϊδεύεις, εντούτοις άλλοτε ισχυρίστηκες ότι σοφά λόγια ήταν εκείνα του Δία προς την ύλη που την φωνάζανε στον Όλυμπο ως  Ήρα.
Εδώ άλλωστε δεν φαίνεται να ξεχωρίζεις πως, όσα η Γένεση διηγείται πήραν χρόνο και δεν έγιναν από την μια στιγμή στην άλλη, γι’ αυτό και κάθε «μέρα» κάτι διαφορετικό συνέβαινε και γίνονταν στο πλήρωμα του χρόνου· ο Δίας αντίθετα ως δια μαγείας την Ήρα ευθύς διάταξε κι εκείνη, ως λες, αμέσως από το χάος σε απόλυτη τάξη μετατράπηκε, καταπατώντας όλα όσα η φύση για τον χρόνο μας διδάσκει.
Καθόλου δεν κατανοείς ότι, «Με τον Λόγο του Θεού έγιναν οι Ουρανοί και με το Πνεύμα Του»· διότι τί θα μπορούσε να σημαίνει το «και είπεν» παρά τον Λόγο Του Θεού; Έτσι λοιπόν Εκείνον που εσύ πολλές φορές είπες ότι είναι απατεώνας, οι Έλληνες φιλόσοφοι όρισαν ως Λόγο του κόσμου όλου. Βέβαια εδώ σοφά μας λες ότι ο Θεός δεν έχει στόμα και δεν μιλά· μας όταν μας εξηγούσες για τις ικεσίες και τις προσευχές των Χριστιανών προς τον Θεό τους, μάλλον τον Θεό τον ίδιο όρισες ως άλλοτε είπα, αυτιά σαν τα δικά μας να ‘χει.
Ας μιλήσουμε για την εργασία, ως είπες, του Θεού, όπου βεβαίως κάνεις πολύ μεγάλο λάθος· διότι ότι ο Θεός δημιούργησε εσύ το βλέπεις ως εργασία και επηρεάζεσαι από τις ανθρώπινες συνήθειες σαν του θεού Ηφαίστου, που ολημερίς σφυροκοπάει στα αμόνια του το χαλκό και το σίδερο δουλεύοντας τα καλογυμνασμένα δικά του μπράτσα. Ο Θεός σωστά λες, δεν έχει σχήμα και μορφή και φυσικά δεν έχει γυμνασμένα χέρια· διότι κι αυτά κάποια στιγμή κουράζονται όσο και καλογυμνασμένα αν είναι. Η θέλησή όμως του Θεού τα πάντα μπορεί να πράξει άνευ κόπωσης κι άνευ ανθρώπινης του κάμπου εργασίας. Ας συμπληρώσω εδώ λοιπόν, ότι η «εικόνα και ομοίωση» δεν ομιλεί για όψη και για σχήμα, μα δυνατότητα θαρρώ, να γίνουν όμοιοι με τον Θεό όλοι οι άνθρωποι. Για την ξεκούραση του Θεού και για την ύλη σου μίλησα και δεν είναι σοφό να τα επαναλάβω, αν κι αυτά με τους διπλούς θεούς αρμόζουν μόνο σε παιδιά, παρά σε εφήβους.
Για δε τον λόγο του Θεού, κι αν αυτός μπορεί να γίνει κατανοητός θα συμφωνήσουμε· ο Θεός επειδή πρόβλεψε ότι δύσκολο με τον λόγο του ανθρώπου αυτός μπορεί να γίνει κατανοητός, έστειλε τον δικό Του Λόγο, τον Χριστό, για να βοηθήσει τους ανθρώπους Εκείνον τον Πατέρα να πλησιάσουν. Βέβαια ο Χριστός ως άνθρωπος κανένα πάθος δεν είχε· γι’ αυτό κι ο Έλληνας ο Ωριγένης για Θεάνθρωπο σωστά εμίλησε, παρά για κάποιο θνητό κοινό άνθρωπο του κόσμου τούτου.

«Πώς λοιπόν θα γνωρίσω το θεό;» θα ρωτήσουν. «Πώς θα βρω το δρόμο που οδηγεί σ’ αυτόν, Γιατί τώρα μπροστά στα μάτια μου ρίχνεις σκοτάδι και δε βλέπω τίποτα καθαρά.» Φυσικά. Αν τους πάρεις από το σκοτάδι και τους βγάλεις στο φως, η όραση τους δεν αντέχει στη λάμψη και θα νομίζουν ότι έπαθαν βλάβη τα μάτια τους. Πώς νομίζουν οι Χριστιανοί ότι γνωρίζουν το θεό και πώς πιστεύουν ότι κοντά του θα σωθούν, Να τι απαντούν: επειδή ο θεός είναι μεγάλος και δυσθεώρητος, βάζοντας το πνεύμα του μέσα σ’ ένα σώμα όμοιο με τα δικά μας το έστειλε στη γη για να μπορέσουμε απ’ αυτό το σώμα να ακούσουμε και να μάθουμε. Λέγοντας οι Χριστιανοί ότι ο θεός είναι "πνεύμα", δεν διαφέρουν ως προς αυτό από τους Στωικούς των Ελλήνων, που ισχυρίζονται ότι ο θεός είναι πνεύμα που έχει διαπεράσει τα πάντα και εμπεριέχει τα πάντα. Όμως δεν μπορεί ο γιος του θεού που γεννήθηκε μέσα σε ανθρώπινο σώμα να είναι αθάνατος ως πνεύμα που εκπορεύεται από τον θεό. Και μια που οι Χριστιανοί λένε ότι ο θεός είναι "πυρ κατανάλισκαν", έχω να πω ότι δεν είναι η φύση της φωτιάς τέτοια ώστε να διαρκεί για πάντα. (...) Είναι, λένε, αναγκαίο να εμφυσήσει και πάλι ο θεός το πνεύμα του. Δεν έπεται όμως ότι μπορεί εν σώματι να αναστηθεί ο Ιησούς. Διότι το πνεύμα που έδωσε ο θεός δεν θα το δεχόταν πίσω καταμολυσμένο από τη φύση του σώματος. Κι αν ήθελε να στείλει το δικό του πνεύμα στη γη, ήταν ανάγκη να φυσήξει38 μέσα σε κοιλιά γυναίκας; Αφού ήδη μπορούσε να φτιάχνει ανθρώπους, κι ήξερε πώς να πλάσει ένα σώμα στο οποίο να μπορεί να κατοικήσει και να μη ρίξει το πνεύμα του μέσα σε τόσο μίασμα· χώρια που έτσι δεν θα αντιμετωπιζόταν με δυσπιστία.
 127, 1. Οι Χριστιανοί δεν είναι εκείνοι που γνώρισαν το Θεό. Αντίθετα ο Θεός είναι Εκείνος που έγινε γνωστός εις τους ανθρώπους. Όποιος τον Θεό θέλει να γνωρίσει, προς τον Ιησού έρχεται παρά παρέρχεται, διότι αν παρέρχεται, τότε μοιάζει με παιδί που αρνείται να γίνει έφηβος, αφού η παιδική αφέλεια του αρέσει και ευχάριστη του είναι, ενώ φοβάται να αντικρίσει την αληθινή σοφία που αρμόζει σε εφήβους.
Κι αν τους Χριστιανούς κακολόγησες πολλές φορές ως βάρβαρους, να που τώρα με στωικές ελληνικές αλήθειες τους στολίζεις, εξακολουθώντας να τραγουδάς ασυναρτησίες, που ο θίασος του Διονύσου και οι μεθυσμένοι του οπαδοί δεν έχουν ικανότητα να τις ξεπεράσουν. Ως άλλοτε σου είπα, όποιος σε σώμα έρχεται δεν γίνεται θνητός, διότι αν αυτό συνέβαινε τότε κι η ψυχή του ανθρώπου θνητή θα ήταν. Κι εσύ τη ψυχή του ανθρώπου την όρισες αθάνατη, αφού πηγάζει από τον Θεό ή μετέχει αυτού, ως προηγουμένως υποστήριξες. Κανείς σοφός λοιπόν δεν μπορεί να ορίζει τον Θεό πιο αδύναμο από την ανθρώπινη ψυχή.
Όμως κι άλλες ανοησίες διδάσκεις για τον Θεό· άλλοτε λες ότι είναι Μέγιστος, μα τώρα τον παρουσιάζεις πιο ακάθαρτο κι από τον άνθρωπο, εφόσον κατά την σοφή σου γνώμη εκείνος λερώνεται από την ύλη, ενώ ο άνθρωπος που είναι υποδεέστερος με την βοήθεια κάποιων ιερέων και καθαρμούς από νερά καταφέρνει κι εξαγνίζει τη ψυχή του.
Για την αθανασία του σώματος σου ξαναείπα· ας μιλήσουμε τώρα για τη γυναίκα στην οποία, ως λες, ο Θεός δε χρειάζονταν να εμφυσήσει το Πνεύμα Του. Εγώ έχω να σου πω ότι ο Υιός του Θεού άνδρας ήταν, γι’ αυτό κι ευλογήθηκε αυτός ο τελευταίος. Σοφό λοιπόν ήταν ο Θεός να ευλογήσει και τη γυναίκα ομοίως, δίνοντας της δηλαδή την τιμή να κυοφορήσει το σαρκίο του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Όχι ότι ο Θεός έχει ανάγκη από τους ανθρώπους, καθότι Θεός που την ανάσταση σωμάτων πράττει, δεν έχει ανάγκη από κοιλία ανθρώπινη· μα για να τιμήσει τα δημιουργήματά Του ο Θεός κατά ίσα και δίκαια μέρη, εφόσον Δίκαιος είναι ο Θεός των Χριστιανών, έπραξε έτσι ως είπα. Αν αντίθετα κάτι τέτοιο δεν το έπραττε πολλοί θα έλεγαν ότι ο Θεός των Χριστιανών δεν τίμησε όλες τις γυναίκες.
Έπειτα ξανά και χωρίς καμιά σοφία λες, ότι ο Θεός θα μπορούσε να κατασκευάσει ένα άλλο σώμα για τον Ιησού, ώστε να μην μιανθεί. Μάλλον η σκέψη σου μιάνθηκε παρά ο Θεός ο ίδιος! Εφόσον ο Θεός κατασκεύασε, κατά τους Χριστιανούς, τα σώματα των ανθρώπων, ποιά λοιπόν η διαφορά να κατασκευάσει νέα ή διαφορετικά σώματα, από το να χρησιμοποιήσει εκείνα των ανθρώπων, αφού όλα από τον ίδιο Δημιουργό θα προέρχονταν ούτως ή άλλως, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο; Ή λες ότι, όταν έπλασε τον άνθρωπο ο Θεός τον μίανε; Ου μη γένοιτο λοιπόν! Και τα τελευταία δικά Του δημιουργήματα είναι γι’ αυτό το ίδιο αγιασμένα!
Φυσικά εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι, ακόμη πιο απίστευτη ιστορία θα ήταν, παρά της Παρθένας η γέννηση, η γέννηση από το πουθενά. Εξάλλου μια γέννηση από τον πουθενά την αμφισβήτηση προς το πρόσωπο του Ιησού θα έφερνε, διότι κανένα πρόγονο δεν θα είχε ως άνθρωπος· όμως ο Θεός, ως ξέρουμε καλά, μια σειρά ανθρώπων πιστών σε Εκείνων τίμησε στη Γη επάνω, ξεκινώντας από τα πολύ παλιά τα χρόνια. Από αυτή τη σειρά ανθρώπων ο Μεσσίας θα έρχονταν, διότι αν δεν έρχονταν μέσα από αυτή τη γενεαλογική σειρά θα φάνταζε στα μάτια των σοφών, σαν Θεός που δεν ήθελε άλλο τους αρχικούς δίκαιους ανθρώπους που είχε διαλέξει πλέον να τιμήσει. Αυτό πιστεύω είναι σημαντικό για να κατανοήσεις ότι, άλλοτε εσφαλμένα υποστήριξες πως ο Ιησούς κι ο Θεός των Ιουδαίων διαφορετικοί θεοί είναι παρά ο Ίδιος Ένας.
Ακόμη Κέλσο θα σου πω, ότι αν και μπορούσε ο Θεός να κατασκευάσει διαφορετικά σώματα για να ενανθρωπίσει, εντούτοις εκείνα των ανθρώπων χρησιμοποίησε γιατί κατά το σχέδιο Του, εκείνα έπρεπε να γίνουν αθάνατα, παρά κάποια άλλα· διότι όπως πολλές φορές σου εξήγησα, ο Θεός των Χριστιανών έχει σχέδιο και δεν πράττει ότι αστήριχτα εσύ νομίζεις κι επιθυμείς για να πιστέψεις· διότι το σώμα άγιο μπορεί σαν την ψυχή να γίνει, όταν κι αυτό σαν την ψυχή σύμφωνα με την θέληση του Ύψιστου Θεού βαδίσει.
Ο δικός μας ο Θεός δεν είναι δυνατόν να είναι πυρ καταλίσκον· χωρίς καμιά σοφία λες, πως δεν αρμόζει στη φωτιά να καίει ακατάπαυστα για πάντα. Συμπάθα Κέλσο του Θεού τέκνο ανάρμοστο, αλλά καμιά φωτιά μόνη της, σε αυτόν τον κόσμο να καίει δεν είδα, παρά πάντοτε κάτι έπρεπε να καίγεται, είτε αυτό ξύλο, χορτάρι ή κερί εύφλεκτο υλικό να ήταν. Έτσι, όλες οι φωτιές σβήνουν όταν το υλικό που καίγεται στο τέλος του καταφτάσει και δεν υπάρχει πλέον τίποτα άλλο να καεί ακόμη. Ο Θεός, πολύ καλά γνωρίζεις ότι, όχι μόνο Αθάνατος είναι αλλά και τελειωμό δεν έχει· κι ο Θαλής σοφά το είπε ότι το θείον μήτε αρχή έχει μήτε και κάποιο τέλος. Σίγουρα κανείς Χριστιανός για υλική φωτιά δεν ομιλεί κι εσύ, ενώ άλλες φορές για πράματα θεϊκά κι ανέκφραστα μίλησες, τώρα σε αληθινές κοπροφαγίες πέφτεις έναντι του Θεού· αλλά κοπροφαγία που ουδεμία σχέση δεν έχει με το στόμα, μα με την κατάσταση της ανθρώπινης σοφίας· κανείς δεν διαφωνεί πως ξεκάθαρη σκατοφαγία τυγχάνει για την σκέψη, η άποψη ότι ο Θεός υλική, παρά πνευματική φωτιά, πως είναι.

Σύμφωνα με τον Μαρκίωνα υπάρχουν δυο γιοί θεών: ένας ο γιος του (κακού) δημιουργού και ένας άλλος του κατά Μαρκίωνα (μεγάλου) θεού. Οι μονομαχίες των δύο γιων θυμίζουν μονομαχίες ορτυκιών αλλά και τις θεομαχίες των προγόνων, όπως είχαν αχρηστευτεί από τα γηρατειά κι οι φλυαρίες τους δεν τους βοηθούσαν να λύσουν καμιά διαφορά, άφηναν τα παιδιά τους να μαλώνουν.
 129, 1. Ο Μαρκίωνας θαρρώ είχε την δική του σχολή και δεν ανήκει στην Μεγάλη Εκκλησία· γι’ αυτό για εκείνον δεν θα πω, καθώς εκείνος δεν μιλεί για την σοφία της μεγάλης Εκκλησίας, παρά για εκείνη τη δική του.
Για βασιλιάδες τέτοιους που σφετερίζονται το βασίλειο του Θεού, νομίζω ότι άλλοτε σου μίλησα. Ας μην επαναλλάβω.

Ένα σώμα, πάντως, μες στο οποίο κατοικούσε θείο πνεύμα θα έπρεπε κάπου να διαφέρει από τα υπόλοιπα· είτε στο παράστημα είτε στην ομορφιά είτε στη ρώμη είτε στη φωνή είτε στο θάμβος που θα προκαλούσε είτε στην ικανότητα της πειθούς. Γιατί θα ήταν ανεξήγητο, να μη διαφέρει σε τίποτα από τα άλλα ένα σώμα που περιείχε κάτι το θεϊκό. Ετούτο όμως δεν διέφερε από τ’ άλλα, παρά ήταν, όπως λένε, μικρό και άσχημο και ταπεινό. Κι ακόμα, αν ήθελε ο θεός -σαν το Δία στην κωμωδία, που σηκώθηκε απ’ τον ύπνο το μακρύ- να σώσει το ανθρώπινο γένος από τα δεινά, γιατί τάχα να στείλει μοναχά σε μια γωνιά της γης αυτό το πνεύμα για το οποίο μιλάτε; θα ’ πρεπε με τον ίδιο τρόπο σε πολλά σώματα να εμφυσήσει πνεύμα και να τα στείλει σ’ όλη την οικουμένη. Ο κωμωδιογράφος, προκαλώντας γέλιο μες στο θέατρο, έγραψε ότι ο Ζευς με το που ξύπνησε έστειλε τον Ερμή στους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες· κι έχεις την εντύπωση ότι αυτό που ’ κανες εσύ, να στείλεις το γιο του θεού στους Ιουδαίους, δεν είναι λιγότερο καταγέλαστο; Κι ο θεός σου που όλα τα γνωρίζει, δεν το ’ ξερε ότι στέλνει το γιο του σε ανθρώπους κακούς και άδικους που θα τον τιμωρήσουν;
 129, 2. Μα τί φαρμάκι σε κατέλαβε και το συλλογισμό σου τον σκοτίζει; Ο Ιησούς ήταν Θεός και το σώμα Του ανθρώπινο· τί παραπάνω περιμένεις για διαφορά από τους άλλους; Θαρρείς κι ο Θεός ο Ύψιστος έχει ανάγκη από μεγαλειώδες σώμα. Ο Θεός έκρινε σοφά ότι όλα αυτά που έδειξε και δίδαξε αρκούσαν για τους συνετούς και με το παραπάνω, διότι εκείνοι που δεν αρκούνται σε αυτά ζητούν πάντοτε περισσότερα και όλο και πιο πάνω. Έτσι και αν λοιπόν σε μεγαλύτερο και δυνατότερο σώμα ή σε ομορφότερο και ρωμαλέο στην φωνή είχε ενσαρκωθεί, εκείνοι που δεν είναι συνετοί πάλι κάτι άλλο παραπάνω θα ζητούσαν, μιας κι η απληστία τους τυφλώνει· σίγουρα θα ρωτούσαν «γιατί να πάρει αυτό το τόσο όμορφο το σώμα ο Θεός; Για να καταισχύνει τους ταπεινούς ή για να κοροϊδεύει τους άσημους; Ή μήπως για να επιδειχθεί στους ασθενείς»; Λες κι ο Θεός, που κατά την σοφία σου δεν έχει καμιά σχέση με την ύλη, αφού η επαφή του με αυτή θα τον μόλυνε ως είπες, θα έπρεπε να ενσαρκωθεί σε σώμα γίγαντα, όντας αλήθεια άνθρωπος που έχει ανάγκη επίδειξης ανάμεσα στους θνητούς, και δύναμης που θα Του άρμοζε περήφανα ανάμεσά τους. Μα αν έτσι έπραττε ο σοφός Θεός, ευθύς αμέσως θα ήταν σαν να δίδασκε, ότι μόνο όσοι έχουν σώμα σαν και το δικό Του, γιγάντιο, θα μπορούσαν να Αναστηθούν και να πράξουν κι όσα γενναία έπραξε Εκείνος, κι όχι αντίθετα όσοι έχουν δυνατή ψυχή, όπως η δική Του. Σίγουρα τελευταίος μεταξύ των αφελών θα φάνταζε ο Θεός πράττοντας όσα εσύ διδάσκεις, παρά στα αλήθεια ο Πρώτος· διότι, ο πραγματικός Πρώτος ανάγκη επίδειξης δεν έχει, μιας και όχι μόνο γνωρίζει ότι Πρώτος αλήθεια είναι ανάμεσα σ’ όλους, αλλά κι από την φύση Του είναι πραγματικά ο Αληθινός ο Πρώτος. Άλλωστε, και συ πολλές φορές το διακήρυξες, η ψυχή είναι εκείνη που μοιάζει στον Θεό, παρά το σώμα. Ο Θεός λοιπόν ο πάνσοφος δίκαιο σώμα διάλεξε, ώστε να μπορεί να φέρει χωρίς πρόβλημα σε πέρας την αποστολή Του· κι οι δίκαιοι να Τον κοιτούν και να λένε ότι, Αυτός είναι ο ωραιότερος από τους υιούς του ανθρώπου, ενώ οι κακοπροαίρετοι να λένε ότι Εκείνος μικρός, άσχημος κι ταπεινός στο σώμα ήταν. Συ γνωρίζουμε αλήθεια τώρα σε ποια ομάδα εκ των δυο ανήκεις.
Όλα επίσης αυτά που λες, δεν είναι παρά σοφιστείες κενές κι αισχρά κακόδοξες, κι αφορούν ανθρώπους που φαντάζονται τους θεούς να μοιάζουν του Ηρακλή, με δυνατά χέρια και πόδια δηλαδή· όμως οι άθλοι των ανθρώπων που αγαπούν τον Θεό, δεν έχουν να κάνουν μόνο με άθλους της γυμναστικής, μα και με της ψυχής της ίδιας. Όλοι δε στην Ελλάδα γνωρίζουνε πολύ καλά ότι, η ψυχή διατάζει το φθαρτό το σώμα· αν το ανάποδο συνέβαινε, τότε οι τριακόσιοι του Λεωνίδα δεν θα έμεναν να πέσουν για την πατρίδα τους στο στενό των Θερμοπύλων.
Αν ο Θεός διάλεξε κακό και άσχημο σώμα, αυτό κι αν έχει την σοφία του λοιπόν, διότι η διδασκαλία του Ιησού διδάσκει πως η ψυχή μήτε σώμα λογαριάζει, μήτε φωτιές και λιοντάρια ή θηρία. Συ υποστήριξες μια φορά ότι, τα ζώα είναι πιο προικισμένα από τους ανθρώπους· έλεγες πως οπλισμένα είναι από την φύση. Μα και ο άνθρωπος είναι οπλισμένος από την φύση, αν και το όπλο του είναι διαφορετικό, ουδόλως πιο αδύνατο ή αμελητέο όμως. Κι ο Θεός των Χριστιανών πιστεύω ανάλογα γι’ αυτό το όπλο δυνατό δίδαξε, ενώ αν έπραττε ως λες, τότε θα έπρεπε να διδάξει ανάμεσα στα λιοντάρια ή στους ελέφαντες τις σοφές του Κέλσου τις συκοφαντίες.
Για το ότι ο Θεός δεν έστειλε πολλούς σαν τον Ιησού στον κόσμο ήδη σου μίλησα, αλλά ας στο ξαναθυμίσω μιας κι οι επαναλήψεις σου αρέσουν. Ως είδες ο Ιησούς σε ένα σώμα ενσαρκώθηκε κι είδες πόσοι κακόδοξοι εμφανίστηκαν και που συ ο ίδιος αναφέρεις. Τέτοιοι είναι εκείνοι και ονομάζονται Γνωστικοί, Συβιλλιστές, Σιμωνιανοί, Ελενιανοί, Μαρκελιανοί, Αρποκρατιανοί Μαρκιωνιστές κι άλλοι. Για συλλογίσου σοφά λοιπόν και δες, πόσοι ακόμα τέτοιοι θα υπήρχαν, αν στην γη εμφανίζονταν παραπάνω από ένας Υιοί του Θεού με την θεία δύναμη εκείνη του Ιησού μας; Και ακόμη, αν συνέβαινε αυτό που θες, ο καθείς των Χριστιανών θα υποστήριζε ότι λατρεύει τον πραγματικό Ιησού, έστω και αν Εκείνος ήταν Λατίνος, Αιγύπτιος, Έλληνας ή Γαλάτης ταυτόχρονα· έτσι μάλλον σε πολυθεϊσμό θα κατέληγε ο κόσμος αν σκεφτεί κανείς σοβαρά τις σοφίες σου, παρά στην αγαστή μονοθεΐα.  Και θα ήταν σαν αλήθεια ο Θεός να έβαζε διχασμό στους ανθρώπους για το Λόγο Του, ενώ τώρα οι άνθρωποι είναι εκείνοι που από τα λάθη της σοφίας τους βάζουν διχόνοια αναμεταξύ τους. Όχι, ο Θεός δεν μπορεί να σκέφτεται ανόητα και συ σοφά, και τα πράγματα αυτό δείχνουν· για το πνεύμα του Θεού τα λόγια σου δεν διαφέρουν από τα πραγματικά τα γεγονότα. Αυτός το Πνεύμα Του το Άγιο το έβαλε σε πολλές μυριάδες των ανθρώπων σε όλη την γνωστή και άγνωστη την οικουμένη· σώμα τους έκανε του θαυμαστού Υιού Του, του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου και τους έστειλε εδώ και κει για να διδάξουν, να συγγράψουν και να θαυματοποιήσουν σε όλους τους λαούς του κόσμου. Όλοι αυτοί Χριστιανούς οι άλλοι τους ονομάζουν κι αυτό από την σκέψη σου ας μη διαφεύγει.
Θα έπρεπε να γελά κανείς, όχι με τις κωμωδίες του θεάτρου, μα με τα λόγια σου σαν λες ότι ο Ιησούς δεν έπρεπε να σταλεί στους Ιουδαίους για να μην τραβήξει όσα τράβηξε! Λες κι ο Θεός ως άλλος Ορφέας περιφέρεται ανόητα πάνω στην γη δίχως λόγο. Μα δεν βλέπεις ότι ο Ιησούς στην γη κατέβηκε, ώστε τη σάρκα την ανθρώπινη να ενδυθεί, να θανατωθεί και να την αναστήσει, ώστε οι άνθρωποι να δουν ότι Ούτος εστί ο Υιός του Θεού ο Αγαπητός, παρά κανένας του Διονύσου μεθυσμένος; Αν λοιπόν με όσα λες ο Ιησούς δεν θανατώνονταν, πώς θα αποδείκνυε την αθανασία της νέας Σάρκας εν Χριστώ; Αν δεν θανατώνονταν από τους κατώτερους ανθρώπους, πώς θα δίδασκε αγάπη, συμπόνια και ταπεινότητα για τους θνητούς ανθρώπους; Ή μήπως θα έπρεπε να θανατώσει Εαυτόν, ως άλλος Ισκαριώτης, παραδίδοντας παράδειγμα χαλεπό σαν του Έλληνα φιλόσοφου του Ηγησία, που δίδασκε ότι το καλό είναι ανέφικτο, η ευδαιμονία κάτι το φανταστικό, το οποίο διαφεύγει εκ των προσπαθειών μας; ενώ, συνέχιζε, πως τα κακά υπερτερούν των αγαθών και μόνο ο παράφρονας θεωρεί την ζωή αγαθό, ο δε σώφρων αισθάνεται αδιάφορα προς αυτήν και επιθυμεί τον θάνατο να λάβει;
Γνώριζε ο Ιησούς ότι θα σταυρωθεί, διότι αν δεν τον γνώριζε προσευχή δεν θα ύψωνε προς τον Πατέρα, μέσα στων Ελαιών τον κήπο. Ενώ βέβαια ακόμη πιο πολύ γνώριζε ότι, μετά την Ανάστασή Του πολλοί σε Εκείνον θα πιστέψουν· κι όπως πολύ καλά το βλέπεις δεν έπεσε ούτε στο ελάχιστο έξω. Και στο μέλλον, κατά τους Χριστιανούς, θα επιβεβαιωθεί ακόμη περισσότερο ο Ιησούς, διότι σύμφωνα με τα δικά Του Άγια Λόγια τα Ευαγγέλια σε όλη την γη θα διαδοθούν, πριν ο θερισμός και ο Δίκαιος ο Θεριστής να έρθουν.

Ας δούμε πώς θα βρουν δικαιολογία. Εκείνοι που μας προτείνουν δεύτερο θεό δε θα βρουν καμία· ενώ αυτοί που επιμένουν στον ίδιο θεό θα επαναλάβουν γι’ άλλη μια φορά το σοφό εκείνο, ότι "έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα"· και σαν απόδειξη θα μας φέρουν το ότι αυτά είχαν προφητευτεί από πριν. Αυτά που προφητεύει η Πυθία ή οι Δωδωνίδες ή ο Κλάριος ή οι ιερείς των Βραγχίδων και του Άμμωνα και μυριάδες άλλοι που ’ χουν κατακλύσει τον κόσμο, αυτά δεν τα υπολογίζουν καθόλου. Ενώ τα όσα ειπώθηκαν ή δεν ειπώθηκαν από τους προφήτες της Ιουδαίας και όσα εξακολουθούν να λέγονται στην Φοινίκη και την Παλαιστίνη, τα θεωρούν θαυμάσια πράγματα που δεν σηκώνουν καμία τροποποίηση.
 129, 3. Οι Χριστιανοί λοιπόν δεν χρειάζονται καμιά δικαιολογία για την αλήθεια αλλά άλλοι που την αλήθεια εχθρεύονται σκαρφίζονται πολλές διαβολές και ψόγους αλλά και αυτές όμως διαλύονται όπως η λεπτή σκόνη κάτω από τον δυνατό άνεμο. Αλλά εκτός από τους μάντεις που λες να σου μιλήσω για τον Φινέα, τον υιό του Αγήνορα ή κατ’ άλλους του Ποσειδώνα, που τόσο καλός στην μαντική, από ότι λένε ήταν, ώστε οι θεοί της Ελλάδος τον τύφλωσαν για να μην λέει στους ανθρώπους τα μελλούμενα. Τόσο πολύ αγαπούσαν οι θεοί αυτοί τον κόσμο που τους προφήτες τους, τους ίδιους, στην όραση ανίκανους τους μετέτρεπαν, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι ουδεμία σχέση με τους Χριστιανικούς προφήτες μπορεί να έχουν διότι οι τελευταίοι από τον ίδιο τον Θεό τα μελλούμενα λαμβάνουν παρά μονάχοι ώστε από θεούς που σαν κακοί δαίμονες τους τιμωρούν λες και δεν θέλουν να τους αφήσουν να μιλήσουν. Αλλά και για τις προφητείες θα σου πω διότι ως είπες οι προφήτες της Ιουδαίας για Εκείνον μίλησαν και αυτά ήτανε γνωστά αλλά ο Υιός ακόμη δεν είχε έλθει μέχρι ο Ιησούς να εμφανιστεί και τον κόσμο να ιατρέψει. Έτσι λοιπόν οι Ιουδαίοι είναι ανόσιοι και αισχροί που Τον αρνήθηκαν γιατί οι προφήτες ήτανε δικοί τους. Μα σαν αυτούς είναι και άλλοι λαοί που κατέχουν τέτοια μαντεία διότι ο Θεός έδωσε σε μερικούς από αυτούς την ικανότητα για τον Υιό Του να μιλήσουν διότι ο Θεός θαυμαστός πολύ είναι και δείχνει το μέλλον σε όποιον θέλει και κανείς θνητός και αθάνατος δεν μπορεί να Τον εμποδίσει και έτσι λοιπόν και αυτοί που τους άκουσαν σαν τους Ιουδαίους ήσαν, διότι ωδές για το μπαγιάτικο τραγουδούσαν και έτσι τα αυτιά τους απόστρεψαν και για τα παλιά πράγματα μιλούσαν. Οι Χριστιανοί, ως είπα, Γενάρχη έχουν τον Ιησού και έτσι καμιά δυσκολία δεν είχαν, είτε προφητείες Ιουδαίων και των άλλων λαών να μελετήσουν φτάνει αυτές οι προφητείες την μόνη Αλήθεια να μαρτυρούσαν που επιβεβαιώθηκε από τον Ιησού τον Ναζωραίο. Έτσι λοιπόν οι Χριστιανοί καμιά ασέβεια δεν έχουν διότι η ιστορία τους νέα είναι και όλα από τον Δάσκαλό τους ξεκίνησαν και στον Δάσκαλό τους επιβεβαιώθηκαν οι προφητείες των Ιουδαίων αλλά και μερικών άλλων λαών, διότι κανείς δοξασίες δεν κατασκευάζει με μαντείες και προφητείες που ποτέ δεν λάβανε χώρο, όμως οι άλλοι λαοί όπως οι Ιουδαίοι και οι λοιποί Εθνικοί είναι ασεβείς δυο φορές, και γιατί την Αλήθεια δεν ακούν και γιατί τους μάντεις τους παραμέλησαν, και αν λοιπόν υποθέσουμε ότι οι Χριστιανοί άξιοι κατηγορίας είναι επειδή δεν ακούν τους μάντεις των άλλων των λαών, οι πιστοί των τελευταίων που δεν ακούν τους δικούς τους μάντεις είναι πιο άξιοι κατηγορίας από τους Χριστιανούς και εξαιρετικά ανάξιοι της θρησκείας τους και των ιερέων τους ενώ ας φανταστεί κανείς πόσο ανάξιοι μετατρέπουν εαυτούς έναντι του Θείου Όντος που τους φανέρωσε αλήθειες. Μα και οι άλλοι οι θεοί στους μάντεις τους δεν μπορεί να φανέρωσαν κάτι το σημαντικό μιας και ο Δίας ο πάτηρ όλων ή κατά άλλους ο Άμμων για να μπορεί να προφητεύει οικειοποιήθηκε το κλαδί της προφητικής ιεράς Δρυός ενώ ο Απόλλωνας το κλαδί της προφητικής της Δάφνης στους Δελφούς με την Πυθία. Τώρα τι σόι σοφές διηγήσεις περί θεών και τι θεοί είναι τούτοι που ανάγκη έχουνε τα ξύλα ώστε τα μελλούμενα να προφητέψουν; Λες και τα κλαριά από τα δέντρα ανώτερα είναι και από τους ίδιους τους θεούς γι’ αυτό θαρρώ και η Πυθία κατάντησε πάνω από καπνούς πολλούς φύλλα Δάφνης να μασά ως καμιά κατσίκα εκφέροντας πολλές φορές ψεύτικες ανοησίες και σε αυτό μαζί μου θα συμφωνήσουν Έλληνες ως ο Ηρόδοτος, ο Αριστόδημος και ο Δημοσθένης.
Και τώρα θα αναφερθώ στις μεθόδους των μαντείων της Φοινίκης και της Παλαιστίνης γιατί άκουσα και έμαθα πολλά. Υπάρχουν πολλά είδη προφητειών (...) Οι προφήτες που ζουν σε κείνη την περιοχή έχουν την εξής ειδικότητα: πολλοί και ανώνυμοι καθώς είναι, με μεγάλη ευκολία και με την παραμικρή αφορμή, και μέσα σε ιερά και έξω απ’ αυτά -μερικοί ακόμα και ζητιανεύοντας-, σε πόλεις και σε στρατόπεδα, συμπεριφέρονται σαν να χρησμοδοτούν πραγματικά. Κι ο καθένας τους λέει με το πρώτο: "εγώ είμαι ο θεός" ή "ο υιός του θεού" ή "το πνεύμα το θεϊκό. Και ήρθα· γιατί ο κόσμος χάνεται και σεις, ω άνθρωποι, αφανίζεστε πληρώνοντας τις αδικίες σας. Εγώ όμως θέλω να σας σώσω· και θα με δείτε πάλι να επιστρέφω με τη δύναμη των ουρανών. Μακάριος αυτός που θα με λατρέψει ως θεό. Σ’ όλους τους άλλους θα ρίξω το αιώνιο πυρ, και μέσα στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Κι όσοι τώρα δεν καταλαβαίνουν τι τιμωρία τους περιμένει, μάταια θα μετανοήσουν, μάταια θ’ αναστενάξουν. Ενώ όσους πιστέψουν σε μένα θα τους διατηρήσω αιώνιους." Μετά προσθέτουν από πάνω και κάτι άγνωστα λόγια, διάφορα παρανοϊκά και ακαταλαβίστικα, που ακούγοντας τα ένας λογικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να βγάλει νόημα- γιατί είναι μπερδεμένα και στην ουσία δεν λένε τίποτα, όμως στον κάθε ανόητο ή στον κάθε απατεώνα δίνουν λαβή να τα χρησιμοποιήσει καταπώς τον βολεύει.
 Αυτοί οι δήθεν προφήτες που τους άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά, όταν τους άρχισα στις ερωτήσεις, μου ομολόγησαν από τι πράγμα είχαν ανάγκη και ότι προσποιούνταν όταν μιλούσαν αλλοπρόσαλλα.
 131, 1 & 2. Κανείς δεν αντιλέγει σε όσα καταγγέλλεις, μιας και για μάντεις εκτός των Χριστιανών μιλάς· γι’ αυτούς ο Έλληνας σοφός Αντιφών όταν ρωτήθηκε τί είναι η μαντική, απάντησε ότι είναι ο εικασμός του φρόνιμου άνθρωπου. Μόνο που αυτοί που εσύ μας παρουσίασες, ούτε σοφοί φαίνονται και διόλου φρόνιμοι δεν είναι. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να είναι φρόνιμοι, όταν μόνοι τους μαρτυρούν σαν τους ρωτάς, ότι προσποιούνται και μιλούν αλλοπρόσαλλα, κοροϊδεύοντας τους περαστικούς έξω από τα ιερά της Αιγύπτου, της Φοινίκης και της μακρινής της Παλαιστίνης; Θαρρώ δε, πως κανείς από τους Χριστιανούς προφήτες δεν παραδέχεται για τον εαυτό του κάτι τέτοιο εφόσον, ούτε άγνωστα λόγια λέει, μήτε παρανοϊκά και ακαταλαβίστικα μιλάει, ούτε υποστηρίζει ότι είναι Θεός ή υιός του Θεού ή το πνεύμα το θεϊκό, ούτε ζητά να λατρευτεί ως Θεός· διότι ο Θεός των Χριστιανών Ένας είναι, και κανείς Χριστιανός, μήτε πάνω μήτε όμοια με Αυτόν δεν υποστηρίζει ότι βρίσκεται. Αυτοί που πολύ πονηρά λοιπόν μας παρουσιάζεις, όχι μόνο σε Χριστιανούς δεν ανήκουν, αλλά ούτε και σε αυτούς που ο Αντιφών ορίζει ως φρόνιμους ανθρώπους. Τέτοιοι είναι οι τσαρλατάνοι κι οι αγύρτες και καλό θα είναι ο καθείς μακριά από αυτούς να στέκει. Συ το έπραξες θαρρώ και καλό θα είναι να το πράξουν κι άλλοι.

Όμως κι εκείνοι που υπερασπίζονται τα λόγια των προφητών σχετικά με τον Χριστό, τίποτα αξιόλογο δεν μπορούν να πουν για τις περιπτώσεις όπου ολοφάνερα έχει ειπωθεί κάτι φαύλο ή αισχρό ή βρώμικο ή βέβηλο σε βάρος του θεού. Κοντά στα άλλα είχε προφητευτεί ότι ο θεός θα προσφερόταν στο κακό, ότι θα έκανε αισχρά πράγματα ή θα έπεφτε θύμα των πιο αισχρών πράξεων. Γιατί τι άλλο θα ήταν για το θεό το να τρώει σάρκες προβάτων ή να πίνει χολή και ξύδι, αν όχι σκατοφαγία·, Ας πούμε πως οι προφήτες προλέγουν ότι ο μέγας θεός θα γίνει -για να μη πω τίποτα πιο βαρύ- δούλος ή θα αρρωστήσει ή θα πεθάνει· θα πρέπει δηλαδή να τα τινάξει ο θεός ή να γίνει δούλος ή ν’ αρρωστήσει, επειδή έτσι προφητεύτηκε, ώστε σαν πεθάνει να γίνει πιστευτό ότι ήτανε θεός; Δεν θα μπορούσαν όμως να προφητεύσουν τέτοιο πράγμα οι προφήτες, γιατί είναι άθλιο και ανίερο. Δε μετράει λοιπόν το αν πρόβλεψαν ή δεν πρόβλεψαν. Αυτό που πρέπει να δούμε είναι αν τα έργα για τα οποία μιλούν είναι έργα αντάξια του θεού. Τα αισχρά και τα άθλια δεν πρέπει να τα πιστέψουμε, κι ας παν’ να τα φωνάζουν με μανία και να τα προφητεύουν όλοι οι άνθρωποι μαζί. Λοιπόν, από πού κι ως πού είναι ευσέβεια, αυτά που συνέβησαν στον Ιησού να πιστεύουμε πως συνέβησαν στο θεό;
 133, 1. Η σάρκα του Θεού ήταν εκείνη η ανθρώπινη, και όχι η θεϊκή. Σίγουρα το Πνεύμα του δεν ήταν· διότι και τα σκουλήκια του βάλτου ξέρουνε ότι κανένα πνεύμα ή ψυχή δεν τρώει πρόβατα, μήτε χολή και ξύδι. Αν η ψυχή έπραττε αυτά δεν θα ήταν αθάνατη, αλλά θα επιζητούσε διαρκώς σε σώμα να βρίσκεται τρώγοντας για να διατηρείται. Όμως, ως αλλού εσύ μας τόνισες, η ψυχή είναι του Ύψιστου Θεού και σε Αυτόν τον Ίδιο καταλήγει, εφόσον είπες ως αθάνατη δεν μπορεί παρά να είναι έργο ολόδικό του. Μα τί λες λοιπόν αντίθετα εδώ, πως η ψυχή κουβαλά μαζί της στον Θεό την χολή μαζί και με το ξύδι; Και τα παιδιά να ρωτήσει κανείς, όχι θα του πούνε, ετούτο σίγουρα διόλου δεν συμβαίνει. Ο Θεός, έστω κι αν μπήκε σε σώμα ανθρώπινο, ποτέ το πνεύμα Του δεν έφαγε μήτε ξύδι, μήτε πρόβατο· τί ανάγκη άλλωστε θα είχε; Μόνο το ανθρώπινο το σώμα Του ανάγκη είχε να τραφεί και να ζήσει σαν το σώμα το δικό σου· διότι σώμα σαν το δικό σου ο Ιησούς ήρθε να ευλογήσει.
Να σε ρωτήσω κάτι όμως. Πού την είδες την άθλια και ανίερη προφητεία; Εκτός κι αν υποθέσουμε ότι όντως είναι ανίερο και άθλιο πράγμα η σωτηρία των ανθρώπων μαζί με την αιώνια την ζωή, κάτι που και ο πιο μικρός στο νου άνθρωπος σφόδρα επιθυμεί. Ας ξεκαθαρίσουμε κιόλας ότι, ο Θεός των Χριστιανών ποτέ Του χολή δεν ήπιε μα ούτε και διόλου ξύδι· κι αν ακόμη έπινε, πού στα αλήθεια βρίσκεται το ανίερο; ή μήπως στο ότι έφαγε και λίγο των ζώων κρέας;
Μάθε πως για τους Χριστιανούς ο ίδιος ο Θεός έπλασε το σώμα και το στομάχι και το κρέας και ο ίδιος ο Θεός που τα έπλασε, ο Ίδιος όταν αποφασίσει ότι το πλήρωμα του χρόνου ήλθε θα τα καταργήσει. Όμως, ως άλλοτε είπαμε, ο κάθε νόμος στον καιρό του, ενώ ας σου θυμίσω λοιπόν εδώ, τον υπερφίαλο εγωισμό σου· τους Χριστιανούς ψευδώς κατηγόρησες ότι δεν λογαριάζουν τους προφήτες των εθνών, ενώ εσύ δεν φαίνεται καθόλου να λογαριάζεις τις προφητείες των Ιουδαίων. Ότι πουν οι προφήτες βεβαίως και ο Θεός δεν θα το πράξει, εκτός αν Εκείνος τους έχει παλιά και πριν μιλήσει. Ενώ έπειτα θα πρέπει κανείς να δει, αν στα αλήθεια κάτι από όλα όσα εκείνοι είπαν Εκείνος πράξει. Θα πρέπει δηλαδή πρώτα να δούμε αν όντως όσα είπαν οι προφήτες έγιναν στα αλήθεια και μετά να δούμε αν αξίζουν. Και νομίζω όσα για τον Ιησού είπαν δεν χρήζουν καμίας αμφισβήτησης. Εξάλλου είδες οι Ισραηλίτες τι έπαθαν. Όλα δε αυτά που αναφέρεις είναι αστεία πράματα που υψώνει ο αλαζονικός ο λογισμός σου και στο βάθρο του Άδη ανήκουν· τόση ζωντανή σοφία έχουν να επιδείξουν. Διότι αν ο Θεός έπραξε πράγματα αντάξια Του ή όχι, σου εξήγησα πολλές φορές νομίζω ως τώρα. Μόνο ας προσθέσω εδώ και την εμφάνιση της παράλογής σοφίας της δικής σου, η οποία διόλου δεν εξετάζει αν η προφητεία επιβεβαιώθηκε, αλλά αν η προφητεία αξίζει. Για το δεύτερο σου μίλησα λίγο παραπάνω· και με το πρώτο μαζί δείχνουνε σαφώς ότι, ο Ιησούς έπαθε, όχι επειδή άλλοι το είπαν, αλλά διότι ο Θεός πάντα γνωρίζει στο χρόνο μέσα τι συμβαίνει, εφόσον άχρονος είναι και παρελθόν, παρόν και μέλλον δεν γνωρίζει. Άλλωστε και εγώ αν πω για σένα κάτι, σίγουρα ποτέ δεν θα το πάθεις, πόσο μάλλον ο Θεός, εκτός κι αν ο ίδιος εσύ μου το έχεις πει ότι σχεδιάζεις να το πράξεις έτσι.

Εκείνο πάλι δεν θα το συλλογιστούν ποτέ; Αν οι Ιουδαίοι προφήτες είπαν πως ετούτος θα ’ ταν παιδί του θεού, πώς είναι δυνατό, από τη μια ο θεός μέσω του Μωυσή να ορίζει δια νόμου να πλουτίζουν οι Ιουδαίοι και να εξουσιάζουν και να γεμίσουν ασφυκτικά τη γη και να κατακρεουργούν όλους τους εχθρούς και να κάνουν γενοκτονίες όπως κάνει κι ο ίδιος μπροστά στα μάτια των Ιουδαίων, που λέει κι ο Μωυσής, και αν δεν υπακούσουν τους απειλεί ρητά ότι θα τους κάνει τα ίδια· κι από την άλλη ο γιος του, ο "Ναζωραίος", να νομοθετεί τα αντίθετα: ότι δεν υπάρχει οδός προς τον πατέρα για όποιον είναι πλούσιος ή για όποιον αγαπάει την εξουσία ή για όποιον κυνηγάει την σοφία και τη δόξα, και ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να εφοδιάζονται και να αποταμιεύουν περισσότερο απ’ ό,τι "οι κόρακες" και ότι δεν πρέπει να φροντίζουν για την ενδυμασία τους περισσότερο απ’ ό,τι "τα κρίνα", και σ’ αυτόν που τους βάρεσε μια φορά να δίνουν την ευκαιρία να τους βαρέσει άλλη μία; Ποιος από τους δυο λέει ψέματα, ο Μωυσής ή ο Ιησούς; Ή μήπως ξέχασε ο θεός τι είχε διατάξει τον Μωυσή, όταν έστελνε στη γη τον Ιησού; Ή μήπως καταδίκασε τους ίδιους τους νόμους του και μετανιωμένος έστειλε τον άγγελο να διαμηνύσει τα αντίθετα;
 133, 2 Ο Ηράκλειτος θαρρώ υποστήριξε ότι για τον θεό καλά τα πάντα και αγαθά και δίκαια· οι άνθρωποι άλλα άδικα τα νομίζουν και άλλα δίκαια. Ο Θεός όμως, δεν είναι Εκείνος που χάρισε το δώρο της ζωής σε όλους; Ή μήπως δεν είναι Αυτός που αν θέλει, μπορεί κάθε στιγμή πλουσιοπάροχα αυτή να συντηρήσει; Αν λοιπόν η ίδια η ζωή Θείο είναι δώρο, στην εξουσία του Θεού δεν πρέπει και να ανήκει η απόφαση απόδοσης αυτής σ’ εκείνον ή σε εκείνους, αν Αυτός αλήθεια το θελήσει; Και αν ένας λαός λοιπόν ασεβής τυγχάνει, στην εξουσία του ίδιου του Θεού δεν είναι να αποφασίσει να την ξεριζώσει, αφού δικαιωματικά Του ανήκει; ή δεν είναι ο Ίδιος εξ αρχής που την έχει αυτή χαρίσει;
Αν λοιπόν κι ο Ισραήλ ψυχικά αρρώστησε πολύ και δεν υπάκουσε στις δικές Του αποφάσεις, στην εξουσία του Θεού δεν ήταν κι αυτόν να τιμωρήσει; Ή μήπως εσύ θα Του το απαγορεύσεις, κάνοντάς Του διαβολική αντίπραξη, αν και από δική Του ζεις την ίδια χάρη; Κι ο Θεός νομίζω, όλα τα μπορεί· κι όταν ζητούσε ο Ίδιος ασεβείς εδώ στη γη να τιμωρήσει, καμιά σημασία ή διαφορά δεν είχε αν το έπραττε με Άγγελο, άνθρωπο ή θανατική αρρώστια. Ως είπαμε όμως τώρα, οι νόμοι του Θεού για τους ανθρώπους άλλαξαν πολύ, και έγιναν άπλετη Αγάπη. Όσοι λοιπόν τότε διαπαιδαγωγήθηκαν από το μαχαίρι, από τον κρύο Άδη έφυγαν, όταν ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός εισήλθε ως δάσκαλος εκεί για να τους συναντήσει. Κι αφού όλους τους συνάντησε, τους αντάμειψε με δόξα και ζωή με την Ανάστασή Του· δεν στέρησε λοιπόν μόνο σε εκείνους την ζωή προσωρινά, αλλά κι ο ίδιος υπέστη ως άνθρωπος με σάρκα ακριβώς τα ίδια ή χειρότερα με το βασανισμό και τη σταύρωσή Του. Έτσι ακόμη και εκείνοι που χάθηκαν παλιά για τις δικές τους τις κακές τις αμαρτίες, στο τέλος κι αυτούς τους σήκωσε υγιείς στον Παράδεισο ο δικός μας ο Θεός, μα ως δοξασμένους πλέον.

Αν ρωτήσω τώρα τους Χριστιανούς, «πού θα πάτε μετά θάνατον; σε τι ελπίζετε;», θα μου αποκριθούν, «σε άλλη γη, καλύτερη από αυτή.» Ως προς αυτό, έχω να πω ότι στο παρελθόν κάποιοι θαυμαστοί άνθρωποι έχουν πει ότι η ευτυχισμένη ζωή είναι για τις ψυχές εκείνων που έχουν τους θεούς με το μέρος τους. Κι άλλοι μίλησαν για τα Νησιά των Μακάρων, άλλοι για το "Ηλύσιο πεδίο" σαν έρθει η λύτρωση από τα δεινά που υπάρχουν εδώ. Όπως λέει και ο Όμηρος:

Σε Ηλύσιο πεδίο και στα πέρατα της γης
θα σε στείλουν οι αθάνατοι,
εκεί που ’ ναι εύκολη πολύ η ζωή!

Ο Πλάτων όμως, που πιστεύει ότι η ψυχή είναι αθάνατη, τον τόπο όπου στέλνεται, την "γη" για την ακρίβεια, την περιέγραψε ως εξής: «ο κόσμος είναι πάρα πολύ μεγάλος»,40 είπε, «και εμείς που κατοικούμε από την Φάσι41 μέχρι τις Ηράκλειες στήλες, βρισκόμαστε σ’ ένα ελάχιστο μέρος του, μαζεμένοι γύρω από τη θάλασσα, όπως ακριβώς τα μυρμήγκια ή τα βατράχια γύρω από ένα τέλμα, και άλλοι πολλοί κατοικούν σε πολλούς τέτοιους τόπους. Γιατί υπάρχουν παντού γύρω στη γη πολλές κοιλότητες κάθε είδους και ως προς τις μορφές και ως προς τα μεγέθη, στις οποίες συρρέουν και το νερό και η ομίχλη και ο αέρας. Ενώ αυτή η γη απλώνεται καθαρή στον καθαρό ουρανό.» Το τι ακριβώς παρουσιάζει με όλα αυτά ο Πλάτων, δεν είναι εύκολο να το γνωρίζει ο καθένας. Δεν μπορεί ο καθένας να καταλάβει τι εννοεί όταν λέει: «εξ αιτίας της αδυναμίας και της βραδύτητας δεν μπορούμε να διασχίσουμε τον αέρα μέχρι τα ανώτατα στρώματα» και «αν η ανθρώπινη φύση άντεχε να κοιτάξει, θα μάθαινε ότι εκείνος είναι ο αληθινός ουρανός και το αληθινό φως.»
 135, 1 & 2 Αν και για ψυχές μιλάς, ας ξεχωρίσουμε εδώ ότι καμιά ψυχή στα Ηλύσια ή στους Μακάρους δεν πηγαίνει· διότι αυτός ο τόπος δεν βρίσκεται στον Άδη αλλά στην επιφάνεια της Γης και το σώμα το ανθρώπινο ολόκληρο σε αυτά τα νησιά, κατά τους αρχαίους μεταβαίνει, και όλα καλά και όμορφά εκεί επειδή ο καιρός ωραίος, μήτε χιόνι, ψύχος, μήτε θύελλες, βροχές, σεισμός, μήτε καταιγίδες. Και από όσα οι αρχαιότεροι διηγούνται, μόνο οι προστατευμένοι των θεών είναι για κει, οι υιοί τους κι οι ήρωες, που με αυτές τις ιδιότητες γεννήθηκαν και που κανείς δεν μπορεί να τις αλλάξει αφού κληρονομούνται. Κανείς επίσης δεν μπορεί να αλλάξει ούτε ακριβώς την τύχη του την άδικη με προορισμό τον σκοτεινό τον Άδη, ούτε κανείς από τους άλλους δεν δύναται αυτή να μετατρέψει· η μοίρα η αρχαία έλαχε σε αυτούς να είναι προδιαγραμμένη και κανείς πρόξενος δεν δύναται να παζαρέψει.
Έπειτα βλέπεις Κέλσο, κάποιοι σοφοί ιερείς και άρχοντες εις την Ελλάδα, γρήγορα είδαν ότι όλα αυτά της θρησκείας των Ελλήνων δίκαια δεν είναι και προσπάθησαν κι άλλους λοιπόν, πέρα των ηρώων κι ημιθέων, στα Ηλύσια και στους Μακάρους να ξαποστέλνουν· σκαρφίστηκαν τότε αυτήν εδώ την ιστορία, ότι όποιος τάχα στα Ελευσίνια μυστήρια μέρος λάμβανε, θα γνώριζε δίχως πρόβλημα στους Μακάρους ή στα Ηλύσια να πηγαίνει. Βέβαια οι λοιποί οι δύσμοιροι, από όλο τον υπόλοιπο σε εμέ και σένα κόσμο, που την Αθήνα ουδέποτε μπορούσαν να επισκεφτούνε ή καν να δούνε, θαρρείς και στο Βόρβορο ή στα Τάρταρα σίγουρα κακό και μαύρο τέλος τα κορμιά τους για πάντα θε να βρούνε.
Τί το ‘θελαν κατόπιν εκείνο τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο, όποιος τη μύηση αποκάλυπτε άξιος ασεβείας και σκληρού θανάτου ήταν; λες κι οι αρχαίοι ιερείς προστάτευαν τα κέρδη από τη μυστική αυτή γνώση της Αθήνας, που κι ο σοφός Διογένης χλεύασε· καθώς εκείνος είπε, είναι άδικο ληστές στα Ηλύσια να πηγαίνουν, επειδή στα μυστήρια έλαβαν μέρος, ενώ αγαθοί και δίκαιοι στον Βόρβορο να κείτονται, επειδή ποτέ δεν άκουσαν τον δρόμο για τους Μακάρους ή τον Άδη. Αυτά τα σοφά και δίκαια λοιπόν είναι οι κανόνες των αρχαίων για την ευδαιμονία των σωμάτων ή έστω των ψυχών, που με παιδικά και ατελή παιχνίδια μοιάζουν μπροστά στους κανόνες για την ευδαιμονία της ψυχής εις τον Παράδεισο των Χριστιανών. Και αν ακόμη και αυτός ο Πλάτωνας ακαταλαβίστικα, ως είπες ομιλεί, κανένα ψόγο δεν του δίνεις, αν και για «ακαταλαβίστικα» επίσης πολλές φορές κατηγόρησες Χριστιανούς παρέα με Ιουδαίους, Φοίνικες ή ανθρώπους της γνωστής της Παλαιστίνης. Πρέπει επίσης να ειπωθεί, ότι σωστό σαφώς είναι οι σοφοί άνδρες απλά πάντα να ομιλούν ενδιαφερόμενοι και για τους αγράμματους τους άνδρες ή τους αδαείς, εφόσον αυτοί ανίκανοι είναι πολλά πράγματα να εξηγήσουν μοναχοί τους σ’ άλλους.

Ακόμη, έχοντας παρεξηγήσει τα λεγόμενα του Πλάτωνα περί μετενσάρκωσης, μιλούν για ανάσταση. Κι όταν απωθούνται από παντού κι οι ιδέες τους αναιρούνται, πάλι σα να μην άκουσαν τίποτα επανέρχονται στο ίδιο ερώτημα: "πώς λοιπόν θα γνωρίσουμε και θα δούμε τον θεό; πώς θα φτάσουμε στο θεό;" Περιμένουν να δουν το θεό με τα ίδια τους τα μάτια, και με τα αυτιά του σώματος τους ν’ ακούσουν τη φωνή του και με τα χέρια να τον ψαύσουν. Αν αναζητούν το θεό με τέτοιο τρόπο, τότε θα πρέπει να πάνε στα ιερά του Τροφώνιου ή του Αμφιάρεω ή του Μόψου -εκεί να δεις θεούς με όψη ανθρώπινη, και μάλιστα να τα λένε σταράτα κι όχι ψεύτικα. Και θα τους δεις ανά πάσα στιγμή να μιλούν στους ενδιαφερόμενους, κι όχι να εμφανίζονται φευγαλέα μια φορά σαν τον άλλον που τους εξαπάτησε, θα πουν και πάλι: πώς θα γνωρίσουν τον θεό δίχως να αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις τους; τι είναι δυνατό να μάθει κανείς χωρίς την αίσθηση; Η φωνή αυτή όμως είναι φωνή της σάρκας-ούτε του ανθρώπου ούτε της ψυχής. Αλλά ας ακούσουν, αν βέβαια μπορούν να καταλάβουν κάτι, έτσι δειλοί και φιλοσώματοι που είναι: έτσι μονό θα δείτε το θεό· εάν κοιτάξτε προς τα πάνω με το νου έχοντας αποκλείσει την αίσθηση και αν ξυπνήστε τα μάτια της ψυχής και τα αποστρέψετε από τη σάρκα. Και αν ψάχνετε για οδηγό να σας δείξει το δρόμο, να αποφύγετε τους πλάνους, τους απατεώνες κι αυτούς που σας συμβουλεύουν να λατρεύετε είδωλα·42 για να μη γελάει μαζί σας όλος ο κόσμος, που από τη μια συκοφαντείτε ως είδωλα τους άλλους, τους γνωστούς θεούς, κι από την άλλη λατρεύετε αυτόν που είναι αθλιότερος κι από τα ίδια τα είδωλα -ένας πεθαμένος που ούτε καν είδωλο δεν είναι- και επιπλέον αναζητάτε έναν πατέρα όμοιο μ’ αυτόν. Για την τόση απάτη και για τους θαυμαστούς εκείνους συμβούλους και τα θεία λόγια που απευθύνονται στο λέοντα, στον αμφίβιο, στον άγγελο με τη μορφή γαϊδάρου και στους υπόλοιπους, και για τους θεϊκούς θυρωρούς που με τόσο κόπο, κακομοίρηδες, μαθαίνετε τα ονόματα τους -γι’ αυτά σας προορίζει η κακοδαιμονία σας και γι’ αυτά σταυρώνεστε. Για να βγείτε από αυτό το αδιέξοδο, ακολουθήστε τους πρωτοπόρους και τους άγιους άνδρες της αρχαιότητας. Στραφείτε στους θεόπνευστους ποιητές και σοφούς και φιλοσόφους, από τους οποίους έχετε να ακούσετε πολλά και θεία πράγματα. Ως προς τα θεολογικά ζητήματα, ικανότερος δάσκαλος είναι ο Πλάτωνας, ο οποίος στο έργο του Τίμαιος γράφει τα εξής: "Τον δημιουργό και πατέρα αυτού του κόσμου είναι δύσκολο να τον βρει κανείς, και αφού τον βρει, είναι αδύνατο να τον φανερώσει σε όλους." Βλέπετε πώς ιχνηλατούν οι θείοι άνδρες την οδό της αλήθειας και πως ο Πλάτων ήξερε ότι είναι "αδύνατο" να την βαδίσουν όλοι. Κι οι σοφοί βρήκαν την οδό αυτή ακριβώς για να πάρουμε μιαν ιδέα για τον Ακατονόμαστο43 και Πρώτο, για να έχουμε μιαν άποψη γι’ αυτόν είτε στη σύνθεση του με άλλα πράγματα είτε απομονωμένο είτε κατ’ αναλογία με αυτά· θέλοντας όμως τώρα να εξηγήσω αυτό που δεν μπορεί με κανέναν άλλο τρόπο να ειπωθεί, θα εντυπωσιαζόμουν πολύ αν μπορούσατε να με παρακολουθήσετε, έτσι όπως είστε σφιχτοδεμένοι με τη σάρκα και δεν βλέπετε τίποτα καθαρά.
 137, 1. Ουδέποτε κάτι τέτοιο συνέβη· αν πράγματι οι Χριστιανοί από τη μετενσάρκωση του Πλάτωνα όριζαν την Ανάσταση σωμάτων, παρά από την Ανάσταση του Διδασκάλου τους, τότε τί απαγόρευε στους Χριστιανούς να οργανωθούν πριν ακόμη την έλευση του Ιησού Χριστού, ακολουθώντας τον Πλάτωνα για διδάσκαλο τους; Κι ο Πλάτωνας όμως από άλλους αυτά τα άκουσε, κι εκείνος, απλώς τα επανέλαβε αφού τα παρέλαβε θαρρώ από τους Ορφικούς. Βέβαια κι αυτοί για όλα τούτα καμιά απόδειξη δεν έχουν, γι’ αυτό και περιγράφουν τα ταξίδια της ψυχής από πλανήτες και απλανείς, λες κι η ψυχή είναι καταραμένος ταξιδιώτης που ησυχία δεν έχει μες τον κόσμο. Κι αντί η ψυχή να ταξιδεύει από θνητό σε διαφορετικό θνητό, εντούτοις πάντα μες στα άλαλα ντουβάρια κατοικεί γι’ αυτούς. Μάλιστα υποθέτουν ότι, η ψυχή μέχρι να εξαγνιστεί από την πτώση της, θα πρέπει συνεχώς να μετεμψυχώνεται· όμως κανείς από αυτούς δεν εξηγεί γιατί και πως η ψυχή έκπεσε· απλώς επαναλαμβάνει ο καθείς ότι αρχαίοι άνδρες δίχως καμιά απόδειξη μουρμούριζαν αναμεταξύ τους. Βεβαίως όμως η μετενσάρκωση καμιά σχέση δεν έχει με την Ανάσταση· σ’ αυτή την τελευταία ανασταίνεται το σώμα, έστω και θα έχει διαφορετική σύσταση από ότι το σημερινό, και θα μετέχει της Αφθαρσίας, που απέδειξε ο Ιησούς με το σώμα το δικό Του. Διότι, όχιη γη, αλλά καινή Γη θα κληρονομηθεί παρέα με καινό και νέο σώμα.
Η μετεμψύχωση να ’σαι σίγουρος πως καμιά σοφία δεν έχει· σε κάθε γενιά που περνά περισσότερες ψυχές γεννώνται· κι  οι νέες αυτές ψυχές, που εσύ λες ότι ως αθάνατες από τον θεό προέρχονται, θα έπρεπε να εξακολουθούν πάντα να πέφτουνε, μέσα σε νέο γεννημένο εις τη γη, υλικό βεβαίως σώμα. Έτσι συμβαίνοντας, ο θεός ή οι θεοί θα εξαναγκάζονταν από τους αδύναμους ανθρώπους σε γέννηση ψυχών, που ναι πάντα μολυσμένες κατ’ εσέ, ειδάλλως δεν θα ήταν έτοιμες για πτώση· διαφορετικά θα ’ μεναν διαρκώς μαζί με τον Ύψιστο ψηλά. Ή λες να παθιάζεται η ψυχή όντως εκεί πάνω, μόλις ακριβώς γεννιέται, κι όταν οι άνθρωποι πολλαπλασιάζονται στη γη, εκείνη αιχμαλωτίζεται από το νεογεννημένο το σώμα;
Αλλού υποστήριξες ότι ο θεός αν μπει στην σάρκα μας μολύνεται, άρα και για την ψυχή μας το ίδιο θα πρέπει να συμβαίνει και ακόμη περισσότερο αφού δεν είμαστε εμείς θεοί· διότι ειδάλλως είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς πως μια ψυχή, που συνεχώς μολυσμένη όντας από την ύλη, θα φτάσει στον Υπερουράνιο Θεό επειδή μετεμψυχώνεται. Θαρρώ ότι, όποιος συχνά με την βρωμιά, όπως το σώμα λες, συναναστρέφεται, ουδέποτε θα γίνει άξιος και καθαρός σαν τον Θεό. Έπειτα πάλι κανείς σε αυτόν τον κόσμο δεν θα έπρεπε να είναι αγαθός, αφού όλοι οι αγνοί ως ψυχές με τον θεό ενώνονται, παρά με τα σώματα μέσα στα οποία οι πιο βρώμικες ψυχές κατοικούν, μα κάτι τέτοιο βεβαίως δεν συμβαίνει. Ας πω όμως κι αυτό. Τί θα συμβεί όταν η τελευταία ανθρώπινη ψυχή μόνη στον κόσμο μείνει, εφόσον όλες οι άλλες όντας αγαθές με το θεό θα έχουν ενωθεί; Σε ποιό σώμα θα μετεμψυχωθεί αυτή, εφόσον πριν μετεμψυχωθεί, ένα σώμα ανθρώπινο θα έχει μείνει κι αυτό δεν θα μπορεί να αναπαραχθεί, αφού θα είναι μοναχό του; Άραγε αυτή η ψυχή δεν θα προλάβει να γίνει αγαθή; κι αν δεν προλάβει τί θα απογίνει; Ή μήπως σε πέτρα θα μεταμορφωθεί; Διότι αν πέτρα γίνει, τότε πολύ αμφίβολο είναι το πότε θα πεθάνει ή το πως αγαθή θα γίνει, μιας κι  η πέτρα ακίνητη πάντοτε είναι και τίποτα δεν πράττει. Σάμπως θα ενωθεί με τον Θεό; Πράγμα αδύνατο, αφού δεν θα είναι αγαθή όπως είπαμε, όντας από ύλη.
Όμως έτσι είναι. Η ιδέα της μετενσάρκωσης είναι ατελής· υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη ψυχή συνεχώς εξελίσσεται και μαθαίνει από τα λάθη της. Μα ποιά λάθη σοφέ Κέλσο; Αφού κανείς δεν θυμάται να έχει κάνει κάποιο λάθος σε άλλη του ζωή. Καμιά φορά μάλιστα ο άνθρωπος δεν θυμάται, ή δεν αναγνωρίζει καν, τα λάθη αυτής ετούτης της ζωής. Πώς λοιπόν θυμάται κι αναγνωρίζει τα λάθη από τις προηγούμενες εκείνες; Αυτά τα πράγματα είναι αστεία κι ανάξια αναφοράς και κάτι τέτοια υποστηρίζουν αυτοί που όπως λες βλέπουνε στον ύπνο τους φαντάσματα και περασμένες ζωές· λες κι ο ύπνος τους θυμάται κι αυτοί όχι. Μα αφού ο ύπνος, ούτε τί πέρασαν στην παιδική τους ζωή δεν θυμάται, πώς είναι σοφό κανείς να υποστηρίζει ότι θυμάται τις παλιές ζωές; Κι αν κανείς δεν τις θυμάται τις προηγούμενες ζωές όταν είναι ξύπνιος, πώς τότε θα καλυτερεύσει; Σαχλά κι ανούσια όλα αυτά· όλοι οι άνθρωποι μαθαίνουμε από τα λάθη μας, αλλά αν τα λάθη μας δεν τα θυμόμαστε τότε τίποτα δεν μαθαίνουμε κι αυτό για την ψυχή ισχύει ακόμη περισσότερο. Διότι αν δεν θυμάται έστω κι ένα γεγονός από τα πολλά, της μιας έστω ζωής από τις πολλές, ποιό το όφελος της; Κι αν κανείς δεν θυμάται σε τούτη την ζωή τι έκανε σε εκείνες τις περασμένες, πώς θα θυμηθεί εκείνα που διδάχθηκε σε τούτη την ζωή στα Ελευσίνια μυστήρια και σε άλλα, που οδηγίες άκουσα να δίνουν στους θνητούς για τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν για να σωθούν σε εκείνη την επόμενη τους; Κάτι τέτοια όμως  διηγούνται στους αμαθείς κι εκείνοι που θέλουν να τους μετατρέψουν σε άπληστους και στυγερούς ληστές, κι αδιαφορούν για τις ψυχές τους, λέγοντας ότι όποιο κακό κι αν πράξουνε δεν πρόκειται από τον Θεό να την πληρώσουν, αφού κάποτε η ψυχή τους θα πάρει τον δρόμο της αρετής, ούτως ή άλλως. Γι’ αυτό λοιπόν διδάσκουνε ότι κανείς δεν πρέπει να ανησυχεί ότι αισχρό κι αν πράξει σε τούτη τη ζωή.
Εσύ Κέλσο τόλμησες να ελέγξεις ως λες την αρετή της Χριστιανικής θρησκείας, που προσπαθεί να μετατρέψει τον άνθρωπο σε οίκημα αγάπης, ενώ αυτά που εσύ διδάσκεις κανέναν δεν υποχρεώνουν να είναι αγαθός, αφού έτσι κι αλλιώς αυτό κάποτε θα συμβεί στα σίγουρα από τις πολλές μετεμψυχώσεις· άραγε λοιπόν, ποιός ο λόγος να προσπαθεί κανείς να γίνει αγαθός αρχίζοντας από τώρα;
Για τους Χριστιανούς σου φαίνεται αποκρουστικό, ότι άκουσαν κι είδαν τον Ιησού με τα ίδια τα αυτιά τους και τα μάτια τα δικά τους, ενώ για όλα όσα εσύ υποστηρίζεις κανείς δεν είδε, ούτε άκουσε τίποτα· κι όλα αυτά μέσα από τις παραισθήσεις τους τα βγάζουν κι οράματα αμφίβολης προέλευσης· διότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν αυτά τα προκαλεί ο Θεός ο Ύψιστος ή οι δαίμονες. Όλοι γνωρίζουμε ότι, αν στην αγορά κάποιος καλέσει βοήθεια, άνθρωποι με αρετή θα τρέξουν να βοηθήσουν αλλά και άλλοι πιο πανούργοι, που όλο και κάποιο κακό θα σκαρφίζονται μέσα στο σκοτεινό μυαλό τους. Τον Ιησού όμως κανένας δεν Τον φώναξε, παρά Μονάχος ήλθε· Εκείνος καλά κατάλαβε ότι από τις πολλές φωνές, πολλοί πανούργοι δαίμονες απόστρεψαν τους ανθρώπους, από την μία και μοναδική αλήθεια.
Όσο αφορά εκείνα που ο Πλάτωνας λέει σοφά για τον Δημιουργό, δεκτά ας είναι, μόνο κανείς να μη ξεχνά ότι στην εποχή του ο Ιησούς στην σάρκα ακόμη δεν μετείχε. Και γι’ αυτό αρκετοί από εκείνους τους άνδρες ιχνηλάτες ήσαν· μόνο που το δρόμο του Θεού, μόνο ο Ίδιος ο Θεός γνωρίζει. Ας μη ξεχνάς τους δαίμονες και τα πονηρά τα ίχνη, διότι αν όλοι τα ίδια ίχνη ακολουθούσαν, τότε πάντα όλοι την ίδια ιστορία θα ομολογούσαν· όμως οι ιστορίες τους πολλές και διάφορες μεταξύ τους είναι, ενώ από την άλλη ο Ιησούς ιχνηλάτης σαφώς δεν μοιάζει, παρά φως της αληθείας άπλετο είναι για τον Δημιουργό Πατέρα.
Νομίζεις Κέλσο ότι, όποιος είναι σφιχτοδεμένος με τη σάρκα του εσένα δεν μπορεί να παρακολουθήσει. Τίποτα δεν βλέπει καθαρά, αν και χωρίς καμιά απόδειξη αρχαίοι άνδρες, κατ’ εσέ, όλα σοφά τα είδαν κάποτε· κι όμως κανείς θαρρώ από τους άλλους συμπολίτες τους δεν τους είδε χωρίς το σώμα τους στην αγορά να περπατούν ή τους μαθητές τους πλέον να δασκαλεύουν. Άγνωστο λοιπόν πως κατ’ εσέ, μπόρεσαν τον Θεό τον Ύψιστο να βρουν, αν και πάντα ήσαν με τη σάρκα τους παρέα, ενώ  αντίθετα  οι Χριστιανοί χαμένοι είναι λες, σίγουρα από χέρι, έστω κι αν καμιά διαφορά κατά φύση δεν έχουν από τους πρώτους.

Υπάρχει το Είναι και το Γίγνεσθαι, το νοητό και το ορατό· στο είναι αντιστοιχεί η αλήθεια ενώ στο γίγνεσθαι η πλάνη. Με την αλήθεια λοιπόν έχει να κάνει η επιστήμη ενώ με την πλάνη η γνώμη· και για το νοητό βέβαια υπάρχει η νόηση ενώ για το ορατό η όραση· και το νοητό το γνωρίζει ο νους ενώ το ορατό τα μάτια. Τώρα, ό,τι είναι για τα ορατά ο ήλιος -δηλαδή ούτε μάτι ούτε όραση αλλά αιτία για να βλέπει το μάτι και μέσω αυτού να συντελείται η όραση και να γίνονται αντιληπτά τα ορατά και να υφίστανται όλα τα αισθητά και μάλιστα για να τον βλέπουν και τον ίδιο- το ίδιο είναι για τα νοητά εκείνος: δεν είναι ούτε νους ούτε σκέψη ούτε επιστήμη αλλά αιτία για να αντιλαμβάνεται η νόηση και να υπάρχει η σκέψη και να γνωρίζει η επιστήμη, αιτία για όλα τα νοητά και για την ίδια την αλήθεια και για την ίδια την ύπαρξη του είναι· όντας πέρα από όλα, νοητός με τη βοήθεια κάποιας άρρητης δύναμης.
Τα παραπάνω ειπώθηκαν για ανθρώπους νοήμονες· αν καταλαβαίνετε και σεις κάτι απ’ αυτά, τόσο το καλύτερο για σας. Και αν πιστεύετε ότι κατέβηκε κάποιο πνεύμα από τον θεό για να προαναγγείλει τις θείες αλήθειες, να ξέρετε πως τέτοιο πνεύμα θα ’ ταν μονάχα εκείνο που θα κήρυσσε τα παραπάνω λόγια και που γεμάτοι απ’ αυτό οι αρχαίοι ανήγγειλαν πολλά και καλά· που αν δεν μπορείτε να τα καταλάβετε καλύτερα να σωπαίνετε και να σκεπάζετε καλά την άγνοια σας και να μη λέτε τυφλούς αυτούς που βλέπουν και ανάπηρους αυτούς που τρέχουν, εσείς που είστε ολωσδιόλου ανάπηροι στην ψυχή και ακρωτηριασμένοι και ζείτε για ένα σώμα προορισμένο να πεθάνει.
 139, 1 & 141, 1. Ως καλά θα ξέρεις το σώμα των Χριστιανών δεν πρόκειται να πεθάνει· οι Χριστιανοί στο θάνατο το σωματικό δεν πιστεύουνε και νομίζω αυτό το απόδειξε ο Δάσκαλός τους. Η Ανάστασή του γίγνεσθαι ήταν ορατή στους μαθητές Του αλλά και στους φύλακες του τάφου το δικού Του. Όλα τούτα δεν έμειναν μόνο στο γίγνεσθαι αλλά και στο Είναι, διότι Εκείνος αποτελεί το Είναι· κι αν κανείς τους μαθητές Του δει, θα παρατηρήσει ότι αν κι Αυτός έφυγε εντούτοις πάντοτε με πολύ σοφία κι ικανότητα τους φώτιζε, όπως και με απαράμιλλο θάρρος και καρτερία για τον θάνατο τους δώριζε. Αν και το γίγνεσθαι Εκείνου τελείωσε γι’ εκείνους και για μερικούς επόμενους τους, εντούτοις τη νόηση τους την δυνάμωσε, όπως συ λες, σαν Αιτία του νου και της σκέψης τους, το δικό Του είναι. Έτσι λοιπόν Εκείνος, αυτό που τα μάτια βλέπουν τ’ έδωσε για εκείνους που στηρίζονται στο γίγνεσθαι, αλλά μαζί με αυτήν καθόλου δεν εμπόδισε, παρά βοήθησε το φωτισμό της σκέψης και της επιστήμης να Τον δεχτεί· διότι Εκείνος ως άλλοτε είπαμε σε αμφισβήτηση ανοιχτή όλα τ’ άφησε και συ αποτελείς τρανή απόδειξη ετούτου· ενώ κι οι λόγοι μου από ‘ξαρχής θαρρώ αιτία Εκείνον έχουν, ώστε η νόησή μου, όλο το γίγνεσθαι και το Είναι μαζί να αντιλαμβάνεται, να γεννιέται η σκέψη και να γνωρίζει η επιστήμη σαν εκείνη του Βασιλείου του Μέγα. Γι’ αυτό λοιπόν κοντολογίς μη θαρρείς πως αγύρτες ή παιδάκια δασκάλεψαν το γίγνεσθαι του Ιησού· το δικό Του γίγνεσθαι δεν απέχει διόλου από το Είναι, διότι ο Ιησούς είναι Αυτός που Είναι αλλά και το γίγνεσθαι Εκείνος πρώτος το ξεκίνησε, ως άρχων του κόσμου όλου. Από αυτό το γίγνεσθαι της φύσης λοιπόν οι Χριστιανοί, το Είναι που τη δημιούργησε πολύ καλά αντιλαμβάνονται και σίγουρο είναι να πει κανείς, ότι αν Εκείνος δεν επενέβαινε στο γίγνεσθαι, όπως και θα το πράξει πάλι, οι άνθρωποι μόνο το Είναι θα ‘χαν· πράγμα δύσκολο για την αντίληψη των πολλών, που αν κι εντούτοις σημαντικό και σοβαρό τυγχάνει, δεν τους βοήθησε ως θα έπρεπε στην γνώση της αλήθειας.

Πόσο καλύτερα θα ήταν -μιας και θελήσατε να καινοτομήσετε σε κάτι- να ασχοληθείτε σοβαρά με κάποιον άλλον, με κάποιον από κείνους που πέθαναν γενναία και που γύρω από το πρόσωπο τους θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας θείος μύθος; Αν δεν σας άρεσε ο Ηρακλής και ο Ασκληπιός και οι δοξασμένοι της αρχαιότητας, είχατε τον Ορφέα, έναν άνθρωπο ομολογουμένως ευσεβή που βρήκε βίαιο θάνατο. Αλλά αυτόν ίσως πρόλαβαν και τον πήραν άλλοι. Τον Ανάξαρχο τουλάχιστον, που όταν τον έβαλαν πάνω σε κύλινδρο και ενώ τον συνέτριβαν ολωσδιόλου άδικα, περιφρονούσε την τιμωρία με τον καλύτερο τρόπο λέγοντας, «Κοπάνισε, κοπάνισε το τσουβάλι του Ανάξαρχου, γιατί τον ίδιο δεν μπορείς να τον κοπανίσεις». Στ’ αλήθεια, η φωνή εκείνη ερχόταν από κάποιο θείο πνεύμα. Αλλά κι αυτόν πρόλαβαν και τον ακολούθησαν κάποιοι φυσικοί φιλόσοφοι. Τον Επίκτητο όμως; Αυτόν που, όταν ο κύριος του, του έστριβε με βία το πόδι, έλεγε χαμογελώντας ατάραχα, «Το σπας», και όταν του το έσπασε, «δε σου το ’ λεγα», είπε, «ότι το έσπαγες;» Τι παρόμοιο είπε ο δικός σας θεός όταν τον τιμωρούσαν; Ακόμα και τη Σίβυλλα να διαλέγατε -που κάποιοι από σας τη χρησιμοποιούν- πιο εύλογο θα ήταν να την ανακηρύξετε παιδί του θεού· τώρα όμως από τη μια παρεμβάλλετε στα λεγόμενα της ένα σωρό συκοφαντικά πράγματα δίχως λόγο, κι από την άλλη κάνετε θεό κάποιον που είχε διαβόητο βίο και ελεεινότατο θάνατο. Πόσο καλύτερα θα σας ταίριαζε ένας Ιωνάς "κλεισμένος στην κολοκύθα" ή ο Δανιήλ που γλίτωσε από τα θηρία -ή κι άλλοι, ακόμα πιο αφύσικοι από δαύτους;
 142, 1. Ο Ιησούς όμως δεν ήταν άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος· γι’ αυτό εκείνα που είπε, όταν κατ’ εσένα πέθαινε, ήταν ακόμη σπουδαιότερα από εκείνα που κι ο Ανάξαρχος ή ο Επίκτητος είπαν ως άνθρωποι θνητοί αναμεταξύ μας. Ο ο Ιησούς δεν θα έλεγε ποτέ σε εκείνους που Τον σταύρωναν «σταύρωσε, σταύρωσε τον Ιησού γιατί Τον ίδιο δεν μπορείς να Τον σταυρώσεις». Άλλωστε το γνώριζε πολύ καλά. Ούτε θα μπορούσε να πει «με σταυρώνετε δεν βλέπετε;» κι όταν τα καρφιά Του έμπηγαν τη σάρκα «δεν σας το έλεγα;». Ο Ιησούς αντίθετα ζήτησε από τον Πατέρα Του να τους συγχωρήσει, και δικαιολογημένα το έπραξε, διότι εκείνοι δεν γνώριζαν τι έπρατταν όταν τον Υιό του Θεού στο Γολγοθά προσπαθούσαν καίρια να θανατώσουν. Αν το γνώριζαν στα αλήθεια, ευθύς θα σταματούσαν. Όμως κάτι τέτοιο δε συνέβαινε, γι’ αυτό κι ο Θεός τους συγχώρησε.
Ούτε λοιπόν ο Ανάξαρχος, ούτε ο Επίκτητος θα μπορούσαν να πουν «Θεέ μου συγχώρησέ τους, διότι δεν γνωρίζουν τι κάνουν» αφού κι οι δύο γνώριζαν ότι οι βασανιστές τους ήξεραν πολύ καλά τι έπρατταν. Ο μεν Νικοκρέοντας τιμώρησε τον Ανάξαρχο για τις τολμηρές παλιές τις απειλές του κατά της ζωής του πρώτου, κι ο αφέντης του δύστυχου του Επίκτητου τον τιμώρησε σύμφωνα με όσα αρκετοί αφέντες έπρατταν στους δούλους τους δικούς τους. Κανείς λοιπόν από τους βασανιστές τους δεν είχε παρανοήσει την θέση και το είδος που ο καθείς τους κατείχε. Στην περίπτωση όμως του Ιησού, λίγοι μόνο γνώριζαν, κι αυτοί ακόμη αμφέβαλλαν, για την πραγματική Του θέση, ως Υιού του Ύψιστου Θεού τους. Η συγχώρεση του Θεού προς τα πλάσματά Του, που δικαιολογημένα ίσως δεν γνώριζαν τι έπρατταν, θαρρώ πως φτάνει και περισσεύει σε όλα τούτα που εξακοντίζεις, χωρίς καμιά, έστω και ανθρώπινη σοφία.
Μα και για την μάντισσα την Σίβυλλα θα σου πω, που θες ως παιδί του Θεού οι Χριστιανοί να την ανακηρύξουν, παρά τον Ιησού τον Ναζωραίο. Λάβε υπ’ όψιν σου λοιπόν, ότι για να γίνει κάτι τέτοιο, θα έπρεπε ο Ιησούς να ήταν ένας απλός στην ζωή του μάντης και να προφήτευε για εκείνη την Σίβυλλα, πως κόρη Θεού θα είναι και πως βασίλισσα όλων των ανθρώπων κάποτε θα γίνει, νικώντας τον Θάνατο και το Διάβολο παρέα. Μα όμως τα πράγματα ανάποδα από ότι θες συνέβησαν· ο Ηράκλειτος δε που τόσο καλά γνωρίζεις είχε κάποτε δηλώσει: «Η Σίβυλλα με μανιασμένο στόμα φθέγγεται αγέλαστα, ακαλλώπιστα και αρωμάτιστα, προφητεύουσα για χίλια χρόνια δια μέσω του Θεού»· αυτό μάθημα ας γίνει σε σένα και κάποιους άλλους, που λες κι η λογική σας παράτησε και το έβαλε στα πόδια κ,αι όνειρα ανούσια κάνετε για ψεύτικα κ,αι ευχάριστα υποθετικά γεγονότα του αιώνα.

Έχουν και ένα ηθικό παράγγελμα που λέει να μην αποκρούομε αυτόν που μας κάνει κακό: «αν σου χτυπάει την μία παρειά, εσύ να προσφέρεις και την άλλη». Παλιό κι αυτό· κι ενώ είχε προηγουμένως ειπωθεί με πολύ καλύτερο τρόπο, ετούτοι το επανέλαβαν πιο χοντροκομμένα. Γιατί και ο Πλάτωνας βάζει το Σωκράτη με τον Κρίτωνα να λένε τα εξής:
-Με κανένα τρόπο επομένως δεν πρέπει να είμαστε άδικοι.
-Με κανένα, βέβαια.
-Συνεπώς, ούτε όταν κάποιος αδικείται πρέπει να ανταποδίδει την αδικία, όπως σκέπτονται οι πολλοί, αφού δεν πρέπει να αδικούμε με κανένα τρόπο.
-Είναι φανερό πως όχι.
-Τι λες λοιπόν, Κρίτωνα, πρέπει κανείς να κάνει κακό ή όχι;
-Και βέβαια δεν πρέπει, Σωκράτη.
-Τότε; Είναι δίκαιο, όπως λένε οι πολλοί, να ανταποδίδει το κακό αυτός που κακοποιείται ή δεν είναι δίκαιο;
-Σε καμία περίπτωση.
-Διότι το να κάνεις κακό στους ανθρώπους δεν διαφέρει σε τίποτα από το να τους αδικείς.
-Σωστά μιλάς.
-Επομένως, ούτε να ανταποδίδεις την αδικία πρέπει ούτε να κάνεις κακό σε κανέναν άνθρωπο, ακόμα κι αν σ’ έχει βλάψει.
Αυτά λέει ο Πλάτωνας, και συνεχίζει με τα παρακάτω: «Σκέψου λοιπόν και συ καλά και αποφάσισε, ποιο από τα δυο· συμφωνείς μαζί μου και τούτα σου φαίνονται σωστά και ξεκινάμε από το σημείο αυτό, ότι ποτέ δεν είναι σωστό ούτε να αδικείς ούτε να ανταποδίδεις την αδικία ούτε να αμύνεσαι όταν σου κάνουν κακό ανταποδίδοντας το· ή έχεις άλλη γνώμη και δεν συμφωνείς με αυτή την αρχή; Εγώ πάντως και παλιότερα και τώρα ακόμα αυτής της γνώμης είμαι.» Τον Πλάτωνα λοιπόν αυτά τον ικανοποιούσαν, και τα ίδια πίστευαν, από πιο παλιά ακόμα, οι θείοι άνδρες. Αλλά αρκετά είπαμε γι’ αυτά και για τα όσα άλλα παραφθείρουν οι Χριστιανοί· όποιος θα ’ χει την ευχαρίστηση να το ψάξει λίγο παραπάνω, έχει να μάθει περισσότερα.
 143, 1 Δεν θα σε κατηγορήσω πάλι Κέλσο, απλά και μόνο για γλώσσα του φιδιού, που είναι εκείνη η διχαλίδα. Διότι καθώς είπες άλλοτε, την αρετή των Χριστιανών ήρθες να ελέγξεις· εντούτοις τώρα δα, τα λεγόμενά τους όμοια με θείους Έλληνες άνδρες τα ορίζεις, έστω κι αν λες ότι παραποιημένα σαφώς τυγχάνουν. Ενώ άλλοτε διχαλωτά ανάφερες ότι, οι Χριστιανοί δε γνωρίζουν τι είπαν οι αρχαίοι άνδρες, μιας και δεν τους καταλαβαίνουν, πώς τώρα υποστηρίζεις κάτι τέτοιο;
 Όμως κι αν εντούτοις κράτησαν από αυτούς τους Έλληνες που λες, όσα ορθά υπάρχουν, γιατί αλήθεια παραπονιέσαι; Εσύ δεν ήσουν αυτός που άλλοτε ομολογούσε ότι έτσι πρέπει να γίνεται και να διδάσκονται από δαύτους; Θαρρώ πως έχασες τα λογικά σου· αν κανείς τα λόγια σου βαθιά τα μελετήσει, θα σου πει ότι όχι μόνο την πίστη των Χριστιανών δεν προσπάθησες ποτέ να εννοήσεις, αλλά μήτε και την σοφία των φιλοσόφων.
Θα σε κατηγορήσω δε, πως διαθέτεις γλώσσα πονηρή, που άλλοτε λαλεί κι εκείνα που επιθυμεί σαφώς τα παρουσιάζει, ενώ άλλοτε μουγκή, που δηλαδή σωπαίνοντας τα ανεπιθύμητα αποκρύπτει· με άλλες λέξεις, αυτά που αναφέρεις θυμίζουν κύλικες που γέμισαν νερό μέχρι την μέση· ο καθένας θαρρώ ευκόλως τους σηκώνει ή τους ανατρέπει. Αντίθετα τα ασκιά των Χριστιανών γέμισαν οίνο της ζωής μέχρι ψηλά επάνω κι εκτός αυτών που εσύ τολμάς με μπόλικη φειδώ να παραθέτεις, άλλα πολλά προστέθηκαν στους νόμους των Χριστιανών· ο κανόνας του Ιησού δε φτάνει μέχρι την μέση του ασκιού, ορίζοντας μονάχα την άλλη παρειά σου στον αδικούντα να προσφέρεις, αλλά συμπληρώνει ότι, κι αν ακόμη κανείς τον χιτώνα σου αρπάξει να δώσεις και το ιμάτιο σου επιπλέον· διότι ο Θεός ο Μέγιστος, ορίζει ο Ιησούς, βρέχει επί αδίκων και δικαίων και τον ήλιο ανατέλλει υπέρ όλων σαφώς ετούτων· έτσι ομοίως πρέπει ο απλός άνθρωπος, αν θέλει στον αγαθό τον Ύψιστο να μοιάσει, αν αδικία εναντίων του διαπράττεται, όχι μόνο να μην την επιστρέφει, μη πράττοντας το άδικο, μα αντίθετα και καλό στον αδικούντα να προσφέρει.  Οι λόγοι σου, ή αφελείς είναι ή φαρμακεροί λοιπόν και πονηρά μελετημένοι, διότι οι λόγοι του Ιησού, ημιτελείς, παραποιημένοι στον καθένα παρουσιάζονται και συ γνωρίζεις νομίζω το λόγο καλύτερα από μένα.

Ας σταθούμε και σ’ ένα άλλο σημείο: δεν μπορούν να βλέπουν ναούς και βωμούς και αγάλματα. Ούτε κι οι Σκύθες το μπορούν αυτό ούτε Νομάδες Λίβυοι ούτε οι Κινέζοι44 οι άθεοι ούτε και άλλα έθνη ασεβέστατα και αγριότατα. Αλλά και το ότι κι οι Πέρσες την ίδια νοοτροπία έχουν, το αφηγείται ο Ηρόδοτος:
«Γνωρίζω καλά ότι οι Πέρσες έχουν νόμους που απαγορεύουν να κατασκευάζονται αγάλματα, βωμοί και ναοί, αλλά και όσους τα κατασκευάζουν τους κατηγορούν ότι είναι τρελοί· μου φαίνεται πως αυτό συμβαίνει επειδή δεν πίστεψαν, όπως οι Έλληνες, ότι οι θεοί έχουν ανθρώπινη φύση.» Κι ο Ηράκλειτος ακόμα, μια κάπως παρόμοια γνώμη εκφράζει: «Και προσεύχονται σ’ αυτά τα αγάλματα, πράγμα που δεν διαφέρει από το να κουβεντιάζει κανείς με τα ντουβάρια, μη γνωρίζοντας τι είναι οι θεοί και τι οι ήρωες.» Τι σοφότερο από τα λεγόμενα του Ηράκλειτου μας διδάσκουν οι Χριστιανοί; Ο Ηράκλειτος, χωρίς βέβαια να το εκφράζει άμεσα, αφήνει να εννοηθεί ότι είναι ηλίθιο το να προσεύχεσαι "στα αγάλματα", αν δεν έχεις ιδέα "τι είναι οι θεοί και τι οι ήρωες". Μ’ αυτόν τον τρόπο εκφράζεται ο Ηράκλειτος· ετούτοι όμως καταφρονούν ανοιχτά τα αγάλματα. Αν πιστεύουν ότι δεν θα μπορούσε να είναι θεός η πέτρα ή το ξύλο ή ο χαλκός ή ο χρυσός τον οποίο δούλεψε ο τάδε ή ο δείνα, η σοφία τους είναι αστεία. Γιατί ποιος άλλος - αν βέβαια δεν είναι τελείως βλάκας- νομίζει ότι αυτά είναι θεοί και όχι αφιερώματα στους θεούς και αναθήματα με τη μορφή τους; Αν όμως πιστεύουν ότι δεν μπορούμε να συλλάβουμε την εικόνα του θεού επειδή ο θεός έχει άλλη (μη ανθρώπινη) μορφή, όπως πιστεύουν κι οι Πέρσες, τους διαφεύγει ότι αντιφάσκουν όταν λένε ότι "ο θεός δημιούργησε τον άνθρωπο" ως "εικόνα" του και ως προς τη μορφή τον έπλασε όμοιο με τον εαυτό του. θα το παραδεχτούν βέβαια ότι τα αγάλματα υπάρχουν για να τιμούνται κάποιοι -είτε όμοιοι είτε διαφορετικοί στην όψη- αλλά, θα πουν, δεν είναι θεοί αυτοί στους οποίους αφιερώνονται τα αγάλματα, παρά δαίμονες. Κι όποιος λατρεύει το θεό δεν πρέπει να τιμά τους δαίμονες.
 145, 1. Οι Χριστιανοί δεν είναι μόνο ενάντιοι σε όσους περιγράφει ο Ηράκλειτος, που προσκυνούν τα αγάλματα ως να ήτανε ντουβάρια επειδή δεν γνωρίζουν τι αυτά αντιπροσωπεύουν, αλλά είναι κι αντίθετοι ακόμη στο τι αυτά τα αγάλματα πρεσβεύουν· κατά τους Χριστιανούς ο Θεός αποκαλύφτηκε κι ήρωες σαφώς και δεν υπάρχουν· Ένας είναι ο Θεός· ημίθεοι ή θεοί όπου κι αν ψάξεις πλέον δεν αληθεύουνν. Ντουβάρια λοιπόν δεν είναι μόνο τα αγάλματα ή τα αναθήματα επειδή από ύλη είναι φτιαγμένα, αλλά ντουβάρια είναι οι ίδιοι οι ήρωες κι οι θεοί, διότι τίποτα από τον αληθινό Θεό μες τον κόσμο δεν πρεσβεύουν.
Κι εκείνοι που τη φύση θεοποίησαν, δυο φορές τα ντουβάρια προσκυνούν· γιατί τα αγάλματα είναι ντουβάρια από μόνα τους, δεν χρειάζονται ανθρώπους για να γίνουν κι ακόμη επειδή τα αγάλματα τα ντουβάρια της φύσης αντιπροσωπεύουν. Ποιά δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στο ντουβάρι το ασκάλιστο από το σκαλισμένο; Μήπως ντουβάρι κι αυτό δεν παραμένει έστω κι αν είναι πιο αρεστό στην όψη; Ποιά η διαφορά από το ντουβάρι του αγάλματος του Απόλλωνα από το ντουβάρι του γαιώδους, κατά τον Έλληνα σοφό Θαλή, ηλίου; Ντουβάρια λοιπόν και τα δυο και άλλο τόσο εκείνοι που τα προσκυνούν· διότι ντουβάρι να προσκυνά άνθρωπο μπορεί δεκτό να γίνει αλλά άνθρωπος να προσκυνά ντουβάρι δοξάζοντας το, είναι απαράδεκτο.
Πρέπει εν τέλει να παραδεχτώ ότι είσαι και σοφός λιγάκι· αν και ερωτήσεις πολλές φορές τοποθετείς γνωρίζεις επίσης και τις απαντήσεις, ιδίως σαν μιλάς για δαίμονες. Κι υπάρχουν αρκετοί σοφοί που μαζί σου θα συμφωνήσουν, όπως ο Μάξιμος από την Τύρο, ο Πρόκλος ο Λύκιος αλλά ακόμη κι εκείνος ο ξακουστός αντίχριστος φιλόσοφος, με το όνομα Πορφύριος ή κατά το πρώην ίσως Ιουδαϊκό του, Μάλχος. Μάλιστα μερικοί απ’ αυτούς, σαν τον σοφό Ιάμβλιχο, υποστήριξαν ότι τέτοιοι δαίμονες λοιπόν μέσα στα αγάλματα κατοικούν και τα εμψυχώνουν· σ’ αυτό διέπρεψαν αρχαιότερα και κάποιοι Πέρσες ιερείς, όσο κι αν φαντάζει αυτό παράξενο στα αυτιά μας. Γι’ αυτό και μερικοί Χριστιανοί, άλλα από αυτά τα έσπασαν και σ’ άλλα χάραξαν επάνω τους σταυρούς, ώστε τους δαίμονες να διώξουν από κει μέσα. Ίσως κάποιοι από αυτούς, που τους Χριστιανούς αντιπαλεύονται, να μη δέχονται ότι μες στα αγάλματα κατοικούν οι δαίμονες. Όμως κάποιες ιστορίες από τα παλιά είναι γνωστές σ’ αυτούς· ιστορίες που μιλάνε για αγάλματα από την Ελλάδα που μεταφέρθηκαν στην Ρώμη και με κάποιο υπερφυσικό τρόπο αντιστάθηκαν· στην Ολυμπία επίσης διάφορα παράξενα λέγονταν για το άγαλμα του Δία. Τώρα άγνωστο είναι πως κατορθώνει η άψυχη η ύλη και συμπεριφέρεται με τρόπο παράξενο, μόνο όταν την μορφή κάποιου θεού της έχουν δώσει, παρά πριν την αποσπάσουν από την φυσική της θέση. Πρέπει να πει κανείς λοιπόν, ότι κάτι αξιοπερίεργο συμβαίνει όταν εκείνης κάποια μορφή των θεών της δίδεται και της αποδίδεται συ τοις άλλοις και λατρεία, παρά σαν μένει ως ασκάλιστη έχει.
Ακόμη παράξενο θαρρώ πως είναι, ότι συμφώνησες Κέλσο με τον Πλάτωνα για το θεό τον άφαντο, που δεν γίνεται κανείς να περιγράψει, ενώ εδώ βλέπω να σε ενοχλούν οι κατηγορίες των Χριστιανών για αγάλματα ανθρωπόμορφων θεών, που κανείς δεν πρέπει να μπερδεύει με ασώματους ενσαρκωμένους, σαν δηλαδή τον Ιησού τον Ναζωραίο. Διόλου δεν σε ενοχλεί, ότι εκείνοι οι ανθρωπόμορφοι θεοί, όχι μόνο ανθρωπόμορφα αγάλματα κατέχουν, αλλά και κατά ολάκερη τη φύση τους είναι σαν άνθρωποι και κατά τις πιο αστείες ή θεοπλάνες συνήθειές τους. Όμως, ας μην ξεχνάμε ότι για τους ανθρωπόμορφους θεούς, λίγους Έλληνες σοφούς θα βρεις να τους υποστηρίζουν, ενώ διαφορετική γνώμη θα δεις σε άλλους από εκείνους τους γνωστούς, ως ο Ξενοφάνης, ο Εμπεδοκλής, ο Αριστοτέλης ή ο Πρωταγόρας. Αυτοί λοιπόν θα διαψεύσουνε οικτρά, τις δικές σου τις απατηλές τις γνώμες για τούτους τους ανθρωπόμορφους θεούς, για τα αγάλματά τους, ακόμη και για τους ναούς τους· διότι αν χαζό είναι κανείς να προσκυνά ετούτους τους θεούς ντουβάρια, ακόμη πιο χαζό νομίζω πως είναι να προσκυνά τα ειδώλιά τους· ανόητο είναι ακόμη και ιερά, έστω και όμορφα, να κατασκευάζει για να διατηρεί αυτά τα ειδώλια για πάντα μέσα.

Πρώτα πρώτα" θα ρωτήσω, γιατί δεν πρέπει να τιμούμε τους δαίμονες; Δεν διευθύνονται όλα σύμφωνα με την κρίση του θεού; Δεν προέρχεται από αυτόν κάθε πρόνοια; Και οτιδήποτε υπάρχει μες στον κόσμο, είτε είναι έργο θεού είτε αγγέλων είτε άλλων θεοτήτων είτε ηρώων, δεν υπόκειται στους νόμους του μέγιστου θεού; Και πάνω από το κάθε τι δεν έχει ταχθεί κάποιος που επειδή θεωρήθηκε άξιος του κληρώθηκε η δύναμη για το συγκεκριμένο έργο; Αυτόν λοιπόν που του ’ λαχε η εξουσία από τον θεό, δεν θα ’ ναι δίκαιο να τον τιμήσει όποιος λατρεύει τον ίδιο το θεό; Είναι που δεν γίνεται, λέει, ο ίδιος άνθρωπος να "υπηρετεί" πολλούς "κυρίους".
 147, 1. Αν λοιπόν κι εδώ ορίζεις ότι καθετί μες τον κόσμο είναι έργο του Θεού και των Αγγέλων, εντούτοις πολλές φορές απέπεμψες τον Ιησού, τους μαθητές Του κι όλες τις διηγήσεις για τους Αγγέλους που Αυτόν βοήθησαν σε πλείστες περιστάσεις. Κάτι θα πρέπει να ειπωθεί λοιπόν! Είτε ότι ο Ιησούς θεόσταλτός είναι, παρά θεομίσητος ως όρισες εσύ ο ίδιος, ή ότι στη γη συμβαίνουν πράγματα που υπό την διεύθυνση του Θεού καθόλου δεν θα έπρεπε εντούτοις να συμβαίνουν. Όποια περίπτωση κι αν εμείς δεχτούμε, θα καταλήξουμε στο ίδιο λογικό συμπέρασμα· πως το άδικο βρίσκεται σε εκείνη τη σκοτεινή μεριά σου, όχι στη δική μου. Μη ξεχνάς πως ο Ιησούς ο Ίδιος όρισε, ως Θεόσταλτος λέγοντας ότι είναι, πως συμβαίνουν και πράγματα στη γη, που ο Θεός ο Ίδιος διόλου δεν επιθυμεί και καθόλου δεν τα θέλει.
Οι Χριστιανοί μόνο τον Ύψιστο λατρεύουν και τους υπηρέτες Του τιμούν· άλλο λατρεία κι άλλο τιμή θαρρώ πως είναι. Αυτοί, μόνο τιμητικά προσκυνούν εκείνους που ως άνθρωποι ή άγγελοι πράττουν κατά το θέλημα του μοναδικού Θεού τους. Αντίθετα διάφοροι θεοί των άλλων σοφών λαών, όπως λόγου χάρη εκείνος ο περπατημένος Δίας, αντίθετοι υπήρξαν εξ’ αρχής ή ακόμη και μισάνθρωποι. Αυτό εύκολα κι ένα παιδί το αντικρίζει, σαν ακούσει την διήγηση για την τιμωρία του Προμηθέα, που καλό στον άνθρωπο τόλμησε να κάνει κι οι ανθρωπόμορφοι θεοί τον τιμώρησαν, για τα καλά νομίζω.
Άλογη είναι κι η γνώμη σου, σύμφωνα με την οποία οφείλουμε να τιμούμε όλα τα κτίσματα του Θεού· έτσι αν πράξουμε, όπως εσύ ορίζεις, θα τιμήσουμε αναγκαστικά κλέφτες και φονιάδες και κάθε μορφή άθεης διαστροφής. Ισχύ πολύ επίσης δίνεις με αυτά που λες, στα ζώα εκείνα κει των Αιγυπτίων, διότι κι αυτά βρίσκονται κάτω από την διεύθυνση του θεού, για την οποία νωρίτερα μας είπες. Αλλά συλλογίσου το λοιπόν, τέτοια διεύθυνση σε τί θεό αρμόζει; κι αν ποτέ σου δεις ότι μάλλον δαίμονας, παρά θεός τυγχάνει αυτός, τότε θα μπορέσεις να διακρίνεις έργα που γίνονται κατά αγαθή πρόθεση και βουλή του ενός Θεού μας, παρά από κακή πλάνη ανθρώπων ή δαιμόνων, που φυσικά τους θεωρούμε απόλυτα ελευθέρους. Διότι ελεύθεροι δεν μπορούσε να ειπωθεί ότι είναι όλοι τούτοι, όταν τα έργα τους υπό θεία διεύθυνση ή βούληση προέρχονται, δίχως αυτοί καθόλου να μπορούν σε τούτα να συμπράξουν. Κάτι τέτοιο προσβολή μεγάλη θαρρώ πως είναι, όχι μόνο προς τον άνθρωπο και το γένος των Ελλήνων, αλλά κι ενάντια προς το Θεό, που αντί να κατασκευάζει πλάσματα ελεύθερα κατ’ εικόνα κι ομοίωση Του, έφτιαξε κι όρισε ως άλλος άνθρωπος πολιτικός, σκλάβους δίχως καμία βούληση, δούλους που καταλαβαίνουν ή κινούνται κάτω από μαστίγιο ή από  βαριά αλυσίδα.
Κι αν ακόμη δεχτούμε ότι ο Ιησούς δεν είναι θεόσταλτος, αλλά θεομίσητος, όπως άλλοτε μας είπες, και δηλαδή θεοπλάνος, θα πρέπει επίσης ν’ αποδεχτούμε ότι στην γη συμβαίνουν πράγματα, πέρα και εκτός της διεύθυνσης θεών κι ηρώων ή ακόμη και του Ίδιου του Υψίστου· εφόσον μετά ακόμη και από τον Ίδιο τον Ιησού, πολλοί Χριστιανοί ενάντια στους άλλους θεούς και δαίμονες κινούνται. Εσύ είσαι που πρέπει να απομακρυνθείς από τις θέσεις που κατέχεις, μιας και τον Ιησού ως αποτέλεσμα ενάντια στον δικό σου τον θεό, φαίνεται πως βλέπεις. Συ είπες συ διαλέγεις. Η διαλογή όμως είναι προβλέψιμη κι οδηγεί τον κάθε λογικό στο συμπέρασμα πως όντως εδώ στη γη δε συμβαίνουν όλα με την διεύθυνση του Θεού. Και αν συμβαίνουν, ως είπαμε, πράγματα ενάντια ή μη σύμφωνα με τον Θεό, τότε επίσης και κάποιες από αυτές τις δυνάμεις που λες ότι κληρώθηκαν για συγκεκριμένα έργα, τα ίδια αντίθετα ή μη σύμφωνα με τις βουλήσεις του Θεού εντούτοις πράττουν· κι αυτές είναι που επιβλέπουν ή ενθαρρύνουν, τα όσα ενάντια ή μη σύμφωνα με τον Ύψιστο συμβαίνουν.
Τώρα φαντάζει εντελώς παράλογο, σύμφωνα με όσα είπα, ν’ αποδεχτούμε ή να ορίσουμε ποιες είναι οι θεότητες κι ποιοι οι ήρωες του Θεού του Υψίστου· αφού δίχως να το γνωρίζουμε, ίσως ενάντια στον Ύψιστο δύνανται ετούτοι να κινούνται. Παράλογο θα είναι, όλες αυτές τις δυνάμεις αδιακρίτως να τιμήσουμε ή και να λατρέψουμε ακόμη· μη ξεχνάς πως δύσκολα κανείς θνητός μπορεί αυτά τα πράγματα καθάρια να  χωρίσει, το ποιος δηλαδή θεός ή δαίμονας κινείται σύμφωνα με το Θεό, μιας και τη βούληση του Ίδιου του Θεού πρέπει ετούτος να γνωρίζει. Οι Χριστιανοί μια φορά κανόνες γι’ αυτά τα ζητήματα κατέχουν· οι άλλοι λαοί αμφισβητώ και λέω όχι.
Εσύ Κέλσο κι οι όμοιοι σου, λέγοντας ετούτα για τους δαίμονες ή για τη διεύθυνση του Ύψιστου Θεού, μοιάζουν με κάτι ανθρώπους που γυροφέρνουν στις αγορές και κάθε φορά συντάσσονται με την όποια εξουσία, μην τυχόν κανένα μερίδιο από τα κέρδη τους και χάσουν. Ως άλλοτε σου παρέθεσα για τους ανθρώπους και τους δαίμονες, άλλοι σύμφωνα με το Θεό διατάσσονται σαν σε μάχη κι άλλοι είναι αντίθετοί Του. Συ ας διαλέξεις αυτά που θες κι οι Χριστιανοί εκείνα που νομίζουν· μόνο ας μην πιστεύεις ότι κατέχεις την πιο λογική του σοφού εκείνη θέση.

Αυτό όμως δεν είναι παρά η γλώσσα της εξέγερσης εκείνων που υψώνουν γύρω τους τείχος και αποκόβονται από τους υπόλοιπους ανθρώπους, αποδίδοντας τα δικά τους πάθη στον ίδιο το θεό. Ναι μεν ανάμεσα στους ανθρώπους είναι εύλογο όταν υπηρετείς κάποιον να μην "υπηρετείς" και κάποιον άλλον, καθώς ο πρώτος ζημιώνεται από την υπηρεσία στον άλλο· ούτε και μπορείς, έχοντας ορκιστεί συμμαχία με έναν, να πας να συμμαχήσεις και με κάποιον άλλο, και μ’ αυτή την ίδια λογική ίσως δεν υπηρετείς ταυτόχρονα διαφορετικούς ήρωες και ανάλογες μικρές θεότητες. Όμως σε ό,τι αφορά στο θεό, που δεν τον αγγίζει ούτε βλάβη ούτε οδύνη, είναι παράλογο να προφυλάγεται κανείς και να μη λατρεύει περισσότερους θεούς, όπως θα έκανε με ανθρώπους και ήρωες και μικρές θεότητες.
 147, 2. Κακώς ομολογείς ανενόχλητος αυτές τις δικές σου τις ανοησίες· κανείς Χριστιανός τείχος δεν ύψωσε ενάντια εις τους άλλους, χωρίς οι τελευταίοι ως πρώτοι τείχος να υψώσουν γύρω από τον Ύψιστο τους. Αυτοί λοιπόν πρώτοι εξεγέρθηκαν κι αποκόπηκαν από Εκείνον με τις πολλές τους τις θεοσοφίες· ο δε Ιησούς τα τείχη αυτά θέλησε να σπάσει, ώστε όλοι να εισέλθουν στα τείχη του βασιλείου του δικού Του. Οι Χριστιανοί θαρρώ, μέσα στο βασίλειο του Θεού στα σίγουρα εμπήκαν, ενώ άλλοι πλανεμένοι απ’ έξω ιστάμενοι, νομίζοντας ότι τα τείχη των Χριστιανών αντικρίζουν, αλοίμονο δε λογίζονται ότι τα δικά τους τείχη είναι εκείνα που Χριστιανικά ορίζουν. 
Όσοι λατρεύουν περισσότερους θεούς, κλέφτες είναι κι απατεώνες, ίσως εν άγνοιά τους, διότι αυτό που ανήκει μόνο στον Ίδιο το Θεό και τον Πατέρα όλων, το αποδίδουν κάλπικα σε μικρές ανάξιες σκοτεινές υπάρξεις· κι οι δαίμονες αυτοί οι πολυλατρεμένοι, μη ξεχνάς πως έχουν τις ίδιες αυτές κατηγορίες μέσα στα άυλα κόκκαλα τους, αφού με υπερηφάνεια μπόλικη δέχονται όσα ανήκουν δικαιωματικά σε Άλλον· αν δε άνθρωποι τους κατασκεύασαν μέσα στα βαθιά τα όνειρά τους, τότε ετούτοι δεν υπάρχουν κι ούτε δαίμονες ή θεοί δεν μπορεί αλήθεια να ’ ναι· λατρεία ή τιμή καμιά δεν θα πρέπει διόλου να τους αποδίδεται, όπως δεν πρέπει να αποδίδεται φαγητό σε άνθρωπο που είναι πεθαμένος.

Αυτός που τιμά περισσότερους θεούς, τιμώντας κάτι από αυτά που ανήκουν στο μεγάλο θεό, κάνει θεάρεστη πράξη. Και δεν είναι δυνατό αυτός που τιμάται να μην έχει αξιωθεί γι’ αυτό από τον θεό. Διότι τιμώντας και λατρεύοντας όλους όσους ανήκουν στο θεό δεν τον δυσαρεστείς, αφού όλοι δικοί του είναι.
 147, 3 Γίνεται φανερό λοιπόν γιατί πολλές φορές, αν κι άλλους ήρωες και θεούς ως θεογέννητους όρισες, εντούτοις για τον Ιησού άλλες απόψεις είχες· ίσως φοβήθηκες μη τυχόν και τον Ιησού συμπεριλάβεις, μέσα σ’ όλους εκείνους που λες ότι από το Θεό αξιώθηκαν ή που σ’ Αυτόν ανήκουν.
Ομοίως για τους προφήτες, τους μαθητές και τους ακόλουθούς Του άλλοτε διακήρυξες· πως μερικοί από αυτούς, δεν θα ήταν δυνατόν από κάποιους «θεούς» ή τουλάχιστον κάποιο Θεό, ειδήσεις σημαντικές για τον Ιησού να είχαν ποτέ τους παραλάβει. Αν αυτό παραδεχόσουν τότε, σε πολλές και μεγάλες δυσκολίες θα ’ ρχόσουν τώρα. Μα γι’ αυτά σου μίλησα θαρρώ και παραπάνω και δεν μου είναι αρεστό να τα επαναλάβω· ότι μία φορά δεν φαίνεται να αρκεί, δεν αρκεί μήτε δύο.

 Και πραγματικά, όποιος ισχυρίζεται ότι μόνον ένας μπορεί να λέγεται "κύριος", μιλώντας για το θεό, διαπράττει ασέβεια καθώς διαιρεί την βασιλεία του θεού και σχηματίζει φατρία θαρρείς και γίνεται εκλογική αναμέτρηση κι υπάρχει κάποιος πολιτικός αντίπαλος του θεού.
 149, 1 Μάλλον εκείνος που θεωρεί ότι κι άλλοι θεοί υπάρχουν πέρα από τον ανώτατο Θεό, που Κύριος είναι για τους ανθρώπους και τους δαίμονες, διαιρεί την βασιλεία του Θεού σε πολλές άχρηστες φατρίες. Και ως άλλοτε είπες, εκείνος είναι που επιθυμεί να λατρεύει τους πολιτικούς Του αντίπαλους ή τους δούλους Του, παρά τον Μέγιστο Θεό.
Θα ήθελα να σταματήσω ακόμη μια φορά όμως, για να περιτριγυρίσω τις αφέλειές σου για τους πολλούς ή τον Ένα Κύριο. Αν λοιπόν ένα μόνο παλάτι κοιτάξουμε που έχει πολλούς άρχοντες κι όλοι ορίζουν τα ίδια ακριβώς πράγματα, εξήγησέ μας σοφά, τί μπορεί να χρειάζονται όλοι τούτοι δω οι κύριοι, αφού τις ίδιες αποφάσεις παίρνουν; Αν στα αλήθεια τόσοι κύριοι χρειάζονται, τότε ο καθένας τα δικά του θα πρέπει διαφορετικά πράγματα να πράττει, ενώ κάθε φατρία μέσα στο παλάτι τις δικές της γνώμες θα πρέπει να υποστηρίζει αντιμαχόμενη την άλλη. Δεν θα πρέπει να κοιτάμε δηλαδή με όσα λες παλάτι ή βασιλέα, αλλά μάλλον κάτι διαφορετικό, που δεν γνωρίζω ακριβώς τι μπορεί να είναι τόσο όμοιο με τη φαυλοκρατία.
Χαζά λοιπόν υποθέτεις Κέλσο ότι, ο Θεός ανάγκη έχει από θεούς· κανένα βασίλειο δεν έχει βασιλιάδες ή κυρίους ως επιστάτες· τέτοιες αποστολές μόνο σε κατώτερους αγγέλους ταιριάζουν παρά στον Θεό τον Ίδιο. Αν σε κάποιο παλάτι μπεις και τιμήσεις όμοια τον δούλο και τον βασιλιά ή ακόμη χειρότερα περιφρονήσεις τον τελευταίο τιμώντας ακόμη περισσότερο τον δούλο ή τους λοιπούς ενοίκους, ασέβεια θα πράξεις· και ο βασιλιάς μάλλον θα σε καταδικάσει ή θα σε αγνοήσει, παρά θα σε τιμήσει, για τούτη σου την αναιδέστατη και μεγάλη προσβολή απέναντί του και εδώ δεν διαφωνώ με όσα αναφέρεις αργότερα για τον Σατράπη.
Με όλα αυτά που γράφεις Κέλσο, τίποτα διαφορετικό δεν μας διδάσκεις, παρά ότι ο Θεός κατώτερος ακόμη και από τους θνητούς βασιλιάδες της γης τυγχάνει! Δεν μένει λοιπόν θαρρώ τίποτα άλλο, παρά στον καθένα να επιλέξει τη φατρία του· άλλοι ας είναι με τον Κύριό τους κι άλλοι με τον μαμωνά τους.

Βέβαια, αν οι Χριστιανοί δεν τιμούσαν κανέναν άλλον πέρα από τον ένα θεό, θα μπορούσαν ίσως να αντιτάξουν κάποιον ισχυρό λόγο. Τώρα όμως λατρεύουν υπερβολικά κάποιον που εμφανίστηκε μόλις πρόσφατα· κι όμως δεν νομίζουν ότι σφάλλουν απέναντι στο θεό παρ’ όλο που λατρεύουν κάποιον υπηρέτη του. Ακόμα και αν τους εξηγούσες ότι δεν είναι υιός του θεού ειδικά αυτός αλλά ότι ο θεός είναι πατέρας των πάντων και ότι μόνο αυτόν θα ’ πρεπε πραγματικά να τιμά κανείς, ετούτοι δεν θα ήθελαν παρά να τιμούν και αυτόν, που είναι ο πρώτος ηγέτης της φατρίας τους. Και τον ονόμασαν υιό του θεού όχι επειδή τιμούν υπερβολικά το θεό αλλά επειδή έτσι εξυψώνουν υπερβολικά αυτόν. Και για να αποδείξω ότι δεν είμαι προκατειλημμένος, θα χρησιμοποιήσω τα ίδια τους λόγια. Κάπου μέσα στον Ουράνιο Διάλογο λένε τα εξής: «Αν ο υιός είναι ισχυρότερος από τον θεό και κύριος του είναι ο υιός του ανθρώπου (ποιος άλλος θα γίνει κύριος του κυρίαρχου θεού;) πώς και στέκονται πολλοί γύρω από το πηγάδι και κανείς δεν πίνει από το πηγάδι; Γιατί, μολονότι έκανες τόσο δρόμο, είσαι άτολμος; Σου διαφεύγει ότι και θάρρος έχω και μαχαίρι.»45 Έτσι, το προκείμενο γι’ αυτούς δεν είναι να τιμήσουν τον υπερουράνιο θεό αλλά αυτόν που έχουν εκλάβει ως πατέρα εκείνου γύρω από τον οποίο συγκεντρώθηκαν, ώστε με το πρόσχημα του μεγάλου θεού να λατρεύουν μόνο αυτόν που τοποθετούν επικεφαλής, τον υιό του ανθρώπου, που τον ανακηρύσσουν ισχυρότερο και κύριο του "κυρίαρχου θεού". Εξ ου και κείνη η επιταγή τους, το να μη "υπηρετούν" δύο "κυρίους", προκειμένου η φατρία να διατηρείται γύρω απ’ αυτόν τον ένα.
 149, 2. Εσφαλμένες διηγήσεις φαίνεται ότι κατέχεις και λαθεμένα αναγνωρίζεις κάποιον υπηρέτη του Θεού· οι Χριστιανοί πολύ καλά γνωρίζουν ότι ο ίδιος ο Θεός σε σάρκα Ενδεδυμένος είναι. Κάτι τέτοιο καθόλου δύσκολο δεν είναι νομίζω για τον Παντοδύναμο, ως άλλοτε σου είπα.
Έπειτα εύκολα φανερώνεται το μίσος σου ενάντια στο Ναζωραίο, όταν αναφέρεσαι ειδικά σε Εκείνον, προσπαθώντας πολύ να Τον μειώσεις, λέγοντας πως Αυτός μόνο ηγέτης φατρίας τυγχάνει, ενώ ο Θεός είναι πατέρας των πάντων και των όλων. Αλήθεια Κέλσο, γιατί πατέρας του Ιησού δεν μπορεί να είναι ο Θεός, αν είναι πατέρας των πάντων; Στα αλήθεια το λοιπόν Πατέρας του Ιησού ο Ύψιστος τυγχάνει κι ο Υιός Του ο πολυαγαπητός εκ της ίδιας ουσίας χρήζει, εκείνης του Πατέρα, ενώ οι άνθρωποι ως κτίσματα μόνο υιοθετημένοι είμαστε Υιοί του Κτίστη.
Συνεπώς οι Χριστιανοί αντί για δύο Κυρίους Ένα και Μοναδικό γνωρίζουν, που τρία πρόσωπα διαθέτει· κάτι τέτοιο ένας σοφός σαν και σένα να καταλάβει πρόβλημα δεν έχει, αφού νομίζω ότι στη γνώση του κρατεί καλά τον θεό τον Ιανό, εκείνο των Ρωμαίων, παρότι εκείνος προσωπεία είχε κι όχι ασφαλώς πρόσωπα, σαν τον Τριαδικό Θεό των αδελφών μας.
Αν τιμούν και λατρεύουν υπερβολικά τον Ιησού, σε σφάλμα οι Χριστιανοί δεν πέφτουν, διότι ο Ιησούς όρισε ότι κανείς δεν αντικρίζει τον Ύψιστο αν δεν αντικρίσει πρώτα Εκείνον. Νομίζω δηλαδή πως κανείς τον ήλιο δεν αντιλαμβάνεται, αν δεν δει πρώτα το φως που εκείνος εκπέμπει.
Κι αν κανείς τα λεγόμενά σου εξετάσει, σαν επιτάσσεις ο καθείς να μην κατέχει περισσότερους από έναν Κυρίους, πάλι χωρίς αρετή και γνώση θα τα βρει, διότι ο Υιός του ανθρώπου δεν μιλά για Κυρίους θεούς αλλά για Έναν Κύριο Θεό και Κύριο της ύλης· και μέσα από τις διδαχές Του, τους μαθητές Του συμβουλεύει περισσότερο τον Ύψιστο να υπηρετούν, παρά τα του κόσμου τούτου· σαν τον Ύψιστο εκείνοι ακολουθούν, Αυτός θα τους παρέχει πλούσια εκείνο το χρήσιμο που μοιάζει να τους λείπει.

Αποφεύγουν οι Χριστιανοί να στήνουν αγάλματα και βωμούς και να ανεγείρουν ναούς, επειδή κοινός τόπος τους είναι η ασφάλεια που προσφέρει η σκοτεινή και μυστική κοινότητα. Όμως ο θεός είναι κοινός για όλους και αγαθός, δεν έχει ανάγκες κι είναι απρόσβλητος από κάθε φθόνο. Τι τους εμποδίζει λοιπόν, αυτούς που του είναι τόσο αφοσιωμένοι, να συμμετέχουν στις δημόσιες γιορτές; Και αν τα είδωλα στην πραγματικότητα είναι ένα τίποτα, γιατί είναι φοβερό να συμμετέχει κανείς στα κοινά συμπόσια·, Αν όμως υπάρχουν κάποιες θεότητες, είναι φανερό ότι κι αυτές του θεού είναι, και θα πρέπει και να πιστεύουμε και να θυσιάζουμε σύμφωνα με τα έθιμα και να προσευχόμαστε σ’ , αυτές, για να κερδίζουμε την ευμένειά τους.
 149, 3. Είσαι αλήθεια πονηρός κι αρετή δεν έχεις ενώ οι λόγοι σου είναι φοβερά κενοί και δίχως καλοσυνάτη σκέψη. Αν κι εντούτοις τους Χριστιανούς κακολογείς σε τούτη την πραμάτεια μηδέποτε να θέλεις ο ίδιος Χριστιανός να γίνεις, εντούτοις επιθυμείς από τους Χριστιανούς, όχι μόνο τον δικό σου Ύψιστο να λατρεύουν αλλά κι όλους τους άλλους τους θεούς, που ακόμη και βάρβαρη καταγωγή κατέχουν. Γιατί λοιπόν επιθυμείς εκείνο που εσύ ο ίδιος δεν το πράττεις να το πράττουμε εμείς οι Χριστιανοί; Αφού εσύ κι οι άλλοι στις εορτές για τον Ιησού καθόλου δεν μετέχετε, γιατί οι Χριστιανοί στις εορτές των άλλων θεών θα πρέπει να μετέχουν;
Και για τα συμπόσια κάτι θα σου πω· κάποτε είπες πως ο Ηράκλειτος ανάφερε ότι όποιος τα είδωλα προσκυνεί χωρίς να ξέρει τι πρεσβεύουν, ντουβάρι προσκυνεί. Κι όποιος λοιπόν από ειδωλόθυτα σε συμπόσιο τρώει χωρίς τίποτα το θεϊκό να τους αναγνωρίζει, ντουβάρια αλεσμένα κι αυτός επιθυμεί και γη και χώμα τρώει. Κι αν ακόμη χειρότερα τα είδωλα δαίμονες αναπαριστούν, παρά τον Θεό τον Ίδιο, τότε καλύτερα και δυο φορές ακόμη παραπάνω για τους Χριστιανούς τα ειδωλόθυτα να μην τα έχουν για τη δική τους βρώση.
Οι Χριστιανοί λοιπόν καμιά ευμένεια από ντουβάρια και δαίμονες δεν επιθυμούν, παρά μόνο του Υψίστου. Γι’ αυτή τους την επιλογή είναι γνωστό ότι πολλά κακά και δεινά χρεώθηκαν κι έτσι κατάντησαν, ως λες, σε σκοτεινές και μυστικές κοινότητες να στέκουν. Συ ο ίδιος κάποτε τους κακολόγησες για αυτή τους την επιλογή, επειδή την ασφάλειά τους προσπαθούσαν ορθά να επιτύχουν. Σωστά έπραξαν λοιπόν, μιας και τέτοιες θεότητες σαν εκείνες που ορίζεις, φαίνεται πως οργάνωσαν το κυνήγημα τους, αφού οι Χριστιανοί δεν θυσιάζανε μήτε προσεύχονταν σ’ αυτές για να κερδίσουν την ευμένειά τους. Αλήθεια, τί θεοί μισάνθρωποι παρά φιλάνθρωποι, είναι αυτοί, που για να συμπεριφέρνονται καλά εις τους ανθρώπους απαιτούν με το ζόρι την λατρεία;
Αντίθετα ο Χριστός των μαθητών, όχι μόνο δεν απαίτησε τίποτα με την καταραμένη βία, μιας και ελεύθερα γνώριζε πως είναι τα πλάσματά Του, αλλά δέχτηκε ακόμη και κακομεταχείρισης να τύχει αναμεταξύ τους. Αυτός λοιπόν κι αν είναι αληθινός Θεός, παρά κανένας πανούργος και πονηρός δυνάστης των ανθρώπων.
Θα πρέπει επίσης να ειπωθεί, ότι όλες αυτές οι θεότητες που επιθυμούσαν των Χριστιανών το τέλος, οικτρά ηττήθηκαν από μια σειρά μικρών εις τις σελίδες τους βιβλίων, που όλα τα ανούσια σάρωσαν εις το πέρασμά τους. Οι Χριστιανοί, αν και κάποτε σπόροι ήσαν θαμμένοι μες το χώμα και στις κρύπτες, τώρα βλαστούς κι άνθη πέταξαν και πάνω στην επιφάνεια της Γης περίλαμπρους ναούς έχουν παντού τριγύρω κτίσει. Ο δε Διάβολος θαρρώ, ίσως πάλι κάποτε μαθητές μας θα πλανέψει και κάποιες από αυτές τις θεότητες  θα πάρουν ξανά το πάνω χέρι. Μα ας μην κανείς ξεγελαστεί, διότι γραφτό είναι αυτόν τον πόλεμο ενάντια στο καλό κάποια μέρα να τον χάσει ο άτιμος· διότι Ένας είναι ο Παντοδύναμος και κανείς δεν μπορεί να Τον νικήσει, όσες ελπίδες φρούδες κι αν κατέχει. Το μόνο κρίμα είναι πως πάντα η μάχη και ο πόλεμος φέρνουν τον θάνατο ή την αιχμαλωσία για τους ηττημένους. Γι’ αυτό λοιπόν ο καθείς προσεχτικά ας ψάξει και με μεγάλη προσοχή ας διαλέξει το στρατόπεδό του· ποτέ μην παραπονεθεί ότι δεν μπόρεσε Τον Παντοδύναμο ευθέως ή πλαγίως να νικήσει· περίγελος θα γίνει, όχι μόνο των θνητών, αλλά και του πονηρού και μοχθηρού Διαβόλου.

Αν αποφεύγουν να τρώνε από το κρέας θυσιασμένων ζώων επειδή έτσι το επιβάλλει κάποια παράδοση, θα πρέπει τότε να αποφεύγουν να τρώνε ζώα σε κάθε περίπτωση -όπως ακριβώς πιστεύει και ο Πυθαγόρας, από σεβασμό στη ζωή και τα όργανα της. Αν όμως, όπως ισχυρίζονται, το κάνουν για να μη συν-διασκεδάζουν με θεότητες, τους μακαρίζω για τη σοφία τους -που σιγά σιγά το καταλαβαίνουν, ότι πάντοτε είναι ομοτράπεζοι με θεότητες· βέβαια αυτοί τότε μόνο παίρνουν τα μέτρα τους, όταν βλέπουν να γίνεται μια θυσία. Μα όταν τρώνε ψωμί και πίνουν κρασί και δοκιμάζουν φρούτα και πίνουν το ίδιο το νερό και αναπνέουν τον ίδιο αέρα, δεν τα παίρνουν τάχα από κάποιες θεότητες που τους έχει ανατεθεί η φροντίδα για το καθένα από τα παραπάνω; Ή πρέπει να μη ζούμε πουθενά και με κανένα τρόπο ή, όσοι ερχόμαστε σ’ αυτή τη ζωή κάτω από αυτές τις συνθήκες, πρέπει να είμαστε ευγνώμονες στις θεότητες που έχουν την επιστασία των επιγείων και όσο ζούμε να τους απευθύνουμε θυσίες και προσευχές, για να αγαπούν τους ανθρώπους. Εδώ ο σατράπης του βασιλιά των Περσών ή των Ρωμαίων, ή ο ύπαρχος ή κάποιος στρατηγός ή επίτροπος, ακόμα κι εκείνοι που έχουν μικρότερες εξουσίες ή αρμοδιότητες, αν τους περιφρονήσεις θα μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλο κακό -πόσο μάλλον οι εναέριοι και επίγειοι σατράπες και υπηρέτες, αν τους προσβάλεις. Όμως κι οι Χριστιανοί δεν κάνουν τίποτα διαφορετικό· μόνο που οι δικές τους θεότητες αποκτούν ισχύ μόνο αν τις αποκαλεί κανείς με βαρβαρικά ονόματα, ενώ τα Ελληνικά ή Ρωμαϊκά δεν φέρνουν τέτοιο αποτέλεσμα.
 151, 1. Κι αν  ακόμη στην Ελλάδα ο Θεόφραστος ζήτησε οι ανόητες θυσίες των ζώων ευθύς να πάψουν, όπως αργότερα εκείνος ο Απολλώνιος ο Τυανέας ζήτησε να τερματιστούν κι εκείνες των ανθρώπων, εντούτοις δεν εισακούσθηκαν. καμιά παράδοση για το κρέας των θυσιασμένων ζώων δεν υπάρχει αλλά πράξη ανδρείας των Χριστιανών θαρρώ πολύ πως είναι αυτή η συμπεριφορά τους, έπειτα από τα λόγια και τις συμβουλές του Απόστολου του Παύλου, που για τη συνείδηση των άλλων όρισε κανείς Χριστιανός τα ειδωλόθυτα ποτέ του να μην δεχτεί να φάει, ώστε κανείς των άλλων θρησκειών να μην κατηγορήσει ότι το ειδωλόθυτο το κρέας, οι μαθητές κι οι αδελφοί το τρώνε από κάποιο συμφέρον ασφαλείας· διότι ασφάλεια οι Χριστιανοί μόνο από τον Παντοδύναμο δέχονται, παρά από κάποιες άλλες δυνάμεις· και συ Κέλσο κάποτε όρισες ότι κανείς δεν πρέπει να απομακρυνθεί ή να απαρνηθεί τις δοξασίες του, προκειμένου να αποφύγει τους κινδύνους.
Όσοι μπορούν τα λόγια του Πυθαγόρα, αυτά που λες, να τα δεχτούν, παρά την ασθένεια της σάρκας, ευλογημένοι να είναι, είτε στους Χριστιανούς ανήκουνε είτε σε κάποια άλλη θρησκευτική ομάδα. Μα επίσης πολύ καλά γνωρίζεις θαρρώ, ότι κάθε θυσιασμένο ζώο σε θεό είναι αφιερωμένο κι όποιος σε τέτοιο τραπέζι από το θυσιασμένο ζώο τρώει, ομοτράπεζος με εκείνο τον θεό ευθύς αμέσως γίνεται· κι αν εκείνος ο θεός διόλου δεν υπάρχει, τότε οι ομοτράπεζοι τιμώντας τον παραμελούν του κόσμου τον Ύψιστο Θεό που πραγματικά Θεός είναι του κόσμου τούτου και του επόμενου.
Εσύ Κέλσο κι οι όμοιοι σου, αυτά κι άλλα ακόμη πονηρά υποστηρίζετε· λες με αφέλεια ότι κάθε φορά που κανείς κρασί, ψωμί και φρούτα τρώει, είναι μαζί και ομοτράπεζος με άλλες θεότητες. Μα νομίζω ότι οι Χριστιανοί άλλο Θεό μακάριο στον τραπέζι τους καλούνε κι όλοι οι άλλοι μπορούν στο καλό· να πάνε στους Χριστιανούς σε τίποτα δεν χρειάζονται ετούτοι οι θεοί που αναφέρεις.
Ως άλλοτε σου είπα, ο αέρας και τα δώρα της φύσης, δώρα του Ύψιστου στον άνθρωπο είναι παρά επιστασίες άλλων θεοτήτων. Οι Χριστιανοί πιο σοφοί από τους λοιπούς πιστούς τυγχάνουν, διότι κανείς από αυτούς τους Σατράπηδες που αναφέρεις κακό κανένα δεν μπορεί να σου κάνει, αν ποτέ σου δεν περιφρονείς τον Ύψιστο κι έχεις επιπλέον καλές κι αγαθές σχέσεις μαζί Του· διότι αυτοί οι σατράπες, αν όντως υποθέσουμε ότι υπάρχουν, είναι ανίσχυροι μπροστά στον βασιλέα κι ουδέποτε ο καθείς τους πράττει κάτι που ο βασιλέας ο ίδιος δεν έχει διατάξει, εκτός κι αν δεχτούμε την δική σου άποψη· ότι δηλαδή κάποιοι από αυτούς τους Σατράπηδες ενεργούν δίχως την άδεια του βασιλέα, αντιπράττοντας πολλές φορές και πέρα από τη θέλησή του. Μα θαρρώ πως αν δεχτούμε ότι επίγειοι κι εναέριοι σατράπες αντιπράττουν στον Ύψιστο Θεό, θα πρέπει ακόμη να δεχτούμε όσα οι Χριστιανοί δέχονται για τον Διάβολο και την αντίπραξή του. Και ας μη ξεχνάς λοιπόν ότι όλα αυτά τόσο χειρότερα συμβαίνουν, όταν κανείς ούτε τον ίδιο τον βασιλιά δεν τιμά. Τότε αλίμονο· σαφώς οι Σατράπες μπορούν να του κάνουν κακό αφού καμιά προστασία από τον Ύψιστο δεν θα ’ χει.
Εδώ βέβαια καλό θα ’ ναι να δεις, ο Χριστός ως βασιλιάς πόσο καλός και δίκαιος με τους υπηκόους Του είναι, εφόσον αν και συ πολλές φορές Τον βλασφήμησες, εντούτοις Αυτός τον κόσμο όλο έφτιαξε και τον αέρα και μαζί με το νερό σου τα προσφέρει φιλανθρώπως· κι όχι μόνο κανένα κακό δικό σου δεν ζήτησε ποτέ, αλλά τη σωτηρία και τη γιατρειά σου πρόσφερε πάνω στον Σταυρό, ενώ στους αδελφούς όρισε να σου δίνουν και το ιμάτιο τους, αν τυχόν και το χιτώνα τους αρπάξεις ή ληστέψεις.

Ο Χριστιανός λέει: Ορίστε, στάθηκα μπροστά στο άγαλμα τον Δία ή τον Απόλλωνα ή οποιονδήποτε θεού και το βλασφημώ και το βαράω και δε μου κάνει τίποτα. Μα δεν βλέπεις, καλέ μου άνθρωπε, ότι και τη δική σου θεότητα τη στήνει κάποιος απέναντι του και όχι μόνο την προσβάλλει αλλά και την εξορίζει πέρα από στεριά και θάλασσα και σένα τον ίδιο, που σαν ανάθημα είσαι αφιερωμένος σ’ αυτήν, σε συλλαμβάνει και σε ανασκολοπίζει· και η θεότητα ή -όπως λες εσύ- ο γιος του θεού ούτε που τον τιμωρεί καθόλου. Ένας ιερέας του Απόλλωνα ή του Δία θα αποκρινόταν, «αργοπορημένα αλέθουν οι μύλοι των θεών», και «στα παιδιά των παιδιών που γεννιούνται τελευταία». Εσύ βέβαια βρίζεις και κοροϊδεύεις τα αγάλματα τους, γιατί αν είχες μπροστά σου κι έβριζες τον ίδιο το Διόνυσο ή τον Ηρακλή δεν θα απομακρυνόσουν έτσι χαρούμενος· το δικό σου το θεό όμως τον είχαν ζωντανό μπροστά τους και τον τιμωρούσαν κι οι δράστες δεν έπαθαν το παραμικρό, όχι μόνο εκείνη την ώρα αλλά και στην υπόλοιπη ζωή τους. Τι το παράδοξο έκανε εκείνος ώστε να γίνει πιστευτό ότι δεν ήταν αγύρτης αλλά γιος του θεού; Και αυτός που έστειλε το γιο του για να μας φέρει κάποιο μήνυμα, καθόταν και παρακολουθούσε την τόσο σκληρή τιμωρία του γιου που εξ αιτίας της χάθηκε και το μήνυμα, κι ύστερα από τόσο καιρό εξακολουθεί να μη δίνει σημασία; Ποιος πατέρας μπορεί να ’ ναι τόσο ανόσιος; Ο Ιησούς ήθελε ο ίδιος, όπως λες, και γι’ αυτό άφηνε να του φέρονται υβριστικά. Αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ίδιο ισχύει και γι’ αυτούς που προσβάλλεις εσύ, και γι’ αυτό ανέχονται τις προσβολές. Καλύτερα να συγκρίνουμε τα όμοια με τα όμοια, βλέπεις, μόνο που ετούτοι (οι άλλοι θεοί) τιμωρούν αυστηρά αυτόν που τους προσβάλλει και ο τελευταίος είτε τρέπεται σε φυγή και κρύβεται είτε συλλαμβάνεται και σκοτώνεται.
 153, 1 Αυτά τα παραδείγματα των Χριστιανών που αναφέρεις, νομίζω ότι ακραία πολύ πως είναι· ο ορθός και δίκαιος Χριστιανός μάλλον με τη ζωή και τη διδαχή του φανερώνει το ποιόν του, παρά με επισφαλής κομπορρημοσύνες σαν τους φιλοσόφους.
Πράγματι, πολλοί μπορούν και βρίζουν τις θεότητες και τα αγάλματά τους ενώ κανείς τους δεν πεθαίνει, διότι ανάλογα κι όμοια με το προσκύνημα των ντουβαριών, εκείνων του Ηρακλείτου, υπάρχει κι η ύβρις προς τα ίδια τα ντουβάρια. Οι Χριστιανοί λοιπόν για χάρη του Θεού τους θάνατο και καταδίκες δεν φοβούνται και νομίζω πολλοί το απέδειξαν με τη θέλησή τους. Για τα ντουβάρια νομίζω κανείς δεν επιθυμεί, αλλά ούτε κι αξίζει να χάσει την πολύτιμη ζωή του.
Ο δε Θεός των Χριστιανών, που έστειλε τον Υιό Του για να μας φέρει κάποιο μήνυμα, κι ας πούμε ότι αυτό το μήνυμα της Αναστάσεως ήταν, όχι μόνο παρακολουθούσε την, καθώς λες, τιμωρία του Υιού Του, αλλά ήταν κι Εκείνος που βασικά τη σχεδίασε με την ανέχειά Του· διότι σύμφωνα με όσα κι εσύ προηγουμένως υποστήριξες, όταν ο Υιός διστακτικά σε Εκείνον προσευχήθηκε, Εκείνος με το θέλημά Του ισχυροποίησε τον μονάκριβο Υιό Του, ώστε να διέλθει την οδό του μαρτυρίου. Και βεβαίως Κέλσο να ’ σαι σίγουρος ότι το μήνυμα διόλου δε χάθηκε, αλλά σαν την φωτιά διαδόθηκε και θα εξακολουθεί να διαδίδεται ακόμη. Αν αντιθέτως ο Θεός επενέβαινε ενάντια στο δικό Του σχέδιο, τότε Αυτός ο Θεός δεν θα ήτανε σοφός κι η σοφία Του δεν θα ήταν μεγαλύτερη από εκείνη τη δική σου ή του ενός ληστή, που στο σταυρό κρεμάστηκε και το Δάσκαλό μας προκάλεσε με την αναίδειά του.
Ας μη βιάζεσαι Κέλσο τον Ουράνιο Θεό Πατέρα να κακοχαρακτηρίσεις ως γονέα, παραβλέποντας πονηρά ότι ο Πατέρας δεν έχει μόνο έναν Υιό, αλλά πολλούς ακόμα, που αν και θεοί αυτοί δεν τυγχάνουνε, εντούτοις στην ίδια θεία οικογένεια ανήκουν· διότι όποιος στην οικογένεια του Θεού ανήκει, μόνο θείος μπορεί να είναι και τίποτα άλλο.
Καλά λες έπειτα ότι ο Ιησούς ανέχονταν όλες τις προσβολές. Το σχέδιο Του μόνο μέσα από τέτοιες ανθρώπινες θλίψεις μπορούσε να εκπληρωθεί· κάτι τέτοιο δεν νομίζω να ισχύει για το θεό τον Διόνυσο ή τον ήρωα Ηρακλή. Εσύ ο ίδιος άλλωστε νωρίτερα ομολόγησες ότι αν τολμούσε κάποιος να τους προσβάλει, ενόσω ακόμη ζούσαν, δεν θα απομακρυνόταν τόσο χαρούμενα. Και αυτό συγκεκριμένα στο Διόνυσο συνέβηκε ως είδαμε, όταν φυλακίστηκε ο θεός κι ο Δαίμονας τον ελευθέρωσε κι ευθύς ο πρώτος την εκδίκησή του αμέσως πήρε. Τώρα θαρρώ πως βασιλιάς ή στρατηγός που με το σπαθί στο χέρι επιβάλλει το σεβασμό και την τιμή ανάμεσά στους άνδρες του, καμιά ουσιαστική αξία δεν έχει· ο πραγματικός σεβασμός κι η αληθινή τιμή, από όσο γνωρίζω, κερδίζονται με μόχθο· ποτέ δεν επιβάλλονται. Άνδρες στους οποίους ο σεβασμός κι η τιμή προς το στρατηγό τους επιβάλλεται, γρήγορα θα εξεγερθούν ενάντια του, όταν μισητός πολύ θα γίνει μεταξύ τους εκ της βίας. Παραδείγματα τέτοια όλοι είδαμε πολλά στη Ρώμη, σαν κάθε μικρό χρονικό διάστημα οι αυτοκράτορες δολοφονούνταν από στρατιώτες κι από συγγενείς, στους οποίους η τιμή κι ο σεβασμός προς αυτούς περισσότερο είχαν επιβληθεί, παρά κερδηθεί μέσα από τις μάχες ή από τις κοινωνικές τους σχέσεις.
Ο Θεός των Χριστιανών σε θείο πνευματικό στράτευμα καλεί μα ο καθένας εντάσσεται εκεί ολομόναχός του· διότι ο δρόμος της αρετής και του Θεού ουδέποτε γίνεται να επιβληθεί στα ελεύθερα πλάσματά Του. Η τιμωρία ασφαλώς περιμένει εκείνους που στα σχέδια του Θεού αντιτάσσονται και που ανθρώπους ενάρετους σε κολάσιμους μετατρέπουν· ας είναι γνωστό ότι αυτή η τιμωρία στην ψυχή αναφέρεται και στην μετέπειτα ζωή ως έλλειψη ευλογίας, παρά σε φυλακές, συλλήψεις κι άλλες όμοιες τιμωρίες των ανθρώπων, που αναλαμβάνουν θεοί σαν εκείνους που αναφέρεις εδώ στον γήινο τον κόσμο. Έτσι, κι αν οι άλλοι οι θεοί, όπως λες, τους Χριστιανούς σκοτώνουνε δια μέσω τρίτων, ανίσχυροι εντελώς φαντάζουν, μιας και κανείς από εκείνους τους θεούς αυτούσια δεν το πράττει· μα ακόμη πιο πολύ, διότι κανενός τη ψυχή δεν φαίνεται να εξουσιάζει και όλη η τιμωρία περιστρέφεται γύρω από την σάρκα, λες κι εκείνοι να υποστηρίζουνε θαρρείς το δικό μας δόγμα, εκείνο εκεί της ψυχικής της αφθαρσίας.

Είναι ανάγκη να απαριθμήσω τα όσα έχουν προφητευτεί με λόγια θεόπνευστα είτε από τους προφήτες των μαντείων είτε από ιερείς και ιέρειες του Ερμή,* τα όσα αξιοθαύμαστα ακούστηκαν από τα άδυτα τους ή τα όσα φανερώθηκαν από τα θυσιασμένα ζώα και από άλλα θεϊκά σημάδια; Σ’ άλλους ανθρώπους πάλι παρουσιάστηκαν καθαρές εικόνες. Γεμάτη από τέτοια είναι η ανθρώπινη ζωή. Πόσες πόλεις εξάλλου άκμασαν χάρη στους χρησμούς και γλίτωσαν από αρρώστιες και λιμούς, κι από την άλλη, πόσες αδιαφόρησαν γι’ αυτούς ή δεν τους πρόσεξαν και καταστράφηκαν; Και πόσες δεν στάλθηκαν να ιδρύσουν αποικία και επιδιώκοντας αυτά που είχαν χρησμοδοτηθεί, βρήκαν την ευτυχία; Πόσοι άρχοντες και πόσοι απλοί πολίτες δεν βρέθηκαν, σύμφωνα με χρησμούς, σε καλύτερη ή χειρότερη κατάσταση; Και πόσοι, που το ’ φερναν βαριά τ’ ότι ήσαν άτεκνοι, δεν απόκτησαν κείνο που ζήτησαν, και πόσοι δεν γλίτωσαν από την οργή κάποιων θεών; Πόσοι δεν γιατρεύτηκαν από σωματικές αναπηρίες; Και πάλι, πόσοι πρόσβαλαν τα ιερά και δεν τιμωρήθηκαν την ίδια στιγμή -άλλοι μένοντας επί τόπου με χαμένα τα λογικά κι άλλοι, που διατυμπάνισαν τις πράξεις τους, είτε αυτοκτόνησαν είτε παγιδεύτηκαν σε αγιάτρευτες αρρώστιες. Αλλά και μέσα από το ίδιο το άδυτο κάποιοι απ’ αυτούς έμειναν κεραυνοβολημένοι από μια δυνατή φωνή.
 155,1. Αστεία πράγματι όλα αυτά που εσύ υποστηρίζεις, όχι για μας τους Χριστιανούς, μα για τους δικούς σας τους απίστους· οι Χριστιανοί θαρρώ τους προφήτες τους καλά άκουσαν και τον Υιό του Θεού Ιησού Χριστό αμέσως δέχτηκαν· πολλοί δε από αυτούς που εσύ μας παρουσιάζεις, αν και προφητείες θεόπνευστες, ως λες, τα μαντεία τους φανέρωσαν, εκείνοι την πλάτη τους γύρισαν και λοξοδρομήσανε. Οι Χριστιανοί λοιπόν τα έχουν καλά με το Θεό τους και με τους προφήτες, μα εκείνοι όμως που τα μαντεία και τα άδυτά τους δέχονται πως φανερώνουν θεϊκά σημάδια πες μου, γιατί τον Ιησού αρνήθηκαν αν και σημάδια υπέρ Αυτού εμφανίστηκαν και εκεί μέσα ακόμη; Τέτοιοι σοφοί σαν και αυτούς που παρουσιάζεις, όχι μόνο ασεβείς προς τον Ιησού τυγχάνουν, αλλά απέναντι και στα μαντεία τους τα ίδια, που για Εκείνον τους μίλησαν όταν ο Θεός τους έδωσε εξ ουρανού την άδεια.
Έπειτα εσύ Κέλσο, ως άλλος ένας απαίδευτος ακόμη, νομίζεις τα θυσιασμένα ζώα ότι σημάδια θεϊκά φανερώνουν, μα τέτοια πράγματα σοφά μήτε οι πιο βάρβαροι δεν λένε· ένας άνθρωπος ζωντανός δηλαδή πολλά περισσότερα σοφά και θεϊκά σημάδια μπορεί να παρουσιάσει σε κάποιον, παρά νεκρός κι ακίνητος· το ίδιο θαρρώ ισχύει ακόμη περισσότερο και για τα άψυχα και πεθαμένα ζώα. Κι αν εσύ νωρίτερα τον άνθρωπο νεκρό τον όρισες ως απλή ακαθαρσία, πώς τώρα σπλάχνα ζώων νεκρών ζητάς να δεις και τα σκαλίζεις, μπας και σου φανερωθεί το μέλλον, και συν αυτά θεόπνευστα ορίζεις επιπλέον τα λόγια ετούτα; Μάλλον πολύ ακάθαρτα θα πρέπει να είναι αυτά τα λόγια, που απ’ του ψοφιμιού πηγάζουνε τα ζεστά κι λερωμένα σπλάχνα.
Αν κι άλλοτε τους μαθητές του Χριστού κατηγόρησες ότι βλέπουνε φαντάσματα, έστω κι αν εκείνοι με τα χέρια τους ψηλάφισαν και νιώσαν, εντούτοις τώρα δεν αισχύνεσαι να μιλείς για καθαρές εικόνες, λες και η καθαρότητα μιας εικόνας αντιστοιχεί και αναλογεί όμοια κι ίσια με την αλήθεια που εκείνη φανερώνει· άλλα πιο σοβαρά κριτήρια λες να μην υπάρχουν;
Εκείνους τους χρησμούς μαντείων που άκουσαν πόλεις που άκμασαν και σώθηκαν τους παρατηρήσαμε εμείς οι Χριστιανοί· άξιους ψόγων τους ορίσαμε αυτούς, τα μαντεία κι ακόμη τους θεούς τους, σαν χρειάζονται πράγματα να γίνονται όπως εκείνα τα αισχρά που διαπράχθηκαν στην περίπτωση της Μακαρίας, κόρης όμορφης αρχοντικής γενιάς, που θυσιάστηκε για να επαληθευθεί ο χρησμός της νίκης των Ηρακλειδών επί των Αργείων· διότι σύμφωνα με όσα λένε, αν η Μακαρία δε θυσιάζονταν ο χρησμός μάλλον δε θα έβγαινε αληθινός, παρά στα σίγουρα ψεύτικος κι άστοχος για εκείνους τους ευκολόπιστους. Τώρα πως γίνεται ο χρησμός ενός μαντείου να εξαρτάται από μια ανθρωποθυσία άγνωστο μου είναι· μάλλον φανερώνει θεούς που για να βοηθήσουν κάποιους πολεμιστές ή κατοίκους προστρέχουν να βρουν αίμα ανθρώπινο να χυθεί στον ανεπαίσχυντο βωμό τους.
Κι οι άλλοι επιτυχείς χρησμοί περισσότερο θα πρέπει να αναζητηθούν στους σοφούς άνδρες που τα μαντεία αποτελούσαν, παρά στην επέμβαση θεών, διότι και για μαντείες διφορούμενες άκουσα, που δεν νομίζω να ταιριάζουν σε θεούς. Τέτοιοι θεοί με διφορούμενους χρησμούς στο στόμα, μοιάζουν θαρρείς με οντότητες, που δεν ξέρουν τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον και όλα πονηρά τα τακτοποιούν έτσι τα μαντικά τους λόγια, ώστε όπως κι αν οι άνθρωποι να πράξουνε, αυτοί και τα λόγια τους να επιβεβαιωθούν. Κάτι τέτοιους χρησμούς, έστω κι αν δείχνουν μια κάποια σοφία, εντούτοις δεν γίνεται σε θεούς αποκλειστικά να αποδοθούν· τέτοιες κι ανάλογες πονηρές τακτικές, κάλλιστα ανθρώπων θνητών γνωρίσματα είναι, παρά κάποιων αθανάτων.
Έτσι Κέλσο, ακόμη κι αν εμένα προσωπικά ρωτούσες να σου πω αύριο αν θα βρέξει και σου ‘λεγα μπορεί ναι, μπορεί κι όχι, σοφός θα ήμουν· διότι σε λάθος δεν θα έπεφτα, αλλά εγώ ο ίδιος θεός δεν θα ’ μουν, αφού στα σίγουρα δε θα ήξερα να πω στα σίγουρα και ξεκάθαρα αύριο τι θα γίνει· κι ο Θεός νομίζω κάτι τέτοιο μπορεί να το πράξει, εφόσον γι’ αυτόν ο χρόνος δεν υπάρχει.
Γι’ άλλους έπειτα μάντεις διάβασα, που σχέση με θεούς δεν νομίζω να κατέχουν. Ο Οφιονέας λοιπόν σαν μάντης τρανός που ήταν, το μέλλον γνώριζε να σου πει, αν πρώτα τη ζωή σου σε εκείνον διηγούσουν. Αν όντως όμως μάντης του Θεού αληθινός ετύγχανε, δε θα έπρεπε τη ζωή σου να ζητάει, ώστε τα μελλούμενα ευκολότερα να μπορεί να διηγηθεί με τη βοήθεια της τύχης.
Και για όλα τα αγαθά που ο καθείς λαμβάνει από αυτούς που θεούς θέλει να αποκαλεί, νομίζω πως σου μίλησα και ζήτησα καλά ο καθείς να εξετάζει, ποιος είναι αυτός που το καλό προς σε εκείνον πράττει κι αν οι σκοποί του είναι επιπλέον αγαθοί.
Όσο αφορά εκείνο που μαρτυράς για τις τιμωρίες των ασεβών, συ ο ίδιος μόνος σου τις αρνήθηκες όταν έφερες για παράδειγμα τους Χριστιανούς που τα αγάλματα υβρίζουν και τίποτα κακό δεν τους συμβαίνει, ενώ στους πιστούς εκείνων των μαντείων πολλά κακά μαρτυρείς, λες κι εκείνοι οι θεοί περισσότερο τιμωρούν τους δικούς τους πιστούς παρά τους Χριστιανούς, δείχνοντας για ακόμη μια φορά τι σόι θεοί είναι τούτοι, αφού και τους πιστούς τους βασανίζουν και τους Χριστιανούς, που προστατεύονται από τον Ύψιστο Θεό, ανίκανοι είναι να πειράξουν· εκτός κι αν ετούτοι οι τελευταίοι κατά κάποιο τρόπο τους δώσουν πάτημα εισερχόμενοι μες τα ιερά ή στα τρανά τους τα μαντεία, αναζητώντας επείγουσες και μαγικές λύσεις στα ανθρώπινα ματαιόδοξα προβλήματά τους.

Μάλιστα, καλέ μου φίλε, όπως ακριβώς εσύ πιστεύεις σε αιώνιες κολάσεις, κάτι παρόμοιο πιστεύουν και οι ερμηνευτές -οι ιερείς και οι μυσταγωγοί- εκείνων των ιερών. Και με τις κολάσεις που εσύ απειλείς τους άλλους, εκείνοι απειλούν εσένα. Ποια από τα δυο είναι πιο αληθινά και ποια υπερτερούν, αυτό είναι κάτι που μπορεί να εξεταστεί. Γιατί στα λόγια κι οι δύο πλευρές υποστηρίζετε η καθεμιά τα δικά της· αν όμως ζητηθούν αποδείξεις, εκείνοι έχουν να επιδείξουν πολλά και ξεκάθαρα, βγάζοντας στο φως τα έργα κάποιων θείων δυνάμεων καθώς και χρησμούς από μαντεία κάθε είδους.
 155, 2. Αν λοιπόν εκείνων οι κολάσεις σαν των Χριστιανών μοιάζουν και κανένα δεν μπορείς να πεις ποιο είναι πιο αληθινό και ποιο υπερτερεί, παρά μονάχα ξέρεις να παραδεχτείς ότι εκείνοι αποδείξεις πολλές και ξεκάθαρες έχουν να επιδείξουν, τότε καλά ας συλλογιστείς λοιπόν· διότι τούτοι δω αποδείξεις κολάσεων έχουν παρά θεών ή θεού· οι ίδιοι οι θεοί αυτών αν τυχών και τους αμφισβητήσεις, σε κάκιστο μέρος εκείνοι οι ίδιοι σε πετούν, παρά κάποιος που αντίπραξη τους κάνει. Οι Χριστιανοί θαρρώ για απόδειξη Θεού μιλήσανε κι όχι για αποδείξεις περί τις κολάσεις· διότι ο Θεός των Χριστιανών Σωτήρας από τις κολάσεις των άλλων ιερέων και μυσταγωγών είναι, παρά ο ίδιος απειλητική θεία δύναμη για τον καθένα.
Αν Κέλσο στα αλήθεια θέλεις τρανότερη απόδειξη για το ποιος πράγματι ο Αληθινός Θεός τυγχάνει, μελέτησε του Ναζωραίου την Ανάσταση την αληθινή, που το θάνατο με μιας κατάργησε, εκείνον της ανθρώπινης της Σάρκας. Νομίζω ότι και τα σκουλήκια κατέχουν αρκετή σκέψη και σοφία να σου πουν ότι ο θάνατος είναι ο απαράβατος κανόνας μες την πλάση· αλήθεια λοιπόν μόνο ο Αληθινός Θεός θα μπορούσε ποτέ Του ευκόλως να τον ξεπεράσει ενώ πλείστοι άλλοι λες και σε τείχος απόρθητο προσκρούουν και τα κορμιά τους χάνονται μαυρισμένα από το αίμα, σαν τους πολιορκητές της Τροίας τα δέκα πρώτα εκείνα δύσκολα χρόνια του πολέμου· κανείς τους δεν γυρίζει πίσω.

Κι ακόμα, πώς δεν είναι παράλογο, από τη μια να επιθυμείτε και να ελπίζετε ότι το ίδιο το σώμα θα αναστηθεί, ως το καλύτερο και πολυτιμότερο πράγμα που έχουμε εμείς οι άνθρωποι, κι από την άλλη να το ρίχνετε καταφρονημένο στις τιμωρίες; Αλλά με όσους το πιστεύουν αυτό και έχουν ταυτιστεί με το σώμα τους δεν αξίζει να συζητάει κανείς πάνω σ’ αυτό το θέμα· γιατί αυτοί, εκτός που είναι απαίδευτοι με ακάθαρτη ψυχή και στερημένοι από κάθε λογική, πάσχουν από την ίδια την αιρετικότητά τους. Γι’ αυτούς όμως που ελπίζουν ότι η ψυχή ή ο νους (είτε πνευματικό θέλουν να τον αποκαλούν είτε πνεύμα διανοητικό, ιερό και μακάριο είτε ψυχή ζωντανή είτε έκγονο θείας και ασώματης φύσης υπερουράνιο και άφθαρτο είτε οτιδήποτε άλλο τους αρέσει), θα παραμείνουν αιώνια με το θέλημα του θεού, γι’ αυτούς θα μιλήσω. Γιατί έχουν δίκιο να πιστεύουν ότι όσοι έζησαν ενάρετα θα βρουν την ευδαιμονία ενώ οι άδικοι θα υποφέρουν από αιώνια δεινά, κι ακόμα, ότι αυτό το δόγμα ούτε αυτοί ούτε κανένας άλλος άνθρωπος δεν πρόκειται να το εγκαταλείψει.
 155, 3. Κανείς από τους Χριστιανούς στις τιμωρίες άλλων δεν το έριξε παρά του εαυτού του κι όλοι καλά γνωρίζουμε ότι κανένας δρόμος της αρετής δεν περνά μέσα από την καλοπέραση κι από το γλέντι· ως κι ο Ηρακλής, που πολλές φορές μαρτύρησες, έτυχε να διαλέξει ανάμεσα στη ζωή την εύκολη και εκείνη με τις δυστυχίες, έστω κι αν η δύναμή του, ήταν όπως λένε, η μεγαλύτερη μεταξύ των ανθρώπων και θα μπορούσε πολύ εύκολα τίποτα να μην κάνει ενώ πολλούς δούλους στην υπηρεσία του θα μπορούσε παράλληλα κάθε μέρα να ’ χει.
Ουδένας εκ των Χριστιανών το σώμα του σε δυστυχίες δεν το ρίχνει· μα για τις δυστυχίες των κορμιών των Χριστιανών άλλοι ευθύνονται και συ γνωρίζεις πολύ καλά αυτοί ποιοι είναι. Ο δε Ιούδας που αυτοκτόνησε, ως ο πιο κακός άνθρωπος θεωρήθηκε, όχι επειδή από σφάλμα του πρόδωσε το Δάσκαλό του, αλλά γιατί δε μετανόησε γι’ αυτό κι έθεσε τέρμα στη ζωή του. Κι όποιος ειλικρινά μετανοεί, τη ζωή του αγαπάει· διότι η μετανοημένη αμαρτία, αμαρτία πλέον δεν είναι και δεν οδηγεί κανέναν σε αυτοκτονία.
Αν οι Χριστιανοί αδιαφορούν για τη ζωή εφόσον, ως λες, το σώμα τους το πολυτιμότερο τους αγαθό είναι παρά εκείνη η ψυχή τους, αυτό οφείλεται στην πεποίθησή τους για τη συνέχειά της πρώτης, που μετά το θάνατό τους περιμένει. Καθείς θα περίμενε από σοφούς σαν και σένα λιγότερο το θάνατο από τους Χριστιανούς να λογίζονται, αφού για εκείνους η ψυχή είναι αθάνατη, ενώ το σώμα τους ούτως ή άλλως πτώμα είναι. Αυτό λοιπόν κι αν είναι παράδοξο· εκείνοι που το σώμα στη νέα γη αποδέχονται να φοβόνται λιγότερο τον θάνατο και την καταστροφή του σώματός τους από θηρία, φωτιές, λάδια καπνιστά κι αρένες, από εκείνους που το σώμα αυτό διόλου δε δέχονται και που το θεωρούν απλά ένα πτώμα. Άξιοι λοιπόν των Χριστιανών οι άλλοι αν είναι, ας αφήσουν τις διασκεδάσεις και τη μέθη κι ας περάσουν στη δυστυχία της ψυχής, όπως ανάλογα οι Χριστιανοί τα σώματα τους σε δυστυχία, ως λες, τα ρίχνουν.
Εσύ Κέλσο κι όλοι εκείνοι που το σώμα καταφρονείτε ως κάτι βρώμικο, γιατί δεν το σκοτώνετε παρά το διατηρείτε; Αν λοιπόν ο Πλάτωνας, ως σοφός αρχαίος άνδρας όρισε ότι, ο φιλόσοφος πρέπει να επιθυμεί στα γρήγορα στον Άδη να πηγαίνει, τότε πως κι εσύ δεν το σκοτώνεις αυτό το δικό σου σάπιο σώμα, ώστε μαζί του βέβαια ευθύς να συμφωνήσεις; Θαρρώ γκρεμοί, θάλασσα, δηλητήρια και μαχαίρια άφθονα υπάρχουν κι εύκολο πολύ θα είναι την καθαρή ψυχή σου να ελευθερώσεις. Σκότωσε λοιπόν αν θεωρείς σωστό κι όλους αυτούς τριγύρω σου, ώστε τις ψυχές τους να λυτρώσεις, μόνο τάχα μην υποστηρίξεις ότι ο Θεός θα οργιστεί μαζί σου μιας κι έπραξες κάποιο φόνο, εφόσον ο δικός σου ο θεός δεν έφτιαξε ποτέ του αυτό το τόσο κακό το σώμα· θαρρώ δεν θα μπορεί ποτέ του να σε κακολογήσει. Μάλλον θα σε επαινέσει κιόλας, εφόσον δημιουργός μόνο των καλών ψυχών τυγχάνει, έστω κι αν εδώ ξανά παράλογα κατηγορείς τους Χριστιανούς ως απαίδευτους με ακάθαρτή ψυχή, λες κι ο δικός σου ο Θεός όχι μόνο ικανός για να κατασκευάσει σώμα, αλλά ούτε και καθαρή ψυχή δεν είναι, κι ας είναι αυτή ως είπες κάποτε δικό του μέρος.
Κι αν εδώ κακολογείς τους Χριστιανούς ότι βασανίζουν τα κορμιά τους διότι τη βασιλεία του Θεού τους προσδοκούν, εντούτοις διόλου παράδοξο δεν σου φαίνεται ότι κι οι αθλητές των Ελλήνων εις την Ολυμπία για χρόνους πολλούς ταλαιπωρούσαν εκείνα τα δικά τους, με μόνο στόχο την ευμένεια του θεού τους, αξιώνοντας να επιτύχουν επίγεια ευτυχία, παρά εκείνη της ψυχής στον άλλο κόσμο· ακόμη κι όταν μερικοί από δαύτους την ώρα της ιερής της στέψης από συγκίνηση ξεψύχησαν κι άφησαν στο χώμα τα έρμα τα κορμιά τους, εσύ πάλι σιωπάς. Μάλιστα, κάποιοι από αυτούς τους τελευταίους Ολυμπιονίκες νόμιζαν, ότι σαν τους αγώνες κατάφερναν ευθείς να τους κερδίσουν, θα γίνονταν θεοί μακάριοι κι θα έπαυαν πλέον θνητοί να είναι. Βέβαια εμείς το είδαμε ξεκάθαρα το πόσο θεοί γινήκαν.
Όλα αυτά λοιπόν κι αν είναι λόγια απαίδευτου που του λείπει κι η στοιχειώδη θεία γνώση· πριν τολμήσει τους Χριστιανούς για την αρετή τους να ελέγξει, θα έπρεπε μέσα του να δει αν όσα νομίζει ότι σοφά κατέχει ευσταθούν κι είναι καθαρά κάτω από το δυνατό κι άπλετο φως του λαμπερού μας ήλιου της δικαιοσύνης.

Επειδή όμως οι άνθρωποι γεννήθηκαν δεμένοι μ’ ένα κορμί, είτε διότι έτσι υπαγόρευε η οικονομία του κόσμου είτε τιμωρούμενοι για τα σφάλματα τους είτε επειδή η ψυχή βάρυνε από κάποια πάθη και βρίσκεται εδώ μέχρι να εξαγνιστεί με τους καθορισμένους κύκλους (και καταπώς λέει ο Εμπεδοκλής, πρέπει η ψυχή «να απέχει τριάντα χιλιάδες χρόνια από τη χώρα των μακάρων»), και με τον χρόνο να αποκτά κάθε είδους μορφή που μπορούν να πάρουν οι θνητοί· αξίζει λοιπόν να πειστούν ότι οι άνθρωποι έχουν παραδοθεί σε κάποιους που διευθύνουν το δεσμωτήριο αυτό· και όχι να κακολογούν αυτές τις θεότητες που βρίσκονται στη γη. Και εντελώς μάταια να προσφέρουν το κορμί τους στα βασανιστήρια και στους ξυλοδαρμούς, δείχνοντας πόσο δεν αγαπούν τη ζωή [το μη φιλοζωεϊν]46 -θαρρείς κι είναι κακοποιοί που ακριβώς επειδή είναι ένοχοι ληστείας δέχονται τα πάθη τους αδιαμαρτύρητα.
 157, 1. Αυτά για το κορμί το ανθρώπινο είναι δικές σου κι άλλων δοξασίες, που αβάσιμες είναι περισσότερο από εκείνες που οι Χριστιανοί διάδωσαν. Το σώμα το ανθρώπινο καμιά φυλακή δεν είναι, μήτε δεσμωτήριο, μα δώρο του Ύψιστου Θεού στον άνθρωπο δια μέσου του οποίου ο άνθρωπος χαίρονταν όλα τα αγαθά του παραδείσου. Η καταδίκη δε του ανθρώπου, ο θάνατος κι οι πόνοι ετούτης της ζωής μας είναι, διότι όπως νωρίτερα στον παράδεισο, έτσι και μετά στη μελλοντική ανάσταση αυτά και πάλι θα εκλείψουν, ενώ όλα θα ξαναμετατραπούν και το νέο σώμα μαζί με τη νέα γη δώρα θα ’ ναι του Θεού στους δίκαιους ανθρώπους.
Συ λοιπόν Κέλσο, κι ένα σωρό ακόμη άλλοι, αντί να βλέπετε το σώμα ως δώρο του Θεού, ανατρέχετε σε φαντασίες, παραβλέποντας το σώμα λογιάζοντας δε μονάχα τη ψυχή του ανθρώπου, έστω κι αν αυτή κανένας μέχρι σήμερα δεν είδε μα ούτε έπιασε· κι ορισμένοι μάλιστα έφτασαν να υποστηρίζουν ότι η ψυχή δήθεν κύκλους κάνει κάθε τριάντα χιλιάδες χρόνια, λες κι αν υποτεθεί εσφαλμένα ότι για κάποια τιμωρία εδώ στην γη εστάλθηκε, η τιμωρία της είναι σε όλους ίδια.
Μιλάς ακόμη για θεούς που δεσμωτήρια φυλάσσουν, λες κι οι ψυχές να πρόκειται από κει μέσα να το σκάσουν. Αν λοιπόν αυτό πρόκειται να γίνει και να αποβάλουνε τα αρχικά τους πάθη και πάλι αθάνατες και ασώματες να γίνουν, τί χρειάζονται ετούτοι οι θεοί δεσμώτες; Για να εμποδίζουν τις ψυχές αρετή να αποκτήσουν ή να τις εμποδίζουν από το να γίνονται αθάνατες κι άνευ κάποιου πάθους;
Και τους θεούς αυτούς που λες, όπου κι αν κοιτάξεις, πλήρεις παθών πιο δυνατών από τους ανθρώπους θα τους βρεις, όπως τους περίγραψε ο Έλληνας Ξενοφάνης και τους αρνήθηκε ο Θεόδωρος ο άθεος. Τέτοιοι λοιπόν δεσμώτες κάθε άλλο παρά άξιοι γι’ αυτή την αποστολή φαντάζουν ενώ περισσότερο κανείς θα μπορούσε να τους φανταστεί καταδικασμένους μαζί με τους ανθρώπους. Γι’ αυτό λοιπόν μην απορείς που αυτές τις θεότητες οι Χριστιανοί κακολογούνε, διότι όσο αφορά το ήθος τους πιο αδύναμοι κι από τους ανθρώπους, που υποτίθεται φυλούν, φαντάζουν.
Έπειτα χωρίς πάλι κανένα σοφό λόγο παρομοιάζεις τους Χριστιανούς με κακοποιούς και ληστές, που επειδή τυγχάνουν τέτοιοι, δέχονται κάθε κακό που επάνω τους συμβαίνει αδιαμαρτύρητα και πρόθυμα προσφέρουν το κορμί τους στα βασανιστήρια και στους ξυλοδαρμούς, αντιβαίνοντας σε αυτά που είπε ο Αντίφων για τη γνώμη του σώματος που ηγείται του καθετί εις τους ανθρώπους. Αν λοιπόν ο λόγος είναι αυτός που εσύ υποστηρίζεις, ότι δηλαδή το σώμα τους εχθρεύονται, πες μας σε παρακαλώ το λόγο, που σοφοί σαν και σένα που καμιά συμπάθεια για το σώμα δεν κατέχουν, για τον οποίο με καμιά προθυμία σε βασανιστήρια δεν μπαίνουν.
Ως είπαμε, οι Χριστιανοί αδιαμαρτύρητα τις βαναυσότητες εναντίων τους δέχονται. Κι ετούτο μόνος σου το εξήγησες, όταν όρισες ότι ο Σωκράτης υποστήριξε πως την αδικία δε θα πρέπει να την ανταποδίδουμε με κανένα τρόπο· εκτός κι αν είσαι της γνώμης ότι κι ο Σωκράτης μαζί κι ο Πλάτωνας που έγραψαν γι’ αυτά είναι κακοποιοί και κλέφτες, εφόσον κι αυτοί, όταν κάποιος μας αδικεί, διδάσκουν, να μην τον αδικούμε εμείς με κανένα τρόπο, ενώ αδιαμαρτύρητα λένε να δεχόμαστε την κάθε αδικία. Βλέπεις Κέλσο, σαν φύλο πάνω σε λίμνη που φυσάει μοιάζεις και κάθε φορά η πορεία σου δεν ταυτίζεται με κείνη την προηγουμένως. Αντίθετα όπου πιο εύκολα από τον άνεμο σπρωχτεί, εκεί αμέσως κατευθύνεται ανάλογα με του καιρού τις μάταιες τις περιστάσεις.
Αφού οι Χριστιανοί αιώνια ζωή για πάντα προσδοκούν, το σώμα τους δεν το προσφέρουν στο Θεό που αγαπούν εντελώς μάταια· δεν είναι σοφό να λέγεται ότι το σώμα ή η ψυχή του κάθε ανθρώπου δεν αξίζει, όταν εκείνο ή εκείνη από τον ίδιο θνητό αποδίδεται στο Θεό, ένεκα μαρτυρίας κι όχι ηθελημένου παγερού θανάτου. Επειδή καθόλου ίδιο δεν είναι μόνος σου να σκοτώνεσαι, με το να σε σκοτώνουν άλλοι για να σε αναγκάσουν τον Ύψιστο σου να αρνηθείς. Ποιός θνητός λοιπόν είναι άξιος όταν τον Ύψιστο αρνείται; Καλύτερα να αρνηθεί τον εαυτό του παρά το Θεό· διότι, αν τον εαυτό του δεν αρνηθεί κανείς κι αρνηθεί αντίθετα το Θεό τον Ίδιο, τότε θα είναι σαν να ορίζει τον άνθρωπο ανώτερο από τον Ύψιστο ενώ ο Θεός θα βρισκόταν από μια απόφαση με μιας κατώτερος του ανθρώπου. Μη λες Κέλσο τέτοιες ανοησίες. Όταν λοπόν στο Θεό αφιερώνεσαι με ψυχή και σώμα αντάμα, όχι μόνο το Θεό Τον αγαπάς κι Ανώτερο από εσένα σοφά ορίζεις, αλλά και τη ζωή την ίδια ανάλογα εκτιμάς ως δώρο του Θεού, μιας κι ο Ίδιος σου υποσχέθηκε ότι, αν Εκείνον εκτιμάς στην αιώνια ζωή μετέχεις, παρά σε τούτη την άξια δεσμωτηρίου ως σύ χαρακτηρίζεις.

Ένα από τα δύο επιτάσσει η λογική: αν απαξιούν να τιμούν τα κοινά έθιμα και εκείνους που έχουν την εποπτεία τους, τότε ας μην ωριμάζουν για να γίνουν άντρες, ας μη νυμφεύονται και ας μη κάνουν παιδιά, ας μη κάνουν τίποτα στη ζωή, μόνο να σηκωθούν να φύγουν όλοι μαζί χωρίς να αφήσουν ούτε έναν απόγονο, μέχρι να αφανιστεί τελείως το γένος τους από τη γη· αν όμως είναι να κάνουν οικογένεια και παιδιά, να γεύονται τους καρπούς και να μετέχουν σε ό,τι προσφέρει η ζωή και να υπομένουν τις δυστυχίες που τους επιφυλάσσει -γιατί είναι φυσικό όλοι οι άνθρωποι να περνούν δυστυχίες· το κακό είναι μια αναγκαιότητα και άλλη πατρίδα δεν έχει-, τότε θα πρέπει να αποδίδουν τις προσήκουσες τιμές σε κείνους που τα ’ χουν όλα αυτά υπό την προστασία τους, και να κάνουν τα πρέποντα στη ζωή αυτή μέχρι να απαλλαγούν από τα δεσμά της, για να μη φανούν αχάριστοι απέναντι τους. Στο κάτω κάτω είναι άδικο να απολαμβάνεις τα αγαθά τους χωρίς να τους πληρώνεις τίποτα.
 157, 3. Αυτή την επιλογή η δική σου λογική επιτάσσει, που όμως η πραγματικότητα καθόλου δεν επιβεβαιώνει, φανερώνοντας απλά και ξάστερα ότι τίποτα από όσα λες δε μπορεί λογικά να ισχύει· οι Χριστιανοί κι άνδρες γίνονται και νυμφεύονται και τέκνα δίνουν, ενώ το γένος τους διόλου δεν αφανίζεται αλλά όλο και πληθαίνει.
Κι άλλοι ακόμη που δεν είναι Χριστιανοί, στο γένος των δευτέρων εισέρχονται με τη θέλησή τους και τους καρπούς της γης αυτής γεύονται και τις δυστυχίες πολύ καλά γνωρίζουν να υπομένουν, χωρίς ουδέποτε όμως να χρειάζεται σε κανέναν από αυτούς που αναφέρεις, τιμές να τους προσφέρουν· πράμα που λογικά σε άλλα συμπεράσματα καθένα σίγουρα τον φέρνει. Ότι δηλαδή, ή αυτοί που εσύ θες οι Χριστιανοί να τους τιμούν καμιά αξία δεν κατέχουν, ή ότι ο Θεός των Χριστιανών φροντίζει Μόνος Του τίποτα να μην τους λείπει. Αυτοί δε, σε Εκείνον διόλου αχάριστοι δεν είναι, προσπαθώντας πάντα να αποφεύγουν όλες τις αδικίες απέναντί Του.
Κι αν κάποτε Κέλσο όρισες ότι, ο Θεός ανάγκη έχει από υπηρέτες κι αγγέλους, τώρα ανούσια εντελώς λες ότι προστάτες έχει θέσει παντού σε επιστασίες, λες κι Αυτός είναι ανήμπορος όλα να τα διοικεί ή δεν είναι Παντογνώστης αφού έχει ανάγκη από τοπικούς έπαρχους για να μαθαίνει στο βασίλειο Του τι συμβαίνει. Εκτός κι αν υποτεθεί ότι ο κόσμος μας δεν είναι του Υψίστου, παρά κάποιου άλλου ή άλλων θεών· τότε όμως πώς θα ισχυριστείς ξανά ότι όλα αυτά είναι κάτω από τη βουλή του;
Σαφώς λοιπόν μόνο στο Θεό χρωστάνε οι θνητοί, ως κτίσματά Του, κι ανόητος είναι εκείνος που σαθρά νομίζει ότι απατεώνες, που επιθυμείς οι Χριστιανοί να τους λατρεύουν, έχουν προσθέσει κάτι στον κόσμο αυτό, πέρα από προβλήματα, απώλειες και κάθε λογής απάτες. Τίμα λοιπόν αυτούς που αρκετά επίδοξα ως σοφό του κόσμου τούτου σε απατούν και δόλια σε μπερδεύουν, χωρίς ποτέ σου να μπορείς καλά να ξεχωρίσεις το σωστό από το λάθος· λάτρευε αυτούς που σένα μαζί με τον Ύψιστο φθονούν, αντί μόνο τον Μέγιστο Θεό που εκ της Φύσεώς Του του αξίζει.

Όσο για το ότι έχει ανατεθεί σε κάποιον η εξουσία μέχρι και για το πιο μικρό πράγμα που υπάρχει πάνω στη γη, θα μπορούσε κανείς να πάρει μια ιδέα από τα λεγόμενα των Αιγυπτίων: ότι δηλαδή, αφού διαιρέθηκε το ανθρώπινο σώμα από τριάντα έξι δαίμονες ή ουράνιες θεότητες (μερικοί μιλούν για πολύ περισσότερους) σε ισόποσα μέρη, τάχθηκε να ορίζει ο καθένας το δικό του μέρος. Οι θεοί αυτοί είναι γνωστοί με τα ονόματα που έχουν πάρει από την ντόπια διάλεκτο, όπως λόγου χάρη Χνουμήν, Χναχουμήν, Κνατ, Σικάτ, Βίου, Ερού, Ερεβίου, Ραμανόρ και Ρειανοόρ και όσα άλλα ονόματα χρησιμοποιούν στη γλώσσα τους· και καλώντας αυτούς θεραπεύουν τις παθήσεις των μερών του σώματος. Τι εμποδίζει λοιπόν να τους τιμά κανείς και αυτούς και άλλους ακόμα, αν προτιμά την υγεία από την αρρώστια, την ευτυχία από τη δυστυχία, και το να ζει όσο γίνεται πιο μακριά από βασανιστήρια και τιμωρίες;
 159,1. Αν κι εσύ ήσουνα αυτός που κάποτε όρισε τους Αιγυπτίους ως ανόητους επειδή ζώα πολλά λατρεύουν, τώρα ευδιάκριτο είναι σ’ όλους ότι λόγια τους επικαλείσαι επιδεχόμενους εκείνους για δασκάλους, αναγνωρίζοντας ως φαίνεται σε τούτους σοφία ανώτερη ακόμη κι από εκείνη τη δική σου. Όμως άνθρωπος που ανόητους θεωρεί και δέχεται για διδασκάλους, πιο ανόητος τυγχάνει ο ίδιος από εκείνους· την ανοησία τους αποδέχεται ως ανώτερη σοφία από την υποτιθέμενη δική του.
Σύμφωνος λοιπόν Κέλσο με τους Αιγυπτίους, άρχισε να τιμάς κι αυτούς τους τριάντα έξι τους θεούς· μα οι Χριστιανοί θα σε ρωτήσουν λογικά, για ποιο λόγο  κανείς θα έπρεπε να πάρει υπ’ όψιν του λεγόμενα βαρβάρων. Μήπως επειδή εκείνοι τέτοια είπαν; ή μήπως επειδή εσύ έτσι αυθαίρετα σ’ αρέσει να ορίζεις; ή μήπως επειδή αυτοί δεν είναι απλά Ιουδαίοι και ούτε Χριστιανοί;
Πες μου όμως σε παρακαλώ Κέλσο, γιατί οι Έλληνες, ως είπες, μόνο τον Ασκληπιό φωνάζουν για να ιατρευτούνε; Μήπως λοιπόν οι Έλληνες λάθος κάνουνε και δίκιο οι Αιγύπτιοι έχουν; ή οι Αιγύπτιοι μπερδεύτηκαν με τα πολλά κι οι Έλληνες σωστά φαίνεται πως πράττουν; Φέρε μου λοιπόν ένα Αιγύπτιο κι έναν Έλληνα και πες τους μπροστά μου να βρεθούν και να μου αποδείξουν κι οι δυο ποιος έχει το πιο πολύ το δίκιο. Κι αν τυχόν τα καταφέρουνε, εγώ υπηρέτης τους θα γίνω· διότι, αν ο Αιγύπτιος είναι εκείνος που ’ χει δίκιο, θα πρέπει να δεχτείς παράλληλα πως κάποιοι από τους σοφούς λαούς λάθος απόψεις στα χέρια τους κατέχουν. Κι αν αντίθετα ο Έλληνας είναι εκείνος που ’ χει δίκιο, τότε ένας θεός αρκετός θαρρώ πως είναι, κι οι Χριστιανοί λάθος κανένα δεν φαίνεται να έχουν.
Μάλιστα θεωρείς σοφό το ανθρώπινο το σώμα σε τριάντα έξι δαίμονες ή ουράνιους θεούς να είναι χωρισμένο, λες κι οι θεοί αυτοί ανίκανοι να είναι εκτός κάποιου ενός σωματικού σημείου από τα πολλά· ή λες και το σώμα πρόκειται για ψηφιδωτό μεγάλο και με ακρίβεια χωρίστηκε, ώστε κάθε δαίμονας ποτέ να μην περνά τη ψηφίδα εκείνου του δαίμονα του άλλου. Μα αλήθεια θα ήταν πολύ παράξενο κανείς να δει τι πρόκειται να γίνει, όταν οι άνθρωποι στο σώμα βρουν περισσότερες ψηφίδες από τις τριάντα έξι που οι Αιγύπτιοι το σώμα μας χωρίζουν. Μέχρι τότε το λοιπόν, άσε τους Χριστιανούς στη θέση εκείνων των πολλών, Ένα και Μοναδικό Θεό να έχουν· σοφό θαρρώ πως είναι· Τον Ίδιο τον Ιησού ας προσκαλούν σαν θέλουν κάποια θεραπεία να ’ βρουν, καθόσον Εκείνος όταν εδώ ήτανε, γνώριζε πολλά και διάφορα να ιατρεύει και νομίζω κανέναν από τους τριάντα έξι δαίμονες Εκείνος δεν καλούσε.

Θέλει όμως προσοχή, αν πρόκειται κάποιος να συναναστραφεί αυτές τις θεότητες, να μη γίνει ένα με τη λατρεία τους και, αγαπώντας υπερβολικά το σώμα, απομακρυνθεί από τα ύψιστα αγαθά και τα λησμονήσει. Πρέπει, άλλο τόσο, να πιστεύει τους σοφούς άνδρες που λένε ότι οι περισσότερες επίγειες θεότητες, έτσι όπως είναι μπλεγμένες στον κόσμο των φθαρτών και καθηλωμένες με το αίμα και την κνίσσα και τα άσματα και άλλα παρόμοια, δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτα περισότερο από το να θεραπεύσουν ένα κορμί ή προφητεύσουν το μέλλον ενός ανθρώπου ή μιας πόλης και να κάνουν ό,τι άλλο ξέρουν ή μπορούν, σχετικό με πράξεις θνητές. Καλό λοιπόν είναι να τιμούμε αυτές τις θεότητες στο βαθμό που μας συμφέρει· γιατί ο ορθός λόγος δεν υπαγορεύει ότι κάτι τέτοιο είναι ούτως ή άλλως υποχρεωτικό. Και πιο σωστό είναι να θεωρήσουμε ότι οι θεότητες δεν χρειάζονται τίποτα και δεν έχουν την ανάγκη κανενός· απλώς χαίρονται με τους ανθρώπους που τους δείχνουν ευσέβεια. Τον (ύψιστο) θεό όμως δεν πρέπει να τον εγκαταλείπουμε ούτε μέρα ούτε νύχτα, ούτε όταν βρισκόμαστε με άλλους ούτε σαν είμαστε μόνοι· και με λόγια και με έργα, αλλά και χωρίς αυτά, η ψυχή μας ας τείνει πάντα προς τον θεό. Με την προϋπόθεση αυτή, τι το φοβερό υπάρχει στο να εξευμενίζουμε τις θεότητες που άρχουν στη γη καθώς και τους άλλους, τους άρχοντες και βασιλιάδες των ανθρώπων; Άλλωστε κι ετούτοι δίχως τη βοήθεια θεϊκής δύναμης δεν θα αξιώνονταν να αποκτήσουν τα όσα τους ανήκουν. Αν βέβαια κάποιον που λατρεύει τον θεό τον διατάξουν να δείξει ασέβεια ή να μιλήσει υβριστικά, αυτός δεν θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να συμμορφωθεί· ας προτιμήσει να υπομείνει κάθε είδους μαρτύριο, κάθε είδους θάνατο, όχι μόνο πριν ξεστομίσει αλλά πριν καν σκεφτεί κάτι ανόσιο για τον θεό. Αν όμως σε προστάξουν να δοξάσεις τον Ήλιο ή την Αθηνά, πολύ πρόθυμα να τους δοξάσεις μ’ έναν ωραίο παιάνα· αν τους υμνείς και αυτούς, δείχνεις έτσι καλύτερα ότι τιμάς τον μεγάλο θεό· έτσι γίνεται τελειότερος ο σεβασμός στο θεό: όταν τα περιλαμβάνει όλα. Και αν από τους ανθρώπους σε προστάξει κάποιος να δώσεις όρκο στο βασιλιά, ούτε κι αυτό είναι φοβερό. Γιατί σ’ αυτόν έχει δοθεί η επίγεια εξουσία και ό,τι μπορείς να πάρεις στη ζωή, απ’ αυτόν το παίρνεις. Ας μην αμφιβάλλουμε γι’ αυτά που είπε ο Όμηρος πολλά χρόνια πριν:

Ένας είναι ο βασιλιάς που ο γιος του πανούργου Κρόνου του ’ δωσε την εξουσία*7

Είναι φυσικό, αν πας να καταργήσεις αυτό το δόγμα, να σε εκδικηθεί ο βασιλιάς. Γιατί αν όλοι έκαναν το ίδιο με σένα, τίποτα δεν θα εμπόδιζε, να βρεθεί ο βασιλιάς μόνος κι έρημος και ό,τι υπάρχει πάνω στη γη να πέσει στα χέρια των άνομων και άγριων βαρβάρων και τότε είναι που δεν θ’ απομείνει ίχνος από τη φήμη είτε της δικιάς σου θρησκείας είτε της αληθινής σοφίας. 48
 159, 2 & 163,1. Φιλοσώματους άλλοτε όριζες σοφέ τους Χριστιανούς, έστω κι αν σε αυτές τις θεότητες για ίαση δεν προστρέχουν. Τώρα δα μόνος σου φαίνεται να λες, πως τέτοιοι θεοί μόνο για χαμηλά, θνητά, επίγεια, αίμα, κνίσα κι άσματα αξίζουν· τίποτα ανώτερο από αυτόν τον κόσμο δεν κατέχουν. Κι όμως δασκαλεύεις καθαρά κι από συμφέρον να τιμά κανείς ετούτες τις θεότητες, που τίποτα άλλο παρά φιλοσωματία στους λαούς στα σίγουρα προσφέρουν. Και για τη φιλοσωματία επίσης κατηγόρησες πολλές φορές το Θεό των Χριστιανών, ενώ για τούτους τους θεούς τίποτε στραβό δεν αξιώνεις, παρά όλα σοφά και δίκαια, έστω κι αν κάποιος τον Ύψιστο κινδυνεύει μ’ αυτούς να λησμονήσει.
Ας μην παραλείψει κανείς να δει ότι ως λες, ο ορθός λόγος δεν υπαγορεύει κάτι τέτοιο ως υποχρεωτικό, αν και νωρίτερα υποστήριξες ότι άδικο είναι να μην τιμούμε τους θεούς που ορίζουν την ζωή μας. Μα πώς άραγε είναι δυνατόν να μην τους τιμάς όπως τους τιμάνε οι Αιγύπτιοι; Δεν θα οργιστούν εκείνοι μαζί σου αν εκείνους δεν τιμάς; Ή μήπως οι Αιγύπτιοι ζούνε σε σώμα καλύτερο από εκείνον των Ελλήνων επειδή πολλούς θεούς σωματικούς διαθέτουν; Αν όμως έτσι δεν συμβαίνει, τότε εκείνοι οι λεγόμενοι θεοί, άχρηστοι σαφώς τυγχάνουν και μόνο ηδονή λαμβάνουν από το σώμα των πιστών τους, μιας και δέσμιοι είναι των σωμάτων τα οποία οι ίδιοι δεν φαίνεται να κατέχουν. Και αν το σώμα είναι λοιπόν βδελυρό και κακό, όπως άλλοι και εσύ σου αρέσει να διδάσκεις, αναρωτιέται ο καθείς, τι είδους θεοί είναι αυτοί που από αυτό το ακάθαρτο το σώμα εξαρτώνται; Τιμή χρειάζονται άραγε ή καταφρόνηση από τους ανθρώπους;
Ας είναι λοιπόν έτσι τα λεγόμενά σου και ας δούμε αυτά που λες για τους αρχόντους, που αυτές τις θεότητες τιμούν και που τους Χριστιανούς καταπιέζουν και που ως όρισες τίποτα το φοβερό δεν υπάρχει με το να τους εξευμενίζουν. Αν λοιπόν εκείνοι οι άρχοντες βοήθεια θεϊκή κατέχουν και επίγεια εξουσία τους έχει από ψηλά δοθεί, θα πρέπει και να παραδεχτείς για δεύτερη φορά ότι οι Χριστιανοί αφού από εκείνους διώκονται και από κάποιους θεούς ή θεό επίσης το αυτό συμβαίνει, αντίθετα στην θεία δύναμη των άλλων ενεργούν. Ή με άλλα λόγια αν θες να σου το πω, οι ιδέες των Χριστιανών για κάποιον Διάβολο από τα λόγια σου παίρνουν ισχύ παρά αδυνατούνε, διότι συ ο ίδιος με λόγια σου αμέσως φανερώνεις, ότι οι θεοί των άλλων των λαών από τους Χριστιανούς υποταγή ζητούνε. Συ όμως ο ίδιος επίσης λες ότι κανείς δεν θα πρέπει να συμμορφωθεί με ασέβεια ή με ύβρη προς τον θεό του, πράγμα όμως που εκείνοι, που και την Αθηνά και τον Ήλιο τον υμνούνε, επιθυμούν ευκόλως οι Χριστιανοί τον Ιησού ως μέγιστο Θεό τους να αρνηθούνε και υβριστικά λοιπόν προς Εκείνον να τεθούν. Αλλά θαρρώ και την Αθηνά δεν παιάνισε ουδέποτε ο Στίλπων και τον Ήλιο ο Αναξίμανδρος, ο Αναξιμένης, ο Θαλής, ο Λεύκιππος, ο Δημόκριτος μαζί και ο Αναξαγόρας. Αν είναι δίκαιο λοιπόν αυτό που συ νομίζεις τέτοιο, ας δοξάσουν πρώτα οι άλλοι οι λαοί τον Ιησού τον Ίδιο για να αποδείξουν τα λόγια σου σοφά.
Μα και άλλα αντίθετα, μαζί με αυτά επιθυμείς, καθώς αν οι Χριστιανοί και άλλους θεούς μαζί με τον Ύψιστο Ιησού αρχίσουν να τιμούνε, ύβρη προς τον Ύψιστο Τους Θεό όλα αυτά θα αποτελούν. Διότι όποιος Χριστιανός τιμά εκείνους τους θεούς που δύναμη δώσανε στον άρχοντα που σταύρωσε τον Δάσκαλό τους, τότε ιερόσυλος και βλάσφημος και πιο ανάξιος και από εκείνον είναι. Και αυτό το δόγμα δεν αλλάξανε οι Χριστιανοί, μόνο που ευσεβείς άρχοντες προς τον Ιησού ζητάνε παρά άλλους δικαστές του δικού τους του Θεού. Μακάρι τώρα να μπορούσες να ‘βλεπες τριακόσια μόλις χρόνια από την εποχή σου, πως μεγάλο Χριστιανικό βασίλειο γινήκανε και τίποτα δεν έπεσε σε άνομους βαρβάρους, ενώ και ίχνη πολλά περισσότερα μείνανε της θρησκείας και της πιο αληθινής τους της σοφίας.

Δεν φαντάζομαι να ισχυριστείς ότι θα μπορούσαν οι Ρωμαίοι, πιστεύοντας σ’ αυτά που λες εσύ και αδιαφορώντας για τα όσα έχουν θεσπίσει για θεούς και ανθρώπους, να καλέσουν τον δικό σου τον Ύψιστο -ή όπως αλλιώς θέλεις να τον λες-, κι ύστερα απ’ αυτό να κατεβεί ο θεός σου να πολεμήσει στο πλευρό τους και να μη χρειαστούν καμιά άλλη δύναμη. Γιατί και παλιότερα, ο ίδιος θεός, υποσχέθηκε στους πιστούς του (Ιουδαίους) αυτά και πολύ περισσότερα, όπως λέτε και σεις. Και είδατε πόσο τους ωφέλησε και εκείνους και εσάς: εκείνοι, αντί να κυριαρχούν σ’ όλη τη γη, δεν έχουν πια ούτε πατρίδα ούτε ένα σβωλαράκι χώμα· κι από εσάς αν ακόμα υπάρχει κανείς που ξεφεύγει από την προσοχή και περιπλανιέται, καταζητείται για να καταδικαστεί σε θάνατο.
 163, 2. Και όμως αυτά που εσύ αμφισβητείς γινήκανε και ο Μέγας Κωνσταντίνος έστω και αν στρατό πολύ ολιγάριθμο κατείχε, κατάφερε με το σύμβολο του δικό μας του Υψίστου την νίκη υπέρ των Χριστιανών να επιφέρει. Μέγα Χριστιανικό βασίλειο στην Ανατολή του κόσμου να ύψωσε και άλλο μεγαλύτερο τώρα δεν υπάρχει. Αν και ο Θεός στους Ιουδαίους υποσχέθηκε αυτές που λες τις νίκες, αυτό έγινε όσο εκείνοι Αυτόν καλοδεχόταν. Όταν όμως αυτοί οι ασεβείς τον Ιησού πρόδωσαν μέγιστο κακό ενέπεσε επί των κεφαλών τους και κανένας τον Θεό δεν μπορεί να κατηγορήσει, διότι εκείνοι το επικαλέστηκαν θαρρώ στην Ιουδαία. Αλλά φαίνεται δεν παρατήρησες ότι ο Θεός με τους προφήτες, τους είχε ασφαλώς προειδοποιήσει, ότι όλα αυτά μετά την αποχώρησή Του θα γίνουνε και τέλος τα βάσανα γι’ αυτούς ξανά θα λάβουνε, όταν Τον Ιησού αποδεχτούνε, σαν εμάς τους μαθητές Του.

Όμως ούτε και το άλλο που λες, δεν πρέπει να το ανεχτούμε: ότι αν οι τωρινοί βασιλιάδες μας ηττηθούν επειδή πείστηκαν από σένα, με τον ίδιο τρόπο θα πείσεις και κείνους που θα βασιλεύσουν αμέσως μετά, κι έπειτα άλλους που κι αυτοί θα νικηθούν και στη συνέχεια άλλους· ώσπου κάποτε -αφού θα ’ χουν ηττηθεί όλοι όσοι σε πίστεψαν-, κάποια εξουσία πιο συνετή, βλέποντας το τι συμβαίνει και προκειμένου να χαθεί πρώτα η ίδια, θα σας αφανίσει όλους.
 162, 3. Γνωρίζω πως αυτό που λες βαθιά σε ευχαριστεί. Όμως εμείς οι Χριστιανοί πολύ μεγάλη γνώση έχουμε για τον Λόγο του Θεού μας, που δίδαξε ότι η διδασκαλία Του σε όλη την οικουμένη θα γίνει γνωστή πριν έρθει το μεγάλο τέλος. Εμείς δε ως ευσεβείς Χριστιανοί στα λόγια του δασκάλου μας καμιά αμφιβολία δεν τοποθετούμε, διότι το ίδιο ανάρμοστοι σαν και σε θα γίνουμε θαρρείς και ο Δάσκαλός μας δεν υπάρχει. Κάτι τέτοιο γνωστό στους Χριστιανούς είναι πολύ, ότι δηλαδή ποτέ αυτοί δεν θα αφανιστούνε γιατί Θεό περίτρανο έχουνε που στέκει στο πλάι τους, όσο και αν οι υπόλοιποι στην συνέχεια Τον αρνηθούνε. Και όσο και ανόητος μέχρι τώρα αν αποδείχθηκες εντούτοις τα λόγια σου προφητικά φαντάζουν, γιατί οι προφήτες μας το έχουνε γραμμένο ότι όταν περάσουνε βασιλείς πολύ από την Ρώμη, και ένας ένας πείθεται να ταυτιστεί μαζί μας, θα ’ ρθει στο τέλος των καιρών και ένας τελευταίος. Και εκείνος διόλου δεν θα ταυτιστεί, μα άγρια θα μας καταδιώξει, αίμα πολύ θα χύσει Χριστιανών και πάλι όπως πρώτα και τότε και αυτός άμεσα θα νικηθεί από τον Χριστό μας, ενώ ο λαός ο δίκαιος των Χριστιανών την γη όλη θα κερδίσει.

Εξάλλου, όποιος φαντάζεται ότι είναι δυνατό να συμφωνήσουν σε ένα νόμο οι Έλληνες και οι βάρβαροι που νέμονται την Ασία, την Ευρώπη και την Αφρική μέχρι τα πέρατα της γης, δεν ξέρει τι του γίνεται. Στηρίξτε λοιπόν τον αυτοκράτορα με όλη σας τη δύναμη, κοπιάστε μαζί του για τα δίκαια και πολεμήστε στο πλευρό του, συστρατευτείτε μαζί του αν υπάρξει ανάγκη και βοηθείστε τον στη διοίκηση του στρατού. Και αν χρειαστεί, πάρτε μέρος στη διακυβέρνηση της πατρίδας, για τη σωτηρία των νόμων και της ευσέβειας
 162,4. Ας είσαι συ ο ματαιόδοξος λοιπόν και στις συμφωνίες μεταξύ πολλών λαών ας μην πιστεύεις. Τέτοια δύσκολα έργα ας τα αφήσουμε για εκείνους που σε ανώτερα ιδανικά προσβλέπουν. Και τέτοια ιδανικά ανώτερα δε θα βρεις θαρρώ άλλα από εκείνα που για τον Ύψιστο Θεό του κόσμου αγωνίζονται και για την ομόνοια μεταξύ όλων των ανθρώπων. Ενώ όλα τα άλλα που μας προτρέπεις, τα καταφέραμε κι υπό τη διοίκηση Χριστιανικού αυτοκράτορα προστρέξαμε· εκείνος δε ο παλιός που θείος έλεγε στην καταγωγή πως ήταν και θεράπευε και μαντέματα έστελνε στους ανθρώπους, δεν άρμοζε σε μας, ούτε σε εκείνα που εμείς πιστεύουμε. Έτσι τώρα πλέον για την πατρίδα αγωνιζόμαστε, τη σωτηρία των νόμων ακόμη και της ευσεβείας· διότι νωρίτερα, πολλά εκατομμύρια από εμάς πέθαναν άνευ ουδεμίας μάχης, επειδή δε λάτρευαν εκείνον το θείο, κατά τους άλλους, αυτοκρατορικό σας άνδρα. Μάλιστα, σ’ όλα τούτα ευθύς προστέθηκε κι η σωτηρία της ύπαρξης μας της ανθρώπινης, βεβαίως από το Θεό Σωτήρα μας, τον αγαπητό μας Ιησού τον Ναζωραίο.

Απομένει τώρα να συγγράψω μια ακόμη πραγματεία, στην οποία θα μιλήσω για τον τρόπο ζωής που θα πρέπει να ακολουθήσουν όσοι μπορούν και είναι πρόθυμοι να πειστούν από τα λεγόμενα μου.

ΚΕΛΣΟΣ

 165, 1. Σε χαιρετώ τώρα Κέλσο, μέγιστε σοφέ μεταξύ θνητών ανθρώπων. Επειδή όμως ως Χριστιανός ανάσταση σωμάτων προσδοκώ στο απώτερο του χρόνου μέλλον, εύχομαι ειλικρινά ο Χριστιανικός Θεός αλήθεια να σε συγχωρήσει· διότι συ ατυχώς ποτέ σου δεν κατάλαβες με τι είχες πράγματι να κάνεις· με Αυτόν τον Ύψιστο που τόσο αγαπούσες τα ‘βαλες, δίχως την αλήθεια εις βάθος να λογιάζεις. Κι αν πολλοί αιώνες μας χωρίζουνε και δεν μπορέσαμε ποτέ μας οι δυο μας να μιλήσουμε αντικριστά ο ένας απέναντι στον άλλο, θα ’ρθει η ώρα που κι οι δυο μας θα σταθούμε πλάι στον Κύριο του κόσμου, Ιησού Χριστό, διαθέτοντας ο καθείς τα σώματα της αφθαρσίας· μόνο που εκεί πια δε θα χρειαστεί να σου μιλήσω άλλο πια καθόλου. Μόνος σου θα καταλάβεις τότε όλα αυτά, που στην πραγματεία σου επικρίνεις και μακάρι μετανοημένος πλέον με φωνή μεγάλη, έλεος από τον πραγματικό τον Ύψιστο ευθέως να ζητήσεις, για τούτα τα λάθη της δήθεν αρετής σου, που σε οδήγησαν στην ατυχή και ασεβέστατη σου πλάνη.

ΜΕΝΕΚΡΑΤΗΣ


Ανώνυμος Πιστός & Απολογητής