Νοεμβρίου 2013


Μία σειρά αποκαλυπτικών άρθρων τα οποία απορρίπτουν κάθε ισχυρισμό καλοπροαίρετων συγγραφέων-κριτικών, που μιλούν για αντιφάσεις που υπάρχουν μέσα στην Καινή Διαθήκη ή επιχειρηματολογούν με βάση τα Απόκρυφα Ευαγγέλια!..
Επειδή στο παρελθόν γίναμε αψευδείς μάρτυρες πολλών επιθέσεων εις βάρος της Αγίας Γραφής (Παλαιάς και Καινής Διαθήκης) από ορισμένους συγγραφείς-κριτικούς, οι οποίοι γιαμας έχουν καλοπροαίρετο χαρακτήρα, θα δίνουμε εφ’ εξής τις απαντήσεις μας μέσα από άρθρα δικά μας ή άλλων αρθρογράφων, που με επιστημονικό τρόπο αντικρούουν τις απόψεις που έχουν διατυπώσει ορισμένοι περί αντιφάσεων μέσα στη Καινή Διαθήκη.
Φιλοσοφία αυτής της σειράς των άρθρων δεν είναι ο καυτηριασμός ή η στηλίτευση των όποιων συγγραφέων ασκούν δριμύτατη κριτική στα κείμενα της Αγίας Γραφής, αλλά η σωστή αντιπαράθεση και η επιστημονική, χωρίς θρησκευτικές παρωπίδες, επιχειρηματολογία. Αυτός και ο λόγος που μερικές φορές (όπως στο σημερινό μας άρθρο), αποφεύγουμε να μνημονεύσουμε το όνομα ή το βιβλίο των συγγραφέων-κριτικών, για να μη φανεί ότι υπάρχει προσωπική αντιπαράθεση, αλλά πραγματική αναζήτηση της αλήθειας.
ΠΕΡΙ ΑΠΟΚΡΥΦΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ
Είναι γνωστό – όπως γράφει ο Δρ φιλοσοφίας Γερ. Ζερβόπουλος, σε ένα άρθρο του- από τα κείμενα των Ευαγγελίων, πως ο Κύριος Ιησούς άφησε την ιδιωτική Του ζωή και μπήκε επίσημα στη δημόσια δράση Του αμέσως ύστερα από τη βάπτισή Του. Ήταν τότε ηλικίας 30 χρόνων. Από το χρονικό αυτό σημείο και κατόπι, τα της ζωής και των έργων του Ιησού τα γνωρίζουμε από τους τέσσερις ευαγγελιστές — Ματθαίο, Μάρκο, Λουκά και Ιωάννη.
Όμως, πού βρισκόταν ο Ιησούς και τι έκανε μέχρις ότου φτάσει στην ηλικία των 30 χρόνων; Να, μια ενδιαφέρουσα απορία που έχει ανέκαθεν απασχολήσει φίλους και εχθρούς της Χριστιανικής αλήθειας. Πως μεγάλωσε ο Ιησούς και τι έκανε στα παιδικά Του χρόνια, μέχρι την ημέρα που παρουσιάστηκε δωδεκάχρονος στο Ναό της Ιερουσαλήμ; (Λουκ. 2/41 - 52). Επίσης, πού βρισκόταν στο στάδιο της μετέπειτα εφηβικής και αντρικής ηλικίας Του, μέχρι την ημέρα που βαφτίστηκε από τον Βαφτιστή Ιωάννη;
Εδώ, θα μιλήσουμε για τα παιδικά χρόνια του Ιησού.
Για να μας λύσει την απορία γύρω από τη ζωή του παιδιού-Ιησού, ένας ο «ριζοσπαστικός» κριτικός σε βιβλίο του μάς στέλνει στα «Απόκρυφα Ευαγγέλια» και ειδικότερα στα απόκρυφα «ρητά» κάποιου «Θωμά, Ισραηλίτου, φιλοσόφου». Θα ελέγξουμε αυτή την πηγή, αφού πρώτα πούμε δυο λόγια για τα «απόκρυφα ευαγγέλια».
Η ονομασία «απόκρυφα» έχει δοθεί σε μια συλλογή από θρησκευτικά γραφτά που άρχισαν να κυκλοφορούν από τον δεύτερο αιώνα μ.Χ. Ο εκκλησιαστικός Πατέρας Ιερώνυμος (4ος αι.), ήταν ο πρώτος που έδωσε στα γραφτά εκείνα το χαρακτηρισμό «απόκρυφα», για να τα ξεχωρίσει από τα γνήσια (κανονικά) βιβλία της Καινής Διαθήκης. Στην αρχή, δόθηκε στα βιβλία αυτά η ονομασία «απόκρυφα», επειδή ήσαν αναγνώσματα ιερά και μυστικά, που προορίζονταν αποκλειστικά για όσους ανήκαν στον εσωτερικό κύκλο της πίστης. Όμως, αργότερα, ο όρος πήρε άλλη έννοια. Έτσι, στη γλώσσα του Ιερώνυμου ο χαρακτηρισμός «απόκρυφο», σημαίνει «νόθο», «ψεύτικο», «απορριπτέο». Με τον χαρακτηρισμό αυτόν, υπάρχουν «απόκρυφα» Ευαγγελία, Πράξεις, Επιστολές, Αποκαλύψεις, καθώς και άλλα ποικίλα θρησκευτικά κείμενα.
Μπορούμε, σε γενικές γραμμές, να πούμε ότι αυτοί που έγραψαν τα «απόκρυφα ευαγγέλια» απόβλεπαν σε δύο κύριους σκοπούς: Πρώτο, να ικανοποιήσουν την περιέργεια των τότε Χριστιανών, ιδιαίτερα των απλοϊκών Χριστιανών, συμπληρώνοντας ορισμένα ιστορικά κενά που αφήνουν οι γνήσιες ευαγγελικές αφηγήσεις. Ο δεύτερος σκοπός των απόκρυφων ήταν, είτε να παρουσιάσουν κάποιες αιρετικές κακοδοξίες (καθώς λ.χ. το ευαγγέλιο των Εβιωνιτών κ.λ π.), είτε για να δώσουν στη χριστιανική διδασκαλία, ερμηνείες διαφορετικές από τις τότε γνωστές, που είχαν παραδώσει στη χριστιανική κοινότητα οι απόστολοι.
Περιττό να πούμε ότι τα γραφτά αυτά απέτυχαν ολοκληρωτικά και στους δύο παραπάνω σκοπούς τους, δηλαδή απέτυχαν και σαν θρησκευτικά βιβλία και σαν ιστορικές πηγές. Να, τι γράφει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτς Μ. R. James, ειδικός μελετητής των απόκρυφων:
«Οι συγγραφείς των απόκρυφων δε μιλούν στον τόνο του Παύλου ή του Ιωάννη ή με την ήρεμη απλότητα των τριών πρώτων ευαγγελίων. Όταν οι άγνωστοι αυτοί συγγραφείς κάνουν την απόπειρα να μιμηθούν τους αποστόλους γίνονται θεατρικοί και άνοστοι. Αν τα κείμενα αυτά, σαν ιστορικές πηγές αποτυγχάνουν, όμως από άλλης πλευράς μάς μεταφέρουν τις φαντασίες, τις ελπίδες και τους φόβους των ανθρώπων που τα έγραψαν... Σαν λαϊκές αφηγήσεις και σαν μυθιστόρημα έχουν αξία, επειδή μαρτυρούν την επιρροή που άσκησαν πάνω στο πνεύμα και στην τέχνη του μεσαίωνα»*
Στην πλούσια συλλογή αυτών των απόκρυφων ανήκει και το «Ευαγγέλιο του Θωμά». Φέρει την ειδική επιγραφή «Θωμά Ισραηλίτου Φιλοσόφου, Ρητά εις τα παιδικά του Κυρίου». Το γραφτό αυτό ένας συγγραφέας-κριτικός, καθώς αναφέραμε, επικαλείται σα βιογραφική πηγή του Ιησού.
Ποιος ήταν αυτός ο Θωμάς, ο Ισραηλίτης, ο Φιλόσοφος; Κατά τον Μ. Ρ. Τζέημς, τα χαρακτηριστικά ονόματα που συνοδεύουν το όνομά του, μας μεταφέρουν την ιδέα κάποιου σοφού της Ανατολής, που θέλησε να συνδυάσει ιστορίες παρμένες από την παιδική ηλικία του Κρίσνα και του Βούδα, με κάπως ανάλογες αλλά φανταστικές ιστορίες της παιδικής ηλικίας του Ιησού. Σκοπός του ήταν να δημιουργήσει την εντύπωση ότι ο Ιησούς είχε δεσμούς με τη σοφία της Ανατολής.

Υπάρχουν και σήμερα «κριτικοί» που βάζουν «τα καλά και τα σάπια στο ίδιο καλάθι» και ισχυρίζονται πως όλ' αυτά τα απόκρυφα ευαγγέλια είναι το ίδιο ενδιαφέροντα κι αξιοπρόσεκτα, καθώς και τα άλλα, τα γνήσια. Λένε πως μονάχα τυχαίες περιστάσεις ή προσωπικές προτιμήσεις άφησαν έξω από τη συλλογή των Βιβλίων της Καινής Διαθήκης τα απόκρυφα κείμενα.
Η πιο πειστική απάντηση σ' αυτές τις επιπόλαιες γνώμες είναι να παρουσιάσουμε δύο αποσπάσματα σχετικά με το θέμα μας και ν' αφήσουμε αυτά τα ίδια να μας πουν τις ιστορίες τους. Μόνον έτσι θα φανεί καθαρά ότι τα απόκρυφα κείμενα δεν ξεχωρίστηκαν από τα γνήσια από τυχαίες περιστάσεις, ούτε από προσωπικές προτιμήσεις, αλλ' ότι αυτά τα ίδια έχουν ξεχωριστεί με τις πολύλογες ανοησίες που διηγούνται. Να, λ.χ., τι αφηγείται η πηγή που αναφέρει ένας συγγραφέας-κριτικός:
Θωμά Ισραηλίτου, Φιλοσόφου. Ρητά εις τα παιδικά του Κυρίου.
«II. Ενώ το παιδί-Ιησούς έπαιζε στο ποτάμι, όταν είχε φτάσει την ηλικία των πέντε χρόνων, μάζευε τα νερά σε λάκκους και με μόνη τη διαταγή του λόγου του τα νερά καθαρίζονταν αμέσως. Ένα Σάββατο έπλασε με πηλό 12 σπουργίτια. Κι άλλα παιδιά ήσαν εκεί κι έπαιζαν μαζί του. Κάποιος Ιουδαίος, που είδε τον Ιησού να παίζει την ημέρα του Σαββάτου, έτρεξε και το κατάγγειλε στον πατέρα του Ιησού. "Το παιδί σου είναι στο ποτάμι και καταπατεί το Σάββατο, φτιάχνοντας πουλιά από πηλό". Τότε ο Ιωσήφ πήγε επί τόπου και σαν είδε εκεί το παιδί-Ιησού, του είπε: "Γιατί κάνεις αυτά την ημέρα του Σαββάτου;" Τότε ο Ιησούς χτύπησε ένα παλαμάκι διατάζοντας τα σπουργίτια: "Φύγετε". Τα σπουργίτια πέταξαν κελαηδώντας. Όλοι οι Ιουδαίοι θαύμασαν κι έφυγαν και είπαν στους άρχοντές τους τα έργα που κάνει ο Ιησούς».
Αυτού του είδους τα «ευχάριστα», ας τα πούμε, θαύματα δεν ήσαν τα μόνα που έκανε το παιδί-Ιησούς. Ο συγγραφέας του απόκρυφου αυτού κειμένου, παρουσιάζει τον Ιησού σαν τον υπεύθυνο και άλλων θαυμάτων, που ο παραπάνω συγγραφέας-κριτικός τα χαρακτηρίζει σαν «κακά θαύματα» αν όχι «εγκληματικά». Να ένα τέτοιο «θαύμα»•.
«III. Στο μέρος εκείνο ήταν μαζί με τον Ιωσήφ και ο γιος του Άννα του γραμματέα. Αυτός λοιπόν πήρε ένα κλαρί από ιτιά και σκόρπισε μ' αυτό τα νερά που μάζευε ο Ιησούς. Μόλις τον είδε ο Ιησούς αγανάκτησε και του είπε: Άδικε, ασεβή και ανόητε, τι κακό σού έκαναν οι λάκκοι και το νερό; Να ξεραθείς σα δέντρο και να μη φέρεις φύλλα, ούτε ρίζα ούτε καρπό. Έτσι, το παιδί ξεράθηκε αυτοστιγμεί και τότε ο Ιησούς έφυγε και ήρθε στο σπίτι του Ιωσήφ. ΟΙ γονείς του παιδιού, που είχε ξεραθεί, θρηνούσαν τα νιάτα του και κατηγορούσαν το παιδί-Ιησού στον Ιωσήφ γιατί είχε ένα τέτοιο παιδί που έκανε αυτά τα πράγματα».
Τούτη την αλλόκοτη πράξη, που περιγράφει το απόκρυφο κείμενο του Θωμά του Ισραηλίτη, ο εν λόγω συγγραφέας-κριτικός τη χαρακτηρίζει σαν ένα «εγκληματικό θαύμα» και τη συσχετίζει με την κατάρα που αργότερα ο Κύριος Ιησούς έδωσε στη συκιά και ξεράθηκε, όπως αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη, (Ματθ. 21/19). Κατακρίνει, λοιπόν, ο παραπάνω συγγραφέας-κριτικός, την ηθική του Ιησού επειδή, καθώς μας εξηγεί, «οι κακές πράξεις δεν ορίζονται σαν τέτοιες μόνον όταν είναι άμεσα βλαβερές για τους ανθρώπους. Ορίζονται και όταν είναι έμμεσα (η καταστροφή του δέντρου που προσφέρει τον καρπό του σ' αυτούς) ορίζεται και γι' αυτή καθαυτή την καταστροφή ενός ζωντανού οργανισμού όπως είναι το δέντρο».
ΤΙ ΛΕΝΕ ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ
Ας προσέξουμε –λέει ο Γερ. Ζερβόπουλος- την ηθική λεπτότητα κι ευαισθησία που διακρίνει στο σημείο τούτο τον εν λόγω συγγραφέα-κριτικό. Στιγματίζει την ηθική του Ιησού, επειδή ο Ιησούς καταράστηκε ένα «ζωντανό οργανισμό» (ένα δέντρο)! Πως δε μας λέει ότι θα έπρεπε ο Ιησούς να υποχρεώσει τους μαθητές Του ν' αλλάξουν το επάγγελμα του ψαρά ώστε να μη σκοτώνουν πια ψάρια, διαπράττοντας έτσι μαζικά εγκλήματα!
Εν πάση περιπτώσει, ας ακούσουμε τι εξηγεί, σχετικά με την αξία των απόκρυφων κειμένων ο Μ. Ίσλιν (Μ. Enslin), του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ:
«Τα γνωστά με το όνομα «Απόκρυφα ευαγγέλια», μεταξύ των οποίων είναι και το ευαγγέλιο του Θωμά, καθώς και τα άλλα ποικίλα ευαγγέλια που ασχολούνται με την παιδική ηλικία του Ιησού, όλα τους δείχνουν καθαρά την τέλεια έλλειψη από ιστορικές πληροφορίες και γι' αυτό καταλήγουν σ' αυτές τις αποκρουστικές και χοντροειδείς ιστορίες. Διαλέγουν ένα «παιδί-θαύμα», το προικίζουν με απεριόριστες μαγικές δυνάμεις, ενώ συνάμα το παρουσιάζουν στερημένο από κάθε συναίσθηση ηθικής. (Σχετικά με τα παιδικά χρόνια του Ιησού) το περισσότερο και το καλύτερο που έχει να ειπωθεί είναι αυτό που γράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς σ' ένα μεγαλόπρεπο ύφος: "το δε παιδίον ηύξανεν και εκραταιούτο πληρούμενον σοφία, και χάρις Θεού ην επ' αυτό" (2/40)».*
(Το ρήμα «ηύξανεν» μας μιλεί για τη φυσική ανάπτυξη του παιδιού-Ιησού, ενώ η φράση «εκραταιούτο πληρούμενον σοφίας», αναφέρεται στην πνευματική, διανοητική και θρησκευτική του εξέλιξη).

Συγκρίνοντας την παραπάνω περιγραφή του Λουκά με αυτή που βρίσκουμε στα απόκρυφα κείμενα, διακρίνουμε αμέσως πόσο αυθεντική και γνήσια ήταν η παράδοση από την οποία ο ευαγγελιστής πήρε τις πληροφορίες του.
Όταν έφτασε στην ηλικία των δώδεκα χρόνων, ο νεαρός Ιησούς έπρεπε σαν Ιουδαίος που ήταν, ν' αναλάβει την ευθύνη της τήρησης του Μωσαϊκού Νόμου. Και καθώς ο ευαγγελιστής Λουκάς μας πληροφορεί, πράγματι ο Ιησούς επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα, με τη συνοδεία των γονέων του για να γίνει «γιος του Νόμου». Αφού κάτω από την καθοδήγηση των γονέων του εκπλήρωσε αυτή την ηθική υποχρέωση, κατόπιν «κατέβη μετ' αυτών και ήλθε εις Ναζαρέτ και ην υποτασσόμενος αυτοίς» (Λουκ. 2/51).

Ποιο είναι, λοιπόν, το συμπέρασμα:
Ο παραπάνω συγγραφέας-κριτικός, στο βιβλίο του, βαθειά επηρεασμένος από τις μαρξιστικές πεποιθήσεις του, προσπαθεί να μας πει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ένα μυθικό πρόσωπο και τα όσα γράφουν τα ευαγγελικά κείμενα (γνήσια και νόθα) είναι ανθρώπινες φαντασίες, γεμάτες αντιφάσεις.
Σβήνει, με μια μονοκοντυλιά, ολόκληρη τη χριστιανική αποκάλυψη και μας εξηγεί, με τον τρόπο της δικής του ιστορικής κριτικής, ότι η χριστιανική ιστορία και τα πρόσωπα της δεν είναι παρά καρποί οικονομικής ανισότητας και ταξικών αγώνων.
Το είπαμε και σε άλλη περίπτωση: Αν για 2000 χρόνια ο Χριστός είναι για τους χριστιανούς το κέντρο της αποκάλυψης του Θεού στην ιστορία, αυτό οφείλεται στο ότι πάντοτε πίστευαν ότι ο Ιησούς Χριστός υπήρξε σαν πρόσωπο, και ότι δίδαξε και πέθανε κι αναστήθηκε, όλ' αυτά γεγονότα που εξιστορούνται στα ιστορικά κείμενα της Καινής Διαθήκης. Αν η ανθρωπότητα γελάστηκε σ' αυτό, αν δηλαδή ο Ιησούς ήταν μύθος και τα ευαγγελικά κείμενα λένε παραμύθια, τότε μπορούμε να πούμε ότι ολόκληρος ο χριστιανικός πολιτισμός είκοσι αιώνων βρίσκεται στηριγμένος πάνω σε μια αυταπάτη και ότι η χριστιανική ιστορία είναι δημιούργημα μιας ψευδαίσθησης. Πράγμα που μονάχα ένας οπαδός της λεγόμενης «αρνητικής κριτικής», σαν τον παραπάνω συγγραφέα-κριτικό, έχει το σθένος να ισχυριστεί.»
*M.R. JAMES: «The Apocryphal New Testemeni», Preface.
*«Christian Beginnings», σελ. 220
(Πηγή: Περιοδικό «Επιστήμη και Πίστη» - 1/1981)
sakketosaggelos.gr






Έχουμε λόγους να πιστεύουμε

ότι τα ευαγγέλια είναι αξιόπιστα;



Κατά ποιον τρόπο έχουν αμφισβητηθεί τα ευαγγέλια;


1. Έχει αμφισβητηθεί ο χρόνος συγγραφής τους και άρα η ταυτότητα των συγγραφέων τους
Η θεολογική σχολή του Tuebingen τον 19ο αι. βεβαίωνε πως τα ευαγγέλια δεν υπήρχαν πριν από την τρίτη δεκαετία του 2ου αι. μ.Χ.

2. Έχουν αμφισβητηθεί ως ιστορικά κείμενα.
Πολλοί προσπάθησαν να τα θεωρήσουν ιστορικά ανακριβή. Συχνά επίσης ακούγεται ότι έχουμε λίγες μαρτυρίες έξω από τα ευαγγέλια για τη ζωή και τη δράση του Ιησού.

3. Έχει αμφισβητηθεί από ορθολογιστές το υπερφυσικό περιεχόμενο των ευαγγελίων.



Για να ανασκευάσουμε τις αντιρρήσεις,πρέπει να απαντήσουμε στα εξής:


1. Πότε γράφτηκαν τα ευαγγέλια;

2. Ποιοι τα έγραψαν; Αποδίδει το περιεχόμενό τους τη ζωή και το έργο του Ιησού;

3. Στέκονται ιστορικά οι αφηγήσεις των ευαγγελίων; Επιβεβαιώνονται από άλλες ιστορικές πηγές;

4. Πόσο αξιόπιστες είναι οι αφηγήσεις θαυμάτων; Ποια θέση έχουν στον χριστιανισμό;



1. Πότε γράφτηκαν τα ευαγγέλια;

Σήμερα κανείς δεν μπορεί με λογικά επιχειρήματα να αρνηθεί τη χρονολόγηση των ευαγγελίων στον 1ο αι. μ.Χ.
Η πλειοψηφία των λογίων τοποθετεί
Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο: περ. 85-90 μ.Χ.
Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο: περ. 65 μ.Χ.
Το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο: περ. 80-85 μ.Χ.
Το Κατά Ιωάννην: περ. 90-100 μ.Χ.



Επιχειρήματα για τη γενική χρονολόγηση τους στον 1ο αι. μ.Χ.

Σε γραπτά των Αποστολικών Πατέρων που έγραψαν από το 90-160 μ.Χ. βρίσκουμε αρκετές περικοπές από πολλά βιβλία της Καινής Διαθήκης. Αναγνώριζαν την αυθεντία των βιβλίων.
Τα βιβλία αυτά ήταν αποδεκτά και από τους αιρετικούς Γνωστικούς πριν από τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ.



Μήπως όμως αλλοιώθηκε το περιεχόμενο τους;

Για την εξακρίβωση του πρωτότυπου κειμένου της ΚΔ έχουμε στη διάθεσή μας πάνω από 5000 ελληνικά χειρόγραφα, ολόκληρα ή αποσπάσματα.
Τα καλύτερα και σπουδαιότερα φτάνουν μέχρι το 350 μ.Χ. (Κώδικας Βατικανού, Σιναϊτικός Κώδικας).
Έχουμε αποσπάσματα σε παπύρους που φτάνουν ως πριν από τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. (περ. 130 μ.Χ.)
Συμπέρασμα: Το διάστημα ανάμεσα στον χρόνο της αρχικής συγγραφής και των πρώτων εκτεταμένων μαρτυριών είναι τόσο μικρό, που στην πραγματικότητα είναι αμελητέο.



Σύγκριση με άλλα αρχαία κείμενα


Η Ιστορία του Θουκυδίδη (460-400 π.Χ.) για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο είναι γνωστή μόνο από 8 χειρόγραφα, το αρχαιότερο από τα οποία ανήκει στο 900 μ.Χ., και από μερικά αποσπάσματα σε παπύρους των πρώτων αιώνων μ.Χ.



2. Ποιοι έγραψαν τα ευαγγέλια; Ήταν αξιόπιστοι;

Η αρχαία εκκλησία ποτέ δεν αμφισβήτησε τη συγγραφή των ευαγγελίων από τους ομώνυμους συγγραφείς τους.
Δεδομένου ότι η συγγραφή των ευαγγελίων τοποθετείται στον 1ο αι. μ.Χ. δεν υπάρχει εμπόδιο να δεχθούμε ως συγγραφείς τους τους συγκεκριμένους αποστόλους του Ιησού.
Πολύ νωρίς, ήδη από τον 2ο αι. μ.Χ. τα τέσσερα ευαγγέλια αποτέλεσαν μία συλλογή. Ήδη το 115 μ.Χ. ο Ιγνάτιος, επίσκοπος Αντιοχείας, αναφέρεται στο «Ευαγγέλιο», εννοώντας και τα τέσσερα μαζί.



Η αυθεντία των αποστόλων

Πίσω από τα ευαγγέλια υπάρχει η αυθεντία και το κύρος των αποστόλων
Κατά Ματθαίον: ο απ. Ματθαίος
Κατά Μάρκον: ο απ. Πέτρος (μαρτ. Παπία 130-140 μ.Χ.)
Κατά Λουκάν: ο απ. Παύλος, ο απ. Ιάκωβος, ο απ. Πέτρος, ο ευαγγ. Φίλιππος κ.ά.
Κατά Ιωάννην: ο απ. Ιωάννης



Τα συνοπτικά ευαγγέλια: Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς

Το αρχαιότερο ευαγγέλιο κατά την επικρατέστερη άποψη φαίνεται να είναι ο Μάρκος
Ο Ματθαίος και ο Λουκάς σε μεγάλο ποσοστό αντλούν από τον Μάρκο.
Πέρα από τον Μάρκο, ο Ματθαίος και ο Λουκάς αντλούν και από συλλογές λογίων του Ιησού (Q) της αρχαίας εκκλησίας.
Ο Λουκάς έχει και επιπλέον πηγές (L).



Η αξιοπιστία των συγγραφέων

Τα ευαγγέλια γράφτηκαν από ανθρώπους που γνώρισαν ως αυτόπτες μάρτυρες τον Ιησού ή υπήρξαν μαθητές των αυτοπτών μαρτύρων.
Οι συγγραφείς των ευαγγελίων επισφράγισαν το μήνυμά τους με τη ζωή και το μαρτύριό τους.



3. Στέκονται τα ευαγγέλια ως ιστορικά κείμενα;

Ιδιαίτερα ο Λουκάς καλύπτει στο έργο του τις αυστηρές απαιτήσεις της ελληνικής ιστοριογραφίας.
Ο Λουκάς τοποθετεί τα γεγονότα στο πλαίσιο της αυτοκρατορικής ιστορίας
Δίνει ονόματα αυτοκρατόρων, κυβερνητών, υποτελών βασιλέων, στελεχών του ιουδαϊκού ιερατείου, κάνει συγχρονισμούς.
Χρησιμοποιεί με ακρίβεια τους διάφορους τίτλους αξιωμάτων



Παράδειγμα από τον Λουκά β’

«Εγένετο δε εν ταις ημεραις εκείναις εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην. Αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου.»



Αρχαιολογικές μαρτυρίες (ενδεικτικά)

Το 1888 οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν την κολυμβήθρα της Βηθεσδά,

η οποία αναφέρεται στο Κατά Ιωάννην ε’ 2.



Ιστορικές μαρτυρίες Ιουδαίων

1. Τα ραββινικά κείμενα

Οι πρώτοι Ραββίνοι θεωρούσαν τον Ιησού αμαρτωλό που ασχολήθηκε με τη μαγεία, περιφρόνησε τα λόγια των σοφών, παραπλάνησε τον κόσμο και είπε πως δεν ήρθε να καταστρέψει τον νόμο αλλά να τον συμπληρώσει. Κρεμάστηκε την παραμονή του Πάσχα, με την κατηγορία της αίρεσης και παραπλάνησης του λαού. Οι μαθητές του γιάτρευαν αρρώστους στο όνομά του. (Βλέπε το Εβραϊκό Ταλμούδ της Ιερουσαλήμ, που συμπληρώθηκε το 300 μ.Χ.)





Ιστορικές μαρτυρίες Ιουδαίων


2. Ο ιστορικός Ιώσηπος (1ος αι. μ.Χ.)
Στην Ιουδαϊκή Αρχαιολογία (18,5,2) αναφέρεται στον Ιωάννη τον Βαπτιστή και στον Ιάκωβο, τον αδελφό του Κυρίου.
Στο ίδιο έργο (18,3,3) [Testimonium Flavianum] κάνει αναφορά στον Χριστό, στη διδασκαλία και στα θαύματά του, στην καταδίκη του από τον Πιλάτο και στον σταυρικό του θάνατο.
Η αναφορά στην ανάσταστη θεωρείται μεταγενέστερη προσθήκη, αφού ο Ιώσηπος δεν πίστευε στον Χριστό.



Ιστορικές μαρτυρίες εθνικών

Θαλλός (52 μ.Χ.), για το σκοτάδι κατά τη σταύρωση ως έκλειψη ηλίου
Μάρα Βαρ Σεραπίων (μετά το 73 μ.Χ.) στον γιο του Σεραπίωνα, παράδείγματα σοφών ανδρών: Σωκράτης, Πυθαγόρας, Ιησούς.
Κορνήλιος Τάκιτος (γύρω στο 110 μ.Χ.). Αναφορά στην εκτέλεση του Χριστού από τον Πιλάτο επί αυτοκρ. Τιβερίου, στο πλαίσιο αναφοράς του για τον εμπρησμό της Ρώμης από τον Νέρωνα. (Χρονικά 15,44)






Ιστορικές μαρτυρίες εθνικών

Σουητώνιος (γύρω στο 120 μ.Χ.). Αναφορά στους χριστιανούς, που δρούσαν με την υποκίνηση του Chrestus (του Χρηστού). (Βίος Κλαυδίου 25,4).
Πλίνιος ο νεότερος (112 μ.Χ.). Σε επιστολή του στον αυτοκρ. Τραϊανό αναφέρεται σε μια νέα θρησκευτική ομάδα στη Βιθυνία που δοξολογούσε τον Χριστό σαν θεό. (Επιστολές 10,96).



4. Τα θαύματα και
ο υπερφυσικός Ιησούς

Τα θαύματα είναι θέμα προσωπικής πίστης και όχι λογικής απόδειξης.
Ωστόσο, ποια θέση έχουν μέσα στα ευαγγέλια; Ανήκαν εκεί από την αρχή ή είναι προσθήκες; Υπάρχει κάποιος ιστορικός Ιησούς στον οποίο οι οπαδοί του αργότερα απέδωσαν υπερφυσικές ικανότητες;



Η Κριτική των Κειμένων

Η κριτική των κειμένων έχει δείξει ότι μέσα στα ευαγγέλια δεν μπορεί να ξεχωριστεί το υπερφυσικό στοιχείο από τα ιστορικά στοιχεία για το πρόσωπο του Ιησού.
Δεν υπάρχει ιστορικός Ιησούς χωρίς τον υπερφυσικό Ιησού.



Η «ποιότητα» των θαυμάτων

Τα θαύματα του Ιησού δεν είναι τερατουργήματα.
Είναι το είδος των πράξεων που περιμένει κανείς από ένα τέτοιο πρόσωπο, όπως μας τον παρουσιάζουν τα ευαγγέλια.



Εξω-ευαγγελικές μαρτυρίες

Οι Ραββίνοι θεωρούσαν τον Ιησού μάγο. Προφανώς ερμήνευαν τα θαύματά του ως μαγείες.
Ο ιστορικός Ιώσηπος (1ος αι. μ.Χ.) που δεν πίστευε στον Χριστό τον αναφέρει ως θαυματοποιό.
Ο Κέλσος,μεγάλος πολέμιος του χριστιανισμού (2ος αι. μ.Χ.), κατηγορεί τον Χριστό για μαγεία.



Η Ανάσταση, ο θεμέλιος λίθος του κηρύγματος

Το ευαγγέλιο, το μήνυμα των αποστόλων, δεν ήταν μια ιδεολογία, αλλά μαρτυρία και αναγγελία γεγονότων.
Το γεγονός της ανάστασης του Χριστού ήταν για τους αποστόλους η βάση του ευαγγελίου: η αρχή του νέου κόσμου της βασιλείας του Θεού.
Χωρίς ανάσταση μάταια η πίστις ημών.



Η Ανάσταση, ο θεμέλιος λίθος του κηρύγματος

Οι απόστολοι επισφράγισαν την μαρτυρία της Ανάστασης του Χριστού με τη ζωή τους.
Θα δέχονταν όλοι αυτοί τον θάνατο και θα οδηγούσαν τόσους άλλους στο μαρτύριο για ένα συνειδητό ψέμα;



Συμπέρασμα

Τα ευαγγέλια αξιώνουν ότι αναφέρονται σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα και πάνω σε αυτά εδραιώνουν το μήνυμά τους. Δεν πρόκειται απλώς για φιλοσοφικές θεωρίες ή για θεωρητικά δόγματα.
Τα ιστορικά αυτά γεγονότα ήταν ανοιχτά προς έλεγχο από όλους τους εναντίους την εποχή των αποστόλων.
Η ύπαρξη της εκκλησίας μαρτυρεί τη συγκλονιστική αξιοπιστία των ευαγγελίων. Οι εναντίοι δεν μπόρεσαν να διαψεύσουν τα γεγονότα που αφηγούνται τα ευαγγέλια.



Βιβλιογραφία

F.F. Bruce, Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης – είναι αξιόπιστα άραγε; (Εκδ. Πέργαμος 1987)
eeek.gec.gr/

«Τα ευαγγέλια τώρα πια πρέπει να θεωρούνται προϊόν μυθοπλασίας των πρώτων Χριστιανών».—Μπάρτον Λ. Μακ, ομότιμος καθηγητής μελετών της Καινής Διαθήκης.
Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ του οποίου τα λόγια αναφέρονται παραπάνω δεν είναι ο μόνος που διακρατεί αυτή την άποψη. Αρκετοί λόγιοι έχουν αμφισβητήσει την αξιοπιστία των Ευαγγελίων του Ματθαίου, του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη—των Γραφικών αφηγήσεων για τη ζωή και τη διακονία του Ιησού. Γιατί θεωρούν μερικοί τα Ευαγγέλια μύθους; Πρέπει να δημιουργεί η άποψή τους αμφιβολίες στη διάνοιά σας σχετικά με την αξιοπιστία των Ευαγγελίων; Ας εξετάσουμε ορισμένα στοιχεία.
Η Αξιοπιστία των Ευαγγελίων Αμφισβητείται
Τους πρώτους 17 αιώνες της Κοινής μας Χρονολογίας, η αξιοπιστία των Ευαγγελίων δεν αμφισβητήθηκε ποτέ σε σοβαρό βαθμό. Ωστόσο, ιδιαίτερα από το 19ο αιώνα και έπειτα, αρκετοί ακαδημαϊκοί έχουν θεωρήσει τα Ευαγγέλια, όχι θεόπνευστα, αλλά επινόηση ανθρώπων. Επιπρόσθετα, δεν παραδέχονται ότι οι Ευαγγελιστές διέθεταν πληροφορίες από πρώτο χέρι για τον Ιησού και έχουν επιμείνει στην άποψη ότι εκείνοι οι άνθρωποι δεν ήταν ικανοί να καταγράψουν αξιόπιστη ιστορία. Επιπλέον, έχουν συμπεράνει πως οι ομοιότητες στη δομή και στα περιεχόμενα των πρώτων τριών Ευαγγελίων—τα οποία αποκαλούνται ενίοτε συνοπτικά—υποδεικνύουν ότι οι Ευαγγελιστές αντέγραφαν εκτεταμένα ο ένας από τον άλλον. Επίσης, οι κριτικοί απορρίπτουν τα θαύματα και την ανάσταση του Ιησού όπως περιγράφονται στα Ευαγγέλια. Μάλιστα μερικοί έχουν ισχυριστεί ότι ο Ιησούς δεν ήταν καν ιστορικό πρόσωπο!
Τα ίδια αυτά άτομα έχουν συμπεράνει ότι ο Μάρκος πρέπει να έγραψε το πρώτο Ευαγγέλιο, εφόσον φαίνεται να προσθέτει ελάχιστα στοιχεία στα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά. Οι κριτικοί εικάζουν επίσης ότι ο Ματθαίος και ο Λουκάς χρησιμοποίησαν το βιβλίο του Μάρκου για να συντάξουν τα δικά τους Ευαγγέλια και ότι συμβουλεύτηκαν μια συμπληρωματική πηγή—ένα κείμενο το οποίο οι λόγιοι αποκαλούν Q (από τη γερμανική λέξη Quelle, που σημαίνει «πηγή»). Σύμφωνα με τον Βιβλικό λόγιο Α. Φ. Γ. Κλάιν, αυτή η διαδεδομένη υπόθεση «υποβίβασε τους Ευαγγελιστές σε συντάκτες μεμονωμένων ιστοριών». Μια τέτοια αντίληψη ουσιαστικά καθιστά τους Ευαγγελιστές λογοκλόπους και μυθοπλάστες. Αυτή η θεωρία έχει υποσκάψει την πίστη στη θεοπνευστία της Αγίας Γραφής.—2 Τιμόθεο 3:16.
Ήταν οι Ευαγγελιστές Λογοκλόποι;
Αποδεικνύουν πράγματι οι ομοιότητες μεταξύ των συνοπτικών Ευαγγελίων ότι οι συγγραφείς απλώς αντέγραφαν ο ένας από τον άλλον; Όχι. Γιατί; Κατ’ αρχάς, ο Ιησούς υποσχέθηκε στους μαθητές του ότι το άγιο πνεύμα “θα επανέφερε στη μνήμη τους όλα όσα τους είχε πει εκείνος”. (Ιωάννης 14:26) Γι’ αυτό, δεν μας εκπλήσσει το ότι οι Ευαγγελιστές θυμούνταν και κατέγραφαν ορισμένα ίδια γεγονότα. Βέβαια, μερικοί Βιβλικοί συγγραφείς ίσως είχαν διαβάσει το έργο άλλων Βιβλικών συγγραφέων και ανατρέξει σε αυτό, αλλά η συγκεκριμένη συνήθεια υποδήλωνε προσεκτική έρευνα, όχι λογοκλοπή. (2 Πέτρου 3:15) Επιπρόσθετα, Το Λεξικό της Βίβλου Άγκυρα (The Anchor Bible Dictionary) δηλώνει: «Η εξάρτηση από την προφορική παράδοση θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί έναν λόγο για τον πανομοιότυπο τρόπο με τον οποίο καταγράφηκαν τα αξιομνημόνευτα λόγια του Ιησού».
Ο Λουκάς ανέφερε ότι είχε μιλήσει με πολλούς αυτόπτες μάρτυρες και είχε «ερευνήσει τα πάντα από την αρχή με ακρίβεια». (Λουκάς 1:1‐4) Μήπως αυτό δίνει την εντύπωση ότι ήταν λογοκλόπος ή μυθοπλάστης; Κάθε άλλο! Ύστερα από διεξοδική ανάλυση των συγγραμμάτων του Λουκά, ο αρχαιολόγος Γουίλιαμ Ράμσεϊ συμπέρανε: «Ο Λουκάς είναι πρώτης τάξης ιστορικός: δεν είναι μόνο οι αξιόπιστες δηλώσεις του για τα διάφορα γεγονότα, αλλά και ο ίδιος ακολουθεί τις αρχές του σωστού ιστορικού  . . . Αυτός ο συγγραφέας πρέπει να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους ιστορικούς».
Η μαρτυρία των πρώτων Εκκλησιαστικών Πατέρων, περιλαμβανομένου και του θεολόγου Ωριγένη, του τρίτου αιώνα, δείχνει παράλληλα ότι ο απόστολος Ματθαίος ήταν ο πρώτος που συνέθεσε Ευαγγέλιο. Ο Ωριγένης έγραψε: «Το πρώτο γράφτηκε κατά τον Ματθαίο, ο οποίος ήταν κάποτε τελώνης, αλλά έγινε αργότερα απόστολος του Ιησού Χριστού, και εφόσον το προόριζε για Ιουδαίους προσήλυτους, το έγραψε στην εβραϊκή». Είναι εμφανές ότι ο Ματθαίος, όντας απόστολος και αυτόπτης μάρτυρας, δεν χρειαζόταν να υποκλέψει τα λόγια του Μάρκου, ο οποίος δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Τι μπορούμε να πούμε, λοιπόν, για τους ισχυρισμούς ότι ο Ματθαίος και ο Λουκάς αντέγραψαν από τον Μάρκο και από ένα υποτιθέμενο κείμενο με την ονομασία Q;
Γράφτηκε Πρώτο το Ευαγγέλιο του Μάρκου;
Η θεωρία ότι το Ευαγγέλιο του Μάρκου γράφτηκε πρώτο και χρησίμευσε ως πηγή για τον Ματθαίο και τον Λουκά δεν βασίζεται σε «κάποιο λογικά ακλόνητο επιχείρημα», παραδέχεται Το Λεξικό της Βίβλου Άγκυρα. Ωστόσο, πολλοί λόγιοι πιστεύουν ότι ο Μάρκος έγραψε το Ευαγγέλιό του προτού γράψουν τα δικά τους Ευαγγέλια ο Ματθαίος και ο Λουκάς επειδή, όπως διατείνονται, ο Μάρκος προσθέτει ελάχιστα στοιχεία στα άλλα Ευαγγέλια. Παραδείγματος χάρη, ο Βιβλικός λόγιος του 19ου αιώνα Γιοχάνες Κουν επέμενε ότι το Ευαγγέλιο του Μάρκου πρέπει να γράφτηκε πρώτο. Ειδάλλως, είπε ο Κουν, «θα έπρεπε να υποθέσουμε ότι ο Μάρκος είχε κόψει τους δύο ρόλους του Ματθαίου και του Λουκά σε μικρά κομμάτια, τα ανάμειξε σε ένα δοχείο και συνέταξε το Ευαγγέλιό του από αυτό το μείγμα».
Εφόσον το Ευαγγέλιο του Μάρκου είναι το μικρότερο, δεν προξενεί έκπληξη το ότι περιέχει πιο λίγες αποκλειστικές πληροφορίες από τα άλλα Ευαγγέλια. Εντούτοις, αυτό δεν αποδεικνύει ότι πρέπει να γράφτηκε πρώτο. Επίσης, είναι αναληθής η άποψη ότι ο Μάρκος δεν προσθέτει τίποτα στον Ματθαίο και στον Λουκά. Στη ζωηρή, γοργά εκτυλισσόμενη αφήγηση του Μάρκου για τη διακονία του Ιησού, υπάρχουν στην πραγματικότητα 180 και πλέον περικοπές και συναρπαστικές λεπτομέρειες που δεν βρίσκονται στον Ματθαίο και στον Λουκά, καθιστώντας αυτό το Ευαγγέλιο μια αληθινά μοναδική αφήγηση της ζωής του Ιησού.—Βλέπε πλαίσιο στη σελίδα 13.
Τι θα Πούμε για το Κείμενο Q;
Τι μπορεί να ειπωθεί για το κείμενο Q, το οποίο, όπως ισχυρίζονται μερικοί, αποτέλεσε πηγή για τον Ματθαίο και τον Λουκά; Ο Τζέιμς Μ. Ρόμπινσον, καθηγητής θεολογίας, δηλώνει: «Το κείμενο Q είναι ασφαλώς το πιο σημαντικό Χριστιανικό κείμενο που έχουμε». Αυτή η δήλωση προξενεί έκπληξη επειδή το κείμενο Q δεν υπάρχει σήμερα, και στην πραγματικότητα, κανείς δεν μπορεί να αποδείξει ότι υπήρξε ποτέ! Η ολοκληρωτική του εξαφάνιση γίνεται ακόμη πιο αξιοσημείωτη επειδή οι λόγιοι ισχυρίζονται ότι θα πρέπει να είχαν κυκλοφορήσει αρκετά αντίγραφα αυτού του κειμένου. Επιπρόσθετα, οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες ποτέ δεν παρέθεσαν από το κείμενο Q.
Σκεφτείτε το εξής. Το κείμενο Q εικάζεται ότι υπήρχε και ότι υποστήριζε τη δήθεν χρονική προτεραιότητα του Ευαγγελίου του Μάρκου. Δεν είναι αυτό χαρακτηριστικό παράδειγμα υπόθεσης που οικοδομείται πάνω σε άλλη υπόθεση; Όταν πρόκειται για θεωρίες όπως αυτές, είναι σοφό να έχουμε κατά νου την παροιμία: «Ο άπειρος πιστεύει κάθε λόγο, αλλά ο οξυδερκής εξετάζει τα βήματά του».—Παροιμίες 14:15.
Τα Ευαγγέλια—Αυθεντικά και Αξιόπιστα
Με τις εικασίες και τις αβάσιμες υποθέσεις τους, οι κριτικοί έχουν αποσπάσει την προσοχή πολλών ώστε να μην εξετάζουν τις αξιόπιστες αφηγήσεις των Ευαγγελίων σχετικά με τη ζωή και τη διακονία του Ιησού. Αυτές οι αφηγήσεις δείχνουν ξεκάθαρα ότι οι πρώτοι Χριστιανοί δεν θεωρούσαν μύθους τα γεγονότα που σχετίζονταν με τη ζωή, τη διακονία, το θάνατο και την ανάσταση του Ιησού. Εκατοντάδες αυτόπτες μάρτυρες επιβεβαίωσαν το αληθές των εν λόγω γεγονότων. Εκείνοι οι πρώτοι Χριστιανοί, οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να υποστούν διωγμό και θάνατο για να ακολουθήσουν τον Ιησού, αντιλαμβάνονταν πλήρως ότι η ζωή του Χριστιανού δεν θα είχε νόημα αν η διακονία και η ανάσταση του Ιησού ανήκαν απλώς στη σφαίρα της φαντασίας.—1 Κορινθίους 15:3‐8, 17, 19· 2 Τιμόθεο 2:2.
Αναφερόμενος στην αντιλογία που παρατηρείται με αφορμή τις υποθέσεις για τη δήθεν χρονική προτεραιότητα του Ευαγγελίου του Μάρκου και το μυστηριώδες χαμένο κείμενο Q, o Τζορτζ Γ. Μπιουκάναν, καθηγητής θεολογίας, λέει: «Η ενασχόληση με υποθέσεις γύρω από την προέλευση των κειμένων αποσπά την προσοχή του σπουδαστή της Γραφής από τη μελέτη των ίδιων των κειμένων». Η συγκεκριμένη σκέψη εναρμονίζεται με τη συμβουλή του αποστόλου Παύλου προς τον Τιμόθεο να μη δίνει «προσοχή σε ψεύτικες ιστορίες και σε γενεαλογίες, οι οποίες δεν καταλήγουν πουθενά, αλλά οδηγούν σε ερωτήματα για έρευνα μάλλον παρά σε διανομή οποιουδήποτε πράγματος από τον Θεό σε σχέση με την πίστη».—1 Τιμόθεο 1:4.
Τα Ευαγγέλια είναι αξιόπιστα. Περιέχουν έγκυρες αφηγήσεις από αυτόπτες μάρτυρες. Βασίζονται σε σχολαστική έρευνα. Μας παρουσιάζουν πολλά συναρπαστικά γεγονότα σχετικά με τη ζωή του Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό, όπως ο Τιμόθεος στο μακρινό παρελθόν, έτσι και εμείς είναι καλό να δώσουμε προσοχή στα λόγια του Παύλου: «Να παραμένεις στα πράγματα τα οποία έμαθες και πείστηκες να πιστεύεις». Έχουμε ισχυρούς λόγους να αναγνωρίσουμε ότι «όλη η Γραφή είναι θεόπνευστη»—περιλαμβανομένων και των τεσσάρων Ευαγγελίων.—2 Τιμόθεο 3:14‐17.
[Πλαίσιο στη σελίδα 13]
Αν Δεν Είχε Γραφτεί το Ευαγγέλιο του Μάρκου, Δεν θα Γνωρίζαμε Ότι . . .
ο Ιησούς κοίταξε ολόγυρα με αγανάκτηση, νιώθοντας πολύ μεγάλη λύπη για την αναισθησία της καρδιάς τους (Μάρκος 3:5)
ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος είχαν την επονομασία Βοανεργές (Μάρκος 3:17)
η γυναίκα με τη ροή αίματος είχε ξοδέψει όλους τους πόρους της (Μάρκος 5:26)
η Ηρωδιάδα έτρεφε μνησικακία εναντίον του Ιωάννη του Βαφτιστή και ο Ηρώδης φοβόταν τον Ιωάννη και τον διατηρούσε ασφαλή (Μάρκος 6:19, 20)
ο Ιησούς κάλεσε τους μαθητές του να αναπαυτούν λίγο (Μάρκος 6:31)
οι Φαρισαίοι έπλεναν τα χέρια τους μέχρι τον αγκώνα (Μάρκος 7:2‐4)
ο Ιησούς πήρε τα παιδιά στην αγκαλιά του (Μάρκος 10:16)
ο Ιησούς ένιωσε αγάπη για τον νεαρό άρχοντα (Μάρκος 10:21)
ο Πέτρος, ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης και ο Ανδρέας ρώτησαν τον Ιησού ιδιαιτέρως (Μάρκος 13:3)
κάποιος νεαρός έφυγε αφήνοντας το λινό του ένδυμα (Μάρκος 14:51, 52)
  Επιπλέον, μία από τις παραβολές του Ιησού και δύο θαύματά του βρίσκονται μόνο στο βιβλίο του Μάρκου.—Μάρκος 4:26‐29· 7:32‐37· 8:22‐26.
  Το Ευαγγέλιο του Μάρκου περιέχει πολλές ακόμη λεπτομέρειες από άμεσες πηγές, λεπτομέρειες που δεν βρίσκονται στα άλλα Ευαγγέλια. Ασφαλώς, η εκτίμησή μας για το συγκεκριμένο Ευαγγέλιο θα αυξάνει όταν διαθέτουμε χρόνο για να στοχαζόμαστε πλήρως την αξία όλων αυτών των σπουδαίων λεπτομερειών.
wol.jw.org/


  «Η σχέση της Αγίας Τριάδος προς ολόκληρη τη δημιουργία παρέχει, κατά την πατερική θεολογία, τα σωστά πλαίσια και κριτήρια για τη θεώρηση των ορίων της Εκκλησίας. Τα όρια αυτά ποτέ δεν μπορούν νοηθούν σχηματοποιημένα και κλειστά. Πολλές φορές η σύγχρονη αντιαιρετική θεολογία παρασύρεται στη διατύπωση μιας Εκκλησιολογίας που αποδυναμώνει την παρουσία του Θεού στη δημιουργία. Η αυστηρή περιχαράκωση ορίων στη στρατευόμενη Εκκλησία, που γίνεται σωστά για λόγους παιδαγωγικούς και πολεμικούς, με κανένα τρόπο δεν πρέπει να απολιθώνει και να στατικοποιεί το θεολογικό πνεύμα. Εν προκειμένω η πατερική θεολογία, με τις διαστάσεις που παρέχει και με τη σωστή ερμηνεία, που πρέπει να γίνει, αποτελεί το μόνο κριτήριο για μια ορθόδοξη Εκκλησιολογία».

01. Περιεχόμενα: Έκδοσης Ακριβής Ορθοδόξου Πίστεως (Ιωάννου Δαμασκηνού)
02. Η Εκκλησιολογία του Ιωάννου Δαμασκηνού στο δογματικό του έργο «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως» 
03. Ότι το θείο είναι ακατάληπτο και ότι δεν πρέπει να ερευνά κανείς και να περιεργάζεται αυτά που δεν μας έχουν παραδοθεί από τους αγίους προφήτες και αποστόλους και ευαγγελιστές. 
04. Γι’ αυτά που είναι δυνατόν να λεχθούν και γι’ αυτά που είναι άρρητα, και για όσα μπορεί να είναι γνωστά και όσα άγνωστα.
05. Απόδειξη ότι υπάρχει Θεός. 
07. Απόδειξη, ότι ένας είναι ο Θεός και όχι πολλοί. 
08. Για το Λόγο του Θεού.
09. Λογική απόδειξη για το Άγιο Πνεύμα. 
10. Για την Αγία Τριάδα 
11. Γι’ αυτά που λέγονται για το Θεό. 
12. Για τη θεία ένωση και διάκριση. 
13. Γι’ αυτά που λέγονται για το Θεό ανθρωποπαθώς. 
14. Για τα ίδια θέματα.
15. Για τον τόπο του Θεού και ότι το θείο είναι απεριόριστο 
16. Τα ιδιώματα της θείας φύσεως. 
17. Για τον αιώνα. 
18. Για τη Δημιουργία 
19. Για τους αγγέλους. 
20. Για το Διάβολο και τους δαίμονες.
21. Για τα ορατά δημιουργήματα 
22. Για τον ουρανό 
23. Για το φως, τη φωτιά, τους φωστήρες, δηλαδή τον ήλιο, τη σελήνη και τα άστρα. 
24. Για τον αέρα και τους ανέμους. 
25. Για τα νερά. 
26. Για τα πελάγη 
27. Για τη γη και για όσα προέρχονται απ’ αυτήν. 
28. Επαρχίες της γης
29. Για τον Παράδεισο. 
30. Για τον άνθρωπο. 
31. Για τις ηδονές. 
32. Για την λύπη. 
33. Για το φόβο. 
34. Για το θυμό. 
35. Για τη φαντασία. 
36. Για την αίσθηση. 
37. Για το διανοητικό. 
38. Για το μνημονικό.
39. Για τον ενδιάθετο και προφορικό λόγο
40. Για το πάθος και την ενέργεια. 
41. Για την ενέργεια.
42. Για το εκούσιο και το ακούσιο.
43. Για την εξουσία της βουλήσεώς μας, δηλαδή για το αυτεξούσιο
44. Γι’ αυτά που συμβαίνουν.
45. Για ποιό λόγο δημιουργηθήκαμε αυτεξούσιοι.
46. Γι’ αυτά που δεν εξαρτώνται από μας.
47. Για την Πρόνοια
48. Για την πρόγνωση και τον προορισμό.
49. Για τη θεία οικονομία και για τη φροντίδα του για μας και τη σωτηρία μας
50. Για τον τρόπο της συλλήψεως του Θεού Λόγου και τη θεία σάρκωση
51. Για τις δύο φύσεις.
52. Για τον τρόπο της αντιδόσεως.
53. Για τον αριθμό των φύσεων.
54. Ότι όλη η θεία φύση με μία από τις υποστάσεις της
ενώθηκε με όλη την ανθρώπινη φύση και όχι με ένα μέρος της

55. Για τη μία σύνθετη υπόσταση του Θεού Λόγου.
56. Γι’ αυτούς που ρωτούν· οι φύσεις του Κυρίου υπάγονται στο αδιάσπαστο
ποσό ή στο διαχωρισμένο; 

57.Απάντηση στο ερώτημα, αν υπάρχει φύση ανυπόστατη.
58. Για τον Τρισάγιο Ύμνο.
59. Για τη φύση και διαφορά, την ένωση και σάρκωση που θεωρείται
στο γένος και στο άτομο, και πώς πρέπει να εννοούμε

60. Ότι η αγία παρθένος είναι Θεοτόκος.
61. Για τα γνωρίσματα των δύο φύσεων.
62. Για τα θελήματα και τα αυτεξούσια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού
63. Για τις ενέργειες που έχει ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός
64. Απάντηση σ’ αυτούς που λένε: εάν ο άνθρωπος έχει δύο φύσεις και δύο
ενέργειες, πρέπει για το Χριστό να παραδεχθούμε τρεις φύσεις και άλλες
τόσες ενέργειες.

65. Για το ότι έχει θεωθεί η φύση της σάρκας του Κυρίου και το θέλημά της
66. Και άλλα για τα θελήματα, για το αυτεξούσιο, για τις σκέψεις,
τις γνώσεις και τις σοφίες.

67. Για τη θεανδρική ενέργεια.
68. Για τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη.
69. Για την άγνοια και τη δουλεία.
70. Για την προκοπή.
71. Για τη δειλία.
72. Για την προσευχή του Κυρίου.
73. Για την οικείωση.
74. Για το πάθος του σώματος του Κυρίου και για την απάθεια
της θείας φύσεώς του. 

75. Για το ότι η θεότητα του Λόγου παρέμεινε αχώριστη από την ψυχή
και το σώμα και στο θάνατο του Κυρίου, και ότι η υπόσταση παρέμεινε μία. 

76. Για τη φθορά και τη διαφθορά.
77. Για την κάθοδο στον Άδη.
78. Για τα μετά την ανάσταση.
79. Για το ότι κάθεται στα δεξιά του Πατέρα του.
80. Σ’ αυτούς που μας λένε ότι, εάν ο Χριστός έχει δύο φύσεις, τότε συμβαίνει
ένα από τα δύο: ή λατρεύετε και την κτίση, προσυνώντας την κτιστή φύση,
ή θεωρείτε ότι μία φύση πρέπει να προσκυνείται και μία δεν πρέπει. 

81. Γιατί έγινε άνθρωπος ο Υιός και όχι ο Πατέρας ή το Άγιο Πνεύμα
και τί πέτυχε με την ενανθρώπησή του.

82. Απάντηση σε όσους ρωτούν τί είναι η υπόσταση του Χριστού,
κτιστή ή άκτιστη.

83. Για το πότε ονομάσθηκε Χριστός.
84. Απάντηση σ’ αυτούς που ρωτούν, εάν η αγία Θεοτόκος γέννησε δύο
φύσεις, και εάν δύο φύσεις κρεμάσθηκαν πάνω στο σταυρό.

85. Πώς λέγεται ο μονογενής Υιός του Θεού πρωτότοκος.
86. Για την πίστη και το βάπτισμα.
87. Για την πίστη.
88. Για το σταυρό, και ακόμη για την πίστη.
89. Για την προσκύνηση προς την ανατολή.
90. Για τα άγια και άχραντα μυστήρια του Κυρίου.
91. Για τη γενεαλογία του Κυρίου
και για την αγία Θεοτόκο. 

92. Για την τιμή των Αγίων και των λειψάνων τους.
93. Για τις εικόνες.
94. Για την Αγία Γραφή.
95. Γι’ αυτά που λέγονται για το Χριστό.
96. Ότι ο Θεός δεν είναι αίτιος των κακών.
97. Ότι δεν υπάρχουν δύο αρχές.
98. Για ποιό λόγο, αν και ο Θεός γνώριζε εκ των προτέρων ότι αυτοί επρόκειτο
να αμαρτήσουν και να μη μετανοήσουν, τους δημιούργησε.

 99. Σχετικά με το νόμο του Θεού και το νόμο της αμαρτίας. 
100. Εναντίον των Ιουδαίων, σχετικά με το Σάββατο.
101. Για την Παρθενία.
102. Για την Περιτομή.
103. Για τον Αντίχριστο.
104. Για την Ανάσταση. 

Η Εκκλησιολογία του Ιωάννου Δαμασκηνού

στο δογματικό του έργο

«κδοσις κριβς τς ρθοδόξου πίστεως»[1]



Η Εκκλησιολογία των Βυζαντινών θεολόγων όπως παρουσιάζεται μέσα από τα κείμενα τους παρουσιάζει την εξής ιδιομορφία. Δεν συστηματοποιείται διεξοδικά σε ιδιαίτερο κεφάλαιο αλλά συνυπάρχει οργανικά με τη διδασκαλία τους για την Αγία Τριάδα, τη Χριστολογία και τη δημιουργία του κόσμου. Εκκλησία είναι ολόκληρη η δημιουργία στην κορυφή της οποίας βρίσκεται ο άνθρωπος, ο οποίος για να υπάρχει, να ζει, να κινείται και να τελειώνεται πρέπει συνεχώς να μετέχει στην ενέργεια του Τριαδικού Θεού και αυτήν την ενότητα και την κοινωνία του ανθρώπου με τη θεία πραγματικότητα πραγματοποιούν τα μυστήρια της Εκκλησίας.





α. Η Εκκλησιολογία του Ιωάννου Δαμασκηνού



Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, συγγραφέας του 8ου μ.Χ. αιώνα, στο έργο του κδοσις κριβς τς ρθοδόξου πίστεως εκθέτει σύνολη τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας όπως διατυπώθηκε στους προηγούμενους 8 αιώνες.[2] Η Εκκλησιολογία του είναι εμφανής σε ολόκληρο το εν λόγω έργο του, χωρίς να αναφέρει σχεδόν πουθενά τη λέξη Εκκλησία, εκτός από δύο εξαιρέσεις[3], ούτε φυσικά τον όρο Εκκλησιολογία, καθώς ο συγκεκριμένος όρος ενσωματώθηκε πολύ αργότερα στη σύγχρονη επιστήμης της Δογματικής. Η Τριαδολογία του, δηλαδή η διατύπωση του Τριαδικού δόγματος, καθώς και η Χριστολογία του, η διδασκαλία του δηλαδή για το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος και την ενανθρώπιση του μέσα στην ιστορία, περιέχουν αυτομάτως και Εκκλησιολογία, καθώς ο Υιός και Λόγος του Θεού, που φανερώνει την Αγία Τριάδα μέσα στην ιστορία, είναι ο δημιουργός του κόσμου και ιδρυτής της Εκκλησίας.[4] Επιπλέον στο εν λόγω έργο του η Εκκλησία ταυτίζεται με ολόκληρη τη δημιουργία. Είναι χαρακτηριστικό πως το 86ο κεφάλαιο του έργου κδοσις κριβς τς όρθοδόξου πίστεως, που επιγράφεται με τον τίτλο Περ τν γίων κα χράντων το Κυρίου μυστηρίων, για να αναπτύξει τα μυστήρια της Εκκλησίας αναφέρεται διεξοδικά στη θεολογική διδασκαλία για τη δημιουργία του κόσμου.[5]

Συγκεκριμένα αναφέρει πως ο Θεός δημιούργησε ολόκληρο τον κόσμο «διὰ τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος» μη μπορώντας να κατέχει μόνος Του το γαθό.[6] Το γαθ και η γαθότητα, δεν είναι απλώς το καλό, αλλά η ίδια η ζωή που χαρίζει ο Θεός, με όλη την ποικιλία της, το εἶναι, την ύπαρξη, το λογικό και γι’ αυτό το αντίθετο του είναι η φθορά και ο θάνατος. Ο Θεός δημιούργησε πρώτα τις νοερές και ουράνιες δυνάμεις, δηλαδή τους αγγέλους, έπειτα τον ορατό και αισθητό κόσμο, δηλαδή τη ζώα και τα φυτά, και κατόπιν τον άνθρωπο που μετέχει και στον νοερό και στον αισθητό κόσμο. «Πάντα μὲν οὖν τὰ ὑπ’ αὐτοῦ (εν. του Θεού) γενόμενα» σημειώνει ο Ιωάννης, κοινωνοῦσι τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος κατὰ τὸ εἶναι», κοινωνούν με την αγαθότητα του Θεού, καθώς έχουν πάρει από αυτόν το εναι, την ύπαρξη και τη ζωή, και συνεχώς ο Θεός τα συντηρε και τα συνέχει με την ενέργεια του για να υπάρχουν και να ζουν. Η αγαθότητα του Θεού εκφράζεται αισθητά και δυναμικά μέσα στην ιστορία με τη δημιουργία του ανθρώπου και της υπόλοιπης κτίσης (ο δημιουργημένος κόσμος στο εν λόγω έργο του Δαμασκηνού αλλά και στα κείμενα των βυζαντινών θεολόγων ονομάζεται κτίση και κτιστό[7]). Η παρουσία του δημιουργημένου ανθρώπου και του υπόλοιπου κόσμου μαρτυρά από μόνη της την αγαθότητα του Θεού. Τα λογικά δημιουργήματα, όμως, μετέχουν στην αγαθότητα του Θεού πολύ περισσότερο από τα υπόλοιπα, γιατί έχουν και το εναι αλλά και το λογικό. Βρίσκονται οκειότερα πρς ατν, καθώς και ο Δημιουργός του κόσμου είναι λογικός, χωρίς βέβαια ποτέ να αίρεται η ριζική διάκριση μεταξύ Δημιουργού και δημιουργημάτων.[8]

Ο άνθρωπος επειδή είναι και αυτεξούσιος, έχει την εξουσία και να ενώνεται συνεχώς με το Δημιουργό Θεό και να διαμένει στο αγαθό, αλλά και να οδηγείται προς την αντίθετη κατεύθυνση που είναι η κακία, η φθορά και ο θάνατος. Η δυνατότητα αυτή του ανθρώπου, μπορεί να συμπαρασύρει ολόκληρη την άλογη δημιουργία. Ο άνθρωπος τελικά διάλεξε τη φθορά και το θάνατο και όχι την υπακοή στην αγαθότητα του Θεού. Ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση ο Δημιουργός από πλήρη φιλανθρωπία δεν εγκατέλειψε το δημιούργημα του. Επειδή δεν φυλάξαμε την εικόνα και το πνεύμα που μας μετέδωσε : «ἐπειδὴ γὰρ μετέδωκεν ἡμῖν τῆς ἰδίας εἰκόνος καὶ τοῦ ἰδίου πνεύματος[9] καὶ οὐκ ἐφυλάξαμεν» σημειώνει, για να μας καθαρίσει και να μας αφθαρτοποιήσει ο Υιός και Λόγος του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγ. Τριάδος (ο οποίος ονομάζεται και Χριστός, αλλά μόνο μετά την ενανθρώπιση[10]) έγινε άνθρωπος και προσέλαβε ο ίδιος τη φθαρτή και αθάνατη φύση μας, εκτός από την αμαρτία : «ὡμοιώθη ἡμῖν κατὰ πάντα γενόμενος ἄνθρωπος χωρὶς ἁμαρτίας καὶ ἡνώθη τῇ ἡμετέρᾳ φύσει».[11] Η αμαρτία δεν είναι στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, αλλά προέρχεται από την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, η οποία με τις τραγικές επιλογές της προξενεί τη φθορά και το θάνατο στην ανθρώπινη φύση.[12] Βέβαια, παρότι ο Λόγος προσέλαβε τη φθορά και το θάνατο και αναστήθηκε για να αφθαρτοποιήσει τον άνθρωπο, ο άνθρωπος εξακολουθεί να πεθαίνει, γιατί καθώς το κακό εισχώρησε μέσα στην ύλη, η οποία ως κτιστή είναι τρεπτή και δυσκίνητη, δεν μπορεί να φύγει εύκολα, αλλά εξίσου δυσκίνητα. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Ιωάννης Δαμασκηνός αναπτύσσοντας στο έργο του τις συνέπειες της κτιστότητας των δημιουργημάτων και το γεγονός πως ο θάνατος εφόσον ήρθε δεν μπορεί να φύγει πλέον τόσο εύκολα, παρόλα αυτά προσφέρει και μία ευεργεσία : δεν επιτρέπει στο κακό να είναι αθάνατο.[13]



β. Η ενανθρώπιση και τα μυστήρια του Κυρίου


Η παραπάνω αναφορά του Ιωάννου Δαμασκηνού στη φθορά του ανθρώπου και τη θεραπεία του από το Χριστό, έχει άμεση σχέση με την Εκκλησιολογία του, καθώς γίνεται για να μας εξηγήσει γιατί υπάρχουν τα μυστήρια. Τα μυστήρια της βαπτίσεως (η δεύτερη γέννηση) και της θείας κοινωνίας (η ξένη τροφή) δόθηκαν από το Χριστό για να χαρίζουν στον άνθρωπο τη θεραπεία και τη ζωή τη αφθαρσίας. Τα πάθη της κακίας και του εγωκεντρισμού έφεραν στη ζωή του τη φθορά και το θάνατο και γι’ αυτό ο Χριστός από πλήρη φιλανθρωπία σαρκώνεται και χαρίζει με τα μυστήρια του τη ζωή, την αφθαρσία και την ανάσταση.[14]

Η νέα γέννηση και η νέα τροφή που έφερε ο Χριστός είναι το άγιο βάπτισμα και τα τίμια δώρα του, ο άρτος και ο οίνος, τα οποία παραδόθηκαν στο υπερώο της αγίας Σίων κατά το μυστικό δείπνο. Κατά το μυστικό δείπνο καθώς ο Χριστός ένιψε το πόδια των μαθητών του τελείωσε την Παλαιά Διαθήκη και τους παρέδωσε το σύμβολο του βαπτίσματος. Ο Δαμασκηνός συνδυάζει και τη νίψη των ποδιών του Κυρίου με το σύμβολο του βαπτίσματος[15], και όχι μόνο τη βάπτιση του Κυρίου από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Επιπλέον, καθώς έκοψε και μοίρασε τον άρτο, μας παρέδωσε το σώμα του, και καθώς πήρε το ποτήρι με το κρασί και το νερό και το μετέδωσε λέγοντας «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες˙ τοῦτό μού ἐστι τὸ αἷμα τῆς καινῆς διαθήκης», μας παρέδωσε το αίμα του.[16] Όσον αφορά το βάπτισμα μας διευκρινίζει πως συνοδεύεται απαραιτήτως και από τη χρίση με το λάδι, εννοώντας το μυστήριο του χρίσματος. Το λάδι στο βάπτισμα υπογραμμίζει πως χρησιμοποιείται για να μας κάνει χριστούς, να δείξει τη χρίση της ανθρωπότητας από τη θεότητα που πρόσφερε ο Χριστός, και να μας χαρίζει το έλεος του Θεού.[17]

Παραλαμβάνεται ο άρτος και ο οίνος, διευκρινίζει ο Δαμασκηνός, γιατί ο άνθρωπος αποστρέφεται τ μ κατ τη συνήθειαν τετριμμένα. Ο Χριστός πήρε τα συνηθισμένα και τετριμμένα μέσα της φύσεως για να κάνει αυτά που βρίσκονται υπέρ τη φύσεως.[18] Όσον αφορά το βάπτισμα επειδή οι άνθρωποι συνηθίζουν να λούζονται με νερό και να χρίονται με λάδι, συνέδεσε τη χάρη του Πνεύματος με το λάδι και το νερό και τα κατέστησε λουτρό αναγεννήσεως. Κατά τον ίδιο τρόπο, επειδή οι άνθρωποι τρώνε ψωμί και πίνουν νερό και κρασί, προσέλαβε τα συγκεκριμένα υλικά και τα έκανε σώμα και αίμα του, για να πάρουμε τη χάρη του με τα συνηθισμένα φυσικά μέσα.[19]

Το σώμα που μεταλαμβάνουν τα μέλη της εκκλησίας είναι σμα ληθς νωμένον θεότητι, όχι γιατί το σώμα του Χριστού που αναλήφθηκε κατέρχεται το ίδιο στη γη, αλλά γιατί ο ίδιος ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Θεού. Ο Δαμασκηνός τονίζει πως αν κάποιος επιθυμεί να μάθει τον τρόπο της μεταβολής του άρτου και οίνου σε σώμα και αίμα Κυρίου αρκεί να γνωρίζει πως γίνεται με την ενέργεια του αγίου Πνεύματος. Αυτό είναι υπέρ αρκετό. Όπως με το άγιο Πνεύμα έφτιαξε ο Κύριος από τη Θεοτόκο σάρκα αυτ κα ν αυτ και δεν γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο το έκανε, παρά μόνο πως ο Κύριος αληθινά και πραγματικά έγινε άνθρωπος (αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς), έτσι και ο άρτος και ο οίνος μετατρέπονται σε σώμα και αίμα Χριστού χωρίς να γνωρίζουμε τον τρόπο της μετατροπής. Μας αρκεί να γνωρίζουμε πως πραγματικά μετατρέπονται και μας θεραπεύουν.[20] Εκείνο που τονίζει ιδιαιτέρως στο κείμενο του, είναι πως ο άρτος και ο οίνος δεν είναι απλώς τύπος του σώματος και του αίματος του Κυρίου – μάλιστα αναφέρει το μ γένοιτο για μία τέτοια σκέψη – αλλά το ίδιο το σώμα του Κυρίου θεωμένο. Γι’ αυτό σημειώνει πως ο Χριστός κατά την παράδοση των τιμίων δώρων στο μυστικό δείπνο είπε τούτο μου εστί το σώμα και το αίμα και όχι τούτο μου εστί τύπος του σώματος και τύπος του αίματος μου, όπως επίσης είπε και στους Ιουδαίους «εἰ μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ Υἰοῦ τοῦ ἀνθρώπου, οὐκ ἔχετε ζωὴν αἰώνιον. Ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθὴς ἐστι βρῶσις καὶ τὸ αἷμα μου ἀληθὴς ἐστι πόσις» , καθώς και «ὁ τρώγων με ζήσετε».[21]

Άλλωστε τα πάντα μέσα στην εκκλησία είναι αγιασμένα. Ο Ιωάννης τονίζει με έμφαση πως ο τίμιος σταυρός του Κυρίου είναι αγιασμένος, γιατί τον ακούμπησε το άγιο σώμα και το αίμα του Χριστού. «Αὐτὸ μὲν οὖν τὸ τίμιον ξύλον ὡς ἀληθῶς καὶ σεβάσμιον, ἐν ᾧ ἑαυτὸν εἰς θυσίαν ὑπὲρ ἡμῶν Χριστὸς προσενήνοχεν, ὡς ἁγιασθὲν τῇ ἁφῇ τοῦ ἁγίου σώματος καὶ αἵματος εἰκότως προσκυνητέον» θα σημειώσει χαρακτηριστικά.[22] Κάθε φορά που ο άνθρωπος τον προσκυνάει θεραπεύεται και αγιάζεται. Το ίδιο συμβαίνει και με τα καρφιά, τη λόγχη, τη φάτνη, τον Γολγοθά, το ζωοποιό τάφο του Χριστού επειδή πέρασε από αυτά ο Χριστός και τα αγίασε.[23]

Ο Ι. Δαμασκηνός καθώς αναφέρεται στα μυστήρια και στη θεραπεία που προσφέρει η μετάληψη του τιμίου σώματος και αίματος του Κυρίου, δηλώνει με έμφαση πως για να διατηρήσει ο άνθρωπος τη θεραπεία των μυστηρίων πρέπει ολόκληρη η ύπαρξη του, ο νους (που είναι το κατ’ εικόνα για τους βυζαντινούς θεολόγους[24]), η καρδιά του, το σώμα του, η βούληση του, να είναι καθαρή και καλοπροαίρετη. Διαφορετικά η μετάληψη του σώματος και του αίματος του Κυρίου δεν συντελεί στην άφεση των αμαρτιών αλλά γίνεται κόλαση και τιμωρία, όπως ακριβώς ο θάνατος του Κυρίου για τους πιστούς έγινε ζωή και αφθαρσία, ενώ για τους αυτούς που τον σκότωσαν έγινε κόλαση και τιμωρία.[25] Το παράδειγμα που αναφέρει από τη ζωή του ίδιου του Κυρίου είναι εύστοχο και χαρακτηριστικό. Η χάρις τους Αγίου Πνεύματος που έχουν τα μυστήρια του Κυρίου, αγιάζει τον άνθρωπο εφόσον ο ίδιος ο άνθρωπος, ως ελεύθερος και αυτεξούσιος, έχει καλοπροαίρετη και καθαρή την ύπαρξη του και όχι μολυσμένη από την αμαρτία, βασική εκδήλωση της οποίας είναι η κακία.

Σε πιθανό ερώτημα κάποιων σχετικά με το πως φαίνεται στη ζωή των ανθρώπων η θεραπεία του αγίου Πνεύματος που χαρίζει η μετάληψη των τιμίων δώρων, ο Δαμασκηνός σπεύδει να απαντήσει πως τα μέλη που μεταλαμβάνουν αποκτούν σύσταση, ενότητα και αρμονία ψυχής και σώματος : «Σῶμά ἐστι καὶ αἷμα Χριστοῦ εἰς σύστασιν τῆς ἡμετέρας ψυχῆς τε καὶ σώματος χωροῦν». Τα πάθη του ανθρώπου, όπως η κακία, η ζήλεια και ο εγωκεντρισμός με όλες τις επικίνδυνες προεκτάσεις τους, διασπούν την ύπαρξη του και ο αγιασμός των μυστηρίων επαναφέρει σε αυτόν την ηρεμία και τη γαλήνη που εκδηλώνεται εξωτερικά με την ενότητα και την αρμονία της ανθρώπινης ύπαρξης. Η θεία κοινωνία είναι για τον άνθρωπο «βλάβης παντοδαποῦς ἀμυντήριον» και «ρύπου παντὸς καθαρτήριον». Το φάρμακο που εξαφανίζει αρρώστιες και κάθε είδους αιφνίδια προσβολή και βία.[26]

Τα τίμια δώρα του Κυρίου ονομάζονται επίσης α) μετάληψη, β) κοινωνία και γ) αντίτυπα των μελλόντων. Μετάληψη γιατί με αυτά μεταλαμβάνουμε τη θεότητα του Ιησού. Κοινωνία, γιατί κοινωνούμε μέσω αυτών και με τον Χριστό, καθώς μετέχουμε στη σάρκα και στη θεότητα του, αλλά και μεταξύ μας, καθώς μεταλαμβάνουμε από έναν (τον ίδιο) άρτο και γινόμαστε σύσσωμοι με το Χριστό.[27] Αντίτυπα των μελλόντων γιατί διαμέσου αυτών μετέχουμε τώρα στη θεότητα του Χριστού (όχι γιατί δεν είναι αληθινά σώμα και αίμα του Θεού), ενώ στο μέλλον θα μετέχουμε νοητά, μόνο διά μέσου της θεάς του Θεού.[28]



γ. Η αρχαιότητα των μυστηρίων


Εκκλησία για τον Ιωάννη Δαμασκηνό είναι ολόκληρη η δημιουργία. Τα μυστήρια υπάρχουν μέσα στην ιστορία από την Παλαιά Διαθήκη, από την αρχή της Δημιουργίας, για να χαρίζουν τη ζωή και τη θεραπεία και όχι μόνο από την Καινή Διαθήκη με την ενανθρώπιση. Άλλωστε και σε όλη την Παλαιά Διαθήκη υπάρχει ο Υιός ως άσαρκος Λόγος. Με την ενανθρώπιση μπαίνουμε σε μία καινούρια φάση, της πλήρους θεραπείας και χάριτος όμως η ενέργεια των μυστηρίων πάντοτε είναι απαραίτητη στην εκκλησία – δημιουργία για να υπάρχουν, να συντηρούνται και να τελειώνονται τα κτίσματα.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Δαμασκηνός μας λέγει πως υπάρχουν πολλά είδη βαπτίσματος, τα οποία ξεκινούν από την Παλαιά Διαθήκη και κορυφώνονται στην Καινή με την ενανθρώπιση. Το πρώτο βάπτισμα είναι του κατακλυσμού για τον τερματισμό της αμαρτίας,[29] αναφερόμενος στο περιστατικό του κατακλυσμού του Νώε. Το δεύτερο βάπτισμα είναι αυτό που έγινε στη θάλασσα όταν ο Μωϋσής χτύπησε τη ράβδο, άνοιξαν τα νερά και οι Ισραηλίτες σώθηκαν[30] και το τρίτο βάπτισμα είναι το νομικό βάπτισμα που έκανε κάθε ακάθαρτος Ισραηλίτης.[31] Το τέταρτο βάπτισμα είναι το βάπτισμα του Ιωάννου του Βαπτιστή που είναι εισαγωγικό στο βάπτισμα του Κυρίου.[32] Το πέμπτο βάπτισμα είναι το βάπτισμα που πήρε ο ίδιος ο Χριστός, όχι βέβαια γιατί είχε ανάγκη από κάθαρση, αλλά για να αγιάσει τον βαπτιστή, να αποκαλύψει το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, και να γίνει τύπος και υπογραμμός σε εμάς ως προς το βάπτισμα.[33] Αυτό το βάπτισμα υποσκιάζει όλα τα προηγούμενα γιατί αγιάζει πλήρως τον βαπτιστή, όπως και όλη την ανθρωπότητα, και αποκαλύπτει το μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Το βάπτισμα έχει πολύ παλιές ρίζες από την αρχή της δημιουργίας και δεν υπάρχει μόνο από την ώρα που βαπτίστηκε ο Χριστός στον ποταμό Ιορδάνη. Στον Ιορδάνη υπήρξε η κορύφωση του αγιασμού που προσφέρει το βάπτισμα.

Όμως και τα τίμια δώρα βρίσκονται τυπολογικά και συμβολικά στην Παλαιά Διαθήκη (και το σύμβολο στην Αγία Γραφή και στη λοιπή λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας δεν είναι ποτέ κενό περιεχομένου). Με ψωμί και κρασί δεξιώθηκε ο Μελχισεδέκ τον Αβραάμ όταν επέστρεψε από τη σφαγή των αλλοφύλων. Ο Δαμασκηνός τονίζει πως εκείνη η τράπεζα προεικόνιζε τη δική μας μυστική τράπεζα, όπου αγιάζεται ο άρτος και ο οίνος, και ο Μελχισεδέκ είναι ο τύπος και το εικόνισμα του αληθινού αρχιερέα Χριστού.[34]

Άλλωστε και ο ζωοποιός σταυρός του Κυρίου (που επίσης είναι μυστήριο της εκκλησίας) υπάρχει συμβολικά στην Παλαιά Διαθήκη. Το δέντρο της ζωής που φυτεύθηκε στον παράδεισο από το Θεό προτυπώνει τον τίμιο σταυρό[35] (δια μέσου του ξύλου προήλθε ο θάνατος, σημειώνει δεικτικά ο Δαμασκηνό, διαμέσου έπρεπε να χαριστεί η ζωή και η ανάσταση).[36] Το άκρο της ράβδου που προσκύνησε ο Ιακώβ και ευλόγησε τους γιους του Ιωσήφ[37], η ράβδος του Μωυσή που χτύπησε τη θάλασσα σώζοντας τους Ισραηλίτες και κατατροπώνοντας τους στρατιώτες του Φαραώ,[38] η ανύψωση των χεριών του Μωυσή όταν νίκησαν τους Αμαληκίτες,[39] ο βράχος που έτρεξε νερό στην έρημο,[40] η ανύψωση από τον Ααρών της ράβδου του σε σχήμα σταυρού και η σωτηρία από τα θανατηφόρα τσιμπήματα των φιδιών όσων την κοιτούσαν[41] (το φίδι ήταν νεκρό και το ξύλο έσωζε αυτούς που το έβλεπαν, όπως μετά την ενανθρώπιση το ξύλο που σταυρώθηκε ο Χριστός σώζει αυτούς που το πιστεύουν[42]) είναι προτυπώσεις και συμβολισμοί του σταυρού.





δ. Η ευθύνη του ανθρώπου


Δεν αρκεί όμως μόνο ο Υιός και Λόγος του Θεού να προσλάβει τη φύση μας, και να μας ανακαινίσει, ένα έργο στο οποίο δεν μετέχει ο κάθε άνθρωπος προσωπικά – όλοι απέκτησαν το φάρμακο της θεραπείας και της ζωής, (όπως δεν μετέχει ο κάθε άνθρωπος προσωπικά και στην αρρώστια που έφερε το προπατορικό αμάρτημα) –, αλλά είναι απαραίτητο και ο κάθε άνθρωπος προσωπικά που θέλει να φτάσει το μέτρο της τελειότητας, να προσπαθήσει ελεύθερα και αυτεξούσια να καθαρισθεί και να αφθαρτοποιηθεί. Για να συμβεί αυτό πρέπει να γεννηθεί με δεύτερη γέννηση, «δευτέραν γέννησιν γεννηθῆναι», και να τραφεί με τροφή ξένη προς αυτόν, «τραφῆναι τροφὴν ξένην», έτσι ώστε η τροφή να μην έχει σχέση με την αμαρτία και τη φθορά. Κάθε ίχνος μαγείας εξαφανίζεται αμέσως. Όπως τα παιδιά κληρονομούν τη φύση του πατέρα τους, παρόμοια όλο το ανθρώπινο γένος κληρονόμησε τη φύση του προπάτορα Αδάμ, η οποία αρρώστησε και οδηγήθηκε στη φθορά. Η αμαρτία απλώθηκε με πολλούς τρόπους στη ζωή του ανθρώπου, τονίζει ο Δαμασκηνός και γέμισε τη ζωή του με κάθε είδους κακία.[43] Καθώς ο Χριστός, ξένος ολότελα προς τη φθορά, προσέλαβε από πλήρη φιλανθρωπία την ανθρώπινη φύση και τη θεράπευσε με μια σειρά ιστορικών πράξεων, όπως της σαρκώσεως – έγινε άνθρωπος –, του βαπτίσματος με το νερό – θεράπευσε και την άλογη δημιουργία – του πάθους και της Αναστάσεως – πέρασε και από το θάνατο για να τον νικήσει με την Ανάσταση –, ο κάθε άνθρωπος για να γίνει κληρονόμος της καινούριας φύσεως, πρέπει με την ελευθερία που του χαρίζει το λογικό και το αυτεξούσιο, και να γεννηθεί με δεύτερη γέννηση, αυτή του βαπτίσματος, που δεν θα έχει τα στοιχεία της φθοράς, αλλά και να τραφεί, με πραγματική τροφή, για να ζήσει τη νέα ζωή, τροφή κατάλληλη στη νέα γέννηση.[44] Δεν αρκεί μονάχα η απαρχή της ημετέρας φύσεως «ἐν μετοχῇ γενέσθαι τοῦ κρείττονος»,[45] που συντελέστηκε με την πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως από το Χριστό, αλλά και ο ίδιος ο άνθρωπος να μετέχει με την ελευθερία που του χαρίζει το λογικό και το αυτεξούσιο σε δεύτερη γέννηση, και με τροφή, κατάλληλη στη νέα γέννηση, συνεχώς να τρέφεται έτσι ώστε να γίνει θέσει αυτό που ο Κύριος είναι φύσει.[46]

Σε ξεχωριστό κεφάλαιο που αφιερώνει για το βάπτισμα γράφει πως το βάπτισμα παρέχει όμοια σε όλους τους ανθρώπους την άφεση των αμαρτιών, όμως η χάρις του Αγίου Πνεύματος παρέχεται κατά την αναλογία της πίστεως και της προκαθάρσεως. Με το βάπτισμα όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, γίνεται μόνο απαρχή του Αγίου Πνεύματος και η αρχή μίας άλλης ζωής γεμάτη φωτισμό.[47] Χρειάζεται απαραιτήτως ο συνεχής προσωπικός αγώνας του κάθε ανθρώπου για να καρπώνεται τη θεραπεία που χάρισε η ενανθρώπιση και να αντιστρατεύεται την κακία, τη φθορά και το θάνατο.[48] Γι’ αυτό πολύ σωστά ο Δαμασκηνός καθώς αναφέρεται στον αγιασμό που προσφέρει το μυστήριο του βαπτίσματος τονίζει πως ο άνθρωπος είναι απαραίτητο με όλες τις δυνάμεις του κρατά καθαρό τον εαυτό του από τα βρώμικα έργα ώστε να μην ξαναγίνει δούλος της αμαρτίας. Όπως τα έργα χωρίς την πίστη είναι νεκρά, έτσι ακριβώς και η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή.[49]




ε. Η ενότητα των μυστηρίων


Τα μυστήρια της Εκκλησίας φανερώνουν τη χάρη και τη θεραπεία του Αγίου Πνεύματος και έχουν μεταξύ τους πλήρη οργανική ενότητα. Το βάπτισμα συνδέεται άμεσα με τον σταυρικό θάνατο του Κύριου καθώς αυτόν ακριβώς φανερώνει. Οι τρεις καταδύσεις του βαπτίσματος σημαίνουν τις τρεις μέρες που έμεινε στον τάφο ο Κύριος και γι’ αυτό ο άνθρωπος πρέπει να μετέχει στο μυστήριο του βαπτίσματος μόνο μία φορά, όπως μόνο μία φορά πέθανε ο Κύριος. Τα σημαντικά γεγονότα (όπως είναι η γέννηση και ο θάνατος) συμβαίνουν μόνο μία φορά στη ζωή του ανθρώπου.[50]

Η ενότητα των μυστηρίων και η απτή ιστορική τους παρουσία φαίνεται από το γεγονός πως ο Ιωάννης περιγράφει μόνο τα μυστήρια του βαπτίσματος και της θείας ευχαριστίας. Όπως πρώτα γεννάται ο άνθρωπος και κατόπιν τρέφεται και συντηρείται στη ζωή, έτσι και το βάπτισμα, ως ένταξη στην εκκλησία και αναγέννηση στη νέα ζωή και η θεία ευχαριστία, ως συνεχή τροφή αθανασίας, εκ των πραγμάτων είναι τα μυστήρια που αναγεννούν τον άνθρωπο και τον συνέχουν. Τα υπόλοιπα μυστήρια όπως το ευχέλαιο, ο γάμος, η εξομολόγηση, η χειροτονία ως μυστήρια που επίσης τροφοδοτούν τη ζωή και θεραπεύουν τον άνθρωπο, δεν μπορούν να συμβούν αν δεν προηγηθεί εκ των πραγμάτων η βάπτιση και η θεία ευχαριστία. Γι’ αυτό και δεν αναφέρονται καθόλου στο δογματικό του έργο κδοσις κριβς τς ρθοδόξου πίστεως καθώς είναι οργανικά ενταγμένα μέσα στο ενιαίο θεραπευτικό σώμα της Εκκλησίας.





στ. Εκκλησία και εσχατολογία


Δεν γνωρίζουμε μόνο την εσχατολογία της Εκκλησίας, δηλαδή τη συνεχή πορεία της προς τα έσχατα, αλλά και την προέλευση της. Η Εκκλησία δεν υπάρχει μόνο από την πρώτη μέρα της δημιουργίας αλλά προ καταβολής κόσμου, καθώς ολόκληρη η Εκκλησία (λογικά όντα και υπόλοιπο κόσμος), υπάρχει από πάντοτε στην βούληση του Τριαδικού Θεού, ως προορισμός, εικόνα, θέλημα και παράδειγμα. Ο Δαμασκηνός σημειώνει πως ολόκληρη η δημιουργία υπήρχε από πάντα με άχρονο τρόπο στην άχρονη βούληση του Θεού, ως προορισμός, εικόνα και παράδειγμα και γι’ αυτό σημειώνει στο έργο του κδοσις κριβς τς όρθοδόξου Πίστεως, πως ο Θεός γνωρίζει τα πάντα πριν να συμβούν καθώς τα σκέφτηκε με άχρονο τρόπο, και τα πάντα γίνονται κατά την άχρονη θέληση του, η οποία είναι προορισμός, εικόνα και παράδειγμα.[51]

Η άκτιστη βούληση του Τριαδικού Θεού, η οποία είναι άτρεπτη και δεν δέχεται μεταπτώσεις και αλλαγές (όπως αντιθέτως συμβαίνει με τη βούληση του ανθρώπου που είναι κτιστή) από πάντοτε επιθυμούσε τα κτίσματα που ήθελε να δημιουργήσει, και ως άτρεπτη δεν είναι δυνατόν ποτέ να αλλάξει γνώμη και να τα απαρνηθεί. Έτσι η δημιουργία δεν θα πάψει ποτέ να υπάρχει γιατί η βούληση του Θεού είναι άτρεπτη, δεν μεταβάλλεται, και εδώ ακριβώς φαίνεται η εσχατολογία της Εκκλησίας (ο όρος εσχατολογία, όπως και όρος Εκκλησιολογία δεν υπάρχει στα δογματικά κείμενα του Δαμασκηνού, καθώς ενσωματώθηκε πολύ αργότερα στην επιστήμη της Δογματικής). Η δημιουργία πάντοτε θα υπάρχει και θα πορεύεται προς τα έσχατα, καθώς ο Θεός ως άτρεπτος δεν θα σταματήσει ποτέ να της χαρίζει το είναι.[52] Για να υπάρξει όμως το ευ είναι σε αυτήν την πορεία χρειάζεται η ελεύθερη συγκατάθεση του ανθρώπου και γνωρίζουμε πως η πτώση έφερε στασιμότητα στην πρόοδο και την τελείωση του ανθρώπου, παρότι ο Θεός πάντοτε παρέχει το είναι και τη ζωή. Γι’ αυτό η Εκκλησία μετά την ενανθρώπιση και την Ανάσταση του Κυρίου μπαίνει σε μία καινούρια φάση σχετικά με την πορεία της προς τα έσχατα. Ο Δαμασκηνός συνδέει την τέλεια πορεία που δεν υποκύπτει στο θάνατο με την Ανάσταση του Κυρίου σημειώνοντας πως «αὐτὸς δὲ ὁ Κύριος ἀπαρχὴ τῆς τελείας καὶ μηκέτι θανάτῳ ὑποπιπτούσης ἀναστάσεως γέγονε».[53] Η Ανάσταση χαρίζει την πλήρη ζωή και την πορεία προς τα έσχατα. Βέβαια η ανάσταση του ανθρώπου, ως συνεχή ζωή από τον Τριαδικό Θεό, ήταν ούτως ή άλλως γεγονός, εφόσον μετά το θάνατο ο άνθρωπος ζει, αν και έχει χάσει ένα σημαντικό μέρος της υπάρξεως του, το σώμα, γιατί ο Θεός δεν σταματά ποτέ να του παρέχει το είναι και τη ζωή. Μετά την Ανάσταση όμως του Χριστού, καθώς, όπως σημειώσαμε μπαίνουμε σε μία καινούρια φάση του έργου της θείας οικονομίας, είμαστε απολύτως βέβαιοι πως δεν θα αναστηθούν μόνο οι ψυχές των ανθρώπων, αλλά και τα σώματα γιατί ο Χριστός ανέστησε την πλήρη φύση του ανθρώπου, και του σώματος και της ψυχής του.

Ο Ιωάννης Δαμασκηνός έχει αφιερώσει αρκετές σελίδες του δογματικού του έργου κδοσις κριβς τς ρθοδόξου πίστεως για την ανάσταση του ανθρώπου. Το σημείο που τονίζει με έμφαση στο κείμενο του είναι πως η ανάσταση των νεκρών στην οποία πιστεύουμε δεν είναι ανάσταση μόνο των ψυχών, αλλά κυρίως ανάσταση σωμάτων. Εφόσον ο θάνατος, σημειώνει είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, «εἰ γὰρ θάνατον ὁρίζονται χωρισμὸν ψυχῆς ἀπὸ σώματος», η ανάσταση είναι η νέα συνάφεια της ψυχής από το σώμα, «ἀνάστασίς ἐστι πάντως συνάφεια πάλιν ψυχῆς καὶ σώματος καὶ δεύτερα τοῦ διαλυθέντος καὶ πεσόντος ζῴου στάσις», για να συμπληρώσει πως το ίδιο το σώμα που φθείρεται και διαλύεται, αυτό το ίδιο ακριβώς θα αναστηθεί άφθαρτο.[54] Δεν αδυνατεί αυτός που έφτιαξε το σώμα από το χώμα και πάλι να το αναστήσει μετά την επιστροφή του στη γη.[55]

Ο Δαμασκηνός κατά την πάγια τακτική του που ήδη σημειώσαμε αναφέρεται στην Αγία Γραφή, και μάλιστα εκτενώς και στην Παλαιά Διαθήκη, για να δείξει στον αναγνώστη του πως υπάρχει ανάσταση σωμάτων. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του στον Μωυσή. Ο Θεός είπε στο Μωυσή πως είναι ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, όχι ο Θεός των νεκρών αλλά των ζώντων[56] για να σχολιάσει ο ίδιος ο Ιωάννης πως οι ψυχές τους ζουν στα χέρια του Θεού ενώ τα σώματα θα ξαναζήσουν με την ανάσταση.[57] Επιπλέον αναφέρεται στον Ησαΐα που γράφει «Ἀναστήσονται οἱ νεκροί, καὶ ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις»[58] για να σημειώσει πως στα μνημεία δεν τοποθετούνται οι ψυχές αλλά τα σώματα : «Δῆλον δε, ὡς οὐχ αἱ ψυχαὶ ἐν τοῖς μνημείοις τίθενται, ἀλλὰ τὰ σώματα».[59] Αναφέρει πολλά ανάλογα χαρακτηριστικά παραδείγματα από την Παλαιά Διαθήκη για να περάσει στην Καινή και να σημειώσει με έμφαση πως ο Χριστός όχι μόνο με τα λόγια αλλά και με τα έργα του φανέρωσε την ανάσταση των σωμάτων. Ανέστησε τον Λάζαρο που έμεινε τέσσερις μέρες στον τάφο. Δεν ανέστησε ο Χριστός, τονίζει, μόνο την ψυχή του Λαζάρου, αλλά το ίδιο σώμα του που βρίσκονταν στον τάφο με την ψυχή του.[60]

Η εκκλησία με κορυφαίο ολόκληρο τον άνθρωπο, σώμα και ψυχή, πορεύεται προς τα έσχατα, τα οποία είναι ατελεύτητα καθώς ο Θεός δεν παύει ποτέ να χαρίζει το είναι και τη ζωή. Για τη βυζαντινή θεολογία, η οποία εκπροσωπείται πλήρως στο δογματικό έργο του Ι. Δαμασκηνού, δεν μπορεί να νοηθεί πορεία προς τα έσχατα, χωρίς τη ζωοποίηση που χαρίζει ο Τριαδικός Θεός και την Ανάσταση του Κυρίου.





Σύμφωνα με όσα προηγήθηκαν γίνεται προφανές πως διατυπώνεται η Εκκλησιολογία στους Βυζαντινούς συγγραφείς. Οι σημερινοί τρεις τομείς στους οποίους χωρίζεται η επιστήμη της Δογματικής : Τριαδολογία, Χριστολογία και Εκκλησιολογία ή αλλιώς δύο η Θεολογία (που περιλαμβάνει την Τριαδολογία) και η Οικονομία (που περιλαμβάνει τη Χριστολογία και την Εκκλησιολογία) προήλθαν από καθαρά συστηματικούς επιστημονικούς λόγους. Στα κείμενα των Βυζαντινών θεολόγων η Εκκλησιολογία έχει άμεση σχέση με ολόκληρη τη δημιουργία, την Αγία Τριάδα και τον ενανθρωπήσαντα Λόγο, ο οποίος φανερώνει την Αγ. Τριάδα στην ιστορία. Η Εκκλησία που εκφράζεται μέσω των μυστηρίων της είναι ολόκληρη η δημιουργία, στην οποία φανερώνεται η Αγία Τριάδα που δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο. Η Εκκλησία υπάρχει προ καταβολής κόσμου καθώς ολόκληρη η δημιουργία βρίσκεται από πάντα στην άκτιστη βούληση του Θεού και όχι σε πραγματωμένη κατάσταση. Μέσα στην ιστορία επίσης η εκκλησία και τα μυστήρια της υπάρχουν από την αρχή της δημιουργίας, όπως περιγράφεται στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, καθώς ο Λόγος συνέχει τη δημιουργία όχι μόνο στην Καινή Διαθήκη ως ένσαρκος αλλά και στην Παλαιά ως άσαρκος. Βέβαια στην ιστορική της διαδρομή η Εκκλησία αναγκάστηκε να διασαφηνίσει τα όρια της σε συγκεκριμένα πλαίσια – κάποιους μάλιστα τους χαρακτήρισε πολύ σωστά ως αιρετικούς και τους θεώρησε εκτός των ιστορικών ορίων της – όμως αυτό η εκκλησία το έκανε μόνο για αμυντικούς λόγους έναντι σκληρών και επικίνδυνων αιρέσεων.[61] Η ίδια εκκλησία όταν εκφράζει ζωντανά τη διδασκαλία της μέσω της λατρείας, των κειμένων και όλων των δημιουργικών της έργων, σημειώνει έντονα τα πραγματικά της όρια που αγκαλιάζουν ολόκληρη τη δημιουργία, όπως περιγράφονται τόσο χαρακτηριστικά στο κατεξοχήν δογματικό έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού κδοσις κριβς τς ρθοδόξου πίστεως.




















[1] Μελέτη που δημοσιεύθηκε επίσημο δελτίο της Εκκλησίας της Κρήτης Απόστολος Τίτος, περίοδος Γ΄ τεύχος 8, Δεκέμβριος 2007, σελ. 145 – 160.
[2] Το συγκεκριμένο έργο ήδη από την εποχή που ζούσε ο Δαμασκηνός είχε αρχίσει να μεταφράζεται και σε άλλες γλώσσες. Μέχρι τον 12ο αιώνα είχε μεταφραστεί στα Συριακά, Αραβικά, Αρμενικά, Παλιά Βουλγαρικά ή Σλαβονικά, Γεωργιανά, και Λατινικά. Μάλιστα η λατινική μετάφραση έγινε το 1150, υπό την καθοδήγηση του Πάπα Ευγενίου Γ΄, εκατό χρόνια μετά το Σχίσμα των δύο Εκκλησίων, γεγονός που δείχνει την απήχηση και τη σπουδαιότητα του συγκεκριμένου δογματικού έργου.
Γεωργίου Φλορόφσκυ, Οι βυζαντινοί πατέρες του έκτου, εβδόμου και ογδόου αιώνα. Μετάφραση Παναγιώτου Κ. Πάλλη. Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 406˙ Bonifatius Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos, ΙΙ, Berlin – New York 1973, σελ. 43. Βλ. επίσης για το θέμα των μεταφράσεων του συγκεκριμένου έργου του Ι. Δαμασκηνού J. de Ghellink, L’ entrée de Jean de Damas dans le monde literraire occidentale, στο Byzantinische Zaitschtift 21 (1912), σελ. 448 – 457.
[3] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Kotter II (Bonifatius kotter, Die schriften des Johannes von Damaskos ΙΙ˙ Berlin, New York 1973) 896 σελ. 22˙ 1322 – 23 σελ. 38.
[4] Με αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας την Εκκλησιολογία στη δογματική τους διδασκαλία. Βλ. Νίκου Ματσούκα, Δογματική και συμβολική θεολογία Β΄, (έκθεση της ορθόδοξης πίστης), εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 354 – 356.
[5] Στο κεφάλαιο του για τα μυστήρια έχει ακριβώς τις ίδιες αναφορές περί δημιουργίας του κόσμου που υπάρχουν και στο εξειδικευμένο κεφάλαιο του με τον τίτλο Περὶ δημιουργίας, το οποίο περιγράφει γιατί ο Θεός δημιούργησε εκ του μη όντος τον κόσμο. Βλ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Kotter II 16 2 – 8. Η ίδια αυτή ακριβώς αναφορά δεν είναι καθόλου τυχαία. Τα μυστήρια της Εκκλησίας ζωοποιούν και συνέχουν ολόκληρη τη δημιουργία. Ο Νίκος Ματσούκας υποστηρίζει την άποψη πως τα μυστήρια της Εκκλησίας δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να περιοριστούν στον κλειστό αριθμό εφτά ακριβώς επειδή «δημιουργία, απολύτρωση, Εκκλησία και μυστήρια αποτελούν τις δραματικές φάσεις του ενιαίου έργου της θείας οικονομίας», Βλ. Νίκου Ματσούκα, Ι. Δαμασκηνού Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο, μετάφραση, εισαγωγή σχόλια, Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 488 (παραπομπή 84) : «καταφαίνεται η στενή σχέση της διδασκαλίας για τα μυστήρια με η διδασκαλία για τη δημιουργία από το μηδέν και για την πτώση και το έργο της σωτηρίας. Και αυτό συμβαίνει γιατί δημιουργία, απολύτρωση, Εκκλησία και μυστήρια αποτελούν τις δραματικές φάσεις του ενιαίου έργου της θείας οικονομίας (η υπογράμμιση είναι δική μας). Γι’ αυτό τα μυστήρια ούτε μόνο επτά είναι ούτε αποτελούν μεμονωμένες τελετές μέσα στην Εκκλησία, αλλά οργανικές εκφάνσεις του μυστηρίου της δημιουργίας και της απολυτρώσεως. Άλλωστε παρακάτω ο Δαμασκηνός τη μεταβολή του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα του Κυρίου συσχετίζει προς τη θεία δημιουργική ενέργεια». Πρβλ. Επίσης για το θέμα Νίκου Ματσούκα, Μυστήριον ἐπὶ τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων, δημοσιευμένο στο  Μυστήριον ἐπὶ τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων καὶ ἄλλα μελετήματα, εκδ. Π. Πουρναρά Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 14 – 16˙ Νίκου Ματσούκα, Δογματική και συμβολική θεολογία Β΄, (έκθεση της ορθόδοξης πίστης), εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 471 – 474.
[6] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Kotter II 86 2 – 5, σελ. 191. 
[7] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Kotter II, 80 3 – 7, σελ. 178 – 179: «Φύσεως μεν ἐστι τὸ ἀγένητον καὶ τὸ γενητόν δι’ ἐνὸς τοῦ νυ γραφόμενον, ὅπερ δηλοὶ τὸ ἄκτιστον καὶ κτιστόν˙ τὸ δε ἀγέννητον καὶ γεννητόν οὐ φύσεως, ἀλλ’ ὑποστάσεως ἥτοι τὸ γεννηθῆναι καὶ τὸ μὴ γεννηθῆναι, ὅπερ διά τῶν δύο νυ ἐκφαίρεται. Ἔστι οὖν ἠ μεν θεία φύσις ἀγένητος ἥτοι ἄκτιστος, πάντα δε τὰ μετὰ τὴν θείαν φύσιν γενητά ἥτοι κτιστά».
[8] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B. kotter, ΙΙ, 86 5 – 14 , σελ. 191 : «Τούτου χάριν ἐποίησε πρῶτον μὲν τὰς νοερὰς καὶ οὐρανίους δυνάμεις, εἶτα τὸν οὐρανὸν καὶ αἰσθητὸν κόσμον, εἶτα ἐκ νοεροῦ καὶ αἰσθητοῦ τὸν ἄνθρωπον. Πάντα μὲν οὖν τὰ ὑπ’ αὐτοῦ γενόμενα κοινωνοῦσι τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος κατὰ τὸ εἶναι (αὐτὸς γὰρ ἐστι τοῖς πᾶσι τὸ εἶναι, ἐπειδὴ ἐν αὐτῷ εἰσι τὰ ὄντα, οὐ μόνον ὅτι αὐτὸς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι αὐτὰ παρήγαγεν, ἀλλ’ ὅτι ἡ αὐτοῦ ἐνέργεια τὰ ὑπ’ αὐτοῦ γενόμενα συντηρεῖ καὶ συνέχει), ἐκ περισσοῦ δὲ τὰ ζῷα (κατὰ τε γὰρ τὸ εἶναι καὶ κατὰ τὸ ζωῆς μετέχειν κοινωνοῦσι τοῦ άγαθοῦ), τὰ δὲ λογικὰ καὶ κατὰ τὰ προειρημένα μὲν, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ λογικὸν, καὶ ταῦτα μᾶλλον˙ οἰκειότερα γὰρ πὼς εἰσι πρὸς αὐτὸν, εἰ καὶ πάντων ὑπέρκειται ἀσυγκρίτως».
[9] Ο Ι. Δαμασκηνός σε πολλά σημεία του έργου του Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τονίζει πως το κατ’ εικόνα του Θεού στον άνθρωπο είναι ο νους. Ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα Θεού ακριβώς γιατί έχει νου. Πρβλ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B. kotter, ΙΙ, 62 16 – 23, σελ. 157 – 158 : «Ἀναλαμβάνει τοίνυν ὅλον τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸ τούτου κάλλιστον ὑπὸ ἀρρωστίαν πεσὸν, ἵνα ὅλῳ τὴν σωτηρίαν χαρίσηται. Νοῦς δὲ ἄσοφος ἐστερημένος τε γνώσεως οὐκ ἄν εἴη ποτέ˙ εἰ γὰρ ἀνενέργητος καὶ ἀκίνητος, καὶ ἀνύπαρκτος πάντως. Τὸ κατ’ εἰκόνα ἀνακαινίσαι βουλόμενος ὁ Θεὸς Λόγος γέγονεν ἄνθρωπος. Τί δὲ τὸ κατ’ εἰκόνα, εἰ μὴ ὁ νοῦς; Τὸ κρεῖττον οὖν παρεὶς τὸ χεῖρον ἀνέλαβε; Νοῦς γὰρ ἐν μεταιχμίῳ ἐστὶ Θεοῦ καὶ σαρκὸς, τῆς μὲν ὡς σύνοικος, τοῦ Θεοῦ δὲ ὡς εἰκὼν. Νοῦς οὖν νοΐ μίγνυται, καὶ μεσιτεύει νοῦς Θεοῦ καθαρότητι καὶ σαρκὸς παχύτητι˙»˙ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B. kotter, ΙΙ, 77 9 – 12, σελ. 175 : « Ἐνηνθρώπησε δὲ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα, ἐφ’ ὅπερ ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον, πάλιν αὐτῷ χαρίσηται˙ ἐποίησε γὰρ αὐτὸν κατ’ εἰκόνα ἑαυτοῦ νοερὸν καὶ αὐτεξούσιον καὶ καθ’ ὁμοιότητα ἤτοι ἐν ἀρεταῖς τέλειον ὡς ἐφικτὸν ἀνθρώπου φύσει˙…». Βέβαια ο νους είναι δεμένος με ολόκληρη την υπόλοιπη ύπαρξη του ανθρώπου και γι’ αυτό ο Δαμασκηνός πολύ σωστά σημειώνει την έκφραση «τῆς ἰδίας εἰκόνος καὶ τοἰδίου πνεύματος». «Πνεύμα», στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι το νοητό στοιχείο του ανθρώπου, αυτό που αποκαλούμε η ψυχή, ηγεμονικό μέρους του οποίου είναι ο νους. Από το νου ξεκινά η προσβολή ή η θεραπεία της υπάρξεως μας.
[10] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 79 5 – 7, σελ. 177 : «Ἡμεῖς δὲ Χριστὸν γεγενῆσθαί τε καὶ κεκλῆσθαι φαμεν τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀφ’ οὖ ἐν τῇ γαστρὶ τῆς Ἁγίας Ἀειπαρθένου ἐσκήνωσε καὶ σὰρξ ἀτρέπτως ἐγένετο καὶ ἐχρίσθη ἡ σὰρξ τῇ θεότητι˙».
[11] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 86 15 – 25, σελ. 191 – 192.
[12] Βλ. Γεωργίου Μαρτζέλου, Η ενανθρώπιση του Λόγου κατά τον αγ. Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη θεολογία του, http://users. auth. gr/martzelo (το 74ο άρθρο) καθώς και υπό δημοσίευση στο Θεολογία 77,2 (2006), σελ. 7
[13] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 82 27 – 30 : σελ. 182 – 183.
[14] Βέβαια η συγκεκριμένη διατύπωση για να απολύτως σωστή από δογματικής απόψεως χρειάζεται μία λεπτή διευκρίνιση. Παρότι ο Υιός ενανθρώπησε για να ξαναχαρίσει στον άνθρωπο τη ζωή και την αφθαρσία μετά το προπατορικό αμάρτημα, δεν είναι δογματικά ακριβής η έκφραση πως ο Υιός έγινε άνθρωπος επειδή συνέβηκε το προπατορικό αμάρτημα. Το προπατορικό αμάρτημα είναι όντως ένα σοβαρότατο κεντρικό επεισόδιο στην ιστορία του ανθρώπου και της κτίσης (καθώς ο άνθρωπος με την αμαρτία του παρέσυρε ολόκληρη την άλογη δημιουργία) που περιγράφει πολύ ζωντανά την πτώση του ανθρώπου και το θάνατο, ως φυσικής συνέπειας αυτής της απομακρύνσεως από το Θεό που είναι η ζωή, όμως και αν ακόμα δεν είχε γίνει το προπατορικό πάλι θα έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος για να έρθει σε άμεση σχέση ο άκτιστος Θεός με τα κτίσματα έτσι ώστε να παίρνουν και το είναι, τη ζωή, αλλά και τη συνεχή πρόοδο και τελείωση. Βέβαια καθώς η πτώση του ανθρώπου και η ενανθρώπιση του Λόγου, ως αναμφισβήτητα γεγονότα, συμβαίνουν μέσα στην ιστορία, και η ιστορία γράφεται μόνο με συγκεκριμένα γεγονότα και όχι με υποτιθέμενα, κάνουμε πολύ σωστά τη σύνδεση μεταξύ προπατορικού και ενανθρώπισης. Αν δεν υπάρξει όμως η παραπάνω διευκρίνιση, τότε έμμεσα υποστηρίζουμε πως αν δεν είχε συμβεί το προπατορικό αμάρτημα ο άνθρωπος δεν θα είχε ανάγκη τη ζωοποιό και θεοποιό ενέργεια του Θεού, κάτι που ποτέ δεν μπορεί να συμβεί γιατί η ριζική διαφορά μεταξύ Θεού και κτισμάτων ποτέ δεν αίρεται. Ο άνθρωπος ούτως ή άλλως, και χωρίς προπατορικό αμάρτημα, έχει συνεχώς ανάγκη την ενέργεια του Θεού για να ζει και να τελειώνεται. Βλ. για το θέμα Νίκου Ματσούκα, Δογματική και συμβολική θεολογία Β΄, (έκθεση της ορθόδοξης πίστης), εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 203 : «ο άνθρωπος στον παράδεισο δεν έχασε ένα αγαθό και τώρα πρέπει να γυρίσει στο παρελθόν και να το ξαναβρεί (μια τέτοια άποψη μπορεί να υποστηρίξει κατά πάσα πιθανότητα ένας θρεμμένος με τη σχολαστική φιλοσοφία), αλλά ματαιώθηκε μια μελλοντική απόκτηση ενός αγαθού, και επιβάλλεται να ξαναρχίσει η ίδια πορεία˙ δηλαδή με το προπατορικό αμάρτημα ο άνθρωπος έχασε, και πρέπει να το ξαναβρεί, ένα μελλοντικό αγαθό. Το προπατορικό αμάρτημα όμως έφερε απλώς μία ρωγμή σε τούτη τη σχέση της μετοχής. Και εξάπαντος η ρωγμή αυτή έπρεπε να αποκατασταθεί. Αλλά πρωταρχική σπουδαιότητα έχει η μετοχή αυτή καθεαυτή και η τελειωτική πορεία. Και δίχως το προπατορικό αμάρτημα υπήρχε η ίδια αναγκαιότητα να γίνει η τελειωτική πορεί, και φυσικά να πλησιάσει ο Θεός τον άνθρωπο. Γι’ αυτό, ενώ οι ανατολικοί πατέρες δεν συζήτησαν τα κίνητρα της ενανθρώπισης έμμεσα προκύπτει πως η ενανθρώπιση είναι ενέργεια του Θεού, ανεξάρτητη από το προπατορικό αμάρτημα». Ο Γεώργιος Μαρτζέλος καθώς αναφέρεται στις θεολογικές προϋποθέσεις του προπατορικού αμαρτήματος, πριν μπει στην ουσία του προπατορικού και της ενανθρωπίσεως σημειώνει χαρακτηριστικά, βλ. Γεωργίου Μαρτζέλου Το προπατορικό αμάρτημα κατά την ορθόδοξη παράδοση, http://users. auth. gr/martzelo (το 80ο άρθρο) καθώς και υπό δημοσίευση στο Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής (Νέα σειρά), Τμήμα Θεολογίας, 14 (2004) σελ. 2 – 3 : «Με άλλα λόγια ο κτιστός κόσμος δεν μπορεί να ζήσει μόνος του, ανεξάρτητα από την κατ’ ενέργειαν σχέση του με το Θεό. Η διακοπή της σχέσης και κοινωνίας του με το Θεό οδηγεί νομοτελειακά στο μηδέν και στο θάνατο. Από την άποψη αυτή και ο άνθρωπος ως κτιστός είναι καθ’ εαυτόν τρεπτός και θνητός. Για να επιτύχει την αθανασία, η οποία αποτελεί φυσική ιδιότητα μόνο του άκτιστου Θεού, πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή κοινωνία και σχέση μαζί του. Τόσο ο θάνατος όσο και η αθανασία είναι δύο δυνατότητες που ανοίγονται μπροστά του, εξαρτώμενες αποκλειστικά από τη σχέση του με το Θεό. Η σχέση του με το Θεό ή η διακοπή της είναι που καθορίζει αν θα οδηγηθεί στην αθανασία ή θα εκπέσει στο θάνατο». Περιγράφοντας την αρχέγονη κατάσταση του ανθρώπου, δηλαδή πριν την πτώση, σημειώνει βλ. Γεωργίου Μαρτζέλου Το προπατορικό αμάρτημα κατά την ορθόδοξη παράδοση ο.π. σελ. 4 : «ως κτιστός και τρεπτός που ήταν κατά τη φύση του, δεν ήταν δυνατό να είναι φύσει αθάνατος και απόλυτα τέλειος», για να καταλήξει πιο κάτω λέγοντας : «Κατ’ αυτή λοιπόν την ηθικοπνευματική πορεία από το «κατ’ εικόνα» στο «καθ’ ομοίωσιν» επισυνέβη κατά την ορθόδοξη παράδοση η πτώση του ανθρώπου, η οποία, καίτοι ανέτρεψε το αρχικό σχέδιο του Θεού και συνιστά οπωσδήποτε για τον άνθρωπο ένα τραγικό γεγονός, δεν αποτελεί γι’ αυτήν παρά μόνο ένα επεισόδιο μέσα στην όλη ιστορία της θείας Οικονομίας και τίποτε περισσότερο» βλ. Γεωργίου Μαρτζέλου Το προπατορικό αμάρτημα κατά την ορθόδοξη παράδοση ο.π. σελ. 5 – 6.
[15] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter, ΙΙ, 86 48 – 51, σελ. 193 : «Ἐν τῷ ὑπερῴῳ τοίνυν τῆς ἁγίας καὶ ἐνδόξου Σιὼν τὸ παλαιὸν πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ φαγὼν καὶ πληρώσας τὴν παλαιὰν διαθήκην νίπτει τῶν μαθητῶν τοὺς πόδας, σύμβολον τοῦ ἁγίου βαπτίσματος παρεχόμενος».
[16] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 86 51 – 59, σελ. 193.
[17] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 83 99 – 101, σελ. 185.
[18] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 86 84 – 87, σελ. 194.
[19] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 86 87 – 93, σελ. 194.
[20] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 86 94 – 101, 194 – 195 : «Σῶμα ἐστιν ἀληθῶς ἡνωμένον θεότητι, τὸ ἐκ τῆς ἁγίας παρθένου σῶμα, οὐχ ὅτι αὐτὸ τὸ σῶμα τὸ ἀναληφθὲν ἐξ οὐρανῶν κατέρχεται, ἀλλ’ ὅτι αὐτὸς ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος μεταποιεῖται εἰς σῶμα καὶ αἷμα θεοῦ. Εἰ δὲ τὸν τρόπον ἐπιζητεῖς, πῶς γίνεται, ἀρκεῖ σοι ἀκοῦσαι, ὅτι διὰ πνεύματος ἁγίου, ὥσπερ καὶ ἐκ τῆς ἁγίας θεοτόκου διὰ πνεύματος ἁγίου ἑαυτῷ καὶ ἐν ἑαυτῷ ὁ κύριος σάρκα ὑπεστήσατο˙ καὶ πλέον οὐδὲν γινώσκομεν, ἀλλ’ ὅτι ὁ λόγος τοῦ θεοῦ ἀληθὴς καὶ ἐνεργὴς ἐστι καὶ παντοδύναμος, ὁ δὲ τρόπος ἀνεξερεύνητος.»
[21] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 86 114 – 120 , σελ. 195. Οι συγκεκριμένες αγιογραφικές αναφορές του, μία πάγια τακτική των Πατέρων της Εκκλησίας καθώς βλέπουν σε μία ζωντανή συνέχεια τη ζωή που περιγράφει η Αγία Γραφή και τη μετέπειτα εκκλησιαστική, όπως διατυπώθηκε κατά το Βυζαντινό πολιτισμό, είναι Ἰωάν. 6, 53 – 54, 55 – 56, 58.
[22] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Kotter II, 84 49 – 51, σελ. 188.  
[23] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Kotter II, 84 51 – 60, σελ. 188.
[24] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B. kotter, ΙΙ, 62 16 – 23, σελ. 157 – 158˙ B. kotter, ΙΙ, 77 9 – 12, σελ. 175.
[25] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 86 108 – 113, σελ. 195 : «Γίνεται τοίνυν τοῖς πίστει ἀξίως μεταλαμβάνουσιν εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς φυλακτήριον ψυχῆς τα καὶ σώματος, τοῖς δὲ ἐν ἀπιστίᾳ ἀναξίως μετέχουσιν εἰς κόλασιν καὶ τιμωρίαν, καθάπερ καὶ ὁ τοῦ κυρίου θάνατος τοῖς μὲν πιστεύουσι γέγονε ζωὴ καὶ ἀφθαρσία εἰς ἀπόλαυσιν τῆς αἰωνίου μακαριότητος, τοῖς δὲ ἀπειθοῦσι καὶ τοῖς κυριοκτόνοις εἰς κόλασιν καὶ τιμωρίαν αἰώνιον».
[26] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 86 143 – 154, σελ. 196 – 197 : «Σῶμά ἐστι καὶ αἷμα Χριστοῦ εἰς σύστασιν τῆς ἡμετέρας ψυχῆς τε καὶ σώματος χωροῦν, οὐ δαπανώμενον, οὐ φθειρόμενον, οὐκ εἰς ἀφεδρῶνα χωροῦν – μὴ γένοιτο –, ἀλλ’ εἰς τὴν ἡμῶν οὐσίαν τε καὶ συντήρησιν, βλάβης παντοδαποῦς άμυντήριον, ρύπου παντὸς καθαρτήριον –, ἄν μὲν χρυσὸν λάβῃ κίβδηλον, διὰ τῆς κριτικῆς πυρώσεως καθαίρει –, ἵνα μὴ ἐν τῷ μέλλοντι σὺν τῷ κόσμῳκατακριθῶμεν. Καθαίρει γὰρ νόσους καὶ παντοίας ἐπιφοράς, καθὼς φησιν ὁ θεῖος ἀπόστολος˙ ‘Εἰ γὰρ ἑαυτοὺς ἐκρίνομεν, οὐκ ἄν ἐκρινόμεθα. Κρινόμενοι δὲ ὑπὸ Κυρίου παιδευθόμεθα, ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν’. Καὶ τοῦτό ἐστιν, ὅ λέγει˙ ‘Ὥστε ὁ μετέχων τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἴματος τοῦ Κυρίου ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει’. Δι’ αὐτοῦ καθαιρόμενοι ἑνούμεθα τῷ σώματι τοῦ Κυρίου καὶ τῷ Πνεύματι αὐτοῦ καὶ γινόμεθα σῶμα Χριστοῦ».
[27] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 86 167 – 172, σελ. 197.
[28] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 86 180 – 182, σελ. 198.
[29] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 82 67, σελ. 184.
[30] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 82 67 – 68, σελ. 184.
[31] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 82 69 – 71, σελ. 184.
[32] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 82 71 – 75, σελ. 184.
[33] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 82 75 – 81, σελ. 184 – 185.
[34] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 86 135 – 138, σελ. 196.
[35] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 84, 74 – 75, σελ. 189˙ Γένεσις 2,9.
[36] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 84, 75 – 76, σελ. 189.
[37] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 84, 76 – 78, σελ. 189.
[38] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 84 78 – 80, σελ. 189.
[39] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 84 80 – 81, σελ. 189.
[40] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 84 81 – 82, σελ. 189.
[41] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 84 82 – 83, σελ. 189.
[42] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 84 83 – 85, σελ. 189.
[43] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 45 16 – 19, σελ. 107.
[44] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter ΙΙ, 86 25 – 33, σελ. 192.
[45] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter, ΙΙ, 86 26 – 27, σελ. 192.
[46] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter, ΙΙ, 86 33 – 35, σελ. 192.
[47] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, kotter, ΙΙ, 82 53 – 57, σελ. 184 : «Νῦν μὲν οὖν διὰ τοῦ βαπτίσματος τὴν ἀπαρχὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαμβάνομεν, καὶ ἀρχὴ ἑτέρου βίου γίνεται ἡμῖν ἡ παλιγγενεσία καὶ σφραγὶς καὶ φυλακτήριον καὶ φωτισμός».   
[48] Ο Νίκος Ματσούκας σχολιάζοντας το συγκεκριμένο χωρίο του Ι. Δαμασκηνού για το βάπτισμα παρατηρεί : «Η πατερική θεολογία στην προκειμένη περίπτωση, όπως και στη διδασκαλία για την ανάσταση, πραγματοποίησε κορυφαία σύλληψη˙ διέκρινε με σαφήνεια την αποκατάσταση της φύσεως από την προκοπή και τελείωση της προσωπικής ζωής, που το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η βούληση. Κατά συνέπεια, όπως στη δημιουργία δεν συμβάλει (ούτε μπορεί να συμβάλει άλλωστε ο άνθρωπος), έτσι δεν συμβάλει στο κοινό δώρο της αναστάσεως (αφού όλοι θα αναστηθούν, λυτρωμένοι με τη χάρη, και μη λυτρωμένοι) και στην καταστροφή του προπατορικού αμαρτήματος…Η βούληση δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο, παρά μόνο στη μετέπειτα κίνηση για την τελείωση.» : Νίκου Ματσούκα, Ι. Δαμασκηνού Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο, μετάφραση, εισαγωγή σχόλια, Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 486 (παραπομπή 28).
[49] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Kotter II, 82 58 – 62 , σελ. 184.
[50] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Kotter II, 82 2 – 20, σελ. 181 – 182. Μάλιστα στο σημείο αυτό ο Δαμασκηνός εμφανίζεται ιδιαίτερα δεικτικός για τα άτομα που βαπτίζονταν στο όνομα της Αγίας Τριάδος περισσότερες από δύο φορές, στηλιτεύοντας προφανώς μία επικίνδυνη συνήθεια της εποχής εκείνης.
[51] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Kotter II, 9 17 – 20, σελ. 32 : «Ἐθεάσατο γὰρ ¨τὰ πάντα πρὶν γενέσεως αὐτῶν¨ ἀχρόνως ἐννοήσας καὶ ἔκαστον κατά τὴν θελητικὴν αὐτοῦ ἄχρονον ἔννοιαν, ἤτις ἐστί προορισμός καὶ εἰκὼν καὶ παράδειγμα, ἐν τῷ προορισθέντι καιρῷ γίνεται».
[52] Πρβλ. για το θέμα Νίκου Ματσούκα, Μυστήριον ἐπὶ τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων, δημοσιευμένο στο  Μυστήριον ἐπὶ τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων καὶ ἄλλα μελετήματα, εκδ. Π. Πουρναρά Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 34 – 37.
[53] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Kotter II, 100 75 – 76, σελ. 236.
[54] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Kotter II, 100 2 – 9 , σελ. 234˙ 100 123 – 125, σελ. 238.
[55] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Kotter II, 100 9 – 11, σελ. 234.
[56] Ματθ. 22, 32 – 33.
[57] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Kotter II, 100 36 – 39, σελ. 235.
[58] Ἡσαΐα 26, 19.
[59] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Kotter II, 100 43 – 45, σελ. 235.
[60] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Kotter II, 100 67 – 70, σελ. 236.
[61] Βλ. Νίκου Ματσούκα, Ι. Δαμασκηνού Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο, μετάφραση, εισαγωγή σχόλια, Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 461 (παραπομπή 37) : «Γενικά η σχέση της Αγίας Τριάδος προς ολόκληρη τη δημιουργία παρέχει, κατά την πατερική θεολογία, τα σωστά πλαίσια και κριτήρια για τη θεώρηση των ορίων της Εκκλησίας. Τα όρια αυτά ποτέ δεν μπορούν νοηθούν σχηματοποιημένα και κλειστά. Πολλές φορές η σύγχρονη αντιαιρετική θεολογία παρασύρεται στη διατύπωση μιας Εκκλησιολογίας που αποδυναμώνει την παρουσία του Θεού στη δημιουργία. Η αυστηρή περιχαράκωση ορίων στη στρατευόμενη Εκκλησία, που γίνεται σωστά για λόγους παιδαγωγικούς και πολεμικούς, με κανένα τρόπο δεν πρέπει να απολιθώνει και να στατικοποιεί το θεολογικό πνεύμα. Εν προκειμένω η πατερική θεολογία, με τις διαστάσεις που παρέχει και με τη σωστή ερμηνεία, που πρέπει να γίνει, αποτελεί το μόνο κριτήριο για μια ορθόδοξη Εκκλησιολογία».
Ιωάννης Ν. Λίλης
Διδάκτωρ Θεολογίας Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Διδάσκων Δογματική και Συμβολική Θεολογία
στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Ηρακλείου Κρήτης
via