Είναι γνωστό ότι στους Τρεις Ιεράρχες οφείλεται κατ' εξοχήν η υπέρβαση της αντιθέσεως Ελληνισμού και Χριστιανισμού και η οικοδόμηση του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους. Είναι επίσης γνωστό ότι οι τρεις Μεγάλοι Πατέρες της Ορθοδοξίας και ακαταγώνιστοι κήρυκες της χριστιανικής πίστεως απεδείχθησαν και εξαιρετικής ελληνικής παιδείας άνδρες υπήρξαν. Ο νεότερος από τους τρεις Πατέρες της Ορθοδοξίας (γεννήθηκε γύρω στο 350), καταγόμενος από την Αντιόχεια της Συρίας, δηλ. από την Ανατολή κι αυτός, μαθητεύει για λίγο στον φιλόσοφο Ανδραγάθιο αλλά, κυρίως, σπουδάζει κοντά στον φημισμένο ρήτορα Λιβάνιο (στον οποίο εμαθήτευσε και ο Μέγας Βασίλειος). Ο Χρυσόστομος- αντίθετα προς τον Βασίλειο και τον Γρηγόριο - είναι και ο μόνος από τους τρεις που φοίτησε σε Θεολογική Σχολή, στην Σχολή της γενέτειράς του Αντιόχειας, όπου φοίτησε κοντά στον Καρτέριο και Διόδωρο. Με τέτοιες σπουδές είναι φανερό ότι ο Ιωάννης, όπως και οι άλλοι δύο Πατέρες, οπλίστηκε με σπάνια για σύγχρονούς του Χριστιανούς παιδεία, από την οποίαν και βαθιά γνώση απέκτησε και κυρίως καλλιέργεια του νου και της γλώσσας, που ακονίστηκε στη φιλοσοφία και στη ρητορική: ο Γρηγόριος διδάσκει ρητορική. Ο Βασίλειος και ο Ιωάννης εφαρμόζουν τη ρητορική στα δικαστήρια, ασκώντας ό,τι σήμερα θα ονομάζαμε δικηγορία. Και οι τρεις τους σύντομα εγκαταλείπουν το επάγγελμα που άρχισαν να ασκούν, για να αφοσιωθούν ολοκληρωτικά στον λόγο του Θεού, στην ορθόδοξη πίστη και διδασκαλία.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι ιδιαίτερα προσεκτικός έως επιφυλακτικός προς τις «έξωθεν μαθήσεις». Φοβάται τις παρεξηγήσεις που μπορεί να γεννήσει η πρώιμη διδασκαλία τους στα παιδιά σε σχέση με τα διδάγματα της Εκκλησίας. Ας μην ξεχνάμε ότι η κύρια σπουδή του Χρυσοστόμου υπήρξε η θεολογική και λιγότερο-σε σχέση με τους δύο άλλους-ελληνική. Αξιοσημείωτο, εν τούτοις, είναι ότι, αν ένας από τους τρεις υπήρξε πιο κοντά στον ελληνικό λόγο και επηρεάστηκε περισσότερο από αυτόν, ήταν ακριβώς ο Χρυσόστομος, για τον οποίο ο μεγαλύτερος κλασικός όλων των εποχών, ο Γερμανός Ulrich von Wilamowitz , είχε πει: « Είναι ένας γνήσιος Αττικιστής.... Όλοι οι Έλληνες της εποχής του, ακόμη και οι πιστοί της Πλατωνικής Ακαδημίας και οι συνεχιστές του Πλάτωνος, είναι βάρβαροι κακοτέχνες συγκρινόμενοι με αυτόν τον εκ Συρίας χριστιανό, ο οποίος περισσότερο από τον Αριστείδη αξίζει να συγκριθεί ως προς το ύφος με τον Δημοσθένη...Πρέπει να παραβάλει κανείς (τις ομιλίες του Χρυσοστόμου) με τα Υπομνήματα του Πρόκλου στον Πλάτωνα, για να αντιληφθεί ποιος είναι στην πραγματικότητα ο κληρονόμος του σωκρατικού πνεύματος...Το αττικό ύφος του Χρυσοστόμου δεν είναι απλώς ένα μέσο που το διδάχτηκε, αλλά είναι η αρμονική έκφραση μιας αττικής ψυχής». (Die Griechische und Lateinische Literatur und Sprache, Berlin 1905, σελ . 212).
Ο ιερός Χρυσόστομος, λοιπόν, περισσότερο με το προσωπικό του παράδειγμα και την απαστράπτουσα στον λόγο του ελληνική παιδεία δίδαξε, στην πράξη, την αξία των ελληνικών γραμμάτων. Ήξερε καλά ο διασημότερος ρήτορας του 4 ου αιώνα και δάσκαλος του Χρυσοστόμου, ο Λιβάνιος , όταν, στην ερώτηση ποιόν θα ήθελε για διάδοχό του, απάντησε: «( Ιωάννην ), εἰ μή τοῦτον Χριστιανοί ἐσύλησαν »! ( Σωζομενού , Εκκλ . Ιστορ . 8,2).
Ειδικότερα, ως προς την γλώσσα, το νέο που φέρνουν οι Τρεις Ιεράρχες και περισσότερο απ' όλους ο Χρυσόστομος είναι, θα έλεγα, μια «ηθική της γλώσσας»: η χρήση της γλώσσας όπως ταιριάζει στο ήθος ενός χριστιανού. Ζητήματα γλωσσικής παιδείας, το θέμα της άσκησης σ' ένα γλωσσικό ήθος και το μόνιμο πρόβλημα της εξασφάλισης μιας ποιότητας στη γλωσσική επικοινωνία επανέρχονται στα κείμενα του Χρυσοστόμου και αποτελούν πηγή σοφίας από τότε μέχρι σήμερα. Θα σταθώ ενδεικτικώς σε μερικά από τα γλωσσικά αυτά με διδάγματα.
Ο Χρυσόστομος, πιστεύοντας στην αγιότητα της γλωσσικής επικοινωνίας του ανθρώπου (αφού η γλωσσική επικοινωνία ως προσευχή είναι συγχρόνως και επικοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό) προτρέπει να μη μολύνουμε την γλώσσα και να τη διατηρούμε «αντάξια του Θεού», στον οποίο απευθυνόμαστε μ' αυτήν. Γιατί «η γλώσσα ως προσευχή γίνεται το χέρι που αγκαλιάζει τα γόνατα του Θεού»: Μή δή καταισχύνῃς την γλῶτταν∙ ποίησον ἀξίαν τοῦ παρακαλουμένου Θεοῦ (ΕΠΕ 11, 98). Χείρ ἐστιν ἡ γλῶττα τῶν εὐχομένων και δι' αὐτῆς κατέχομεν τά γόνατα τοῦ Θεοῦ (ΕΠΕ 11, 96).
Ο καλός ο λόγος, η καλή κουβέντα στον άλλο είναι ευλογία∙ συχνά είναι καλύτερος από το να δώσεις στον άλλον κάτι: Εὐλογίας τήν γλῶσσαν ἔμπλησον , ἐλεημοσύνης πολλῆς . Ἔστι γάρ καί διά ρημάτων ἐλεημοσύνην ποιεῖν∙ κρεῖττον γάρ λόγος ἤ δόσις (ΕΠΕ 11, 98-100).
Βαθύς γνώστης της κοινωνικής πραγματικότητας ο Χρυσόστομος ξέρει καλά τι σημαίνει για τις ανθρώπινες σχέσεις ο τρόπος που μιλάμε ο ένας στον άλλο, η καλή ή κακή γλωσσική συμπεριφορά προς τους άλλους. Όλες οι ανθρώπινες σχέσεις περνάνε μέσα από την γλώσσα και τον τρόπο που εκφραζόμαστε. Έτσι η γλώσσα, κατά τη ρήση του Χρυσοστόμου, γίνεται «βασιλικό ἄτι » να πετάς ή και «διαβολικό ὄχημα » που σε οδηγεί στην καταστροφή. Κύρια ευθύνη του καθενός μας, λοιπόν, είναι να χαλιναγωγήσουμε τη γλώσσα μας, να μετράμε και να ελέγχουμε καλά τα λόγια μας. Τη γλώσσα και τα μάτια σου, μας λέει ο Χρυσόστομος: « Ἐν χειρί γλώσσης ζωή καί θάνατος» και « Ἀπό τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καί ἀπό τῶν λόγων σου κατακριθήσῃ ». Μᾶλλον τοίνυν τῆς κόρης φύλαττε τήν γλῶτταν . Ἵππος ἐστι βασιλικός ἡ γλῶσσα . Ἄν μέν οὖν ἐπιθῇς αὐτῇ χαλινόν καί διδάξ ῃς βαδίζειν εὔρυθμα , ἐπαναπαύσεται αὐτή καί ἐπικαθιεῖται ὁ βασιλεύς∙ ἄν δέ ἀχαλίνωτον ἀφῇς φέρεσθαι καί σκιρτᾶν , τοῦ διαβόλου καί τῶν δαιμόνων ὄχημα γίνεται (ΕΠΕ 11, 96-98).
Από τον Όμηρο θυμόμαστε τη συχνά επαναλαμβανόμενη φράση « ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων » (ποια λέξη, ποια λόγια άφησες να βγουν από το στόμα σου). Ο Χρυσόστομος παίρνει τη φράση αυτή, τη συμπληρώνει με το δικό του τρόπο και δημιουργεί μια πολύ παραστατική εικόνα για το πώς ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο δύο στάδια ελέγχου των λόγων που βγαίνουν από το στόμα του: τα δόντια και τα χείλη. Μ' αυτούς τους δύο φραγμούς, κατά τον Χρυσόστομο, μπορεί κανείς να χαλιναγωγήσει τα λόγια του: « Διπλῷ τειχίῳ περιέβαλεν τήν γλῶσσαν ὁ Θεός, τῷ τῶν ὀδόντων διαφράγματι καί τῇ τῶν χειλέων περιβολῇ , ἵνα μή ραδίως καί ἀπερισκέπτως ἐκφέρῃ τά ῥήματα τά μή προσήκοντα. Χαλίνωσον αὐτήν ἔνδον (ΕΠΕ 30, 538).
Ο Χρυσόστομος επιμένει πολύ στο κακό που μπορούν να κάνουν τα άκριτα λόγια, οι λεκτικές απρέπειες και επιθέσεις, οι κακολογίες, οι δυσφημήσεις, τα γλωσσικά ατοπήματα ενός « ἀπύλωτου στόματος», που λέει από παλιά και μέχρι σήμερα ο λαός μας: Ἀπώλοντο μή φυλάξαντες τά Εαὐτῶν στόματα (ΕΠΕ 7, 298) και Τῆς ἀπώλειας τῆς ψυχῆς ἐστιν ἀρχή τό ἀφύλακτον ἔχειν στόμα (ΕΠΕ 1, 562). Οι φράσεις του Χρυσοστόμου, με την απαράμιλλη τέχνη του λόγου του, ακούγονται άλλοτε σαν αρχαία επιγράμματα κι άλλοτε πάλι σαν λαϊκά ρητά ή παροιμίες. Τα σχόλια του Χρυσοστόμου (ΕΠΕ 30, 534-6): Οὐδέν γάρ οὕτως ἐπιτήδειον ὄργανον πρός τήν ἀπάτην καί ἀπώλειαν ἡμετέραν ὡς γλῶττα ἀκόλαστος καί στόμα ἀθύρωτον .
Αυτό που θέλει να περάσει στον χριστιανό ο Χρυσόστομος είναι ένα « ἦθος τῆς γλώσσας», ένα γλωσσικό ήθος που πρέπει να διέπει τη γλωσσική διαπαιδαγώγηση των νέων: Όχι στις διαβολές∙ όχι στις ύβρεις∙ όχι στα κουτσομπολιά, όχι στις βωμολοχίες. Σεβασμό στην ιερότητα της γλώσσας, ευπρέπεια, σεμνότητα, διακριτικότητα: Ρήματα παιδεύοντες τό παιδίον , φθέγγεσθαι σεμνά καί εὐσεβῆ . Μή τοίνυν ἔστω τάφος το στόμα σου, ἀλλά θησαυρός (ΕΠΕ 5, 228). Παιδεύωμεν οὖν τήν γλῶτταν εὔφημον εἶναι∙ «παῦσον γάρ», φησί , «τήν γλώσσάν σου ἀπό κακοῦ ». Οὐ γάρ διά τοῦτο αὐτήν ἔδωκεν ὁ Θεός, ἵνα κατηγορῶμεν , ἵνα ὑβρίζομεν , ἵνα ἀλλήλους διαβάλλωμεν , ἀλλ ' ἵνα τόν Θεόν ὑμνῶμεν , ἵνα ταῦτα λαλῶμεν , ἅ δίδωσι χάριν τοῖς ἀκούουσι , τά πρός οἰκοδομήν , τά πρός ὠφέλειαν (ΕΠΕ 24, 224).
Όπως είναι φανερό, ο Χρυσόστομος δεν αναφέρεται απλώς στην αποφυγή αισχρολογιών και ύβρεων, σ' ένα γλωσσικό καθωσπρεπισμό δηλ., αλλά σ' ένα βαθύτερο «ἦθος γλῶσσας», όπου δεν έχει θέση κάθε είδους γλωσσική αναξιοπρέπεια, ευτέλεια ή παρεκτροπή.
Μιλώντας, όμως, για ήθος και ηθική γλώσσας, όπως τη διδάσκει ο Χρυσόστομος οδηγούμεθα αυτομάτως στο πρόβλημα της γλωσσικής χαλιναγώγησης, της γλωσσικής εγκράτειας και αυτοσυγκράτησης, στο πως μπορεί ο άνθρωπος να ελέγξει τα λόγια του και, δι' αυτών, τα νοήματα. Με ποιον τρόπο μπορεί μέσω του πώς να δαμάσει το τι στην όλη γλωσσική επικοινωνία του, εξασφαλίζοντας συγχρόνως αυτό που λέμε «ποιότητα λόγου». Οι σκέψεις του Χρυσοστόμου:
Τόν ἠθικώτερον γυμνάσωμεν λόγον∙ παιδεύσωμεν τήν ἡμετέραν γλῶτταν χαλινόν ἔχειν καί μή πάντα ἁπλῶς ἐκφέρειν τά ὑπό τῆς διανοίας∙ μή κακηγορεῖν τούς ἀδελφούς , μή ἀλλήλους δάκνειν καί κατεσθίειν . Τῶν δακνόντων τά σώματα χείρους εἰσίν οἱ διά λόγων τοῦτο ποιοῦντες .
Ποιος θα μας προφυλάξει από την γλωσσική ακράτεια, από την αμετροέπεια και από τα δεινά που αυτή επιφέρει; Ο λογισμός, η σκέψη και η περίσκεψη, απαντά ο Χρυσόστομος. Τα λόγια του Χρυσοστόμου: Τις δ' ἄν γένοιτο φυλακή ἄλλη ὁ λογισμός (...); Τοῦτον στῆσον πυλωρόν καί φύλακα καί οὐδέποτε ἀνοίξει την θύραν ταύτην ἀκαίρως , ἀλλ ' εἰς καιρόν καί ἐπί κέρδει καί μύριοις ἀγαθοῖς (ΕΠΕ 7, 302).
Για να προσθέσει στοχαστικά ο σοφός Πατέρας της Εκκλησίας πως και η σιωπή έχει τη θέση της στον άνθρωπο. Είναι κι αυτή τρόπος επικοινωνίας και μάλιστα ιδιαίτερα δηλωτικός και έντονος: Ἔστι γάρ ὅτε ἡ σιγή μᾶλλον ὠφέλησε λαλιᾶς , ὥσπερ καί λαλιά μᾶλλον σιγῆς . Διά δή τοῦτο καί ὁ σοφώτατος ἐκεῖνος ἔλεγε : «Καιρός τοῦ σιγῆσαι καί καιρός τοῦ λαλῆσαι (...) και πιο επιγραμματικά: τότε γάρ δεῖ φθέγγεσθαι μόνον, ὅταν τῆς σιγῆς τά λεγόμενα χρησιμώτερα ᾖ (ΕΠΕ 7, 296).
«Ὁ τήν γλῶτταν χρυσορρήμων » Ιωάννης, ο πνευματικός αυτός κολοσσός, δεν επιβλήθηκε μόνο για τη δύναμη της σκέψης του και τα απαράμιλλα διδάγματα της ορθοδόξου πνευματικότητας που συνέλαβε, αλλά και για τη βαθιά γνώση και δημιουργική αξιοποίηση της ελληνικής γλώσσας. Σπάνια η θεολογική πένα έφθασε σε τόσο υψηλό επίπεδο εκφραστικής δύναμης είτε στις ευχές της Θείας Λειτουργίας είτε στην εξήγηση των Ευαγγελίων είτε στις καθαρά θεολογικές πραγματείες του. Η ευστοχία των λέξεων που χρησιμοποιεί στον δύσβατο χώρο των χαρακτηρισμών και ιδιοτήτων, δηλ. στο χώρο του επιθέτου, ιδίως στις αναφορές στα πρόσωπα της Τριαδικής θεότητας, δείχνει το μέγεθος της γλωσσικής του ικανότητας. Το ίδιο παρατηρείται και στη δημιουργία νεολογισμών που ξεπερνούν τα όρια της συμβατικής γλώσσας. Όμοια κινείται και στον καθοριστικό για την επικοινωνία χώρο του ρήματος. Και βέβαια όλα αυτά συνδυασμένα με το χάρισμα της ποιητικότητας του λόγου, τη δύσκολη τεχνική του ρυθμού, το παιχνίδι της συνηχίας , την αξιοποίηση του συντακτικού παραλληλισμού και της μεταφοράς που κάνουν τον λόγο ελκυστικό παράλληλα προς τον λεπτό διανοητικό πλούτο και την ρώμη των επιχειρημάτων του, όταν χρειάζεται να υποστηρίξει δογματικά θέματα.
Η γραφή, το ύφος και η ποιότητα του χρυσοστομικού λόγου συναγωνίζονται τη δυναμικότητα της γλώσσας του Παύλου και την ποιητικότητα των στίχων του Γρηγορίου του Θεολόγου. 

 Γεώργιου Δ. Μπαμπινιώτη,
Χρυσοστομικό Συμπόσιο,
εκδ. Αποστολική Διακονία,
 Αθήνα, 2007, σελ. 583-587.
via