Εδίδασκε ακόμα, ότι δεν έχει μόνο τη δυνατότητα η αγία Εκκλησία να είναι εικόνα του ανθρώπου ολόκληρου, που αποτελείται κατά τη σύνθεση του από σώμα και ψυχή. Είναι επίσης εικόνα και της ψυχής της ίδιας, όταν τη θεωρήσωμε καθ' εαυτή με το λόγο.
Έλεγε, οτι η ψυχή γενικά αποτελείται από νοερή και ζωτική δύναμη κι ότι η νοερή δύναμη κινείται με αυτεξούσια θέληση, ενώ η ζωτική μένει ακίνητη μέσα στη φύση της, χωρίς τη δύναμη της εκλογής. Συνεχίζοντας, έλεγε, ότι στο νοερό μέρος ανήκουν η θεωρητική μαζί και η πρακτική δύναμη· ότι η θεωρητική δύναμη λέγεται νους, ενώ η πρακτική λόγος. Ο νους είναι που κινεί τη νοερή δύναμη: για τη ζωτική ασκεί πρόνοια ο λόγος. Ο ένας είναι και καλείται σοφία, κι εννοώ το νου, όταν φυλάγη ολότελα απαράτρεπτες τις κινήσεις του προς τον Θεό. Όμοια καιο λόγος είναι και λέγεται, φρόνηση, όταν με τις πράξεις ενώνοντας με το νου φρόνιμα τη ζωτική δύναμη, που κατευθύνει προνοητικά, την παρουσιάζη σύμφωνη μαζί του, αφού έχει την ίδια μ' αυτόν κι όμοια σφραγίδα του Θεού κερδισμένη με την αρετή. Έλεγε, ότι αυτή μοιράζεται φυσικά και στο νού και στο λόγο, ώστε να είναι μάλλον και να φαίνεται από την αρχή η ψυχή ότι αποτελείται από το νού και το λόγο, επειδή είναι νοερή και λογική. Είναι φανερό ότι η ζωτική δύναμη θεωρείται δύναμη και των δύο- του νου εννοώ και του λόγου- κατά ισότητα. Ούτε είναι ορθό να εννοήσωμε ότι ένα από αυτά είναι άμοιρο από ζωή, αλλά ότι αυτή μοιράζεται και στα δύο. Χάρη στη ζωή ο νους, πουείπαμε ότι λέγεται, και σοφία, προχωρώντας στην απλότητα με τη θεωρητική ενέργεια μέσα σε απόρρητη σιωπή και γνώση οδηγείται στην αλήθεια με την αλησμόνητη και αδιάκοπη γνώση. Και ο λόγος, που τον εκαλέσαμε φρόνηση, με τη σύμφωνη με την αρετή πρακτική ενέργεια του σώματος, καταλήγει, περνώντας από την πίστη, στο αγαθό . Από τα δύο αυτά απαρτίζεται η αληθινή επιστήμη των θείων κι ανθρώπινων πραγμάτων, η αληθινά άσφαλτη γνώση, όλης της θεΐκώτατης χριστιανικής φιλοσοφίας η κατάληξη (1).
Είναι ανάγκη να μιλήσωμε καθαρώτερα γι' αυτά. Η ψυχή, έλεγε, έχει δύο δυνάμεις, μία τη θεωρητική, όπως έχει ειπωθή, και μία την πρακτική. Τη θεωρητική την έλεγε νου, την πρακτική λόγο. Και τις έλεγε έτσι, σαν βασικές δυνάμεις της ψυχής. Και πάλι, έλεγε, το νου σοφία και το λόγο φρόνηση, σαν βασικές ενέργειες. Λεπτομερέστερα πάλι, έλεγε, ότι στην ψυχή ανήκουν, κατά τη νοερή φύση της, ο νους, η σοφία, η θεωρία, η γνώση, η αλησμόνητη γνώση· κατάληξη τους είναι η αλήθεια. Κατά τη λογική φύση της είναι λόγος, φρόνηση, πράξη, αρετή, πίστη· κατάληξη τούτων είναι το αγαθό.
Η αλήθεια και το αγαθό, έλεγε, δηλώνουν το Θεό· αλλά η αλήθεια τον δηλώνει, όταν είναι να δηλωθή το θειο κατά την ουσία του, γιατί η αλήθεια είναι πράγμα απλό, μόνο, ένα, ίδιο, ασύνθετο, αμετάβλητο, ανεπίδεχτο πάθους, αλάθευτο, εντελώς χωρίς διάσταση· και το αγαθό τον δηλώνει, όταν το θείο σημαίνεται από την ενέργειά του· γιατί το αγαθό είναι τέτοιο, ώστε να ευεργετή, να προνοή για όσα προέρχονται απ' αυτό και να τα παρακολουθή σαν φρουρός. Κατά τη γνώμη των γραμματικών, το αγαθό προέρχεται από τό «ἄγαν» και «εἶναι» ή «τεθεῖσθαι» ή «θέειν». Γι'αυτό χαρίζει σε όλα τα όντα την ύπαρξη (είναι), τη διατήρηση (τεθεῖσθαι) και την κίνηση (θέειν) (2).
Οι πέντε, λοιπόν, συζυγίες που στοχαζόμαστε σχετικά με την ψυχή, έλεγε, ότι στρέφονται γύρω από τη μία συζυγία, που φανερώνει το Θεό. Με τη λέξη τώρα συζυγία ενοοώ το νου και το λόγο, τη σοφία και τη φρόνηση, τη θεωρία και την πράξη, τη γνώση και την αρετή, την αλησμόνητη γνώση και την πίστη. Η συζυγία που φανερώνει το Θεό είναι η αλήθεια και το αγαθό. Με τη βοήθεια τους, η ψυχή κινείται προοδευτικά κι ενώνεται με το Θεό των όλων κι επιτυχαίνει να μιμηθή τη σταθερότητα κι ευεργετικότητα της ουσίας και της ενέργειας του με τη σταθερή κι αμετακίνητη κατά την προαίρεση έξη της προς το καλό (3).
Ας αναμείξω εδώ μία μικρή άλλα πρόσφορη απεικόνιση τούτων. Ίσως αυτή εδώ να είναι η θεϊκή δεκάδα των χορδών στο πνευματικό ψαλτήριο της ψυχής. Η δεκάδα που ο λόγος της δίνει ήχο με την κρούση του πνεύματος δια μέσου της άλλης μακάριας δεκάδας των εντολών κι απεργάζεται τους τέλειους κι αρμονικούς φθόγγους με τη νοητή μελωδία, με τους οποίους υμνούμε το Θεό. Τούτο για να μάθω εγώ, πρώτο, ποιος ο λόγος της δεκάδας που ψάλλει και της δεκάδας που ψάλλεται. Και δεύτερο, πως η μια δεκάδα μυστικά ενωμένη με την άλλη δεκάδα κι αρμονισμένη επαναφέρει τον Ιησού, το δικό μου Θεό και Σωτήρα συμπληρωμένο από μένα, που σώζομαι απ' αυτόν, στον εαυτό του, που είναι πάντα σε τέλεια πληρότητα και δεν μπορεί ποτέ να σταθή έξω απ' τον εαυτό του και που απ' τ' άλλο μέρος αποκαθιστά με τον εαυτό μου εμένα τον άνθρωπο, κατά θαυμαστό τρόπο, και πιο πολύ μ' ενώνει με το Θεό, από τον οποίο έλαβα κι εχω το είναι και προς τον οποίο κατευθύνομαι βιαστικά, ποθώντας από μακρυά να προσλάβω το αληθινό είναι.
Τούτο οποίος μπόρεσε να εννοήση, επειδή έζησε όσα λέμε, θα καταλάβη οπωσδήποτε το αξίωμά του, αφού το εγνώρισε ήδη μ' ενάργεια στη ζωή του, πως δηλαδή μπορεί ν' αποδοθή στην εικόνα το κατ' εικόνα, πως μπορεί να τιμηθή το αρχέτυπο, ποια δύναμη κρύβει το μυστήριο της σωτηρίας μας και για ποιου χάρη πέθανε ο Χριστός.
Θα καταλάβη ακόμα πως μπορούμε να μείνωμε εμείς μέσα σ' εκείνον κι εκείνος μέσα σε μας, όπως είπε , και πως είναι ίσιος ο λόγος του Θεού και αληθινά όλα τα έργα του. Ας επαναφέρωμε όμως τη σειρά των σκέψεων μας στο θέμα κι ας περιοριστούμε σχετικά σ' αυτά τα λίγα (4).
Εδίδασκε, ότι ο νους, περνώντας από τη σοφία, έρχεται στη θεωρία, από τη θεωρία στη γνώση, από τη γνώση στην αλησμόνητη γνώση κι από την αλησμόνητη γνώση στην αλήθεια. Γύρω από την αλήθεια βρίσκει ο νους το όριο της πορείας του και προσδιορίζονται η ουσία, η δύναμη, η έξη και η ενέργεια του (5).
Έλεγε, ότι η δύναμη του νου είναι η σοφία κι ότι αυτός είναι σοφία δυνάμει· η θεωρία ότι είναι έξη και η γνώση ενέργεια· η αλησμόνητη γνώση ότι είναι της σοφίας, της θεωρίας και της γνώσης - δηλαδή της δύναμης, της έξης και της ενέργειας- η ασταμάτητη και σύμφωνη με την έξη αεικινησία γύρω από το άξιο να γίνη γνωστό και που υπερβαίνει κάθε γνώση. Τέλος της αεικινησίας είναι η αλήθεια, επειδή είναι κάτι που γνωρίζεται αλησμόνητα. Και τούτο είναι άξιο για θαυμασμό, πως δηλαδή το αλησμόνητο παύει, αφού καθοριστη ή αφού περατώση την κίνηση του στην αλήθεια, επειδή αυτή είναι ο Θεός. Είναι πραγματικά η αλήθεια ο Θεός και γύρω του αδιάκοπα κι αλησμόνητα κινείται ο νους, χωρίς να μπορή να σταματήση ποτέ, αφού δε βρίσκει τέλος στην κίνηση του εκεί, όπου δεν υπάρχει καθόλου διάσταση. Γιατί το εκπληκτικό μεγέθος της θείας απεραντοσύνης είναι κάτι που δεν έχει ποσό, δεν έχει μέρη, είναι ολότελα χωρίς διάσταση και δεν έχει οποιαδήποτε αντίστοιχη κατανόηση που να φτάνη το Θεό, για να γνωρίσωμε, ό,τι κι αν είναι αυτός στην ουσία του. Κι ό,τι δεν έχει διαστάσεις και δε γίνεται κατανοητό με κάποιο τρόπο, κανένας δεν μπορεί να το προσπελάση (6).
Όμοια, έλεγε, κι ο λόγος περνώντας από τη φρόνηση φτάνει στη πράξη κι από την πράξη στην αρετή κι από την αρετή στην πίστη, την αληθινά σταθερή κι ασκόνταφτη πληροφορία των θείων. Αυτήν την έχει πρώτα δυνάμει ο λόγος χάρη στη φρόνηση και τη φανερώνει έπειτα με την αρετή ενεργητικά, με την εκδήλωση πάνω στα έργα. Γιατί η πίστη χωρίς έργο είναι κάτι νεκρό, όπως έχει γραφή, και κάθε νεκρό και άπραχτο ποτέ κανένας φρόνιμος δε θα τολμήση να πη πως συγκαταλέγεται με τα καλά. Κι από την πίστη φτάνει στο αγαθό, όπου τελειώνει την πορεία του ο λόγος. Μπαίνει έτσι τέλος, στις ανάλογες με τη φύση του ενέργειες, γιατί προσδιορίζεται η δύναμη, η έξη και η ενέργεια (7).
Γιατί, έλεγε, δύναμη του λόγου είναι η φρόνηση, κι ο ίδιος ο λόγος είναι φρόνηση δυνάμει. Έλεγε ότι η πράξη είναι έξη κι η αρετή ενέργεια. Κι πίστη ότι είναι της φρόνησης και της πράξης και της αρετής - δηλαδή της δύναμης, της έξης και της ενέργειας - μια εσωτερική και αναλλοίωτη σταθερότητα. Αυτής το έσχατο όριο είναι το αγαθό, όπου ο λόγος βάζει τέλος στην κίνησή του και σταματά.
Γιατί το αγαθό είναι ο Θεός κι είναι φυσικό να περατώνεται σ' αυτόν κάθε δύναμη οποιουδήποτε λόγου.
Πως τώρα και με ποιο τρόπο κατορθώνεται καθένα απ' αυτά και πραγματοποιείται, και ποιες δυνάμεις εναντιώνονται σε καθένα απ' αυτά ή εναρμονίζονται μαζί τους και για πόσο χρόνο, τόσο ο προσδιορισμός όσο κι η έκθεσή τους, δεν είναι θέμα που μπορεί να απασχόληση την ανάλυση αυτή.
Κατά τη γνώμη μου σχετικά μ' αυτή είναι τούτο.
Κάθε ψυχή, όταν με την χάρη του Αγίου Πνεύματος και τη δική της φιλοπονία και προθυμία μπορέση να τα ενώση και να τα συνηφάνη αυτά μεταξύ τους -το λόγο δηλαδή με το νου, τη φρόνηση με τη σοφία, την πράξη με τη θεωρία, την αρετή με τη γνώση και την πίστη με την αλησμόνητη γνώση - χωρίς να μειώνεται ή να υπερβάλλεται κανένα έναντι του άλλου, αλλά ν' αποκλείεται μάλλον κάθε υπερβολή και κάθε μείωση (8), και μ' ένα λόγο, όταν μπόρεση να μεταβάλη σε μονάδα τη δεκάδα της, τότε κι αυτή θα ενωθή με τον αγαθό και αληθινό Θεό, τον ένα και μόνο (9). Θα έχη γίνει ωραία και μεγαλόπρεπη και παρόμοια μ' Εκείνον κατά το δυνατό με την ολοκλήρωση των τεσσάρων γενικών αρετών, που δηλώνουν την πνευματική θεία δεκάδα και περιέχουν και την άλλη μακάρια δεκάδα των εντολών.
Γιατί η τετράδα είναι δυνάμει δεκάδα, επειδή από τη μονάδα απαρτίζεται προοδευτικά με σειρά. Και η ίδια είναι πάλι μονάδα, γιατί περιέχει το αγαθό σε συνολική ενότητα και δείχνει επάνω στον εαυτό της αχώριστα μοιρασμένη την απλή κι ασύνθετη θεία ενέργεια (10). Με τις αρετές αυτές, ό,τι ήταν δικό της η ψυχή το εκράτησε σταθερά απαραβίαστο, πέταξε όμως ανδρικά το ξένο σαν πονηρό. Γιατί έχει νου στοχαστικό, σοφία γνωστική, θεωρία έμπραχτη κι ενάρετη γνώση, και τη γνώση την αλησμόνητη που τις ακολουθεί, ασφαλισμένη μαζί κι αμετάβλητη και γιατί έκαμε προσφορά στο Θεό ταιριασμένα με φρόνηση, τα αίτια με τα αιτιατά, τις ενέργειες με τις δυνάμεις. Αντιδωρήθηκε γι' αυτό με τη θέωση, που προξενεί την απλότητα (11).
Η ενέργεια είναι και εκδήλωση. Του νου εκδήλωση είναι ο λόγος σαν αποτέλεσμα αιτίας, της σοφίας η φρόνηση, της θεωρίας η πράξη, της γνώσης η αρετή, της αλησμόνητης γνώσης η πίστη. Από αυτά δημιουργείται η ενδιάθετη σχέση με την αλήθεια και το αγαθό, δηλαδή το Θεό (12). Την ωνόμαζε τη σχέση αυτή θεϊκή επιστήμη κι άσφαλτη γνώση, αγάπη και ειρήνη. Σ' αυτές βρίσκεται και μ' αυτές επιτυγχάνεται η θέωση. Είναι επιστήμη, επειδή, αποτελεί ολοκλήρωση της γνώσης για το Θεό και τα θεία, όση μπορεί ο άνθρωπος να πραγματοποίηση, κι ασφαλισμένο περιτείχισμα των αρετών. Είναι γνώση, επειδή έχει επιτύχει γνήσια την αλήθεια και μας δίνει αδιάκοπη εμπειρία για τη θεότητα. Αγάπη, γιατί μετέχει ολόκληρη από διάθεση σ' ολόκληρη την ευφροσύνη, που προέρχεται από το Θεό. Ειρήνη τέλος, επειδή μετέχει στα ίδια συναισθήματα με το Θεό και προετοιμάζει στα αισθήματα αυτά όποιους αξιώθηκαν να τη δεχθούν (13).
Αν δηλαδή το θείο είναι ολότελα, ακίνητο, αφού δεν έχει τίποτ' από πουθενά για να το ενοχλήση - ποιο είναι που θα φτάση το δικό του ύψος; - και η ειρήνη είναι ακλόνητη κι αμετακίνητη σταθερότητα και, κοντά σ' αυτή, και αδιατάραχτη χαρά, δε συμμερίζεται τάχα τη θεϊκή κατάσταση και κάθε ψυχή, που αξιώθηκε να δοκιμάση τη θεϊκή ειρήνη; Γιατί δεν έχει ξεπεράσει μόνο τα μειονεκτήματα της κακίας και της αγνωσίας, του ψεύδους και της πονηρίας, που είναι αντίθετες στην αρετή και τη γνώση, στην αλήθεια και το αγαθό, κακίες που παρακολουθούν τις κινήσεις της ψυχής τις αντίθετες με τη φύση της. Ξεπερνά τώρα - αν μπορώ να πω- τα όρια της ίδιας της αρετής και της γνώσης, της αλήθειας και της αγαθότητας, που εμείς διακρίναμε, και αναπαύεται, με τρόπο ανείπωτο και άγνωστο, στην παραπάνω από αληθινή και παραπάνω από αγαθή κλίνη του Θεού, κατά την αδιάψευστη υπόσχεση του. Γιατί κανένα, από όσα είναι στη φύση τους να την ενοχλούν, δεν μπορεί να τη φτάση στο κρυφό καταφύγιο της κοντά στο Θεό. Σ' αυτή τη μακάρια και πανάγια κλίνη πραγματοποιείται το φρικτό εκείνο, πάνω από νου και λόγο, μυστήριο της ενότητας, το μυστήριο με το οποίο θα γίνη μία σάρκα, κι ένα πνεύμα ο Θεός με την Εκκλησία, δηλαδή την ψυχή, κι η ψυχή με το Θεό (14). Πώς να εκδηλώσω το θαυμασμό μου για την αγαθότητα σου! Δε θα τολμήσω να πω ότι θα υμνήσω αυτό, που μου λείπει η απαραίτητη δύναμη ακόμα και να το θαυμάσω σιωπηλά. Θα γίνουν οι δύο μία σάρκα. Και το μυστήριο τούτο είναι μεγάλο, εγώ εννοώ σχετικά με το Χριστό και την Εκκλησία, λέει ο θειος Απόστολος. Αλλού λέει: Όποιος προσκολλάται στον Κύριο, αποτελεί ένα πνεύμα.
Αφού αποκτήση, λοιπόν, η ψυχή την ενότητα της κι αφού συναχθή στον εαυτό της και στο Θεό, δε θα έχη θέση πια ο λόγος, που τη χωρίζει σε πολλά με τους συλλογισμούς του, αφού έχει σαν στέμμα στην κεφαλί τον πρώτο και μοναδικό κι ένα Λόγο και Θεό. Εκείνον που μέσα του, αφού είναι δημιουργός και ποιητής τους, ζούνε και υπάρχουν κατά μία αφάνταστην απλότητα, όλοι οι λόγοι των όντων σε ενότητα. Εκείνη ατενίζοντας αυτόν, που δεν είναι ωστόσο εξω απ' αυτήν αλλά είναι ολόκληρος μέσα της, μ' ένα απλό μονάχα αντίκρυσμα θα μάθη κι αυτή τους λόγους και τις αιτίες των όντων. Προτού νυμφευθή το Λόγο και Θεό ακολουθούσε για την κατανόηση τους το δρόμο της διαιρετικής μεθόδου κι ωδηγήθηκε με τη βοήθεια της κατά τρόπο σωτήριο και χωρίς αντιφάσεις κοντά σ' Εκείνον, που κάθε λόγο και κάθε αιτία περιέχει και δημιουργεί (15).
Αυτά, όπως είπαμε, συμβαίνουν στην ψυχή. Μέσα στο νου κλείνει δυνάμει τη σοφία κι από τη σοφία έχει τη θεωρία, από τη θεωρία τη γνώση, από τη γνώση την αλησμόνητη γνώση, που με τη δύναμη της οδηγείται προς την αλήθεια, που είναι κορυφή και τέλος των αγαθών όσα σχετίζονται με το νου. Εξαιτίας πάλι του λόγου έχει τη φρόνηση, κι από τη φρόνηση την πράξη, κι από την πράξη την αρετή, κι από αυτήν έχει την πίστη, που με τη βοήθεια της καταλήγει στο αγαθό, όπως σε μακάριο τέρμα των λογικών ενεργειών. Αυτές γίνονται το μέσο ν' απαρτισθή η επιστήμη των θείων από την επίτευξη της ενότητας τους μεταξύ τους.
Συμφωνεί τέλεια με όλ' αυτά να παρομοιάζεται από το θεωρητικό λόγο η αγία Εκκλησία του Θεού με την ψυχή. Σημαίνει με το ιερό βήμα, όσα δείξαμε παραπάνω, ότι πραγματοποιούνται μέσα στο νου και προοδευτικά προέρχονται α π' αυτόν. Όσα πάλι φανερώσαμε ότι ανήκουν στην περιοχή του λόγου και προέρχονται απ' αυτόν με τη διαίρεση, τα διαφωτίζει με το ναό. Τα συναιρεί όλα σε ένα με το μυστήριο, που τελείται επάνω στο θείο θυσιαστήριο. Στο μυστήριο αυτό, όποιος σαν μύστης μπόρεσε με φρόνηση και σοφία να εισέλθη, έκαμε αληθινά Εκκλησία Θεού και θεϊκή την ψυχή του. Για δική της ίσως χάρη, κι αποτελώντας δικό της σύμβολο και παράδειγμα με την μέσα σ' αυτή ποικιλία των θείων ακολουθιών, μας εδόθηκε, χειραγωγία σοφή προς το καλύτερο, αυτή η ανθρωπόχτιστη Εκκλησία (16).
ΣΧΟΛΙΑ
(1) . Η πρόοδος της ψυχής προς την ενοποίηση έχει περιγραφή από τον άγιο Μάξιμο και μ' άλλο τρόπο. Ακολουθώντας και πάλι μέθοδο περιοριστική, ο άγιος Μάξιμος βλέπει μέσα στην Εκκλησία την εικόνα της ψυχής καθ' εαυτή. Στην πραγματικότητα η ψυχή δεν υπάρχει χωρίς σώμα. Μόνο με τη λογική μπορούμε να κάνωμε αφαίρεση της ζωής της μέσα στο σώμα. Με την ευκαιρία αυτή, αναπτύσσει πιο πλατιά την ψυχολογία του. Βλέπει μέσα στην ψυχή δύο δυνάμεις, την πνευματική δύναμη, κινημένη από θέληση ελεύθερη κατά ένα τρόπο, και τη ζωτική δύναμη, που δε διαθέτει ελευθερία και μένει πάντα από εαυτού της η ίδια, δηλαδή κινείται μ' ένα ντετερμινιστικό τρόπο, χωρίς να εκλέγη τους σκοπούς της. Στην πνευματική δύναμη, ο άγιος Μάξιμος βλέπει τη θεωρητική πλευρά και την πρακτική πλευρά. Η θεωρητική πλευρά καλείται νους, η πρακτική καλείται - σύμφωνα με τους άλλους πατέρες - λόγος. Εξ άλλου, ο άγιος Μάξιμος δηλώνει ότι ο νους ή η θεωρητική πλευρά κατευθύνει όλη τη διανοητική δύναμη, επομένως και την ενεργητική ή πρακτική δύναμη μαζί. Πράγματι, ο λόγος δεν κινείται από τον εαυτό του, αλλά κινείται μέσα στον ορίζοντα τον ανώτερο και ευρύτερο της νοητικότητας και της διανοητικότητας. Ο λόγος, φωτισμένος από τη νοητικότητα, κατευθύνει τη ζωτική δύναμη και μ' αυτήν το ίδιο σώμα. Έτσι, ο λόγος έχει θέση και ενεργητικότητα ενδιάμεση ανάμεσα στο νου και στη ζωτική δύναμη. Μ' αυτόν πραγματοποιείται η ένωση των δυνάμεων της ψυχής και των δυνάμεων της ψυχής με το σώμα. Ένας άνθρωπος που δεν έχει ενοποιηθή μέσα σ' αυτό τον κόσμο, δεν είναι στην κανονική κατάσταση ενός αληθινού ανθρώπου.
Ο λόγος μετέχει στο νου και η ζωτική δύναμη μετέχει στο λόγο. Και μ' όλες τις πράξεις του ανθρώπου φανερώνεται ο νους και ο λόγος του, ή κάθε άνθρωπος είναι ον ενιαίο, που στις ενέργειες του τον διαποτίζουν ο νους και ο λόγος. Όταν ο νους διατηρή αμετάβλητες τις κινήσεις του προς το Θεό, λέγεται και μπορεί να λέγεται σοφία. Ο λόγος, με τη σειρά του, μπορεί να ονομαστή φρόνηση, όταν ενώνη με τις πράξεις του μέσα σε πνεύμα μετριοπάθειας, τη ζωτική δύναμη με τη διάνοια και την κρατή αχώριστη από τη διάνοια έτσι, που η ζωτική δύναμη να κάνη με την αρετή την ίδια αποκάλυψη του Θεού που κάνει και η διάνοια. Δε διαποτίζουν όμως τη ζωτική δύναμη η διάνοια μόνο και ο λόγος, γίνεται επίσης και το αντίθετο. Αφού η ψυχή συνίσταται από νου και λόγο ή από νοητικότητα και λογικότητα, η ζωτική δύναμη φαίνεται και στα δύο μέσα, αφού καθένα από αυτά δε στερείται από ζωτική δύναμη. Υποβασταζόμενος από τη ζωτική δύναμη ο νους, επεκτεινόμενος με τη θεωρητική άσκηση, μέσα στη σιγή και στην ανέκφραστη γνώση, οδηγείται προς την αλήθεια με μια γνώση αλησμόνητη και άπειρη και ο λόγος, με την πρακτική άσκηση της αρετής, φτάνει με την πίστη στο αγαθό και απ' αυτά τα δύο είναι αποτελεσμένη η αληθινή σιωπή των θεϊκών και ανθρώπινων πραγμάτων. Η αλήθεια (α-λήθεια) είναι αυτό που δεν μπορεί πια να λησμονηθή και το αγαθό ή η πίστη μένει μέσα σ' αυτό αδιάσειστο.
Ο άγιος Μάξιμος δεν αμελεί κανένα δεδομένο της πραγματικότητας, ούτε την αναγκαιότητα της ενοποίησης τους. Πάνω στο δρόμο της θεωρίας φτάνει στην αλήθεια, δηλαδή στο Θεό, που είναι πέρα από την ωρισμένη γνώση πάνω στο δρόμο το λογικό-πρακτικό φτάνει στο αγαθό. Αλλά πλήρης γνώση συντελείται με την ενότητα αυτών των δύο. Η γνώση οδηγεί τον άνθρωπο προς την αλήθεια. Αλλά ο αληθινός άνθρωπος είναι εκείνος που πραγματοποιεί επίσης το αγαθό και γίνεται αγαθός. Η γνήσια θεωρία της αλήθειας περικλείει επίσης το ανθρώπινο «είναι» τελειοποιημένο μέσα στο αγαθό, ή το ανθρώπινο «είναι» υποβαστάζει με την πρόοδο του μέσα στο αγαθό την πρόοδο της θεωρητικής γνώσης και, πέρα από τη γνώση, την πρόοδο της αλήθειας. Ο νους διαχέεται μέσα στα νοήματα με το λόγο, η εμπειρία, βγαλμένη από τις αισθήσεις, καθαρμένες με το λόγο που κινείται μέσα στον ορίζοντα του νου, συγκεντρώνεται μέσα στη θεωρία των εννοιών των πραγμάτων και έπειτα μέσα στη γνώση του Θεού πέρα από τις έννοιες [Προς Θαλάσσιον, 49 Ρ G 90, 448).
(2). A φού η ζωτική δύναμη της ψυχής κατευθύνεται από την πρακτική πλευρά της, ο άγιος Μάξιμος μπορεί να θεωρή όχι τη ζωτική δύναμη της ψυχής σαν τη δεύτερη δύναμη της ψυχής, αλλά σαν την ενεργητική πλευρά της. Παρασκευάζει τώρα ένα κατάλογο από πέντε ζεύγη αναβαθμών της ψυχής: 1) η θεωρητική και η πρακτική πλευρά της ψυχής ή ο νους και ο λόγος 2) η σοφία και η φρόνηση, σαν πρώτες ενέργειες τον δυνάμεων αυτών 3) η θεωρία και το έργο, σαν έξεις σχηματισμένες από τις ενέργειες αυτές 4) η γνώση και η αρετή, σαν αποτέλεσμα 5) η αλησμόνητη γνώση και η αδιάσειστη πίστη. Το τέλος της σειράς στην τάξη της γνώσης είναι η αλήθεια· το τέλος της σειράς στην τάξη της ενεργητικότητας είναι το αγαθό. Η αλήθεια και το αγαθό σημαίνουν το Θεό. Η αλήθεια σημαίνει το Θεό κατά την ουσία (οντολογικά) κι Εκείνος νοείται πέρα από κάθε έννοια και λόγο που μπορεί να τον προσδιορίση (Προς Θαλάσσιον, 50, Σχόλιον α', Ρ G 90, 473 C ). Γιατί η αλήθεια είναι απλή, μία, μοναδική, απαθής και χωρίς διαλείψεις. Και το αγαθό είναι αγαθοποιό, προβλεπτικό, συγκρατητικό όλων εκείνων που προέρχονται απ' αυτό, δίνοντας σε όλα, όσα υπάρχουν, την ύπαρξη, την διάρκεια και την κίνηση. Ο Θεός δε γνωρίζεται πλήρως, αν δε θεωρηθή από την άποψη της ουσίας σαν αλήθεια, και από την άποψη της ενεργητικότητας σαν αγαθό. Γιατί η λέξη «αγαθό» προέρχεται από το «ἄγαν» και (θεῖσθαι) και πάει να πη «βεβαίωση ισχυρή».
(3). Τα πέντε θεωρητικά - ενεργητικά ζεύγη της ψυχής κινούνται γύρω από το μοναδικό ζεύγος των απόψεων του Θεού, την αλήθεια και το αγαθό. Διατηρημένη σε κίνηση από αυτές τις δύο απόψεις, η ψυχή ενώνεται με το Θεό μιμούμενη το αμετάβλητο και το αγαθό της ουσίας και της θείας ενεργητικότητας, με την έξη τη σταθερή και αμετάβλητη της θέλησης.
(4). Τα πέντε ζεύγη των αναβαθμών σχηματίζουν τη δεκάδα των χορδών του ψαλτηρίου του νοητού της ψυχής. Αυτή η δεκάδα, επειδή έχει μέσα της το λόγο που ηχεί με το άγγισμα της άλλης δεκάδας των εννοιών, παράγει τους τέλειους πνευματικούς και αρμονικούς φθόγγους, με τους οποίους υμνείται ο Θεός. Ο Λόγος της δεκάδας των εννοιών που είναι ο Χριστός, κάνει να ηχή ο ανθρώπινος λόγος των χορδών της ψυχής και μ' αυτές η δεκάδα ή ο λόγος της ψυχής ενώνεται με τρόπο μυστηριώδη με τη άλλη δεκάδα ή με το θείο Λόγο. Μ' αυτήν με οδηγεί στον εαυτό του ο Ιησούς, ο Θεός και Σωτήρας μου, Εκείνος που συμπληρώνεται από εμένα και είναι πάντα ολόμεστος, που δεν μπορεί ποτέ να βγη από το λόγο, αλλά με αναδημιουργεί εμένα τον άνθρωπο μέσα του, ακριβέστερα μέσα στο Θεό, από τον οποίο έ χω λάβει την ύπαρξη και προς τον οποίον επείγομαι, επιθυμώντας να λάβω γρηγορώτερα τη μακάρια ύπαρξη. Συναντάμε ξανά την αποφασιστική και τελειοποιητική σημασία του λόγου. Αλλά αυτός ο λόγος δεν είναι η τυπική αφηρημένη κρίση που εφαρμόζει ορθά τους κανόνες της λογικής· είναι η κρίση που πηγάζει από ένα ορθό πρακτικό νόημα και που έχει σαν βάση της μια συνολική και ολόκληρη άποψη της πραγματικότητας μέσα στην οποία μπορεί να ενταχθή η ύπαρξή μου με μια ελεύθερη ενέργεια, την οποία κάνω για να προαγάγω τόσο την πραγματικότητα, όσο και την ψυχή μου, πάνω στην γραμμή του αγαθού. Αυτός ο γενικός ανθρώπινος λόγος βλέπει το λόγο, τη σημασία, την αξία κάθε παράγοντα της ύπαρξής μου, αλλά επίσης τον κοινό λόγο του συνόλου, της ψυχής μου κι ολόκληρης της πραγματικότητας. Αυτός ο κοινός οντολογικός λόγος των παραγόντων που συνθέτουν την ύπαρξή μου και του συνόλου των λειτουργιών μου λαμβάνεται υπ' όψη από το λόγο μου σαν κριτήριο. Ο λόγος σαν κρίση δένει όλα τα μέρη και όλες τις ενέργειες του ανθρώπου, έχοντας θέση και παίζοντας ρόλο μεσάζοντα και ενδιαμέσου μεταξύ τους. Αλλά πρέπει να υπολογίζη σοβαρά όχι μόνο τον κοινό οντολογικό λόγο των στοιχείων που συνθέτουν την ύπαρξή μου (που ο λόγος σαν κρίση αντανακλά και παρουσιάζει) χρησιμοποιώντας κανονικά αυτά τα συνθετικά για χάρη τους και για χάρη της αρμονίας τους· αλλά επίσης και το θείο Λόγο που τα δημιούργησε και τα συγκρατεί σαν ένα όλο και που ο λόγος σαν κρίση συλλαμβάνει μέσα στον ορίζοντα του νου. Γιατί ο λόγος σαν κρίση διεγείρεται μυστηριωδώς από το Λόγο των θείων εντολών, που δεν είναι άλλο παρά ο ασώματος θείος «Λόγος». Έτσι, μέσα στον ανθρώπινο λόγο μου, συναντώνται όχι μόνο όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την ανθρώπινη ύπαρξή μου αλλά επίσης και ο θείος Λόγος. Ο ανθρώπινος λόγος μου έχει μέσα του -κατ' αντανάκλαση - το θείο Λόγο, και ενώνει μέσα στον εαυτό του το θείο Λόγο, με τον οντολογικό λόγο του ανθρώπινου συνόλου. Γιατί επιθυμεί, αντανακλώντας το σύνολο της ανθρώπινης ύπαρξης, να δεχθή από το θείο Λόγο - έπειτ' από την ύπαρξη που απ' αυτόν έχει λάβει - και τη μακάρια ύπαρξη, κι αυτό μπορεί να γίνη αφού ο θείος Λόγος, ήρθε σ' αυτόν με την ενσάρκωση Του. Έτσι, ο άνθρωπος που είναι κατ' εικόνα, γίνεται και καθ' ομοίωση του Λόγου του Θεού. Το Αρχέτυπο τιμάται και μέσα στην εικόνα. Μ' αυτό τον τρόπο γίνεται από μας αντιληπτή η έκφραση ότι μπορεί να ζούμε εν Χριστώ ή ότι ο Χριστός βρίσκεται μέσα μας.
(5). Ο άγιος Μάξιμος βλέπει τους πέντε βαθμούς της σκεπτόμενης και νοούσας πλευράς της ψυχής παράλληλα με τους πέντε βαθμούς της ενεργητικής πλευράς, όπως τους βαθμούς μιας κίνησης. Μ' αυτήν, ο νους σαν δυναμική πραγματικότητα υψώνεται και φτάνη στην πλήρη ενεργοποίηση του και ταυτόχρονα στην αλήθεια. Ο νους έγινε για την αλήθεια. Η τάση του είναι τάση προς την αλήθεια. Η αλήθεια προμηνύεται απ' αυτόν. Αλλά επειδή προμηνύεται μόνο, ο νους βρίσκεται μέσα στην τάση προς την αλήθεια. Ο νους φτάνει σ' ανάπαυση, σε πλήρωση της δίψας του μόνο, όταν φτάση σε πλήρη κατοχή της αλήθειας. Η αλήθεια με το άπειρο νόημα της γεμίζει το νου, δίνει στην κινημένη από άπειρη δίψα κατανόηση την πλήρη τροφή της. Βρισκόμαστε τόσο μακρυά από τη δυτική χριστιανική σκέψη, που θεωρεί την ανθρώπινη φύση σαν μια τελειότητα κλεισμένη μέσα της. Μας αποκαλύπτεται εδώ ξανά το νόημα της Εκκλησίας, σαν μιας θεανθρώπινης διπολικότητας, δοσμένης δυναμικά μέσα στην ανθρώπινη φύση. Περνώντας από τη σοφία, ο νους φτάνει στη θεωρία, με τη θεωρία στη γνώση, με τη γνώση στην αλησμόνητη γνώση και μέσα στην αλησμόνητη γνώση αγγίζει την αλήθεια. Γιατί σ' αυτή την αλησμόνητη γνώση, ο νους ενώνεται με την αλήθεια με τρόπο πλήρη. Αυτή η γνώση είναι το σημάδι, ότι η ψυχή είναι ενωμένη με την αλήθεια. Γιατί η αλήθεια, που είναι ο Θεός, είναι τόσο σαφής, τόσο ήμερη και τόσο χωρίς περιθώρια, που τίποτα περισσότερο δεν μπορεί να προέλθη απ' αυτή. Μέσα στην αλήθεια η ψυχή έχει φτάσει στο τέρμα της κίνησης της, γιατί η αλήθεια ορίζει και περιλαμβάνει την ουσία, τη δύναμη, την έξη και την ενέργεια του νου.
(6). Μέσα στην παράγραφο που υπομνηματίζομε τώρα, ο άγιος Μάξιμος καθορίζει σε τι συνίσταται ο ορισμός, για τον οποίο μιλά στην προηγούμενη παράγραφο. Πρόκειται για ενα παραβολικό ορισμό. Η θεία αλήθεια ορίζει το νου μέσα στον άπειρο ορίζοντα της· τον έχει τραβήξει μέσα στο αβυσσαλέο χάος του νοήματος της, απ' το οποίο ο νους δεν μπορεί ούτε και θέλει πια να βγη, για να πλανηθή μέσα στις εξωτερικές μικρότητες των μερικών αληθειών. Ο άγιος Μάξιμος καθορίζει αυτό το νόημα του «ορισμού», δείχνοντας ότι η αλησμόνητη γνώση, στην οποία φτάνει ο νους, περνώντας ως ουσία από τη δύναμη της σοφίας, από την έξη της θεωρίας, από την ενέργεια της γνώσης, είναι μια ατελεύτητη κινητικότητα σαν έξη, που έχει σαν τέρμα την αλήθεια, σαν αλησμόνητο αντικείμενο της γνώσης. Μπροστά στο άπειρο αυτό αντικείμενο σταματά και τίθεται απεριόριστα σε κίνηση η αντιληπτικότητα του νου.
Ο άγιος Μάξιμος διερωτάται κατάπληκτος, πως μπορεί να είναι ωρισμένη μια αλησμόνητη γνώση ή πως βρίσκει το τέρμα της μέσα στην αλήθεια που είναι ο Θεός. Γιατί, πράγματι, ο νους, κινούμενος γύρω από το Θεό, που είναι η αλήθεια δίχως τέλος και λήθη, δεν μπορεί ποτέ να πάψη να κινήται, αφού δε βρίσκει μέσα σ' αυτή την αλήθεια κάποιο περιθώριο, ή κάποια διακοπή. Γιατί το μεγαλείο της θείας απεραντοσύνης στερείται από ποσότητα, από μέρη, από κενά. Δεν υπάρχει κατανόηση που θα έφτανε να τον γνωρίση στην ουσία του. Βρισκόμαστε στο εσωτερικό του απείρου Πνεύματος σαν ζωής, σαν δύναμης, σαν νοήματος, στο οποίο το ανθρώπινο πνεύμα μετέχει σύμφωνα με την άπειρη του δύναμη μετοχής. Ευρύτερα έχει περιγράψει ο άγιος Μάξιμος την «ἀεικίνητον στάσιν καί στάσιμον ταυτοκινησίαν» (Ρ G 90, 760) γύρω από το Θεό, όπου δεν υπάρχει κανένα κενό μέρος, μέσα στο Προς θαλάσσιον, 65.
(7). Με όμοιο τρόπο βλέπει ο άγιος Μάξιμος την ενεργητική πλευρά της ψυχής να πραγματοποιήται σε πέντε βαθμούς: το λόγο, τη φρόνηση, την πράξη, την αρετή, την πίστη. Η τελευταία είναι μια βεβαιότητα ασφαλής και αδιάσειστη, αναφερόμενη στα θεία πράγματα. Κι αυτή η πλευρά της ψυχής έχει στην τάση της μια πρόγευση του Θεού σαν αγαθού, όπως έχει η διάνοια στη δική της τάση την πρόγευση του Θεού σαν αλήθειας. Ο λόγος, στην τάση του προς την οργάνωση, δεν επιδιώκει μια οργάνωση στο κενό, αλλά μια οργάνωση της ζωής σύμφωνα με την τέλεια και αρχέτυπη τάξη της θείας ζωής, που παριστάνει το αγαθό και που ο λόγος έχει την πρόγευση της. Μέσα στη φρόνηση, ο λόγος πραγματοποίησε αυτοδύναμα την υγιή οργάνωση της ζωής του και έχει πλησιάσει εν δυνάμει τη θεία ζωή. Με την αρετή, ο λόγος φανερώνει και ενεργητικά αυτή την πραγματοποιημένη οργάνωση· είναι το πάγιο αγαθό. Με την πίστη, ο λόγος πλησιάζει το ανώτατο αγαθό, την πηγή του αγαθού, σαν σκοπό του, ώσπου να ενωθή μ' αυτό και ν' αναπαυτή σ' αυτό. Ο λόγος έχει περιοριστή τώρα μέσα στην ουσία του, μέσα στη δύναμη του, μέσα στην έξη του και μέσα στην ενέργεια του. Δεν κάνει πια την προσπάθεια να οργανώνη την ανθρώπινη φύση σύμφωνα με το πρότυπο του θείου αγαθού, γιατί η τάξη αυτή είναι τώρα τυπωμένη τέλεια μέσα στην ανθρώπινη φύση και ο ανθρώπινος λόγος μπορεί να θεώρηση τη θεία τάξη άπειρα καλά τυπωμένη μέσα στην ανθρώπινη φύση της.
(8) . Αλλά ο άγιος Μάξιμος δείχνει ότι οι δύο σειρές των βαθμών της ψυχής δεν πραγματοποιούνται σαν δύο παράλληλες σειρές, αλλά σε σχήμα ζεύγους. Μόνο αν η ψυχή τα ενώση δύο- δύο, φτάνει πλήρως στο Θεό και τον γνωρίζει πλήρως· αν ενώση το λόγο με το νου, τη φρόνηση με τη σοφία, την πράξη με τη θεωρία, την αρετή με τη γνώση, την πίστη με την αλησμόνητη γνώση. Η σειρά των βαθμών, με την οποία οργανώνεται η ζωή, θα εξακολουθούσε να παραμένη εξωτερική στο Θεό, αν δε συνδυαζόταν με τη σειρά των βαθμών της κατανόησης. Και η σειρά της κατανόησης, στερημένη από περιεχόμενο και από την πλούσια εμπειρία της ζωής, θα παρέμενε θεωρία χωρίς δύναμη πάνω στη ζωή. Κανένας βαθμός δεν πρέπει να αναπλήρωση τον άλλο ή να αναπληρωθή από τον άλλο αντίστοιχο βαθμό. Η γνώση δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη από την αρετή, ούτε η αρετή πιο μεγάλη από τη γνώση. Πρέπει να αποφεύγεται κάθε φορά το περισσότερο ή το λιγώτερο στη σχέση τους. Πρέπει να βρίσκωνται σε τέλεια αναλογία. Ο άγιος Μάξιμος βεβαιώνει μ' αυτόν τον τρόπο τη σπουδαιότητα της πνευματικής ισορροπίας. Αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθή χωρίς τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και χωρίς την προσπάθεια του ανθρώπου.
(9). Η ένωση ανάμεσα στους πιο εξέχοντες βαθμούς της ψυχής, δηλαδή ανάμεσα σ' εκείνους που έχουν φτάσει στο Θεό, όπως η αλήθεια και το αγαθό (μέσα στην αλησμόνητη γνώση και στην αδιάσειστη πίστη), έχει μέσα της τη δεκάδα της ψυχής, συγκεντρωμένη σαν μονάδα, και σ' αυτή την κατάσταση η ψυχή βρίσκεται ταυτόχρονα ενωμένη με το Θεό, τον αληθινό και αγαθό, τον ένα και μοναδικό.Η ψυχή δεν μπορεί να ενοποιηθή, παρά μέσα στο Θεό, ή δεν μπορεί να είναι μέσα στο Θεό, παρά ενοποιημένη. Η ενοποιημένη ψυχή έχει ενώσει μέσα της όλο τον πλούτο το μαζεμένο πάνω στις δύο συνδυασμένες γραμμές του ξεδιπλώματος της, πάνω στη γραμμή προς την αλήθεια και πάνω στη γραμμή προς το αγαθό. Μόνο μέσα σ' αυτό το συμπλεγμένο και ενοποιημένο πλούτο και σ' αυτή την κατάσταση της πλήρους ανάπτυξης η ψυχή μπορεί να συλλάβη την άπειρα πλούσια ενότητα του Θεού. Γιατί η ψυχή έγινε και η ίδια άπειρα αγαθή και πλούσια, όμοια με το Θεό, όσο της είναι δυνατό, με την κοινωνία με το Θεό.
(10). Η ψυχή είναι ενοποιημένη μέσα σ' αυτό τον πλήρη πλούτο, γιατί γεμίζει από τις τέσσερες γενικές αρετές, που από το ένα μέρος δείχνουν μέσα στην ψυχή πραγματοποιημένη την παρουσία της δεκάδας τους, κι από το άλλο δείχνουν ότι η ψυχή έχει αφομοιώσει την άλλη δεκάδα των εντολών. Γιατί η τετράδα των αρετών είναι η δεκάδα δυνάμει, όσο αυτές αναπτύσσονται βαθμιαία, ξεκινώντας από τη μονάδα. Και αντίστροφα, η τετράδα είναι μονάδα, εφ' όσον οι αρετές περιέχουν το αγαθό κατά τρόπο ενιαίο με τη συγκέντρωση τους, και εφ' όσον δείχνουν την απλότητα και το αδιαίρετο της θείας ενέργειας, όχι σύμμετρης μ' αυτές. Βλέπομε ξανά, πως για τον άγιο Μάξιμο η ψυχή αναπτύσσεται μέσα στο περιβάλλον της θείας ενέργειας, που δείχνει τη δημιουργικότητα της μέσα σε κάθε βαθμίδα της ανάπτυξης της ψυχής με άλλη μορφή και σε άλλο κάθε φορά βαθμό, στο μέτρο της προσπάθειας της ψυχής.
(11). Με τις δύο αρετές, τη σοφία και τη φρόνηση, η ψυχή διατηρεί και πραγματοποιεί αυτό που της είναι ίδιο με τις άλλες δύο, τη δύναμη και τη μετριοπάθεια, απωθεί το φόβο και την επιθυμία των ηδονών, που δεν είναι ίδιά της. Αλλά γι' αυτό, η δύναμη και η μετριοπάθεια επίσης βοηθούν την ψυχή να διακριθή ή να αναπτυχθή και να ισχυροποίηση το δεσμό ανάμεσα στις αρετές· ακριβέστερα, βοηθούν στην ανάπτυξη και στην πραγμάτωση των δυνάμεων της ψυχής και στην ενοποίηση τους. Έτσι, αυτές οι δυνάμεις δε συγχέονται ούτε αναπτύσσονται χωριστά.Η ψυχή, καλλιεργώντας αυτές τις τέσσερες γενικές αρετές, έχει το νου αληθινά λογικό, τη φρόνιμη σοφία, την ενεργητική θεωρία, την ενάρετη γνώση και, σαν αποτέλεσμα τους, έχει την αλησμόνητη και ταυτόχρονα πλήρως πιστεύουσα και αδιάσειστη γνώση. Η αλήθεια, αφού γίνη γνωστή, δεν ξεχνιέται πια. Αλλά ταυτόχρονα είναι το αντικείμενο της αδιάσειστης γνώσης, γιατί μένει πάντα ανεξάντλητη και απροσδιόριστη. Δεν ξεχνιέται πια, γιατί είναι γνωστή από μια ψυχή που ενώνεται με την αλήθεια και με το αγαθό, με το να γίνεται η ίδια αληθινή και αγαθή στον υπέρτατο βαθμό. Αυτή η ψυχή, προσφέροντας στο Θεό την ανώτατη κατάσταση που έχει φτάσει, όπου οι αιτίες ενοποιούνται μέσα της με τα αποτελέσματα τους και οι δυνάμεις με τις ενέργειες τους, δέχεται σ' αντάλλαγμα τη θέωση, που παράγει την απλότητα. Για την προσφορά του πιο υψηλού δώρου, δέχεται τη σφραγίδα του θεοποιού φωτός, γεμίζει ολόκληρη από τη θεία ποιότητα κι αυτή της δίνει την απλότητα του άπειρου πλούτου, γιατί ο ίδιος ο Θεός είναι η απλότητα του άπειρου πλούτου και της τέλειας ισορροπίας. Η θέωση φανερώνεται μέσα στον τρόπο ύπαρξης της ψυχής που ξεπερνά κάθε διαίρεση, όλες τις αμφιβολίες της αβεβαιότητας, όλες τις περιπλοκές της υποκρισίας, κάθε αδυναμία να οδηγήση σ' ενότητα τις απόψεις της γνωστής πραγματικότητας και τις εκδηλώσεις μέσα στη ζωή, κάθε επιδίωξη μιας διάνοιας περιπλεγμένης, που κυριαρχείται άπό την επιθυμία της ψεύτικης δόξας.
Πρέπει να σημειώσωμε ότι, κατά τον άγιο Μάξιμο, η ψυχή πάνω στις υψηλές βαθμίδες που την πραγματώνουν περνά από την περιπλοκή στην ενότητα και την απλότητα· δεν προχωρεί συνεχώς μέσα στην περιπλοκή. Ξεκινώντας από την αρχική ενότητα, μέσα στην οποία οι δυνάμεις δεν είναι πραγματωμένες, καταλήγει στην τελική ενότητα, με τις δυνάμεις πραγματωμένες. Πάνω στις κορυφές της ορθής πραγμάτωσης των δυνάμεων της η ψυχή βλέπει μέσα σε όλες την ίδια αρετή, το ίδιο το αγαθό βλέπει τα νοήματα (τους λόγους) ωδηγημένα σ' ένα μοναδικό νόημα. Αυτή η ψυχή συλλαμβάνει με κάθε νοητική ενέργεια τον άπειρο πλούτο της πραγματικότητας, γιατί αυτή η ίδια είναι ολόκληρη μέσα σε κάθε νοητική ενέργεια. Σε κάθε μια από τις εκδηλώσεις της, υπάρχει μια δύναμη άπειρης έντασης και αποτελεσματικότητας, γιατί αυτή η ίδια βρίσκεται ολόκληρη μέσα σε κάθε εκδήλωση. Κάθε μια από τις εκδηλώσεις της είναι καθαρή και ορθή, γιατί προκύπτει από μια γνήσια και βαθειά νόηση και κάθε μια από τις εκδηλώσεις της έχει αποτελεσματικότητα πάνω σ' αυτό, όπου αναφέρεται.
(12). Ο άγιος Μάξιμος εξηγεί αυτό που εννοεί μιλώντας για ενέργειες ενωμένες με τις δυνάμεις και για αποτελέσματα ενωμένα με τις αιτίες. Τώρα δεν αναφέρεται πια μόνο στο πρώτο ζεύγος των βαθμών, λέγοντας ότι το δεύτερο μέλος (ο λόγος) προέρχεται από το πρώτο (νους), αλλά, αναφερόμενος σε όλα τα ζεύγη, λέγει ότι το δεύτερο μέλος προέρχεται από το πρώτο· ο λόγος είναι η ενέργεια ή η εκδήλωση του νου, η φρόνηση είναι η ενέργεια ή η εκδήλωση της σοφίας, η πρακτικότητα είναι η ενέργεια της θεωρίας, η αρετή είναι η ενέργεια της γνώσης και η πίστη η ενέργεια ή η εκδήλωση της αλησμόνητης γνώσης. Θα μπορούσε κανείς να στοχαστή πολύ πάνω σ' αυτή τη σχέση ανάμεσα στα μέλη που απαρτίζουν κάθε ζεύγος. Ο λόγος είναι η λειτουργία του νου, που κατευθύνεται προς την οργάνωση της ζωής. Μα γι' αυτό ακριβώς, δεν περιλαμβάνει σε κανένα από τους ορισμούς του ό,τι ο νους κατανοεί μ' ενιαίο τρόπο, όλο το απροσδιόριστο μυστήριο της πραγματικότητας, με το οποίο ο νους βρίσκεται σ' επαφή. Ο αληθινός λόγος έχει συνείδηση του απέραντου περιβάλλοντος, από το οποίο αποσπώνται αυτοί οι αξιολογικοί προσδιορισμοί μέσα σε μια σχέση πρακτικής επικαιρότητας. Ο κίνδυνος του ορθολογισμού εμφανίζεται εκεί, όπου ο άνθρωπος, ή μια εποχή, πιστεύει ότι περιλαμβάνει μέσα στο δικό της σύστημα λογικών προσδιορισμών όλη την πραγματικότητα ή ότι με το σύστημα αυτό τα εξηγεί όλα και ότι, πέρα από αυτό που χωράει μέσα στους ορισμούς του συστήματος, δεν υπάρχει τίποτε.
Αξιοσημείωτη επίσης είναι η βεβαίωση του αγίου Μαξίμου, ότι η πίστη είναι η ενέργεια ή η φανέρωση της αλησμόνητης γνώσης. Πράγματι, η γνώση προοδεύοντας προχωρεί μέσα στη συνείδηση του μυστηρίου της πραγματικότητας, της αδυναμίας να συλλάβη και να ορίση πλήρως την πραγματικότητα. Στο μέτρο που γίνεται υψηλότερη, η γνώση αποβαίνει μια βέβαιη προφάνεια του μυστηριακού χαρακτήρα της πραγματικότητας. «Στο μέτρο που ανεβαίνει μέσα στη γνώση, η ψνχή ανεβαίνει μέσα στη γνώοη που δε γνωρίζει» έ λεγε ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης στο «Βίο Μωϋσέως». Είναι γνώση ανώτερη και βέβαιη, γιατί μπροστά της η πραγματικότητα αποσαφηνίζει το γνήσιο και μεγαλόπρεπο χαρακτήρα της του άπειρου μυστηρίου, της αβυσσαλέας βαθύτητας. Εκείνο που δεν μπορώ να προσδιορίσω, το πιστεύω. Τώρα, όμως, μέσα στο μυστήριο που αποσαφηνίσθηκε και βεβαιώθηκε, η πίστη έχει μιαν αδιάσειστη βάση. Η ενότητα λοιπόν του ανθρώπου δε συνίσταται μόνο σ' ένα συνδυασμό κάθε βαθμού της νοητικής σειράς με τον αντίστοιχο βαθμό της πρακτικής σειράς, αλλά επίσης και σε μια παραγωγή κάθε βαθμού της πρακτικής σειράς, από τον αντίστοιχο βαθμό της νοητικής σειράς. Με την τάση αυτή ο άνθρωπος καλείται να καταλήξη στην πλήρη σχέση με το Θεό σαν αλήθεια και αγαθό, σχέση που συνίσταται στην πλήρη προσοικείωση με τη γνώση και την ενεργητικότητα της αληθινής πραγματικότητας. Η ψυχολογία του αγίου Μαξίμου δεν μπορεί να χωρισθή από το Θεό, σαν αλήθεια και αγαθό, που είναι λεγμένος μέσα στην τάση της ψυχής και με τον Οποίο ο άνθρωπος τελειοποιείται. Η ψυχή είναι εκκλησία με το δυναμισμό της προς το Θεό και με την συνάντηση μ' Εκείνον μέσα στον ιερατικό χώρο (ιερό βήμα) ή, ακόμα καλύτερα, επάνω στο θυσιαστήριο της (νους).
(13). Αυτή η πλήρης σχέση περιέχει μέσα της ένα συγκεντρωμένο σύνολο τρόπων, με τους οποίους βιώνεται η ένωση με το Θεό, ή η θέωση. Μα όλοι αυτοί οι τρόποι χαρακτηρίζονται από τη διπλή όψη τους της νόησης και της πείρας, της βιωματικής νόησης ή της νοούσας ζωής. Γιατί μια νόηση, που δεν είναι και ένας τρόπος ζωής, δεν είναι νόηση, γνώση πλήρης. Κάθε τρόπος (βαθμός) που δέχεται ένα όνομα περιέχει αυτό το διπλό χαρακτήρα, αλλά έχει και ένα δικό του σύνολο . Όλο αυτό το συγκεντρωμένο σύνολο που κατανοεί το άπειρο κι απλό θείο σύνολο και είναι ταυτόχρονα μια εμπειρία της θέωσης, μπορεί να ονομασθή θεία γνώση χωρίς πλάνη, όσο περιέχει ολόκληρη τη γνώση του Θεού -την προσιτή στους ανθρώπους- ταυτόχρονα με τις αρετές· είναι γνώση, καθόσο πλησιάζει με τρόπο αυθεντικό την αλήθεια και περιέχει τη διαρκή εμπειρία της· έχει ονομασθή επίσης αγάπη, καθόσο κάνει ολόκληρο τον άνθρωπο να μετέχη ενεργητικά στην πλήρη γλυκύτητα του Θεού. Αυτή η κορυφαία, σύνθετη και ταυτόχρονα ενιαία κατάσταση στην οποία καταλήγει η ψυχή, μπορεί επίσης να ονομασθή ειρήνη, καθόσο κάνει εκείνους, που έγιναν άξιοί της, να ζήσουν μια κατάσταση που ζη και ο Θεός.
(14). Εξηγώντας αυτό το χαρακτηριστικό σημείο της ειρήνης, ο άγιος Μάξιμος βλέπει ενωμένα παραδοξικά, αλλά ορθά, μέσα σ' αυτή την ειρήνη, την ακινησία και τη χαρά. Υπάρχουν και τα δύο μέσα στο Θεό και, γι' αυτό, και σ' αυτόν που μετέχει στο Θεό. Είναι η ακινησία και η χαρά μιας κατάστασης χωρίς ταραχή, αλλά γεμάτης από ζωή. Ο Θεός δεν ταράσσεται από τίποτα, γιατί όλα είναι πέρα απ'αυτόν και, κατά συνέπεια, δεν έχουν καμμιά δύναμη επάνω του. Ο άνθρωπος που μετέχει στην ειρήνη του Θεού ούτε αυτός ταράσσεται από κάτι, γιατί, με το να είναι μέσα στο Θεό, είναι επίσης πέρα από κάθε τι και η φύση του δεν προσφέρει έδαφος για την αύξηση των αγκαθιών που είναι οιι μέριμνες, οι απολαύσεις και όλες οι αλγεινές και αμαρτωλές κινήσεις. Ο άγιος Μάξιμος καθορίζει με την ευκαιρία αυτή, ότι η κακία, η άγνοια, το ψέμα, η υποκρισία είναι κακά αντίθετα στη φύση, γιατί είναι αντίθετα στη γνώση και την αρετή, δηλαδή στην αλήθεια και το αγαθό, με τα οποία τελειοποιείται ο άνθρωπος. Γι' αυτό ο άγιος Μάξιμος τονίζει εκ νέου τον εσωτερικό οντολογικό δεσμό ανάμεσα στην ανθρώπινη φύση και το Θεό, σαν αλήθεια και αγαθό τέλειο, προς τα οποία τείνει η ανθρώπινη φύση. Αλλά η φύση μας φτάνει σε ειρήνη με το Θεό, γιατί έχει αφήσει πίσω όλο εκείνο, που είναι έξω από το Θεό· γιατί έχει ξεπεράσει στη γνώση και την αρετή, δηλαδή την αλήθεια και το αγαθό, τα γνωστά σε μας και περιωρισμένα. Η φύση μας αναπαύεται τώρα στο μυστικό κόλπο του Θεού, που είναι πέρα από την αλήθεια και το αγαθό, όπου δεν φτάνει τίποτα απ' όσα μπορούν να την ταράξουν. Σ' αυτό το μυστικό, εσώτερο κόλπο, πραγματοποιείται το μυστήριο της ένωσης, πέρα από το νου και τις λέξεις, μυστήριο, με το οποίο ο Θεό γίνεται ένα σώμα και ένα πνεύμα με τη ψυχή, κι Εκκλησία κι η ψυχή, ένα σώμα κι ένα πνεύμα με το Θεό. Το ανείπωτο (αποφατικό) αυτό ξεπέρασμα δεν είναι μόνο ένα ξεπέρασμα της σκέψης, αλλά ένα ξεπέρασμα κάθε τρόπου οικείου στο είναι της ψυχής σε ό,τι είναι πέρ' απ' αυτή. Έτσι μόνο πραγματοποιείται η εκκλησία της ψυχής και η Εκκλησία η ίδια. Όλη η «Μυσταγωγία» του αγίου Μαξίμου έχει σαν αντικείμενο την περιγραφή της ένωσης αυτής της ψυχής και του κόσμου, σαν Εκκλησίας, με το Θεό, με την ανείπωτη (αποφατική) αυτή ανύψωσή του μέσα στην εσωτερικότητα του Θεού.
(15). Αλλά μόλις η ψυχή γίνη ενιαία και συγκεντρωθή μέσα στο Θεό, έχει κι ο λόγος της έιτίσης ξεπεράσει τη λειτουργία να διακρίνη και να διαιρή, με τη σκέψη, την ψυχή σε πολλούς λόγους, γιατί αυτός ο λόγος, με την ιδιότητα του της κεφαλής της ψυχής, έχει στεφανωθή με τον πρώτο και μοναδικό Λόγο και Θεό, μέσα στον οποίο υφίστανται ενιαία όλοι οι λόγοι των πραγμάτων μέσα σε μια ακατανόητη απλότητα, όπως μέσα στο Δημιουργό όλων. Ο λόγος έκανε ως τώρα διάκριση των λόγων της ψυχής, γιατί, με την επαφή με το λόγο κάθε γνωστού πράγματος, γινόταν φανερός ένας άλλος λόγος της ψυχής. Τώρα η ψυχή, μαζεμένη μέσα στο Θεό, βλέπει όλους τους λόγους μέσα σε μιαν απλότητα ακατανόητη και, γι' αυτό, ούτε οι λόγοι των πραγμάτων, ούτε οι αντίστοιχοι λόγοι της ψυχής έρχονται πια σε προφάνεια, σαν λόγοι χωρισμένοι. Με λόγο που δε χωρίζεται πια, η ψυχή βλέπει τους λόγους όλων των πραγμάτων σαν ένα όλο. Γιατί η ψυχή τους βλέπει μέσα στο Λόγο, του οποίου είναι μέρος και μέσα στον οποίο υφίστανται και ο οποίος είναι άπειρα πιο πλούσιος απ' ό,τι όλοι οι λόγοι. Ο λόγος της ψυχής βλέπει τώρα τον ίδιο το Λόγο των λόγων μέσα στην ανερμήνευτη απεραντοσύνη του και εξαιτίας αυτού δε διακρίνει πια τους λόγους που περιέχονται σ' αυτόν και δεν τους διατυπώνει μέσα σε ορισμούς περιωρισμένους. Κυριολεκτικά η ψυχή δε βλέπει πια με κομματιασμένο λόγο τον εαυτό της, αλλά η ίδια η ψυχή, συγκεντρωμένη ολοκληρωτικά προς το Λόγο, μέσα στον οποίο είναι μαζεμένοι όλοι οι λόγοι και ο οποίος είναι ολόκληρος μέσα στην ψυχή, ολόκληρη, θα γνωρίση με μια απλή ενόραση τους λόγους και τις αιτίες των πραγμάτων. Γιατί ο λόγος του ανθρώπου είχε παρασυρθή σ' ενέργειες διάκρισης και διαίρεσης, μόνο επειδή δεν ήταν ενωμένος με το Λόγο Θεό και γιατί εγνώριζε τους λόγους μέσα στην κατάσταση της διαίρεσης έξω από το Θεό. Είχε, ωστόσο, οδηγηθή μς τους κομματιασμένους λόγους του, μ' ένα τρόπο σωτηριώδη και αρμονικό, προς τον Λόγο-Θεό, τον Δημιουργό και περιέχοντα όλους του ςλόγους και τις αιτίες. Ο λόγος που χωρίζει ξαναέρχεται, για να πω έτσι, μέσα στο νου, που τα εννοεί όλα με τρόπο ενιαίο ή ακόμη με τρόπο πέρα από την έννοια, έτσι όπως ο Υιός ή ο θείος Λόγος επανέρχεται μέσα στον Πατέρα, μετά την ανακεφαλαίωση όλων μέσα σ' Αυτόν, για να είναι ο Πατέρας «το παν εν πασι», όπως λέγει ο Απόστολος.
Το μυστήριο δεν είναι αντίθετο στους λόγους των πραγμάτων, ούτε στο λόγο της ψυχής, που τους κατανοεί. Να γιατί θα μπορούσε κανείς να συνοψίση τη θέα του αγίου Μαξίμου σαν θέα λόγων που προέρχονται από το θειο Λόγο κι επιστρέφουν σ' Αυτόν μέσα σε μια ενότητα πέρα από κάθε κατανόηση. Το μυστήριο είναι ο κόλπος των λόγων. Οι λόγοι των πραγμάτων ξεκινούν από τον κόλπο του μυστηρίου και μπορούν να ιδωθούν μέσα σ' αυτό τον κόλπο από ένα λόγο που έγινε ώριμος.Ο λόγος κάθε πράγματος βρίσκεται μέσα στο περιβάλλον του ανερμήνευτου μυστηρίου απ' όπου ξεκινά. Κι ο λόγος της ψυχής νιώθει τον εαυτό του να εξέρχεται από ένα ανερμήνευτο βάθος ενόρασης ακέριου του μυστηρίου της πραγματικότητας. Το μυστήριο, επειδή περιέχει αμέτρητο πλήθος από λόγους ή νοήματα, ενωμένα μ' ένα τρόπο χωρίς διακρίσεις, έχει κι αυτό επίσης ένα νόημα, ένα λόγο ενιαίο. Κι ο δικός μας λόγος το συλλαμβάνει, αλλά δεν μπορεί να το εξάντληση ούτε σ' ένα ορισμό, ούτε σ' ένα άπειρο πλήθος από ορισμούς. Η διαφορά ανάμεσα στο μυστήριο και στο λόγο είναι ότι ο λόγος μπορεί να ορισθή, ενώ το μυστήριο δεν μπορεί, γιατί το μυστήριο περιέχει ένα άπειρο πλήθος από λόγους. Ακόμη κι αν αυτό το πλήθος έχει συλληφθή μέσα στην ενότητα του, αφού ο λόγος μας έγινε κι αυτός ένα με τη συγκέντρωση όλων των λειτουργιών του που από μόνες τους τείνουν να χωρίζουν. Μπορεί κανείς να πη ακόμα ότι ο λόγος ενός μονάχα πράγματος δεν μπορεί να ορισθή στο σύνολο του, γιατί δεν μπορεί να χωρισθή από τους άλλους λόγους. Δεν μπορεί κανείς να ορίση ολικά το αίσθημα ενός τραγουδιού, όταν τραγουδιέται από ένα πρόσωπο ή από ένα άλλο. Κάθε φορά παριστάνει ένα διαφορετικό πλήθος νοημάτων, κι ό,τι εκφράζει δεν είναι αισθήματα μόνο, αλλά νοήματα. Τα αισθήματα εκφράζουν το αόριστο του νοήματος. Μα αυτός που ακούει το τραγούδι, συλλαμβάνει με κάποιο τρόπο το πολλαπλό αυτό νόημα. Συλλαμβάνει κανείς το νόημα (το λόγο) κάθε πραγματικότητας, αλλά δεν μπορεί να το εξαντλήση μέσα σ' ένα ορισμό. Θα έπρεπε ίσως να διατηρούμε σαν αληθινό και πρώτο νόημα του λόγου μιας πραγματικότητας, το νόημα που έχει μ' αυτόν τον τρόπο συλληφθή, και να θεωρούμε το καθωρισμένο νόημα σαν λόγο δεύτερης τάξης ή σαν υποπροϊόν του λόγου ή ακόμα και σαν εντελώς άκυρο.
(16). Η προοδευτική συγκέντρωση και η ενοποίηση της ψυχής μέσα στο Θεό, η ένωσή της με το Θεό με τα πέντε ζεύγη των βαθμών, δείχνει την ψυχή σαν εικόνα της αγίας Εκκλησίας του Θεού. Οι βαθμοί που προέρχονται από το νου παριστάνουν τον αγιασμένο, ιερατικό χώρο (ιερό βήμα). Κι αυτοί που κατάγονται από το λόγο ή προέρχονται απ' αυτόν με διάκριση και χώρισμα αποτελούν το ναό. Εκείνος που προσάγει όλα στο Θεό, σαν επάνω στο θυσιαστήριο, κάμνει την ψυχή του Εκκλησία του Θεού. Ίσως γι' αυτή την Εκκλησία και σαν σύμβολο της μας έχει δοθή η χειροποίητη εκκλησία, για να μας οδηγήση στον Υψιστο με την ποικιλία των πράξεων που έκτε λοϋνται μέσα σ' αυτήν. Έτσι όπως το Θυσιαστήριο, από το οποίο όλα ανυψώνονται προς το Θεό, αποτελεί τέλειο μέρος της Εκκλησίας, όμοια η ανύψωση όλων των περιεχομένων της ψυχής, με το άνοιγμα του νου προς το Θεό, παριστάνει την ανυψωτική φυσική δυναμικότητα της ψυχής. Η θεώρηση της ψυχής, σαν μιας πραγματικότητας σχηματισμένης καθ' εαυτήν, είναι εξ ίσου αδύνατη, όπως η θεώρηση τοΰ οικοδομήματος της Εκκλησίας, σαν πραγματικότητας καθ' εαυτήν και γι' αυτήν. Ο Θεός είναι το κέντρο και ο τέλειος σκοπός, ο αόρατος, αλλά βιωμένος από την Εκκλησία και την ψυχή.
Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Μυσταγωγία, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1973, σελ. 132- 159
Μετάφραση Ιγνατίου Σακαλή, Σχόλια Δημητρίου Στανιλοάε
Μετάφραση Ιγνατίου Σακαλή, Σχόλια Δημητρίου Στανιλοάε