Στίς ὑψηλότερες βαθμίδες τῆς Κλίμακος τοποθετεῖται ἡ προσευχή, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ὡς «δικαστήριον καὶ κριτήριον καὶ βῆμα Κυρίου, πρὸ τοῦ μέλλοντος βήματος», (1) γιατί εἶναι ὁ καθρέπτης τῆς πνευματικῆς καταστάσεως. (2) Ἡ προσευχή εἶναι ὅπλο κατά τῶν παθῶν καί μάστιγα κατά τῶν δαιμόνων, πού τούς καίει σάν φωτιά καί τούς ἀπομακρύνει, διότι δέν θέλουν νά βλέπουν τούς ἀγωνιστές νά στεφανώνονται πολεμώντας ἐναντίον τους μέ τήν προσευχή. (3) Εἶναι συνομιλία μέ τόν Θεό, γι᾿ αὐτό καί ἀπαιτεῖται ἡ κατάλληλη προετοιμασία. (4) Τό «λῆμμα τῆς ἀμνησικακίας» εἶναι τό ἔδυμα πού ἁρμόζει στήν παράσταση ἐνώπιον τοῦ Βασιλέως Θεοῦ. (5) Ἡ ταπεινή, ἀπαρρησίαστη προσευχή (6) εἶναι ἀναγκαία ἀκόμη καί γιά τούς κεκαθαρμένους, πού ἀνέβηκαν ὅλη τήν κλίμακα τῶν ἀρετῶν. (7) Ἡ εὐχαριστία νά εἶναι τό πρῶτο στόν κατάλογο τῆς δεήσεώς μας, δεύτερο ἡ συντριβή καί ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί τελευταῖα τά αἰτήματά μας. (8) Ἡ πολυλογία δέν εἶναι πλεονέκτημα στήν προσευχή, οἱ δέ αἰσθητές εἰκόνες καί ἡ φαντασία ἐνέχουν τόν κίνδυνο τῆς πλάνης καί τῆς παραφροσύνης. (9) Λίγα, ἁπλᾶ καί ἀνεπιτήδευτα λόγια, ἱκετευτική στάση τοῦ σώματος, (10)καθαρότητα λογισμῶν, (11) συγκέντρωση τοῦ νοῦ, (12) πολλή συναίσθηση, (13) δάκρυα, ἀνδρεία, (14) εὐσπλαγχνία, (15) μακροθυμία καί πένθος (16) συνιστοῦν τήν εὐάρεστη καί καρποφόρα προσευχή. Στούς ὑποτακτικούς χαρίζεται ἡ προσευχή ὡς ἀνταμοιβή τῆς ταπεινῆς ὑπακοῆς. (17)
Στόν πνευματικό πόλεμο συμβαίνουν συχνά καί ἦττες. Τό ἄπτωτο εἶναι ἴδιο τῶν ἀγγέλων. Οἱ ἄνθρωποι πέφτουν, ἀλλά ἔχουν τήν δυνατότητα νά σηκώνονται, ἐνῶ οἱ δαίμονες, ἀφοῦ ἔπεσαν μιά φορά, δέν ὑπάρχει πλέον ἐλπίδα νά σηκωθοῦν. (18) Οἱ πτώσεις συμβαίνουν εἴτε ἀπό ἀμέλεια, εἴτε ἀπό σκόπιμη παιδαγωγική ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ, εἴτε ἀπό ἀποστροφή τοῦ Θεοῦ. Στή δεύτερη περίπτωση ἡ ἐπανόρθωση εἶναι σύντομη, διότι ὁ Θεός δέν μᾶς ἀφήνει ἐπί πολύ σ᾿ αὐτές. (19)
Γιά τήν ἀποφυγή τών πτώσεων συνιστᾶται ἡ προσοχή στά αἴτια καί ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τούς τόπους, ὅπου ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος πτώσεως. «Ἀπόφευγε ὡς ἀπὸ μάστιγος», συμβουλεύει ὁ Ἅγιος «τοὺς τῶν πτωμάτων τόπους· καρποῦ γὰρ μὴ παρόντος, οὐ συχνῶς ὀρεγόμεθα». (20) Διακρίνει δέ διαφορετικές αἰτίες πτώσεων σέ κάθε πνευματικό ἐπίπεδο. Στούς ἀρχαρίους συνήθως συμβαίνουν ἀπό τήν ἀπόλαυση τῶν φαγητῶν. Στούς μεσαίους ἀπό τήν ὑπερηφάνεια, πρᾶγμα πού παρατηρεῖται καί στούς ἀρχαρίους, καί σέ ὅσους δέν ἀπέχουν πολύ ἀπό τήν τελειότητα ἀπό τήν κατάκριση. (21)
Ἡ ἐπανόρθωση τῶν πτώσεων γίνεται μέ τήν ἄμεση ἐξαγόρευση καί ἐξομολόγηση, διότι τό πρόσφατο καί ζεστό τραῦμα θεραπεύεται χωρίς μεγάλο κόπο. Μέ τήν ἀπόκρυψη τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν καί τῶν πτώσεων τά τραύματα χρονίζουν καί χρειάζεται χειρουργική ἐπέμβαση γιά τή θεραπεία τους. (22)
Τίς πτώσεις συνήθως ἀκολουθεῖ ἡ λύπη. Ὁ διάβολος ἐπιτείνει τήν κατάσταση αὐτή καί σπρώχνει τόν ἀγωνιστή στήν ἀπελπισία, ἐνθυμίζοντάς του τήν παρρησία πού εἶχε ἡ προσευχή του πρίν ἀπό τήν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτό συνιστᾶ θάρρος, ὅταν συμβῆ πτώση, καί πόλεμο κυρίως κατά τῆς λύπης. (23) Διότι ὁ χαλεπός δαίμονας τῆς ἀπογνώσεως μπορεῖ νά ὁδηγήση σέ τελεία ἐγκατάλειψη τοῦ ἀγῶνος, πρᾶγμα πού σημαίνει ἀπώλεια ὅλων τῶν προηγουμένων κόπων καί ἐπιστροφή τῶν φιλεπιστρόφων παθῶν μέ μεγαλύτερη δριμύτητα. Ἐκπλήσσει κάπως ἡ συγκαταβατικότητα τοῦ Ἁγίου, πού ἐνῶ εἶναι αὐστηρός ἀσκητής καί σέ μεγάλα μέτρα, ὄχι μόνο δέν ἀποκαρδιώνει, ἀλλά ἐνθαρρύνει ἀκόμη κι αὐτούς πού ὑποκύπτουν καθημερινά σέ κάποιο πάθος. «Μὴ θαμβηθῆς», λέγει, «καθ᾿ ἡμέραν πίπτων· ἀλλὰ στῆθι ἀνδρείως». Κι ὁ ἄγγελός σου, συνεχίζει, θά εὐλαβηθῆ τήν ὑπομονή σου. (24) Ὅποιος δέν ἀποκάμνει καί συνεχίζει νά ἀγωνίζεται καί μετά τίς τυχόν πτώσεις θά δοξασθῆ ἀπό τούς Ἀγγέλους ὡς πολεμιστής. (25)
Ὁ Ἅγιος δέν θεωρεῖ ἀσήμαντες καί τίς μικρές πτώσεις καί παραλείψεις τῶν καθημερινῶν μας καθηκόντων. Συνιστᾶ τήν προσοχή καί στίς λεπτομέρειες τῆς πνευματικῆς ζωῆς, γιά τήν ἄμεση διόρθωση καί τῶν παραμικρῶν σφαλμάτων (26) καί περιφρόνηση τοῦ δαίμονα πού ὑποβάλλει τήν ἀναβολή τοῦ κανόνος γιά τή ἑπομένη ἡμέρα. (27)
Στήν ἀνάβαση τῆς κλίμακος τῶν ἀρετῶν ὁ Κύριος μᾶς στέλνει, μαζί μέ τούς πνευματικούς ὁδηγούς, καί τούς Ἀγγέλους ὡς χειραγωγούς. (28) Ἀλλά, ἐνῶ οἱ Ἄγγελοι συμμαχοῦν μαζί μας καί διευκολύνουν τήν ἀνάβασή μας, ἡ παχύτητα τοῦ σώματος, ὁ παλαιός ἑαυτός μας καί ὁ διάβολος, ὁ προαιώνιος ἐχθρός τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μᾶς ἕλκουν πρός τά κάτω. Γιά τόν διαρκῆ, πονηρό καί λυσσαλέο πόλεμο τοῦ διαβόλου κατά τῶν ἀθλητῶν τοῦ καλοῦ ἀγῶνος γίνονται πολύ συχνές ἀναφορές στήν Κλίμακα. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, πού, φθάνοντας στήν μακαρία ἀπάθεια, γνώρισε ἀπό τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «τάς μηχανὰς» (29) καί ξεσκέπασε τίς ἀθλιότητες τῶν δαιμόνων (30) καί «ἐλογίσθη ὡς ἀθύρματα» τίς πανουργίες τους, (31) ἀναδεικνύεται ἀπαράμιλλος ὁδηγός γιά τήν ἐκφυγή ἀπό τίς πονηρές παγίδες του. «Πονηροὺς ἀληθῶς καὶ χαλεπούς», λέγει, «δολίους, πανούργους, δυνατοὺς καὶ ἀΰπνους, ἀοράτους, ἀΰλους ἐχθροὺς ἔχομεν· μετὰ χεῖρας πῦρ κατέχοντας, καὶ τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ ἐμπρῆσαι ἐπιθυμοῦντας διὰ τῆς φλογὸς τῆς ἐν αὐτοῖς». (32)
Ὁ διάβολος, ἀσφαλῶς, εἶναι ἀδύνατος καί μόνο τά πάθη μας τοῦ δίνουν δικαιώματα ἐπάνω μας, ἀλλά δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγη ὅτι τό μένος του ἐναντίον τῶν ἀγωνιζομένων εἶναι φοβερό καί μετέρχεται κάθε εἴδους πονηρά τεχνάσματα γιά νά ὁδηγήση ψυχές στήν ἀπώλεια. Γι᾿ αὐτό χρειάζεται ἄγρυπνη προσοχή, προσευχή καί ταπείνωση γιά νά διαπεράσουμε ἀβλαβῶς τίς παγίδες του.
Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ παρατήρηση τοῦ Ἁγίου ὅτι οἱ δαίμονες, ὅπως ἀκριβῶς καί στόν αἰσθητό πόλεμο, καθώς εἶναι παρατεταγμένοι ἐναντίον μας, ἔχει ὁ καθένας ὡρισμένη εἰδικότητα καί ἐργασία. (33) Ἔτσι βλέπουμε νά κάνει λόγο γιά τόν δαίμονα τῆς ἀκηδίας, τόν δαίμονα τῆς ὑπερηφανείας, τῆς γαστριμαργίας κ.ο.κ. «Ἔστι δαίμων», ἀναφέρει στόν λόγο περί διακρίσεως, «ἐπὰν ἐν τῇ κλίνῃ ἀναπέσωμεν, πρὸς ἡμᾶς παραγενόμενος καὶ πονηραῖς τε καὶ ρυπαραῖς κατατοξεύων ἐνθυμήσεσι». (34) «Ἔστι πνευμάτων πρόδρομος καλούμενος, ἐξ ὕπνου ἡμᾶς εὐθέως δεχόμενος καὶ τὴν πρωτόνοιαν ἡμῶν καταμολύνων. Δίδου σῆς ἡμέρας ἀπαρχὰς τῷ Κυρίῳ· τοῦ γὰρ προλαβόντος ἔσται». (35)
Σέ τρεῖς κυρίως λόγους ὀφείλεται κάθε πόλεμος τοῦ διαβόλου ἐναντίον τῶν ἀγωνιστῶν, ἤ στήν ἀμέλεια ἤ στήν ὑπερηφάνεια ἤ στό φθόνο του. Ὁ πρῶτος εἶναι ἐλεεινός, ὁ δεύτερος πανάθλιος καί ὁ τρίτος μακάριος. (36) Ἡ φιληδονία, ἐπίσης, θεωρεῖται ὡς μία ἄλλη πανάθλια αἰτία τοῦ δαιμονικοῦ πολέμου. (37)
Σέ ὅλες τίς κατά Θεόν προσπάθειές μας οἱ δαίμονες μᾶς σκάπτουν ὕπουλα τρεῖς λάκκους. Πρῶτα ἀγωνίζονται νά μᾶς ἐμποδίσουν νά πράξουμε τό καλό. Ἄν ἀποτύχουν σ᾿ αὐτό, τότε ἀγωνίζονται νά νοθεύσουν τό ἀγαθό, ὥστε νά μή γίνη κατά τρόπο θεάρεστο. Ὅταν δέ δέν ἐπιτύχουν καί αὐτό τό στόχο, τότε πλησιάζουν τήν ψυχή καί τῆς ψιθυρίζουν ὅτι μέ τά ἔργα της εὐαρεστεῖ στόν Θεό, γιά νά τήν ρίξουν στήν ὑπερηφάνεια. Ὁ τρόπος ἀντιμετωπίσεως τῶν πειρασμῶν αὐτῶν εἶναι: Στήν πρώτη περίπτωση ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, στή δεύτερη ἡ ὑποταγή καί ἡ ἐξουθένωση καί στήν τρίτη ἡ διαρκής αὐτομεμψία. (38) Ἄλλο εἶδος πολέμου, μέ τόν ὁποῖο θέλουν νά μολύνουν ὅσους δέν ὑποκύπτουν στόν πειρασμό τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ὁ πειρασμός τῆς κατακρίσεως τῶν ἁμαρτανόντων. (39)
Πολλές φορές οἱ δαίμονες καί τά πάθη ὑποχωροῦν γιά ὡρισμένο διάστημα ἤ καί γιά πάντα. Κι αὐτό συμβαίνει γιά τίς ἑξῆς αἰτίες: Ἡ πρώτη καί εὐκταία περίπτωση εἶναι ὅταν φθάση ὁ ἀγωνιστής στήν ἐσωτερική κάθαρση. Ἀλλά καί τότε χρειάζεται προσοχή, μήπως μέ τήν ραθυμία ἐπιστρέψουν ξανά τά πάθη στήν ψυχή του. Ἡ δεύτερη αἰτία εἶναι ὁ πονηρός σκοπός τοῦ διαβόλου νά μᾶς ρίξη στήν ἀμεριμνησία καί ἔπειτα νά μᾶς ἐπιτεθῆ μέ μεγαλύτερη σφοδρότητα καί νά μᾶς αἰχμαλωτίση. Ἡ τρίτη καί πλέον ὀλέθρια αἰτία εἶναι ἡ ἑκούσια παράδοση τῆς ψυχῆς στά πάθη, ὁπότε γίνεται ἡ ἴδια πολέμιος τοῦ ἑαυτοῦ της καί εἶναι περιττός ὁ πόλεμος τοῦ διαβόλου. (40) Τήν ἐπί μικρό διάστημα ὑποχώρηση τοῦ διαβόλου θεωρεῖ πολύ ὕπουλη ὁ Ἅγιος, διότι συνήθως ρίχνει στήν ἀμέλεια τήν ψυχή, μέ ἀποτέλεσμα νά θεωρῆ ὡς μικρά τά μεγάλα πάθη καί νά κινδυνεύη νά πέση σέ ἀθεράπευτη ἀσθένεια. (41) Ὑπάρχουν, ὅμως, καί περιπτώσεις, λέγει, κατά τίς ὁποῖες οἱ πονηροί καί φθονεροί δαίμονες, ἐπειδή γνωρίζουν ὅτι δέν θά νικήσουν τούς τελείους στήν ἀρετή, παραιτοῦνται ἀπό τόν ἐναντίον τους πόλεμο, γιά νά μήν τούς προξενήσουν στεφάνους. (42)
Ὑποστηρίζουν πολλοί ὅτι οἱ δαίμονες ἐναντιώνονται μεταξύ τους. π.χ. φαίνεται σέ ὡρισμένες περιπτώσεις ὁ δαίμονας τῆς κενοδοξίας νά διώχνη τόν δαίμονα τῆς γαστριμαργίας. «Ἐγώ δὲ ἔγνωκα», λέγει ὁ Ἅγιος «πάντας τὴν ἡμῶν ζητοῦντας ἀπώλειαν», (43) καί ὅπως εἶναι φανερό μᾶλλον συνεργάζονται στόν ἀνίερο αὐτό σκοπό, ἀφοῦ ὁ ἕνας ἀνοίγει δρόμο στόν ἄλλο. Ὁ δαίμονας τῆς ἀκηδίας π.χ. προξενεῖ χαύνωση στόν ἀσκητή κι ἔτσι πιό εὔκολα τόν μολύνει ὁ δαίμονας τῆς πορνείας μέ ἀπρεπεῖς φαντασίες. (44)
Ἴδιον τοῦ διαβόλου εἶναι καί ἡ ὑποκρισία, τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ συχνά στόν πόλεμο κατά τῶν ἀγωνιζομένων. «Ἔστι δαίμων φιλαργυρίας πολλάκις ὑποκρινόμενος τὴν ταπείνωσιν», συνιστᾶ δηλ. νά μήν ἐλεοῦμε, δῆθεν, γιά νά μήν πέσουμε στήν κενοδοξία, «καὶ ἔστι δαίμων κενοδοξίας πρὸς ἐλεημοσύνην προτρεπόμενος· ὥσπερ καὶ φιληδονίας». Δηλαδή γιά νά μᾶς σπρώξη στήν κενοδοξία ἤ καί γιά ἰδιοτελεῖς σκοπούς ἁμαρτίας, μᾶς συμβουλεύει νά ἐλεοῦμε. Ἐδῶ συνιστᾶται ἡ προσοχή καί ἡ ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς μας καταστάσεως. Ἐάν ἡ ψυχή εἶναι καθαρή ἀπό αὐτά τά πάθη ἄς ἀσκῆ τήν ἐλεημοσύνη σέ κάθε περίσταση. «Ἐὰν τοίνυν ἀμφοτέρων καθαρεύσωμεν, ἐν παντὶ τόπῳ ἐλεεῖν μὴ παυσώμεθα». (45)
Στήν ἀρχή τῆς ἀποταγῆς ὁ διάβολος μάχεται τούς ἀγωνιστές μέ τήν ἐνθύμηση τῶν συγγενῶν, γιά νά τούς ἀναγκάση νά ἐπιστρέψουν στόν κόσμο. Τούς θορυβεῖ μέ ὄνειρα ὅτι οἱ οἰκεῖοι θρηνοῦν καί ὑποφέρουν γιά τήν ἀναχώρησή τους ἤ ὅτι συμβαίνουν σ᾿ αὐτούς δοκιμασίες καί χρειάζονται τή βοήθειά τους. (46) Ἄλλο τέχνασμα γιά νά ξαναφέρουν τούς Μοναχούς στόν κόσμο εἶναι ὁ λογισμός ὅτι ἡ ἔρημος τούς ἀποστερεῖ τήν δυνατότητα τῆς ἐλεημοσύνης. Ἔτσι, μέ μιά νόθο ταπείνωση, ἐλεεινολογοῦν τόν ἑαυτό τους καί μακαρίζουν τούς κοσμικούς ὡς ἐλεήμονες καί εὔσπλαγχνους. Τόν πειρασμό αὐτό συνιστᾶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης στόν ἀγωνιστή νά τόν ἀποκρούη μέ τήν προτροπή τοῦ Κυρίου πρός τόν πλούσιο νεανίσκο «πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». (47)
Ὁ διάβολος ἀντιμάχεται ὕπουλα τό ἔργο τῆς σωτηρίας μας, μέ ἀόρατα δίχτυα καί κρυφές παγίδες. «Ὁ ἀνυπονόητος κλέπτης » (48) παραμονεύει νά συλήση ὅ,τι ἀγαθό ἔχει ἀποκτήσει ὁ καλός ἀγωνιστής μέ κόπους καί θυσίες. Ἡ συνοίκηση τοῦ ἀγωνιστοῦ μέ ἀνθρώπους ραθύμους καί ὀκνηρούς περί τά πνευματικά (49) εἶναι μιά ἀπό τίς διαβολικές πλεκτάνες, γιά νά μειώση τήν προθυμία του, ὅπως, ἐπίσης, καί ὁ ζῆλος γιά τή σωτηρία τῶν ἄλλων, (50) μέ τόν ὁποῖο προσπαθεῖ νά φέρη καί πάλι στόν κόσμο τόν Μοναχό καί νά τόν ἐμπλέξη σέ μεγάλους πειρασμούς. Ὁ Χριστός, ὅμως, δέν ζητεῖ ἀπό τόν καθένα ἔργο ἱεραποστολικό καί κηρυκτικό. Τό χρέος ὅλων εἶναι νά σώσουμε τούς ἑαυτούς μας. (51)
Ἡ ἐμπιστοσύνη στίς ἀνθρώπινες δυνάμεις δίνει συχνά τόπο στόν διάβολο, ὁ ὁποῖος ὑποβάλλει τόν ὑπερήφανο λογισμό νά δοκιμάση ὁ ἀγωνιστής τήν πνευματική του ἀντοχή μέσα στόν κόσμο, ὅπου ἡ ἀναμέτρηση μέ τούς πειρασμούς καί ἡ βέβαιη νίκη, κατά τήν ἀπατηλή γνώμη του, θά τοῦ ἐξασφαλίσουν περισσότερο μισθό. (52)
Σέ πολλούς πού ρέπουν πρός τήν κενοδοξία παίζουν φοβερά παιγνίδια οἱ δαίμονες καί τούς ἀπατοῦν μέ ὄνειρα γιά νά ἐπιδεινώσουν τήν πνευματική τους ἀσθένεια. Σάν πανοῦργοι, συμπεραίνουν, σέ ὡρισμένες περιπτώσεις, τά μέλλοντα, τά ὁποῖα καί προαναγγέλουν. Κι ὅταν αὐτά πραγματοποιηθοῦν, τότε, ἡ σκέψη ὅτι πλησιάζουν στό προορατικό χάρισμα τούς ὁδηγεῖ στήν ὑπερηφάνεια καί πολύ συχνά στήν πλάνη. (53) Πολλές φορές ὁ διάβολος φέρνει λογισμούς σέ κάποιον καί συγχρόνως τούς φανερώνει σέ ἄλλον, ὁ ὁποῖος καί τούς ἀποκαλύπτει στόν πειραζόμενο καί μακαρίζεται ὡς προορατικός. (54) Ἄλλοτε πάλι παρουσιάζεται σέ ὅραμα μέ σχῆμα Ἀγγέλου ἤ Ἁγίου καί ἀποκαλύπτει δῆθεν μυστήρια ἤ δίδει πνευματικά χαρίσματα, μέ ἀποτέλεσμα νά πλανηθῆ ὁ ἐμπαιζόμενος καί νά χάση τά λογικά του. (55) Ἀκόμη καί τήν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀποκαλύπτει σέ ὡρισμένους κενοδόξους, μόλις ἀρχίσουν τή μελέτη. Κι αὐτό γιά νά τούς ρίξη σέ αἱρέσεις καί βλάσφημες ἰδέες. Ἡ δαιμονική αὐτή πλεκτάνη ἀναγνωρίζεται ἀπό τήν ταραχή καί τήν εὐχαρίστηση, τήν «διακεχυμένην καί ἄσεμνον» πού φέρνει στήν ψυχή. (56) Τίς κενόδοξες ψυχές τίς πειράζει ἐνίοτε καί μέ ἐπιθυμίες ἀξιωμάτων, ὅπως ἡγουμενικοῦ ἤ ἐπισκοπικοῦ καί μέ τό ζῆλο τῆς διδασκαλίας, γιά νά σώσουν, δῆθεν, ψυχές στόν κόσμο. (57) Ἄλλη δαιμονική πλεκτάνη εἶναι ὁ λογισμός ὅτι ἄν φανερώση κανείς τίς ἀρετές καί τούς κόπους του θά γίνη πρόξενος ὠφελείας στούς ἄλλους. Ὅμως, ἐκεῖνο πού οἰκοδομεῖ εἶναι ἡ ταπεινή ἀπόκρυψη τῆς ἀρετῆς καί ὄχι ἡ ἐπίδειξη, πού μαρτυρεῖ ὑπερηφάνεια. (58) Τόν δαίμονα πού ὑποβάλλει αὐτούς τούς λογισμούς ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τόν ὀνομάζει «λικμήτορα», πού λιχνίζει καί καταστρέφει τίς ἀρετές.
Διαφορετικά πολεμοῦνται ἀπό τό διάβολο ὅσοι ζοῦν σέ Κοινόβιο, διαφορετικά οἱ Ἀναχωρητές. «Τοῖς ἐν ὑποταγῇ ὁ διάβολος ἀδυνάτων ἀρετῶν ἐπιθυμίαν ἐμβάλλει· ὁμοίως καὶ τοῖς ἐν ἡσυχίᾳ τὰ ἀνοίκεια ὑποτίθεται». (59) Ὑποβάλλει σέ ἀρχαρίους κοινοβιάτες τόν πόθο τῆς ἀναχωρητικῆς ζωῆς καί τόν ἄκαιρο ζῆλο νά κατορθώσουν ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποταγῆς τους αὐστηρή νηστεία, ἀρρέμβαστη προσευχή, τελεία ἀκενοδοξία, διαρκῆ μνήμη θανάτου, συνεχῆ κατάνυξη, ἀπόλυτη ἀοργησία, βαθειά σιωπή καί ἄλλες ἀρετές. (60) Ἔτσι Μοναχοί ὑπήκοοι, εὐκατάνυκτοι, προσηνεῖς, ἐγκρατεῖς καί κατά πάντα σπουδαῖοι παρασύρθηκαν στήν ἔρημο, ὅπου, χωρίς πνευματικό ὁδηγό, ἐκινδύνευσαν μέ πνευματικό θάνατο. (61)Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι οἱ ὑποτακτικοί δέν μποροῦν νά φθάσουν σέ μεγάλα μέτρα, ἀλλά τούς παρακινεῖ ὁ διάβολος νά τά ἐπιχειρήσουν πρίν ἀπό τήν ὥρα τους, γιά νά μήν τά ἐπιτύχουν ἀφοῦ, ἐγκαταλείποντας τήν ὑπακοή τους, διατρέχουν τόν κίνδυνο τῆς ἀπωλείας ὅταν ἔλθη ὁ κατάλληλος καιρός. Στούς ὑποτακτικούς ἐπιτίθεται, ἐπίσης, σφοδρότατα μέ λογισμούς ἐναντίον τοῦ Γέροντος, γιά νά κλονίση τήν ἐμπιστοσύνη τους πρός αὐτόν. (62) Ἄλλοτε «πυκτεύει» νά τούς καταμολύνη μέ σαρκικούς λογισμούς, ἄλλοτε τούς προξενεῖ σκληροκαρδία, ξαφνική ὀργή καί πνευματική ξηρότητα κι ἄλλοτε τούς πειράζει μέ τή λαιμαργία καί τόν ὕπνο, γιά νά τούς πείση μέ ὅλα αὐτά ὅτι δέν ὠφελοῦνται στό Κοινόβιο καί νά τούς ἀπομακρύνη ἀπό τήν ὑπακοή. (63) Ὁ πόλεμος αὐτός γίνεται ἀκριβῶς σ᾿ ἐκείνους πού ἔχουν προκοπή καί εἶναι ἀπόδειξη τῆς εὐαρεστήσεώς τους στόν Θεό. «Γενέσθω ἡμῖν ἡ ἐκ τῶν τόπων πολεμουμένη ἀναχώρησις, τῆς ἡμετέρας εὐαρεστήσεως ἀπόδειξις· εἴπερ τὸ πολεμεῖσθαι σημεῖον τοῦ πολεμεῖν». (64) Διότι «τῶν οὐκ ἐνδεχομένων ἐστὶ τῷ ἑαυτοῦ θελήματι τὸν διάβολον ἀντιστῆναι· καὶ πειθέτωσάν σε οἱ ἐν ἀμελείᾳ ζῶντες, καὶ ἐν ἑνὶ ἡσυχαστηρίῳ κεκαρτερηκότες ἢ κοινοβίῳ». (65)
Κάθε ἀγωνιζόμενος, Μοναχός ἤ κοσμικός, ἐξεγείρει ἐναντίον του τούς δαίμονες. Ὅμως οἱ πολλοί πόλεμοι προξενοῦν καί πολλούς στεφάνους. «Ἄοκνος ψυχή, ἐξήγειρε καθ᾿ ἑαυτῆς δαίμονας· πληθυνθέντων δὲ πολέμων ἐπληθύνθησαν στέφανοι». (66)
Τούς ἡσυχαστές πάλι ὁ ἀπατεώνας πολεμεῖ μέ τήν ἐπιθυμία τῶν ἀρετῶν τῶν ὑποτακτικῶν, τῆς φιλοξενίας, τῆς ἀγάπης πρός τούς ἀδελφούς, τῆς διακονίας τῶν ἀσθενῶν κ.λπ., γιά τούς ὁδηγήση στήν ἀνυπομονησία καί στήν ἀποτυχία. (67)
Ὑπάρχουν ψυχές πού ἀσκοῦν μεγάλη βία στόν ἑαυτό τους καί ἐπιχειροῦν ἀγῶνες ὑπεράνω τῶν δυνάμεών τους ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό καί μέ ταπεινό φρόνημα. Συμβαίνει, ὅμως, καί ὑπερήφανες ψυχές νά παρακινοῦνται ἀπό τό διάβολο σέ ὑπερβολική ἄσκηση, ὥστε νά κουρασθοῦν ψυχικά καί νά ἐγκαταλείψουν τόν ἀγῶνα, χωρίς νά κατορθώσουν καί ὅσα εἶναι δυνατά σ᾿ αὐτούς. (68)
Ἰδιαίτερη προσοχή χρειάζεται καί νήψη ὅταν ἀσθενῆ τό σῶμα. Διότι τότε ἀτονοῦν οἱ σωματικές δυνάμεις καί δέν μπορεῖ ὁ ἀγωνιστής νά χρησιμοποιήση τά ὅπλα τῆς σωματικῆς κακοπαθείας, ὁπότε πολεμοῦν σκληρά οἱ δαίμονες νά κερδίσουν ἔδαφος στήν ψυχή. Στίς περιπτώσεις τῆς σωματικῆς ἀσθενείας τούς κοσμικούς τούς πολεμοῦν οἱ δαίμονες τοῦ θυμοῦ καί τῆς βλασφημίας, τούς Μοναχούς τῆς γαστριμαργίας καί τῆς πορνείας καί τούς Ἀναχωρητές τῆς ἀκηδίας καί τῆς ἀχαριστίας. (69) Ὁ διάβολος ἐκμεταλλεύεται ὅλες τίς περιστάσεις τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς γιά νά βλάψη. Στούς πειρασμούς καί στίς θλίψεις παλεύει νά μᾶς ἀπελπίση, νά μᾶς κάνη νά γογγύσουμε, νά κάνουμε ἤ νά ποῦμε κάτι ἄτοπο. Κι ἄν δέν τό καταφέρη, τότε μᾶς ὑποβάλλει ὑπερήφανη εὐχαριστία πρός τόν Θεό γιά τήν ὑπομονή πού μᾶς χάρισε στή θλίψη. (70)
Μεγάλη ἐπαγρύπνηση ἀπαιτεῖται, ἐπίσης, ἐάν ἐπισυμβῆ πτώση σέ κάποιο ἁμάρτημα, διότι ὁ διάβολος καραδοκεῖ νά φέρη τήν ψυχή σέ ἀπελπισία. Εἶναι φοβερή ἡ πανουργία του ἰδιαίτερα στό σημεῖο αὐτό. «Πρὸ μὲν τοῦ πτώματος φιλάνθρωπον· μετὰ δὲ τὸ πτῶμα ἀπότομον τὸν Θεὸν λέγουσιν οἱ δαίμονες». (71) Μέ τόν λογισμό ὅτι ὁ Θεός εἶναι φιλάνθρωπος καί δίνει εὔκολα τήν ἄφεση, παρασύρουν σέ πτώσεις. Ὅμως, μετά τήν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας παρουσιάζουν τόν Θεό ὡς αὐστηρό κριτή, γιά νά φέρουν τήν ψυχή σέ ἀπελπισία καί νά τήν ἐμποδίσουν ἀπό τή μετάνοια καί τή διόρθωση τοῦ σφάλματος. «Ἐπιτηρήσωμεν δόλους δαιμόνων, καί μετὰ τὴν πρᾶξιν δικαιοκρίτην αὐτὸν καὶ ἀσυμπαθῆ εὑρήσομεν αὐτοὺς ὀνομάζοντας· ἐκεῖ μὲν γὰρ, ἵν᾿ ἐπὶ τὴν ἁμαρτίαν προτρέψωνται, τοῦτο ὑπέθεντο· νῦν δὲ λοιπόν, ἵν᾿ ἐπὶ τὴν ἀπόγνωσιν καταποντίσωσι. Τῆς μὲν λύπης καὶ ἀπογνώσεως συνισταμένης, ἑαυτοὺς ταλανίζειν ἢ μέμφεσθαι ἢ ἐκδικεῖν ἐπὶ τῷ πταίσματι οὐ δυνάμεθα· ταύτης δὲ κατασβεσθείσης, πάλιν ὁ τῆς φιλανθρωπίας τύραννος ἡμᾶς διαδέχεται». (72)
Σφοδρότατο πόλεμο ἐξαπολύει κατά τῆς προσευχῆς καί κατά τῆς Θείας Λατρείας ὁ διάβολος, διότι ἡ ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό τόν μαστίζει καί τόν ἀπονευρώνει. Οἱ ἔχοντες πνευματικούς ὀφθαλμούς θά παρατηρήσουν ὅτι ὅταν σημάνη ἡ ὥρα τῆς Ἀκολουθίας, ὁρατῶς μέν συναθροίζονται οἱ Ἀδελφοί, ἀοράτως δέ ἡ παράταξη τῶν ἐχθρῶν δαίμονες, πού παλεύουν, ὁ καθένας μέ τήν «εἰδικότητά» του, νά ἐμποδίσουν ἤ νά νοθεύσουν τήν προσευχή. Ἄλλοι πλησιάζουν στό κρεββάτι καί ἀναγκάζουν τόν Μοναχό, μέ τόν λογισμό τῆς ἀναβολῆς, νά ἀνακλιθῆ ξανά. Μεῖνε, τοῦ ψιθυρίζουν, μέχρι νά συμπληρωθοῦν οἱ προοιμιακοί ὕμνοι καί ἔπειτα πᾶς στήν Ἐκκλησία. Ἄλλοι φέρνουν νύστα τήν ὥρα τῆς Ἀκολουθίας, ἄλλοι ὑπερβολική καί ἄκαιρη πεῖνα, ἄλλοι ἀτονία, αἰσχρούς λογισμούς καί χασμουρητό. Ὡρισμένοι πάλι φέρνουν ἀταξία στήν Ἀκολουθία, πότε μέ γρήγορη ἀνάγνωση τῶν ψαλμῶν, λόγῳ βιασύνης καί ραθυμίας, πότε μέ πολύ ἀργή ψαλμωδία καί πότε μέ γέλωτα. (73) Ἄλλο εἶδος πολέμου ἐναντίον τῆς προσευχῆς εἶναι ὁ λογισμός πού ὑποβάλλει τήν ἀναβολή τοῦ καθημερινοῦ ἀτομικοῦ κανόνος, (74) ὅπως ἐπίσης καί ἡ κλοπή τοῦ χρόνου, μέ τήν προτροπή νά συνεχίζεται τό ἐργόχειρο, ἐνῶ ἐσήμανε ἡ ὥρα τῆς Ἀκολουθίας. (75)
Στόν πόλεμο αὐτό, κάνει ἄτρωτο τόν ἀγωνιστή ἡ σκέψη ὅτι ἡ προσευχή εἶναι παράσταση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καθώς καί ἡ ἀνοθευτη ὑπακοή καί διακονία. (76)
Κατά ὥρα τῆς Θείας Λατρείας πολλές φορές ὁ παμμίαρος δαίμονας τῆς βλασφημίας φέρνει ἀπρεπεῖς, ἀσεβεῖς καί βλασφήμους κατά τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων «δυσεξαγόρευτους» (77) λογισμούς. (78) Μέ τούς φρικτούς αὐτούς λογισμούς προσπαθεῖ νά μᾶς ἀναγκάση ἤ νά ἐγκαταλείψουμε τήν προσευχή ἤ νά ἀπελπισθοῦμε. (79) Σέ πολλούς ὁ δαίμονας αὐτός ἀνέκοψε τήν προσευχή, ἄλλους τούς ἀπεμάκρυνε ἀπό τά Μυστήρια (80) καί ἄλλους, οἱ ὁποῖοι δέν τούς ἐξαγορεύθηκαν, τούς ὁδήγησε στήν παραφροσύνη. (81) Ὁ πόλεμος τῆς βλασφημίας ὀφείλεται περισσότερο στό φθόνο τῶν δαιμόνων καί λιγώτερο στήν περηφάνεια καί τήν κατάκριση, ἀφοῦ εἰσχωρεῖ ἀκόμη καί στήν διάνοια τῶν πιό ἁπλῶν καί ἀκεραίων. (82) Ἡ περιφρόνηση (83) καί ἡ ἐξαγόρευση, καθώς καί ἡ ἀκατακρισία (84) εἶναι τά ὅπλα κατά τῶν βλασφήμων λογισμῶν.
Οἱ δαίμονες τῆς βλασφημίας ὑποχωροῦν μόλις τελειώση ἡ προσευχή (85), ἄλλοι ὅμως δαίμονες, ἀγωνίζονται νά ἐνσπείρουν στήν διάνοια, μετά τήν προσευχή, ἀκάθαρτους λογισμούς, γιά νά σκορπίσουν μέ τόν τρόπο αὐτό τούς καρπούς τῆς προσευχῆς. (86)
Ἐναντιώνονται πολύ, ἐπίσης, καί στό χαροποιό πένθος, ἀπατώντας τόν ἀγωνιστή μέ τόν λογισμό ὅτι μπροστά στή μεγάλη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ εἶναι περιττά τά δάκρυα τῆς μετανοίας. «Τόν κύνα» αὐτόν, συμβουλεύει ὁ Ἅγιος, νά μήν τόν ἀκούσης, παρά μόνο ὅταν δῆς τόν ἑαυτό σου νά καταβυθίζεται στήν ἀπόγνωση. (87)
Ὁ διάβολος πολεμεῖ μέ τέχνη καί μέθοδο τούς ἀγωνιστές, στοχεύοντας στά ἀδύνατα σημεῖα τους, τά ὁποῖα γνωρίζει καλά. Δέν τούς παρακινεῖ δέ εὐθύς ἐξ᾿ ἀρχῆς σέ ὅλα τά ἀντίθετα, (88) ἀλλά τούς παρασύρει σέ μικρές καί ἀσήμαντες φαινομενικά, ὑποχωρήσεις στήν ἀρχή, γιά νά τούς αἰχμαλωτίση σιγά-σιγά σέ μεγάλα καί δυσθεράπευτα πάθη, ἀκόμη καί σέ «πτώματα πτωμάτων χαλεπώτερα», τά παρά φύσιν ἁμαρτήματα. (89) Χρησιμοποιεῖ ὅλα τά πονηρά μέσα, τό ψέμμα, τήν ὑποκρισία, τήν κολακεία, τή συκοφαντία κατά τοῦ Θεοῦ καί μύρια ὅσα τεχνάσματα, προκειμένου νά ἀχρηστεύση ὅ,τι καλό κέρδισαν ἀπό τούς ὑπέρ τῆς σωτηρίας κόπους τους. Ὑπάρχουν μάλιστα δαίμονες πονηρότεροι ἀπό τούς πονηρούς πού συμβουλεύουν νά διδάσκουμε καί σέ ἄλλους τήν ἁμαρτία, γιά νά κολασθοῦμε βαρύτερα. Συμβαίνει δέ ἐνίοτε, νά μετανοήση ὁ διδάξας, ἀλλά ἐπειδή ὁ μαθητής παραμένει στό κακό, ἡ μετάνοιά του καθίσταται ἀτελής καί ἀνίσχυρη. (90)
Πολλές φορές ὁ διάβολος ὑποκινεῖ ἐναντίον τῶν ἀγωνιστῶν μῖσος καί ἔχθρα ἀπό προσφιλῆ τους ἐπιπόλαια πρόσωπα, γιά νά τούς θλίβη καί νά δημιουργεῖ προσκόμματα στόν ἀγῶνα τους. (91)
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης προτείνει διαφόρους τρόπους ἀντιμετωπίσεως τοῦ διαβόλου, ἀνάλογα μέ τό εἶδος τοῦ πολέμου καί μέ τήν κατάσταση καί τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ἄλλοτε συνιστᾶ περιφρόνηση τῶν δαιμονικῶν ἐπιθέσεων καί ὄχι ἀπόκρουση μέ ἐπιχειρήματα καί ἀντιρρήσεις, (92) ἄλλοτε πάλη σῶμα πρός σῶμα. «Γινώσκειν δεῖ τὸν τοῦ Χριστοῦ παλαιστήν, ποίους μὲν τῶν ἐχθρῶν ἀπὸ μακρόθεν διώξεται, ποίους δὲ προσπαλαίειν αὐτῷ συγχωρήσει. Ποτὲ μὲν ἡ πάλη στέφανον προεξένησε, ποτὲ δὲ ἡ παραίτησις ἀδοκίμους ἐποίησεν. Οὐ λόγῳ τὰ τοιάδε ἐφικτὸν παιδεύεσθαι· οὐ γὰρ πάντες τοῖς αὐτοῖς, οὐδ᾿ ὡσαύτως πεποιώμεθα». (93)
Ὑπάρχουν, ὅμως, ὅπλα ἰσχυρότατα καί δοκιμασμένα ἐναντίον τοῦ διαβόλου, τά ὁποῖα εἶναι ἀπαραίτητα γιά ὅλους τούς ἀγωνιστές καί σέ ὅλες τίς περιπτώσεις. Αὐτά εἶναι ἡ εἰλικρινής ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτημάτων καί ἡ ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν, ἡ προσευχή (94) καί ἡ ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη καί τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή μόνο οἱ τέλειοι μποροῦν νά διακρίνουν ποιές σκέψεις προέρχονται ἀπό τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, ποιές ἀπό τόν Θεό καί ποιές ἀπό τόν διάβολο, (95) ἡ φανέρωση τῶν κρυφίων διαλογισμῶν στόν πνευματικό ὁδηγό καί ἡ ἐμπιστοσύνη στήν διάκρισή του διαλύει τίς δαιμονικές πλεκτάνες καί σώζει τόν ἀγωνιστή ἀπό τήν πλάνη.
Πρέπει νά γνωρίζη, ἐπίσης, ὁ ἀγωνιζόμενος ὅτι ὁ διάβολος εἶναι ψεύτης, θρασύς καί ἀδύνατος, ὥστε οὔτε νά ἐμπιστεύεται σέ ὅσα τοῦ ὑποβάλλει, οὔτε νά δειλιάζη καί νά πτοεῖται ἀπό τίς ἐπιθέσεις του.
Οἱ Ἅγιοι εἶναι πολύ ἐφευρετικοί σέ τεχνάσματα κατά τῶν δαιμονικῶν ἐπιθέσεων. Ἀξίζει νά ἀναφερθοῦν ὡρισμένα ὡραῖα παραδείγματα ἀπό τήν Κλίμακα.
Ἕνας προορατικός Γέροντας, στόν ὁποῖο ἐμφανίσθηκαν οἱ δαίμονες τῆς κενοδοξίας καί τῆς ὑπερηφανείας καί οἱ μέν τόν προέτρεπαν νά φανερώση στή σύναξη κάποιο ὅραμά του, οἱ δέ τόν ἐμακάριζαν πού δέν νικήθηκε ἀπό τούς πρώτους, χρησιμοποίησε ἐναντίον τους ψαλμικούς στίχους καί τούς ἀπεδίωξε.
Ἄλλος γνωστικώτατος Μοναχός, ἔτρεψε σέ φυγή τούς δαίμονες πού τοῦ παρουσιάσθηκαν ὀφθαλμοφανῶς καί τόν ἐμακάριζαν γιά τήν ἁγιότητά του, μέ τό ἑξῆς σοφό τέχνασμα: «Ἄν σταματήσετε», εἶπε, «νά μέ ἐπαινεῖτε, τότε ἐξ αἰτίας τῆς ἀναχωρήσεώς σας θά θεωρήσω τόν ἑαυτό μου μεγάλο στήν ἀρετή. Ἄν ὅμως συνεχίσετε τούς ἐπαίνους, θά σκέπτομαι διαρκῶς τήν δική μου ρυπαρότητα καί θά ταπεινώνομαι, ἀφοῦ ἡ Γραφή θεωρεῖ ἀκάθαρτο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κάθε ὑψηλοκάρδιο». (96)
Σέ ἄλλον πάλι ἀγωνιστή πού προσπαθοῦσε νά κατακτήση τήν ταπείνωση, οἱ δαίμονες ἔσπερναν ἐπαίνους στήν καρδιά. Τότε ἐκεῖνος σηκώνεται καί γράφει στόν τοῖχο τοῦ κελλιοῦ του τά ὀνόματα τῶν πιό μεγάλων ἀρετῶν, τῆς ἀγάπης, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς καθαρᾶς προσευχῆς κ.λπ. Καί μόλις ἄρχιζαν οἱ λογισμοί τῆς ὑπερηφανείας, πλησίαζε στόν τοῖχο, διάβαζε τά ὀνόματα τῶν ἀρετῶν καί κραύγαζε στόν ἑαυτό του: «Ὅταν τίς ἀποκτήσης αὐτές, νά γνωρίζης ὅτι ἀκόμη βρίσκεσαι μακριά ἀπό τόν Θεό». (97)
Στούς τελείους ὁ διάβολος, ἐπειδή δέν μπορεῖ νά τούς παρασύρη στήν ἁμαρτία ἤ νά τούς μολύνη μέ λογισμούς, παρουσιάζεται ὀφθαλμοφανῶς μέ διάφορες μορφές καί σχήματα, ἀκόμα καί μέ τή μορφή Ἀγγέλου ἤ Ἁγίου γιά νά τούς ἐξαπατήση. Ἄλλοτε δημιουργεῖ κτύπους καί θορύβους, γιά νά τούς ἀποσπάση ἀπό τήν προσευχή ἤ νά τούς φοβίση. Στίς περιπτώσεις αὐτές ἡ περιφρόνηση εἶναι ὁ ἐνδεδειγμένος τρόπος ἀντιμετωπίσεως. (98)
Συμβαίνει, ἐνίοτε, καί αὐτοί πού πλησιάζουν στήν τελειότητα νά ὑποστοῦν μικρές ἧττες. Τότε προσπαθοῦν, ὄχι μόνο νά ἀνακτήσουν ὅ,τι τούς ἀφήρεσε ὁ διάβολος, ἀλλά καί νά τό πάρουν πίσω ἑκατό φορές περισσότερο. (99)
Ὁ Ἅγιος ἐμψυχώνει στόν ἀγῶνα κατά τοῦ διαβόλου καί συνιστᾶ, μάλιστα, σφοδρό πόλεμο ἐναντίον του, γιά τήν καταδίωξη καί τήν ὁλοσχερῆ ἧττα του: «Ἀγωνισώμεθα», λέγει, «μὴ μόνον παλαίειν ἀλλὰ καὶ πολεμεῖν τοὺς δαίμονας· ὁ μὲν γὰρ ποτὲ μὲν βάλλει, ποτὲ δὲ βάλλεται· οἱ δὲ πάντοτε διώκουσι τὸν ἐχθρόν». (100)
Ὅσοι ἀναλαμβάνουν τόν καλό ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς ἀπό θεῖο ἔρωτα καί παλεύουν μέ τά πάθη καί τούς δαίμονες, ἐν ταπεινώσει καί ὑπακοῇ, φθάνουν μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ στίς ἡψηλότερες βαθμίδες τῆς κλίμακος τῶν ἀρετῶν, τήν ἡσυχία, τήν ἀρρέμβαστη προσευχή καί τήν μακαρία ἀπάθεια, δηλαδή τήν ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη. Στήν κορυφή τῆς κλίμακος περιμένει τό ἀγωνιστή ἡ τέλεια καί θεοποιός ἀγάπη, «ἡ χορηγὸς τῆς προφητείας καί ἐλλάμψεως ἄβυσσος» μᾶλλον δέ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ στέφανος καί τό βραβεῖο τῶν ἀσκητικῶν καμάτων. (101)
Ἡ προτροπή τοῦ Ἁγίου «ἀναβαίνετε, ἀναβαίνετε, ἀδελφοί», ἀπευθύνεται σέ ὅλους μας. Ἡ παροῦσα ζωή εἶναι γιά τόν καθένα μιά πνευματική ὀλυμπιάδα μέ πολλά καί δύσκολα ἀγωνίσματα, ἀλλά καί μέ ἄφθαρτους καί αἰώνιους στεφάνους. Ποιός στόχος καί ποιά ἐπιδίωξη θά μποροῦσε νά συγκριθῆ μέ τό ὅραμα τῆς ἀναβάσεως στήν κορυφή τῆς οὐρανοδρόμου κλίμακος; Ὁ Χριστός προσκαλεῖ καί τείνει τήν πανσθενῆ Δεξιά Του νά μᾶς χειραγωγήση καί νά μᾶς ἀνεβάση στό ὕψος τῆς κατά χάριν θεώσεως. Ὥρα, λοιπόν, «ἐξ ὕπνου ἡμᾶς (τῆς ραθυμίας) ἐγερθῆναι» (102) καί «(δραμεῖν) ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». (103)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1). Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ΄, α΄, σελ. 355.
(2). Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ΄, λη΄, σελ. 362.
(3). Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ΄, ξα΄, σελ. 367.
(4). Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ΄, γ΄, σελ. 356.
(5). Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ΄, δ΄, σελ. 356.
(6). Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ΄, ια΄, σελ. 358.
(7). Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ΄, ιβ΄, σελ. 358.
(8). «Πρό πάντων ἐν τῷ τῆς ἡμετέρας δεήσεως χάρτῃ εὐχαριστίαν εἰλικρινῆ κατατάξωμεν· ἐν δευτέρῳ δέ στίχῳ, ἐξομολόγησιν καί συντριμμόν ψυχῆς ἐν αἰσθήσει· εἴθ' οὕτω τήν αἴτησιν ἡμῶν τῷ παμβασιλεῖ γνωρίσωμεν». Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ΄, στ΄, σελ. 357.
(9). Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ΄, μδ΄, σελ. 363.
(10). Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ΄, κε΄, σελ. 360.
(11). Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ΄, νδ΄, σελ. 365.
(12). Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ΄, ιστ΄, σελ. 358.
(13). Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ΄, μβ΄, σελ. 363.
(14). Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ΄, ξβ΄, σελ. 367.
(15). Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ΄, μστ΄, σελ. 363.
(16). Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ΄, νστ΄, σελ. 365-366.
(17). Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ΄, λστ΄, σελ. 362.
(18). «Ἀγγέλων ἐστί τό μή πίπτειν· ἴσως δέ οὐδέ δυναμένων, ὥς φασί τινες· ἀνθρώπων δέ τό πίπτειν καί πάλιν ἀνίστασθαι, ὁσάκις ἄν τοῦτο συμβῇ· δαιμόνων δέ μόνων τό, πεσόντας ἅπαξ μηδέποτε αὖθις ἐγείρεσθαι». Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, κζ΄, σελ. 83.
(19). Κλίμαξ, Λόγος Ε΄, ι΄, σελ. 130.
(20). Κλίμαξ, Λόγος Γ΄, ι΄, σελ. 58.
(21). Κλίμαξ, Λόγος ΙΕ΄, ιστ΄, σελ. 197.
(22). Κλίμαξ, Λόγος Ε΄, ιβ΄, σελ. 130.
(23). Κλίμαξ, Λόγος Ε΄, ια΄, σελ. 130.
(24). Κλίμαξ, Λόγος Ε΄, ιβ΄, σελ. 130.
(25). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, μβ΄, σελ. 318.
(26). Κλίμαξ, Λόγος Ε΄, ιδ΄, σελ. 131.
(27). Κλίμαξ, Λόγος ΙΔ΄, ι΄, σελ. 187.
(28). Κλίμαξ, Λόγος Λ΄, ιη΄, σελ. 379.
(29). Κλίμαξ, Λόγος ΚΖ΄, α΄, σελ. 334.
(30). Κλίμαξ, Λόγος ΚΖ΄, κβ΄, σελ. 338.
(31). Κλίμαξ, Λόγος ΚΘ΄, α΄, σελ. 368.
(32). Κλίμαξ, Λόγος Α΄, μδ΄, σελ. 47.
(33). Κλίμαξ, Λόγος ΙΕ΄, κε΄, σελ. 199.
(34). Κλίμαξ, ΚΣΤ΄, οε΄, σελ. 304.
(35). Κλίμαξ, ΚΣΤ΄, οστ΄, σελ. 304.
(36). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, δ΄, σελ. 282.
(37). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, μη΄, σελ. 298.
(38). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, στ΄, σελ. 282.
(39). Κλίμαξ, Λόγος Ι΄, ιγ΄, σελ. 173.
(40). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, μ΄, σελ. 295.
(41). Κλίμαξ, Λόγος Η΄, ια΄, σελ. 158.
(42). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, Β΄, λβ΄, σελ. 315.
(43). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, νζ΄, σελ. 300.
(44). Κλίμαξ, ΚΖ΄, Β΄, ιε΄, σελ. 346-347.
(45). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, νστ΄, σελ. 300.
(46). Κλίμαξ, Λόγος Γ΄, λη΄, σελ. 63.
(47). Ματθ. ιθ΄, 21.
(48). Κλίμαξ, Λόγος Γ΄, δ΄, σελ. 57.
(49). Κλίμαξ, Λόγος Γ΄, δ΄, σελ. 57.
(50). Κλίμαξ, Λόγος Γ΄, ιε΄, σελ. 59.
(51). Κλίμαξ, Λόγος Γ΄, ε΄, σελ. 57.
(52). Κλίμαξ, Λόγος Γ΄, ια΄, σελ. 58.
(53). Κλίμαξ, Λόγος Γ΄, λθ΄, σελ. 63-64.
(54). «Ἐπισημηνάμην τόν τῆς κενοδοξίας δαίμονα λογισμούς ἀδελφῷ ὑποβαλόντα, καί ἑτέρῳ τούτους ἀποκαλύψαντα· κἀκείνῳ τά ἐγκάρδια αὐτῷ παρασκευάσαντα εἰπεῖν, καί ὡς προγνώστην λοιπόν τοῦτον μακαρίζοντα. Ἔστιν ὅτε καί αὐτῶν τῶν τοῦ σώματος μελῶν ἐφαπτόμενος, παλμούς ποιεῖν ὁ ἀνόσιος πέφυκε...». Κλίμαξ, Λόγος ΚΑ΄, ιστ΄, σελ. 240.
(55). «Ὅταν χώραν ἐν τοῖς αὐτοῦ ἐργάταις ὁ δαίμων λάβῃ, τότε αὐτοῖς κατά τούς ὕπνους ἤ καί καθ᾿ ὕπαρ, ὡς ἐν σχήματι δῆθεν ἁγίου Ἀγγέλου ἤ καί Μάρτυρός τινος ἐπιφαινόμενος, μυστηρίων ἀποκάλυψιν ἤ χαρισμάτων δωρεάν ἐπιδίδωσιν· ἵνα ἀπατηθέντες οἱ τάλανες τελείως ἐκπέσωσι τῶν φρενῶν». Κλίμαξ, Λόγος ΚΒ΄, ιθ΄, σελ. 249.
(56). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, λστ΄, σελ. 316.
(57). «Μή παραδέξῃ αὐτόν ἐπισκοπήν σοι καί ἡγουμενίαν καί διδασκαλίαν ὑποβάλλοντα· κόπος γάρ ἐστί κύνα ἀπό μακελλικῆς τραπέζης διῶξαι. Ἐπάν οὗτος ἴδῃ μικρόν τι καταστάσεως εἰρηνικῆς ἔχοντας, εὐθύς ἐκ τῆς ἐρήμου ἐπί τόν κόσμον παραγενέσθαι προτρέπεται· ἄπελθε, λέγων, εἰς σωτηρίαν ἀπολλυμένων ψυχῶν». Κλίμαξ, Λόγος ΚΑ΄, ιστ΄, σελ. 240.
(58). Κλίμαξ, Λόγος ΚΑ΄, κστ΄, σελ. 242-243.
(59). Κλίμαξ, Λόγος Δ΄ ριη΄, σελ.111.
(60). Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, ριθ΄, σελ. 111.
(61). Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, νβ΄, σελ. 94.
(62). Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, θ΄, σελ. 68.
(63). Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, ν΄, σελ. 93.
(64). Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, ρι΄, σελ. 105.
(65). Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, ρθ΄, σελ. 105.
(66). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, Β΄, μβ΄, σελ. 318.
(67). Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, ρκ΄, σελ. 112.
(68). «Εἰσίν ἀνδρεῖαι ψυχαί ἔρωτι Θεοῦ καί ταπεινώσει καρδίας ἐν ταῖς ὑπέρ ἑαυτάς ἐργασίαις ἐπιβάλλουσαι· καί εἴσιν ὑπερήφανοι καρδίαι τό αὐτό διαπρατόμεναι· σκοπός γάρ πολλάκις τοῖς ἐχθροῖς ἡμῶν τά ὑπέρ δύναμιν ἡμῖν ὑποτίθεσθαι, ἵνα δι' ἐκείνων ἀκηδιάσαντες, καί τῶν κατά δύναμιν ἀποπέσωμεν, καί ἐμποιήσωμεν γέλωτα μέγιστον τοῖς ἐχθροῖς ἡμῶν». Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, Β΄, η΄, σελ. 309.
(69). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, ιε΄, σελ. 287.
(70). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, οη΄, σελ. 305.
(71). Κλίμαξ, Λόγος Ε΄, ιγ΄, σελ. 130.
(72). Κλίμαξ, Λόγος ΙΕ΄, λα΄, σελ. 201.
(73). Κλίμαξ, Λόγος ΙΗ΄, γ΄, σελ. 227-228.
(74). Κλίμαξ, Λόγος ΣΤ΄, κε΄, σελ. 139.
(75). Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ΄, λθ΄, σελ. 362.
(76). «Ὁ Θεῷ παρίστασθαι λογιζόμενος ἐν αἰσθήσει καρδίας ἐν προσευχῇ, στῦλος ἀκίνητος εὑρεθήσεται, ὑπ᾿ οὐδενός τῶν προειρημένων ἐμπαιζόμενος. Ὁ ὄντως ὑπήκοος, ἐξαίφνης ἐπί προσευχήν παραστάς, ὅλος φωτεινός πολλάκις καί ἀγαλλιώμενος γίνεται· προπαρασκευασμένος γάρ ἦν ὁ πύκτης, καί πεπυρωμένος διά τῆς ἀνοθεύτου διακονίας». Κλίμαξ, Λόγος ΙΗ΄, δ΄, σελ. 228.
(77). Κλίμαξ, Λόγος ΚΓ΄, β΄, σελ. 253-254.
(78). Κλίμαξ, Λόγος ΚΓ΄, γ΄,σελ. 254.
(79). Κλίμαξ, Λόγος ΚΓ΄, στ΄, σελ. 254.
(80). Κλίμαξ, Λόγος ΚΓ΄, ζ΄, σελ. 254.
(81). Κλίμαξ, Λόγος ΚΓ΄, γ΄,σελ. 254.
(82). Κλίμαξ, Λόγος ΚΓ΄, ια΄, 256.
(83).Κλίμαξ, Λόγος ΚΓ΄, η΄, σελ. 255.
(84).«Τοῦ κρίνειν καί τοῦ κατακρίνειν τόν πλησίον παυσώμεθα, καί λογισμούς βλασφημίας οὐ φοβηθησόμεθα· ἀφορμή γάρ καί ρίζα τοῦ δευτέρου τό πρότερον». Κλίμαξ, Λόγος ΚΓ΄, ιβ΄, σελ. 256.
(85). Κλίμαξ, Λόγος ΚΓ΄, στ΄, σελ. 254.
(86). Κλίμαξ, Λόγος ΙΘ΄, ιβ΄, σελ. 232-233.
(87). Κλίμαξ, Λόγος Στ΄, ια΄, σελ. 136.
(88). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, ο΄, σελ. 325.
(89). Κλίμαξ, Λόγος ΙΕ΄, κστ΄, σελ. 199.
(90). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, Β΄, ιγ΄, σελ. 310.
(91). «Μή θαμβοῦ καί τούς σούς προσφιλεῖς ἐχθραίνοντάς σοι θεώμενος· δαιμόνων γάρ ἐργαλεῖα οἱ κουφότεροι, καί μάλιστα ἐν τοῖς ἐχθροῖς αὐτῶν (=τῶν δαιμόνων)». Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, Β΄, ιζ΄, σελ. 312.
(92). Κλίμαξ, Λόγος ΙΕ΄, κ΄, σελ. 198.
(93). Κλίμαξ, Λόγος ΚΖ΄, Β΄, μ΄, σελ. 351.
(94). «Ἐάν ἀδιαλείπτως κατά τῶν σῶν ἐχθρῶν ἐντυγχάνῃς τῷ Βασιλεῖ, ἡνίκα πρός σέ παραγίνωνται, θάρσει, οὐ κοπιάσεις· αὐτοί γάρ ἀφ' ἑαυτῶν συντόμως σου ἀποστήσονται· οὐ γάρ θέλουσιν οἱ ἀνόσιοι καθορᾶν σε στέφανον λαμβάνοντα διά προσευχῆς ἐκ τῆς πρός αὐτούς μάχης· πρός δέ τούτοις, καί ὡς ἀπό πυρός μαστιζόμενοι ὑπό τῆς προσευχῆς, φεύξονται». Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ΄, ξα΄, σελ. 367.
(95). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, ο΄, σελ. 325.
(96). «Τινά τῶν γνωστικωτέρων ἀδελφῶν, ὀφθαλμοφανῶς οἱ δαίμονες ἐπιστάντες, ἐμακάρισαν· ὁ δέ πάνσοφός φησι πρός αὐτούς· εἰ μέν τοῦ ἐπαινεῖν με διά τῶν λογισμῶν ἐν τῇ ψυχῇ παύσεσθε, ἐκ τῆς ὑμῶν ὑποχωρήσεως μέγαν ἑαυτόν εἶναι ἡγήσομαι· εἰ δέ ἐπαινοῦντες οὐ παύεσθε ἐκ τῶν ὑμετέρων ἐπαίνων τήν ἑμαυτοῦ ἀκαθαρσίαν στοχάζομαι· ἀκάθαρτος γάρ παρά Κυρίου πᾶς ὑψηλοκάρδιος. Ἤ οὖν ὑποχωρεῖτε, καί ἐδῶ μέγας γέγονα· ἤ ἐπαινεῖτε, καί πλείω δι' ὑμῶν ταπείνωσιν κτήσομαι. Καί καταπλαγέντες εὐθύς τό τοῦ λόγου ἄπορον γεγόνασιν ἄφαντοι». Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, ιβ΄, σελ. 269.
(97). Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, κγ΄, σελ. 271.
(98). «Μή φοβοῦ κτύπων ἀθύρματα· δειλίαν γάρ πένθος οὐκ ἐπίσταται· οὐδέ πτύρεται». Κλίμαξ, Λόγος ΚΖ΄, ιθ΄, σελ. 338.
(99). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, ξη΄, σελ. 324.
(100). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄ Β΄, κδ΄, σελ. 313.
(101). Κλίμαξ, Λόγος Λ΄, ιη΄, σελ. 379.
(102). Ρωμ. ιγ΄, 11.
(103). Φιλιπ. γ΄, 14.
Σπυρίδωνος Δημ. Κοντογιάννη