Χωρίς αμφιβολίαν ο Μοναχισμός οφείλει πολλά εις τον Βασίλειον, όχι μόνον διότι ερρύθμισε λεπτομερώς την ζωήν των μοναχών με πλήθος ασκητικών συγγραμμάτων και διατάξεων, αλλά και διότι συνήνωσε τας δύο μορφάς μοναχικού βίου, την ερημιτικήν και την κοινοβιακήν .
Διδάσκει βεβαίως ούτος ότι ο άνθρωπος δεν είναι μοναχικόν αλλά κοινωνικόν και πολιτικόν ζώον «ἥμερον καί κοινωνικόν ζῶον ὁ ἄνθρωπος καί οὐχί μοναστικόν οὐδέ ἄγριον» (1). Εξ αυτής της επόψεως ορθώς γίνεται συχνάκις λόγος περί της κοινωνιολογίας του Βασιλείου (2). Συγχρόνως όμως είναι ενθουσιώδης φίλος της ερημίας . Ο αδελφός του Γρηγόριος Νύσσης γράφει ότι διεκατείχετο από διπλούν συναίσθημα· ηγάπα όχι μόνον την ερημίαν αλλά και τον κόσμον «ἠσπάζετο πρό τῶν οἰκουμένων τήν ἔρημον καί πάλιν τοῖς οἰκουμένοις ἐπεχωρίαζεν» (3). Ο ίδιος ο Βασίλειος περιγράφει με ενθουσιασμόν εις τον φίλον του Γρηγόριον την ερημικήν ζωήν εις τον Πόντον όχι τόσον λόγω της ωραιότητος του τόπου, των ανθέων και των δένδρων, αλλά κυρίως λόγω των πνευματικών αγαθών, τα οποία προσφέρει η ερημία · «Πρός δή τοῦτο μέγιστον ὄφελος ἡμῖν ἡ ἐρημία παρέχεται κατευνάζουσα ἡμῶν τά πάθη καί σχολήν δίδουσα τῷ λόγ ῳ παντελῶς αὐτά τῆς ψυχῆς ἐκτεμεῖν» (4).
Ασφαλώς η ερημική ζωή έ χει δια τον άγιον Βασίλειον όχι μόνον πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα. Το αυτό όμως ισχύει και δια την ζωήν εν τη μοναχική κοινότητι . Δια τούτο συνήνωσεν ούτος, ως ελέχθη, τας δύο μορφάς, ώστε με την συνένωσιν αυτήν να αποφευχθούν τα μειονεκτήματα και να παραμείνουν τα πλεονεκτήματα, όπως παρατηρεί ο φίλος του Γρηγόριος ο Θεολόγος· «Τοῦ τοίνυν ἐρημικοῦ βίου, καί τοῦ μιγάδος, μαχόμενων πρός ἀλλήλους ὡς τά πολλά, καί διισταμένων καί οὐδετέρου πάντως ἤ τό καλόν ἤ τό φαῦλον ἀνεπίμικτον ἔχοντος · ἀλλά τοῦ μέν, ἡσυχίου μέν ὄντος μᾶλλον, καί καθεστηκότος, καί Θεῷ συνάγοντος, οὐκ ἀτύφου δέ διά τό τῆς αρετής ἀβασάνιστον καί ἀσύγκριτον τοῦ δέ πρακτικότερου μέν μᾶλλο ν καί χρησιμωτέρου, τό δέ θορυβῶδες οὐ φεύγοντος, καί τούτους ἄριστα κατήλλαξεν ἀλλήλοις καί συνεκέρασεν» (5).
Περί της μοναχικής και ασκητικής διδασκαλίας του αγίου έχουν γραφή πολλά εις γενικάς και εις ειδικάς μελετάς, ώστε να μη απομένουν πολλά στοιχεία που θα ημπορούσε κανείς να προβάλη . Οι μελετηταί έχουν σχεδόν ολοκληρώσει την εικόνα του Βασιλείου ως μοναχικού ηγέτου . Θεωρείται δικαίως ως ο πατήρ του ανατολικού μοναχισμού επιδράσας τα μέγιστα εις την διαμόρφωσιν και του δυτικού.
Κατά την διαζωγράφησιν αυτής της εικόνος δεν έχει τονισθή επαρκώς εν στοιχείον, το οποίον, όπως προκύπτει από τας πηγάς, είναι το σημαντικώτερον γνώρισμά του ως πνευματικού πατρός και ηγέτου . Αυτό που χαρακτηρίζει κυρίως τον Βασίλειον είναι ότι η μοναχική του διδασκαλία δεν είναι θεωρητική σύλληψις, σχεδιασμός και οργάνωσις εκ του μακρόθεν, εκ του γραφείου, αλλά έκφρασις και αποτύπωσις αυτών που ο ίδιος έζησεν ως μοναχός, είναι η ίδια η μοναχική εμπειρία του. Εις την μεταγενεστέραν μυστικήν και ασκητικήν παράδοσιν του ανατολικού μοναχισμού τονίζεται επανειλημμένως ότι, δια να οδηγήση κανείς τους άλλους εις την τελείωσιν, πρέπει να έχη βαδίσει ο ίδιος την οδόν της τελειώσεως· αυτό διδάσκεται αλλά κυρίως εφαρμόζεται ήδη από τον Βασίλειον .
Αυτήν την πλευράν της ζωής του Μεγάλου Βασιλείου επιθυμεί να φωτίση η μικρά αύτη εισήγησις, επί τη βάσει ολίγων ιδικών του μαρτυριών αλλά και όσων λέγουν περί αυτού, ως υποδείγματος, πρόσωπα του περιβάλλοντος του. Η εφαρμογή των διδασκομένων εκ μέρους των πνευματικών πατέρων και οδηγών, μολονότι είναι κάτι αυτονόητον, εν τούτοις δύσκολα εις την πράξιν τηρείται. Εις την ιστορίαν της Εκκλησίας, την παλαιάν και την νέαν, δεν έλειψαν οι ηγέται που εζήτουν και ζητούν από τους άλλους μόνον την εφαρμογήν των διδασκομένων. Αρκεί να υπενθύμιση κανείς όσα λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος εις τον Ἀ πολογητικόν τῆς εἰς Πόντον φυγῆς δι' αυτούς που προσέρχονται ανέτοιμοι εις την ιερωσύνην και επιχειρούν να καθαρίσουν και να φωτίσουν άλλους, ενώ οι ίδιοι είναι ακάθαρτοι και αφώτιστοι, ως επίσης και την οξείαν κριτικήν του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης εις το έργον Ἐ πίσκεψις βίου μοναχικοῦ εναντίον εκείνων των μοναχών, που θέλουν να είναι γέροντες και αββάδες και μεγαλόσχημοι, ενώ δεν είναι άξιοι ούτε εις την τάξιν των αρχαρίων να ανήκουν.
Ο Βασίλειος αντελήφθη πολύ ενωρίς ότι δια την πνευματικήν προκοπήν έχει μεγάλην σημασίαν η καθοδήγησις από κάποιον που να έχη γνωρίσει εκ πείρας τας δυσκολίας και τους κινδύνους. Δια τούτο αμέσως μετά την απόφασίν του να εγκατάλειψη τον κόσμον και να διδαχθή την μοναχικήν ζωήν εύχεται να εύρη κάποιον αδελφόν που θα τον εβοηθούσε μέ την πείραν του να αντιμετώπιση τας δυσκολίας (6). Εις επιστολήν του εις τον φίλον του Γρηγόριον, όπου με ενθουσιασμόν παρουσιάζει την ζωήν εις το ησυχαστήριον του Πόντου, τονίζει την χρησιμότητα του παραδείγματος των αγίων οι άγιοι είναι «εἰκόνες ἔμψυχοι τῆς κατά Θεόν πολιτείας», «ἀγάλματα κινούμενα καί ἔμπρακτα», των οποίων την αρετήν ημπορεί κανείς να απόκτηση με την μίμησιν (7). Όταν δε κάποτε συνιστά νέον μοναχόν εις τον ηγούμενον μοναστικής κοινότητος, συμβουλεύει να αναλάβη την καθοδήγησίν του έμπειρος μοναχός της κοινότητος, ο οποίος ως «ἀλείπτης», ως εκγυμναστής, ως προπονητής θα του διδάξη να αγωνίζεται (8). Καταγοητευμένος ο Ηρακλείδης, ο φίλος του Αμφιλοχίου, του μετέπειτα επισκόπου Ικονίου, από την πνευματικήν καθοδήγησιν του Βασιλείου γράφει ότι εκείνο που τον εντυπωσίασε περισσότερον είναι η άποψις του Βασιλείου ότι δια να διδάξωμεν τους Χριστιανούς πώς πρέπει να ζουν δεν χρειάζονται τόσον τα λόγια, όσον το καθημερινόν παράδειγμα· «Ἡ περί τοῦ πῶς χρή ζῆν τόν Χριστιανόν διδασκαλία οὐ τοσοῦτον δεῖται λόγου ὅσον τοῦ καθημερινοῦ ὑποδείγματος» (9).
Με πολλήν δε συνέπειαν εφήρμοσε αυτήν την θέσιν του ο Βασίλειος καθ' όλην την διάρκειαν της ζωής του. Δύο από τα πρόσωπα του αμέσου περιβάλλοντος του, που τον έζησαν εις όλας τας στιγμάς και ημπορούσαν, ως εκ τούτου, να γνωρίζουν και τας αδυναμίας του, τον παρουσιάζουν, χωρίς ίχνος δισταγμού, ως μοναδικόν υπόδειγμα μοναχικής και ασκητικής ζωής, εις όσους θα ήθελαν να βαδίσουν με ασφάλειαν τον επικίνδυνον δρόμον του μοναχισμού και της ασκήσεως. Ο αδελφός του Γρηγόριος Νύσσης εις το προοίμιον του έργου του Περί παρθενίας λέγει ότι επειδή τα υποδείγματα που υπάρχουν εις τας διηγήσεις δεν έχουν τόσην επίδρασιν, «ὅσον ἡ ζῶσα φωνή καί τά ἐνεργούμενα τῶν ἀγαθῶν ὑπομνήματα», δια τούτο κατ' ανάγκην αναφέρεται εις τον Βασίλειον, που είναι ζωντανόν παράδειγμα αρετής. Κάθε διδασκαλία, όσον και αν είναι στολισμένη, χωρίς τα έργα ομοιάζει με άψυχον εικόνα· αυτός όμως που εφαρμόζει όσα διδάσκει είναι ζωντανή και ενεργός εικών . Δεν ημπορεί να ασκήση κανείς την τέχνην της μοναχικής ζωής με στοχασμούς και υποθέσεις· πρέπει να μάθη την τέχνην «παρά τοῦ διά μακράς τε καί πολλῆς τῆς πείρας κτησαμένου τήν ἕξιν». Τέτοιος ηγούμενος και οδηγός απαράμιλλος είναι ο Βασίλειος, του οποίου απαριθμεί τα γνωρίσματα.
Ηγωνίσθη πολύ ο Βασίλειος δια να κατορθώση την αρετήν και την τελείωσιν . Δεν είδε απλώς την κλίμακα των αρετών αλλά και την διέβη, λέγει ο φίλος του Γρηγόριος ο Θεολόγος (10). Η ιερωσύνη εις τον Βασίλειον δεν ήταν τύπος και σχήμα, αλλά πνευματική κατάκτησις · δεν έγιναν συγχρόνως η κάθαρσις και ο φωτισμός, αλλά προηγήθη το πρώτον. Δεν υπάρχει άλλος που να ετίμησε περισσότερον την παρθενίαν με το προσωπικόν του παράδειγμα και με όσα περί του μοναχισμού έγραψε. Εγνώριζε καλύτερα από κάθε άλλον να πείθη τους νέους να ακολουθήσουν τον μοναχικόν βίον, με το να στρέφη την προσοχή τους από τα εξωτερικά κάλλη, που μαραίνονται, προς το εσωτερικόν κάλλος, του οποίου εραστής και νυμφίος γίνεται ο ίδιος ο Θεός (11). Ενθυμείται με συγκίνησιν ο Γρηγόριος την μοναχικήν διαβίωσιν εις το ερημητήριον του Πόντου, όπου ο Βασίλειος ως ηγούμενος ωδηγούσε τους αδελφούς προς την θέωσιν και την θεωρίαν (12). Τους ωδηγούσε εις την θέαν του θείου φωτός, την οποίαν ο ίδιος είχεν επιτύχει προηγουμένως· ο αδελφός του Γρηγόριος διηγείται οπτασίαν φωτός που είδεν ο Βασίλειος· ενώ προσηύχετο κάποιαν νύκτα εις την οικίαν του «γίνεται αὐτῷ ἔλλαμψις φωτός». Ήταν δε το φως εκείνο ἄϋλον και δεν υπήρχε κάποια υλική πηγή του (13). Εισήλθε πολλάς φοράς μέσα εις τον θείον γνόφον ο Βασίλειος, δια να συνάντηση τον Θεόν εμυσταγωγήθη από το ’γιον Πνεύμα, ώστε εκείνα που δια τους άλλους ήσαν αθεώρητα, δι' αυτόν ήσαν ορατά. Όσα δια τούτο λέγει περί του Θεού δεν είναι φιλοσοφικός στοχασμός, αλλά έκφρασις της συναντήσεως του με τον Θεόν, διήγησις της θείας εμπειρίας του· «μετά Θεοῦ τά περί Θεοῦ διεσκέψατο» (14).
Ο επίσκοπος της Καισαρείας έγινεν ο πνευματικός πατήρ των μοναχών της εποχής του και όλων των εποχών, κυρίως επειδή ο ίδιος κατέστησε τον εαυτόν του ζωντανόν υπόδειγμα των όσων εδίδασκε και ενομοθέτει .

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ὅροι κατά πλάτος 3, 1.
2. Π. Κ. Χρήστου, Ἡ κοινωνιολογία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Αθήναι 1951 και εν Π. Χρήστου, Θεολογικά Μελετήματα, τόμ . 2, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 69.
3. Ἐ πιτάφιος εἰς τόν ἴδιον ἀδελφόν Ρ G 46, 801Β.
4. Επιστολή 2, 2.
5. Επιτάφιος εις τόν Μ. Βασίλειον 62, Ρ G 36, 577.
6. Επιστολή 223, 2.
7. Επιστολή 2,3έ.
8. Επιστολή 23.
9. Επιστολή 150, 4.
10. Ένθ . ανωτ . Ρ G 36, 592.
11. Αυτόθι 577.
12. Γρηγοριου Θεολόγου, πιστολή 6 «Τίς δώσει τάς ψαλμωδίας ἐκείνας καί τάς ἀγρυπνίας καί τάς δι' εὐχῆς πρός Θεόν ἐκθυμίας καί τήν οἰονεί ἄϋλον ζωήν καί ἀσώματον; Τίς ἀδελφῶν συμφυΐαν καί συμψυχίαν, τῶν ὑπό σοῦ θεουμένων καί ὑψουμένων»;
13. Επιτάφιος Ρ G 46, 809Ο. «Κατελάμφθη τῷ φωτί διά τῆς βάτου ὁ Μωϋςῆς; Ἔχομέν τι συγγενές τῆς ὀπτασίας ταύτης καί ἐπί τούτου εἰπεῖν ὅτι νυκτός οὔσης γίνεται αὐτῷ φωτός ἔλλαμψις κατά τόν οἶκον προσευχομένῳ · ἄϋλον δέ τι τό φῶς ἦν ἐκεῖνο, θεία δυνάμει καταφωτίζον τό οἴκημα». Την περίπτωσιν αυτήν της φωτοφανείας μνημονεύει ομού μετ' άλλων, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αντιμετωπίζων τους Βαρλαάμ και Ακίνδυνον, δεχόμενους ότι το φως της Μεταμορφώσεως ως και το περιλάμπον τους αγίους είναι αισθητόν και κτιστόν . Βλ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, Γ', σ. 495.
14. Ἐ πιτάφιος Ρ G 36, 584Α. 


Θεοδώρου Ν. Ζήση, Κληρονομία 13, τευχ . Α΄,
Ιούν . 1981, Θεσσαλονίκη, σελ. 57-61
( Ανακοίνωσις εις το Οικουμενικόν Συμπόσιον
του Resensburg τον Ιούλιον του 1979)
via