Α
Προ καιρού είχαμε προβεί σε μία εκτενή γνωμοδότηση-μελέτη επί της «Διασαφήσεως» του Ποντιφικού Συμβουλίου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, την οποία δημοσιεύσαμε στο περιοδικό «Εκκλησία» (ετ. ΠΗ [2011], σελ. 775 εξ.) σε έξι συνέχειες (1). Η εν λόγω «Διασάφησις» ανατέθηκε στο Ποντιφικό Συμβούλιο από τον Πάπα Ρώμης Ιωάννη Παύλο τον Β΄ το έτος 1995, για να ερευνηθεί και να διασαφηνιστεί «η περί του Filioque πατροπαράδοτος διδασκαλία, η περιεχομένη εις την λειτουργικήν διατύπωσιν του λατινικού Πιστεύω» (2).
Στη δική μας έρευνα-γνωμοδότηση μεταφέραμε ή αναφέραμε και τις εξής βασικές διαπιστώσεις ή πορίσματα, τα οποία κρίνουμε χρήσιμο η και σκόπιμο να παραθέσουμε και κατωτέρω:
1) Ότι ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός στην Εγκύκλιό του «Τοις απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένοις Ορθοδόξοις χριστιανοίς» (1440-1) διακηρύσσει: «Και ημείς μεν μετά του Δαμασκηνού (PG 94,824) και των Πατέρων απάντων, την διαφοράν γεννήσεως και εκπορεύσεως αγνοείν ομολογούμεν » (3), ότι δηλαδή μεταξύ της γεννήσεως του Υιού από τον Πατέρα και της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα, δεν είναι γνωστή η διαφορά, την αγνοούμε.
2) Ότι ο λατινικός όρος processio (procedere) είναι γενικότερος του ελληνικού εκπόρευση (εκπορεύεσθαι, πηγάζειν). Το processio σημαίνει και το εκπόρευση, αλλά σημαίνει και την προέλευση γενικως και την έξοδο και τον ερχομό κλπ.
Συγκεκριμένως μάλιστα η «Διασάφησις» (σελ. 11) σημειώνει: «Εκ των όρων των εχόντων σχέσιν προς οιανδήποτε αρχήν, ο όρος processio είναι ο γενικώτερος. Τον χρησιμοποιούμεν δι' οιανδήποτε αρχήν· επί παραδείγματι, λέγομεν ότι η γραμμή προέρχεται από το στίγμα της τελείας (εμόν· δεν λέμε όμως εκπορεύεται), ότι η ακτίς προέρχεται από τον ήλιον (εδώ μπορούμε το εκπορεύεται), ο ποταμός από την πηγήν του (από το βουνό εκπορεύεται, από την εξωτερική πηγή προέρχεται), ως και εις πλείστας όσας άλλας περιπτώσεις».
3) Ότι έτσι έχει γίνει ένα σημαντικό βήμα διασαφηνίσεως, αλλά και αλληλοκατανοήσεως. Η αποδεκτέα ή και αποδεκτή και από τις δύο πλευρές, Ανατολής και Δύσεως, αλήθεια είναι: Ότι το procedere, όπως και το προϊέναι, σημαίνει γενικότερα το προέρχεθαι και διέρχεσθαι και εξέρχεσθαι (4).
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, νομίζουμε ότι αποκτά ιδιαίτερη σημασία και η εξής ομολογία της «Διασαφήσεως» (σελ. 10): «Όπως η λατινική βίβλος (Vulgata και αι προηγούμεναι μεταφράσεις) είχε μεταφράσει το Ιωάν. ιε, 26 (παρά του Πατρός εκπορεύεται) με " qui a Patre procedit ", οι Λατίνοι μετέφρασαν το εκ του Πατρός εκπορευόμενον του Συμβόλου της ΝικαίαςΚωνσταντινουπόλεως με " ex Patre procedentem " (Mansi VII, 112 B). Ούτως, εις τον λόγον της αιωνίας αρχής του Αγίου Πνεύματος, εξισούτο εσφαλμένως αλλ' ακουσίως η περί εκπορεύσεως ανατολική θεολογία και η περί processio δυτική». Η έκφραση ότι «εξισούτο εσφαλμένως αλλ' ακουσίως η περι εκπορεύσεως ανατολική θεολογία και η (με την) περί processio δυτική» αναγνωρίζει και δέχεται την εσφαλμένη εξίσωση από άγνοια του «εκπόρευσις» και του (με το) « processio ».
4) Ότι δεν είναι παντελώς αδικαιολόγητα και τα ακόλουθα φαινόμενα, τα οποία αναφέρονται στην ίδια «Διασάφησιν» (σελ. 111-2): «Ομολογούντες το ’γιον Πνεύμα " ex Patre procedentem ", οι Λατίνοι δεν ηδύναντο, λοιπόν, παρά να υποθέσουν ένα σιωπηλώς υπονοούμενον Filioque, το οποίον θα καθίστατο βραδύτερον κατηγορηματικώς διατυπωμένον εις την λειτουργικήν των απόδοσιν του συμβόλου». Και θα λέγαμε ότι δικαιολογούνταν να υποθέσουν αυτό, επειδή ακριβώς το procedere έχει και την έννοια, όπως είδαμε, του προέρχεσθαι διέρχεσθαι εξέρχεσθαι, την οποία υπονοούσαν οι Δυτικοι.
5) Ότι και Πατέρες της Εκκλησίας δέχονταν το Filioque με το προϊέναι (ή αντίστοιχο), επειδή ακριβώς το προϊέναι procedere είναι γενικότερο, έχει ευρύτερη έννοια από το εκπορεύεσθαι. Έτσι ο Κύριλλος Αλεξανδρείας λέει: «Ότε τοίνυν το Πνεύμα το άγιον εν ημίν γενόμενον, συμμόρφους αποδεικνύει Θεού, πρόεισι δε και εκ Πατρός και Υιού» (Thesaurus, PG 75,585 A). Μας δηλώνει δηλαδή ότι προέρχεται και από τον Πατέρα και από τον Υιό και έρχεται σε μας. Εδώ ο Κύριλλος δεν μιλάει περί της αρχής και εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, αλλά περί της σε μας αφίξεώς του («γενόμενον»), προερχόμενον εκ μέρους του Πατρός και του Υιού.
Ιδιαιτέρως πρέπει να προσεχθεί και να τονιστεί ότι χρησιμοποιείται από τον άγιο Κύριλλο το γενικότερο ρήμα «πρόεισι» και όχι το «εκπορεύεται», που είναι ειδικότερο και κυριολεκτείται για το προσωπικό ιδίωμα του Αγίου Πνεύματος, τ.ε. την εκπόρευσή Του από τον Πατέρα.
Εν πάση περιπτώσει φαίνεται ότι δεν αντιτίθεται ο Κύριλλος στο Filioque, όταν συνοδεύεται με το προϊέναι, τ.ε. με τη γενικότερη έννοια της και προς εμάς ελεύσεως («εν ημίν γενόμενον») και όχι με το εκπορεύεσθαι, τ.ε. με την ιδιαίτερη προσωπική και ειδικότερη έννοια της από τον Πατέρα μόνο εκπορεύσεως και αφετηρίας.
6) Ότι παρόμοια τακτική ακολουθεί και ο Μέγας Αθανάσιος. Έτσι εν συνεχεία ερχόμαστε σ' αυτό που γράφει ο Μέγας Αθανάσιος και μεταφέρει η «Διασάφησις» (σελ. 13, υπ. 4) στην Επιστολή του προς Σεραπίωνα, ΙΙΙ, 1, 33, PG 26,625: «Και το παράδοξον, ώσπερ ο Υιός λέγει, Τα εμά του Πατρός εστιν, ούτως του Πατρός εστι το Πνεύμα το άγιον, όπερ του Υιού είρηται. Αυτός μεν γαρ ο Υιός λεγει· Όταν έλθη ο Παράκλητος, ον εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού».
Και πιο κάτω ο Μέγας Αθανάσιος προσθέτει χαρακτηριστικως: «Ουκούν ει ο Υιός δια την προς τον Πατέρα ιδιότητα, και δια το είναι αυτού της ουσίας ίδιον γέννημα, ουκ έστι κτίσμα, αλλ' ομοούσιος του Πατρός · ούτως ουκ αν είη ουδέ το Πνεύμα το άγιον κτίσμα, αλλά και ασεβής ο λέγων τούτο, δια την προς τον Υιόν ιδιότητα αυτού, και ότι εξ αυτού δίδοται πάσι, και α έχει του Υιού εστιν» (PG 26,625C – 628A).
Με την έκφραση, λοιπόν, «εξ αυτού (του Υιού) δίδοται (το ’γιον Πνεύμα πάσι (ανθρώποις)» καθίσταται σαφές ότι μιλάει για «μετάδοση» του Αγίου Πνεύματος με τη γενική και εν χρόνω έννοια («πάσι ανθρώποις», εφ' όσον δηλαδή υπάρχουν άνθρωποι) και όχι για την προαιώνιο και προ ακόμη της δημιουργίας του ανθρώπου εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Τούτο άλλωστε και τονίζει με το να λέει πιο πάνω: «το Πνεύμα της αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται».
Έτσι φαίνεται ότι ούτε ο Μέγας Αθανάσιος αντιτίθεται στο Filioque, όταν συνοδεύεται με το δίδοται ή με το αντίστοιχο προς αυτό ρήμα, προέρχεται (procedit), και όχι με το εκπορεύεται.
7) Ότι, όταν απαγγέλλουν οι Δυτικοί το Σύμβολο της Πίστεως στα λατινικά, όταν δηλ. χρησιμοποιείται το γενικότερο «προϊέναι» procedere, αντί του ειδικού εκπορεύεται, τότε, θα λέγαμε, αναγκάζονται να προσθέτουν και το Filioque, επειδή πράγματι το ’γιο Πνεύμα προέρχεται (εξέρχεται προς τους ανθρώπους) και από τον Πατέρα και από τον Υιό, σύμφωνα με εκείνα που διαπιστώσαμε στο χωρίο Γαλ. 4,6 (στο Γ΄ Τμήμα της γνωμοδοτήσεως) και από τις γνώμες των Πατέρων (στο Δ΄), ενώ όταν το απαγγέλλουν στα ελληνικά, τότε ορθώς δεν θέτουν το Filioque
Πλην όμως δεν μπορούμε να επαναπαυόμαστε στην ανεπιτυχή αντικατάσταση του όρου «εκπορευόμενον» με το procedentem και τη βεβιασμένη προσθήκη του Filioque στα λατινικά. Όπως επίσης δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και το ενδεχόμενο μιας υποκρυπτόμενης αναζητήσεως ως προς το θέμα της διατυπώσεως και ομολογίας της προελεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ (δια) του Υιού κατά την μετά Χριστόν εποχή.
8) Ότι η συνείδηση του πληρώματος, όπως και η συμφωνία των Πατέρων της Εκκλησίας μας, διαφυλάσσουν και συγκρατούν την αλήθεια: Εφ' όσον, όταν εκφωνείται το Σύμβολο της Πίστεως στα ελληνικά, με το «εκπορεύεται» περί του Αγίου Πνεύματος αποδίδεται ενσυνειδήτως στον Πατέρα η εκπόρευσις και όχι και στον Υιό, ενώ, όταν εκφωνείται στα Λατινικά με το procedere (= προϊέναι), τότε τίθεται και το Filioque, γιατί, όπως είδαμε, προέρχεται και από τον Υιό, τούτο σημαίνει ότι το σύνολο της Εκκλησίας δεν λαθεύει. Ή αλλιώς, αγρυπνεί και απαιτεί την ορθή διατύπωση της αλήθειας.
9) Ότι η ανάθεση εκ μέρους του Πάπα Ιωάννου Παύλου του Β΄ ενώπιον του Πατριάρχου Βαρθολομαίου του Α΄ το 1995 στο Ποντιφικό Συμβούλιο συντάξεως και εκδόσεως αυτής της «Διασαφήσεως» είναι γεγονός ανάλογο της άρσεως των αναθεμάτων, που έλαβε χώραν το 1965, από τους Προκαθημένους Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, Αθηναγόρα τον Α΄ καί Παύλον τον ΣΤ΄.
10) Ότι συνεπές και επάναγκες είναι να δρομολογηθούν, να γίνουν οι απαραίτητες διεργασίες, διορθώσεις και επανορθώσεις, αν θέλουμε..
Β
Γράψαμε στο προηγούμενο άρθρο ότι πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες διορθώσεις, αν θέλουμε.. Εν συνεχεία ερχόμαστε στο εξης ζήτημα: Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι πραγματοποιούνται οι απαραίτητες διορθώσεις π.χ. στην Καινή Διαθήκη της λατινικής μεταφράσεως-εκδόσεως, όπως και των άλλων μεταφράσεων στις διάφορες γλώσσες. Ωστόσο τίθεται σειρά δικαιολογημένων ερωτημάτων: Αρκεί αυτό για μια πλήρη συνεννόηση, προσέγγιση και ενότητα των χριστιανών Ανατολής και Δύσεως; Τι θα γίνει με το Σύμβολο της Πιστεως, το οποίο πρέπει να είναι ένα ενωτικό στοιχείο; Θα αρκεί και εκεί μία αντικατάσταση του procedentum με το emanantum (πηγάζειν) με μία παράλληλη απάλειψη του Filioque από τη λατινική εκδοση και τις ανάλογες αλλόγλωσσες εκδόσεις ή θα χρειάζεται και κάτι άλλο;
Εξ άλλου θα ικανοποιεί και θα επαναπαύει μία διόρθωση το πλήρωμα της Δυτικής Εκκλησίας – χωρίς να αποκλείεται και τμήματος της Ανατολικής; Δεν θα φέρει τούτο μία τουλάχιστον αναστάτωση στο πλήρωμα της Δυτικής Εκκλησίας, στις συνειδήσεις και τις συνήθειες των πιστών της; Μήπως το πλήρωμά της απαιτήσει από μέρους της εκκλησιαστικής ηγεσίας πειστικές εξηγήσεις για την αλλαγή της μέχρι τούδε πολυχρόνιας θέσεως και στάσεώς της και τις λειτουργικές συνήθειές της με κίνδυνο απώλειας της εμπιστοσύνης του προς αυτήν; Μήπως έχουμε εξεγέρσεις και αποσκιρτήσεις από αυτήν; Διαβλέπουμε δηλαδή και πιθανές αδιεξόδους της Ρωμαιοκαθολικής ηγεσίας, αλλά και απαραίτητες αναζητήσεις μιας διεξόδου.
Από την άλλη πλευρά δεν μπορούμε επίσης να παραβλέψουμε και προσπάθειες της Ανατολικής εκκλησιαστικής ηγεσίας στη διαφώτιση του πληρώματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τη διατήρησή του μέσα στους κόλπους της. Αυτό διαφαίνεται και από την έκδοση διαφόρων ομολογιακών «Τόμων» ή εγκυκλίων, όπως και από τη σύγκληση σχετικών Συνόδων. Μην ισχυριστεί κάποιος ότι η αφειδής παράθεση πατερικών γνωμών σ' αυτές, όπως επίσης και η μεγάλη εκταση των Τόμων των εν λόγω Συνόδων ή των εκκλησιαστικών εγκυκλίων δεν είναι μία εκδήλωση και από την πλευρά της, έστω ασυνειδήτως, αναζητήσεως ή εμπεδώσεως του ορθού σχετικά και με την εκπόρευση, την αποστολή και τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος. Μην αντιτείνει κανείς ότι δεν διαφαίνεται μια έντονη ποιμαντική μέριμνα για την ορθή και ακριβή και πλήρη διατύπωση της αλήθειας και τη διαφύλαξη των χριστιανών από εσφαλμένες διαδόσεις και παρεκκλίσεις και αποχωρήσεις ή απομακρύνσεις αυτών από την Ορθόδοξη Εκκλησία και διδασκαλία.
Δεν παραβλέπουμε, λοιπόν, και τους πιθανούς ενδοιασμούς ή και τις αδιεξόδους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αλλά διαβλέπουμε και τη μέριμνα της Ορθόδοξης εκκλησιαστικής ηγεσίας στην προσφορά της αλήθειας. Πάντως και τα δύο μαρτυρούν όχι μόνο μία αναζήτηση, αλλά και μία προετοιμασία του εδάφους και του κλίματος για μια ακόμη και συνοδική συνεργασία μεταξύ Ανατολης-Δύσεως σχετική με την εκπόρευση, προέλευση και έλευση του Αγίου Πνεύματος.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων θα μπορούσε, λοιπόν, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δια μέσου του Πάπα:
α) Να ζητήσει και από (την) αντίστοιχη συνοδική επιτροπή της Ανατολικής Εκκλησίας κάτι ανάλογο με αυτό που ζήτησε από το Ποντιφικό Συμβούλιο.
β) Να ζητήσει εν καιρώ τη σύγκληση μιας Οικουμενικής Συνόδου προς συζήτηση ή και διατύπωση κειμένου, Όρου ή άρθρου, «για την κατά και μετά την Πεντηκοστή έλευση δαψιλώς του Αγίου Πνεύματος» στους Αποστόλους και την Εκκλησία, εφ' όσον αλλωστε στο Σύμβολο της Πίστεως υπάρχει έλλειψη περί αυτού, τουλάχιστον φαινομενικώς.
γ) Ίσως, εάν δεν ευοδούται ή καθυστερεί να πραγματοποιηθεί το αίτημα αυτό, να προτείνει στην Ανατολή προηγουμένως τη σύγκληση π.χ. μιας Πανορθόδοξης Συνόδου για τον επίσημο καθορισμό και την αντιδιαστολή μεταξύ εκπορεύεσθαι και προϊέναι-προέρχεσθαι (procedere ), καθώς και τη σύνταξη ενός σχετικού συντόμου περιεκτικού κειμένου-άρθρου.
Έτσι θα υπάρχει και δογματικό θέμα να ασχοληθεί η Πανορθόδοξη Σύνοδος, καθώς θα αποκτήσει και βασικό νόημα συγκλήσεώς της. Ίσως αυτό σημαίνει ή περιμένει και η συνεχής αναβολή της συγκλήσεως της Πανορθόδοξης Συνόδου, η οποία τόσα χρονια (συ)ζητείται και ακόμη δεν πραγματοποιείται.
Βεβαίως κοντά σ' αυτήν την αιτία της συνεχούς αναβολής, καθ' ημάς, υποκρύπτεται και το δίλημμα εκείνο που είχαμε γράψει άλλοτε στα περιοδικά «Επίσκεψις» και «Στύλος Ορθοδοξίας». Ότι δηλ. η μη πραγματοποίηση οφείλεται και στο εξής δίλημμα: Αν η Πανορθόδοξη Σύνοδος θεωρήσει εαυτήν Οικουμενική, τότε de facto θεωρεί τους Ρωμαιοκαθολικούς εκτός Εκκλησίας. Εάν θεωρήσει εαυτήν τοπική, τότε δεν μπορεί να απαιτήσει το αλάθητο.
δ) Στη συνέχεια μπορεί να αποδεχτεί και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τις σχετικές αποφάσεις ή προτάσεις της Πανορθόδοξης Συνόδου, ώστε να καταστούν οικουμενικές, κοινό κτήμα της Ανατολής και της Δύσεως, και βάση ενότητάς τους.
Σημείωση 1:
Περισσότερα επ' αυτών έχουμε περιλάβει και περιγράψει σε παλαιότερες μελέτες μας με αφορμή την άρση των αναθεμάτων Ρωμης-Κωνσταντινουπόλεως το έτος 1965. Πρβλ. ιδίως τη μελέτη μας Δια μίαν κανονικήν πορείαν ενότητος (βάσει των θεμελιωδών αρχών του πολιτεύματος της Εκκλησίας). Μελέτη Βιβλική-Κανονική, Αθήναι 1992.
Σημείωση 2:
Προ καιρού έφτασε στα χέρια μας η χριστιανική εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος» (της 232012), στην πρώτη σελίδα της οποίας με κεφαλαία μεγάλα γράμματα αναφέρεται το εξής: «Βατικανόν: Όλαι αι ελπίδες δια την προώθησιν του Οικουμενισμού εις την Πανορθόδοξον Σύνοδον». Στο σχετικό άρθρο, όπως αναφέρει η εν λόγω εφημερίδα, «ο υπεύθυνος δια την Ενότητα των «Εκκλησιών» του Βατικανού, Καρδινάλιος Κουρτ Κοχ παραχώρησε συνέντευξη σε ολλανδική ιστοσελίδα, η οποία αναμεταδόθηκε και από τα ρωμαιοκαθολικά Νέα. net και Rknews net Σ' αυτά τα επικοινωνιακά μέσα «ομολογεί» ο καρδινάλιος Κοχ, όπως γράφει η εφημερίδα, τα εξής: «Η Διεθνής Μεικτή Επιτροπή της Καθολικής και της Ορθοδόξου Εκκλησίας έφθασε σε ένα πολύ δύσκολο σημείο. Τούτο είπε ο Ελβετός Καρδινάλιος Kurt Koch, πρόεδρος του Ποντιφικού Συμβουλίου για την Προώθηση της Ενότητας των Χριστιανών, σε συνέντευξή του στο πρακτορείο ειδήσεων SIR Σύμφωνα με τον καρδινάλιο, ο θεολογικός διάλογος μεταξύ των δύο χριστιανικών ομολογιών, μόνο μπορεί να προωθηθεί αν λάβει χώρα μία Πανορθόδοξος Σύνοδος. Και επανέλαβε: «Η Μεικτή Επιτροπή δεν έχει συμφωνήσει για ένα κοινό έγγραφο σχετικά με το ρόλο του Πάπα στην κοινωνία της Εκκλησίας. «Η πρόοδος στον Οικουμενισμό θα εξαρτηθεί από την Πανορθόδοξο Σύνοδο», δήλωσε ο καρδινάλιος.
Γ
Τα προλεχθέντα, θα έλεγε κάποιος, είναι καλά και ωραία ως προς τα διαδικαστικά, αν και λίγο γενικά. Ωστόσο το φλέγον ερώτημα είναι, τι έχουμε να προτείνουμε πιο συγκεκριμένα ως προς το θέμα της ουσίας, του περιεχομένου και του αντικειμένου ή και του σκοπού της συνοδικής αυτής διαδικασίας. Θα εισέλθει η Σύνοδος στο θέμα ή και δόγμα της (προ)αιωνίου εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος ή ωσαύτως και της προελεύσεώς Του και ελεύσεώς Του σε μας, ή επί πλέον θα διατυπώσει και θα εξαγγείλει και κάποιο, έστω περιεκτικό-συμβολικό, κείμενο για το πλήρωμα της Εκκλησίας; Επ' αυτού θα είχαμε μετά φόβου Θεού και εκκλησιαστικής πίστεως και αγάπης να προσθέσουμε και να υποβάλουμε ευσεβάστως τις εξης παρατηρήσεις-προτάσεις:
Αν θα μελετήσουμε το παραδιδόμενο Σύμβολο της Πίστεως προσεκτικά, συγκρίνοντες τα άρθρα του τα σχετικά με τον Υιό και το ’γιο Πνεύμα, θα λέγαμε:
1) Ότι η έκφραση περί του Υιού «τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων» αντιστοιχεί με την έκφραση «το εκ του Πατρός εκπορευόμενον » περί του Αγίου Πνεύματος.
2) Στην έκφραση όμως περί του Υιού «τον δι' ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρκωθέντα.. » δεν έχουμε αντίστοιχη αναφορά –τουλάχιστον εμφανώς– περί της καθόδου του Αγίου Πνεύματος, μετά την ανάληψη του Ιησού, στους Αποστόλους και την καθόλου Εκκλησία.
3) Ίσως αυτήν την απουσία-έλλειψη, έστω ασυνειδήτως, θέλει να καλύψει ή να υποδείξει και η ανεπιτυχής προσθήκη του Filioque (= και εκ του Υιού) μαζί με το procedentem (= προερχόμενον) στο λατινικό κείμενο. Μήπως υποσημαίνεται δηλαδή ότι η έκφραση αυτή περί του Αγίου Πνεύματος θέλει να αντιστοιχήσει με το «τον δι' ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρκωθέντα», το οποίο λέγεται περί του Υιού;
4) Αλλ' εκτός αυτού και με αφορμή αυτό ειδικότερα στο λατινικό κείμενο του Συμβόλου καθίσταται εμφανές το εξής: Από τη μία πλευρά λέγεται ότι το ’γιο Πνεύμα προέρχεται και εκ του Υιου, γεγονός το οποίο πραγματοποιείται, όπως διαπιστώσαμε στο Γ΄ Μέρος («Εκκλησία», ετ. ΠΘ [2012], σελ. 368-375), μετά την ανάληψη του Χριστού, τ.ε. στη μετά Χριστόν περίοδο. Από την άλλη πάλι πλευρά η δραστηριότητα του Αγίου Πνεύματος περιορίζεται («σταματά» στο κείμενο) μόνο στο «λαλήσαν δια των προφητών» και δεν επεκτείνεται και στους Αποστόλους και την Εκκλησία. Ούτε καν λέγεται το λαλούν δια των προφητών, αλλά το λαλήσαν (= qui locutus est per prophetas). Έτσι πράγματι περιορίζεται η δραστηριότητά Του στην προ Χριστού εποχή. Και έτσι παρουσιάζεται μία ανακολουθία, αν όχι αντίφαση. Ακόμη: Έτσι φαίνεται ότι αγνοείται και η μετάδοση του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους και (δι' αυτών) σε ολόκληρη την Εκκλησία για τη φανέρωση και τη γνώση της αλήθειας.
Ασφαλώς θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει: Και στα ελληνικά, ενώ λέει το Σύμβολο της Πίστεως σε ενεστώτα διαρκείας «εκπορευόμενον», αντιθέτως περί της δράσεως αυτού σταματάει με το «λαλήσαν δια των προφητών». Σταματάει με τον αόριστο, με χρόνο παρωχημένο, παρελθόντα. Λέει μόνον τι έκανε στο παρελθόν. Και θα διερωτάτο κανείς: Γιατί δεν αναφέρεται στο Σύμβολο τι κάνει σήμερα; Γιατί έχει παραλειφθεί, αφού μάλιστα είναι πάντοτε εκπορευόμενον (ενεστώτας διαρκείας); Και το ερώτημα αυτό δεν θέλει μια απάντηση; Βεβαίως και υπάρχει. Πλην όμως αυτό γίνεται ακόμη πιο προκλητικό-χτυπητό στο λατινικό κείμενο. Σ' αυτό λέγεται ότι το ’γιο Πνεύμα προέρχεται, αλλά δεν λέει, αν δρα. Και το ερώτημα: Έρχεται, αλλά δεν δρα, δεν ενεργεί τίποτε;
6) Εν πάση περιπτώσει, για να γίνουμε και πιο σαφείς, επαναλαμβάνουμε: Το λατινικό κείμενο από τη μια πλευρά λέει «προερχόμενον» το ’γιο Πνεύμα και εκ του Υιού, σε ενεστώτα διαρκείας, τ.ε. και σήμερα και τώρα, και από την άλλη πλευρά λέει «το λαλήσαν» (αόριστος), τ.ε. στο παρελθόν. Επομένως έχουμε μία ανακολουθία, ένα ελάττωμα ή ατέλεια διατυπώσεως. Και η ατέλεια αυτή εντυπωσιάζει, γιατί χρησιμοποιείται το «προερχόμενον», το οποίο, όπως είδαμε, (περι)λαμβάνει και την τωρινή προς εμάς κατεύθυνση, ενώ αντιθέτως το «εκπορευόμενον», το οποίο είναι αντίστοιχο του «γεννώμενον», δεν προσδιορίζει χρόνο και κατεύθυνση. Και άρα· στην περίπτωση της χρησιμοποιήσεως του «εκπορευόμενον» έχουμε ένα μόνον ειδικό προσδιορισμό, έστω μερικό, αλλά δεν έχουμε ανακολουθία-αντίφαση ή λογικό ελάττωμα-λάθος. Η διατύπωση είναι ορθή και σαφής.
7) Εφ' όσον οι Ρωμαιοκαθολικοί στο «Πιστεύω» τους χρησιμοποιούν και ομολογούν «το λαλήσαν δια των προφητών» μόνον και δεν αναφέρουν «και δια των αποστόλων», έτσι γνωστοποιούν οτι το Σύμβολό τους αναφέρεται μόνο στην Παλαιά Διαθήκη, στην προ Χριστού εποχή. Αλλά τότε κυριολεκτείται, και αναγκαστικώς ισχύει, μόνο το «εκπορεύεται εκ του Πατρός», ισχύει ασφαλώς η αΐδιος, η προαιώνιος, εκπόρευση από τον Πατέρα και όχι και η μετά Χριστόν προέλευση και από τον Υιό προς εμάς, η οποία εκφράζεται με το προϊέναι. Διαφορετικά, εάν θέλουν να αναφέρεται και η αποστολή του Αγίου Πνεύματος και μετά το Χριστό στους αποστόλους, τότε μήπως πρέπει να θελήσουν να προστεθεί, έστω τώρα, εκ των υστέρων, ως συμπλήρωμα ένα νέο σχετικό άρθρο;
Σημείωση: Στην περίπτωση αυτή θα δικαιολογείται μάλιστα και θα συνδέεται άριστα και με το επόμενο άρθρο του Συμβόλου που μιλάει για «.. μίαν.. αποστολικήν Εκκλησίαν».
8) Γι' αυτό μιλήσαμε παραπάνω για την κάλυψη μιας «ελλείψεως», η οποία έγινε όμως με μία ανεπιτυχή μετάφραση του εκπορευόμενον και με μία βεβιασμένη προσθήκη του Filioque στο 8ο αρθρο του Συμβόλου. Έτσι η ενέργεια-πράξη-επέμβαση αυτή παρουσιάζει και το άρθρο αυτό ως ατελές και εσφαλμένο και συγχρόνως εμποδίζει την κανονική συμπλήρωση του Συμβόλου (π.χ. με ένα νέο ένατο άρθρο ή κάποιο extra όρο). Γι' αυτούς τους λόγους δικαίως οι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων απαγόρευσαν κάθε επέμβαση και παραχάραξη του κειμένου των διαφόρων όρων και κανόνων της Εκκλησίας. Αυτές παρασύρουν, παραπλανούν και συγχρόνως παρακωλύουν την απαραίτητη κατανόηση των αληθειών, ή και των ελλείψεων, καθώς και την κανονική ορθή συμπλήρωση-προσθήκη από την Εκκλησία σ' εκείνα τα κείμενα, τα οποία έχει Αυτή προηγουμένως ορίσει.
Συνεπώς είναι απαραίτητη μία πράξη επανορθωτική ή και συμπληρωματική. Επί πλέον, η ανωτέρω προτεινόμενη διαδικασία, τ.ε. η ανάθεση της διακονίας της αλήθειας στην Ανατολή και η εν συνεχεία συμφωνία και αποδοχή εκ μέρους του Πάπα και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, της σχετικής αποφάσεως θα είναι μία de facto πράξη ενωτική. Θα είναι μία πράξη επανόδου στην τάξη ή και τακτική (στην κατάσταση) της Α΄ Περιόδου της Εκκλησίας των Οικουμενικών Συνόδων της πρώτης χιλιετίας. Έτσι θα έχουμε και την έναρξη της Γ΄ Περιόδου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Εκδόθηκε και ως ανάτυπο με τον τίτλο: Το Πνεύμα του Πατρός (και του Υιού), Αθήνα 2013, σελ. 131.
(2) Η «Διασάφησις» αυτή εκδόθηκε αυτοτελώς σε τέσσερεις γλώσσες το 1996 (εκδ. Typis Vaticanis) και στην ελληνική με τον τίτλο «Το "προϊέναι" του Αγίου Πνεύματος εις την Ελληνικήν και την Λατινικήν παράδοσιν».
(3) Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Α, Εν Αθήναις 19521, σελ. 360 [Εν Αθήναις 1960-2, σελ. 428].
(4) Το ίδιο μπορεί να γίνει δεκτό ότι συμβαίνει και με το exiene, που σημαίνει εξέρχομαι και χρησιμοποιήθηκε ή χρησιμοποιείται από παλαιότερους και από νεότερες μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες για την απόδοση του εκπορεύεσθαι

Παναγιώτη Ι. Μπούμη,
Ομότ. Καθηγητή Παν/μίου Αθηνών
via