425. Η καλοφαγία είναι το πάθος του άφρονος πλουσίου
Και μου φαίνεται ότι το πάθος μοιάζει με το πάθος της ψυχής των καλοφαγάδων· αυτοί προτιμούν να πεθάνουν από τη λαιμαργία τους, παρά να δώσουν στους φτωχούς τα υπολείμματα των φαγητών τους. ’νθρωπε, άκου αυτόν που έδωσε. Σκέψου τον εαυτό σου, ποιός είσαι, τι οικονομείς , από ποιόν πήρες, γιατί έχεις τα πολλά. Έχεις γίνει υπηρέτης του καλού Θεού, οικονόμος των ομοδούλων · μη νομίζεις ότι όλα έχουν δημιουργηθεί για την κοιλιά σου. Να σκέπτεσαι ότι αυτά, που έχεις στα χέρια σου είναι ξένα· σε ευχαριστούν για μικρό χρόνο, έπειτα διαρρέουν σε άλλα χέρια, όπως το απαιτεί με ακρίβεια ο λόγος. Εσύ όμως όλα τα έχεις κλειδαμπαρωμένα· και τα έχεις σφραγίσει, κι επαγρυπνείς και έχεις τον εαυτό σου ως άφρονα σύμβουλο. Τι να κάνω; Εύκολη ήταν η απάντηση, δηλαδή να γεμίσω τις ψυχές αυτών που πεινούν, να ανοίξω τις αποθήκες, και να καλέσω όλους τους φτωχούς. Να μιμηθώ τον Ιωσήφ στο κήρυγμα της φιλανθρωπίας· να φωνάξω μεγαλόψυχα· όσοι στερείσθε το ψωμί ελάτε προς εμένα (Γεν. μζ΄ 11 εξ.), καθώς όλοι μπορούν να γίνουν συμμέτοχοι της θείας Χάριτος, καθώς όλα προέρχονται από κοινές πηγές. Αλλά δεν είσαι τέτοιος εσύ· από πού ήλθες; Εσύ που ευχαριστείσαι με τις διάφορες απολαύσεις, εις βάρος των ανθρώπων, έχεις πονηρές σκέψεις στην ψυχή σου, φροντίζεις να μην μεταδώσεις στον καθένα που έχει ανάγκη, και να κρατήσεις τα πάντα, στερώντας κάθε ωφέλεια στους συνανθρώπους σου ( Λουκ . ιβ΄ 20).
426. Απόφυγε το παράδειγμα του αφρόνος πλουσίου.
Αυτό να μην το πάθεις εσύ. Διότι γι' αυτό έχει γραφεί, για ν' αποφύγουμε να του μοιάσουμε. Μα μιμείσαι τη γη, άνθρωπε· να παράγεις καρπούς όπως εκείνη, για να μη φανείς χειρότερος από αυτήν, που είναι άψυχη. Εκείνη δεν παρήγαγε καρπούς για δική της ευχαρίστηση, αλλά για σένα· εσύ όποιον καρπό παρουσιάσεις της ευεργεσίας, για τον εαυτό σου τον μαζεύεις, διότι οι χάριτες των καλών πράξεων σε αυτούς που τις κάνουν επιστρέφουν. Έδωσες στον πεινασμένο, και δικό σου γίνεται αυτό που έδωσες, με τόκο μάλιστα. Διότι, όπως το σιτάρι που πέφτει στη γη, δίνει κέρδος σ' αυτόν που έσπειρε ( πρβλ . Ιωαν . ιβ΄ 24)· έτσι το ψωμί, που δίδεται στον πεινασμένο, μεγαλύτερη ωφέλεια προσκομίζει σ' αυτόν, που έδωσε το ψωμί στον πεινασμένο αργότερα. Ας είναι για σένα το τέλος της γεωργίας αρχή της επουρανίου σποράς· διότι, λέγει: «Να σπείρετε για τον εαυτό σας δικαιοσύνη» (Ωσ . ι΄ 12». Γιατί λοιπόν ανυπομονείς, γιατί φτιάχνεις με πηλό και πέτρες θησαυροφυλάκια, για να κρύψεις τον πλούτο, φιλονεικώντας ; «Το καλύτερο όνομα είναι καλύτερο και από το μεγαλύτερο πλούτο» (Πρβλ . Παροιμ. κβ΄ 1). Εάν θαυμάζεις τα χρήματα για την τιμή που δίνουν, σκέψου πόσο μεγαλύτερη δόξα θα πάρεις, όταν χιλιάδες παιδιά σε φωνάζουν πατέρα, παρά να έχεις χιλιάδες χρυσά νομίσματα στο βαλάντιό σου. Τα χρήματα θα τ' αφήσεις εδώ, κι ας μη θέλεις, την τιμή όμως από τις καλές πράξεις θα την πάρεις μαζί σου, ενώπιον του Δεσπότου , όταν όλος ο κόσμος, ενώπιον του κοινού κριτού θα πει ότι ήσουν ευεργέτης και διέθρεψες πολλούς και θα σε αποκαλούσαν με όλα τα ονόματα φιλανθρωπίας. Δε βλέπεις στο θέατρο να δωρίζουν τον πλούτο, τους αθλητές του παγκρατίου, τους μίμους και τους θηριομάχους, να χαίρονται με την μικρή τιμή, που δέχονται από τις επιδοκιμασίες των θεατών που σε άλλη περίπτωση θα σιχαινόταν κανείς να τους αντικρίσει; Να μην είσαι κι εσύ τόσο σφιχτός στις δαπάνες, και να μη ζητάς τόσο ταπεινές δόξες! Ο Θεός είναι αυτός που θα σε υποδεχθεί· οι άγγελοι θα σε επιδοκιμάζουν· όλοι οι άνθρωποι, που υπήρξαν από την δημιουργία του κόσμου θα σε μακαρίζουν· αιώνια δόξα, στεφάνι δικαιοσύνης, βασιλεία των ουρανών θα είναι τα τρόπαιά σου αντί για φθαρτά υλικά· τίποτε να μην σε ενδιαφέρει από αυτά, να παραβλέπεις την μέριμνα για τα φθαρτά και υλικά του κόσμου αυτού. Να διαθέτεις τον πλούτο σου ποικίλως , να φροντίζεις και να δίνεις με φιλοτιμία και λαμπρότητα σ' όσους έχουν ανάγκη. Έχει λεχθεί για σένα· «Σκόρπισε, έδωσε στους φτωχούς· η δικαιοσύνη του θα μένει αιώνια» (Ψαλμ. ρια΄ 9). Να μην είσαι πολυδάπανος, προσθέτοντας νέες δαπάνες. Να μην περιμένεις ελλείψεις σιταριού, για ν' ανοίξεις τις αποθήκες σου. Διότι, αυτός που υπερτιμά το σιτάρι είναι λαοκατάρατος (Παροιμ. 11, 26). Να μην περιμένεις την πείνα ως χρυσό ούτε την φτώχεια του λαού ως δικό σου πλούτο. Να μην εκμεταλλεύεσαι τις ανθρώπινες συμφορές· να μην κάνεις την πρόσκαιρη οργή του Θεού ως αιτία, για να πλουτίσεις. Να μην ξύνεις τα τραύματα όσων έχουν πληγεί από την μάστιγα της συμφοράς. Εσύ μόνο το χρυσό βλέπεις κι όχι τον αδελφό σου. Και γνωρίζεις το χάραγμα του νομίσματος και μπορείς να διακρίνεις εάν είναι κάλπικο, τις δε ανάγκες του αδελφού σου αγνοείς τελείως.
427. Η ψυχική αγωνία του φτωχού και ο πλούσιος
Πώς να θέσω υπόψη σου τα πάθη του φτωχού; Εκείνος, κοιτάζοντας μέσα του (το σπίτι του) βλέπει ότι δεν έχει χρυσό δικό του, ούτε θ' αποκτήσει ποτέ· σκεύη και περιουσιακά στοιχεία έχει όσα μπορεί να αποκτήσει ένας φτωχός κι έχουν λοιπόν μικρή αξία, όσο αξίζουν λίγοι οβολοί όταν εκποιηθούν. Τι λοιπόν; Στα παιδιά λοιπόν το βλέμμα σου, ώστε να τα πουλήσεις για να βρεις παρηγοριά στον θάνατο. Να σκεφθείς εδώ την πατρική αγωνία, πολεμώντας την πείνα να έρχεται σε σύγκρουση με την πατρική στοργή. Αυτή απειλεί με τον θάνατο, η φυσική στοργή ακολουθεί θέλοντας να πεθάνει μαζί με τα παιδιά· και πολλές φορές όρμησε ο θάνατος, και πολλές φορές εμποδίσθηκε , στο τέλος κρατήθηκε πιεσθείς από την αναγκαία και απαραίτητη βοήθεια. Και τι θα σκέπτεται ο πατέρας; Ποιόν βλέπει πιο ευχάριστα ο σιτοπώλης; Να έλθω στο μεγαλύτερο; Αλλά σέβομαι τα πρεσβεία του. Αλλά στο νεώτερο ; Τον λυπάμαι που είναι μικρός και που δεν συνειδητοποιεί τις συμφορές. Αυτός είναι επιμελής στα μαθήματά του και διασώζει τους χαρακτήρες των γονέων του. Ν' αποφεύγεις την αμηχανία. Τι να γίνω; Ποιόν να πλησιάσω; Ποιά ψυχή θηρίου ν' αναλάβω; Πώς να λησμονήσω τη φύση; Εάν όλους όσους πλήττονται από συμφορές κοιτάξω. Εάν ένα σκέπτομαι, με τι μάτια να κοιτάξω τους πονεμένους , είμαι ήδη ύποπτος για έλλειψη εμπιστοσύνης; Πώς θα κατοικήσω στο σπίτι μου, το οποίο έκανα άτεκνο για τον εαυτό μου; Πώς να έλθω στο τραπέζι, έχοντας τα αγαθά με τέτοια αιτία; Κι αυτός, που έχασε το πιο αγαπημένο του παιδί έρχεται με χίλια δάκρυα· εσένα δε σε συγκινεί το πάθος, δε σκέπτεσαι τη φύση; Αλλ ' η πείνα συνέχει τον εξαθλιωμένο, εσύ τον ειρωνεύεσαι και αναβάλλεις τη σωτηρία του, κάνοντας πιο μακρόχρονη τη συμφορά του. Κι αυτός υποσιτίζεται και σκελετώνεται λόγω ελλείψεως των τροφών, το χέρι σου όμως δεν ναρκώνεται από αυτές στις συμφορές, αντιθέτως αγωνίζεσαι για να κερδίσεις περισσότερο, και φιλονικείς θέλοντας να δώσεις λιγότερα, κερδίζοντας περισσότερα, επιβαρύνοντας τη συμφορά του εξαθλιωμένου. Κανένα δάκρυ και κανείς στεναγμός της καρδιάς δε σε μαλακώνει· αλλά είσαι άκαμπτος και αμείλικτος. Όλα τα βλέπεις για χρυσό, όλα τα φαντάζεσαι ως χρυσό... Δεν σκέπτεσαι τη φύση; Αλλά ο λιμός συνέχει τον εξαθλιωμένο, εσύ αναβάλλεις τη συμφορά σου και τον ειρωνεύεσαι, επιμηκύνοντας το χρόνο της συμφοράς του.
428. Είναι καρποφόρος ο πλούτος που ωφελεί όλους
Αλλά ο άμυαλος πλούσιος συνοδεύεται από τον σκοπό των κακών σκέψεών του· εσείς, όμως, αν πιστεύσετε σε μένα, θα πετάξετε όλες τις πόρτες των θησαυροφυλάκιών σας, και θα δώσετε διέξοδο στον πλούτο σας· όπως ο μεγάλος ποταμός ποτίζει την καρποφόρο γη με πολλούς παραποτάμους, έτσι κι εσείς, μοιράζοντας σε πολλούς τον πλούτο σας, διασκορπίζεται στα σπίτια των φτωχών. Τα πηγάδια όταν αντλούνται, αργότερα βγάζουν περισσότερο νερό· όταν αφήνονται κλειστά σήπονται· όταν ο πλούτος μένει στάσιμος είναι άχρηστος, όταν κινείται και μεταδίδεται στους άλλους για την κοινή ωφέλεια είναι καρποφόρος. Ω, πόσος θα είναι ο έπαινος από τους ευεργετούμενους, τον οποίο εσύ δεν πρέπει να παραβλέψεις. Πόσος θα είναι ο μισθός από το δίκαιο κριτή στον οποίο εσύ δεν μπορείς ν' απιστήσεις! Παντού το παράδειγμα του κατηγορουμένου πλουσίου θα σε συναντά· ο οποίος φυλάσσοντας τα παρόντα, αγωνιώντας γι' αυτά που ελπίζει ν' αποκτήσει, και χωρίς να γνωρίζει αν θα ζήσει αύριο, προααμαρτάνει σήμερα για την αυριανή μέρα. Δεν ήρθε ο ζητιάνος κι αυτός του έδειξε την αγριότητά του· δε συγκέντρωσε τους καρπούς, κι ήδη το αμάρτημα της πλεονεξίας.
429. Είδος πλεονεξίας.
Είδος πλεονεξίας, χειρότερο, είναι να μην δίνεις στους φτωχούς ούτε από τα πιο φθαρτά. Ποιόν, λέγει, αδικώ κρατώντας τα δικά μου; Ποιά , πες μου, είναι τα δικά σου; Από πού τα έλαβες και τα έφερες στη ζωή;
430. Το ψωμί είναι του πεινασμένου
Μήπως γυμνός δεν βγήκες από την κοιλιά της μητέρας σου; Μήπως γυμνός και πάλι δε θα γυρίσεις στη γη; Τα παρόντα από πού ήρθαν σε σένα; Αν λες της τύχης, είσαι άθεος, καθώς δεν γνωρίζεις τον Δημιουργό, και δεν ευχαριστείς Αυτόν που σου τα έδωσε· αν ομολογείς ότι είναι από τον Θεό, πες μας τον λόγο για τον οποίο τα πήρες. Μήπως είναι άδικος ο Θεός, ο Οποίος μοιράζει άνισα σε μας τον πλούτο; Γιατί εσύ να πλουτίζεις, εκείνος να πεινά όμως; Ή μήπως, για να δεχθείς εσύ το μισθό της χρηστότητας και της πιστής οικονομίας, ενώ εκείνος έτσι τιμάται με τους μεγάλους άθλους της υπομονής; Εσύ, όμως. Περιλαμβάνοντας όλα στους κόλπους της πλεονεξίας, νομίζεις ότι δεν αδικείς κανέναν αποστερώντας του αυτά; Ποιός είναι ο πλεονέκτης; Εσύ δεν είσαι αποστερητής ; Αυτά που δέχθηκες, δεν τα ιδιοποιήθηκες; Ή αυτός, που γδύνει τον ντυμένο δεν καλείται λωποδύτης· αυτός, που δεν ντύνει τον γυμνό, ενώ μπορεί να το κάνει, δεν είναι άξιος κάποιου κακού χαρακτηρισμού; Το ψωμί που έχεις στα χέρια σου είναι του πεινασμένου· του γυμνού, το ρούχο που φυλάσσεις στις αποθήκες· του ξυπόλυτου τα παπούτσια τα οποία σαπίζουν στα ντουλάπια σου· αυτού που έχει ανάγκη από τα χρήματα, τα αργύρια, που φυλάσσεις. Ώστε τόσους πολλούς αδικείς, όσους μπορείς να βοηθήσεις.
Μεγάλου Βασιλείου
Κοινωνική διδασκαλία Ελλήνων Πατέρων
εκδ . Αποστολικής Διακονίας,
Αθήνα 1998, σελ. 425-431
Αθήνα 1998, σελ. 425-431
Μτφρ . Χρ. Σ. Γαρνάβου
και Δημ . Στ. Αθανασόπουλου,
και Δημ . Στ. Αθανασόπουλου,
επιμέλεια Ν. Θ. Μπουγάτσου