Το ζήτημα
 της ανθρώπινης σεξουαλικότητας
 σύμφωνα με τις
 αρχαίες βιβλικές παραδόσεις

Δεν υπάρχει αµφιβολία ότι το ζήτηµα της ανθρώπινης σεξουαλικότητας αποτελεί βασικό θέµα της χριστιανικής πνευµατικότητας, όπως δεν υπάρχει αµφιβολία ότι οι όποιες τοποθετήσεις των διάφορων χριστιανικών πνευµατικών κύκλων και τάσεων πάνω στο θέµα αυτό αποτελούν µόνιµο σηµείο τριβής τόσο στις σχέσεις των κύκλων αυτών µεταξύ τους όσο και µε τη σύγχρονη κοινωνία.

 Είναι εντούτοις αξιοσηµείωτο ότι η βιβλική βάση στήριξης των διάφορων τοποθετήσεων είναι στις περισσότερες περιπτώσεις ασθενής έως ανύπαρκτη. Αυτή η απουσία βιβλικής βάσης εξηγείται εύκολα, αν ληφθεί υπόψη ότι η ερωτική πράξη και επιθυµία αντιµετωπίζεται στα περισσότερα βιβλικά κείµενα ως µια φυσική ανθρώπινη εκδήλωση, που δεν αξιολογείται ηθικά, παρά µόνον εφόσον δηµιουργεί πρόβληµα στις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων µεταξύ τους. Στις αρχαίες αφηγηµατικές παραδόσεις του Ισραήλ περιγράφονται συχνά σκηνές όπου η γενετήσια ορµή φαίνεται να παίζει σηµαντικό ρόλο, η ίδια η πράξη όµως δεν περιγράφεται σαν αµαρτία.

Ο Αβραάµ, για παράδειγµα, δεν είχε πρόβληµα να παραχωρήσει τη γυναίκα του στον φαραώ µε αντάλλαγµα την προσωπική του ευηµερία ( Γεν 12:10-20), ενώ ο Νάθαν ελέγχει τον Δαβίδ, όχι επειδή έκανε έρωτα µε τη Βηρσαβεέ αλλά, για τον τρόπο που χειρίστηκε τις συνέπειες της πράξης του ( Β΄Σα 12:1-14) και κατά παρόµοιο τρόπο ο γιος του Δαβίδ, ο Αµνών, δεν τιµωρείται επειδή βίασε την ετεροθαλή αδελφή του, τη Θηµάρ, αλλά επειδή µετά την πράξη του την εγκατέλειψε και αρνήθηκε να την αποκαταστήσει ( Β΄Σα 13:1-29). Ανάλογα ισχύουν και από την πλευρά των γυναικών. Η Θάµαρ δεν διστάζει να υποδυθεί την πόρνη, προκειµένου να αποκτήσει παιδί από τον πεθερό της, τον Ιούδα ( Γεν 38) και η Ρουθ, µε τη συµβουλή, µ άλιστα, της πεθεράς της, παρασύρει σεξουαλικά τον Βοόζ, ώστε να την παντρευτεί ( Ρου 3). Πουθενά στη Βίβλο δεν αξιολογείται αρνητικά η πράξη του Ιούδα να κοιµηθεί µε µια πόρνη, ούτε η πράξη της νύφης του να τον εξαπατήσει 1 . 

Άλλωστε, τόσο η Θάµαρ όσο και η Ρουθ µνηµονεύονται στον γενεαλογικό κατάλογο του Ιησού Χριστού που παρατίθεται στο Ματ 1, µαζί µε την πόρνη Ραάβ και τη µοιχαλίδα Βηρσαβεέ. Παρ’ όλα αυτά, απουσιάζει από τα αρχαία βιβλικά κείµενα, µέχρι την ελληνιστική περίοδο, η µορφή µιας γυναίκας τύπου femme fatale· η Δαλιδά, σε αντίθεση µε την εικόνα που έχει επικρατήσει γι’ αυτήν στη δυτική τέχνη, δεν χρησιµοποιεί το σεξ ως όπλο για να αποσπάσει από τον Σαµψών το µυστικό του αλλά τη γκρίνια ( Κρι 16:16) και η Ιαήλ, σε αντίθεση µε την Ιουδίθ της ελληνιστικής περιόδου που χρησιµοποιεί τα σεξουαλικά της θέλγητρα για να παρασύρει και να σκοτώσει τον στρατηγό του εχθρού Ολοφέρνη, εξαπατά τον Σισάρα µε την προσφορά τροφής ( Κρι 4:17-22). Σε αντίθεση µε τα αφηγηµατικά κείµενα, οι συλλογές νοµικών διατάξεων που περιέχονται στην Πεντάτευχο εµφανίζουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον έλεγχο της σεξουαλικής συµπεριφοράς.




Προσεκτικότερη ανάγνωση των κειµένων αυτών όµως καθιστά αµέσως σαφές ότι το ενδιαφέρον αυτό δεν είναι θρησκευτικό αλλά κοινωνικό. Καθώς η δηµιουργία ισχυρών οικογενειακών δεσµών θεωρείται ουσιαστική για την επίτευξη της κοινωνικής ευηµερίας, το σεξ ως ο κατεξοχήν παράγοντας συνοχής της γαµήλιας σχέσης εµπίπτει στα άµεσα ενδιαφέροντα του νοµοθέτη.

Το κοινωνικό ενδιαφέρον για το συζυγικό σεξ αντικατοπτρίζεται στην προτροπή του Δευτερονοµίου για απαλλαγή ενός έτους από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των νεόνυµφων ανδρών, προκειµένου να ευχαριστήσουν τις γυναίκες τους. Όταν είναι κανείς νιόπαντρος, δεν θα πηγαίνει στην εκστρατεία και δεν θα του ανατίθεται καµιά δηµόσια υπηρεσία· για ένα χρόνο θα είναι ελεύθερος, για να µείνει σπίτι του και να κάνει ευτυχισµένη τη γυναίκα που πήρε 2. Ισχυρές οικογένειες προϋποθέτουν σεξουαλική πιστότητα, ιδιαίτερα από την πλευρά της γυναίκας 3, και για τον λόγο αυτόν η µόνη ποινή που προβλέπεται για την περίπτωση της µοιχείας είναι ο θάνατος.

 Πέρα από το ενδιαφέρον για περιουσιακά δικαιώµατα, η απαίτηση για σεξουαλική αποκλειστικότητα των γυναικών συζύγων απέβλεπε στο να προφυλάξει τις παντρεµένες γυναίκες από τη δηµιουργία δεσµών που θα µπορούσαν να αδυνατίσουν την οικογενειακή ενότητα. Έτσι, η γυναικεία σεξουαλική συµπεριφορά κατέστη βαθµιαία ζήτηµα δηµόσιου ενδιαφέροντος, που υπερέβαινε τη δικαιοδοσία του επικεφαλής της οικογένειας, και γι’ αυτόν προφανώς τον λόγο δεν υπάρχει στη Βίβλο κάποια διάταξη που να προβλέπει το ενδεχόµενο συγχώρεσης της απιστίας από τον απατηµένο σύζυγο. 

Αυτό το συνεχώς αυξανόµενο δηµόσιο ενδιαφέρον για τον έλεγχο της σεξουαλικής συµπεριφοράς αντικατοπτρίζεται στις διατάξεις του Δευτερονοµίου, σύµφωνα µε τις οποίες οι πρεσβύτεροι της πόλης καλούνται να αποφανθούν για την παρθενία ή µη µιας κοπέλας (22:13-21), και ένας πατέρας στερείται του δικαιώµατός του να αρνηθεί ως γαµπρό του τον βιαστή της κόρης του, εφόσον αυτός δεχτεί να πληρώσει το προβλεπόµενο αντίτιµο (22:28-29) 4. Όλες οι προσπάθειες νοµοθετικής ρύθµισης των σεξουαλικών σχέσεων µαρτυρούν αναγνώριση του αποφασιστικού για τη συνοχή της κοινωνίας ρόλου της σεξουαλικότητας, πουθενά στη Βίβλο όµως δεν φαίνεται να της αποδίδεται κάποια µεταφυσική διάσταση, ούτε από κάποιο βιβλικό κείµενο προκύπτει ότι αυτή θα µπορούσε να θεωρηθεί πηγή όλων των δεινών της ανθρωπότητας, όπως επιχειρείται να παρουσιαστεί από µεταγενέστερες ιουδαϊκές και χριστιανικές ερµηνευτικές προσπάθειες. 

Είναι αξιοσηµείωτο ότι και οι σχετικές µε την αιµοµιξία, την οµοφυλοφιλία και την κτηνοβασία διατάξεις του Λευιτικού ( κεφ 18) αιτιολογούν την απαγόρευση των συγκεκριµένων πρακτικών µε το επιχείρηµα πως αυτές αποτελούν έθιµα των Αιγυπτίων και των Χανααναίων, από τους οποίους ο Ισραήλ όφειλε να διαφοροποιηθεί, προκειµένου να διατηρήσει στην κατοχή του τη Χαναάν. Η απουσία µεταφυσικής διάστασης στη θεώρηση της σεξουαλικότητας σχετίζεται προφανώς µε τη µονοθεϊστική, καθώς δεν υπάρχει σεξουαλικότητα στη σφαίρα του ενός και µοναδικού Θεού. Αν και ο Θεός περιγράφεται ως αρσενικός, δεν ε µφανίζεται ποτέ να εκπροσωπεί την αρρενοπρέπεια µε τη σεξουαλική κατανόηση του όρου, ούτε ταυτίζεται ποτέ µε φαλλικά σύµβολα.

Ακόµη και στην περίπτωση που για την περιγραφή των σχέσεων του Θεού µε τον Ισραήλ χρησιµοποιείται από τους προφήτες η εικόνα του γάµου, απουσιάζει από τη γλώσσα η ερωτική ορολογία. Συνέπεια της έλλειψης σεξουαλικότητας στον χώρο του θείου είναι ο πλήρης διαχωρισµός της ερωτικής από τη λατρευτική ζωή, µε αποτέλεσµα στις σχετικές µε την τελετουργική καθαρότητα διατάξεις να περιλαµβάνεται και η αποχή από το σεξ πριν από τη συµµετοχή στη λατρεία. Αυτό εξηγεί την αδυναµία των ερευνητών να αποδείξουν την ύπαρξη στον βιβλικό Ισραήλ κάποιου αντίστοιχου προς την ιερή πορνεία των γειτονικών του λαών θεσµού.



 Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η προσπάθεια της ιουδαϊκής και της χριστιανικής ερµηνευτικής των πρώτων µ.Χ. αιώνων να συνδέσουν την εκδίωξη των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο µε τη γενετήσια σχέση θα πρέπει να αναζητηθεί στις ασκητικές τάσεις της εποχής και στη θεώρηση των βιβλικών αφηγήσεων για τον παράδεισο και την πτώση ως αναφορών σε ιστορικά γεγονότα.

 Το αβάσιµο της υπόθεσης αυτής αποδεικνύεται από την ίδια τη συνάφεια του κειµένου, καθώς οι σεξουαλικές σχέσεις άνδρα και γυναίκας προβλέπονται από την πρώτη στιγµή της δηµιουργίας του ανθρώπου από τον Θεό ( Γεν 2:18,23-24), αλλά και από τη διαπίστωση ότι πουθενά σε ολόκληρη την Παλαιά Διαθήκη δεν γίνεται οποιαδήποτε θεολογική επεξεργασία των συνεπειών της βρώσης του “ καρπού της γνώσης του καλού και του κακού ” από τους πρωτοπλάστους για την ανθρωπότητα. Τα πορίσµατα της σύγχρονης βιβλικής ερµηνευτικής προσφέρουν τη δυνατότητα διαφορετικής προσέγγισης των αφηγήσεων που περιέχονται στα ένδεκα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου της Γενέσεως, καθώς σήµερα γίνεται γενικά αποδεκτό ότι αυτές δεν αποτελούν επεισόδια µιας ενιαίας ιστορίας, αλλά προέρχονται από διάφορες προφορικές παραδόσεις διάφορων εποχών.




 Η ένταξή τους σε µια ενιαία αφήγηση για την προϊστορία της ανθρωπότητας δεν εξυπηρετεί ιστορικούς, µε τη σύγχρονη σηµασία του όρου, σκοπούς, το ενδιαφέρον δηλαδή του συντάκτη δεν επικεντρώνεται στην παρουσίαση της πορείας του ανθρώπου από την πρωτόγονη κατάσταση στην παλαιολιθική και στη συνέχεια στη νεολιθική εποχή, αλλά κυρίως θεολογικούς στόχους, επιχειρεί δηλαδή να εκθέσει αφηγηµατικά την πορεία των σχέσεων του ανθρώπου µε τον Θεό, καθώς και τις συνέπειες που έχουν αυτές στις σχέσεις των ανθρώπων µεταξύ τους. Στην ενιαία αυτήν παράσταση µπορούν να διακριθούν τρεις σηµαντικοί σταθµοί της πορείας των σχέσεων του ανθρώπου µε τον Θεό, που σηµατοδοτούνται αντίστοιχα από τη βρώση του “ καρπού της γνώσης του καλού και του κακού ”, τους γάµους των “ υιών του θεού ” µε τις “ θυγατέρες των ανθρώπων ” και την οικοδοµή του “ πύργου της Βαβέλ ”. 

Από τη µελέτη όλων των αφηγήσεων της ενότητας των ένδεκα πρώτων κεφαλαίων του βιβλίου της Γενέσεως προκύπτει ότι στόχος του συγγραφέα είναι να καταδείξει πως η διάσπαση των σχέσεων του ανθρώπου µε τον Θεό έχει ως συνέπεια την καταστροφή των σχέσεων σε όλα τα επίπεδα. Η σχέση ισότητας µεταξύ των δύο φύλων (2:23-25) µετατρέπεται σε σχέση υποταγής της γυναίκας στον άνδρα (3:16,20), ενώ ο Κάιν σκοτώνει τον αδελφό του Άβελ (4:8). Μετά τον κατακλυσµό επέρχεται η διάρρηξη άλλης µιας σχέσης, αυτής µεταξύ πατέρα και γιου· ο Νώε καταριέται το γιο του, τον Χαµ (9:25). Τέλος, η προσπάθεια για οικοδοµή του πύργου της Βαβέλ καταλήγει στην πλήρη διάσπαση της ανθρώπινης κοινωνίας, καθώς οι άνθρωποι αδυνατούν πλέον να συνεννοηθούν µεταξύ τους και διασπείρονται σε όλη τη γη (11:9). 

Σε όλες τις περιπτώσεις προηγείται µια ανταρσία του ανθρώπου, µια προσπάθεια να υπερβεί τα όριά του και να επιδιώξει την εξοµοίωσή του µε τον Θεό όχι σε συνεργασία µαζί του αλλά ανταγωνιστικά. Στην πρώτη περίπτωση η επίτευξη της ισοθεΐας φαίνεται δυνατή µε τη απόκτηση της ηθικής αυτονοµίας από τον Θεό ( ο άνθρωπος µπορεί να αποφασίζει µόνος του για το τι είναι καλό ή κακό γι ’ αυτόν ), στη δεύτερη µε τη βιολογική βελτίωση του είδους ( ανάµειξη θεϊκών µε ανθρώπινα όντα ) και στην τρίτη µε την εκµετάλλευση των δυνατοτήτων που παρέχει η τεχνολογική ανάπτυξη ( οικοδοµή πανύψηλου πύργου ).

Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι µια ιστορική ή και ηθική ακόµη προσέγγιση των αφηγήσεων αυτών αλλοιώνει το πραγµατικό τους νόηµα. Στην πρώτη περίπτωση θα αναγκαστεί κανείς να καταλήξει σε παραλογισµούς, αρνούµενος π.χ. την εξέλιξη του πολιτισµού από την παλαιολιθική στη νεολιθική κ.ο.κ. εποχή -γνώσεις που σήµερα υπάρχουν ακόµη και σε βιβλία για µικρά παιδιά- και δεχόµενος ότι ο άνθρωπος από τη στιγµή που εµφανίστηκε στη γη άρχισε να καλλιεργεί τη γη, να χτίζει πόλεις και να παίζει µουσική. Στη δεύτερη περίπτωση, της ηθικής προσέγγισης, όσα ηθικά διδάγµατα και να αντλήσει κανείς από τις αφηγήσεις αυτές, για την αλαζονεία των ανθρώπων, για τον φθόνο, κλπ, δεν παύει να υποβιβάζει τις βιβλικές αφηγήσεις σε διδακτικά παραµύθια.

 Και στη µία όµως και στην άλλη περίπτωση το κείµενο που προσεγγίζεται έτσι παύει αυτόµατα να είναι βιβλικό, αφού προφανώς ο σκοπός του συγγραφέα ήταν άλλος και η Εκκλησία υπό αυτήν την προϋπόθεση το αναγνώρισε ως Αγία Γραφή της.
 Η παραδοχή ότι οι αφηγήσεις που περιέχονται στα ένδεκα πρώτα κεφάλαια της Γενέσεως δεν αποτελούν αναφορές σε ιστορικά γεγονότα του αρχέγονου παρελθόντος, αλλά περιγράφουν καταστάσεις που αναφέρονται στις σχέσεις του ανθρώπου µε τον Θεό, οι οποίες επαναλαµβάνονται συνεχώς µέσα στην ιστορία, αναδεικνύει την επίκαιρη σηµασία τους για τον σύγχρονο αναγνώστη.

 Όπως τότε, έτσι και σήµερα ο άνθρωπος επιχειρεί µε τα ίδια ακριβώς µέσα, την απελευθέρωση από ηθικές δεσµεύσεις , τη βιολογική βελτίωση του είδους του και την εµπιστοσύνη στις δυνατότητες της τεχνολογίας, να πετύχει την απαλλαγή του από το κακό που τον καταδυναστεύει. Οι αφηγήσεις αυτές δείχνουν µε τον πιο γλαφυρό τρόπο ότι κάθε φορά που άνθρωπος νοµίζει ότι έκανε ένα βήµα προόδου απο µακρυνόµενος από τον Θεό, αµέσως διαπιστώνει ότι βρίσκεται σε χειρότερη από την προηγούµενη κατάσταση.

 Η σωτηρία, κατά συνέπεια, που επαγγέλλεται ο Χριστός δεν συνίσταται στην απαλλαγή του ανθρώπου από κάποια υποτιθέµενη αρχέγονη ενοχή, αλλά στη δυνατότητα που παρέχεται στον άνθρωπο να αποκαταστήσει και να αναπτύξει τη σχέση του µε τον Θεό, αποκτώντας έτσι ένα ασφαλές κριτήριο για την ορθή εκτίµηση της θέσης και του ρόλου του µέσα στον κόσµο, ώστε σε συνεργασία µε τον Θεό να πετύχει την ανακαίνιση ολόκληρης της δηµιουργίας.


1 Είναι, µάλιστα, αξιοσηµείωτο, ότι η διεκδίκηση από τη Θάµαρ της αναγνώρισης από τον Ιούδα της σχέσης τους µνηµονεύεται στην ορθόδοξη Ακολουθία του Αρραβώνα ως πράξη αποκατάστασης της δικαιοσύνης: « ... διὰ δακτυλιδίου ἐφανερώθη ἡ ἀλήθεια τῆς Θάµαρ …».
2 Δευ 24:5:

 Πρβλ . Δευ 20:7.
3 Σε όλη την Αρχαία Ανατολή, εποµένως και στον βιβλικό Ισραήλ, οι σεξουαλικές σχέσεις των παντρεµένων ανδρών µε πόρνες ήταν κοινωνικά αποδεκτές· “µοιχεία ” σήµαινε σεξουαλικές σχέσεις µε παντρεµένη γυναίκα.
4 Σε αρχαιότερα νοµοθετικά κείµενα διασφαλίζεται το δικαίωµα άρνησης του πατέρα· βλ . Εξο 22:16.


Καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου
Academia.edu