«Ιδού γέγονε καινά τα πάντα»
(Β' Κορ . 5,17)

Από τις πρώτες ήδη δημόσιες εμφανίσεις Του, ο Κύριος Ιησούς προκαλούσε μοναδική εντύπωση στους ακροατές Του, αφού όλα τα θεία Του ρήματα ήταν λόγια πρωτάκουστα, τα οποία ευαγγελίζοντο την «καινήν κτίσιν» (1) ήταν, μέσα σε μία κοινωνία βυθισμένη σε απελπιστικό σκοτάδι, «ρήματα ζωής αιωνίου» (2.)
Γι' αυτό έκπληκτοι οι ακροατές του, όπως διασώζει ο Ευαγγελιστής Μάρκος, διερωτώντο: «Τι έστι τούτο; Τις η διδαχή η καινή αύτη ;» (3).
Ανάλογη ήταν περίπου και η εντύπωση που προκαλούσε και ο λόγος των ιερών Αποστόλων, όταν, μετά την αγία Πεντηκοστή, υπείκοντες στην εντολή του Διδασκάλου «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» και διασχίζοντας εν μέσω μυρίων αντιξοοτήτων και κινδύνων την τότε οικουμένη, ευηγγελίζοντο ότι δια του Ιησού Χριστού «τα αρχαία παρήλθεν , ιδού γέγονε καινά τα πάντα» (4) - «εν γαρ Χριστώ Ιησού ισχύει καινή κτίσις» (5).
Ένας εκ των πνευματοφόρων και θεοκηρύκων Αποστόλων υπήρξε και ο ' Αγιος Παύλος, ο οποίος, μετά την κλήση της Δαμασκού, έγινε από διώκτης «κλητός Απόστολος Ιησού Χριστού» (6) και θερμουργός και διαπρύσιος κήρυκας του Ευαγγελίου. Περιφέροντας «τα λείψανα της αρρωστίας του» (7) κήρυξε ως το μαρτυρικό του τέλος την «καινήν κτίσιν» (8), «το Ευαγγέλιον της Χάριτος» (9) «μετά πάσης ταπεινοφροσύνης και πολλών δακρύων και πειρασμών» (10) «εν ασθενεία και εν φόβω και εν τρόμω πολλώ» (11) και ο λόγος και το κήρυγμά του ήταν «ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις , αλλ ' εν αποδείξει πνεύματος και δυνάμεως» (12). Ιδιαίτερος δέκτης του σωστικού λόγου του Αποστόλου των Εθνών υπήρξε ο τότε Ελληνόφωνος χώρος και κατ' εξοχήν η σημερινή Ελλάδα και γι' αυτό καθηκόντως κατά την εύσημη αυτή ημέρα, η Εκκλησία της Ελλάδος «εν λόγοις , εν συγγραφαίς , εν νοήμασιν , εν θυσίαις , εν εικονίσμασι» (13), τιμά και γεραίρει το Μέγα Απόστολό της και χειραγωγό της εις Χριστόν . Κατ' εξοχήν πράττει τούτο η Αποστολική Εκκλησία των Αθηνών ευγνωμονώντας, γιατί προ χιλίων εννιακοσίων πενήντα (1950) και πλέον ετών, με θεία καθοδήγηση, κατεύθυνε τα βήματά του και εδώ, στην «κατείδωλον» (14) τότε πόλη μας, «και εν τη συναγωγή και εν τη αγορά» (15) και επισημότερα «εν μέσω του Αρείου Πάγου» (16). Ιστάμενος, δηλαδή στο χώρο, στον οποίο και εμείς αυτή την ώρα ευρισκόμεθα , απεκάλυψε τον «’γνωστο Θεό», τον οποίο, καίτοι ουσιαστικά «αγνοούντες» (17), τιμούσαν οι αρχαίοι αυτοί πρόγονοί μας.
Με την θαυμάσια δημηγορία του από το βράχο αυτό, που συντομότατη περίληψή της μας διέσωσε ο Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων (18) και που μόλις προ ολίγου ακούσαμε και εμείς αναγινωσκόμενη , «ο θεσπέσιος Παύλος» κατά το Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως (19) «το σκεύος της εκλογής», κατά το λόγο του Κυρίου, ο Απόστολος με τη σπάνια οξύνοια, το σπινθηροβόλο βλέμμα, τη μεγάλη ελληνομάθεια και τη δαψιλή γνώση της Παλαιάς Διαθήκης, μίλησε με παρρησία και δύναμη λόγου ου την τυχούσα, πρώτα-πρώτα για την πνευματικότητα του αληθινού Θεού και για το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε παιδιά του, και στη συνέχεια κήρυξε τη νέα πίστη, την «καινήν κτίσιν», ευαγγελιζόμενος τον Κύριο Ιησού και την ανάστασή Του, καλώντας σε μετάνοια και προειδοποιώντας για τη μέλλουσα «εν δικαιοσύνη» (20) κρίση.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Αθήνα είχε να επιδείξει στο ένδοξο παρελθόν της μεγάλη πρόοδο στον τομέα του πολιτισμού και μάρτυρες του γεγονότος αυτού είναι και σήμερα μετά από 25 αιώνες - για να αναφερθώ μονάχα σ' αυτά - τα θαυμάσια αρχιτεκτονήματα και «σεβάσματα» ( 21 ) της Ακροπόλεως και του άστεως , τα τεθησαυρισμένα στα μουσεία μοναδικά γλυπτά, τα παρακείμενα αρχαία θέατρα και ωδεία, όπου εδιδάσκοντο θαυμάσια δραματικά έργα, η Πνύκα, όπου αγόρευαν οι μεγάλοι εκείνοι ρήτορες της κλασικής αρχαιότητος. Είχε ακόμη στο παρελθόν της, πριν τη ρωμαιοκρατία, η Αθήνα, θεσπίσει και το μοναδικής αξίας δημοκρατικό πολίτευμα, όσο και αν αυτό απευθυνόταν μονάχα στους ελευθέρους πολίτες και όσο και αν διεφθείρετο από δημαγωγούς. Είχε, τέλος, η πόλη, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα, σημειώσει και κάποια πρόοδο στην αναζήτηση του αληθινού Θεού, αλλά τα βήματα ήταν πολύ μικρά. Υπήρχαν, όπως είναι γνωστό, οι φορείς του λεγομένου «σπερματικού λόγου», τους οποίους η Χριστιανική Εκκλησία, πρώιμα αναγνώρισε και εξετίμησε ώστε να τους χαρακτηρίζει «Χριστιανούς προ Χριστού», ενώ οι μοναχοί μας, οι κατά τεκμήριο αυστηρότεροι φρουροί της χριστιανικής πίστεως, δεν δίστασαν να τους ιστορήσουν στους νάρθηκες των Εκκλησιών. Σημειώνω ενδεικτικά τον Εμπεδοκλή που ονομάζει «Θεόν το Εν και την Εκείνου ενότητα» (22), τον Αναξαγόρα, που δίδασκε «νους αυτά (=τον κόσμο) διεκόσμησε Θεού» (23), τον Ξενοφάνη, που διεκήρυσσε «εις Θεός (.…..) ούτι δέμας θνητοίσιν ομοίοις ηδέ νόημα» (24), τον Σοφοκλή που έλεγε «εις ταις αληθείαισιν , εις εστί Θεός» (25).
Παρ ' όλα αυτά όμως ο πολύς λαός ζητούσε ανεξέταστα διέξοδο στην τραγική του κατάσταση και στις μεταφυσικές του ανησυχίες στο Δωδεκάθεο του Ολύμπου και ταυτόχρονα και σε μια πληθύ άλλων θεοτήτων που ο θρησκευτικός συγκρητισμός, ιδιαίτερα των ρωμαϊκών χρόνων, είχε συσσωρεύσει , έως το σημείο να έχουν ανιδρυθεί βωμοί τους ακόμη και σ' αυτή την Ακρόπολη. Και εδώ όμως η μια απογοήτευση διεδέχετο την άλλη και οι άνθρωποι απέμεναν ανέστιοι πνευματικά και νήστεις και ηύξανε η επιθυμία τους για τη γνώση του Αληθινού Θεού. Χαρακτηριστικοί είναι οι λόγοι του Σωκράτη, που μας διέσωσε η γραφίδα του Πλάτωνα 400 χρόνια προ Χριστού. Έλεγε μετά τη θανατική καταδίκη του στους Αθηναίους: «Τον λοιπόν βίον καθεύδοντες διατελοίτε αν, ει μη τινα άλλον ο Θεός υμίν επιπέμψειε κηδόμενος υμών» (26).
Η Ελπίδα αυτή εκφράζεται και από ένα άλλο πλατωνικό διάλογο, σύμφωνα με τον οποίο, ο δίκαιος που θα σώσει τον κόσμο, «ήξει ου δια μακρού» (27).
Η έλευση του Χριστού στον κόσμο «εν ημέραις Καίσαρος Αυγούστου» (28), η διδασκαλία Του, η σταυρική θυσία Του, η ανάστασή Του, η ίδρυση της Εκκλησίας ως Ταμιούχου της Θείας Χάριτος, έδιναν σωτήρια απάντηση στην προαιώνια νοσταλγία του ανθρώπου. Και οι ιεροί Απόστολοι είναι διαγγελείς αυτού του γεγονότος, αυτού του μηνύματος της νέας πίστεως, της «καινής κτίσεως».
Πρωτοκορυφαίος ανάμεσα στους αγίους αυτούς Αποστόλους ο ' Αγιος Παύλος. Από τα πολλά και ανεξάντλητα που θα μπορούσαν να αναφερθούν, θα επιχειρήσουμε να εστιάσουμε σε πέντε σημεία.
α) Ο Παύλος υπήρξε ένας από τους Αποστόλους που πρωταγωνίστησε στην εδραίωση του γεγονότος ότι ο Χριστιανισμός δεν αποτελεί μια αίρεση ή μια παραφυάδα του Ιουδαϊσμού, αλλά νέα θρησκεία. Πιστεύοντας ότι οι Απόστολοι είναι διάκονοι Καινής Διαθήκης, «ου γράμματος αλλά πνεύματος, το γαρ γράμμα αποκτέννει , το δε πνεύμα ζωοποιεί» (29), συνέβαλε έγκαιρα και αποφασιστικά στην απόφαση της Αποστολικής Συνόδου των Ιεροσολύμων να μην ακολουθούν οι εξ εθνών Χριστιανοί τα ιουδαϊκά έθιμα: «μηδέν πλέον επιτίθεσθαι βάρος πλην των επάναγκες τούτων» (30). Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία διότι ο Παύλος, όπως ο ίδιος έλεγε, ήταν «Ιουδαίος (.....) πεπαιδευμένος κατά την ακρίβειαν του πατρώου νόμου, Φαρισαίος» (31).
β) Η ευγνώμων μέχρι θανάτου αγάπη του προς τον Χριστό είναι τελεία. Γι' αυτό και διακηρύττει: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα ;» (32).
Ο Σταυρός και όσα αυτός εκφράζει αποτελεί κεντρικό σημείο του κηρύγματός του. Έγραφε στους Κορινθίους «Ημείς κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον , Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον , ' Ελλησι δε μωρίαν , αυτοίς δε τοις κλητοίς , Ιουδαίοις τε και ' Ελλησι , Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν (.....) ου γαρ έκρινα του ειδέναι τι εν υμίν ει μη Ιησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον» (33).
Ο Σταυρός του Κυρίου είναι η προστασία Του και το καύχημά Του: «Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου Ιησού Χριστού, δι ' ου εμοί ο κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω» (34).
γ) Με δύναμη λόγου και ιερό πάθος, ο Παύλος ανέλυσε και εξύμνησε και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, που πρέπει να χαρακτηρίζει τον «καινόν άνθρωπον» (35), τον πιστό της «καινής κτίσεως» (36) και για την οποία τόσο είχε ομιλήσει και ο Χριστός στην λεγόμενη Διαθήκη των Παθών (37). Αγάπη ενδιάθετη, αγάπη θεωρητική και πρακτική, χωρίς υπολογισμούς και χωρίς ανταλλάγματα, με παράδειγμα τη θεία αγάπη. Έγραφε στους Γαλάτες : «Ο γαρ πας νόμος εν ενί λόγω πεπλήρωται εν τω αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (38). Επίσης γνωστός είναι και ο περίφημος «Ύμνος της αγάπης» (39), όπου η αγάπη χαρακτηρίζεται ως το μεγαλύτερο χάρισμα: «Νυνί δε μένει πίστις , ελπίδα, αγάπη, τα τρία ταύτα : μείζων δε τούτων η αγάπη» (40). Έχει γραφεί: «Ο Παύλος έβαλε την αγάπη επάνω από την ελπίδα. Οι άνθρωποι έβαλαν την ελπίδα επάνω από την αγάπη. Αυτό τους συνέφερε πιο πολύ. Η αγάπη ωφελεί τον πλησίον τους, η ελπίδα τον εαυτό τους» (41). Του ιδίου του Αποστόλου μάλιστα τόσο μεγάλη είναι η αγάπη, ώστε να φθάνει στο σημείο να προτιμά να απολεσθεί ο ίδιος από την Ουράνια Βασιλεία, παρά οι κατά σάρκα αδελφοί του, οι Ισραηλίτες: «Λύπη μοι εστί μεγάλη και αδιάλειπτος οδύνη τη καρδία μου. Ηυχόμην γαρ αυτός εγώ ανάθεμα είναι από Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα οίτινες εισίν Ισραηλίται» (42).
δ) Ο μεγάλος Απόστολος κήρυξε με ιερό ζήλο και την ευαγγελική πίστη στην αιωνιότητα, ώστε οι χριστιανοί να μην είναι «καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» (43).
Ο «καινός άνθρωπος» δεν ακολουθεί τη μεταφυσική ασάφεια, τη διαφορετικότητα και τη μελαγχολία του Ομήρου και των λοιπών για τα μετά θάνατον, ούτε, βέβαια το μεταφυσικό μηδενισμό των Επικουρείων και των άλλων ομοϊδεατών τους. Διεκήρυξε ο ιερός Παύλος ότι με το Χριστό και την ανάστασή Του «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (44) και όπως ερμήνευσε ο ερμηνευτής του Παύλου Ιωάννης ο Χρυσόστομος «ο θάνατος ούτος αθανασίας υπόθεσις » (45), «επειδή ήλθεν ο Χριστός και υπέρ ζωής του κόσμου απέθανεν », με συνέπεια «ουκέτι θάνατος, λοιπόν ο θάνατος, αλλά ύπνος και κοίμησις» (46).
Γράφει ακόμα σχετικά σύγχρονος διανοητής: «Πλάϊ στο μήνυμα του θανάτου ακουγόταν και το μήνυμα της αιώνιας ζωής. Στα μεγάλα στρώματα του λαού είχε επικρατήσει πια ο Χριστιανισμός. Μέσ ' από την ίδια την ψυχή των βασανισμένων, των κατατρεγμένων, είχε ξεπηδήσει η δύναμη, που ήταν ταγμένη ν' αναχαιτήσει οριστικά την αποσύνθεση του κόσμου» (47).
ε) Ο ορισμός, τέλος, της Εκκλησίας, ως σώματος με κεφαλή τον Χριστό, είναι ο προσφυέστερος ορισμός της έννοιας της Εκκλησίας, που συνεχίζει το επί της γης έργο του Λυτρωτή. Γράφει σχετικά σπουδαίος δογματολόγος : «Ο Απόστολος Παύλος έδωκε τον επιτυχέστερον χαρακτηρισμόν και προσδιορισμόν της ουσίας της Εκκλησίας, εισαγωγών ημάς εις το μυστήριον της Εκκλησίας, ως μυστικού σώματος του Χριστού, εμψυχωμένου υπό του Αγίου Πνεύματος. Ο Χριστός είναι η ζωοποιούσα «κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας» διότι ο Θεός - Πατήρ «αυτόν έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη Εκκλησία, ήτις εστί το σώμα αυτού, δια δε του αγίου Πνεύματος αποτελεί μεθ ' όλων των χριστιανών μελών του σώματος αυτού μίαν εσωτερικήν , οργανικήν και τελείαν ενότητα, αποτελεί εν ζων σώμα. Οι Χριστιανοί δε δια της πίστεως εις τον Χριστόν και της συμμετοχής των εις το βάπτισμα και την Θείαν Ευχαριστίαν και τα λοιπά μυστήρια ενσωματούνται ως μέρος εις το σώμα του Χριστού και γίνονται «σύμφυτοι» τω Χριστώ» (48).
Μολονότι πέρασαν περίπου δύο χιλιετηρίδες από το κήρυγμα του Παύλου, «οι καιροί» είναι ακόμη «χαλεποί» (49), αφού οι άνθρωποι και μάλιστα οι χριστιανοί, δεν έχουν ακόμη εγκολπωθεί, το Ευαγέλιο της «καινής κτίσεως», η κοινωνική κατάσταση είναι απελπιστική, η αδικία πασιφανής. Όλοι μιλούν για ελευθερία, για δημοκρατία, για δικαιοσύνη και στο όνομά της γίνονται τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Λησμονείται ακόμα το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός αναβιβάζει τον άνθρωπο από τον απλό ουμανισμό στον θεανθρωπισμό, με συνέπεια να υπάρχουν και σήμερα όχι μόνο αλλόθρησκοι μονοθεϊστές, αλλά και νοσταλγοί του αρχαίου Δωδεκαθέου, προφανώς για λόγους αφελούς εντυπωσιασμού και δήθεν ….. μοντερνισμού.
Μπροστά σ' αυτό το φαινόμενο ο Απόστολος Παύλος είναι σήμερα υπέρ ποτέ και άλλοτε επίκαιρος, αφού σ' αυτόν «δαψιλής η Πνεύματος εξεχύθη δωρεά. Όθεν ημίν και τους θαυμαστούς έτεκε ποταμούς» (50).
Με το παράδειγμα της απόλυτης υπακοής και αγάπης του στον Χριστό, με το βαθύτατο σε έννοιες ερμηνευτικό του «Ευαγγελίου της σωτηρίας» (51) κήρυγμά του, μας καλεί να σταθούμε εδραίοι «τη ελευθερία η Χριστός ημάς ηλευθέρωσε» και να μη περιπέσουμε πάλι «ζυγώ δουλείας» (52). Πρόκειται για την ελευθερία εκείνη, για την οποία νεότερος Πατήρ της Εκκλησίας, ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως έγραψε ότι «είναι το βούλεσθαι και πράττειν το αγαθόν, το επιζητείν τον Θεόν και εφιέσθαι της μετά του Θεού κοινωνίας, διότι η ηθική ελευθερία, ούσα ιδιότης της πνευματικής και θείας φύσεως, φύσει βούλεται το αγαθόν και επιζητεί τον Θεόν» (53).

(1) Γαλ . 6, 15 κ.α.
(2) Ιω . 6, 68
(3) Μαρκ . 1, 27
(4) Β' Κορ . 5, 17
(5) Γαλ . 6, 15
(6) Ρωμ . & Κορ . 1, 1 κ.α.
(7) προβλ . Ι. Χρυσοστόμου, Migne 49, 277
(8) Β' κορ . 5, 17
(9) Πράξ . 20, 24
(10) Πράξ . 20, 19
(11) Α' Κορ . 2, 3
(12) Α' Κορ . 2, 4
(13) Συνοδικόν Κυριακής Ορθοδοξίας
(14) Πράξ . 17, 16
(15) Πράξ . 17, 17
(16) Πράξ . 17, 22
(17) Πράξ . 17, 24
(18) Πράξ , 17, 22 - 32
(19) 3ο απόστιχο Εσπερινού 29ης Ιουνίου
(20) Πράξ . 17, 31
(21) Πράξ . 17, 23
(22) Λεων . Φιλιππίδης, Ιστορία της Εποχής της Καινής Διαθήκης, Αθήνα 1958, σελ. 95
(23) Λεων . Φιλιππίδης ό, π.
(24) Λεων . Φιλιππίδης
(25) Λεων . Φιλιππίδης
(26) Πλάτωνος , Απολογία Σωκράτη, 18 / 31Α
(27) Πλάτωνος , Αλκιβιάδης Β, ΧΙΙΙ - Χ IV (150 κ.κ .)
(28) Λουκ . 2, 1
(29) Β' Κορ . 3, 6
(30) Πράξ . 15, 28
(31) Πράξ . 22, 3 και 3, 6
(32) Ρωμ . 8, 35
(33) Α' Κορ . 1, 23 - 24 και 2, 2
(34) Σαλ . 6, 14
(35) Εφεσ . 2, 5
(36) Γαλ . 6, 15
(37) Ιω . 13, 31 - 35 και 15, 17
(38) Γαλ . 5, 12 πρλ . Ματθ . 22, 35, Μαρκ . 12, 3, Λουκ . 10, 27, Ρωμ . 12, 9
(39) Α' Κορ .
(40) Α' Κορ . 13, 13
(41) Παν. Κανελλόπουλος, Ο Χριστιανισμός και η εποχή μας, Αθήνα 2004, 6. 67
(42) Ρωμ . 9, 2 - 3
(43) Α' Θεσ . 4, 13
(44) Α' Κορ . 15, 25
(45) Migne 52, 427
(46) Migne 49, 389
(47) Παναγ . Κανελλόπουλος
(48) Ιωάννης Καρμίρης, Σύνοψις της Δογματικής Διδασκαλίας της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εν Αθήναις 1957, σσ 79 - 80
(49) Β' Τιμ . 3, 1
(50) Ιωάννης Χρυσόστομος, Migne 50, 473
(51) Εφεσ . 1, 13
(52) Γαλ . 5, 1
(53) Νεκτάριος Κεφαλάς , ’παντα, Αθήναι 2005, Α' σ. 118 

Ιακώβου, Επισκόπου Θαυμακού -
Καθηγουμένου Ι. Μονής Ασωμάτων Πετράκη 
via