ΥΠΟ ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΠΗΓΑ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α´
Ὅτι μήτε οἱ κανόνες τῶν νόμων,
μήτε ὁ λογαριασμὸς τὸ θέλει νὰ τὰ ἔχῃ,
καθὼς κράζουσιν οἱ Ῥωμᾶνοι,
ἀλλὰ ἁρπακτικῶς θέλει νὰ τὰ χρᾶται



 Δὲν εἶναι ἄλλο, διὰ τὸ ὁποῖον λέγουσιν οἱ Ρωμᾶνοι, πῶς ὁ Πάπας νὰ εἶναι κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀρχὴ καὶ ἐξουσιαστὴς τῶν ἄλλων ἀρχιερέων, καὶ διὰ τοῦτο νὰ ἔχῃ ἐξουσίαν ἰσόθεον, παρὰ μόνον διατὶ εἶναι διάδοχος τοῦ Πέτρου, ὁ ὁποῖος Πέτρος εἶναι, λέγουσιν, ἐπίτροπος τοῦ Χριστοῦ καὶ κεφαλὴ τῶν ἄλλων Ἀποστόλων καὶ αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας ὅλης. Εἰς τὸ ὁποῖον κάμνει χρεία νὰ θεωρήσωμεν πέντε πράγματα, καὶ 1ον) ἂν κανένας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους εἶναι μεγαλύτερος ἢ μικρότερος (ἢ ὁ Πέτρος ὡσὰν λέγουσιν αὐτοί) ἢ ἄλλος τινάς. 2) ἀνίσως καὶ ἦτον, τίνος ἤγγιζεν νὰ ἦτο, τοῦ Πέτρου ἢ τοῦ Ἰακώβου, ἢ τοῦ Ἰωάννου ἢ ἄλλου τινός; 3) ἂν ἦτον ὁ Πέτρος, ἂν ἤγγιζεν νὰ ἦτον ὁ Ῥώμης διάδοχος τοῦ Πέτρου ἢ ὁ Ἀλεξανδρείας, εἰς τὴν ὁποίαν ἐχειροτόνησεν τὸν Εὐαγγελιστὴν Μᾶρκον ὁ Εὔοδος, ὅπου ἦτο Ἀντιοχείας 4) ἂν ἴσως τὴν πρωτοκαθεδρίαν ὅπου εἶχεν, εἶχεν αὐτὴν διατὶ ἦτο διάδοχος τοῦ Πέτρου· καὶ 5) ἂν ἴσως καὶ ἔλαβεν ἐξουσίαν νὰ χειροτονᾷ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν ἢ νὰ κρίνῃ ἢ νὰ νομοθετῇ χωρὶς τὴν Σύνοδον.
Καὶ λέγομεν τὸ 1ον), ὅτι πούποτες δὲν εὑρίσκεται, μήτε εἰς τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον, μήτε εἰς τὰς πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀλλὰ οὐδὲ εἰς τὰς ἐπιστολὰς νὰ εἶναι τινὰς μεγαλειότερος ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ οὐδὲ ἄλλη κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ μόνον ὁ Χριστός. Διατὶ φαίνεται ἐκεῖ, ὅπου οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου ἐγυρεύασι τοῦ Χριστοῦ νὰ καθίσουν, ὁ ἕνας ἀπὸ τὰ δεξιὰ καὶ ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴν ζερβήν, αὐτὸς δὲ ὁ Δεσπότης τοὺς ἐμάλωσε καὶ τοὺς εἶπεν· «οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν, ἐν ὑμῖν δὲ οὐχ οὕτως ἔσται, ἀλλ᾿ ὃς ἐν ὑμῖν θέλει μείζων εἶναι ἔστω πάντων ἔσχατος»[1] καὶ δὲν εἶπεν «ὁ Πέτρος ὅπου τὰ ἔχει αὐτὰ ὅπου γυρεύετε ἐσεῖς αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος σας», ἀλλ᾿ εἶπεν «ἐν ὑμῖν οὐχ οὕτως ἔσται», ἤγουν, μεγάλος ἢ μικρὸς δὲν εἶναι ἀναμεταξύ σας. Καὶ ἀκόμη εἰς τὸν καιρὸν τοῦ πάθους, ὅταν ἔκαμε τὸν μυστικὸν δεῖπνον, ἔστωντας νὰ φιλονεικοῦσιν οἱ Ἀπόστολοι διὰ πρωτεῖα «ἐγένετο δὲ καὶ φιλονικεία ἐν αὐτοῖς τίς ἂν δοκεῖ εἶναι μείζων»[2] δὲν τοὺς εἶπε καὶ τότε λοιπὸν ἄλλον ἢ ὁ Πέτρος εἶναι ὁ μεγαλειότερος, διατὶ αὐτὸν ἀφήνω εἰς τὸν τόπον μου μόνον, διὰ ἐπίτροπόν μου, καὶ αὐτὸς εἶναι κεφαλὴ ὁλωνῶσας, ἀμ᾿ εἶπεν πάλιν ἐκεῖνα, ὅπου εἶπε καὶ προτήτερα. Ἀλλοῦ πάλιν λέγει πῶς οἱ Φαρισαῖοι ζητοῦσι νὰ καλοῦνται παρὰ τῶν ἀνθρώπων ραμπί, «ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ραββί∙ εἷς ὑμῶν ἐστὶν ὁ διδάσκαλος ὁ Χριστός· καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ἐπὶ τῆς γῆς, εἷς ἐστὶν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὑμεῖς δὲ πάντες ἀδελφοί ἐστε, ὁ δὲ μείζων ὑμῶν ἔστω ὑμῶν διάκονος»[3]. Ἀκόμη εἰς τὰς πράξεις τῶν Ἀποστόλων εὑρίσκομεν τὸν μακάριον Πέτρον ὅπου τὸν στέλλουσιν οἱ Ἀπόστολοι εἰς διακονίαν, διατὶ λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς εἰς τὰς Πράξεις, ἔστωντας νὰ ἀκούσωσιν οἱ Ἀπόστολοι, ὅπου ἦσαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, πῶς ἡ Σαμάρεια ἐδέχθη τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἐστείλασι τὸν Πέτρον πρὸς ἐκείνους καὶ τὸν Ἰωάννην[4]. Βλέπεις, πῶς ὁ Πέτρος ἀπεστέλλετο ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους; ὄχι ὡσὰν δοῦλος, ἀλλά, ὡσὰν ὁμότιμος καὶ ὁμοταγὴς ἀδελφός; Διατὶ μήτε ἡ συνήθεια μήτε τὸ ἄδικον θέλει νὰ στέλλεται ὁ μεγαλειότερος ἀπὸ τὸν μικρότερον, μήτε γίνεταί ποτε, ἀλλὰ τὸ ἐναντίον. Καὶ ὁ Χριστὸς λέγει, δὲν εἶναι βέβαια κανένας ἀπεσταλμένος μεγαλήτερος ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅπου τὸν στέλνει. Ἀκόμη φαίνεται πῶς ὁ Πέτρος ὅταν ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν ἐλέγχθη ἀπὸ τὸν Παῦλον διὰ ὑποκριτής, διατὶ λέγει ὁ Παῦλος εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολήν, «ὅτε ἦλθε Πέτρος εἰς Ἀντιοχείαν, κατὰ πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην, πρὸ γὰρ τοῦ ἐλθεῖν τινας ἀπὸ Ἰακώβου μετὰ τῶν ἐθνῶν συνήσθιεν, ὅτε δὲ ἦλθον ὑπέστελλε καὶ ἀφώριζεν ἑαυτόν, φοβούμενος τοὺς ἐκ περιτομῆς, ὥστε καὶ Βαρνάβας συναπήχθη αὐτῶν τῇ ὑποκρίσει, ἀλλ᾿ ὅτε δὲ εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῦσι περὶ τὴν ἀλήθειαν, εἶπον τῷ Πέτρῳ ἐνώπιον πάντων εἰ σὺ Ἰουδαῖος ὢν ἐθνικῶς ζῇς καὶ οὐκ Ἰουδαϊκῶς, τί τὰ ἔθνη ἀναγκάζεις Ἰουδαΐζειν»;[5] Βλέπεις πῶς τὸν ἐπιτιμᾷ ὁ Παῦλος; Καὶ λοιπὸν ἂν ἦτο κεφαλὴ πῶς ἐτόλμα νὰ εἴπῃ τοιοῦτον λόγον; πῶς ἤθελε σταθῇ ἐμπρός του νὰ τὸν ἐλέγξῃ μὲ τέτοιον θυμόν; δὲν εἶναι ἀπ᾿ ἐδῶ φανερὸν νὰ γνωρίσῃς περισσὴν ἐξουσίαν τοῦ Παύλου, καὶ τοῦ Πέτρου μεγάλην μικρότητα.
Καὶ πάλιν ἄλλην φορὰν ἔστωντας νὰ γίνῃ συζήτησις διὰ τὴν περιτομήν[6], διατὶ ἐλέγασι κάποιοι ἀπὸ ἐκείνους, ὅπου ἐπιστεύσασιν ἀπὸ τὴν αἵρεσιν τῶν Φαρισσαίων, πῶς κάμνει χρεία ὅσοι πιστεύουσιν ἀπὸ τὰ ἔθνη νὰ περιτέμνωνται, καὶ νὰ παραγγέλλωνται πῶς νὰ φυλάττουσι τὸν Νόμον τοῦ Μωϋσέως. Λοιπὸν ἔστωντας νὰ συναχθοῦν οἱ Ἀπόστολοι νὰ ἰδοῦν τὸν λόγον τοῦτον, καὶ νὰ εἴπῃ καθένας ἐκεῖνο, ὅπου τοῦ φαίνεται, ἀπεκρίθη ὕστερον ὁ Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος καὶ εἶπεν: «ἐγὼ κρίνῳ νὰ μὴ πειράζετε ἐκείνους, ὅπου πιστεύουσιν ἀπὸ τὰ ἔθνη εἰς τὸν Χριστόν, παρὰ μόνον νὰ τοὺς γράψωμεν νὰ ἀπέχουσιν ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα καὶ ἀπὸ τὰ πνικτὰ καὶ ἀποὺ τὸ αἷμα καὶ ἀποὺ τὴν πορνείαν». Λοιπὸν ἡ κρίσις ἐτούτη ἐφάνη πολλὰ καλὴ ἔμπροσθεν εἰς τοὺς Ἀποστόλους καὶ εὐθὺς ἐγράψασίν τους γραφήν, καὶ τὴν ἔστειλαν, ἡ ὁποία ἔγραφεν ἔτσι· «οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοί», οὐχὶ μόνον ὁ Πέτρος, τοῦ ὁποίου ἐσὺ Ῥωμᾶνε λέγεις, πῶς εἶσαι μόνος βικάριος, ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἐγράψασιν, «οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ χαιρετοῦμεν τοὺς ἀδελφούς, ὅπου εἶναι πιστοὶ ἀπὸ τὰ ἔθνη, ὅσους εὑρίσκονται εἰς τὴν Ἀντιόχειαν τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας, ἐπειδὴ ἀκούσαμεν πῶς ἦλθάν τινες καὶ σᾶς ἐτάραξαν, ἔστωντας νὰ σᾶς λέγωσιν πῶς νὰ περιτέμνεσθε καὶ νὰ φυλάττετε τὸν Νόμον τοῦ Μωϋσέως, ἐφάνη μας νὰ συναχθοῦμεν εἰς ἕνα ὅλοι, νὰ διαλέξωμεν ἀνθρώπους νὰ στείλωμεν εἰς τουλόγου σας ἐκεῖνα, ὅπου μᾶς ἐφάνησαν καὶ ἐμᾶς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Βλέπεις, πῶς ὁ Πέτρος δὲν ἀποφασίζει τίποτας, ἐπειδὴ (δέν) ἦτον αὐτὸς βικάριος καθὼς λέγετε; Διατὶ νὰ μὴν ἀποφασίζει ἐτοῦτος ἀλλὰ ὁ Ἰάκωβος; ποῦ φαίνεται νὰ εἶναι ἐτοῦτο ἀφεντικόν, τό, ἐγὼ κρίνῳ; Ὅμως φαίνεται νὰ εἶναι ἐτοῦτο ἀφεντικόν, τὸ ἐγὼ κρίνῳ; Ὅμως πάλιν ἀγκαλὰ καὶ ὁ Ἰάκωβος νὰ ἀπεφάσισεν, ὡσὰν φαίνεται, ἀλλὰ μηδὲ αὐτὸς ἦτον πρῶτος, ἀλλὰ ὅλοι ἦσαν ἴσιοι, «εἷς ἐστὶν ὁ καθηγητὴς ὑμῶν ὁ Χριστός, ὑμεῖς δὲ πάντες ἀδελφοί ἐστε»[7] ἀγκαλὰ καὶ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος καὶ ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι νὰ ἀκολουθήσασιν εἰς τοὺς λόγους τοῦ Ἰακώβου.
Ἀκόμη θέλοντες νὰ καμοῦσί ποτε ἐναν εἰς τὸν τόπον τοῦ προδότου Ἰούδα, ἀπὸ ἐκείνους, ὅπου ἐσυναναστρέφουνταν μὲ τὸν Χριστὸν ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ βαπτίσματος τοῦ Ἰωάννου, ἕως τῆς ἡμέρας ὅπου ἀνελήφθη, διὰ νὰ πληρωθῇ ὁ ἀριθμὸς τῶν δώδεκα, δὲν τὸν ἐψήφισε ὁ Πέτρος μοναχὸς του, μήτε ὁ Ἰάκωβος. Καὶ λοιπὸν ἂν ἦτον ὁ Πέτρος μοναχὸς ἐπίτροπος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καθὼς λέγεις ἐσύ, ὦ Ρωμᾶνε, καὶ κεφαλὴ τῶν Ἀποστόλων, ἤθελε νὰ τὸν χειροτονήσῃ μόνος του. Ἀλλὰ ἀλλοῦ λέγει, πῶς ἐσυνάχθησαν ὁμοθυμαδὸν καὶ οἱ ἕνδεκα καὶ ἦραν φωνὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἶπον «σὺ Κύριε καρδιογνῶστα πάντων ἀνάδειξον, ὃν ἐξελέξω ἐκ τούτων τῶν δύο ἕνα»[8], τὸν Ἰοῦστον δηλαδὴ καὶ τὸν Ματθίαν τοὺς ὁποίους ἐπροστήσασι, νὰ ψηφιστῇ μετὰ τῶν δώδεκα Ἀποστόλων. Καὶ πάλιν ἄλλην φοράν, διὰ νὰ τοὺς κάμνουν χρείαν ὑπηρέται, διὰ νὰ μὴν ἀφήνουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπηρετοῦσιν αὐτοὶ ταῖς τραπέζαις, δὲν ἐδιάλεξεν ὁ Πέτρος εἴτιναν ἤθελεν, οὐδὲ τοὺς ἐχειροτόνησεν μοναχός του ὁ Πέτρος, ἀλλὰ καθὼς λέγει ὁ Λουκᾶς, «καὶ ἐξελέξαντο ἑπτά, δηλαδὴ τὸν Στέφανον καὶ τοὺς λοιποὺς καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας»[9]. Βλέπεις πῶς ὁ Πέτρος δὲν φαίνεται πούποτες νὰ εἶναι πρῶτος; Διατί, ἂν ἦτον πρῶτος, τί ἔχρῃζε νὰ βάλλουσιν ὅλοι τὰς χεῖρας αὐτῶν ἐπάνω; Ἂς εἶναι εἰς τὴν προσευχὴν ὅλοι ἐπροσεύχουνταν, μὰ εἰς τὴν ἐπίθεσιν τῶν χειρῶν, τί χρεία ἐκάμνασιν τόσα χέρια; Καὶ τοῦτο δὲν γίνεται δι᾿ ἄλλο, παρὰ μόνον διὰ νὰ δειχθῇ πῶς ἦσαν ὅλοι ἴσοι εἰς ὅλα, διὰ τοῦτο ὅλοι ἐπρόσθεσαν, ὅσοι ἐχειροτονοῦσαν, ὅλοι ἐψήφισαν καὶ δὲν ἦτον ἀναμεταξύ τους ὁ πρῶτος καὶ ὁ ὕστερος.
Ἀλλὰ λέγεις, ὦ Ρωμᾶνε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶπε τοῦ Πέτρου «Σίμων Σίμων ἰδοὺ ὁ Σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ συνιάσαι ὡς τὸν σῖτον, ἐγὼ δὲ ἐδεήθην περὶ σοῦ, ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου· καὶ σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου»[10]. Καὶ τὶ πρωτεῖον συνάγεις ἀπὸ τοῦτο, ὦ Ρωμανέ; Διατί ἐκοσκινίσθη ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸν διάβολον, ὡσὰν τὸ σιτάρι; ὅπου ἂν δὲν ἤθελεν φθάσῃ ἡ εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ ἤθελε χαθῇ τελείως. Διὰ τοῦτο εἶπεν ὁ Χριστὸς μοναχὰ πῶς ἐπαρακάλεσεν καὶ ὄχι ἄλλο. Καὶ ἐγὼ λέγω, ὅτι αὐτὸς ἔπεσε μοναχά, καὶ αὐτὸς ἐχρειάζετο προσευχῆς διὰ νὰ σηκωθῇ. Διατὶ ὁποῖος εἶναι πεσμένος χρειάζεται χεῖρα νὰ τὸν σηκώσῃ, ὄχι ὁποῖος στέκεται ὀρθὸς καὶ ἄπιπτος. Τὸ δὲ «σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου» εἶναι φανερόν. Διατὶ ἔστωντας νὰ πέςῃ ὁ Πέτρος καὶ πάλιν νὰ σηκωθῇ, διὰ τῆς μετανοίας, καὶ ὁ Χριστὸς νὰ τὸν δεχθῇ, οἱ ἐπίλοιποι Ἀπόστολοι ἐκάθισαν καὶ ἄπτωτοι, ἔστωντας νὰ στερεωθοῦσιν ἀπὸ ἐκεῖνο, ὅπου εἴδασιν εἰς τὸν Πέτρον, τὴν πτῶσίν του (δηλαδή) καὶ τὸν κλαυθμόν του, ὅπου ἔκαμε μετανοῶντας, καὶ τὸ περισσότερον· τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ Θεοῦ καὶ Λυτρωτοῦ, ὅπου ἐδέχθη τὴν μετάνοιάν του. Ἰδόντες δὲ ταῦτα οἱ Ἀπόστολοι ἐστερεώθησαν καὶ ἔγειναν ἀμετακίνητοι. Ἐτοῦτο λοιπὸν θέλει νὰ εἴπῃ τό· «σὺ δέ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου». Διατὶ τὸ νὰ στηριχθῇ λέγεται εἰς ἕνα ὅπου ἐσείσθη[11] μοναχά, ἀμὴ τὸ νὰ ἐπιστραφῇ λέγεται ἑνός, ὅπου νὰ ἔπεσε τελείως. Ἐσείσθησαν λοιπὸν οἱ Ἀπόστολοι ἔστωσαν καὶ νὰ ἰδοῦν τὸν αὐθέντην τῶν νὰ παραδοθῇ καὶ νὰ θανατωθῇ, τὸν συμμαθητὴν Ἰούδαν νὰ κρεμασθῇ, τὸν ἄλλον δηλαδὴ τὸν Πέτρον, ὅπου ἔλεγε, «ἂν κάμνῃ χρεία νὰ ἀποθάνω μὲ τουλόγουσου ὁμοῦ, δὲν σὲ θέλω ἀρνηθῇ»[12] καὶ τὸν ἠρνήθη τρεῖς φοραῖς. Ἀμὴ πάλιν, ὡσὰν τὸν εἴδασι καὶ ἐμετανόησε καὶ ἔκλαυσε πικρῶς ἐστηρίχθησαν ἀπὸ ἐκείνην τὴν ταραχήν, ὅπου εἶχον εἰς τοῦ λόγου τως. Ἀλλὰ λέγεις, ὦ Ρωμᾶνε, πῶς ὁ Χριστὸς εἶπε τοῦ Πέτρου «σὺ εἶ Πέτρος καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ δώσω σοι τὰς κλεὶς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν»[13]. Καὶ τίς ἀρνεῖται, πῶς ὁ Πέτρος δὲν ἔλαβε τὴν ἐξουσίαν τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν, ὅπου ὁ Κύριος φαίνεται πῶς ἐνεφύσησεν εἰς ὅλους τοὺς μαθητὰς καὶ τοὺς εἶπε· «λάβετε Πνεῦμα ἅγιον, ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε κεκράτηνται»[14]. Ὅτι δὲν τοῦ τὴν ἔδωκεν ὅταν τὴν ἔταξε, φανερὸν εἶναι. Αον ὅτι τὸ «δώσω σοι» εἶναι μέλλοντος χρόνου καὶ λέγει θέλω σοῦ δώσει, καὶ δὲν λέγει, λάβε, ὡσὰν εἶπεν ὕστερα, ὅταν τὴν ἔδωκε, ὅπου εἶπε «λάβετε πνεῦμα ἅγιον». Βον ὅτι ἐπειδὴ δὲν ἐρώτησε μόνον τὸν Πέτρον, ἀμὴ εἶπεν· «ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι»; τότε ἀγκαλὰ καὶ ὁ Πέτρος ἀπεκρίθη ὡσὰν θερμότερος, ὅπου ἦτον καὶ ἀπεκρίνετο πάντοτε, ἀμὴ ὡσκαθὼς ἡ ἐρώτησις ἦτο ὁλωνῶν, οὕτω καὶ ἡ ἀπόκρισις καὶ τὸ τάξιμον τοῦ Χριστοῦ. Ὅτι εἶναι ἔτσι, εἶναι πολλὰ φανερόν, διατὶ δὲν φαίνεται ποθὲς νὰ δώσῃ ὁ Χριστὸς τὸ τάξιμον τοῦτο, τὸ νὰ λύῃ καὶ νὰ δενῃ χωριστά, μοναχοῦ τοῦ Πέτρου, παρὰ ὅταν εἶπεν ὁλονῶν «λάβετε Πνεῦμα ἅγιον» καὶ τὰ ἑξῆς καὶ «ὅσα ἂν λύσητε καὶ δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς» καὶ τὰ ἑξῆς. Δὲν ἔταξε ἐδῶ ἄλλην λέξιν παρὰ μόνον τὰ κλειδιὰ ὅπου τοῦ ἐξήγησε, πῶς εἶναι ἡ ἄφεσις καὶ ἡ κράτησις τῶν ἁμαρτιῶν, δηλαδὴ ἡ ἐξουσία καὶ ὄχι κλειδιὰ ἀπὸ σίδηρον. Ὅτι δὲ «καὶ τὰ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν» δὲν λέγει, πῶς ἀπάνω εἰς τὸν Πέτρον, ἀλλὰ εἰς τὴν ὁμολογίαν ἐκείνην, τήν· «σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»[15] ὅλοι οἱ ἅγιοι τὸ λέγουν ἔτσι. Λοιπὸν διὰ νὰ σὲ πιστώσω, τὸ θέλεις εὕρει εἰς τὸν Χρυσόστομον εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον ἐκεῖ ὅπου ἐξηγᾷ ἀπαντᾷ (αὐτό) τὸ ἴδιον ρητόν[16], καὶ εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολήν. Καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς εἰς ἓν τροπάριον, ὅπου κάμνει εἰς τὴν ἑορτὴν τῶν κορυφαίων Πέτρου καὶ Παύλου, τὸ ὁποῖον λέγει· «ἐπὶ τὴν πέτραν τῆς σῆς θεολογίας ἐκτίσατο ὁ Δεσπότης Ἰησοῦς τὴν Ἐκκλησίαν ἀκλόνητον, διὸ εὐφημοῦμέν σε, Πέτρε Ἀπόστολε»[17].
Ἀλλὰ λέγεις, ὦ Ρωμᾶνε, πῶς ὁ Χριστὸς ἀφοῦ ἀναστήθη δὲν ἐρώτησε ἄλλον τινὰ ἂν τὸν ἀγαπᾷ παρὰ τὸν Πέτρον μόνον ἐρώτησεν τρεῖς φοραῖς, λέγοντας τούτου· «Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με»[18]; καὶ ἔστωντας νὰ τοῦ εἰπῇ «σὺ πάντα οἶδας σὺ γινώσκεις, ὅτι φιλῶ σε» τοῦ ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν νὰ ποιμαίνῃ τὰ πρόβατα· τὸ ὁποῖον σημαίνει καθὼς λέγεις, πῶς νὰ ποιμάνῃ ὅλους, τόσον τοὺς Ἀποστόλους, ὡσὰν καὶ τοὺς λοιπούς. Πρὸς τὸ ὁποῖον ἐμεῖς ἀποκρινόμεθα καὶ σοῦ λέγομεν, πῶς ὄχι διατὶ ἦτον μεγαλειότερος τὸν ἠρώτησεν ἂν τὸν ἀγαπᾷ, μὰ διατὶ τὸν ἠρνήθη καὶ τὸν ἀναθεμάτισεν. Τὸ δὲ νὰ ἀρνηθῇ τινας κανένα καὶ νὰ τὸν ἀναθεματίσῃ εἶναι φανερὸν πῶς τὸν μισεῖ. Διὰ τοῦτο τὸν ἠρώτησεν ἂν τὸν ἀγαπᾷ, ἐκεῖνος, ὅπου ἔδειξεν ὕστερα ἄσβεστον μῖσος. Τὸ πῶς δὲν ἠρώτησεν ἄλλον τινὰ εἶναι, διατὶ ἄλλοι δὲν τὸν ἠρνήθησαν, ὡσὰν αὐτὸς ὁ Πέτρος ἀμή, ὅλοι ἐμείνασιν εἰς τὴν ἀγάπην του. Λοιπὸν θέλοντας ὁ Χριστὸς νὰ τὸν ἰατρεύσῃ εἰς τὸ τρίτον σφάλμα τὸν Πέτρον, τὸν ἠρώτησε καὶ αὐτὸς τρεῖς βολαῖς, διατὶ λέγει πῶς ἐμετανόησε καὶ ἔκλαυσε πικρῶς καὶ «ἤρξατο, λέγει, καταναθεματίζειν καὶ ὀμνύειν, ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησε, καὶ ἐμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ Χριστοῦ, ὅτι εἶπεν αὐτῷ, πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με[19] καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς»· καὶ ὁ Δεσπότης Χριστός, εὔσπλαγχνος τὸν ἐδέχθη τὸν ἰάτρευσε μὲ τὸν τρίτον ἐρώτημα. Πῶς δ᾿ ἔγεινεν διὰ τοῦτο ἡ ἐρώτησις καὶ ὄχι διὰ μεγαλεῖον, εἶναι ἕτοιμον νὰ τὸ γνωρίσῃς, πρῶτον ἀπὸ τὸν θεῖον Γρηγόριον τὸν Θεολόγον, ὅπου κάμνει εἰς τὰ Φῶτα σιμὰ εἰς τὸ τέλος τοῦ λόγου· εἰς τὸ ὁποῖον λέγει «εἰ δὲ Πέτρον τὸν μέγαν, παθόντα τι ἀνθρώπινον περὶ τὸ σωτήριον πάθος, δέχει, ἀλλὰ τῷ τρισσῷ τῆς ἐρωτήσεως καὶ τῆς ὁμολογίας, τὸ τρισσὸν τῆς ἀρνήσεως ἐθεράπευσεν»[20]. Καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς εἰς ἕνα τροπάριον λέγει· «τῷ τριττῶ τῆς ἐρωτήσεως Πέτρε φιλεῖς με, τὸ τριττὸν τῆς ἀρνήσεως ὁ Χριστὸς διωρθώσατο»[21] καὶ ὁ θεῖος Αὐγουστῖνος καὶ ἄλλοι περισσοὶ τὸ λέγουσιν ἔτσι.
Ἀλλὰ λέγεις, ὦ Ρωμᾶνε, πῶς ὅταν ἐφάνη ὁ Ἄγγελος εἰς τὰς μυροφόρους γυναῖκας τὴν νύκτα ἐκείνην, ὅπου ἀναστάθη ὁ Χριστὸς καὶ ταῖς εἶπε «τί κλαίετε; τίνα ζητεῖτε; Ἰησοῦν τὸν Ναζαρινὸν τὸν ἐσταυρωμένον; ἠγέρθη οὐκ ἔστιν ὧδε»[22], ἐκεῖ ἐχώρισε τοῦ Πέτρου τὸ ὄνομα, διὰ νὰ τὸν δείξῃ μεγαλειότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ εἶπε πῶς νὰ πᾶνε εἰς τὴν Γαλιλαίαν νὰ τὸν εὕρουσιν. Πρὸς τὸ ὁποῖον ἐγὼ λέγω, πῶς μάλιστα ἀπὸ τοῦτο εἶναι νὰ ἰδῇς, πῶς ὁ Πέτρος ἀποκομμένος ἦτον ἀπὸ τὸν χορὸν τῶν μαθητῶν διὰ τὴν ἄρνησιν, διατὶ τοὺς ἄλλους τοὺς ὠνόμασε μαθητὰς καὶ ἐτοῦτον τὸν εἶπε μόνον μὲ τὸ ὄνομά του Πέτρον. Ἔστωντας νὰ τὸν ὑστερήσῃ τῆς ἐπωνυμίας τοῦ μαθητοῦ, εἰς τὴν ὁποίαν ἐσεμνύνοντο οἱ Ἀπόστολοι καὶ λέγει· «εἴπετε τῶν μαθητῶν καὶ τοῦ Πέτρου», ὁ ὁποῖος ἠρνήθη πῶς δὲν εἶναι μαθητής, οὐδὲ κἂν τὸν ἠξεύρει ποτέ του. «Καὶ σύ, λέγει, (τοῦ εἶπεν ἡ παιδίσκη) ἦσθα ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ· οὗτος δὲ μεθ᾿ ὅρκου ἠρνήσατο, ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον»[23] καὶ διὰ τοῦτο λοιπὸν ἔχασε τὴν μαθητείαν. Πέτε του λοιπὸν καὶ αὐτουνοῦ νὰ ὑπάγῃ μαζὺ μὲ τοὺς μαθητάδες μου εἰς τὴν Γαλιλαίαν. Διὰ νὰ μετανοήσῃ τὸν ἐδέχθηκα, καὶ συναριθμῷ πάλιν αὐτὸν μὲ τὸν χορὸν ἀφ᾿ ὃν ἐξέπεσε διὰ τῆς ἀρνήσεως.
Ἀλλὰ λέγεις, ὦ Ρωμᾶνε, πῶς τοῦ Πέτρου εἶπε «ποίμαινε τὰ πρόβατά μου»[24]καὶ διὰ τοῦτο φαίνεται, πῶς τὸν ἄφησεν ἐπιτρόπον καὶ ποιμένα τῶν Ἀποστόλων καὶ ὁλονῶν τῶν πιστῶν; Καὶ τοῦτο, ὦ Ρωμάνε, τὸ νοεῖς κακά· διὰ τοῦτο δὲν εἶναι ὡς καθὼς τὸ λέγεις. Ὅτι πῶς ἐτοῦτο τὸ εἶπε μερικά, τοῦ τὸ εἶπε διὰ τὴν αἰτίαν, ὅπου εἴπαμε παραπάνω. Διατὶ ἔστωντας καὶ νὰ χάςῃ ὅλον ἐκεῖνο διὰ τὴν ἄρνησίν του, ὅπου εἶχαν οἱ ὅμοιοί του Ἀπόστολοι, καὶ νὰ τὸν ἰατρεύσῃ ὁ Χριστὸς μὲ τὸ τριττὸν ἐρώτημα τῆς ἀγάπης του, ἠθέλησε νὰ τοῦ δώσῃ καὶ ὅσα ἔχασε. Διὰ τοῦτο εἶπεν, ἐπειδὴ μὲ ἀγαπᾷς, Πέτρε, λάβε πάλιν ἐκεῖνο τὸ χάρισμα, ὅπου εἶχες, ὡσὰν καὶ τοὺς ἄλλους, καὶ ποίμανε τὰ ἀρνία μου καὶ τὰ πρόβατά μου. Ὅτι δὲ πῶς δὲν εἶναι αὐτὸς μεγαλήτερος ἡ μικρότερος, εἶναι φανερόν. Εἰπέ μου λοιπόν, ποῖον εἶναι μεγαλειότερον, «τὸ ποίμαινε τὰ πρόβατά μου»; ὅπου τοῦ εἶπε τοῦ Πέτρου ἢ τὸ «πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ Εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει»; ὅπου εἶπε κοινῶς ὁλωνῶν τῶν Ἀποστόλων; Βέβαια δὲν θέλεις ἀρνηθῇ, πῶς τὸ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιον εἰς ὅλην τὴν κτίσιν, εἶναι μεγαλειότερον. Γιατὶ τὸ νὰ ποιμαίνῃ τὰ πρόβατα λέγεται μεταφορικῶς τοῦ ἀνθρωπίνου μοναχὰ εἴδους, ἀμὴ τὸ νὰ κηρύξουσιν πάσῃ τῇ κτίσει, συμπεριλαμβάνει καὶ ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους, καὶ οὐρανὸν καὶ γῆν καὶ ἁπλῶς ὅλον τὸ πᾶν. Τόσον ὅπου, ἐκείνου μόνον πρόβατα, καὶ ἐτουνῶν ὅλην τὴν κτίσιν. Καὶ κατὰ ἄλλον δὲ τρόπον, πρόβατα λέγεται μόνον τὸ ἔθνος τῶν Ἑβραίων καθὼς μάρτυρα αὐτὸς ὁ Χριστὸς ἀτός του· «οὐκ ἀπεστάλην εἰμὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ»[25]. Διὰ τοῦτο λοιπὸν ἔστωντας νὰ εἶπε τοῦ Πέτρου «ποίμανε τὰ πρόβατά μου» εἶπεν του, νὰ ποιμάνῃ μόνον τοὺς Ἑβραίους. Καὶ θέλεις νὰ τὸ ἰδῇς πῶς εἶναι ἔτσι; εὗρε εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴν τοῦ Παύλου καὶ θέλεις ἴδῇς, πῶς ὁ Πέτρος ἐδέχθη νὰ κηρύττῃ τὸ Εὐαγγέλιον εἰς τοὺς Ἑβραίους καὶ ὁ Παῦλος εἰς τὰ ἔθνη. Διατὶ λέγει ἐκεῖ· «πεπίστευμαι τὸ Εὐαγγέλιον τῆς ἀκροβυστίας, καθὼς καὶ ὁ Πέτρος τῆς περιτομῆς∙ καὶ γὰρ ὁ ἐνεργήσας Πέτρῳ εἰς τὴν περιτομήν, ἐνήργησε κἀμοί εἰς τὰ ἐθνη[26]. Λοιπὸν ὁ Πέτρος ἐπιστεύθη μόνον νὰ ποιμαίνῃ τοὺς Ἑβραίους, οἱ δὲ ἄλλοι Ἀπόστολοι ὅλην τὴν κτίσιν καὶ τοὺς Ἑβραίους καὶ ὅλα τὰ ἔθνη.
Ἀλλὰ εἰπέ μου, ὦ Ρωμάνε, ποῖον εἶναι μεγαλειότερον, τὸ «ποίμαινε τὰ πρόβατά μου»«τὸ λάβετε πνεῦμα ἅγιον, ἄν τινων ἀφεῖτε τὰς ἁμαρτίας ἀφίενται αὐτοῖς ἄν τινων κρατῆτε κεκράτηνται»; Τὸ «ποίμαινε τὰ πρόβατά μου»; ἢ τὸ «λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ ἕως ἔσχατου τῆς γῆς»;[27] Τὸ «ποίμαινε τὰ πρόβατά μου»; ἢ τὸ «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη;» Τὸ «ποίμαινε τὰ πρόβατά μου»; ἢ τὸ «ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν ἔλθω ἐν τῇ δόξῃ μου καὶ ἡμεῖς καθίσεσθε ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ»[28]; Τὸ «ποίμαινε τὰ πρόβατά μου» ἢ τὸ «ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου»[29]; τὸ ὁποῖον τοὺς ὁμοιεῖ ὡσὰν καὶ τοῦ λόγου του, «ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου»[30]. Τὸ «ποίμαινε τὰ πρόβατά μου» ἢ τὸ «δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων»[31]; Τὸ «ποίμαινε τὰ πρόβατά μου» ἢ τὸ «καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατὴρ κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς»[32]; Βλέπεις δύναμιν, ὅπου ἔχει ὁ λόγος οὗτος; Ἔχεις κανένα λόγον, ὦ Ρωμᾶνε, νὰ μοῦ δείξῃς, πῶς εἶπε τοῦ Πέτρου μερικά, ὡσὰν ἐτουνῶν, «καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατὴρ κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς»; Δὲν συμπεριλαμβάνει ἐτοῦτος ὁ λόγος πᾶσα χάρισμα, ὅπου νὰ ἤθελε εἰπῇ μοναχὰ τοῦ Πέτρου; Δὲν ἔχει τοῦτο τὸ «ποίμαινε τὰ πρόβατά μου» καὶ πᾶσα ἄλλον; Ἂν τὸν ἔστειλεν ὁ πατὴρ ποιμένα λέγει νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ ποιμένες. Ἂν τὸν ἔστειλεν ὁ Πατὴρ ποιμένα καὶ διδάσκαλον λέγει νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ ποιμένες καὶ διδάσκαλοι. Καθὼς ἔμενα ἔστειλεν ὁ Πατήρ, οὕτω στέλλω καὶ ἐγὼ ἐσᾶς. Ἐγὼ ἐπέμφθηκα ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ Πατρός μου, ὡσὰν Υἱὸς μονογενὴς (οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός)[33], ἔτσι θέλω καὶ ἐσᾶς —«ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι»[34].— Καθὼς ἐγὼ ἦλθα φῶς εἰς τὸν κόσμον («ὑμεῖς ἐστὲ τὸ φῶς τοῦ κόσμου»), καθὼς ἐγὼ ἐστάλθηκα ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ ἠξεύρω ὅλα τὰ μυστήρια («οὐδεὶς γινώσκει τὸν πατέρα εἰμὴ ὁ Υἱὸς καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν δέδωκεν τῷ Υἱῷ αὐτοῦ»)[35] ἔτσι στέλλω ἐσᾶς. «Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια πάντα· καὶ πάντα ὅσα ἐγνώρισάς μοι ἐγνώρισα αὐτοῖς»[36]. Καθὼς ἐγὼ ἐστάλθηκα διὰ νὰ σώσω τὸν κόσμον, «οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον ἀλλ᾿ ἵνα σώσω τὸν κόσμον»[37]. Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς διὰ τῆς διδαχῆς σας σωθήσεται. Καθὼς ἐγὼ ἦλθα νὰ θήσω τὴν ψυχήν μου διὰ τὰ πρόβατα, «τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων»[38], ἔτσι καὶ ἐγὼ σᾶς θέλω, καὶ βάνετε τὴν ζωήν σας διὰ τὸν κόσμον. «Παραδοθήσεσθε ὑπὸ γονέων καὶ συγγενῶν καὶ φίλων καὶ θανατώσουσιν ἐξ ἡμῶν»[39]. Καθὼς ἐγὼ ἦλθα νὰ χύσω τὸ αἷμά μου διὰ τὸν κόσμον «οὐ γὰρ ἀργυρίῳ ἢ χρυσίῳ ἠγοράσθητε ἐκ τῆς ματαίας ἡμῶν, ἀναστροφῆς πατροπαράδοτου, ἀλλὰ τιμίῳ αἵματι ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου καὶ ἀσπίλου Χριστοῦ»[40], ἔτσι στέλλω καὶ ἐσᾶς, διὰ νὰ στερεώσετε διὰ τῆς σφαγῆς σας τοὺς ἀγορασμένους ἀπὸ τὸ αἷμά μου. Καγὼ ἐστάλθηκα Θεὸς Υἱὸς φύσει ἀπὸ τὸν Πατέρα «σὺ εἶ ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ᾧ ηὐδόκησα»[41], ἔτσι στέλλω καὶ ἐσᾶς Θεούς, υἱοὺς θέσει ἀπὸ λόγου μου. «Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι»[42]. Καθὼς ἐγὼ δὲν εἶμαι ὑποτεταγμένος εἴς τινα πάρεξ εἰς τὸν Πατέρα, «πάντα ὑπέταξας ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλήν»[43], οὕτω στέλλω καὶ ἐσᾶς νὰ μὴν εἶσθε ὑποτεταγμένοι πάρεξ εἰς ἐμένα. Καὶ καθὼς ἐγὼ θέλω νὰ ἔλθω πάλιν νὰ κρίνω ζῶντας καὶ νεκροὺς «ὁ Πατὴρ κρίνει οὐδένα, ἀλλὰ τὴν κρίσιν πᾶσαν δέδωκεν τῷ Υἱῷ»[44], ἔτσι καὶ ἐσεῖς θέλετε ἔλθει νὰ κρίνετε τὸν κόσμον, «καὶ ὑμεῖς καθίσεσθε ἐπὶ δώδεκα θρόνους, κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ»· καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, ὅτι ἐξουσίαν μου ἔδωκεν ὁ Πατὴρ ἔμενα, ἰδοὺ ἀπὸ τὴν σήμερον τὴν δίδω εἰς ἐσᾶς. Θέλεις ἄλλο χάρισμα μεγαλήτερον ἀπὸ τοῦτο; Θέλεις ἄλλην τιμὴν περισσοτέραν παρὰ ἐκείνης, ὅπου ἔδωκεν ὁ Πατὴρ τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ; Ἔχεις ἐσύ, ὦ Ρωμᾶνε, μέγαν ἢ κἂν ὅμοιον ὡσὰν ἐτοῦτο, νὰ μοῦ δείξῃς πῶς ἔδωκε τοῦ Πέτρου μερικά; Δὲν εἶπε ὁλονῶν ἴσα «λάβετε Πνεῦμα ἅγιον» καὶ τὰ ἑξῆς; Δὲν εἶπε ὁλονῶν, οὐδένας νὰ μὴ κληθῇ καὶ νὰ μὴ εἶναι καθηγητὴς πάρεξ ὁ Χριστός; Δὲν τοὺς εἶπε πῶς εἶναι ἀδελφοί; Δὲν τὸν ἠρώτησεν ὁ Πέτρος εἰς τὸν μυστικὸν δεῖπνον, ποῖος εἶναι ὁ προδότης καὶ αὐτὸς τοῦ τὸ ἔκρυψεν καὶ τὸ εἶπε τοῦ Ἰωάννου; Δὲν εἶπεν ὁλονῶν «ὑμεῖς οἱ διαμεμενηκότες ἐν τοῖς πειρασμοῖς μου καθίσεσθε ἐπὶ τῆς τραπέζης μου ἐσθίοντες καὶ πίνοντες»[45], φανερώνοντάς των τὴν ὁμότιμον παρρησίαν, ὅπου ἔχουσι θέλει; Δὲν εἶπεν ὁλονῶν, «οὐκέτι καλῷ ὑμᾶς δούλους ἀλλὰ φίλους»[46]; Δὲν εἶπεν ὁλονῶν ἰδοὺ ἐγὼ εἰμὶ μεθ᾿ ἡμῶν πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος; Καὶ ὅταν παρεκάλει τὸν Πατέρα δι᾿ αὐτοὺς δὲν ἔλεγε, «Πάτερ οὓς δέδωκάς μοι θέλω, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς καὶ ἡμεῖς ἕν ἐσμεν»[47]; Ὁμότιμοι ἤμεσταν ἡμεῖς, ὁμότιμοι καὶ αὐτοί. Ἴσοι ἡμεῖς, ἴσοι καὶ αὐτοί. Ὅμοιοι κατὰ πάντα ἡμεῖς, ὅμοιοι κατὰ πάντα καὶ αὐτοί. Οὐδένας ἀπὸ ἡμᾶς μεγαλειότερος ἢ μικρότερος, ἔτσι καὶ αὐτοὶ νὰ εἶναι ὅμοιοι. Ἐκείνους ὅπου μοῦ ἔδωκες θέλω νὰ εἶναι ἕνα, καθὼς καὶ ἡμεῖς ἤμεσταν ἕνα. Καὶ πάλιν πάντες θέλω, «ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ αὐτοὶ ἔσονται, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμήν, ὅτι ἠγάπησάς με πρὸ καταβολῆς κόσμου, κἀγὼ ἠγάπησα αὐτούς»[48]. Καὶ ὅταν ἐκατέβη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δὲν τοὺς ἐφώτισεν ὅλους ἴσα; δὲν ἐκάθισεν εἰς ὅλους ἴσα; «ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν»[49]. Δὲν ἐχειροτονήθησαν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τότες; καθὼς τὸ μαρτυροῦσιν ὅλοι οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἔγειναν ποιμένες καὶ διδάσκαλοι τῆς Οἰκουμένης; Ποῦ φαίνεται λοιπόν, ὦ Ρωμᾶνε, νὰ ἐχειροτόνησεν κανέναν ὁ Πέτρος; ποῦ εὑρίσκεις νὰ ἐνομοθέτησε ποτὲς μοναχὸς του; ποῦ δείχνει πῶς ἔστειλέ ποτέ τιναν πούπετας; Δὲν ἐστέλλετο ἀπὸ τὰ κείνους; δὲν ἔπταιεν καὶ ἐδιορθώνετο ὡσὰν ἐκεῖ, ὅπου τὸν ἐδιόρθωσεν ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ὁ Παύλος[50]; Βλέπεις πῶς δὲν ἠξεύρεις τί λέγεις ἀλλὰ ὡσὰν κάμνεις ἀμαθῶς καὶ εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ἔτσι θέλεις νὰ κάμνεις δύο κεφαλαῖς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ δύο Χριστοὺς καὶ δύο διδασκάλους καὶ καθηγητάς; Ἀλλὰ δὲν δύνασαι ποτὲς νὰ τὸ στερέωςῃς αὐτὸ τὸ ψεῦμα, ὡσὰν μηδὲ ἐκεῖνο εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα, διατὶ ἔχομεν τὸ ἀψευδὲς στόμα τοῦ Χριστοῦ ὅπου λέγει, «τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται»[51]. Καὶ ἐδῶ πάλιν λέγει εἷς ἐστιν ὁ καθηγητὴς ὑμῶν ὁ Χριστός. Μήτε λοιπὸν διδάσκαλος, μήτε καθηγητής, μήτε πατέρας παρὰ μόνον ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ ὄχι ἄλλος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β´
Ἂν κάμνῃ χρεία νὰ εἶναι ἄλλη κεφαλὴ
τῆς Ἐκκλησίας παρὰ ὁ Χριστὸς

Λέγεις, ὦ Ρωμᾶνε, ὅτι ἔστωντας ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι μυστικὴ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, κάμνει χρεία νὰ εἶναι καὶ μία σωματική. Καὶ ἐγὼ λοιπὸν θέλω νὰ σὲ ἐρωτήσω καὶ ἀποκρίσου μου. Ποῖος εἶναι ἐκεῖνος ὅπου ὠνόμασεν εἰς τὴν ἀρχὴν τὴν Ἐκκλησίαν σῶμα; Εἶναι ἄλλος παρὰ ὁ μακάριος Παῦλος; Φανερόν, αὐτὸς εἶναι καὶ οὐχὶ ἄλλος. Εἶδες λοιπὸν αὐτὸς τίνα δίδει κεφαλὴν τοῦ σώματος αὐτουνοῦ, τῆς Ἐκκλησίας; Λέγει αὐτός, μίαν πνευματικὴν τὸν Χριστὸν καὶ ἄλλην σωματικὴν τὸν Πέτρον; Δὲν κράζει αὐτὸς μεγάλη τῇ φωνῇ ὡσὰν σάλπιγξ, ὅπου καλεῖται, τοῦ Χριστοῦ καὶ λέγει, «Χριστός ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας»[52]; Δὲν λέγει ἀκόμη εἰς ἄλλην ἐπιστολὴν «Χριστός ἐστιν ἡ κεφαλή, ἐξ οὗ πᾶν σῶμα συναρμολογούμενον καὶ συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας, κατ᾿ ἐνέργειαν ἐν μέτρῳ ἑνὸς ἕκαστου μέρους τὴν αὔξησιν τοῦ σώματος ποιεῖται, εἰς οἰκοδομὴν ἑαυτοῦ ἐν ἀγάπῃ»[53]; Τὸ ὁποῖον ἐξηγῶντας ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει· ὅτι διὰ τοῦτο εἶναι κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὡσὰν ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλον τοῦ ἀνθρώπου καταβαίνοντας ἀπὸ μέσα ἀποῦ τὰ νεῦρα τὸ πνεῦμα εἰς ὅλα τοῦ τὰ μέλη καὶ δίδει τὸ αἰσθητικὸν ὁλωνῶν τῶν μελῶν, ὄχι μιᾶς λογῆς, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἀναλογίαν, ὅπου ἔχουσι. Ἐκείνου, ὅπου δύναται νὰ δεχθῇ πολύ, τοῦ δίδει περισσόν∙ καὶ ἐκείνου ὁποῦναι μικρότερος καὶ δὲν δύναται νὰ δεχθῇ περισσότερον τοῦ δίδει ὀλιγώτερον.
Ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, διατὶ ἔστωντας καὶ αἱ ψυχαὶ αἱ δικὲς μας νὰ ὑψωνοῦνται, ὡσὰν μέλη εἰς τοῦ λόγου του, ἡ πρόνοιά του καὶ ἡ δωρεὰ τῶν χαρισμάτων του κάμνει τὴν αὔξησιν εἰς τὸν καθένα· (δίδει) τὰς δωρεάς του μεμετρημένας, καθὼς δύνεται νὰ δεχθῇ ὁ καθενάς. Βλέπεις, ὦ Ρωμᾶνε, πῶς σοφώτατα ὁ Παῦλος καὶ τὴν Ἐκκλησίαν σῶμα λέγει, καὶ τὸν Χριστὸν κεφαλήν; Διατὶ ἔστωντας οἱ Χριστιανοὶ ὅλοι νὰ δέχωνται ἀπὸ τὸν Χριστὸν καὶ τὴν ποινὴν καὶ τὴν ζωὴν καὶ τὰ χαρίσματά του ὡσὰν ἕνα σῶμα, ἤγουν κορμὶ ἀπὸ τὴν κεφαλὴν του. «Τὰ πάντα καὶ ἐξ αὐτοῦ καὶ δι᾿ αὐτοῦ καὶ ἐν αὐτῷ, καὶ ἡμεῖς ἐν αὐτῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν»[54]. Διὰ τοῦτο τοὺς Χριστιανοὺς ὅλους, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τοὺς ἐκάλεσε σῶμα ἤγουν κορμί, τὸν δὲ Χριστὸν ἐκάλεσε κεφαλήν, ὡς ἐκεῖνον ὅπου κυβερνᾷ καὶ ζωογονεῖ τὸ ὅλον σῶμα, ἤγουν τὴν Ἐκκλησίαν· καὶ δὲν ἔχεις πλέον ἐδῶ νὰ μοῦ εἰπῇς, ὅτι ἀφοῦ ὑπῆγεν ὁ Χριστὸς εἰς τοὺς οὐρανοὺς ἄφησε τὸν Πέτρον, διατὶ ὅταν ὁ Παῦλος ἐκάλεσε τὴν Ἐκκλησίαν σῶμα, καὶ τῆς ἔδωκε κεφαλὴν τὸν Χριστόν, τότε ὁ Χριστὸς ἦτον εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ οὐχὶ εἰς τὴν γῆν σωματικῶς. Καὶ λοιπὸν ἂν ἦτον, ὅτι ἤθελεν ἀφήσει τὸν Πέτρον, ἤθελε τὸ εἰπῇ ἐκεῖνος, ὅτι πρῶτον ἦτο ἡ κεφαλὴ ὁ Χριστός, ἀμὴ ἀφοῦ ἀνελήφθη ἄφησεν τὸν Πέτρον. Ἀλλὰ δὲν εἶπέ ποτε τοιοῦτον λόγον. Διὰ τοῦτο οὐδὲ ἡμεῖς ἐγνωρίζομεν ἄλλην κεφαλὴν παρὰ μόνην ἐκείνην, ὅπου ἔδωκεν ὁ μακάριος Παῦλος, ἡ ὁποία εἶναι ὁ δεσπότης Χριστός. Ἀλλὰ εἶπε, ἐσὺ ὦ Ρωμᾶνε, ὅπου κάμνεις τὸν Πάπα κεφαλὴν τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἀποθάνῃ ὁ Πάπας ἀποθαίνει καὶ ἡ κεφαλὴ ἢ ὄχι; Φανερὸν ὅτι ἀποθαίνει· διατὶ κανένα κορμὶ λείποντας ἀπὸ τὴν κεφαλήν του ἠμπορεῖ νὰ ζῇ; Λοιπὸν κάθε βολὰ ὅπου ἀπεθαίνει ὁ Πάπας εἶναι νεκρὰ καὶ ἀπεθαμένη ἡ Ἐκκλησία, χωρὶς κεφαλή. Λοιπὸν δὲν εἶναι ἄλλη κεφαλὴ παρὰ μόνον ὁ Χριστός, καθὼς μᾶς τὸ ἐπαράδωκεν ὁ ἅγιος Παῦλος. Ὁ δὲ Πάπας ἦτον ἕνας οἰκονόμος τῆς Ἐκκλησίας του, μοναχὰ τῆς ἐδικὴς του, ὡσὰν καὶ ἄλλοι διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, δηλονότι οἱ ἀρχιερεῖς τῶν ἐπαρχιῶν τωνε μόνοι. Ἡμεῖς τοὺς κράζομεν ἔτσι καθὼς τὸ μαρτυρᾷ ὁ θεσπέσιος Παῦλος, διότι δὲν θέλωμεν τὸ ἀνάθεμα. Διότι εἶπεν ἀτός του ὁ Παῦλος, ὁποῖος ἔλθῃ νὰ σᾶς εἴπῃ κανένα, ἔξω ἀπὸ ταῦτα, ὅπου σᾶς λέγω, ὄχι ἄνθρωπος ἢ Ἀπόστολος ἀμὴ ἂν εἶναι καὶ ἄγγελος, ἂς ἔχει τὸ ἀνάθεμα[55]. Τὸ ὁποῖον τὸ θέλει κληρονομήσει, ἐκεῖνος, ὅπου παραβαίνει τὰ δόγματαά του. Μὰ ἤξευρε, σὺ ὦ Ρωμᾶνε, ὅτι μόνον φλυαρεῖς καὶ πλέον γελᾶσαι παρὰ ὅπου ἀπατᾷς.

Ὅτι περισσότερον ἤγγιζεν τοῦ Ἰακώβου
νὰ εἶναι ἐπίτροπος τοῦ Χριστοῦ
καὶ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας παρὰ τοῦ Πέτρου.
Ἂν πρέπει νὰ εἶναι καμμία κεφαλή

Λέγεις, ὦ Ρωμᾶνε, ὅτι διὰ τοῦτο δὲν ἐδιαδέχθηκεν ἄλλος ἀπὸ ἐκείνους, ὅπου ἐχειροτονήθησαν ἀπὸ τὸν Πέτρον, τὸν θρόνον του καὶ τὰ πρωτεῖα του, παρὰ μόνον ὁ Κλήμης καὶ οἱ διάδοχοί του, οἱ ἐπίσκοποι δηλαδὴ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, διατὶ ὁ μακάριος Πέτρος εἰς τὴν Ρώμην ἔχυσε τὸ αἷμα του διὰ τὸν Δεσπότην Χριστόν, διὰ τοῦτο ἦτο πρέπον καὶ δίκαιον νὰ τὸν διαδεχθῇ ὁ Ρώμης καὶ νὰ εἶναι ἡ κεφαλὴ τῶν ἄλλων καὶ ὄχι ἄλλος, ἀποὺ τοὺς κεχειροτονημένους ἀπ᾿ αὐτόν. Καὶ πρὸς τοῦτο σὲ ἐρωτῶ, ὦ Ρωμᾶνε· ποῖος λογιάζεις νὰ εἶναι μεγαλειότερος καὶ πρῶτος ἀρχιερεὺς τῶν ἀρχιερέων, ὁ Χριστὸς ἢ ὁ Πέτρος; Φανερὰ πῶς εἶναι ὁ Χριστός; διὰ τὸν ὁποῖον τιμοῦμεν τὸν Πέτρον καὶ τὸν μεγαλύνομεν ὡς Ἀπόστολον, ἕναν ἀπὸ τοὺς κορυφαίους. Διατὶ ἂν αὐτὸς δὲν ἦτο τοῦ Χριστοῦ μαθητής, ἡμεῖς τὸν εἴχωμεν διὰ ἕναν ψαρὰν καὶ τὸν χοντρότερον ἄνθρωπον. Τίνος χάριν, ἂν ὁ Χριστὸς εἶναι μεγαλειότερος καὶ πρῶτος ἀρχιερεύς, ἐκεῖ ὅπου ἐμαρτύρησεν ὁ Πέτρος δίδεις τὰ πρωτεῖα, καὶ κάμνεις πρωτόθρονον καὶ διάδοχον τοῦ Χριστοῦ τὸν ἀρχιερέα τῆς πόλεως ἐκείνης καὶ οὐχὶ τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅπου ἐμαρτύρησεν ἐκεῖ ὁ βασιλεὺς καὶ ἀρχιερεὺς τῶν ἀρχιερέων καὶ ἀρχιποίμην ὁ Χριστός; Διατί τοῦ ἀρχιερέως τῆς Ρώμης τοῦ δίδεις νὰ εἶναι διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης καὶ ἐξουσιαστὴς καὶ ὑπεράνω ὁλονῶν, καὶ νὰ χειροτονῇ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ νομοθετῇ καὶ νὰ κάμνῃ εἴτι θέλει, ὡσὰν πρῶτος καὶ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς, τῆς ἀπὸ περάτων ἕως περάτων τῆς οἰκουμένης, καὶ ὄχι τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅπου ἐμαρτύρησεν ὁ Χριστός; Ἐκεῖ ὅπου ἐφάνη καὶ ἔδωκε τὰς πλάκας τοῦ Μωϋσῆ; Ἐκεῖ ὅπου ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη; Ἐκεῖ ὅπου ἐβαπτίσθη; Ὅπου ἐμεταμορφώθη; ἔμπροσθεν εἰς τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, τοὺς προκρίτους μαθητὰς ὄχι εἰς τὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ εἰς τὴν τάξιν; Ἐκεῖ ὅπου ἐσταυρώθη καὶ ἔπαθε διὰ νὰ δώσῃ τὴν ἀπάθειαν καὶ τὴν ἀθανασίαν εἰς τὸν κόσμον; Ἐκεῖ ὅπου ἔχυσε τὸ τίμιον τοῦ αἷμα; Ἐκεῖ ὅπου ἔγεινε τὸ πρῶτον ἔργον τῆς ἱερωσύνης, ἡ θυσία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ; Ἐκεῖ ὅπου εἶπε τὸ «λάβετε φάγετε, καὶ πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, καὶ τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν»; Ἐκεῖ ὅπου ἀνελήφθη καὶ ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ, ὡσὰν τὸ λέγει ὁ μακάριος Παύλος[56]; Ἐκεῖ ὅπου μέλλει νὰ ἔλθῃ νὰ κρίνῃ ζῶντας καὶ νεκρούς; Ἐκεῖ ὅπου μερικώτερα λέγουσιν αἱ Γραφαὶ ἤγουν αἱ Προφητεῖαι, πῶς εἶναι τὸ βασίλειον τοῦ Χριστοῦ; «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών, κήρυσσε θύγατερ Ἱερουσαλήμ, ἰδοὺ γὰρ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι πραῢς καὶ σῴζων»[57]. Διατὶ λοιπὸν ἐκεῖ ὅπου ἦσαν πλέον μερικώτερον τὰ βασίλεια (καὶ δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνον Δαυῒδ τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ)[58], ἀλλὰ νὰ εἶναι εἰς τὴν Ρώμην; Διατί ἐμαρτύρησεν ἐκεῖ ὁ Πέτρος; Νὰ λοιπὸν κατὰ τὸ συμπέρασμά σου, πῶς νὰ μὴν διεδέχθη ἄλλος τὸν Πέτρον παρὰ ὁ Κλήμης. Νά ὅπου συμπεραίνεται ἀκόμη πῶς δὲν ἐδιαδέχθη ἄλλος τὸν Χριστὸν πάρεξ ὁ Ἰάκωβος.
Καὶ λέγεις νὰ ἔχῃ περισσοτέραν χάριν τὸ αἷμα τοῦ Πέτρου ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ; εἰς τόσον ὅτι ἐκεῖ ἐχύθη, αὐτό, νὰ χαρίζῃ τέτοιαν μεγάλην δωρεὰν καὶ ὄχι τοῦ Χριστοῦ; Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ εἶναι πρῶτος θρόνος ἐκεῖνος, ὅπου ἐχύθη τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, παρὰ ἐκεῖνος, ὅπου ἐχύθη τὸ αἷμα τοῦ Πέτρου; Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ εἶναι πρῶτος θρόνος καὶ μητέρα τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Θεοῦ κατοικητήριον, καθὼς τὸ κράζει ὁ Δαμασκηνός, παρὰ ἐκείνη, ὅπου μήτε τὴν ὀνομάζει τινὰς διὰ πρώτην, μήτε κατὰ ἀλήθειαν εἶναι. Ποῦ εὑρίσκεται πούπετας νὰ κράζουσι τὴν Ρώμην μητέρα τῶν Ἐκκλησιῶν ὡς λέγει ὁ Δαμασκηνὸς τὴν Ἱερουσαλήμ[59]; Ποῦ λέγεις, ἐσὺ ὦ Ρωμᾶνε, νὰ κάμωμεν πρώτην Ἐκκλησίαν; ἐκεῖ ὅπου ἔβαψε τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ; ἢ ἐκεῖ ὅπου ἐβαψε τὸ αἷμα τοῦ Πέτρου; Ἐκεῖ ὅπου ἐγίνηκεν ἡ σωτηρία ὅλης τῆς οἰκουμένης ἢ εἰς τὴν Ρώμην, ὅπου ἐμαρτύρησεν ὁ Πέτρος; Ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ τάφος τοῦ Χριστοῦ ἢ ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ τάφος τοῦ Πέτρου; Ὁ Ἰάκωβος ὅπου εἶναι πρῶτος ἀρχιερεὺς χειροτονημένος εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ εἶναι πρῶτος; ἢ ὁ Πέτρος ὅπου τοῦ δίδεται ἐσεῖς θρόνον τὴν Ρώμην; Ὁ Ἰάκωβος νὰ εἶναι πρῶτος, ὅπου τοῦ λέγει ὁ μακάριος Παῦλος, «Ἰάκωβος καὶ Κηφᾶς, λέγει, καὶ Ἰωάννης οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι»[60] ἢ ὁ Πέτρος ὅπου τὸν λέγει δεύτερον; Ὁ Ἰάκωβος νὰ εἶναι πρῶτος ὅπου ἦτον κριτὴς τῶν Ἀποστόλων· «ἐγὼ κρίνω νὰ μὴν πειράζετε ἐκείνους, ὅπου πιστεύουσιν ἀπὸ τὰ ἔθνη»[61], ἢ ὁ Πέτρος ὅπου τὸν ἐλέγχει ὁ Παῦλος διὰ ὑποκριτήν: «εἰδώς, λέγει, ὅτι οὐκ ὀρθοποδεῖ εἰς τὴν ἀλήθειαν κατὰ πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην»[62]. Ὁ Ἰάκωβος, ὅπου τὸν μαρτυρᾷ ὁ Δαμασκηνὸς πρῶτον ἀρχιερέαν εἰς τὸ τροπάριον, ὅπου κάμνει εἰς τὴν κοίμησιν τῆς Θεοτόκου καὶ λέγει, «ὅτε ἐξεδήμησας, Θεοτόκε Παρθένε, πρὸς τὸν ἐκ σοῦ τεχθέντα ἀφράστως παρῆν Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος καὶ πρῶτος Ἱεράρχης» ἢ ὁ Πέτρος; Ὁ Ἰάκωβος νὰ εἶναι πρῶτος, ὅπου ἔχει ἀξίωμα μεγαλειότερον παρὰ τοὺς ἄλλους, καθὼς τὸν μαρτυρᾷ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴν κεφάλ. α´ ἐκεῖ ὅπου λέγει ἐπειδὴ οἱ Γαλάται ἀποβλέψασι εἰς ἐκείνους, ὅπου εἴχασι πλέον μεγάλα ἀξιώματα τοῦ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου, διὰ τοὺς ὁποίους λέγει ὁ Παῦλος, ὄχι ὁ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης, ὅπου ἔχουσι τὰ μεγαλύτερα ἀξιώματα, ἀμὴ καὶ ἄγγελος, ἀποὺ τὸν οὐρανὸν ἐὰν ἔλθῃ νά σου διδάξῃ ἄλλο ἀπὸ τοῦτο ὅπου σᾶς λέγω, ἂς ἔχει τὸ ἀναθεμα[63]. Καὶ ὄχι μοναχὰ τοῦ Ἰακώβου ἤγγιζεν νὰ εἶναι πρῶτος, ἂν ἦτον χρεία νὰ ἀφήσῃ ὁ Χριστός τινα πρῶτον, ἀμὴ καὶ τοῦ Ἰωάννου, ὅπου τοῦ ἔλεγεν ὁ Χριστὸς ὅλα του τὰ μυστικά, ὅπου τὸν ἄφησεν ἐπίτροπον εἰς τὴν μητέρα του καὶ ὄχι μοναχὰ ἐπίτροπον, ἀλλὰ ὡσὰν καὶ τουλόγου του. «καὶ εἶπε τῇ μητρὶ αὐτοῦ, γύναι ἰδοὺ ὁ υἱός σου» καὶ πάλιν λέγει τοῦ Ἰωάννου «ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου» καὶ παρευθὺς τὴν παρέλαβεν ὁ μαθητὴς εἰς τὸ σπῆτιν του[64]. Ὅπου ὅλοι τὸν ἠρωτήσασιν εἰς τὸν μυστικὸν δεῖπνον, καί τινος δὲν εἶπεν τὸν προδότην του παρὰ μόνον ἐκεινοῦ. Ὅπου ὅλοι ἐφύγασιν εἰς τὸν καιρὸν τοῦ πάθους, καὶ αὐτὸς ἔμεινεν ἕως τέλους καὶ ἐπῆρε τὴν κλῆσιν, τοῦ νὰ κράζεται υἱὸς τῆς Θεοτόκου, ὅπου ἐμεταστάθη καὶ αὐτός, ζωντανός, καθὼς τὸ μαρτυροῦσιν οἱ ἅγιοι. Ὅπου τὸ λέγει ὁ Θεοφύλακτος ὁ Βουλγαρίας εἰς τὸ τρίτον κεφάλαιον, πῶς ἦτον αἰδεσιμώτατος ἀπὸ τὸν Πέτρον. Καὶ ἂν θέλῃς νὰ τὸ εὕρῃς ἄπελθε εἰς τὰς πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἐκεῖ ὅπου ἐξηγᾷ «ἀναστὰς Παῦλος καὶ κατασείσας τῇ χειρί»[65], καὶ λέγει «ὥσπερ Ἰωάννης παραχωρεῖ τοῦ Πέτρου καίτοι αἰδεσιμώτερος ἦν...», ἤγουν ἀγκαλὰ καὶ ἦτον ὁ Ἰωάννης αἰδεσιμώτερος, ἀλλὰ πάλιν ἐπαραχώρει τοῦ Πέτρου καὶ τὸν ἄφηνεν καὶ ἐσυντύχαινεν πρῶτα. Διατὶ λέγει οἱ Ἀπόστολοι δὲν ἐβλέπασιν εἰς ἄλλο παρὰ μόνον εἰς τὴν ὠφέλειαν τοῦ λαοῦ. Βλέπεις πῶς λοιπὸν τὸν Ἰωάννην τὸν μαρτυροῦσιν αἰδεσιμώτερον καὶ υἱὸν τῆς Θεοτόκου καὶ πλέον ἠγαπημένου παρὰ τοὺς ἄλλους ὅλους; Λοιπὸν ἂν ἤθελεν ὁ Χριστὸς νὰ κάμῃ πρῶτόν τινα, ἤθελε κάμῃ τινὰ ἀπὸ τούτους καὶ ὄχι τὸν Πέτρον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ´
Ἂν ἦτο καὶ ὁ Πέτρος διάδοχος τοῦ Χριστοῦ,
τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι

Λέγεις, ὦ Ρωμᾶνε, πῶς ὁ Ρώμης εἶναι πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀρχιερεῖς καὶ πῶς ἔχει μεγαλειότερον ἀξίωμα ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, καθὼς ἦτον ὁ Χριστὸς ἐπάνω εἰς ὅλους ἔτσι εἶναι καὶ ὁ πάπας εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς, διατὶ εἶναι διάδοχος τοῦ Πέτρου, ὁ ὁποῖος ἦτον κεφαλὴ τῶν Ἀποστόλων. Καὶ ἐγὼ σοῦ λέγω· ἂν ὁ Πέτρος ἤθελεν εἶσται τοιοῦτος, τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι ποτέ, παρὰ ἦτον ἴσος μὲ τοὺς ἄλλους, ὅμως μηδὲ οὕτω δὲν ἀκολουθεῖ, ὁ Ρώμης νὰ εἶναι διάδοχός του. Ἀμὴ κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον ἤγγιζεν ἀκόμη τοῦ καθενός, ὅστις ἐχειροτονήθη ἀπὸ αὐτόν. Διατὶ μήτε ὁ Πέτρος, μήτε κανένας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους λέγω τοὺς δώδεκα εἶχε κανένα θρόνον μερικῶς, ἀλλὰ θρόνος τοῦ καθενὸς ἦτον ἡ οἰκουμένη. Καὶ τόσον εἶχεν ὁ Πέτρος θρόνον τὴν Ρώμην, ὡσὰν καὶ τὴν Ἀλεξάνδρειαν, καὶ ἁπλῶς ὅλον τὸν κόσμον. Διὰ τοῦτο οὐδὲ εἰς τὴν Ρώμην ἐχειροτόνησε μόνον ἐπίσκοπον, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, καὶ εἰς τὴν Ἀντιοχείαν, καὶ εἰς ἄλλους πολλοὺς τόπους. Καὶ τὸν μὲν Μᾶρκον τὸν ἔκαμε Ἀλεξανδρείας, τὸν δὲ Κλήμεντα, Ρώμης, καὶ τὸν Εὔοδον, Ἀντιοχείας, καὶ ἄλλους ἄλλης πόλεως. Διατὶ λοιπὸν ἐσύ, ὦ Ρωμᾶνε, τὸν Ρώμης λέγεις διάδοχόν του καὶ ὄχι τὸν Μᾶρκον, ὅπου τὸν ἔκαμεν Ἀλεξανδρείας ἢ τὸν Εὔοδον; ὅπου τὸν ἔκαμε Ἀντιοχείας ἐπίσκοπον; Δὲν τοὺς ἐχειροτόνησε καὶ αὐτοὺς ἀτός του μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Δὲν ἦτον ὁ Μᾶρκος ἅγιος καὶ Εὐαγγελιστής; Δὲν ἦτον καὶ ὁ Εὔοδος καὶ αὐτὸς ἅγιος ἄνθρωπος; Διατὶ ὁ Ρώμης νὰ εἶναι διάδοχός του καὶ ὄχι αὐτοί; Ἀλλὰ λέγεις· ὅταν ἔμελλεν ὁ Πέτρος νὰ θανατωθῇ διὰ τὸν Χριστόν, ἔλαβε τὸν Κλήμεντα ἀπὸ τὴν χεῖρα καὶ εἶπε πρὸς τοὺς Ρωμάνους, ὦ ἄνδρες Ρωμάνοι, τὸ μὲν τέλος τὸ ἰδικόν μου εἶναι σιμά, Ἰδοὺ ὅπου σᾶς χειροτονῷ σήμερον ἐτοῦτον τὸν Κλήμεντα διὰ ἐπίσκοπόν σας, τοῦ ὁποίου δίδω καί τὴν καθέδραν τοῦ λόγου μου, διατὶ θέλει δέσει ὅσα πρέπει νὰ δεθῶσιν, καὶ θέλει λύσει ὅσα πρέπει νὰ λυθοῦσιν. Καὶ τί συνάγεις, ὦ Ρωμᾶνε, ἀπ᾿ αὐτό; πῶς εἶναι ἐν γένει ἐπίσκοπος τῆς οἰκουμένης ὅλης; Μάλιστα ἀπ᾿ αὐτὸ ὅπου εἶπες[66] τοῦ ἔδειξες νὰ εἶναι τῆς Ρώμης μόνον ἐπίσκοπος καὶ ὄχι ἄλλης. Δὲν τῶν εἶπεν ὁ Πέτρος ἰδού, ὅπου χειροτονῶ τὸν Κλήμεντα ἐπίσκοπον τῆς οἰκουμένης, ὡσὰν εἶμαι καὶ ἐγώ, ἀμὴ εἶπε μερικά, χειροτονῶ τὸν Κλήμεντα. Τί λογιάζεις πῶς ἡ Ρώμη μοναχή της εἶναι ὅλη ἡ οἰκουμένη; ἂν τὸ μετρᾷς οὕτως σφάλεις περισσότερα, παρὰ ὅπου λογιάζει τινὰς τὸν ψύλλον νὰ εἶναι ‘λέφαντας, διατὶ ἡ Ρώμη εἶναι μέρος μικρότατον σιμὰ εἰς τὸν ὅλον (κόσμον). Καὶ διὰ τοῦτο εἶναι φανερόν, πῶς ὁ Πέτρος ἐκείνης τῆς πόλεως τὸν ἐχειροτόνησεν ἐπίσκοπον καὶ ὄχι ἄλλης. Μὴ ἡ ἄλλαις ἐπαρχίαις δὲν εἶχαν ἐπίσκοπον νὰ τὸν κάμῃ αὐτὸν εἰς ὅλους; Ὅλαις εἴχασιν ἡ κάθε μιὰ τὸν ἰδικόν της. Διὰ τοῦτο ἡ Ρώμη, ὡσὰν ἐκείνη, ὅπου δὲν εἶχε τότε ἐπίσκοπον, τῆς ἔκαμε τὸν Κλήμεντα. Ἀλλὰ λέγεις, ὦ Ρωμᾶνε, πῶς εἰς τὸν Κλήμεντα δίδει τὴν καθέδραν τοῦ λόγου του; καὶ ἴσως ἐγὼ ἀρνοῦμαι πῶς εἰς τὴν Ρώμην νὰ μὴν εἶναι καθέδρα τοῦ Πέτρου, ὡσὰν καὶ εἰς τὰς ἄλλας πόλεις. Κάθε τόπος εἶναι καθέδρα ὁλονῶν τῶν Ἀποστόλων· «πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ Εὐαγγέλλιον πάσῃ τῇ κτίσει»[67]. Λοιπὸν ὅλη ἡ κτίσις εἶναι καθέδρα τῶν Ἀποστόλων ὁλονῶν καὶ τοῦ Πέτρου, καὶ τοῦ Κλήμεντος ἔδωκε τὴν καθέδραν τῆς Ρώμης, τοῦ δὲ Μάρκου τὴν Ἀλεξάνδρειαν καὶ τοῦ Εὐόδου τὴν Ἀντιοχείαν, ὡσὰν καὶ ὁ Παῦλος, ἔδωκε τὴν καθέδραν τῶν Ἀθηνῶν τοῦ Διονυσίου, καὶ τῆς Κρήτης τοῦ Τίτου, καὶ τοῦ Τιμοθέου τὴν Ἔφεσον καὶ ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι τῶν διαδόχων τωνε.
Εἰπέ μου, ὦ Ρωμᾶνε, τί πρᾶγμα λογιάζεις ἐσὺ νὰ εἶναι ἐκεῖνο, ὅπου ἔδωκε τοῦ Κλήμεντος καὶ τὴν εἶπεν καθέδραν τοῦ λόγου του; Εἶναι ἄλλη παρὰ τὸ κήρυγμα, ὅπου ὁ Πέτρος ἐκήρυττε; Λοιπὸν δὲν ἔδωκε ἐτούτην τὴν διδαχὴν καὶ τοῦ Μάρκου νὰ τὴν κηρύττῃ; καὶ τοῦ Εὐόδου καὶ τῶν ἄλλων; Τί ἔδωκεν τοῦ Κλήμεντος περισσότερον; Ἀλλὰ λέγεις πῶς τοῦ ἔδωκε τοῦ Κλήμεντος τὴν ἐξουσίαν τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν; Καὶ λογιάζεις, ὦ Ρωμᾶνε, πῶς νὰ τὴν ἔδωκεν ὁ Πέτρος τοῦ Κλήμεντος μοναχά; Ἀμὴ τι ἄλλο ἐδιαδέχθησαν οἱ ἐπίσκοποι ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους παρὰ αὐτό; Τόσον οἱ διάδοχοι τοῦ Πέτρου, ὡσὰν τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Ἰωάννου καὶ τῶν λοιπῶν. Ἀλλὰ νὰ ἠξεύρης, ὦ Ρωμᾶνε, πῶς ἀγκαλὰ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, τόσον ὁ Ρώμης, ὡσὰν καὶ ὁ Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ Ἱεροσολύμων, ἐδιαδέχθησαν τοὺς Ἀποστόλους, καὶ λέγονται διάδοχοί των, νὰ εἶναι ὅλης τῆς οἰκουμένης, παρὰ μόνον τοῦ τόπου, ὅπου ἐχειροτονήθη, μηδὲ ἐδιαδέχθησαν ὅσα εἴχασιν ὅλοι, παρὰ μόνον τὰ τέσσαρα πράγματα, τουτέστιν ἐξουσίαν καὶ ὄχι καθολικήν, καθὼς τὴν εἶχαν αὐτοί, ἀλλὰ μερικήν, ἤγουν μόνον εἰς ταῖς ἐπαρχίαις των.
Δεύτερον τὴν ἱερωσύνην καὶ αὐτὴν νὰ τὴν ἐπιτελοῦσιν μόνον εἰς ταῖς ἐπαρχίαις των, καὶ ἀλλοῦ μὲν συγχώρησιν ἐκεινοῦ, ὅπου ἔχει τὴν ἐπαρχίαν ἐκείνην.
Τρίτον τὴν χειροτονίαν καὶ αὐτὴν μερικῶς.
Τέταρτον τὴν ἐξουσίαν τοῦ δεσμεῖν τε καὶ λύειν, ὁμοίως καὶ αὐτὴν μερικῶς. Διατὶ μόνον οἱ Ἀπόστολοι εἴχασιν ἐξουσίαν εἰς ὅλον τὸν κόσμον, καθὼς εἶπε «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη», ἀμὴ οἱ διάδοχοί τους ἔστωντας νὰ χειροτονήθουσι μερικῶν πόλεων τῶν ἐδόθη καὶ μερική, ἐξουσία, τόσον τοῦ Ρώμης ὡσὰν καὶ τῶν ἀλλωνῶν.

Ὅτι ὅλοι Ἀπόστολοι ἀφῆκαν διαδόχους καὶ ὄχι μόνον ὁ Πέτρος

Ὅτι δὲ ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι ἀφήκασι διαδόχους καὶ ὅλοι εἶναι μιᾶς ἐξουσίας, τόσον τοῦ Πέτρου οἱ διάδοχοι, ὡσὰν καὶ τῶν ἄλλων, εἶναι φανερὸν νὰ τὸ ἰδῇς εἰς πολλοὺς τόπους καὶ εἰς τὰς διδαχὰς ὅπου κάμνει ὁ πάνυ Γαρόλος, ὅπου ἦτον καὶ αὐτὸς Ρωμανὸς ὡσὰν καὶ ἐσένα, καὶ δὲν εἰμπορῇς νὰ τὸν ἀρνηθῇς καὶ αὐτόν, ὡσὰν καὶ τοὺς ἁγίους. Καὶ ἂν θέλῃς νὰ τὸ ἰδῇς, ἰδὲ εἰς τὰς διδαχὰς ὅπου κάμνει τῇ ἁγίᾳ καὶ Μεγάλῃ τεσσαρακοστῇ καὶ θέλεις τὸ εὕρῃ εἰς μυρίους τόπους, καὶ ἐκεῖ θέλεις ἰδεῖν καὶ τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, ὅπου ἦτον καὶ αὐτὸς ἕνας ἀποῦ τοὺς διαδόχους τῶν Ἀποστόλων καὶ μάλιστα τοῦ Παύλου, εἰς τὸν λόγον ὅπου κάμνει πρὸς Δημόφιλον τὸν θεραπευτήν, ὅπου λέγει· ἐσὺ μὲν δίδε καθενὸς τὰ πρέποντα μόνον καὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία σου, καὶ μὲ λογαριασμόν, καὶ ἐσένα οἱ διάκονοι, καὶ τῶν διακόνων οἱ ἱερεῖς, καὶ τῶν ἱερέων οἱ Ἀπόστολοι καὶ διάδοχοί τους. Καὶ ἂν ἴσως ἤθελε σφάλῃ τινας εἰς τὰ πρέποντα ἀνάμεσά τως, θέλει διορθωθῇ ἀπὸ τοὺς ὁμοταγεῖς, ἤγουν τοὺς Ἀποστόλους τοὺς ὁμοτίμους. Βλέπε, ὦ Ρωμᾶνε, πῶς ὁ ἱερὸς Διονύσιος τοὺς κράζει διαδόχους καὶ ὁμοτίμους καὶ λέγει, ὅποιος σφαλεῖ νὰ διορθωθῇ ἀπὸ τοὺς ὁμοτίμους καὶ λέγεις, ὅτι ὁ πάπας δὲν σφάλει ποτε; Εἰπέ μου ὁ πάπας, ὡσὰν ἄγγελος εἶναι, ὡσὰν Ἀπόστολος, ὡσάν τί εἶναι; Ἂν εἶναι ὡσὰν ἄγγελος, καὶ ὁ διάβολος ἄγγελος ἦτον, ἀλλὰ ἔσφαλλε καὶ ἔγεινε διάβολος, καὶ ὁ Ἰούδας Ἀπόστολος ἦτον καὶ ὅμως ἐξέπεσε. Καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος Πέτρος ἔσφαλλε. Πῶς ὁ πάπας νὰ μὴν σφάλλῃ; Πᾶς ἄνθρωπος εἶναι ἀποκάτω εἰς τὸ σφάλμα, τὶ φλυαρεῖς;

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ´
Περὶ τοῦ πῶς ὁ Ρώμης δὲν εἶχεν ἐξουσίαν
τῆς πρωτοκαθεδρίας, διὰ τὸ νὰ εἶναι διάδοχος
τοῦ Πέτρου, μὰ διατὶ ἦτον ἐκεῖ τὸ βασίλειον
τοῦ τὴν ἐχάρισεν ἡ Σύνοδος

Ἂν λογιάζης, ὦ Ρωμᾶνε, πῶς ὁ Πάπας νὰ ἔλαβε τὴν πρωτοκαθεδρίαν ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἢ ἀπὸ τοὺς διαδόχους τωνε, οἱ ὁποῖοι ἦσαν σιμὰ εἰς τὸν καιρὸν τῶν Ἀποστόλων, ἢ ἀπὸ τοῦ διὰ νὰ εἶναι διάδοχος τοῦ Πέτρου, τοῦ ἔδωκεν τὴν ἐξουσίαν αὐτήν, ἂν τὸ λογιάζῃς ἔτσι, σφάλεις κατὰ ἀλήθειαν. Διατὶ μήτε τις ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους τὴν εἶχεν, μήτε ἀπὸ τοὺς διαδόχους τωνε, ὅπου ἦσαν τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, μήτε διατὶ ἦτον διάδοχος τοῦ Πέτρου, διατὶ κατὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἦτον πλέον εὔλογον νὰ τὴν δώσουν τοῦ Ἱεροσολύμων, ὅπου τὴν εἶχεν ἐξ ἀρχῆς, ὅπου ἐχειροτόνησεν ἐκεῖ ὁ δεσπότης Χριστὸς τὸν Ἰάκωβον πρῶτον Ἱεράρχην· ὅπου ἐκεῖ ἔκαμε ὁ Χριστὸς ὅλας τὰς οἰκονομίας, καθὼς τὸ εἴπαμε παραπάνω ἀρκετά. Ἐκεῖ ὅπου ἔχυσεν ὁ δεσπότης Χριστὸς τὸ αἷμα του διὰ νὰ μᾶς ἐξαγοράσῃ ἀποῦ τὴν ἁμαρτίαν. Καὶ ὅσον εἶναι μεγαλειότερος ὁ θάνατός του, τόσον ἦτο καὶ δικαιότερον καὶ εὐλογώτερον νὰ εἶναι ὁ θρόνος τῆς Ἱερουσαλὴμ μεγαλειότερος καὶ τιμιώτερος ἀπὸ τῆς Ρώμης. Ἀμὴ δὲν εἶναι ἀπὸ τὰς αἰτίας ἐτούτας. Ἄκουσον λοιπὸν νὰ σὲ διδάξω ἐγὼ ἐκεῖνο, ὅπου σὲ πλανᾷ καὶ δὲν τὸ λογιάζεις, καὶ πότε τοῦ ἐδώκασι αὐτὸ τὸ ἀξίωμα τὸ νὰ προκαθίζῃ καὶ ὄχι ἄλλο τίποτες· καὶ πότε τὸ ὄνομα, καὶ εἰς ποῖον καιρὸν καὶ ποῖος.
Ἀπὸ τὸν καιρόν, ὅπου ὁ Χριστὸς ἀνελήφθη καὶ ἔστειλε τὸ πανάγιόν του Πνεῦμα, καὶ ἐφώτισε τοὺς Ἀποστόλους, καὶ τοὺς ἐχάρισεν ὅλα τὰ χαρίσματά του, καὶ τοὺς ἐχειροτόνησεν ἀρχιερεῖς καὶ ποιμένας τῆς οἰκουμένης, δὲν ἐλέγετόν τινας ἀρχιερεὺς ἢ πνευματικὴ ἀρχὴ ἢ πάπας, παρὰ μόνον ἐπίσκοποι, ὡς τὸν καιρὸν τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως Κωνσταντίνου. Τόσον ὁ Ρώμης, ὡσὰν ὁ Ἀλεξανδρείας καὶ οἱ λοιποὶ διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, καὶ ἦσαν ὅλοι ὁμοταγεῖς, ἤγουν μιᾶς ἀξίας, καὶ δὲν ἦτον οὔτε ὁ μὲν οὔτε ὁ δέ, ἀλλ᾿ ἦσαν ὅλοι ἴσοι, καὶ ἐποίμαινεν ὁ καθεὶς τὸν θρόνον του, καὶ ἐδιαλέγεντον ὁ καθεὶς ἀπὸ τὸν θρόνον, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν του καὶ ἐχειροτονᾶτο. Ἀλλ᾿ ἀφοῦ ἡ βασίλισσα, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία παραστέκεται ἀπὸ τὴν δεξιὰν τοῦ μεριὰν ἐνδεδυμένη μὲ πορφυρόβαφον στολήν, ὅπου ἐβάφη μὲ τὰ καθαρὰ αἵματα τῶν μαρτύρων, βασίλισσα ἀπὸ θαλάσσης ἕως θαλάσσης καὶ ἀπὸ περάτων ἕως περάτων τῆς οἰκουμένης, κατὰ τὸν Δαυΐδ, τότε ἀνέστησεν ὁ Θεὸς τὸν εὐσεβέστατον βασιλέα Κωνσταντῖνον τὸν ἰσαπόστολον, μὲ τοῦ ὁποίου τὴν πρόσταξιν καὶ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν βοήθειαν, πρῶτον ἠφανίσθη ἡ πλάνη τῶν εἰδώλων, καὶ ἔλαμψε τὸ φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τὸ λοιπὸν τότε ὁ Χριστιανικώτατος βασιλεὺς ἠθέλησε νὰ κάμῃ πρᾶγμα ἄξιον Χριστιανοῦ βασιλέως, τὸ ὁποῖον ἦτο διὰ νὰ τιμήσῃ τὸν Ἐπίσκοπον τῆς χώρας, ὅπου ἀτός του εὑρίσκετον. Καὶ ἔστωντας νὰ κράξῃ Σύνοδον ἁγίων ἐπισκόπων νὰ τὸ ἀναφέρῃ ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος νὰ γένῃ καὶ ὠνόμασαν τὸν Ρώμης ἐπίσκοπον Πάπαν, καινούριον ὄνομα, τὸ ὁποῖον ἑρμηνεύεται Πατήρ. Καὶ τοῦ ἔδωκεν νὰ ἔχῃ εἰς τὴν ἐξουσίαν του τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τὰς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως, διατὶ ἐβασίλευσεν ἐκεῖ, ἐν ἀρχῇ βασιλεὺς Χριστιανός.
Τότε ὁ βασιλεὺς ἔστωντας καὶ νὰ κτίσῃ τὴν Κωνσταντινούπολη, διατὶ ἦτον πολλὰ ἐπιτήδειος τόπος, καὶ ἄξιος διὰ βασίλειον ἐπῆγε ἐκεῖ. Καὶ διὰ νὰ γίνῃ πάλιν ἐκεῖ τὸ βασίλειον, ἐφάνη τῶν ἁγίων Πατέρων, ἔστωντας νὰ κινῶνται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, νὰ τιμήσουν καὶ τὸν Κωνσταντινουπόλεως. Ἐτίμησαν λοιπὸν καὶ ἐκεῖνον καὶ τοῦ ἔδωκαν νὰ κράζεται Πατριάρχης, ἤγουν ἀρχὴ τῶν Πατέρων. Καὶ τοῦ ἔδωκε καὶ αὐτουνοῦ νὰ εἶναι ἀρχὴ τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ
Ἰλλυρικοῦ, τῆς Ἠπείρου τῆς Ἑλλάδος, τῆς Ἀχαΐας, τῆς Ρόδου, τῶν Κυκλάδων νήσων, τῆς Μακεδονίας, τῆς Φρυγίας, Ἀσίας, Βυθινίας, Ἑλλησπόντου, Καππαδοκίας, Πόντου, Μοισίας, ὑπερβορίων καὶ ὅλων τῶν Ἐθνῶν. Κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον ἐτίμησαν καὶ τὸν Ἀντιοχείας νὰ λέγεται καὶ αὐτὸς Πατριάρχης, διατὶ ἐκεῖ ἐκλήθησαν ἐν ἀρχῇ οἱ μαθηταὶ Χριστιανοί[68], καὶ τοῦ ἔδωκαν καὶ αὐτουνοῦ τὴν ἀρχὴν τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, τῆς Κυλικίας, τῆς Μεσοποταμίας, Συρίας καὶ Φοινίκης. Ὁμοίως καὶ τὸν Ἀλεξανδρείας τὸν ἐκάλεσαν Πάπαν καὶ Πατριάρχην, καὶ τοῦ ἔδωκαν τὴν αὐθεντίαν ὁλονῶν τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Αἰγύπτου, τῆς Λιβύης καὶ τῆς Αἰθιοπίας. Ὁμοίως καὶ τὸν Ἱεροσολύμων, τὸν ἐτίμησαν καὶ αὐτόν, διατὶ ἐκεῖ ἐδόθη ἡ Νέα Διαθήκη, ὁ νέος Νόμος, καὶ τοῦ ἐδόθη καὶ αὐτοῦ νὰ λέγεται Πατριάρχης, καὶ νὰ ἀφεντεύῃ ταῖς Ἐκκλησίαις τῆς Παλαιστίνης, Ἰουδαίας, τῆς Ἀραβίας, καὶ μετὰ τοῦτον τὸν τρόπον ἡ ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐτίμησε ταύτας τὰς Ἐκκλησίας. Καὶ διατὶ τὰς πέντε καὶ οὐχὶ περισσότεραις ἡ ὀλιγώτεραις; Διατὶ ἔστωντας ἡ Ἐκκλησία νὰ λέγεται σῶμα καὶ νὰ ἔχῃ κεφαλὴν τὸν Δεσπότην Χριστόν· «Χριστός ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας»[69], ἔκαμναν καὶ ἐτοῦτες, ὡσὰν πέντε αἰσθήσεις, νὰ κυβερνᾶται μετ᾿ αὐτῶν καὶ νὰ οἰκονομῆται ἐτοῦτο τὸ σῶμα. Καὶ καθὼς αἱ πέντε αἰσθήσεις δὲν κυβερνοῦνται ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλην, μήτε ἐξουσιάζεται, ἀλλὰ κάθε μία εἶναι αὐτεξούσιος, μήτε ἀπὸ τὴν ἀκοὴν ἡ ὄσφρησις, μήτε ἡ ἀκοὴ ἀπὸ τὴν ὄσφρησιν, μήτε ἡ ἁφὴ ἀπὸ τὴν γεῦσιν, ἢ ἡ γεῦσις ἀπὸ τὴν ἄλλην (τὴν ὅρασιν), ἀλλὰ ὅλαις εἶναι ὑπηρέτριαις τοῦ νοός, ἔτσι καὶ ἐτούταις ἡ πέντε Ἐκκλησίαις νὰ εἶναι αὐτεξούσιαις, καὶ νὰ ὑποτάσσωνται τοῦ Χριστοῦ τῆς κεφαλῆς, καὶ τοῦ κοινοῦ, ἤγουν τῆς Συνόδου. Διατί, ὅπου εἶναι Οἰκουμενικὴ Σύνοδος μὲ καλὸν σκοπόν, ἐκεῖ εἶναι καὶ αὐτὸς ὁ Χριστὸς «ὅπου γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ὄνομά μου ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»[70] καὶ ὅποιος θέλει νὰ ἰδῇ τὴν ἀλήθειαν ἂς ἰδῇ τοὺς κανόνας τῶν ἁγίων Συνόδων, καὶ θέλει πιστωθῇ κἂν ἐσὺ Ρωμανέ, κἂν ἄλλος, ὁποῖος ἀμφιβάλλει, καὶ θέλει γνωρίσῃ ἀκόμη πῶς δὲν εἶχεν ἐξουσίαν ὁ Πάπας εἰς ἄλλην Ἐκκλησίαν καθὼς εἴπαμεν παραπάνω, μόνον εἰς τὴν ἰδικὴν του τὴν Δυτικήν, καὶ πῶς ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἔχει τὰ πρωτεῖα, ὅπου εἶχεν ὁ Πάπας καὶ πλέον μεγαλήτερα.

Κανόνες τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Συνόδων,
ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἔχει τὰ πρωτεῖα,
ὅπου ἔχει ὁ Πάπας τῆς Ρώμης

Λέγει ὁ κη´ κανὼν τῆς δ´ Συνόδου. Ἔστωντας καὶ ἡμεῖς νὰ ἀνακαινουργιώνωμεν καὶ νὰ ἀκολουθοῦμεν τοὺς κανόνας τῶν ἁγίων Πατέρων, τοὺς ὁποίους ἐκάμασιν εἰς κάθε τόπον, καὶ ἀκόμη νὰ γνωρίζωμεν, τὸν κανόναν ὅπου ἀνεγνώσθη τώρα τῶν 150 θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων, αὐτὰ τὰ ἴδια ὁρίζομεν καὶ ἡμεῖς. Καὶ ἀποφασίζομεν διὰ τὰ πρωτεῖα τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, νέας Ρώμης, ὅτι τὸν θρόνον τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, διὰ τοῦτο τοῦ ἔδωκαν τὰ πρωτεῖα τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, διὰ τὶ ἦτον τὸ βασίλειον ἐκεῖ. Ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ σκοποῦ κινούμενοι καὶ οἱ 150 Πατέρες ἐδώκασι τὰ ὅμοια πρωτεῖα τοῦ θρόνου τῆς Ἁγιωτάτης νέας Ῥώμης, ἔστωντας νὰ κρίνουσιν ἄξιον καὶ εὔλογον καὶ πρέπον, ἐκείνη ἡ πόλις, ὅπου ἐτιμήθη μὲ βασίλειον καὶ σύγκλητον νὰ ἀπολαύσῃ ἀκόμη καὶ τῶν ὁμοίων πρωτείων τῆς Παλαιᾶς βασιλείας Ρώμης, καὶ νὰ μεγαλύνεται ὡσὰν καὶ ἐκείνην, ἔστωντας νὰ εἶναι καὶ εἰς τὴν τάξιν δευτέρα. Καὶ ὁ 36ος κανὼν τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς ἕκτης Συνόδου λέγει· ἔστωντας ἡμεῖς νὰ ἀνακαινουγιώνωμεν ἐκεῖνα, ὅπου ἐνομοθέτησαν οἱ 150 ἐκεῖνοι θεοφόροι Πατέρες, ὅπου ἐσυνάχθησαν εἰς τὴν Θεοφύλακτο∙ καὶ τῶν 630, ὅπου ἐσυνάχθησαν εἰς τὴν Χαλκηδόνα, ὁρίζομεν νὰ ἔχῃ τὰ ὅμοια πρωτεῖα ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως μὲ τὸν θρόνον τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, καὶ νὰ μεγαλύνεται ὡσὰν ἐκείνη εἰς τὰ Ἐκκλησιαστικὰ πράγματα, ἔστωντας νὰ εἶναι δευτέρα εἰς τὴν τάξιν ἀπὸ ἐκείνην. Ὕπαγε ἀκόμη εἰς τὸν 13ον κανόνα καὶ εἰς τὸν 55 τῆς ἕκτης Συνόδου καὶ εἰς τὸν 1ον αὐτῆς, καὶ εἰς τὸν 7ον αὐτῆς, καὶ τὸν 3ον τῆς δευτέρας καὶ θέλεις ἰδεῖν, πῶς ἦτο πάντα ἀπὸ κάτω τῶν Συνόδων ἡ Ρώμη, καὶ τὴν ἐνομοθετούσασι, καὶ τὴν ἐκανονίζασι καὶ τοὺς ἀφώριζαν ἐκείνους ὅπου δὲν ἐστέργασιν ἐκεῖνα, ὅπου τοὺς ἐπροστάσασιν, καὶ ἰδὲ ἂν ἦτον πάντα ὑποτεταγμένη της ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἢ οὐχί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε´
Ὅτι ὁ Πάπας δὲν ἔχει ἐξουσίαν νὰ χειροτονᾷ τινὰ
ἔξω ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν του

Λέγεις, ὦ Ρωμᾶνε, πῶς ὅποιος ἀρχιερεὺς δὲν χειροτονηθῇ ἀπὸ τὸν Πάπα δὲν εἶναι ἀρχιερεύς, διατὶ ὁ Πάπας εἶναι διάδοχος τοῦ Πέτρου καὶ ἐπίτροπος τοῦ Χριστοῦ, ὡσὰν καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος Πέτρος. Καὶ εἰπέ μου, ὦ Ρωμᾶνε, ποῦ φαίνεται ὁ Πέτρος νὰ ἐχειροτόνησε κανένα ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους; καὶ θέλεις καὶ ὁ διάδοχος του νὰ χειροτονα τοὺς ἐκεινῶν; Θῶμεν ὅτι νὰ ἦτο ὁ Πέτρος μόνον βικάριος τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲν ἦτον, καὶ ἀκόμη ἂς συγχωρήσωμεν τοῦ Πάπα νὰ εἶναι διάδοχός του, ὅπου αὐτὸ δὲν εἶναι ἀληθινόν. Ὅμως μὲ τοῦτα ὅλα θέλω νά μου δείξῃς, ποῦ ἐχειροτόνησέν ποτε κανένα Ἀπόστολον ἀπὸ τοὺς δώδεκα καὶ θέλεις νὰ δώςῃς καὶ τοῦ Πάπα; Δὲν ἐχειροτονήθησαν ὅλοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ὅταν ἐκατέβη ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν καὶ ἐκάθισεν ἐπάνω εἰς καθένα ἀπὸ ἐκείνους; Καὶ ὄχι μοναχὰ τοὺς δώδεκα δὲν ἐχειροτόνησεν ἄλλος, παρὰ μόνον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ἀμὴ καὶ αὐτὸν τὸν μακάριον Παῦλον δὲν τὸν ἐχειροτόνησεν αὐτὸς ὁ Χριστός; καθὼς τὸ μαρτυρᾷ ἀτός του εἰς τὴν πρὸς (Γαλάτας) ἐπιστολὴν λέγωντας. «Παῦλος Ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ, οὐκ ἀπ᾿ ἀνθρώπων, οὐδὲ δι᾿ ἀνθρώπων, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ»[71]; Καὶ ὁ ἱερὸς Λουκᾶς εἰς τὰς πράξεις τῶν Ἀποστόλων εἰς τὸ κεφαλ. 26, πῶς ὁ Χριστὸς τοῦ Παύλου εἶπε· «εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν τε εἶδες, ὧν τε ὀφθήσομαί σοι»; Ἂν ἴσως λοιπὸν τὸν Παῦλον, ὅπου ἐκλήθη ὕστερον, δὲν τὸν ἐχειροτόνησεν ὁ Πέτρος, πῶς θέλει καὶ ὁ διάδοχός του νὰ τοὺς χειροτονᾷ ὅλους; Δὲν σὲ φθάνει νὰ τοῦ δώσῃς ὅσα εἶχεν ὁ Πέτρος, ἀμὴ θέλεις ἀκόμη νὰ τοῦ δώσῃς πράγματα, τὰ ὁποῖα μήτε αὐτὸς εἶχε; Ὁ Πέτρος δὲν ἐχειροτόνα τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, καὶ τοὺς διαδόχους τωνε, καὶ σὺ λέγεις, (πῶς) ἂν δὲν τοὺς χειροτονήσῃ ὁ Πάπας δὲν εἶναι ἀρχιερεῖς; Ὁ Πέτρος δὲν εἶχε καμμίαν ἐξωτερικὴν ἐξουσίαν παρὰ μόνον πνευματικήν, καὶ τοῦ Πάπα δίδεις νὰ ἔχῃ καὶ κοσμικὴν καὶ πνευματικήν; Ὁ Πέτρος κἂν κόμματι χάλκωμα εἰς τὸ ζωνάρι δὲν εἶχε, «μὴ κτήσεσθε χαλκὸν εἰς τὰς ζώνας ὑμῶν, μήτε πῆραν, μήτε ράβδον»[72], καὶ τοῦ Πάπα δίδεις σπαθιὰ καὶ λάτζαις; Ὁ Πέτρος (ὅπου) ὅποιος ἔβλαπτε τὴν Ἐκκλησίαν τὸν ἐκατάβανεν μὲ προσευχὴν καὶ νηστείαν (ὥς ποτε τὸν Σίμωνα τὸν Μάγον) καὶ σὺ δίδεις τοῦ Πάπα νὰ καταβάλῃ ὄχι ἐκείνους, ὅπου τὴν βλάπτουν, ἀλλὰ ἐκείνους ὅπου κρατοῦν τὰ δόγματά της, διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ τῆς μεγάλης, μὲ φούρκαις καὶ μὲ ἄλλαις τιμωρίαις[73]; Ὁ Πέτρος ἔλεγεν μεγαλοφώνως «τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται». Ὁ Πέτρος ὑποτάσσετον εἰς ὅσα ἀποφάσιζε τὸ κοινὸν τῶν Ἀποστόλων, καὶ τοῦ Πάπα (δίδεις) νὰ εἶναι ἀπὸ τὸ κοινὸν παραπάνω; Ὁ Πέτρος ἐστέλλετο ἀπὸ τοὺς ὁμοίους τοῦ Ἀποστόλους καὶ ὁ Πάπας θέλεις νὰ τοὺς ὁρίζῃ καὶ νὰ τοὺς στέλνῃ ὅλους; Λοιπὸν καθὼς φαίνεται δὲν εἶναι διάδοχος τῆς μαθητείας τοῦ Πέτρου, ἀλλὰ τῆς ἀποστασίας. Δὲν εἶναι τῆς μετανοίας, ἀλλὰ τῆς ἀρνήσεως. Δὲν εἶναι διάδοχος τῆς συγχωρήσεως τῶν ἑβδομηκοντάκις ἑπτὰ σφαλμάτων, ἀμὴ τῶν αἱμάτων, νὰ κόπτῃ τὰ ὠτία τῶν ἀνθρώπων[74]. Ἀλλὰ θέλεις ἀκούσει καὶ αὐτὸς (σὺ δηλ. ὁ Πάπας) τὸν λόγον (ὅπου εἶπεν ὁ Χριστός) τοῦ Πέτρου· «βάλε τὴν μάχαιράν σου εἰς τὴν θήκην», ὅτι ὁποῖος χρᾶται μάχαιραν ἐξ αὐτῆς θνήσκεται· καὶ τό· «ὕπαγε ὀπίσω μου Σατανᾶ, σκάνδαλόν μου εἶ, ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων»[75].
Λέγει ὁ 34ος κανὼν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πῶς πᾶσα ἐπίσκοπος, ἀπὸ πᾶσα ἔθνος, ἤγουν τόσον Λατῖνος, ὡσὰν καὶ Ἕλλην καὶ κάθε ἄλλο ἔθνος, ὅπου νὰ εἶναι πιστόν, κάμνει χρεία νὰ γνωρίζουν τὸν πρῶτον τους, ἤγουν οἱ ἐπίσκοποι τὸν Μητροπολίτην τους, καὶ οἱ μητροπολῖται τοὺς Πατριάρχας, νὰ τοὺς μετροῦσιν ὡσὰν ἀρχηγούς, καὶ νὰ μὴ κάμνουσι κανένα πρᾶγμα περισσόν, χωρὶς τὴν γνώμην ὁλονῶν, καὶ μετὰ τοῦτον τὸν τρόπον θέλει φυλάττεσθαι ἡ ὁμόνοια καὶ θέλει δοξασθῇ ὁ Θεός. Διατὶ ὁ μακάριος Παῦλος, πῶς ἔδειχνε τὴν ἀποστολὴν ἐκεῖ ὅπου ἐδίδασκε, διατὶ λέγει ἀτός του, «ἀνέβην κατ᾿ ἀποκάλυψιν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ἀνεθέμην αὐτοῖς τὸ Εὐαγγέλιον, ὃ κηρύσσω ἐν τοῖς ἔθνεσιν»[76], τὸ αὐτὸ λέγει καὶ ὁ Ἱερὸς Διονύσιος, εἰς τὸν λόγον ὅπου κάμνει, περὶ τοῦ ὁποία εἶναι ἡ δύναμις τῆς εὐχῆς. Δὲν σοῦ φαίνεται, λοιπόν, ὦ Ρωμανέ, νὰ εἶναι ἀρκετὰ νὰ σοῦ δείξουσι, πῶς ὁ πάπας δὲν εἶναι κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μηδὲ μεγαλειότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ὅμοιος; Δέν σοῦ φαίνεται νὰ ἐδυνήθησαν νά σοῦ δείξουσι, πῶς ὁ Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἔχῃ τὰ πρωτεῖα, ὅπου εἶχεν καὶ ὁ Πάπας, καθὼς τὸ μαρτυροῦσιν οἱ θεῖοι κανόνες τῶν Ἱερῶν Νόμων; Ἐπιστώθης, πῶς δὲν ἔλαβε τὴν ἀρχὴν τῆς τάξεως ὁ Πάπας διὰ νὰ εἶναι διάδοχος τοῦ Πέτρου; ἀλλὰ διὰ τὸ ἀξίωμα τῆς πόλεως; Ἐγνώρισες πῶς δὲν εἶχεν νὰ κάμῃ τίποτας ἔξω ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν του; Ἐγνώρισες πῶς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δὲν ἦτον καθολική, ἀλλὰ μερική; Καὶ ἀκόμη φράσεις τὰ ὦτα, ὡσὰν τὴν ἀσπίδα καὶ θέλεις ἀκόμη νὰ φιλονεικᾷς; Ἡμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ εἰποῦμεν, ὡσὰν τὸν Παῦλον, τοιαύτην συνήθειαν οὐκ ἔχομεν, οὐδὲ αἱ Ἐκκλησίαι τοῦ Χριστοῦ. Ἡμεῖς λοιπὸν ὑπάγομεν διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἡ ὁποία θύρα εἶναι τὰ εὐαγγελικὰ καὶ ἀποστολικὰ δόγματα, καὶ τῶν θείων Πατέρων ἡ παραγγελίαις καὶ νομοθεσίαις. Ἀμὴ ἐσεῖς εὐγαίνετε ἀπὸ τὴν καθολικὴν πόρταν, καὶ ὑπάτε ἀπὸ τοὺς φραγμούς, διὰ τοῦτο τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ δὲν σᾶς γνωρίζουν, διὰ ποιμένας, ἀλλὰ ὡσὰν κλέπτας καὶ λῃστάς· διατί αὐτὸς μᾶς ἐπαράγγειλεν αὐτός του, ὡσὰν ἐκεῖνος, ὅπου εἶναι ἀρχιποίμην τῶν προβάτων, καὶ εἶπε μας· «ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶ καὶ λῃστής»[77]. Λοιπὸν δὲν γνωρίζουσιν τὴν φωνήν σου τὰ πρόβατα καὶ φεύγουσιν ἀπὸ τουλόγου σου, καὶ ἀνὲ πλανηθῇ κανένα νὰ ἔλθῃ μετασένα τὸ μισοῦσι τὰ ἄλλα καὶ διώχνουσιν ἀπὸ τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ μὴν πάθουσιν καὶ αὐτὰ τὰ ὅμοια.

Ὅτι, πῶς τὸ «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς»
πληροῦται εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν
καὶ οὐχὶ εἰς τὴν Δυτικὴν

Ἀλλὰ λέγεις, ὦ Ρωμᾶνε, πῶς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης πληρώνεται τὸ ρητὸν ἐκεῖνο, ὅπου λέγει «καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ὅμως πλανᾶσαι φανερά, διατὶ αὐτὸ εἶναι καὶ γνωρίζεται εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν. Εἰπέ μου, ὦ Ρωμᾶνε, ποίαις λογιάζεις ἐσὺ πύλαις τοῦ ᾅδου; δὲν εἶναι τὰ ἄπιστα ἔθνη; Ποία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς ὁποίας λέγεται τό, «οὐ κατισχύσουσι τὰ ἔθνη» καὶ δὲν τὴν κινοῦσιν; Δὲν εἶναι ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, ὅπου πειράζεται καὶ πολεμᾶται καὶ δὲν κυριεύεται ποτέ; ἀλλὰ λάμπει ὡσὰν ὁ ἥλιος μὲ ταῖς Ἐκκλησίας της; μὲ τοὺς Πατριάρχας της; μὲ τοὺς Ἀποστόλους τῆς; τουτέστιν μὲ τοὺς Ἐπισκόπους της; Ποῖον ἐλάμπρυνεν ἐξ ἀρχῆς τὴν Ἐκκλησίαν, παρὰ ἡ τυραννὶς τῶν εἰδωλολατρῶν; ὅπου τὴν ἐκαθάρισεν καὶ τὴν ἐστόλισεν μὲ τὰ καθαρὰ αἵματα τῶν μαρτύρων;
ὅπου τὴν ἐκαθάρισεν ὡσὰν χωνευτήριον τὸ χρυσάφι; Δὲν καθαρίζει λοιπὸν καὶ ἐτούτη καθημέραν μὲ τὰ βάσανα, ὅπου τῆς κάμνουσιν; Δὲν μαρτυροῦσιν καὶ αὐτοὶ δέκα φοραῖς τὴν ἡμέραν; Δὲν παραδίδουν ὅλα τως τὰ τίποτας; Δὲν ἐπιτελοῦσι (τὰς λατρείας των)[78] μὲ περισσὴν λαμπρότητα; Δὲν ἀνακαινίζονται καθ᾿ ἑκάστην αἱ Ἐκκλησίαι; Δὲν ἔρχονται καὶ βαπτίζονται τόσοι Ἑβραῖοι; Μὲ ὅλα τοῦτα τὰ βάσανα, ὅπου ἔχει ἡ Ἐκκλησία, δὲν ψάλλουσιν οἱ Χριστιανοὶ μέσα εἰς τὴν μέσην τῆς Κωνσταντινουπόλεως «Τίς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ θεὸς ἡμῶν, σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος»[79]; Δὲν ψάλλουσιν τὸ «ἔκχεον τὴν ὀργήν σου ἐπὶ τὰ ἔθνη τὰ μὴ γινώσκοντά σε καὶ ἐπὶ βασιλείας, αἳ τὸ ὄνομά σου οὐκ ἐπεκαλέσαντο»; Δὲν βαπτίζονται οἱ Χριστιανοὶ παρρησία; Ποῦ λοιπὸν πληρώνεται τὸ «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς»; Εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν, ὅπου πολεμᾶται καὶ δὲν νικᾶται; ἢ εἰς τὴν Ρώμην, ὅπου δὲ τὴν πολεμᾶ τινας; Ἔλα λοιπὸν ἂς ἔλθῃ τινὰς ἀποτασᾶς ἐδῶ νὰ πάθῃ ἐτοῦτα, ὅπου ἐτοῦτοι παθαίνουσι, νὰ ἰδῇς ἂν κάμῃς μίαν ὥραν Χριστιανός; νὰ ἰδῇς πῶς διὰ μίαν ὥραν ἀρνεῖσαι τὸν Χριστόν, ὡσὰν τὸ κάνουσιν ὅσοι ἔλθουσιν ἐδῶ ἔξω, ἀπὸ σᾶς.
Ἀλλὰ λέγεις, πῶς δὲν ἔχομεν βασιλέα καὶ ἡμεῖς ἔχομεν περισσοὺς καὶ Ρωσίας καὶ Ἰβηρίας καὶ Μπογδανίας[80] καὶ ἄλλους. Μὰ καὶ ἂν δὲν εἴχαμεν τὶ θέλει νὰ εἰπῇ; ποῦ φαίνεται νὰ μᾶς ἔταξεν ὁ Χριστὸς βασίλειον εἰς τοῦτον τὸν κόσμον; Δὲν μᾶς λέγει πῶς διὰ πολλῶν θλίψεων θέλετε ἔλθει εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Δὲν λέγει «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»; Τί μᾶς ἐγκαλεῖς διὰ βασίλειον, ὅπου δὲν συμβάλλεται τίποτες εἰς τὴν Χριστιανωσύνην; Βλέπεις λοιπόν, ὦ Ρωμᾶνε, πῶς ἡ Ἐκκλησία ἐτούτη εἶναι, ὅπου δὲν νικᾶται ἀπὸ τὰς πύλας τοῦ ᾅδου; Βλέπεις πῶς εἶναι ἐτούτη ἡ Ἐκκλησία, ὅπου ἐθεμελιώθη ἐπάνω εἰς τὴν ὁμολογίαν τοῦ Πέτρου; Βλέπεις πῶς ἐτούτη εἶναι κτισμένη εἰς τὸ θεμέλιον τῶν Ἀποστόλων καὶ Προφητῶν; Βλέπεις πῶς εἶναι ἐτούτη τὸ ὁσπήτιον ἐκεῖνο, ὅπου ἔκτισεν ἡ Σοφία, τουτέστιν ὁ Χριστός, καὶ τὸ ἐστερέωσεν μὲ ἑπτὰ στύλους, τὰς ἑπτὰ συνόδους; Βλέπεις ὅσοι εἶναι τῆς Ἐκκλησίας τῆς στερεωμένης μὲ τοὺς ἑπτὰ στύλους αὐτῆς, αὐτοὶ μοναχὰ εἶναι καλεστάδες; «Ἀπέστειλε λέγει, τοὺς δούλους αὐτῆς καὶ κράζει μεγάλῃ τῇ φωνῇ, ὅς ἐστιν ἀφρῶν» —ἤγουν ἄπιστος— ἂς ἔλθῃ νὰ βαπτισθῇ νὰ φάγῃ ἀπὸ τὸ ψωμί μου καὶ νὰ πίῃ ἀπὸ τὸ κρασί μου, ἤγουν ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τί μᾶς λείπουσιν, ὦ Ρωμᾶνε; Δὲν κρατοῦμεν ἐκεῖνα, ὅπου μᾶς ἐπαράδωκε ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία; τὸ θεῖον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον; οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι; οἱ θεῖοι Πατέρες; Αἱ ἑπτὰ ἅγιαι Σύνοδοι; καὶ ἁπλῶς, ὅσα μᾶς ἐπαράδωκε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ὅπου ἐλάλησε διὰ στόματος τῶν θεοφόρων Πατέρων; Καὶ ἂν μᾶς ἐγέλασεν ὁ Χριστὸς θέλομεν εἶσται γελασμένοι, καὶ ἂν μᾶς εἴπασιν οἱ Ἀπόστολοι ψεύματα ὑπομονή, καὶ ἂν ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος, ὁ Χρυσόστομος, ὁ Ἀθανάσιος, ὁ Κύριλλος καὶ ἄλλοι Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας κολασθοῦσιν τῶν ὁποίων τὰ δόγματα κρατοῦμεν, ἂς κολασθοῦμεν καὶ ἡμεῖς. Καὶ ἐσὺ πάλιν θέλεις ὑπάγειν ἐκεῖ, ὅπου ὑπάγει ἐκεῖνος, ὅπου σὲ ἐδίδαξεν αὐτά, ὅπου φρονεῖς. Ἡμεῖς πιστεύομεν μὲ τοὺς Ἀποστόλους, ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα μόνον, καὶ στέλλεται εἰς τὸν κόσμον ἀπὸ τὸν Υἱόν, ὡς ὁμοούσιον, καὶ ἐσὺ πίστευε μὲ τὸν Πάπα πῶς ἐκπορεύεται καὶ ἀποῦ τὸν Υἱόν. Ἡμεῖς πιστεύομεν μὲ τὸ Εὐαγγέλιον, πῶς οἱ Ἀπόστολοι εἶναι ἀδελφοὶ καὶ ὁμότιμοι, καὶ ἐσὺ πίστευε μὲ τὸν Πάπα, πῶς ὁ Πέτρος εἶναι κεφαλὴ τῶν Ἀποστόλων. Ἡμεῖς πιστεύομεν μὲ τὸν μακάριον Παῦλον, πῶς μία εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας ὁ Χριστὸς καὶ ἐσὺ πίστευε, πῶς εἶναι δύο, ὁ Χριστὸς μία, καὶ ὁ Πάπας ἄλλη. Ἡμεῖς πιστεύομεν πῶς δὲν εἶναι τινὰς μεγαλύτερος ἀπὸ τὰς Συνόδους, παρὰ μόνον ὁ Χριστός, ἐσὺ λέγε (πῶς) ὁ Πάπας. Ἡμεῖς ὁμολογοῦμεν, ὅτι ἡ κόλασις εἶναι αἰώνιος καὶ ἐσὺ πίστευε μὲ τὸν Ὠριγένην πῶς ἔχει τέλος. Ἡμεῖς πιστεύομεν τὸ Ἅγιον Πάσχα καὶ τὸ κάμνομεν κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τὴν πρώτην Κυριακήν, ὕστερα ἀπὸ τὸ Νομικόν, διὰ νὰ μὴ συνεορτάζωμεν μὲ τοὺς Ἑβραίους καὶ ἐσὺ κάμνετο μετ᾿ αὐτούς, διὰ νὰ ἔχετε τὸ ἀνάθεμα, ὅπου δίδουσιν οἱ θεῖοι Πατέρες, καὶ ἡμεῖς νὰ ἀξιώθουμεν τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.


[1] Ματθ. 20, 25 καὶ Μαρκ. 10, 42.
[2] Λουκ. 22, 24.
[3] Ματθ. 23, 8.
[4] Πραξ. 8, 14.
[5] Γαλ. 2, 11-15.
[6] Πραξ. Κεφ. 15.
[7] Ματθ. 23, 8.
[8] Πραξ. 1, 24.
[9] Πράξ. 6, 5.
[10] Λουκ. 22, 31.
[11] Τὸ χειρόγραφον ἔχει «ἐσεῖς εἶστε μοναχά», ἡμεῖς ὅμως διορθοῦμεν «ἐσείσθη μοναχά».
[12] Ματθ. 26, 35 καὶ Μαρκ. 14,31, Ἰωάν. 13,37.
[13] Ματθ. 16, 18.
[14] Ἰωάν. 20, 23.
[15] Ματθ. 16, 18.
[16] Ὁμιλία ΝΔ´.
[17] Ὅρα Μηναῖον Ἰουνίου ἡμερομ. 29.
[18] Ἰωάν. 21, 15.
[19] Ματθ. 26, 34.
[20] Γρηγορ. Θεολολ. Λόγος εἰς τὰ Ἐπιφάνεια.
[21] Ὅρα Μηναῖον Ἰουνίου.
[22] Ματθ. 28, 6. Παρ. 16, 6. Λουκ. 24, 6. Ἰωάν. 21, 1.
[23] Ἰωαν. 18, 25.
[24] Ἰωαν. 21, 16.
[25] Ματθ. 15, 24.
[26] Γαλάτας 2, 7.
[27] Πραξ. 1, 8.
[28] Ματθ. 19, 28.
[29] Ματθ. 5, 14.
[30] Ἰωάν. 8, 12.
[31] Ματθ. 4, 18.
[32] Ἰωάν. 20, 21.
[33] Μαρκ. 1, 11.
[34] Ματθ. 10, 1.
[35] Ἰωάν. 10, 15.
[36] Ματθ. 13, 11.
[37] Ἰωάν. 12, 27.
[38] Ἰωάν. 10, 15.
[39] Λουκ. 21, 16.
[40] Α´ Πέτρ. 1, 18.
[41] Μαρκ. 1, 11.
[42] Ἰωάν. 1,22.
[43] Εφ. 1, 22.
[44] Ἰωάν. 5, 22.
[45] Λουκ. 22, 30.
[46] Ἰωάν. 15, 11-16.
[47] Ἰωάν. 17, 11.
[48] Ἰωάν. 15, 9.
[49] Πραξ. Κεφ. 2.
[50] Γαλάτ. Κεφ. 2.
[51] Ἰωάν. 15, 26.
[52] Κολασ. 1, 18.
[53] Ἑφεσίους 4, 15-17.
[54] Πραξ. 17, 28.
[55] Γαλατ. 1, 8.
[56] Ἐβραίους 1, 3.
[57] Ἡσαΐου 62, 11, Ζαχαρ. 9, 9.
[58] Λουκ. 1, 32.
[59] Ἐνταῦθα ἐννοεῖ ὁ συγγραφεὺς τὸ τροπάριον τοῦ Δαμασκηνοῦ τὸ λέγον «Χαῖρε Σιὼν ἁγία μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν Θεοῦ κατοικητήριον… κ.τ.λ.» (Ὅρα ἦχον πλαγ. δ´).
[60] Γαλατ. 2,9.
[61] Πραξ. 1-5, 19.
[62] Γαλάτ. Κεφ. 2, 13.
[63] Γαλατ. 1, 8.
[64] Ἰωάν. 19, 26.
[65] Πραξ. 13, 16.
[66] ὁ συγγραφεὺς μεταχειρίζεται….
[67] Ματθ. 28, 19 Μαρκ. 15.
[68] Πραξ. 11, 26.
[69] Ἐφεσίους 5, 23.
[70] Ματθ. 18, 20.
[71] Γαλατ. 1, 1. Ἐνταῦθα ἄξιον παρατηρήσεως εἶναι
[72] Ματθ. 10, 9.
[73] Ὁ συγγραφεὺς ἐνταῦθα ἐννοεῖ τὰς καταχρήσεις τῆς ἱερᾶς ἐξετάσεως.
[74] Ματθ. 26, 52 καὶ Μαρκ. 14, 47 καὶ Ἰωάν. 18, 10.
[75] Ματθ. 16, 23 καὶ μαρκ. 8, 33.
[76] Γαλάτ. 2, 2.
[77] Ἰωάν. 10, 1.
[78] Τὸ χειρόγραφον ἔχεις «ἐναντίας».
[79] Ψαλμὸς τοῦ Δαβίδ.
[80] Μπογδανία εἶναι ἡ σημερινή Βλαχία.
Σύνδεσμος: Ὅλον τὸ κείμενον τῆς ἐκδόσεως 1988, [Word document].

via