Οκτωβρίου 2012


Το παρόν άρθρο γράφτηκε ως απάντηση στους προτεστάντες περί του προσώπου της Παρθένου Μαρίας. Για το αειπάρθενο έχουμε αναφερθεί εδώ. Τώρα θα ασχοληθούμε με το χαρακτηριστικό της ως "Θεοτόκος" και ως "Παναγία", και με τις απορρέουσες ιδιότητες αυτών των χαρακτηρισμών. Θα παραθέσουμε ορισμένες μαρτυρίες από την αρχαία Εκκλησία, και θα δούμε τι αναφέρει η ίδια η Αγία Γραφή.
1. Τι σημαίνει "Θεοτόκος";
Ας δούμε τι αναφέρουν οι άγιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και πιο συγκεκριμένα ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Αναφέρει λοιπόν… "Κηρύττουμε μάλιστα ότι η αγία Παρθένος είναι κυριολεκτικά και αληθινά Θεοτόκος· όπως δηλαδή αυτός που γεννήθηκε απ’ αυτήν είναι αληθινός Θεός, και αυτή που γέννησε με σάρκα τον αληθινό Θεό είναι πραγματική Θεοτόκος. Διότι ισχυριζόμαστε ότι γέννησε το Θεό, όχι με την έννοια ότι η θεότητα του Λόγου έχει την αρχή της απ’ αυτήν, αλλά ότι ο ίδιος ο Θεός Λόγος, που γεννήθηκε από τον Πατέρα προαιώνια και έξω από το χρόνο και υπάρχει μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα άχρονα και αΐδια, αυτός ο ίδιος τις έσχατες ημέρες για τη δική μας σωτηρία κατοίκησε μέσα στα σπλάγχνα της και χωρίς μεταβολή σαρκώθηκε και γεννήθηκε απ’ αυτήν... Διότι ο ίδιος ο Λόγος έγινε άνθρωπος, επειδή η Παρθένος τον κυοφόρησε· και προήλθε Θεός μετά την πρόσληψη, καθώς η σάρκα θεώθηκε αμέσως μόλις την προσέλαβε και δημιουργήθηκε, ώστε συγχρόνως να γίνουν και τα τρία, η πρόσληψη, η ύπαρξη και η θέωση της σάρκας από τον Λόγο. Έτσι νοείται και λέγεται Θεοτόκος η αγία Παρθένος, όχι μόνον εξαιτίας της φύσεως του Λόγου, αλλά και εξαιτίας της θεώσεως της ανθρωπίνης φύσεως, που η σύλληψη και η ύπαρξή τους έγινε με θαυμαστό τρόπο συγχρόνως". (Κεφάλαιο 55, Έκθεσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού).
Λέγεται Θεοτόκος, επειδή ακριβώς κυοφόρησε μέσα της τον Λόγο του Θεού. Δεν γέννησε βέβαια τον Λόγο σαν να μην υπήρχε πιο πριν, αλλά με την έννοια ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος μέσα στα σπλάχνα της. Ο Ιωάννης το περιγράφει πολύ όμορφα αυτό το Μυστήριο της ευσεβείας, αναφέροντας… « Εν αρχή ητο ο Λόγος, και ο Λόγος ητο παρά τω θεώ, και Θεός ητο ο Λόγος…και ο Λόγος έγινε σάρξ» (κεφ. 1, 1.14)
Εάν δεν μπορούμε να την δεχτούμε ως Θεοτόκο, μήπως δεν δεχόμαστε και την θεότητα του Κυρίου Ιησού Χριστού;

2. Το χαρακτηριστικό της ως "Θεοτόκος" υπήρχε πολύ πριν την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο το 431
Ο άγιος Νικόδημος στο Πηδάλιο, αναφέρει ότι ως Θεοτόκο την ονόμαζαν πολύ νωρίτερα από το 431 μ Χ όπου αποφασίστηκε και συνοδικά να καλείται Θεοτόκος η Μαρία. Συγκεκριμένα, αναφέρει τον Ωριγένη και την συμμαρτυρία του Σωκράτη του ιστορικού, την μαρτυρία του Κύριλλου Αλεξανδρείας ότι ο Μ. Αθανάσιος την ονόμαζε Θεοτόκο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, κ.ά.

Η σύνοδος της Αντιοχείας το 324/325 μ Χ στην εγκύκλια επιστολή της, αποκαλεί την Μαρία Θεοτόκο. Στην πατρολογία του Στ. Παπαδόπουλου, στον Β΄ τόμο και σελ. 89, διαβάζουμε… «Η επιστολή, την οποία επικύρωσε η σύνοδος, αποτελεί σπουδαιότατο θεολογικό κείμενο, προετοίμασε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Νίκαια μετά από λίγους μήνες, εξηγεί  πώς και γιατί ο Υιός είναι "φύσει" και όχι "θέσει" γέννημα του Πατέρα, ξεπερνάει την ωριγενιστική και αρειανική αντίληψη ότι ο Υιός είναι "θελήσει" γέννημα, επιμένει στο "άτρεπτον" του Υιού και πλήν άλλων ονομάζει την Μαρία Θεοτόκο».
 
Ο Στ. Παπαδόπουλος, αναφέρει ακόμα για τον Μέγα Αθανάσιο (+ 373) τα εξής:
 
«Είναι απόλυτα σαφές στον Αθανάσιο ότι, για να σωθεί ο άνθρωπος, έπρεπε ο Χριστός να είναι συγχρόνως και αληθινός Θεός (γι’  αυτό ονόμαζε Θεοτόκο την Παρθένο Μαρία…». (Β΄ τόμος σελ. 287).
 
Και για τον Γρηγόριο τον Θεολόγο (+390) αναφέρει τα εξής:
 
«Η ένωση των δύο φύσεων έγινε με την επέμβαση του Αγίου Πνεύματος ("θεϊκώς μεν ότι χωρίς ανδρός"), αλλά η Παρθένος Μαρία εκύησε σύμφωνα με τους ανθρώπινους νόμους, φυσιολογικά και πραγματικά, δηλαδή αναπτύχθηκε στους κόλπους της ο Θεάνθρωπος,ώστε ορθά να θεωρείται και να ονομάζεται Θεοτόκος η Παρθένος Μαρία»

 
«ει τις ουν Θεοτόκον την αγίαν Μαρίαν υπολαμβάνει, χωρίς εστί της Θεότητος… φύσεις μεν γαρ δύο, Θεός και άνθρωπος». (Επιστολή 101, 16). (Β τόμος σελ. 509).
 
Επομένως, η διακήρυξη της Γ΄ Οικουμενικής συνόδου… « τον μεν Χριστόν ένα καθ’ υπόσταση εδογμάτισεν, τέλειον θεόν τον αυτόν, τέλειον άνθρωπον τον αυτόν, ουκ άλλον, και άλλον, αλλ’ ένα Υιόν, τον αυτόν, άνω μεν εκ Πατρός αμήτορα, κάτω δε εκ μητρός απάτορα, την δε αειπάρθενον αυτού Μητέρα, κυρίως και αληθώς Θεοτόκον καλείσθαι παρέδωκεν, ως κυρίως, και αληθώς τον Θεόν Λόγον Σαρκί γενήσασα..» (Πηδάλιο, σελ. 168), στηρίζεται και στην Αγία Γραφή αλλά και στην πρότερη παράδοση.
3. Τι σημαίνει Παναγία;
Οι προτεστάντες είναι ιδιαίτερα αρνητικοί ως προς αυτόν τον χαρακτηρισμό. Και αν κάποιοι από αυτούς την δέχονται ως Θεοτόκο (όχι όλοι), παρόλα αυτά δεν την δέχονται ως Παναγία. Πολλές φορές φέρουν ως επιχείρημα ότι δεν υπάρχει στην Αγία Γραφή ο όρος "παναγία", και ότι ο ίδιος ο Θεός αποκαλεί τον εαυτό του Άγιο και όχι Πανάγιο. Το ότι δεν αναφέρεται στην Αγία Γραφή ο συγκεκριμένος όρος, αυτό δεν λέει κάτι. Ούτε ο όρος "Αγία Τριάδα" υπάρχει στην Αγία Γραφή. Τι θα πούμε, ότι δεν ισχύει το τριαδικό δόγμα; Μη γένοιτο. Περιλαμβάνεται περιληπτικά στην Γραφή.
 
Εδώ πρέπει να πούμε ότι για μας τους Ορθόδοξους, παναγία σημαίνει πιο άγια από όλους τους αγίους και όχι πιο άγια από τον Θεό. Θα σας παραθέσω ορισμένα εδάφια από την Αγία Γραφή, για να δείτε ότι όταν αναφέρει η ίδια η Γραφή επίθετα στον υπερθετικό βαθμό, ακόμα και τότε μιλάει με την σχετική έννοια.
«Επτά ημέρας θέλεις κάμνει εξιλέωσιν υπέρ του θυσιαστηρίου και θέλεις αγιάζει αυτό· και θέλει είσθαι θυσιαστήριον αγιώτατον· παν το εγγίζον το θυσιαστήριον θέλει είσθαι άγιον». (Έξοδος 29. 37)
«…το θυσιαστήριον του ολοκαυτώματος μετά πάντων των σκευών αυτού και τον νιπτήρα και την βάσιν αυτού. Και θέλεις αγιάσει αυτά, διά να ήναι αγιώτατα· παν το εγγίζον αυτά θέλει είσθαι άγιον». (Έξοδος 30, 28-29)
Ενώ ο Ιεζεκιήλ, ονομάζει την γη ΑΓΙΩΤΑΤΗ:«Και αύτη η αφιερωθείσα μερίς της γης θέλει είσθαι εις αυτούς αγιωτάτη, πλησίον του ορίου των Λευϊτών». (Κεφ. 48, 12).

Όταν αυτά τα διαβάζει ένας Προτεστάντης στην Αγία Γραφή, θα καταλάβει αμέσως ότι το "αγιώτατον" αναφέρεται στο θυσιαστήριο και φυσικά δεν εννοεί ότι είναι αγιότερο του Αγίου Θεού. Το "αγιώτατα" επίσης αναφέρονται σε όλα όσα θα αγιάσει ο Μωυσής κατά το τυπικό της Παλαιάς Διαθήκης. Για το  " αγιωτάτη", δεν θα τολμήσει ποτέ να πει ότι είναι ανώτερο του Αγίου Θεού. Όταν ακούσει τους ορθοδόξους να την αποκαλούν Παναγία, θα τους κατακρίνει.
 
Όλα αυτά, παρόλο που είναι στον υπερθετικό βαθμό, είναι σε σύγκριση με τα υπόλοιπα ομοειδή τους. Έτσι, και το "παναγία", είναι σε σχέση πάντα με τους υπόλοιπους αγίους, και όχι με τον Άγιο Θεό.
 
Οι πατέρες της Εκκλησίας την ονομάζουν και διαφορετικά, στον υπερθετικό βαθμό!

 
Λ.χ.,  ο Νύσσης και ως "παγκάλλιστη", "παμμάκαιρα", "Πασών παρθένων υπερτάτη", "Μήτηρ Πάναγνος" κτλ. Μήπως την βάζει πιο πάνω από τον Θεό; Μη γένοιτο!!

 
4. Περί Σωτηρίας
Στην ορθόδοξη εκκλησία, λέμε πολλές φορές το "Υπεραγία Θεοτόκε, σώσων  ημάς". Και ως επιχείρημα, στην προσπάθειά τους να μας αποδείξουν λάθος, φέρουν το χωρίο: «Και δεν υπάρχει διαμέσου κανενός άλλου η σωτηρία· επειδή, ούτε άλλο όνομα είναι δοσμένο κάτω από τον ουρανό ανάμεσα στους ανθρώπους, διαμέσου τού οποίου πρέπει να σωθούμε.» (Πράξεις Αποστόλων 4:12),

Συμφωνούμε απόλυτα. Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ Σωτήρας, Εκείνος που πέθανε για μας, είναι μόνο ο Χριστός. Όμως, και εδώ τα λόγια έχουν σχετική σημασία. Δεν εννοούμε ότι απορρίπτουμε τον Χριστό και ζητάμε την ΑΠΟΛΥΤΗ λύτρωση από την Μαρία. Όπως ακριβώς, και ο Παύλος όταν λέει "να σώσει", δεν εννοεί ότι παίρνει τη θέση του Χριστού. Εκεί, οι Προτεστάντες καταλαβαίνουν ότι μιλάει για ΣΧΕΤΙΚΗ σωτηρία. Όταν όμως ακούνε ότι η Παναγία σώζει, αμέσως μιλάνε για θεοποίηση της Μαρίας. Πόσο λάθος κάνουν. Διαφορετικά, ας τολμήσουν να πουν ότι και ο απ. Παύλος είναι θεός επειδή… σώζει!
 
Γράφει ο απ. Παύλος… « εις πάντας έγινα τα πάντα, δια να ΣΩΣΩ παντί τρόπω τινάς» (Α΄ Κορινθίους θ, 22)
 
Εδώ μιλάει ΣΧΕΤΙΚΑ, και εννοεί να κερδίσει ψυχές για τον Χριστό. Να τις οδηγήσει στον Χριστό ώστε να σωθούν από τον Χριστό.
 
Ή όταν γράφει…  «ίσως κινήσω εις ζηλοτυπίαν αυτούς  οίτινες είναι σάρξ μου, και ΣΩΣΩ τινάς εξ αυτών» (Ρωμαίους, ια 14).
 
Πάλι μιλάει σχετικά. Επομένως, και εμείς όταν λέμε στην Παναγία "σώσε μας", δεν εννοούμε ότι είναι Θεός, αλλά μιλάμε πάντα σχετικά.
 
Τι θα πούμε; Ότι ο απ. Παύλος μπορούσε να πει για τον εαυτό του ότι "σώζει" και δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και εμείς για την Παναγία, που υπηρέτησε στο σχέδιο της σωτηρίας μας ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ από τον απ Παύλο, μιας και έγινε το σκεύος δια του οποίου κυοφορήθηκε ο Λόγος του Θεού;
 
Αγαπητοί Προτεστάντες, να κρίνετε με τα ίδια μέτρα και τα ίδια σταθμά. Αν εμείς θεοποιούμε την Μαρία, το ίδιο έκανε και ο απ. Παύλος για τον εαυτό του. Αν όμως μιλούσε ΣΧΕΤΙΚΑ, τότε και εμείς ΣΧΕΤΙΚΑ μιλάμε.
 
Ο Στ. Παπαδόπουλος, σχολιάζοντας απόσπασμα του Ειρηναίου, λέει:
 
«Στο έργο της ανακεφαλαιώσεως έχει σπουδαία θέση και η Θεοτόκος. Ο ρόλος της είναι "σωτηριώδης", καθόσον συμβάλλει στην πνευματική αναμόρφωση του πιστού. Η Εύα παρακούσασα έγινε αρχή της πτώσεως, ενώ η Μαρία "υπακούσασα" έγινε "αιτία σωτηρίας" για ολόκληρη την ανθρωπότητα (Γ 22,4). Η προσφορά της Θεοτόκου είναι λοιπόν πολύ περισσότερο από παραδειγματική. (Α Τόμος, σελ. 298).\
 
5. Περί μεσιτείας
Η Πίστη της αρχαίας Εκκλησίας είναι ότι όλοι οι άγιοι μεσιτεύουν. Οι Προτεστάντες μας φέρουν ως επιχείρημα αυτό που γράφει ο απ. Παύλος στον Τιμόθεο… «Διότι είναι εις Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Ιησούς Χριστός,» Α΄Τιμοθ.2:5.
 
Ας προσέξουμε ότι εδώ, η μεσιτεία του Χριστού είναι μεταξύ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ. Οι μεσιτείες των αγίων είναι μεταξύ του ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.
 
Στην Αγία Γραφή, αναφέρονται μεσιτείες των αγίων…
 
Στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, λοιπόν, αναφέρεται δύο φορές η μεσιτεία των αγίων.
«Και έκραξαν μετά φωνής μεγάλης, λέγοντες: Έως πότε, ω Δέσποτα άγιε και αληθινέ, δεν κρίνεις και εκδικείς το αίμα ημών από των κατοικούντων επί της γης; Και εδόθησαν εις έκαστον στολαί λευκαί, και ερρέθη προς αυτούς να αναπαυθώσιν έτι ολίγον καιρόν, εωσού συμπληρωθώσι και οι σύνδουλοι αυτών και οι αδελφοί αυτών οι μέλλοντες να φονευθώσιν ως και αυτοί». (Αποκάλυψη 6, 10-11)
 
Απευθύνονται στο Δέσποτα, στον Χριστό δηλαδή. Και του ζητάνε να αποδώσει δικαιοσύνη. Και η απάντηση που παίρνουν είναι να περιμένουν μέχρι να συμπληρωθούν και οι υπόλοιποι που θα μαρτυρήσουν για τον Χριστό, που σημαίνει ότι μεσίτευαν και για αυτούς.
 
Ένα ακόμα σημείο είναι το σημείο όπου ο άγγελος προσφέρει ως λατρεία το θυμίαμα και τις προσευχές (μεσιτείες) των αγίων… «Και ήλθεν άλλος άγγελος και εστάθη έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, κρατών θυμιατήριον χρυσούν, και εδόθησαν εις αυτόν θυμιάματα πολλά, διά να προσφέρη με τας προσευχάς πάντων των αγίων επί το θυσιαστήριον το χρυσούν το ενώπιον του θρόνου». (Αποκάλυψη 8, 3).
 
Η επίκληση των αγίων, όπως την κάνει η εκκλησία, είναι αποστολική παράδοση.
Στην εκκλησιαστική ιστορία του Β. Στεφανίδη αναφέρεται: «Οι χριστιανοί ετίμων προς τούτοις τα λείψανα των μαρτύρων και επεκαλούντο την παρά τω θεώ μεσιτειαν αυτών. Ο Ιππόλυτος επεκαλείτο τους τρείς παίδας (Εις Δανιήλ 2, 30) οι δε επισκέπται των κατακομβών κατά την εποχήν ταύτην επεκαλούντο τους εκεί ενταφιασμένους μάρτυρας δι’ εγκεχαραγμένων επί των τοίχων ευχών και δεήσεων, σωζομένων μέχρι σήμερον. Οι μάρτυρες είναι οι πρώτοι άγιοι της εκκλησίας". (σελ 120).
 
Ο απ Παύλος, σε πολλές επιστολές του, ζητάει τις προσευχές των αδερφών. Τι είναι αυτό; Δεν είναι μεσολάβηση- μεσιτεία του εκάστου αδελφού προς τον Χριστό υπέρ του απ Παύλου; Εάν μπορούν οι άγιοι στην γη, δεν μπορούν οι άγιοι που ως νικητές κάθονται στον θρόνο του Χριστού;
 
«Όστις νικά, θέλω δώσει εις αυτόν να καθίσει μετ' εμού εν τω θρόνω μου, καθώς και εγώ ενίκησα και εκάθησα μετά του Πατρός μου εν τω θρόνω αυτού». (Αποκάλυψη 3,21).
 
Σε αυτό το σημείο θα μας πουν, ότι ο απ Παύλος ζητάει τις προσευχές των ζωντανών και όχι των νεκρών. Όμως, για τον Θεό ΠΑΝΤΕΣ είναι ζώντες, κατά τα λόγια του Ιησού στην απάντησή του στους Σαδδουκαίους. Δεν λογίζονται ως νεκροί, αλλά ως ζώντες κοντά στον Θεό.
 
Τέλος, θα αναφέρουμε ένα παράδειγμα και από τον άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων που αναφέρει στην  Ε΄ Μυσταγωγική Κατήχηση: «Μετά μνημονεύουμε τους κεκοιμημένους, πρώτα τους πατριάρχες, τους προφήτες, τους αποστόλους, τους μάρτυρες, για να δεχτεί ο Θεός, με τις προσευχές και τις πρεσβείες τους, και τη δική μας δέηση. Μετά ευχόμαστε για τους κεκοιμημένους αγίους πατέρες και επισκόπους, και γενικά για όλους εκείνους από εμάς που έχουν κοιμηθεί. Το κάνουμε αυτό γιατί πιστεύουμε ότι έχουν μεγάλη ωφέλεια οι ψυχές εκείνων, για τους οποίους γίνεται η δέηση, τη στιγμή της τόσο φρικτής και αγίας θυσίας που τώρα προσφέρεται». (Γ. Μαυρομάτη, Κατηχήσεις του αγίου Κύριλλου, Β΄ Τόμος, σελίδα 560).

 
6. Βασίλισσα του ουρανού
Οι Προτεστάντες, αφού δεν κατανοούν τους όρους που αποδίδονται στην Μαρία πάντα με την σχετική έννοια, προχωρούν σε μεγαλύτερη ασέβεια, παραλληλίζοντάς την με την Αστάρτη την βασίλισσα του ουρανού, όπως αναφέρει ο Ιερεμίας.
 
Αν προσέξετε, ο Ιερεμίας αναφέρεται σε ΛΑΤΡΕΙΑ. Οι Ισραηλίτες είχαν απορρίψει τον αληθινό θεό και λάτρευαν άλλους ψεύτικους θεούς. Ανάμεσα σε αυτούς, ήταν και η θεά Αστάρτη, ή αλλιώς η βασίλισσα του ουρανού.
 
«Ούτω λέγει ο Κύριος των δυνάμεων, ο Θεός του Ισραήλ· σεις είδετε πάντα τα κακά τα οποία επέφερα επί την Ιερουσαλήμ και επί πάσας τας πόλεις του Ιούδα, και ιδού, αύται έρημοι την σήμερον και δεν υπάρχει ο κατοικών εν αυταίς, εξ αιτίας της κακίας αυτών, την οποίαν έπραξαν διά να με παροργίσωσιν, υπάγοντες να θυμιάζωσι και να λατρεύωσιν άλλους θεούς, τους οποίους δεν εγνώρισαν αυτοί, σεις, ουδέ οι πατέρες σας...  Και πάντες οι άνδρες οι γνωρίζοντες ότι αι γυναίκες αυτών εθυμίαζον εις άλλους θεούς, και πάσαι αι γυναίκες αι παρεστώσαι, σύναξις μεγάλη, και πας ο λαός οι κατοικούντες εν τη γη της Αιγύπτου, εν Παθρώς, απεκρίθησαν προς τον Ιερεμίαν, λέγοντες, Περί του λόγου, τον οποίον ελάλησας προς ημάς εν ονόματι Κυρίου, δεν θέλομεν σου ακούσει· αλλά θέλομεν εξάπαντος κάμνει παν πράγμα εξερχόμενον εκ του στόματος ημών, διά να θυμιάζωμεν εις την βασίλισσαν του ουρανού και να κάμνωμεν σπονδάς εις αυτήν, καθώς εκάμνομεν, ημείς και οι πατέρες ημών, οι βασιλείς ημών και οι άρχοντες ημών, εν ταις πόλεσι του Ιούδα και εν ταις πλατείαις της Ιερουσαλήμ· και εχορταίνομεν άρτον και διεκείμεθα καλώς και κακόν δεν εβλέπομεν. (Ιερεμίας μδ 2-3. 15-17).
 
Είναι φανερό, ότι μιλάει για ΛΑΤΡΕΙΑ. Καμία σχέση με την ΤΙΜΗ προς τους αγίους και φυσικά προς το πρόσωπο που τόσο πολύ τίμησε ο Θεός, ώστε να γίνει η Πύλη που έφερε στην γη τον Βασιλιά, τον Κύριο των πάντων. « Η Πύλη αύτη θέλει είσθαι κεκλεισμένη, δεν θέλει ανοιχθεί, και άνθρωπος δεν θέλει εισέλθει δια αυτής· διότι Κύριος ο Θεός του Ισραήλ εισήλθε δι’  αυτής, δια τούτο θέλει είσθαι κεκλεισμένη» (Ιεζεκιήλ μδ΄ 2).
 
Όμως, αφού οι Προτεστάντες επιμένουν να διαστρεβλώνουν τις έννοιες της Αγίας Γραφής (π.χ. τον παραλληλισμό της Αστάρτης με την Μαρία μόνο και μόνο επειδή χρησιμοποιούνται οι όροι "Βασίλισσα του ουρανού" ασχέτως ότι σε άλλο αναφέρεται το ένα και σε τελείως διαφορετικό το άλλο (μήπως λατρεύουμε την Θεοτόκο;), θα τους δείξουμε από την Αγία Γραφή και με την απλή λογική, ότι ΟΝΤΩΣ η Μαρία είναι η Βασίλισσα του ουρανού, ΠΑΝΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ (καθώς πάντα αναφέρεται σε σχέση με τον Ιησού Χριστό).
 
Έχουμε λοιπόν:
Ο Χριστός, είναι ο Βασιλιάς των Βασιλέων και ο Κύριος των Κυρίων, όπως αναφέρεται στην Αποκάλυψη (Κεφ. ιθ: 16).
 
Εκείνη που τον γέννησε, τι είναι; "Βασίλισσα"!! Εκτός, και αν δεν πιστεύουμε στο Μυστήριο της ευσεβείας κατά το οποίο «ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α΄ Τιμοθέου, γ΄ 16).
 
Μάλιστα, ο ίδιος ο Γαβριήλ κατά τον ευαγγελισμό της Παναγίας αναφέρει ότι θα γεννήσει η Μαρία Εκείνον που θα βασιλεύει ΑΙΩΝΙΑ.
 
«…και θέλει βασιλεύσει επί τον οίκο του Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού δεν θέλει είσθαι τέλος» (Λουκάς  α΄ 33).
 
Στον Κύριο εδόθη πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης, όπως αναφέρεται στον Ματθαίο.
 
Επομένως, εφόσον ο Χριστός είναι ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ, και εκείνη που αξιώθηκε να τον φέρει κατά σάρκα, είναι ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ.
Παρατηρούμε, ότι ενώ για τον Κύριο είναι ΟΛΑ ΑΠΟΛΥΤΑ, για την Μαρία ΟΛΑ ΣΧΕΤΙΚΑ.
 
Ο Ιησούς είναι που δίνει αξία σε όλους, ακόμα και στην Μαρία.
 
7. Επίλογος
Ας συνετιστούν οι προτεστάντες από το περιστατικό στο γάμο της Κανά, που και ενώ τέλειωσε το κρασί, και ενώ ο Κύριος είπε στην Μαρία «Τι είναι μεταξύ εμού και σού, γύναι; Δεν ήλθε έτι η ώρα μου», δείχνοντας την διαφορά που έχει από την Μαρία ως Υιός και Λόγος του Θεού που γνωρίζει κάθε ανάγκη, και ενώ της λέει καθαρά ότι δεν ήρθε ακόμα η ώρα Του, παρόλα αυτά, αμέσως μετά (και ενώ δεν ήταν η ώρα), την ακούει τελικά και της κάνει την χάρη!!
Ας συνετιστούν όμως και από τα λόγια της ίδιας της Μαρίας που καταγράφτηκαν από τον Θεόπνευστο Λουκά, «ιδού, από του νυν θέλουσι με μακαρίζει πάσαι αι γενεαί» (Λουκάς α, 48). Και ο λόγος; Επειδή επέβλεψε ο Κύριος στην ταπείνωση της δούλης του, και αποφάσισε δια αυτής να στείλει στη γη τον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό.
 
Πόσοι στην Αγία Γραφή είπαν ότι θα τους μακαρίζουν ΠΑΣΑΙ αι γενεαί; Μόνο η Παναγία.
 
Άλλωστε, είναι πάλι γραμμένο στην Αγία Γραφή, κάτι που αφορά ΟΛΟΥΣ τους αγίους, και που το είπε ο Θεός δια του προφήτη στον Ηλιεί τον ιερέα: «.. τους δοξάζοντάς με θέλω δοξάσει» (Α Σαμουήλ, β 30).
 
Ποιοι δοξάζουν τον Θεό με την ζωή τους; Οι άγιοι. Αν ο θεός τιμάει τους αγίους Του, και τους δοξάζει μάλιστα, ποιος είσαι εσύ και εγώ που δεν θα τους τιμήσουμε; Μήπως είμαστε παραπάνω από τον Θεό;
Πηγή



Κατ'ἀρχήν, θά ἤθελα νά τονίσω ὅτι κάποιος πού ὑποτίθετε ὅτι δηλώνει Ὀρθόδοξος Χριστιανός δέν μπορεῖ νά ἔχει μία «προσωπική» ἄποψη γιά τό τί εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Πίστη. Γιά νά ἀποφύγω τίς παρεξηγήσεις ἐξηγοῦμαι. Εἶναι πολλοί ἐκείνοι οἱ ὀποίοι δηλώνουν Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἀλλά ἔχουν μία τελείως δική τους, αὐθαίρετη ἄποψη γιά τήν πίστη στήν ὁποία ὑποτίθεται ὅτι ἀνήκουν. Ἐπομένως ἤ πιστεύεις ὅσα ἡ πίστις αὐτή πρεσβεύει καί ζεῖς σύμφωνα μέ αὐτήν καί εἶσαι ἐπομένως πράγματι Ὀρθόδοξος ἤ ὄχι καί δέν εἶσαι, ἄσχετα ἐάν δηλώνεις ὅτι εἶσαι. Ἐπομένως, πιστεύω ὅτι δέν ὑπάρχουν διαφορετικές «ἐκδοχές». Ἡ Ὀρθοδοξία ἀποτελεῖται ἀπό δύο στοιχεία τήν Πίστη καί τόν Βίο. Ὅταν αὐτά τά δύο δέν ὑπάρχουν, στήν Ὁρθή τους μορφή, τότε ἐκεῖνος ὁ ὁποίος αὐτο-τιτλοφορεῖται ὡς Ὀρθόδοξος ἀπλά δέν εἶναι.




Τό θέμα, ἀγαπητοί , εἶναι ὅτι ὅταν ταυτίζωμε τήν Ὀρθόδοξη Πίστη μέ μία δική μας ἀντίληψη περί Θεοῦ καί κόσμου τότε αὐτό λέγεται Θρησκεία. Αὐτή ἡ ταύτισις τοῦ ἀκτίστου μέ κάθε κτιστό καί ἀνθρώπινο ἐπινόημα εἶναι καί τό θεμέλιο τῆς λατρείας τῶν εἰδώλων. Αὐτό εἶναι ἡ θρησκεία!
Τό ἐρώτημα λοιπόν πού προκύπτει εὐθύς ἀμέσως εἶναι, ἐάν μποροῦμε νά κατατάξουμε τήν Ὀρθοδοξία στίς θρησκεῖες. Εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία θρησκεία; Ναί ἤ ὄχι; Ἡ ἄποψις τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως περί τοῦ θέματος εἶναι ἡ ἐξής: Ἡ θρησκεία εἶναι νόσος. Καί ὄπως κάθε νόσος, ἔτσι κί αὐτή χρειάζεται τήν κατάλληλη θεραπεία γιά νά καταπολεμηθεῖ. Ὅταν λοιπόν ἕνας Ὀρθόδοξος, ὑποτίθεται, Χριστιανός ἔχει ἱδίαν ἀντίληψιν περί Θεοῦ τότε αὐτός κατασκευάζει ἐντός του μία ἐντελῶς δική του θρησκεία. Αὐτό σημαίνει ὅτι νοσεῖ. Θά ἤθελα στό σημεῖο αὐτό νά ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα.
Στήν ἐνότητα, Που στη βιβλο υπαρχει αποδειξη για την υπαρξη του Θεου (της) ; , ἀναφέρει ὁ «ίδιος» ὅτι ἡ βίβλος «δεν αναφερει πουθενα εστω τα ελαχιστα λογικα επιχειρηματα για να αποδειξει οτι υπαρχει αυτος ο Θεος στον οποιο αναφερεται». Δηλαδή περίμενε τρόπον τινά ὁ ἀγαπητός «ίδιος» κάπου ἐκεῖ μέσα στήν Γραφή νά ὑπάρχει καί κάποια μαθηματική ἐξίσωση πού ἀποτέλεσμά της νά βγάζει τό «Θεός»;

Πολλοί νομίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει μόνον λογική. Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι! Ὅλη ἡ παράδοσις τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη μέχρι καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διδάσκει ὅτι στόν χῶρο τῆς φυσικῆς καρδιᾶς λειτουργεῖ κάτι, αὐτό τό «κάτι» τό ὠνόμασαν «νοῦ» ἤ «νοερά ἐνέργεια». Ἡ νοερά αὐτή ἐνέργεια εἶναι μία καί μόνη ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία στόν μέν ἐγκέφαλο λειτουργεῖ ὡς λογική, ἡ ἴδια ὅμως λειτουργεῖ συγχρόνως καί στήν καρδία ὡς νοῦς.
Γιά νά συνοψίσουμε: Ὁ ἄνθρωπος ἔχει δύο γνωστικά κέντρα. Τό ἕνα εἶναι ὁ νοῦς ἤ νοερά ἐνέργεια πού λειτουργεῖ στό χῶρο τῆς φυσικῆς καρδιᾶς, πού εἶναι τό κατάλληλο ὄργανο γιά νά δεχθεῖ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, καί τό ἄλλο εἶναι ἡ λογική, πού γνωρίζει τόν αἰσθητό κόσμο πού μᾶς περιβάλλει. Ἐδῶ λοιπόν βρίσκεται καί ὅλη ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.
Στό ὅτι αὐτή ἡ ἐνέργεια νοσεῖ καί δέν λειτουργεῖ ἤ ὑπολειτουργεῖ μέ ἀποτέλεσμα νά ὑπάρχει ἕνα τρόπον τινά «βραχυκύκλωμα» μεταξύ τῆς νοερᾶς ἐν τῇ καρδία ἐνεργείας καί τοῦ ἐγκεφάλου. Ἕτσι τά νοήματα τοῦ ἐγκεφάλου, πού εἶναι ὅλα ἀπό τό περιβάλλον, γίνονται νοήματα τῆς νοερᾶς ἐνεργείας ῥιζωμένη πάντοτε στήν καρδιά. Ἔτσι ὁ πάσχων γίνεται δοῦλος τοῦ περιβάλλοντός του. Μέ τόν τρόπο αὐτό συγχέει τά νοήματα αὐτά τοῦ ἐγκεφάλου του μέ τόν θεό ἤ τούς θεούς του.




Τι πρέπει να κάνει ενας άνθρωπος του οποίου ο νους υπολειτουργεί για να είναι ορθόδοξος;




Ἡ ἐρώτησή σου αὐτή εἶναι τό ζουμί τῆς ὑπόθεσης. Βέβαια θά ἔπρεπε νά προηγηθεῖ τοῦ ἐρωτηματός σου αὐτοῦ ἕνα ἄλλο ἐρώτημα. Ποιά εἶναι ἡ λειτουργία τῆς νοερᾶς αὐτῆς ἐνεργείας; Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διδάσκουν ὅτι ἡ νοερά ἐνέργεια ἤ νούς ὅταν λειτουργεῖ σωστά κινεῖται κυκλικῶς ὡσάν στρόφαλος, προσευχομένη ἐν κοινωνίᾳ μετά τοῦ Θεοῦ, ἐντός τῆς καρδίας του ἀνθρώπου. Στή νοσοῦσα κατάσταση ἡ ἐνέργεια αὐτή διαχέεται ἀπό τήν καρδιά καί συγχέεται μέ τόν ἐγκέφαλο καί τά νοηματά του μέ ἀποτέλεσμα νά προκαλεῖτε ὁ σκοτασμός, κατά τούς Πατέρες, του νοός. Αὐτή εἶναι καί ἡ αἰτία διά τήν ὁποία ὁ πεπτωκώς ἄνθρωπος δέν αἰσθάνεται καί δέν γνωρίζει τήν διάκριση μεταξύ τῶν παραλλήλως λειτουργουσῶν ἐνεργειῶν τῆς ψυχῆς, τῆς λογικῆς καί τῆς καρδιακῆς ἤ νοερᾶς. Ὁ νούς εἶναι ἐσκοτισμένος καί οἱ ἐνέργειές του ἔχουν συγχωνευθεῖ μέ τά πάθη καί τήν λογική μέ ἀποτέλεσμα νά κατευθύνεται ἀπό τά πάθη. Παρόμοιο συμπέρασμα ἔχουν ἐξάγει καί οἱ Εὐρωπαίοι ἐπιστήμονες ψυχαναλυτές καί ἱδιαίτερα ὁ Sigmund Freud καί οἱ ὀπαδοί του μέ τήν ἀνακάλυψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἐξαντλεῖται εἰς τήν διάνοια, ἀλλά ὑπάρχει καί αὐτό τό ὁποίο ὠνόμασαν, οἱ ἐν λόγῳ ἐρευνητές, ὑποσυνείδητο στό ὁποίο ὑπάρχουν κεκρυμμένες ὄψεις ἤ ἐμπειρίες τῆς ἀνθρωπίνης νοήσεως οἱ ὁποῖες ἐπηρεάζουν τίς κρίσεις καί τίς συμπεριφορές τῶν ἀνθρώπων. Κατά τούς ψυχαναλυτές οἱ κεκρυμμένες αὐτές ὄψεις δημιουργοῦνται ἀπό τίς ὑποπιεσθείσες φυσικές τάσεις οἱ ὁποῖες ἦταν ἤ εἶναι ἀντίθετες πρός τίς ἠθικές καί κοινωνικές ἀρχές τοῦ περιβάλλοντος στό ὁποῖο ζοῦν. Αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν δημιουργία ἀνωμάλων ψυχικῶν καταστάσεων οἱ ὁποῖες θεραπεύονται διά τῆς φανερώσεως καί ἀπελευθερώσεως τῶν ὑποπιεσθεισῶν φυσικῶν αὐτῶν τάσεων.

via




Οι λογισμοί έχουν διαφορές μεταξύ τους σε όλα, και άλλοι είναι αναμάρτητοι, ενώ άλλοι όχι. Για παράδειγμα, η λεγόμενη προσβολή, δηλαδή η ενθύμηση του καλού ή του κακού, η οποία ούτε αμοιβή, ούτε κατηγορία έχει. Την ακολουθεί ο λεγόμενος συνδυασμός, δηλαδή η συνομιλία με το λογισμό, ή για συγκατάθεση, ή για αποβολή του λογισμού.


Αν ο λογισμός είναι θεάρεστος, έχει έπαινο, αλλά μικρό, όπως και αν είναι κακός, έχει κατηγορία. Έπειτα είναι η λεγόμενη πάλη με το λογισμό, που ή νικά, ή νικιέται από το νου και προξενεί στεφάνι ή κόλαση, όταν φτάσει στην πράξη.


Όμοια και η συγκατάθεση, που είναι ηδονική κλίση της ψυχής προς αυτό που της παρουσιάστηκε, από την οποία προξενείται η αιχμαλωσία, που οδηγεί με τη βία την καρδιά στην πράξη, χωρίς αυτή να θέλει.


Από το να χρονίζει τώρα ο εμπαθής λογισμός στην ψυχή, γίνεται το λεγόμενο πάθος, το οποίο με τη συνήθεια οδηγεί την ψυχή στην έξη και την κάνει να πηγαίνει από μόνη της προς την πράξη, με τρόπο εκούσιο και οικείο.


Το πάθος σε κάθε περίπτωση, υπόκειται αναμφίβολα ή σε αντίστοιχη μετάνοια, ή στη μέλλουσα κόλαση, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος· αυτό δηλαδή, όχι για τον πόλεμο, αλλά για την αμετανοησία.


Γιατί αν δεν ήταν έτσι, λέει ο ίδιος άγιος, δε θα μπορούσαμε οι περισσότεροι να λάβομε άφεση δίχως τέλεια απάθεια· επειδή δεν είναι δυνατόν να γίνουν όλοι απαθείς, δεν είναι όμως αδύνατο να σωθούν όλοι και να συμφιλιωθούν με το Θεό.


Όποιος λοιπόν είναι φρόνιμος, αποδιώχνει τη μητέρα του κακού, την πονηρή προσβολή, για να κόψει με μια όλα τα κακά που την ακολουθούν· είναι όμως πάντοτε προετοιμασμένος να δεχτεί την αγαθή προσβολή.


Έτσι η ψυχή και το σώμα αποκτούν έξη της αρετής και λυτρώνονται από τα πάθη με τη χάρη του Χριστού. Γιατί δεν έχομε απολύτως τίποτε, το οποίο δε λάβαμε από Αυτόν(Α΄ Κορ. 4, 7), ούτε τίποτε να του προσφέρομε, παρά μόνο προαίρεση, που αν αστοχήσομε σ' αυτήν, δε βρίσκομε ούτε γνώση, ούτε δύναμη να εργαστούμε το αγαθό.


Αυτό είναι έργο της φιλανθρωπίας του Θεού, για να μην καταδικαστούμε ως αργοί, επειδή η αργία είναι αρχή κάθε κακίας. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και η ίδια η εργασία του αγαθού χρειάζεται διάκριση, όπως λέει το Γεροντικό.


Μια μοναχή που νήστευε τρώγοντας κάθε έξι μέρες και μελετούσε διαρκώς την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, αν και κατόρθωνε τα δύσκολα, έπεσε στα εύκολα, μ' όλο που θα έπρεπε να είχε αποκτήσει απάθεια ύστερα από τόσους κόπους· αυτό όμως δεν έγινε. Γιατί το καλό δεν είναι καλό, αν δεν έχει σκοπό το θέλημα του Θεού.


Αυτό το βλέπομε στη θεία Γραφή, όπου συχνά ο Θεός παρουσιάζεται να αγανακτεί με ανθρώπους που κάνουν πράγματα, τα οποία φαίνονται σ' όλους καλά, ενώ άλλοτε αποδέχεται ενέργειες που φαίνονται κακές.


Τούτο το μαρτυρεί ο Προφήτης εκείνος που ζήτησε από κάποιους να τον τραυματίσουν· εκείνος που παράκουσε, νομίζοντας πώς τάχα κάνει καλό, κατασπαράχθηκε από ένα θηρίο(Γ΄ Βασ. 21, 36). Επίσης και ο Πέτρος, νομίζοντας ότι κάνει καλό, δεν άφηνε τον Κύριο να του πλύνει τα πόδια και δέχτηκε επίπληξη γι' αυτό(Ιω. 13, 8).


Γι' αυτό οφείλομε να βρίσκομε και να πράττομε το θείο θέλημα με όλη μας τη δύναμη, ακόμη και όταν κάτι μας φαίνεται καλό. Γι' αυτό και η εργασία του αγαθού δε γίνεται χωρίς κόπο, για να μη χάσομε, μαζί με το αυτεξούσιο, και τον έπαινο ότι βιάσαμε τον εαυτό μας.


Γενικά, όλα όσα οικονομεί ο Θεός είναι θαυμαστά και υπερβαίνουν κάθε νου και έννοια. Και δεν πρέπει να θαυμάζομε μόνο το νόημα όσων τελούνται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και τα σύμβολά τους.


Πώς, με το θείο βάπτισμα, γινόμαστε υιοί Θεού κατά χάρη, χωρίς να προσφέρομε τίποτε πρωτύτερα, αλλά ούτε και μετά, παρά μόνο την τήρηση των εντολών. Και πώς αυτά τα φρικτά πράγματα, εννοώ το άγιο βάπτισμα και η αγία μετάληψη, χωρίς ιερωσύνη δε γίνονται, όπως λέει ο θείος Χρυσόστομος.




Σε τούτο φαίνεται η εξουσία που δόθηκε στον κορυφαίο Απόστολο Πέτρο· γιατί αν δεν ανοιχτούν οι πύλες της βασιλείας των Ουρανών με την ιερουργία, κανείς δεν μπορεί να εισέλθει(Ματθ. 16, 19). Όπως λέει ο Κύριος: «Αν δε γεννηθεί κανείς από το νερό κι από το Πνεύμα...»(Ιω. 3, 5), και πάλι: «Αν δε φάγετε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα Του, δεν έχετε μέσα σας τη ζωή»(Ιω. 6, 53).




Να θαυμάζομε ακόμη, πώς ο παλαιός Ναός, στο εξωτερικό μέρος όπου τελούσαν τις θυσίες οι ιερείς, ήταν τύπος του κόσμου, ενώ εσωτερικά είχε τα άγια των αγίων(Εβρ. 9, 16), όπου προσφερόταν το θυμίαμα, συντεθειμένο από τέσσερα είδη: λίβανο, σμύρνα, στακτή και κασία· αυτά υποδήλωναν τις τέσσερις γενικές αρετές.




Όσα γίνονταν τότε εξωτερικά, ήταν συγκατάβαση του Θεού προς τους νηπιόφρονες Ιουδαίους, για να μην παρεκκλίνουν στα είδωλα με τα τραγούδια και τις απολαύσεις. Η νέα όμως Εκκλησία είναι τύπος για τα μέλλοντα.




Γι' αυτό και όσα γίνονται σ' αυτήν είναι ουράνια και πνευματικά. Όπως δηλαδή είναι εννέα τάγματα στον ουρανό, έτσι και στην Εκκλησία είναι Πατριάρχες, Μητροπολίτες, Επίσκοποι, Ιερείς, Διάκονοι, Υποδιάκονοι, Αναγνώστες, Ψάλτες και Μοναχοί.




Επίσης να θαυμάζομε, πώς με το σημείο του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού φεύγουν οι δαίμονες και οι διάφορες ασθένειες, πράγμα σε όλους ανέξοδο και άκοπο. Ποιος μπορεί να μετρήσει τα εγκώμια του Σταυρού; Οι άγιοι Πατέρες μας παρέδωσαν το συμβολισμό του αγίου αυτού σημείου, για να αντιλέγομε στους άπιστους και αιρετικούς.




Τα δύο δάχτυλα και ο αντίχειρας φανερώνουν τον σταυρωμένο Κύριο Ιησού Χριστό, που τον γνωρίζομε με δύο φύσεις και μία υπόσταση· το δεξί χέρι υπενθυμίζει την άπειρη δύναμη Του και την εγκατάστασή Του στα δεξιά του Πατέρα· η κίνηση από πάνω προς τα κάτω σημαίνει τη συγκατάβαση Του από τον ουρανό προς εμάς· η κίνηση τέλος από το δεξιό μέρος προς το αριστερό, από τη μιά φυγαδεύει τους εχθρούς, ενώ από την άλλη φανερώνει ότι ο Κύριος με την ανίκητη δύναμή Του νίκησε το διάβολο, που είναι στ' αριστερά, αδύναμος και σκοτεινός. Και πως πάλι, η εικονογραφία με λίγα χρώματα μας παρουσιάζει αυτά που έγιναν από τον Κύριο και από όλους τους Αγίους πριν πολλά χρόνια, σαν να γίνονται τώρα. Αυτό οφείλεται στην πρόνοια του Θεού, για να τα βλέπομε αυτά με τα μάτια μας και να τα ποθούμε όλο και περισσότερο, όπως λέει ο άγιος κορυφαίος Απόστολος Πέτρος στο μαρτύριο του μαθητή του αγίου Παγκρατίου.




Όλα λοιπόν όσα είπαμε από την αρχή του λόγου, δεν ωφελούν σε τίποτε χωρίς ορθή πίστη, μα ούτε και μπορούν να γίνουν όπως ούτε και πίστη χωρίς έργα(Ιακ. 2, 20). Σχετικά με την πίστη και τα έργα έγραψαν πολλοί άγιοι Πατέρες.




Για υπενθύμιση όμως, θα πω επιγραμματικά ότι, έργα μεν οφείλομε να έχομε όσα γράφτηκαν προηγουμένως, ο καθένας ανάλογα με την τάξη του στην Εκκλησία, πίστη δε ορθόδοξη, αυτήν που παραλάβαμε από τους Αγίους που προαναφέρθηκαν, για να επιτύχομε μαζί μ' αυτούς τα αιώνια αγαθά, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.




Σ' Αυτόν πρέπει κάθε τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το πανάγιο, αγαθό και ζωοποιό Του Πνεύμα, και τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.






Είπα, καθώς τελείωσα:


Χριστέ, Σού πρέπει δόξα.








Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός: Βιβλίο Πρώτο - Διαφορά λογισμών και προσβολών (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄τόμος)



------------------------------------------------

(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 180-182)

via




Η ψεύτικη γνώση είναι εκείνη που νομίζει ότι γνωρίζει εκείνα που ποτέ δεν έμαθε. Αυτή είναι χειρότερη από την τέλεια άγνοια, λέει ο Χρυσόστομος, γιατί δεν καταδέχεται να διδαχθεί από άλλον και να διορθωθεί, νομίζοντας η παγκάκιστη ότι είναι ορθή.


Γι' αυτό λένε οι Πατέρες ότι, εκείνα που βρίσκονται μέσα στις θείες Γραφές οφείλομε να τα ζητούμε με πόνο, με ταπείνωση και συμβουλή των εμπείρων, για να τα μάθομε με τα έργα μάλλον παρά με τα λόγια· εκείνα όμως για τα οποία σιωπούν οι Γραφές, να μην τα ζητούμε διόλου, γιατί αυτό είναι παράλογο, όπως λέει ο Μέγας Αντώνιος για εκείνους που ζητούν να προγνωρίζουν τα μέλλοντα και δε θέλουν να παραιτηθούν μάλλον από αυτό, ως ανάξιοι.


Αν και κάποτε αυτό ίσως γίνεται όχι από δαιμονική ενέργεια, αλλά από τη θεία Πρόνοια για ωφέλεια των πολλών, όπως έγινε παλιά στο Ναβουχοδονόσορα(Δαν. 2, 31-35) και στον Βαλαάμ(Αριθ. 24), μ' όλο που οι ίδιοι ήταν ανάξιοι· και πολύ περισσότερο όταν γίνεται με όνειρα ή τίποτε φαντασίες.


Ο λόγος που αυτά δεν έχουν ειπωθεί είναι για να ερευνούμε τις Γραφές με πράξεις σωματικές και ηθικές, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, ώστε να βρούμε αιώνια ζωή(Ιω. 5, 39), και για να μην τα ζητούμε με το λογικό και από υπερηφάνεια νομίζομε ότι κάτι πετύχαμε, και μάλιστα εκείνα που είναι κρυμμένα από εμάς, για μεγαλύτερη ταπείνωση, και τέλος για να μην καταδικαστούμε παραβαίνοντάς τα με γνώση μας.


Γιατί όποιος αξιώθηκε να αποκτήσει νοερή γνώση και δεν αγωνίζεται με πολλή σχολή και προσοχή στη μελέτη των θείων Γραφών και των γνώσεων που του δόθηκαν, με ταπείνωση και φόβο Θεού, νιώθοντας ανάξιος για όσα του δώρισε ο Θεός, αποδιώχνεται από τη γνώση με απειλές, όπως ο Σαούλ από το βασιλικό αξίωμα(Α΄ Βασ. 15, 28-29), λέει ο άγιος Μάξιμος.


Ενώ εκείνος, λέει, που σχολάζει και αγωνίζεται, οφείλει σαν τον Δαβίδ να παρακαλεί πάντοτε και να λέει: «Κτίσε μέσα μου καρδιά καθαρή, Θεέ μου, και εγκατάστησε στα βάθη μου το ευθές Πνεύμα»(Ψαλμ. 50, 12), ώστε να γίνει άξιος της επιφοιτήσεώς Του.






Όπως τότε οι Απόστολοι έλαβαν την χάρη του Αγίου Πνεύματος την τρίτη ώρα της ημέρας, όπως αναφέρεται στις Πράξεις(Πράξ. 2, 15), και σε ημέρα Κυριακή, όπως λέει ο θεσπέσιος Λουκάς(Πράξ. 2, 1). Γιατί η Πεντηκοστή που λέει, είναι η έβδομη Κυριακή από την Κυριακή που γινόταν το Ιουδαϊκό φάσκα, που ερμηνεύεται ελληνικά "διάβαση" και "ελευθερία".






Η Κυριακή λοιπόν που είναι μετά πενήντα μέρες, λέγεται Πεντηκοστή, γιατί συμπληρώνει τις πενήντα ημέρες από το Πάσχα, σύμφωνα με το Νόμο(Δευτ. 16, 9-10). και ο Ιωάννης ο Θεολόγος λέει στο άγιο Ευαγγέλιό του, «κατά την τελευταία και μεγάλη γιορτή»(Ιω. 7, 37), γιατί τότε γινόταν απόδοση της γιορτής του Πάσχα.






Όπως λέει ο Δαμασκηνός, η χάρη δόθηκε την τρίτη ώρα, αλλά σε μία ημέρα, την Κυριακή, για να φανερώσει ότι πρέπει να σεβόμαστε τρεις Υποστάσεις, αλλά με ενιαία εξουσία, δηλαδή τη μία θεότητα. Γιατί η Κυριακή λέγεται "μία της εβδομάδας" και όχι "πρώτη", λέει ο Χρυσόστομος, επειδή την ξεχωρίζει η θεία Γραφή.






Η Παλαιά Διαθήκη προφητεύει γι' αυτήν, γι' αυτό και δεν την ονομάζει με σειρά όπως τη Δευτέρα και τις υπόλοιπες· επειδή είναι ξεχωριστή ημέρα, την ονομάζει "μία των Σαββάτων"(Ψαλμ. 23, τίτλος), δηλαδή της εβδομάδας, ενώ αλλιώς θα την ονόμαζε "πρώτη".






Στη νέα περίοδο της χάρης τώρα, αυτή η αγία και επίσημη ημέρα(Λευϊτ. 23, 35-36) ονομάζεται "Κυριακή"(Αποκ. 1, 10) , επειδή σ' αυτήν έγιναν τα κυριότερα περιστατικά της ζωής του Κυρίου, ο Ευαγγελισμός, η Γέννηση, η Ανάσταση(Λουκ. 24, 1-2), και σ' αυτή μέλλει να γίνει η κοινή ανάσταση των νεκρών.






Αυτή την ημέρα, λέει ο Δαμασκηνός, δημιουργήθηκε το αισθητό φως από το Θεό(Γέν. 1, 2), και πάλι αυτή την ημέρα θα γίνει η Παρουσία του Κυρίου, για να μείνει στους απέραντους αιώνες η ημέρα αυτή "μία" και "όγδοη", καθώς βρίσκεται έξω από τους επτά αυτούς αιώνες που έχουν ημέρες και νύχτες.






Επειδή λοιπόν μάθαμε το σκοπό αυτών των πραγμάτων από τους Αγίους, ας μάθομε και το σκοπό κάθε εργασίας του παρόντος λόγου από την αρχή. Ο σκοπός λοιπόν που λέμε μιά φορά τα ονόματα των βιβλίων και των Αγίων, είναι για να θυμόμαστε πάντα τα λόγια τους και για να αποκτήσομε ζήλο να μιμηθούμε τους βίους των, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, και για να τα μάθουν όσοι τα αγνοούν.






Εκείνος που γνωρίζει τα βιβλία, θα τα θυμηθεί, ενώ εκείνος που δεν τα γνωρίζει, θα αναζητήσει το αντίστοιχο βιβλίο. Το ότι αναφέρομε και μετά, σε κάθε μέρος, τον Άγιο ή την τυχούσα Γραφή, το κάνομε για συχνότερη υπόμνηση και για να θυμηθούμε με λίγα λόγια τα έργα και τα λόγια καθενός από αυτούς, αλλά και για να κατανοούμε όσα λέει στη συνέχεια κάθε ρητό της θείας Γραφής, ή του διδασκάλου τη διάκριση και την καλή συμβουλή· γιατί δεν είναι δικά μου τα λεγόμενα, αλλά των θείων Γραφών.






Επίσης για να θαυμάζομε και να κατανοούμε την ανέκφραστη φιλανθρωπία του Θεού, πώς με μελάνι και χαρτί οικονόμησε τη σωτηρία των ψυχών μας και μας χάρισε τόσο πολλές γραφές και τόσους διδασκάλους της ορθόδοξης πίστεως.




Και πώς εγώ, ο αμαθής και ράθυμος, αξιώθηκα τόσες γραφές να μελετήσω, χωρίς να έχω κανένα δικό μου βιβλίο ή τίποτε άλλο καθόλου, αλλά είμαι πάντοτε ξένος και φτωχός και περνώ τον καιρό μου με κάθε ανάπαυση και αμεριμνία και με μεγάλη σωματική απόλαυση. Αν τώρα αφήνω μερικά χωρίς όνομα, αυτό είναι από την αμέλειά μου και για να μη μακραίνει ο λόγος.




Παραθέσαμε κοινές απορίες και τις λύσεις τους, για να μαθαίνουν οι αναγνώστες και για να ευχαριστούν το Θεό που χάρισε στους Αγίους Του, τους Πατέρες μας, τη γνώση και τη διάκριση, και μέσω εκείνων σ' εμάς τους ανάξιους· τα παραθέσαμε επίσης για καταδίκη όσων είμαστε αδύνατοι και χωρίς γνώση.




Επίσης έγινε λόγος για τους Δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, που σώθηκαν ενώ ήταν πολύ πλούσιοι και ζούσαν ανάμεσα σε αμαρτωλούς και άπιστους ανθρώπους, αν και ήταν κι αυτοί άνθρωποι με την ίδια φύση όπως κι εμείς που δεν θέλομε να φτάσομε στο μέτρο της τελειότητας, μ' όλο που έχομε λάβει περισσότερη πείρα και γνώση του καλού και του κακού, αφού μάθαμε τα δικά τους και αξιωθήκαμε περισσότερη χάρη και τόση γνώση των Γραφών.




Αναφερθήκαμε επίσης και στα δικά μας έργα, των μοναχών, για να μάθομε ότι με πολλούς τρόπους μπορούμε να σωθούμε, αν εγκαταλείψομε τα δικά μας θελήματα, και ότι αν δεν κάνομε έτσι, δεν μπορούμε να έχομε ανάπαυση, αλλά ούτε και τα θεία θελήματα μπορούμε να μάθομε και να κάνομε.




Γιατί το θέλημά μας είναι μεσότοιχο που μας χωρίζει από το Θεό, και αν δεν γκρεμιστεί το μεσότοιχο, δεν μπορούμε να μάθομε και να κάνομε το θέλημα του Θεού, αλλά βρισκόμαστε μακριά Του και μας τυραννούν οι εχθροί παρά τη θέλησή μας.




Είπαμε ακόμη ότι η ησυχία είναι μεγαλύτερη από όλα και χωρίς αυτή δεν μπορούμε να καθαρθούμε από τα πάθη και να γνωρίσομε την αδυναμία μας και τις πανουργίες των δαιμόνων, αλλά ούτε και του Θεού τη δύναμη και την πρόνοια θα μπορέσομε να εννοήσομε από τα θεία λόγια που ψάλλονται και διαβάζονται.




Γιατί όλοι οι άνθρωποι έχομε ανάγκη από αυτή τη σχολή, είτε μερικά, είτε ολοκληρωτικά, και χωρίς αυτή είναι αδύνατο να φτάσει κανείς σε γνώση πνευματική και ταπεινοφροσύνη, μέσω της οποίας εννοεί εκείνος που έχει καλή προαίρεση τα μυστήρια που είναι κρυμμένα στις Γραφές και σε όλα τα κτίσματα. Ακόμη, ότι δεν πρέπει κανείς να μεταχειρισθεί πράγμα ή λόγο ή προσπάθεια ή νόημα έξω από την απαραίτητη ανάγκη της σωτηρίας της ψυχής και της συντηρήσεως του σώματος.




Και ότι χωρίς διάκριση, και εκείνα ακόμη που νομίζονται καλά δεν είναι δεκτά από το Θεό· αλλά και έξω από τον σωστό σκοπό η καλή εργασία δεν μπορεί να ωφελήσει κανέναν.




Τα τροπάρια γράφτηκαν εδώ για να τα εννοούμε και αυτά και τις άλλες Γραφές και να έρχονται σε κατάνυξη όσοι είναι ακόμη αδύνατοι πνευματικώς, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος. Γιατί η μελωδία, λέει ο Μέγας Βασίλειος, έλκει τη διάνοια του ανθρώπου σ' εκείνο που θέλει, είτε στο πένθος, είτε στον πόθο, είτε στη λύπη, είτε στη χαρά.




Είπαμε επίσης ότι έχομε χρέος να ερευνούμε τις Γραφές κατά την εντολή του Κυρίου, για να βρούμε μέσα σ' αυτές την αιώνια ζωή(Ιω. 5, 39), και να προσέχομε στο νόημα των ψαλμών και των τροπαρίων, και να γνωρίσομε με πολλή γνώση ότι έχομε άγνοια. Γιατί, λέει ο Μέγας Βασίλειος, αν δεν γευθεί κανείς τη γνώση, δεν ξέρει πόσα στερείται.




Γράφτηκαν και οι αιτίες γενέσεως των αρετών και των παθών, για να αποκτήσομε πείρα και γνώση, ώστε να τα γνωρίζει κανείς αυτά και να αγωνιστεί για τους γεννήτορές τους· άλλους ν' αποκτήσει, άλλους να αποβάλλει και άλλους να νικά με την αντίθετη εργασία.




Και ότι τις μεν σωματικές πράξεις, σαν τα φυτά οφείλομε να τις συντηρούμε πάντοτε με την καλή εργασία, τις δε ψυχικές αρετές οφείλομε να προσέχομε πάντοτε, και να μελετούμε πώς να αποκτήσομε την κάθε μιά αρετή.




Και αφού μάθομε γι' αυτό από τις θείες Γραφές και τους Αγίους, να το τηρούμε με πόνο ψυχής σαν θησαυρό με την εργασία μας, μέχρις ότου φτάσομε στην έξη της κάθε αρετής. Και τότε με επιμέλεια να αρχίζομε την άλλη αρετή, για να μην καταπιαστούμε αμέσως με όλες και ίσως ατονήσομε, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος.




Αλλά να αρχίζομε από την υπομονή όσων μας συμβαίνουν, και τότε να προχωρούμε με δύναμη και στις υπόλοιπες αρετές με κάθε προθυμία, έχοντας σκοπό να ευαρεστήσομε το Θεό. Όλοι χρεωστούμε να φυλάγομε τις εντολές του Θεού ως Χριστιανοί, επειδή δεν χρειαζόμαστε σωματικό κόπο για να αποκτήσομε τις ψυχικές αρετές, αλλά μονάχα προαίρεση και προθυμία για να λάβομε τη δωρεά, όπως λένε ο Μέγας Βασίλειος, ο Θεολόγος Γρηγόριος και οι λοιποί.




Πλην όμως οι ψυχικές αρετές κατορθώνονται ευκολότερα διά μέσου των σωματικών πράξεων, και μάλιστα από τους ησυχαστές, λόγω της απερίσπαστης ζωής και της αμεριμνίας για όλα· γιατί δεν μπορεί κανείς να βλέπει τα ήθη του και να τα διορθώνει, εκτός αν σχολάζει και μεριμνά γι' αυτά.




Γι' αυτό οφείλει κανείς πρώτα να αποκτήσει απάθεια με την αποφυγή των πραγμάτων και των ανθρώπων, και τότε, αν το καλέσει ο καιρός, να γίνει προϊστάμενος άλλων και να οικονομεί τα πράγματα χωρίς να επισύρει κατάκριση ή να βλάπτεται, καθώς με την έξη της ελευθερίας από εμπαθείς κλίσεις έφτασε σε τέλεια απάθεια, και μάλιστα αν έλαβε από το Θεό την κλήση —λέει ο Δαμασκηνός—, όπως ο Μωυσής(Έξ. 3, 4), ο Σαμουήλ(Α΄ Βασ. 3, 10) και οι λοιποί Προφήτες(Ησ. 6, 8· Ιερ. 1, 5) και οι άγιοι Απόστολοι(Ματθ. 4, 19 και 21), για να σωθούν πολλοί.




Κι όχι μόνο αυτό, λέει, αλλά πρέπει κανείς και να διστάζει να δεχτεί, όπως ο Μωυσής(Εξ. 3, 11· 4, 10 και 13), ο Αββακούμ(Δαν. [Βήλ και Δρ.] 35), ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και άλλοι· και όπως είπε ο άγιος Πρόχορος για τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, ότι δε θέλησε να αφήσει την προσφιλή του ησυχία, αν και είχε χρέος ως Απόστολος να μην ησυχάζει, αλλά να κηρύττει.




Και βέβαια δεν έφυγε στην ησυχία σαν κάποιος εμπαθής ο απαθέστατος, μη γένοιτο· αλλά επειδή δεν ήθελε να χωριστεί από τη θεωρία του Θεού και να στερηθεί ποτέ τη γλυκύτητα της ησυχίας.




Άλλοι πάλι, ενώ ήταν απαθείς, έφυγαν από ταπεινοφροσύνη στις βαθύτερες ερήμους, από φόβο της συγχύσεως, όπως ο Μέγας Σισώης, ο οποίος, όταν τον κάλεσε ο μαθητής του να πάνε σε πιο αναπαυτικό τόπο, δεν πείσθηκε, αλλά είπε: «Όπου δεν είναι άνθρωποι, εκεί να πάμε».




Κι όμως είχε φτάσει σε τόση απάθεια, ώστε έγινε αιχμάλωτος της αγάπης του Θεού, και από την αγάπη αυτή δεν αισθανόταν τα σωματικά και δε γνώριζε αν έφαγε ή όχι. και γενικά όλοι έκοβαν τα θελήματά τους μέσα σε βαθιά ησυχία, και έτσι μερικοί, σαν μαθητές, εκλέχθηκαν από τον διδάσκαλό τους να διδάσκουν άλλους και να δέχονται την εξομολόγηση των λογισμών των άλλων και να έχουν εξουσία επάνω σε άλλους, είτε ως αρχιερείς, είτε ως ηγούμενοι, αφού δέχθηκαν με νοερή αίσθηση την σφραγίδα από το Άγιο Πνεύμα μέσω της επιφοιτήσεώς Του, όπως οι άγιοι Απόστολοι(Πράξ. 2,3), και πριν από αυτούς ο Ααρών(Έξ. 28,1), ο Μελχισεδέκ(Γεν. 14, 18· Εβρ. 7) και άλλοι.




Ο Δαμασκηνός λέει ότι εκείνος που τολμά μόνος του να ανεβαίνει σε τέτοια αξιώματα, καταδικάζεται. αφού εκείνοι που αναλαμβάνουν τα διάφορα αξιώματα αυθαίρετα χωρίς βασιλική προσταγή, καταδικάζονται βαριά, πόσο μάλλον εκείνοι που τολμούν να λάβουν τα θεϊκά αξιώματα χωρίς την προσταγή του Θεού;




Και μάλιστα αν από άγνοια ή υπερηφάνεια νομίζουν ότι δεν τιμωρείται η φρικτή αυτή ενέργεια, ή ότι μπορούν να την ασκούν για να έχουν τιμή και ανάπαυση, και όχι μάλλον για να βυθιστούν σε άβυσσο ταπεινώσεως και να υπομείνουν ακόμη και θάνατο, αν ο καιρός το καλέσει, για χάρη των υποτακτικών και των εχθρών.




Έτσι έκαναν οι άγιοι Απόστολοι καθώς δίδασκαν άλλους, και αυτό ενώ ήταν απαθείς και σοφοί σε υπέρτατο βαθμό. Αν όμως ούτε αυτό το γνωρίζομε, ότι δηλαδή είμαστε αδύνατοι και ανίκανοι, τι πρέπει να πούμε;




Η υπερηφάνεια και η άγνοια τυφλώνουν εκείνους που δε θέλουν να βλέπουν με αυτοσυγκέντρωση την αδυναμία και την άγνοιά τους. Όπως λέει το Γεροντικό, το κελί του μοναχού είναι το καμίνι της Βαβυλώνας, μέσα στο οποίο οι τρείς παίδες βρήκαν τον Υιό του Θεού(Δαν. 3, 25).




Και αλλού λέει: «Κάθησε στο κελί σου και αυτό όλα θα σου τα διδάξει». Και ο Κύριος είπε: «Όπου είναι δύο ή τρεις συναγμένοι στο όνομά μου, εκεί είμαι κι εγώ ανάμεσά τους»(Ματθ. 18, 20).




Επίσης, ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Μην παρεκκλίνεις —λέει ο Σολομών— δεξιά ή αριστερά, αλλά βάδιζε το βασιλικό δρόμο, δηλαδή να ησυχάζεις μαζί με έναν ή δύο· και μήτε μόνος στην έρημο, μήτε με μεγάλη συνοδεία αδελφών.




Ο μέσος όρος είναι κατάλληλος για τους περισσότερους.» Και αλλού λέει: «Η νηστεία ταπεινώνει το σώμα, η αγρυπνία φωτίζει το νου, η ησυχία φέρνει το πένθος, το πένθος βαπτίζει τον άνθρωπο και πλένει την ψυχή και την κάνει αναμάρτητη».




Γι' αυτό και θ' αναφέρομε στο τέλος του λόγου τα ονόματα όλων σχεδόν των αρετών και των παθών, για να μάθομε πόσες αρετές οφείλομε να αποκτήσομε και για πόσες κακίες να πενθούμε· γιατί χωρίς πένθος δεν γίνεται κάθαρση. Πένθος όμως δεν υπάρχει σε συνεχή περισπασμό.




Και χωρίς κάθαρση της ψυχής δεν δέχεται κανείς πληροφορία για τη σωτηρία του. Και χωρίς πληροφορία, ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι επικίνδυνος. Το αβέβαιο, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, είναι ίσως αναξιόπιστο.




Οι οκτώ θεωρίες που αναφέρθηκαν στα προηγούμενα, δεν είναι δικές μας εργασίες, αλλά μισθός για την εργασία μας των αρετών. Και δεν πρέπει να τις αποκτήσομε μόνο από την ανάγνωση, και αν ακόμη προσπαθούμε από υπερήφανη προθυμία, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, για τις τελειότερες, δηλαδή τις τέσσερις τελευταίες· γιατί πρόκειται για ουράνια πράγματα και ο ακάθαρτος νους δεν τα χωράει.




Όλη μας την προθυμία και επιμέλεια οφείλομε να την έχομε στις σωματικές και ψυχικές αρετές· και έτσι γεννιέται μέσα μας η πρώτη εντολή, δηλαδή ο φόβος του Θεού. Και όταν πολυκαιρίσομε σ' αυτόν, γεννιέται το πένθος. Και όταν αποκτήσομε την έξη της μιάς θεωρίας, τότε η χάρη του Θεού, η κοινή μητέρα όλων, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, θα μας χαρίσει και τα παραπέρα, μέχρις ότου αποκτήσομε μέσα μας τις επτά γνώσεις· έπειτα θα αξιώσει να λάβουν και την όγδοη, που είναι εργασία του μέλλοντος κόσμου, όσους εργάζονται με επιμέλεια τις αρετές με τον ορθό σκοπό να ευαρεστήσουν το Θεό.




Εμείς όμως οφείλομε, όσες φορές μας έρθει από μόνη της μία απ' αυτές τις κατά Θεόν έννοιες, είτε η πρώτη, είτε οποιαδήποτε άλλη, ξαφνικά χωρίς να το περιμένομε, αμέσως να αφήνομε κάθε βιοτική μέριμνα, ακόμη και τον ίδιο τον κανόνα μας πολλές φορές, και να φυλάγομε ως κόρην οφθαλμού(Δευτ. 32, 10) την πνευματική γνώση και κατάνυξη που μας ήρθε, μέχρις ότου κατ' οικονομίαν του Θεού μας αφήσει.




Τότε να μελετούμε διαρκώς τα διάφορα ρητά περί φόβου και πένθους που είναι γραμμένα, και πριν από τον κανόνα και μετά, αλλά και όσες φορές έχομε καιρό, είτε ημέρα, είτε νύχτα, είτε απασχολημένοι σε εργόχειρο, όσοι είμαστε ακόμη αδύνατοι και κυριευόμαστε εύκολα από τον ύπνο και τη ραθυμία, είτε αργοί, όσοι μπορούν να επιδοθούν ολωσδιόλου στο πένθος και να αιχμαλωτίζονται στα λόγια της προσευχής και στα ακόλουθα δάκρυα.




Γι' αυτό το λόγο και γράφτηκαν, για να παροτρύνομε και εγώ, και οι άπειροι σ' αυτά, τη ραθυμία του νου μας, με τη μελέτη των λόγων αυτών και την προσοχή. Γιατί εκείνοι που έχουν προθυμία και πείρα λόγω της έξεώς τους στην εργασία των αρετών, γνωρίζουν και λένε πολύ περισσότερα από τα λεχθέντα, και μάλιστα στον καιρό της κατανύξεως που έρχεται μόνη της. Η ώρα αυτής της κατανύξεως έχει μεγάλη δύναμη, παραπάνω από την κατάνυξη που κατορθώνομε εμείς.




Πλην όμως, ας μη νομίζει κανείς ότι είναι εργάτης των χαρισμάτων αυτών· μάλλον πρέπει, νιώθοντας ότι όσα έλαβε υπερβαίνουν την αξία του, να ευχαριστεί πολύ και να φοβάται μήπως έχει μεγαλύτερη καταδίκη γι' αυτό, επειδή χωρίς διόλου να κοπιάσει μέλλει να αξιωθεί να δεχθεί την εργασία των Αγγέλων.




Γιατί η γνώση έχει δοθεί για εξάσκηση του νου και για ενίσχυση στο να φυλάξομε τις εντολές και να εργαζόμαστε τις αρετές· επίσης για να γνωρίσομε πώς και γιατί εργαζόμαστε τις αρετές, και τι πρέπει να κάνομε και τι να μην κάνομε, ώστε να μην καταδικαστούμε. Και φτερωμένοι από τη γνώση, να εργαζόμαστε τις αρετές με χαρά και να λάβομε μεγαλύτερη γνώση και δύναμη και αγαλλίαση κατά την εργασία αυτή.




Κι αφού γίνει αυτό, να αξιωθούμε να ευχαριστήσομε Εκείνον που μας τα δώρισε αυτά, αναγνωρίζοντας από Ποιόν λάβαμε τα τόσο μεγάλα αγαθά. Γιατί όταν τον ευχαριστούμε, μας χαρίζει μεγαλύτερα αγαθά. Και αφού λάβομε τα δώρα Του, θα τον αγαπήσομε περισσότερο, και με την αγάπη θα φτάσομε στη σοφία του Θεού, που αρχή της είναι ο φόβος του Θεού(Παροιμ. 1, 7).




Η εργασία του φόβου είναι η μετάνοια, λέει ο άγιος Ισαάκ, με την οποία γίνεται η φανέρωση των κρυπτών.




Τα νοήματα του φόβου πρέπει κανείς να τα μελετά ως εξής: Μετά την ακολουθία του αποδείπνου οφείλει να λέει το Πιστεύω, το Πάτερ ημών και το Κύριε ελέησον πολλές φορές. Έπειτα κάθεται προς ανατολάς και, όπως εκείνοι που πενθούν για νεκρό, κουνώντας το κεφάλι με πόνο ψυχής και στεναγμό από καρδιάς, λέει τα λόγια της γνώσεως που θα τύχει, αρχίζοντας από την πρώτη, μέχρις ότου φτάσει στην προσευχή.




Και τότε πέφτει με το πρόσωπο εμπρός στο Θεό με ανείπωτη φρίκη και προσεύχεται. Πρώτα λέει ευχαριστία, έπειτα εξομολόγηση, και τα λοιπά λόγια της προσευχής, όπως προειπώθηκε. Όπως λέει ο Μέγας Αθανάσιος, οφείλομε να εξομολογηθούμε για τις αμαρτίες μας που αγνοούμε και για όσες θα κάναμε, αν δε μας φύλαγε η χάρη του Θεού, για να μη μας ζητηθεί γι' αυτές λόγος στην ώρα του θανάτου.




Και ακόμη να προσευχόμαστε ο ένας για τον άλλο, κατά την εντολή του Κυρίου(Λουκ. 22, 32) και του Αποστόλου(Ιάκ. 5, 16).




Ο σκοπός εκείνων που λέμε στην προσευχή είναι ο εξής. Η ευχαριστία μας για το ότι την ώρα εκείνη ευχαριστούμε το Θεό, είναι ομολογία της ανικανότητας για ευχαριστία και της αμέλειάς μας να ευχαριστούμε το Θεό σε άλλους καιρούς, και ότι η ώρα αυτή είναι χάρη του Θεού.




Η εξομολόγηση κηρύττει ότι όσα μου δώρισε ο Θεός, είναι αμέτρητα και δεν μπόρεσα να τα καταλάβω όλα, αλλά ούτε και να τα γνωρίζω, παρά μονάχα ακούγοντάς τα, και πάλι όχι όλα, αλλά μερικά· και ότι συνεχώς μας ευεργετεί ο Θεός φανερά και κρυφά, και είναι ανείπωτη η ανοχή Του για τις πολλές αμαρτίες μου· ακόμη ότι είμαι ανάξιος και να τον ατενίσω, όπως ο τελώνης(Λουκ. 18, 13), και ότι έχοντας θάρρος όχι σε τίποτε άλλο, αλλά στην ανέκφραστη φιλανθρωπία Του, πέφτω μπροστά Του, όπως ο Δανιήλ μπροστά στον Άγγελο(Δαν. 8, 17) και όπως ο Απόστολος(Αποκ. 1, 17) και οι λοιποί Πατέρες, με όλη την ψυχή μου.




Μεγάλη τόλμη αυτό για μένα, γιατί είμαι ανάξιος να το πράξω και να εξομολογηθώ τα είδη των αμαρτιών μου με συντομία για να τα θυμούμαι και να πενθώ γι' αυτά, και να ομολογώ την ασθένειά μου, για να έρθει σε μένα η δύναμη του Χριστού, όπως λέει ο Απόστολος(Β΄ Κορ. 12, 9), και να συγχωρηθούν οι πολλές αμαρτίες μου.




Δεν τολμώ να προσεύχομαι για όλους, αλλά μόνο για τις πολλές μου αμαρτίες και για να χαλινωθεί κάθε κακία μου και πονηρή συνήθεια, γιατί δεν μπορώ να αντισταθώ. Παρακαλώ τον Παντοδύναμο να σταματήσει τις ορμές των παθών μου και να μη με αφήσει να αμαρτήσω σ' Αυτόν ή σε κανένα άνθρωπο, για να λάβω από αυτό τουλάχιστον σωτηρία κατά χάρη.




Κι από τη θύμηση αυτή ν' αποκτήσω πόνο ψυχής και ικανότητα να προσεύχομαι για τους άλλους, εκπληρώνοντας την εντολή που λέει ο Απόστολος(Ιακ. 5, 16), και αγάπη προς όλους. Επίσης να λέω τα είδη των παθών ένα προς ένα, γιατί κυριαρχούμαι από αυτά, ώστε να καταφεύγω στον Κύριο και να αποκτήσω κατάνυξη.




Και να προσεύχομαι για εκείνους που λύπησα ή με λύπησαν ή θα με λυπήσουν στο μέλλον, γιατί δεν θέλω να έχω ούτε ίχνος μνησικακίας, αλλά φοβούμαι την αδυναμία μου, μήπως όταν μου τύχει κάτι λυπηρό δεν μπορέσω να υποφέρω με ανεξικακία ή να προσεύχομαι γι' αυτούς, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου(Λουκ. 6, 28).




Kαι γι' αυτό προλαβαίνω τον καιρό, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ: «Πριν αρρωστήσεις ζήτησε τον γιατρό, και πριν από τον πειρασμό προσευχήσου». Και ακόμη προσεύχομαι για όσους έχουν φύγει από τη ζωή, ώστε να βρουν σωτηρία, αλλά και για να θυμηθώ το θάνατο, και γιατί το να προσεύχεται κανείς για όλους είναι ένδειξη αγάπης· ακόμη, επειδή έχω και εγώ ανάγκη από την προσευχή όλων.




Επίσης, για να καθοδηγηθώ από το Θεό και να γίνω όπως θέλει. Και έτσι να αναμιχθώ με τους άλλους στην προσευχή και να ελεηθώ με τις προσευχές τους· γιατί τους θεωρώ ανωτέρους μου.




Κατά την προσευχή όμως για τους άλλους, δεν τολμώ να ζητήσω συγχώρηση οποιουδήποτε αμαρτήματος, για να μη θεωρήσω τους άλλους ανάξιους για συγχώρηση, θέλοντας να ταπεινώνω τον εαυτό μου.




Και ως άνθρωπος που αγνοώ και δεν μπορώ τίποτε να κάνω, καταφεύγω στο Θεό και ζητώ να γίνει όπως ευδοκεί η φιλανθρωπία Του, επειδή είμαι αμαρτωλός και φοβούμαι τη δικαιοσύνη Του. Λέω σ' Αυτόν: «Μόνο να μη χάσω την θέση στα δεξιά Σου, και ας βρεθώ τελευταίος από όσους θα σωθούν, γιατί δεν είμαι άξιός τους».




Προσεύχομαι και για όλον τον κόσμο, όπως έχομε παράδοση από την Εκκλησία. Επίσης, για να καταξιωθώ τη θεία Μετάληψη, όπως έχω χρέος, ώστε με το να προσεύχομαι από πριν, να βρω έτοιμο το βοηθό, όταν θελήσω να μεταλάβω, αλλά και να θυμηθώ τα άχραντα Πάθη του Σωτήρα μας και ν' αγαπήσω τη θύμησή Του· ακόμη, για να γίνει η Μετάληψη κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.




Γιατί αυτός ο ίδιος ο Παράκλητος παρηγορεί όσους πενθούν κατά Θεόν, και σ' αυτόν τον κόσμο, και στον μέλλοντα, όπως και εκείνους που τον παρακαλούν με όλη τους την ψυχή και με πολλά δάκρυα και λένε: «Βασιλεύ ουράνιε κλπ.». Προσεύχομαι ακόμη, να μου γίνει η κοινωνία των αχράντων μυστηρίων αρραβώνας της αιώνιας ζωής που δίνει ο Χριστός, με τις πρεσβείες της Μητέρας Του και όλων των Αγίων.




Κατόπιν πέφτω μπροστά σε όλους τους Αγίους, παρακαλώντας τους να κάνουν ικεσία στον Κύριο για χάρη μου, γιατί μπορούν να την κάνουν. Στη συνέχεια, λέω τη συνηθισμένη προσευχή του Μεγάλου Βασιλείου, επειδή περιέχει θαυμαστή θεολογία. και ζητώ μόνο το θείο έλεος και δοξολογώ το Θεό.




Και έπειτα αμέσως λέω στους λογισμούς μου με μεγάλη συγκέντρωση και προσοχή: «Δεύτε προσκυνήσωμεν...» τρεις φορές, και τα άλλα που γράφτηκαν πρωτύτερα. Και όλα αυτά, για να καθαίρεται ο νους με την καρδιακή προσευχή και τη μελέτη των θείων Γραφών και ν' αρχίσει να βλέπει τα μυστήρια που είναι κρυμμένα στις θείες Γραφές.




Πρέπει όμως η ψυχή να βρίσκεται μακριά από κάθε κακία, και προπαντός τη μνησικακία, στον καιρό της προσευχής, όπως λέει ο Κύριος(Μάρκ. 11, 25). Γι' αυτό και ο Μέγας Βασίλειος, θέλοντας να τιμωρήσει την αντιλογία, επειδή αυτή γεννά τη μνησικακία, λέει προς τον Ηγούμενο, να επιβάλλει σ' όποιον του αντιλέγει, πολλές μετάνοιες, μέχρι χίλιες.




Τον αριθμό τον ανεβάζει ή σε χίλιες ή σε μία. Δηλαδή εκείνος που αντιλέγει, να κάνει ή χίλιες μετάνοιες στο Θεό, η μία στον Ηγούμενο λέγοντας, «συγχώρησε με, πάτερ». Και συγχωρείται με τη μία, που είναι κυρίως μετάνοια και κόψιμο του πάθους της αντιλογίας. Ο άγιος Ισαάκ λέει ότι η αντιλογία δεν ανήκει στη χριστιανική ζωή· αυτό το πήρε από τον Απόστολο που λέει: «Αν κανείς επιχειρεί να αντιλέγει, ας μάθει ότι εμείς δεν έχομε τέτοια συνήθεια»(Α΄ Κορ. 11, 16).




Και για να μη φανεί ότι μόνο από τον εαυτό του διώχνει όποιον αντιλέγει, ο Απόστολος πρόσθεσε: «Ούτε οι Εκκλησίες του Θεού». Έτσι θ' αντιληφθεί o καθένας ότι, όταν αντιλέγει, βρίσκεται έξω από όλες τις Εκκλησίες και το Θεό.




Και χρειάζεται εκείνη τη μία θαυμαστή μετάνοια, που αν την παραλείψει, ούτε οι χίλιες δεν μπορούν να τον ωφελήσουν, αφού είναι αμετανόητος. Μετάνοια είναι η εκκοπή του κακού, λέει ο Χρυσόστομος.




Οι λεγόμενες μετάνοιες, είναι μάλλον γονυκλισίες και φανερώνουν ότι έχει σχήμα δουλικό εκείνος που πέφτει ταπεινά μπροστά στο Θεό και τους ανθρώπους, όταν φταίξει σε κάτι, για να γίνει δεκτή η απολογία του, αν διόλου δεν αντιλέγει, ούτε επιχειρήσει να δικαιώσει τον εαυτό του σαν τον Φαρισαίο.




Πρέπει μάλλον να μιμείται τον Τελώνη(Λουκ. 18, 11-13), θεωρώντας τον εαυτό του χειρότερο απ' όλους και ανάξιο να ατενίσει προς τα επάνω. Γιατί αν νομίζει ότι έχει μετάνοια και επιχειρεί να αντιλέγει σ' εκείνον που τον δικάζει ευλόγως ή αλόγως, δεν είναι άξιος της συγχωρήσεως κατά χάρη, γιατί ζητεί δικαστήριο και δικαιώματα και πιστεύει να κερδίσει κάτι από το δρόμο της δικαιοσύνης. Αυτό όμως είναι ξένο προς τις εντολές του Κυρίου.




Και πολύ εύλογα. Όπου υπάρχουν δικαιολογίες, εκεί ζητείται το δίκαιο και όχι η φιλανθρωπία. Και τότε παύει να ενεργεί η χάρη, η οποία δικαιώνει χωρίς έργα δικαιοσύνης τον ασεβή(Ρωμ. 4, 5), με μόνη την ευγνωμοσύνη και την υπομονή των ελέγχων, με ευχαριστία εκείνων που ελέγχουν και ανοχή εκείνων που κατηγορούν, με κάθε ανεξικακία, για να γίνει η προσευχή του καθαρή και η μετάνοια αποτελεσματική.




Όσο προσεύχεται κανείς για εκείνους που τον συκοφαντούν και τον κατηγορούν, τόσο ο Θεός πληροφορεί τους εχθρούς του και του χαρίζει ανάπαυση με την καθαρή και επίμονη προσευχή.




Στην προσευχή όμως, δεν αναφέρομε τα ζητήματά μας καταλεπτώς για να διδάξομε τάχα τον καρδιογνώστη Κύριο, αλλά για να κατανυγόμαστε εμείς από αυτά· και επειδή ποθούμε να μένομε όσο γίνεται περισσότερο κοντά Του, πληθαίνομε με επιμέλεια τα λόγια της προσευχής και τον ευχαριστούμε και του εξομολογούμαστε για τις τόσο μεγάλες ευεργεσίες Του, όσο μπορούμε.




Όπως λέει και ο Χρυσόστομος για τον μακάριο Δαβίδ, δεν είναι πολυλογία ή παλιλλογία το ότι έλεγε πολλές φορές το ίδιο ρητό ή το όμοιό του· αλλά από πόθο το έκανε ο Προφήτης, κι επίσης για να εντυπωθεί ο λόγος της θείας Γραφής στο νου εκείνου που προσεύχεται ή μελετά. Γιατί ο Θεός γνωρίζει τα πάντα πριν να γίνουν, και δεν έχει ανάγκη να ακούσει τα λόγια μας.




Αλλά εμείς το έχομε ανάγκη αυτό, για να γνωρίζομε τι ζητούμε και για ποιο πράγμα να παρακαλέσομε, ώστε να έχομε ευγνωμοσύνη και να προσκολλόμαστε σ' Αυτόν με τις αιτήσεις μας. Και όταν μας ταλαιπωρούν οι λογισμοί, να μην νικιόμαστε από τους εχθρούς επειδή δε θα έχομε μέσα μας τη μνήμη του Θεού, αλλά να επιτύχομε, με τη βοήθεια της προσευχής και της μελέτης των θείων Γραφών, την απόκτηση των αρετών.




Γι' αυτές έγραψαν οι άγιοι Πατέρες σε διάφορα σημεία, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Από αυτούς τις έμαθα και εγώ και θα αναφέρω τα ονόματά τους, όσο μου είναι δυνατόν αν και όχι όλα, επειδή μου λείπει η γνώση.
Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός: Βιβλίο Πρώτο - Η ψεύτικη γνώση (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄τόμος)




------------------------------------------------------

(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 167-177)

via


Η αληθινή πίστη είναι θεμέλιο όλων των αγαθών και θύρα των μυστηρίων του Θεού και νίκη άκοπη των εχθρών, και πιο αναγκαία από κάθε άλλη αρετή, και φτερά της προσευχής, και κατοίκηση του Θεού μέσα στην ψυχή. Γι' αυτό όποιος ποθεί να την αποκτήσει, έχει χρέος να υπομένει κάθε δοκιμασία που θα του έρθει από τους εχθρούς και από τους πολλούς και ποικίλους λογισμούς, για τους οποίους κανείς δεν μπορεί να εννοήσει τελείως, ούτε να μιλά γι' αυτούς, ή να τους βρεί, παρά μονάχα ο εφευρέτης της κακίας διάβολος.






Αλλά ας έχει θάρρος ο άνθρωπος αυτός· γιατί αν νικήσει τους πειρασμούς που έρχονται κατεπάνω του με τόση βία και συγκρατεί το νου του ώστε να μην υποχωρήσει στους λογισμούς που φυτρώνουν μέσα στην καρδιά του, θα νικήσει με μια όλα τα πάθη. Γιατί δεν είναι αυτός που νίκησε, αλλά ο Χριστός που ήρθε μέσα του με την πίστη. Γι' αυτούς τους ανθρώπους λέει ο Χριστός ότι «όποιος έχει πίστη σαν κόκκο σιναπιού κλπ.»(Λουκ. 17,6).







Αλλά και αν ο λογισμός του εξασθενήσει και υποχωρήσει, να μη δειλιάσει, ούτε να απελπιστεί, ούτε να νομίζει ότι προέρχονται από την ψυχή του εκείνα που λέγονται από τον αρχηγό του κακού, τον διάβολο. Αλλά να πράττει με επιμέλεια και υπομονή την κατά δύναμη εργασία των αρετών και τη φύλαξη των εντολών, με ησυχία και σχολή κατά Θεόν και αποχή από εκούσιους λογισμούς, ώστε αφού κινήσει ο εχθρός κάθε μηχανή και φαντασία νύχτα και ημέρα και δει ότι δεν προσέχει στα παιχνίδια και τα σχήματα και όλα τα νοήματα με τα οποία προσπαθεί να τον τρομάξει, ενώ δεν είναι άλλο παρά ψεύτικα παιχνίδια, να βαρεθεί και να φύγει.




Και αφού μάθει με την πείρα ο εργάτης των εντολών του Χριστού την αδυναμία του εχθρού, δεν φοβάται πλέον τις μηχανές του, αλλά κάνει ανεμπόδιστα ό,τι θέλει κατά το θέλημα του Θεού, γιατί με την πίστη στερεώνεται και βοηθείται από το Θεό, στον οποίο πίστεψε, όπως είπε ο Κύριος: «Όλα είναι δυνατά σ' όποιον πιστεύει»(Μαρκ. 9,23). Επειδή δεν είναι αυτός που πολεμά τον εχθρό, αλλά ο Θεός που φροντίζει γι' αυτόν μέσω της πίστεως, όπως λέει και ο Προφήτης: «Έχεις τον Ύψιστο ως καταφύγιό σου κλπ.»(Ψαλμ. 90,9).




Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν φροντίζει πλέον καθόλου για τίποτε, γιατί γνωρίζει ότι «το ιππικό ετοιμάζεται για πόλεμο, αλλά από τον Κύριο θα έρθει η νίκη»(Παροιμ. 21,31), όπως λέει ο Σολομών.




Και με την πίστη έχει τόλμη και επιχειρεί τα πάντα, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ: «Απόκτησε πίστη και με αυτή θα καταπατήσεις τους εχθρούς σου». Γιατί δε ζει σαν αυτεξούσιος, αλλά οδηγείται σαν κάποιο κτήνος από το θέλημα του Θεού, όπως λέει ο Προφήτης: «Έγινα κοντά σου όπως το κτήνος και είμαι παντοτινά μαζί σου»(Ψαλμ. 72, 22-23). «Θέλεις, —λέει στό Θεό— να με αναπαύσεις δίνοντάς μου τη γνώση Σου; δεν αντιλέγω. Θέλεις πάλι για χάρη ταπεινώσεως να παραχωρήσεις να έχω πειρασμούς; Είμαι επίσης σύμφωνος· δεν έχω τίποτε δικό μου να κάνω.




Χωρίς Εσένα ούτε θα ερχόμουν από το μηδέν στην ύπαρξη, ούτε να ζήσω, ούτε να σωθώ μπορώ. Ό,τι θέλεις, κάνε στό πλάσμα Σου. Πιστεύω ότι επειδή είσαι αγαθός, θα κάνεις αγαθά σ' εμένα με τους τρόπους της θείας οικονομίας Σου, και αν ακόμη για το συμφέρον μου δεν τα γνωρίζω. Μα ούτε και είμαι άξιος να τα μάθω, ούτε ζητώ να τα μάθω για να έχω ανακούφιση· ίσως να μη με συμφέρει. Ούτε τολμώ να ζητήσω ελάφρυνση από κάποιο πόλεμο, μ' όλο που είμαι αδύνατος και με καταπονούν όλα, αφού δε γνωρίζω τι με συμφέρει.




Εσύ γνωρίζεις τα πάντα, και όπως γνωρίζεις, κάνε· μόνο να μην αποτύχω ό,τι και αν συμβεί, αλλά είτε θέλω, είτε δεν θέλω, σώσε με· κι αυτό πάλι αν σου αρέσει. Εγώ δεν έχω δικό μου θέλημα. Είμαι μπροστά Σου σαν άψυχος. Την ψυχή μου εμπιστεύομαι στα αμόλυντα χέρια Σου, και σ' αυτή τη ζωή και στη μέλλουσα. Εσύ Κύριε όλα μπορείς και όλα γνωρίζεις και κάθε καλό θέλεις για όλους, και ποθείς πάντοτε τη σωτηρία μου. Και αυτό είναι φανερό από όλες τις ευεργεσίες, που έκανες και κάνεις πάντοτε σ' εμάς κατά χάρη, φανερά και κρυφά, όσες γνωρίζομε και όσες δεν γνωρίζομε, και από την ακατανόητη συγκατάβασή Σου σ' εμάς, Υιέ και Λόγε του Θεού.




Εγώ όμως ποιος είμαι που τολμώ να αναφέρομαι σε Σένα, καρδιογνώστη; Αλλά τα λέω αυτά για να γνωστοποιήσω στον εαυτό μου και στους εχθρούς ότι σε Σένα καταφεύγω, το λιμάνι της σωτηρίας μου. Ιδού έμαθα από τη χάρη Σου ότι Συ είσαι ο Θεός μου, και δεν τολμώ πλέον να λέω πολλά, αλλά θέλω μόνο να παρουσιάσω μπροστά σε Σένα το νου μου αργό, κουφό και άλαλο.




Όχι εγώ, η χάρη Σου εργάζεται το παν. Γιατί δεν γνωρίζω να έκανα ποτέ κανένα καλό, παρά πλήθη κακών, και γι' αυτά πέφτω μπροστά σε Σένα με το σχήμα του δούλου, επειδή με αξίωσες να μετανοώ και επειδή είμαι δούλος Σου και παιδί της δούλης Σου(Ψαλμ.115,7).




Αλλά μη με αφήσεις Κύριε μου, Κύριε Ιησού Χριστέ, Θεέ μου, να κάνω ή να λέω ή να σκέφτομαι εκείνα που δεν θέλεις, γιατί μου φτάνει το πλήθος των προηγουμένων μου αμαρτιών· όπως θέλεις, ελέησέ με. Αμάρτησα, ελέησέ με όπως γνωρίζεις. Πιστεύω Κύριε ότι ακούς την ελεεινή μου αυτή φωνή. Βοήθησέ με στην απιστία μου(Μαρκ. 9,24), Εσύ που μου χάρισες τη ζωή και με αξίωσες να είμαι Χριστιανός.




Το θεωρώ πολύ μεγάλο, όπως λέει ο Ιωάννης ο Καρπάθιος, που με κάλεσες να γίνω μοναχός και Χριστιανός. Όπως είπες, Κύριε, σε κάποιον από τους δούλους Σου: "Είναι μεγάλη τιμή σου το ότι καλείσαι με το όνομά Μου"(Ησ. 49,6). Αυτό είναι καλύτερο σε μένα από όλες τις βασιλείες της γης και του ουρανού, μόνο να μην αποτύχω να καλούμαι με το γλυκύτατο όνομά Σου. Πολυέλεε Κύριε, σε ευχαριστώ, κλπ.», όπως τα έχομε γράψει προηγουμένως.




Όπως λοιπόν άλλα αναγνώσματα αρμόζουν στον πρακτικό και άλλα λόγια και δάκρυα και προσευχή, έτσι κι αυτή είναι διαφορετική πίστη από την πρώτη που γεννά την ησυχία. Γιατί εκείνη είναι πίστη της ακοής, ενώ αυτή είναι της θεωρίας, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, και η θεωρία είναι πιο σίγουρη από την ακοή. Από τη φυσική γνώση γεννιέται η πρώτη και κοινή πίστη των ορθοδόξων, από την οποία γεννιέται η κατά Θεόν σχολή, όπως είπαμε, η νηστεία, η αγρυπνία, η ανάγνωση, η ψαλμωδία, η προσευχή και η ερώτηση των εμπείρων. Και από όλα αυτά γεννιούνται οι αρετές της ψυχής, δηλαδή η φύλαξη των εντολών και η τακτοποίηση των ηθών, από τις οποίες γεννιέται η μεγάλη πίστη, η ελπίδα και η τέλεια αγάπη, που αρπάζει το νου στο Θεό, όπως είπαμε, κατά την προσευχή, όταν κανείς ενώνεται με το Θεό νοερά, όπως λέει ο άγιος Νείλος.




Τα λόγια της προσευχής γράφτηκαν μιά φορά, για να απευθύνει πάντα την ίδια προσευχή εκείνος που θέλει να παραστήσει το νου του ακίνητο μπροστά στην Αγία και Ζωαρχική Τριάδα, πιστεύοντας ότι βλέπεται από Αυτήν, αν και είναι τελείως αδύνατο να βλέπει ο ίδιος το παραμικρό· να έχει το νου του άμορφο, ασχημάτιστο, αχρωμάτιστο, ατάραχο, απερίσπαστο, ακίνητο, άυλο, να μην βρίσκεται σε τίποτε απ' όσα νοούνται και κατανοούνται στην κτίση, αλλά μέσα σε μιά βαθιά ειρήνη και τέλεια αταραξία να συνομιλεί με το Θεό, και να έχει μόνο την αγία μνήμη Του, μέχρις ότου φτάσει στην αρπαγή του νου και καταξιωθεί να λέει όπως πρέπει την προσευχή του Κυρίου, το Πάτερ ημών, όπως έκαναν ο άγιος Φιλήμων, η αγία Ειρήνη, μαζί με τους αγίους Αποστόλους, τους Μάρτυρες και τους Οσίους. Τα παραπέρα είναι αυταπάτη που γίνεται από υπερηφάνεια. Γιατί το θείο είναι αόριστο και απερίγραπτο, και ο νους που συγκεντρώθηκε στον εαυτό του, έτσι πρέπει να είναι, για να αξιωθεί κατά χάρη να επιφοιτήσει επάνω του το Άγιο Πνεύμα.




Γιατί, όπως λέει ο Απόστολος, δε βαδίζομε με την αίσθηση, αλλά με την πίστη(Β΄ Κορ. 5,7). Γι' αυτό οφείλομε να κάνομε πολύν καιρό στην άσκηση, για να σύρεται ο νους από την πολυκαιρία με πόθο στα θεία εξαιτίας της συνήθειας. Γιατί αν δε βρει ο νους κάτι ανώτερο από τα αισθητά πράγματα, δε στρέφει την επιθυμία του σ' αυτό, και δεν αφήνει εκείνα που συνήθισε από την πολυκαιρία. Όπως λοιπόν οι φιλάνθρωποι και απαθείς δεν βλάπτονται πολύ από τα πράγματα του βίου, γιατί τα διευθετούν καλά, έτσι και εκείνοι που έχουν μεγάλα χαρίσματα, γιατί αποδίδουν στο Θεό τα κατορθώματά τους.
Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός: Βιβλίο Πρώτο - Η απόκτηση της αληθινής πίστεως (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄τόμος)




--------------------------------------------------------

(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 144-147).

via




Πρώτη είναι η ησυχία, δηλαδή τρόπος ζωής χωρίς περισπασμούς, μακριά από κάθε βιοτική μέριμνα, για να μπορέσει κανείς με την απομάκρυνση από τους ανθρώπους και τους περισπασμούς να αποφύγει το θόρυβο και το διάβολο που σαν λιοντάρι βρυχιέται και περπατά ζητώντας ποιόν θα καταπιεί με τις συνομιλίες και τις μέριμνες του βίου, και για να έχει μια μόνο μέριμνα, πώς να αρέσει στο Θεό και να κάνει την ψυχή του να βρεθεί ακατάκριτη στην ώρα του θανάτου, και για να μάθει με κάθε λεπτομέρεια τα τεχνάσματα των δαιμόνων και τις αμαρτίες του που είναι περισσότερες από την άμμο της θάλασσας και οι περισσότεροι τις αγνοούν όπως τη λεπτή σκόνη.





Πάντοτε θρηνώντας, λυπάται την ανθρώπινη φύση, ενθαρρύνεται όμως από το Θεό, γιατί έγινε ευγνώμων, και παρηγορείται γιατί αξιώθηκε να δει εκείνα που δεν ήλπιζε να δει, όταν κάποτε ζούσε έξω από το κελί του. Έχοντας επίγνωση της δικής του αδυναμίας και της δυνάμεως του Θεού, φοβάται και ελπίζει, ώστε μήτε από άγνοια να εμπιστευθεί τον εαυτό του και να πέσει, μήτε να λησμονήσει τη φιλανθρωπία του Θεού και ν' απελπιστεί, αν κάτι του συμβεί.






Δεύτερη είναι η νηστεία με μέτρο, δηλαδή να τρώει κανείς μία φορά την ημέρα και να μη χορταίνει, να τρώει ένα είδος από ευτελείς τροφές που βρίσκονται εύκολα και που δεν τις επιθυμεί η ψυχή, εκτός και δεν υπάρχει άλλο τίποτε. Αυτό για να νικήσει τη γαστριμαργία, τη λαιμαργία και την επιθυμία και να παραμένει χωρίς περισπασμούς, και ταυτόχρονα να μην απέχει από κανένα είδος τροφής, απορρίπτοντας κακώς εκείνα που έγιναν από το Θεό πολύ καλά. Ούτε πάλι να τα καταπίνει όλα χωρίς να κρατιέται από τη φιληδονία, αλλά να τρώει κάθε μέρα από ένα είδος με εγκράτεια και έτσι να τα μεταχειρίζεται όλα για τη δόξα του Θεού, χωρίς να απέχει από κανένα, θεωρώντας το κακό, όπως κάνουν οι καταραμένοι αιρετικοί. Κρασί μόνο στον κατάλληλο καιρό, γιατί στα γηρατειά, στην ασθένεια και στο κρύο το κρασί είναι πάρα πολύ χρήσιμο, αλλά και τότε λιγοστό. Στη νεότητα όμως στη ζέστη και στη υγεία, καλύτερο είναι το νερό αλλά και αυτό λίγο, όσο το δυνατόν, γιατί η δίψα είναι καλύτερη απ' όλες τις σωματικές πράξεις.






Τρίτη, η αγρυπνία με μέτρο, δηλαδή τι μισή νύχτα κανείς να κοιμάται και την άλλη μισή ν' αφιερώνει σε ψαλμωδία και προσευχή, στεναγμούς και δάκρυα, για να γίνει με τη μετρημένη νηστεία και αγρυπνία το σώμα υπάκουο στην ψυχή, υγιές και έτοιμο για κάθε καλό έργο, η δε ψυχή να γίνει ανδρεία και να φωτιστεί για να βλέπει και να κάνει τα πρέποντα.






Τέταρτη ψαλμωδία, δηλαδή η σωματική προσευχή με ψαλμούς και γονυκλισίες για να ταλαιπωρηθεί το σώμα και να ταπεινωθεί η ψυχή, να φύγουν οι εχθροί δαίμονες και να πλησιάσουν οι σύμμαχοί μας Άγγελοι και να μάθει κανείς από πού παίρνει βοήθεια. Γιατί όταν το αγνοεί, μπορεί να υπερηφανευθεί, νομίζοντας πως είναι δικό του, ό,τι έπραξε, και να εγκαταλειφθεί από το Θεό για να αναγνωρίζει την ασθένειά του.






Πέμπτη, η πνευματική προσευχή που γίνεται με το νου , μακριά από κάθε έννοια. Τότε ο νους, μένοντας στα λόγια της προσευχής και προσπίπτοντας στο Θεό με απερίγραπτη συντριβή, ζητεί μόνο να γίνει το θείο θέλημα σε όλα τα έργα και τα νοήματα, χωρίς να δέεται διόλου λογισμό ή σχήμα ή χρώμα ή φως ή φωτιά ή ο,τιδήποτε άλλο, αλλά καθώς βλέπεται από το Θεό και συνομιλεί με Αυτόν μόνον, να γίνεται άμορφος, αχρωμάτιστος, ασχημάτιστος. Αυτή είναι η καθαρή προσευχή, που αρμόζει στον πρακτικό ακόμη. Στο θεωρητικό όμως πρέπουν άλλα, μεγαλύτερα απ' αυτά.






Έκτη, η ανάγνωση των λόγων και των βίων των Πατέρων-χωρίς διόλου κανείς ν' ακούει ξένα δόγματα ή τίποτε άλλα, και μάλιστα αιρετικά-, για να μάθει από τις ιερές Γραφές και από τη διάκριση των Πατέρων, πώς να νικήσει τα πάθη και ν' αποκτήσει τις αρετές. Επίσης για να γεμίσει ο νους του από τα λόγια του Αγίου Πνεύματος ώστε να λησμονήσει τα προηγούμενα άπρεπα λόγια και νοήματα που άκουσε, όταν ήταν έξω από το κελί του, και να φτάσει από την πολλή προσευχή και ανάγνωση, να έχει στο νου του καλές έννοιες. Γιατί η προσευχή βοηθείται από την ανάγνωση που γίνεται στην ησυχία, και η ανάγνωση από την καθαρή προσευχή, όταν κανείς προσέχει στα λεγόμενα και δεν διαβάζει ή ψάλλει σαν πάρεργο, ακόμη και όταν καθόλου δεν μπορεί να εννοήσει όπως πρέπει τη δύναμη εκείνων που διαβάζει, ένεκα του σκοτισμού των παθών. Συχνά βέβαια γελιόμαστε από την οίηση, και μάλιστα εκείνοι που νομίζουν ότι έχουν τη σοφία αυτού του κόσμου, αγνοώντας ότι χρειαζόμαστε έμπρακτη γνώση για να κατανοούμε αυτά και ότι δεν ωφελείται μόνον από την ακοή εκείνος που θέλει ν' αποκτήσει τη γνώση του Θεού. Γιατί άλλο είναι η ακοή και άλλο η πράξη. Όπως δηλαδή μπορεί ο άνθρωπος να γίνει τεχνίτης, ακούγοντας μόνο να του λένε, αλλά εκτελώντας και βλέποντας και λαθεύοντας συχνά και ακούγοντας τις υποδείξεις των εμπειριών, ώστε με την υπομονή και με το κόψιμο των θελημάτων του και με την πολυκαιρία να φτάσει στην κατοχή της τέχνης, έτσι και η πνευματική γνώση δεν έρχεται από τη μελέτη μόνο, αλλά δίνεται κατά χάρη από το Θεό στους ταπεινόφρονες. Γιατί εκείνος που διαβάζει τις Γραφές και ίσως φαίνεται πως εν μέρει γνωρίζει, δεν είναι για θαυμασμό, αν μάλιστα είναι πρακτικός. Δεν έχει ακόμη αυτός γνώση Θεού, αλλά ακούει τα λόγια εκείνων που έχουν γνώση. Ώστε εκείνοι που τα έγραψαν είχαν πολλές φορές γνώση Θεού, όπως οι προφήτες, αυτός όμως όχι ακόμη. Και εγώ λοιπόν έτσι γνωρίζω, επειδή μάζεψα από τις θείες Γραφές, και όχι επειδή αξιώθηκα να ακούσω από το Πνεύμα, αλλά άκουσα από εκείνους που ακούνε το Πνεύμα, όπως εκείνοι που ακούνε για κάποια πόλη ή για κάποιον άνθρωπο από εκείνους που γνωρίζουν περί αυτών.






Έβδομη , η ερώτηση των εμπειριών για κάθε λόγο και ζήτημα, για να μην εννοεί και κάνει κανείς άλλα αντ' άλλων από απειρία ή αυταρέσκεια και πλανάται έτσι πολλές φορές και πέφτει στην οίηση νομίζοντας ότι γνωρίζει όπως πρέπει, ενώ δε γνωρίζει τίποτε ακόμη, όπως λέει ο Απόστολος.






Έπειτα, μαζί με αυτές τις σωματικές πράξεις, πρέπει να έχει κανείς υπομονή σ' όλα τα λυπηρά, τα οποία παραχωρεί ο Θεός, για να μάθει και να αποκτήσει πείρα και γνώση της αδυναμίας του. Και μήτε να ξεθαρεύει, μήτε να απελπίζεται για ό,τι του συμβεί καλό ή κακό. Κάθε όνειρο και λόγο και έργο άχρηστο οφείλει να τ' αποστρέφεται. Επίσης να μελετά πάντοτε το όνομα του Θεού περισσότερο και από την αναπνοή του σε κάθε καιρό, τόπο και έργο, και να προσπίπτει σ' Αυτόν ολόψυχα, μαζεύοντας το νου από όλα τα νοήματα του κόσμου και μόνο να ζητεί να γίνει το θέλημά του Θεού. Και τότε αρχίζει ο νους να βλέπει τα σφάλματά του, που είναι σαν την άμμο της θάλασσας. Αυτή είναι η αρχή του φωτισμού της ψυχής και τεκμήριο της υγείας του. Και γενικά συντρίβεται η ψυχή και ταπεινώνεται η καρδιά και νομίζει τον εαυτό της αληθινά κάτω απ' όλους. Αρχίζει τότε να κατανοεί τις ευεργεσίες του Θεού και τις ειδικές και τις ευρύτερες, που βρίσκονται στις θείες Γραφές, όπως και τα αμαρτήματά του, και να τηρεί τις εντολές με γνώση, από την πρώτη και τις λοιπές όλες. Επειδή ο Κύριος τις έβαλε όπως σε σκάλα και δεν μπορεί κανείς ποτέ να ξεπεράσει τη μια για να ανεβεί στην άλλη, όπως και στα σκαλοπάτια, έτσι και από την πρώτη εντολή ανεβαίνομε στη δεύτερη, και από αυτή στη Τρίτη, ώσπου αυτές να κάνουν τον άνθρωπο θεό με τη χάρη Εκείνου που τις χάρισε σε όσους έχουν καλή προαίρεση.





Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός: Βιβλίο Πρώτο - Περί των επτά σωματικών πράξεων

via


Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι κατά κάποιο τρόπο ἡ βιογραφία τοῦ Θεοῦ στό κόσμο αὐτό. Καί μάλιστα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι ἡ βιογραφία τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ σ’ αὐτό τό κόσμο. Μέσα σ’ αὐτή περιγράφεται πῶς ὁ Θεός, γιά νά δείξει τόν ἑαυτό Του στούς ἀνθρώπους, ἔστειλε τό Θεό Λόγο, ὁ ὁποῖος σαρκώθηκε καί ἔγινε ἄνθρωπος, καί σάν ἄνθρωπος εἶπε στούς ἀνθρώπους, ὅλα ὅσα ὁ Θεός ἔχει, ὅλα ὅσα ὁ Θεός ἐπιθυμεῖ γιά τόν κόσμο αὐτό καί γιά τούς ἀνθρώπους πού ζοῦν σ’ αὐτόν.






Ἀποκάλυψε ὁ Θεός Λόγος τό σχέδιό του στό κόσμο. Ὁ Θεός Λόγος μέ τή βοήθεια τοῦ λόγου, ἔδειξε τό Θεό στούς ἀνθρώπους, ὅσο εἶναι δυνατό ὁ ἀνθρώπινος λόγος νά περιλάβει τόν ἀπερίληπτο Θεό. Ὅ,τι εἶναι ἀπαραίτητο στό κόσμο αὐτό καί στούς ἀνθρώπους πού ζοῦν σ’ αὐτόν, ὁ Κύριος τό ἔδωσε μέσα στήν Ἁγία Γραφή. Μέσα σ’ αὐτήν ἔδωσε τίς ἀπαντήσεις γιά ὅλα τά ἐρωτήματα. Δέν ὑπάρχουν ἐρωτήματα πού νά βασανίζουν τήν ἀνθρώπινη ψυχή καί γιά τά ὁποῖα νά μήν ἔχει δοθεῖ μέσα στήν Ἁγία Γραφή εἴτε ἄμεση εἴτε ἔμμεση ἀπάντηση. Οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά ἐπινοήσουν περισσότερα ἐρωτήματα ἀπ’ ὅσες ἀπαντήσεις ὑπάρχουν μέσα στήν Ἁγία Γραφή. Τό ὅτι δέν βρίσκεις στήν Ἁγία Γραφή ἀπάντηση σέ κάποιο σου ἐρώτημα, σημαίνει ἤ ὅτι ἔθεσες ἀσήμαντο ἐρώτημα ἤ ὅτι δέν μπόρεσες νά διαβάσεις τήν Ἁγία Γραφή καί νά πάρεις τή τελική ἀπάντηση.


Στήν Ἁγία Γραφή ὁ Θεός ἔδειξε:


1) Τί εἶναι ὁ κόσμος, ἀπό ποῦ προέρχε ται, γιά ποιό λόγο ὑπάρχει, πρός τά ποῦ πορεύεται, πού θά καταλήξει.


2) Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀπό ποῦ ἔρχεται,

ποῦ πηγαίνει, ποιά εἶναι ἡ οὐσία του, γιά ποιό λόγο ὑπάρχει, πῶς θά τελειωθεῖ.


3) Τί εἶναι τά ζῶα, τί εἶναι τά φυτά, γιά ποιό λόγο ὑπάρχουν; τί ἐξυπηρετεῖ ἡ ὕπαρξή τους; τί προσφέρουν;


4) Τί εἶναι τό καλό, ἀπό ποῦ προέρχε ται, ποῦ ὁδηγεῖ, γιά ποιό λόγο ὑπάρχει, πῶς ἀποκτᾶται.


5) Τί εἶναι τό κακό, ἀπό ποῦ προέρχεται, πῶς ὑπάρχει, γιά ποιό λόγο ὑπάρχει, πῶς θά τελειώσει,


6) Τί εἶναι δίκαιοι καί τί ἁμαρτωλοί, πῶς ἀπό ἕναν ἁμαρτωλό βγαίνει δίκαιος καί πῶς ἕνας ἐπηρμένος δίκαιος μπορεῖ νά καταντήσει ἁμαρτωλός· πῶς ὁ ἄνθρωπος ὑπηρετεῖ τό Θεό καί πῶς τό διάβολο· ὁλόκληρος ὁ δρόμος ἀπό τό ἀγαθό ὥς τό κακό, ἀπό τό Θεό ὥς τό διάβολο.


7) Ὅλα, ἀπό τήν ἀρχή ὥς τό τέλος, ὁλό κληρος ὁ δρόμος τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή σάρκα ὥς τό θεό, ἀπό τή σύλληψή του μέχρι τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασή του.


8) Τί εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου, ἡ ἱστο ρία τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, τί εἶναι ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, ποιός ὁ δρόμος τους, ὁ σκο πός καί ἡ τελείωσή τους.


Γενικά, ὁ Θεός στήν Ἁγία Γραφή εἶπε ὅλα ὅσα χρειαζόταν νά πεῖ στούς ἀνθρώπους. Στήν Ἁγία Γραφή βρίσκεται ἡ βιογραφία τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τοῦ καθενός μας ἀνεξαιρέτως. Σ’ αὐτήν ὁ καθένας μας μπορεῖ νά βρεῖ ὁλό κληρο τόν ἑαυτό του νά παρουσιάζεται καί νά περιγράφεται λεπτομερῶς: ὅλες οἱ ἀρετές σου

καί συγκινητικότερος ἀπό τό λόγο πού ὑπάρχει στό βιβλίο τοῦ Ἰώβ, καί τοῦ Σολομῶντος, καί τοῦ Δαβίδ, καί τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, καί τοῦ Ἀποστόλου Παύλου… Ἐδῶ ἡ μουσική, ἡ ἀγγελική μουσική τῆς αἰώνιας ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ, ντύθηκε μέ ἀνθρώπινες λέξεις.


Ὅσο περισσότερο ὁ ἄνθρωπος διαβάζει καί μελετᾶ τήν Ἁγία Γραφή, τόσο περισσότερο βρίσκει αἰτίες ὅλο καί πιό πολύ νά τήν μελετᾶ ἀσταμάτητα. Αὐτή εἶναι, κατά τούς λόγους τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου, σάν τήν εὐωδιαστή ρίζα, πού ὅσο περισσότερο τρίβεται, τόσο περισσότερο εὐωδιάζει. Ὅσο βασικό εἶναι τό γιατί πρέπει νά διαβάζει κανείς τήν Ἁγία Γραφή, τό ἴδιο ἐπίσης βασικό εἶναι τό πῶς πρέπει νά διαβάζει κανείς τήν Ἁγ. Γραφή.


Πῶς πρέπει νά διαβάζει κανείς τήν Ἁγία Γραφή;


καί τά ἐλαττώματα πού ἔχεις καί δέν ἔχεις. Θά βρεῖς τούς δρόμους μέσω τῶν ὁποίων ἡ ψυχή σου καί ἡ ψυχή κάθε ἄνθρωπου, βαδίζει ἀπό τήν ἁμαρτία στήν τελειότητα καί ὁλόκλη ρο τό δρόμο ἀπό τόν ἄνθρωπο ὥς τό Θεό καί ἀπό τόν ἄνθρωπο ὥς τό διάβολο. Στήν Ἁγία Γραφή θά βρεῖς τρόπους ν’ ἀπελευθερωθεῖς ἀπό τήν ἁμαρτία. Θά βρεῖς μέ μία λέξη, ὅλη τήν ἱστορία τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἁμαρτωλότητας, καί ὅλη τήν ἱστορία τῆς ἀρετῆς καί τῶν δικαί ων.


Εἶσαι θλιμμένος; στήν Ἁγία Γραφή θά βρεῖς παρηγοριά. Εἶσαι λυπημένος; τή χαρά· εἶσαι θυμώδης; τή γαλήνη· εἶσαι ἐμπαθής; τή σωφροσύνη· εἶσαι ἄφρονας; τή σοφία· εἶσαι κακός; τή καλωσύνη· εἶσαι ἐγκληματίας; τό ἔλεος καί τή δικαιοσύνη· εἶσαι μισάνθρωπος; τήν ἀγάπη. Σ’ αὐτήν θά βρεῖς φάρμακο γιά ὅλες σου τίς ἀτέλειες καί τά ἐλαττώματα, καί τροφή γιά ὅλες σου τίς ἀρετές καί τίς ἀσκήσεις. Εἶσαι ἀγαθός; ἡ Ἁγία Γραφή θά σέ μάθει νά γίνεις ἀγαθότερος καί ἀγαθότατος. Εἶσαι εὐαίσθητος; αὐτή θά σέ μάθει τήν ἀγγελική τρυφερότητα· εἶσαι ἔξυπνος; αὐτή θά σέ μάθει τή σοφία· ἀγαπᾶς τήν ὀμορφιά καί τήν ὡραιότητα τοῦ τρόπου καί τοῦ λόγου; Δέν ὑπάρχει ὡραιότερος

Οἱ ἅγιοι Πατέρες, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἅγιο Χρυσόστομο, εἶναι οἱ καλύτεροι καθηγητές σ’ αὐτό. Ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος, μποροῦμε νά ποῦμε, ἔγραψε τό πέμπτο Εὐαγγέλιο. Οἱ ἅγιοι Πατέρες συνιστοῦν σοβαρή προετοιμασία γιά τήν ἀνάγνωση καί τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Καί ἡ προετοιμασία ἔγκειται σέ τί; Καταρχήν στή προσευχή. Προσευχήσου στό Κύριο νά φωτίσει τό νοῦ σου, ὥστε νά κατανοήσει τους λόγους της, καί νά χαριτώσει τή καρδιά σου νά αἰσθανθεῖς τήν ἀλήθεια τῶν λόγων αὐτῶν καί τή ζωή. Συνειδητοποίησε ὅτι αὐτά εἶναι λόγια τοῦ Θεοῦ, πού αὐτός ὁ ἴδιος ἀπευθύνει σέ σένα. Ἡ προσευχή, σέ σχέση μέ τίς ἄλλες εὐαγγελικές ἀρετές, εἶναι ἡ καταλληλότερη γιά νά καταστήσει ἱκανό τόν ἄνθρωπο νά κατανοήσει τήν Ἁγία Γραφή.


Πῶς πρέπει νά διαβάζεται ἡ Ἁγ. Γραφή;


Μέ προσευχή, φόβο καί σεβασμό, γιατί σέ κάθε λέξη ὑπάρχει καί ἀπό μία σταγόνα αἰώνιας ἀλήθειας, καί ὅλες οἱ λέξεις ἀποτε λοῦν ἀπέραντο ὠκεανό τῆς αἰώνιας ἀλήθειας. Ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι βιβλίο, ἀλλά ζωή. Γιατί οἱ λέξεις της «πνεῦμα καί ζωή ἐστιν» (Ἰωάν. 6,63), γι’ αὐτό μποροῦν νά γίνουν καταληπτές ἐάν τίς κάνουμε ψυχή τῆς ψυχῆς μας καί ζωή τῆς ζωῆς μας.


Αὐτό εἶναι βιβλίο πού διαβάζεται μέ ζωή, μέ ἔργο. Πρῶτα ἀξίζει νά ζήσει κανείς καί μετά νά καταλάβει. Ἐδῶ ἰσχύει ὁ λόγος ἐκεῖνος τοῦ Σωτήρα: «ἐάν τίς θέλη τό θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περί τῆς διδαχῆς πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν…» (Ἰωάν, 7,17). Δούλεψε γιά νά καταλάβεις. Αὐτό εἶναι βασικός κανόνας τῆς ὀρθόδοξης ἑρμηνευτικῆς. Συνήθως ὁ ἄνθρωπος στήν ἀρχή διαβάζει γρήγορα τήν Ἁγία Γραφή, καί μετά ὅλο καί πιό ἀργά, μέχρις ὅτου στό τέλος ἀρχίζει νά διαβάζει λέξη πρός λέξη. Γιατί σέ κάθε λέξη ἀνακαλύπτει ἀτέλειωτη ἀλήθεια καί ἄφατο μυστήριο.


Κάθε μέρα Διαθήκης, ἀλλά παράλληλα μ’ αὐτό ἐξάσκησέ την καί μία ἀρετή. Ἐξάσκησε τήν μέχρις ὅτου σοῦ γίνει συνήθεια. Παραδείγματος χάρη ἐξάσκησε πρῶτα τή συγχώρεση τῶν προσβολῶν. Αὐτό νά σοῦ γίνει καθημερινό καθῆκον, καί παράλληλα μέ αὐτό εὔχου πρός τόν Κύριο: «Κύριε ἀγαθέ, δῶσε μου ἀγάπη γι’ αὐτούς πού μέ προσβάλλουν». Καί ὅταν μετατρέψεις τήν ἀρετή αὐτή σέ συνήθεια, τότε θά σοῦ εἶναι εὐκολότερη κάθε ἄλλη μετά ἀπ’ αὐτήν, καί ἔτσι θά ἐργαστεῖς μέ τὴ σειρά μέχρι τήν τελευταία.


Βασικό εἶναι νά διαβάζεις τήν Ἁγία Γραφή ὅσο τό δυνατόν περισσότερο, Ὅ,τι ὁ νοῦς δέν ἀντιλαμβάνεται θά τό αἰσθανθεῖ ἡ καρδιὰ. Κι ἄν ἀκόμα ὁ νοῦς σου δέν ἀντιλαμβάνεται καί ἡ καρδιά σου δέν αἰσθάνεται, ἐσύ ἐν τούτοις διάβαζε. Γιατί μέ τήν ἀνάγνωση σπείρεις τό λόγο τοῦ Θεοῦ στή ψυχή σου· καί ὁ σπόρος αὐτός ἐκεῖ δέν θά καταστραφεῖ, ἀλλά βαθμιαῖα καί ἀπαρατήρητα θά περάσει στήν φύση τῆς ψυχῆς σου, καί θά ἐκπληρωθεῖ σέ σένα ὁ λόγος τοῦ Σωτήρα, γιά τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο, ὁ ὁποῖος:

«βάλει τόν σπόρον ἐπί τῆς γῆς, καί καθεύδει καί ἐγείρεται νύκτα καί ἡμέραν, καί ὁ σπόρος βλαστάνῃ καί μηκύνηται ὡς οὐκ οἶδεν αὐτός» (Μάρκ. 4,26 – 29). Βασικό εἶναι νά σπείρεις καί ὁ Θεός εἶναι ἐκεῖνος πού κάνει ν’ αὐξάνεται ἡ σπορά. Μόνο μή βιάζεσαι γιά τήν ἐπιτυχία, ὥστε νά μή μοιάσεις μέ τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο

πού σήμερα σπέρνει καί τήν ἑπομένη θέλει νά θερίσει.


Διαβάζοντας τήν Ἁγία Γραφή μεταφέ ρεις τό φύραμα στή ζύμη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός σου, τό ὁποῖο σταδιακά αὐξάνεται, διαπερνᾶ τή ψυχή μέχρις ὅτου διεισδύσει σ’ αὐτή καί ζυμωθεῖ μέ τήν Εὐαγγελική ἀλήθεια καί δικαιοσύνη. Τελικά ἡ παραβολή γιά τό σπορέα καί τό σπόρο μπορεῖ νά ἐφαρμοσθεῖ στό καθένα μας. Σέ μᾶς δόθηκε μέσα στήν Ἁγ. Γραφή ὁ σπόρος τῆς θεϊκῆς ἀλήθειας. Διαβάζοντάς την, σπείρουμε τό σπόρο αὐτό στή ψυχή μας. Καί αὐτός πέφτει καί σέ πετρώδη καί σέ ἀκανθώδη μέρη τῆς ψυχῆς ἀλλά κάτι πέφτει καί στήν καλή γῆ τῆς καρδιᾶς μας καί φέρει καρπό. Καί ὅταν θά δεῖς τό καρπό καί τόν δοκιμάσεις τότε ἀπό τή γλυκύτητα καί τή χαρά θά βιαστεῖς νά καθαρίσεις καί τά πετρώδη καί τά ἀκανθώδη μέρη τῆς ψυχῆς σου, νά ὀργώσεις καί νά σπείρεις τό σπόρο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.


Ξέρετε πότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι σοφός μπροστά στά μάτια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ὅταν ἀκούει τούς λόγους καί τούς ἐκτελεῖ. Ἡ ἀρχή τῆς σοφίας εἶναι ἡ ὑπακοή τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 7, 24). Κάθε λόγος τοῦ Σωτήρα ἔχει τήν ἰσχύ καί τή δύναμη νά θεραπεύει καί τίς φυσικές καί τίς ψυχικές ἀσθένειες. «Εἰπέ λόγῳ, καί ἰαθήσεται ὁ παῖς μου» (Ματθ. 8, 8). Ὁ Σωτήρας «εἶπε λόγο» καί θεραπεύθηκε ὁ δοῦλος τοῦ ἑκατόνταρχου.


Ὅπως τότε, ἔτσι καί τώρα, ὁ Κύριος ἀδιάκοπα ἐπαναλαμβάνει τούς λόγους του καί σέ σένα καί σέ μένα καί σ’ ὅλους μας. Μόνο πρέπει νά σταθοῦμε, νά ἐμβαθύνουμε σέ αὐτούς καί νά τούς δεχθοῦμε μέ τήν πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου. Καί τό θαῦμα θά γίνει καί σέ μᾶς. Καί θά θεραπευθεῖ ἡ ψυχή μας ὅπως ἀκριβῶς θεραπεύθηκε ὁ δοῦλος ἐκείνου. Γιατί στό Εὐαγγέλιο εἶναι γραμμένο καί τό ἀκόλουθο: «προσήνεγκαν αὐτῷ δαιμονιζομένους πολλούς καί ἐξέβαλε τά πνεύματα λόγῳ καί πάντας τούς κακῶς ἔχοντας ἐθεράπευσεν» (Ματθ. 8,16).


Αὐτό κάνει καί σήμερα, γιατί ὁ Κύριος



«Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός, καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8).


Στή μέλλουσα κρίση θά κριθοῦν ἐκεῖνοι πού δέν ὑπάκουσαν στό λόγο τοῦ Θεοῦ.


Καί θά εἶναι ἀνεκτότερη ἡ γῆ τῶν Σοδό μων καί τῆς Γομμόρας ἀπ’ ὅ,τι ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως γι’ αὐτούς (Ματθ. 10, 14 – 15). Πρόσεξε! Στήν τελική κρίση θά σοῦ ζητηθεῖ λόγος, γιά τό τί ἔκανες μέ τούς λόγους τοῦ Θεοῦ, γιά τό ἄν τούς ὑπάκουσες καί υἱοθέτησες, ἄν χαιρόσουν ἤ ντρεπόσουν γι’ αὐτούς. Ἄν ντρεπόσουν γι’ αὐτούς, καί ὁ Θεός θά ντραπεῖ γιά σένα

«ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρός αὐτοῦ μετά τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων» (Μάρκ. 8, 38).


Λίγες εἶναι οἱ λέξεις τῶν ἀνθρώπων πού δέν εἶναι ἔρημες καί κενές, γι’ αὐτό καί εἶναι λίγες ἐκεῖνες γιά τίς ὁποῖες δέν θά κριθοῦμε (Ματθ. 12, 36). Γιά ν’ ἀποφύγει αὐτό ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά μελετήσει καί νά μάθει τά λόγια τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, νά τά οἰκειοποιηθεῖ. Γιατί γι’ αὐτό τό λόγο ὁ Θεός τά ἀνακοίνωσε στούς ἀνθρώπους, γιά νά τά κάνουν κτῆμα τους καί μέσω αὐτῶν νά κάνουν δική τους καί τήν ἴδια τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Σέ κάθε λόγο τοῦ Σωτήρα ὑπάρχει περισσότερη αἰωνιότητα καί ἀφθαρσία, ἀπ’ ὅ,τι σ’ ὁλόκληρο τόν οὐρανό καί σ’ ὁλόκληρη τή γῆ μέ ὁλόκληρη τήν ἱστορία τους. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος εἶπε: «ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσιν» (Ματθ. 24,35). Αὐτό σημαίνει ὅτι στούς λόγους τοῦ Σωτήρα ὑπάρχει ὁ Θεός καί κάθε τι θεϊκό, γι’ αὐτό δέν θά παρέλθουν. Ὁ ἄνθρωπος πού τούς οἰκειοποιεῖται γίνεται πιό ἄφθαρτος ἀπό τόν οὐρανό καί τή γῆ, γιατί μέσα σ’ αὐτούς ὑπάρχει μία δύναμη πού κάνει τόν ἄνθρωπο ἀθάνατο καί αἰώνιο.


Ἡ ἐκμάθηση τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐκπλήρωσή τους κάνει τόν ἄνθρωπο – συγγενῆ τοῦ Κυρίου. Αὐτός ὁ ἴδιος τό δήλωσε ὅταν εἶπε

«Μήτηρ μου καί ἀδελφοί μου οὗτοι εἰσιν οἱ τόν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καί ποιοῦντες» (Λουκ. 8, 21). Τοῦτο σημαίνει: ἀκοῦς, διαβάζεις τό λόγο τοῦ Θεοῦ; εἶσαι κατά τό ἥμισυ ἀδελφός τοῦ Χριστοῦ· τόν ἐκτελεῖς; εἶσαι ὁλόκληρος ἀδελφός τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτό εἶναι χαρά καί προνόμιο μεγαλύτερο κι ἀπό τά ἀγγελικά προνόμια. Μέ τήν ἐκμάθηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς ξεχειλίζει μιὰ μακαριότητα στή ψυχή πού δέν μοιάζει μέ τίποτα τό γήινο. Ὁ Σωτήρας αὐτήν ἐννοοῦσε ὅταν εἶπε: «Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11, 28).


Μεγάλο εἶναι τό μυστήριο τοῦ Λόγου.


Τόσο μεγάλο ὥστε αὐτό τό ἴδιο τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὀνομάζεται στήν Ἁγία Γραφή Λόγος. Ὁ Θεός εἶναι Λόγος (Ἰωάν. 1,1). Ὅλοι οἱ λόγοι, πού ἀπορρέουν ἀπό τόν αἰώνιο καί ἀπόλυτο αὐτό Λόγο, εἶναι γεμάτοι Θεό, θεϊκή ἀλήθεια, αἰωνιότητα, δικαιοσύνη. Ἀκοῦς τούς λόγους αὐτούς; Ἀκοῦς τό Θεό. Τούς διαβάζεις; Διαβάζεις ἀπ’ εὐθείας τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός – Λόγος ἔγινε σάρξ, ἔγινε ἄνθρωπος (Ἰωάν. 1, 14) καί ὁ βουβός καί βραδύγλωσσος ἄνθρωπος ἄρχισε νά ὀρθώνει λέξεις αἰώνιας ἀλήθειας καί δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ.


Στούς λόγους τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει κάποιος χυμός ἀθανασίας ὁ ὁποῖος μέ τήν ἀνάγνωση τῶν λόγων Του πέφτει σταγόνασταγόνα στή ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ζωογονεῖ ἀπό τό θάνατο καί τή φθορά. Αὐτό ἀποκαλύπτει ὁ Σωτήρας ὅταν λέει: «Ἀμήν, ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὅτι ὁ τόν λόγον μου ἀκούων καί πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωήν αἰώνιον… καί μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν» (Ἰωάν. 5,24). Τοῦτο σημαίνει ὅτι μέ τήν ἀνάγνωση, καί τήν ἐκμάθηση τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ διδάσκεσαι τήν ἀθανασία καί τήν αἰωνιότητα διδάσκεσαι τήν ἀθάνατη καί αἰώνια ζωή. Ἄν πιστεύεις σ’ αὐτούς τούς λόγους μ’ ὅλη σου τή πίστη, ἔμαθες ἤδη τί εἶναι αἰώνια ζωή καί πέρασες ἀπό τό θάνατο στή ζωή. Γι’ αὐτό ὁ Σωτήρας ἐπιμένει ἀποφασιστικά: «Ἀμήν, ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τόν ἐμόν λόγον τηρῄση, θάνατον οὐ μή θεωρῄση εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰωάν. 8, 51).


Κάθε λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεμάτος Θεό, γι’ αὐτό ὅταν εἰσέρχεται στή ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τήν καθαρίζει ἀπό κάθε ρῦπο. Ἀπό κάθε του λόγο βγαίνει δύναμη, ἡ ὁποία καθαρίζει ἀπό τήν ἁμαρτία. Γι’ αὐτό ὁ Σωτήρας στό Μυστικό Δεῖπνο εἶπε στούς πάντα παρόντες ἀκροατές του, στούς μαθητές του, τούς λόγους ἐκείνους: «ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διά τόν λόγον, ὄν λελάληκα ὑμῖν» (Ἰωάν.15,3). Ὅ,τι εἶναι γραμμένο μέσα στήν Ἁγία Γραφή, ὁ Κύριος καί οἱ Ἀπόστολοί του ὀνόμασαν λόγο Θεοῦ, λόγο Κυρίου (Ἰωάν. 17, 13 – Πρ. Ἀπ. 6, 2 -13, 46- 16,32-19, 20-Β ‘ Κορ. 2,17-Κολ.1, 15 -Β’ Θέσ. 3, 1). Καί ἄν δέν τόν διαβάζεις καί δέν τόν δέχεσαι σάν τέτοιο, τότε θά μείνεις στό σκοτάδι τῶν βουβῶν καί βραδύγλωσσων ἀνθρώπινων λέξεων, τῶν κενῶν καί ἔρημων.


Κάθε λόγος τοῦ Σωτήρα εἶναι γεμάτος ἀλήθεια καί ὅταν εἰσέλθει στή ψυχή τήν ἁγιάζει σ’ ὅλη τήν αἰωνιότητα. Γι’ αὐτό ὁ Σωτήρας ἀπευθύνει τή προσευχή του, πρός τόν οὐράνιο Πατέρα του: «Πάτερ! ἁγίασον αὐτούς ἐν τῇ ἀληθείᾳ· ὁ λόγος ὁ σός ἀλήθεια ἐστιν» (Ἰωάν.17,17). Δέν δέχεσαι τό λόγο τοῦ Χριστοῦ σάν λόγο τοῦ Θεοῦ, σάν λόγο ἀληθείας; Αὐτό εἶναι ψέμα καί ὁ πατέρας τοῦ ψέματος πού βρίσκεται μέσα σου, ἐπαναστατεῖ κατ’ αὐτῆς τῆς ἀλήθειας. Σέ κάθε λόγο τοῦ Σωτήρα ὑπάρχουν πολλές ὑπερφυσικές ἀλήθειες καί εὐλογίες. Καί αὐτό εἶναι πού χαριτώνει τή ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ τήν ἐπισκεφθεῖ. Γι’ αὐτό ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος ὁλόκληρη τήν οἰκονομία τῆς σωτηρίας ὀνομάζει: «λόγον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. Ἀπ. 20, 32), «λόγον Ἀληθείας» (Ἐφ. 1, 13), «λόγον ζωῆς» (Φιλιπ.2, 16).


Σάν ζῶσα χαροποιός δύναμη, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ θαυματουργικά καί ζωοδοτικά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος τόν ἀκούει καί τόν δέχεται μέ πίστη (Α’ Θεσ. 2, 13). Ὅλα ἔχουν σπιλωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀλλά καί ὅλα καθαρίζονται μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί τήν προσευχή, τά πάντα, κάθε δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἀπό τόν ἄνθρωπο ὥς τό σκουλήκι (Α΄ Τιμ. 4, 6). Μέ τήν ἀλήθεια πού ἔχει μέσα του, μέ τή δύναμη πού ἔχει, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι «τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καί διικνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καί πνεύματος,

ἁρμῶν τε καί μυελῶν, καί κριτικός ἐνθυμήσεων καί ἐννοιῶν καρδίας» (Ἑβρ. 4,12). Δέν ὑπάρχει τίποτα τό μυστικό μπροστά σ’ αὐτόν καί γι’ αὐτόν. Γιατί κάθε θεῖος λόγος ἔχει μέσα του κάτι ἀπό τόν αἰώνιο Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἔχει τή δύναμη νά γεννᾶ καί ἀναγεννᾶ πνευματικά τοὺς ἀνθρώπους. Καί γεννώμενος ἀπ’ αὐτόν ὁ ἄνθρωπος, γεννιέται ἀπό τήν ἀλήθεια. Πάνω σ’ αὐτό βασιζόμενος καί ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Ἰάκωβος γράφει πρός τούς χριστιανούς, ὅτι ὁ Θεός τούς «ἀπεκύησε λόγῳ ἀληθείας» (1,18) καί ὁ ἅγιος Πέτρος τούς λέει ὅτι εἶναι «ἀναγεγεννημένοι διά λόγου ζῶντος Θεοῦ καί μένοντος» στούς αἰῶνες (Α’ Πέτρ. 1, 23). Ὅλοι οἱ λόγοι, πού εἶπε ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους, προέρχονται ἀπό τόν Αἰώνιο Λόγο, πού εἶναι λόγος ζωῆς καί παρέχει αἰώνια ζωή.


Ζώντας μέ τό Λόγο αὐτό ὁ ἄνθρωπος ἀναγεννιέται ἀπό τό θάνατο στή ζωή. Γεμίζοντας τόν ἑαυτό του μέ τήν αἰώνια ζωή, ὁ ἄνθρωπος γίνεται νικητής τοῦ θανάτου καί κοινωνός θείας φύσεως (Β’ Πέτρ. 1, 4) καί ἡ μακαριότητά του δέν θά ἔχει τέλος.


Σέ ὅλα αὐτά τό βασικό, τό βασικότερο, εἶναι ἡ πίστη καί τό αἴσθημα ἀγάπης πρός τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Γιατί μέ τή θαλπωρή αὐτοῦ τοῦ αἰσθήματος ἀνοίγεται τό μυστήριο κάθε λόγου τοῦ Θεοῦ, ὅπως μέ τή θαλπωρή τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου ἀνοίγει ὁ κάλυκας τοῦ εὔοσμου λουλουδιοῦ. Ἀμήν.Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς

via