Εις το στερέωμα της Εκκλησίας ιδιαιτέραν θέσιν διαλαμβάνει η μορφή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ενός των τριών Ιεραρχών, των προστατών των γραμμάτων και των τεχνών, των τριών μεγίστων φωστήρων της τρισηλίου θεότητος. Ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν της μεγάλης αυτής μορφής υπήρξε η απέραντος αγάπη του προς τον Θεόν και τον άνθρωπον. Ολόκληρος η ζωή του ήτο μία ζωή προσφοράς και θυσίας. Κληθείς να συμμετάσχω εις τον τιμητικόν Τόμον επί τη δεκαετηρίδι της αναρρήσεως εις τον αρχιεπισκοπικόν θρόνον του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστόδουλου εθεώρησα καταλληλότερον πάσης άλλης συμβολής την παρουσίασιν ορισμένων πτυχών της ζωής του μεγάλου αυτού ανδρός.
Ο Ιωάννης κατά την εξηκονταετή ζωήν του επετέλεσεν έργον αξιοθαυμαστόν. Ως ήδη υπεδηλώθη δεν πρόκειται να ασχοληθώμεν με το τεράστιον συγγραφικόν έργον του, το οποίον τον ανέδειξε «πρύτανιν των Ελλήνων ερμηνευτών», θα ομιλήσωμεν δια τον Χρυσόστομον ως ποιμένα, ως άνθρωπον της αγάπης, η οποία άρχεται από της αγάπης προς τον Θεόν και επεκτείνεται εις πάντα άνθρωπον, εις οιανδήποτε εθνικότητα, φυλήν, φύλον και κοινωνικήν κατάστασιν και αν ευρίσκεται.
Εις βρεφικήν ηλικίαν ο μέγας Πατήρ εστερήθη του πατρός του, ανωτάτου αξιωματικού εις τον στρατόν της Συρίας, η μήτηρ του όμως, Ανθούσα, αφωσιώθη εξ ολοκλήρου εις την ανατροφήν του υιού της. Εκτιμήσας τας θυσίας της και παρά την θέλησίν του να μονάση το συντομώτερον δυνατόν δεν την εγκατέλειψε συμμορφούμενος προς το ρητόν του Αποστόλου Παύλου «εἰ δέ τις τῶν ἰδίων καί μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τήν πίστιν ἤρνηται καί ἐστιν ἀπίστου χείρων». (Α' Τιμ. 5, 8). Εξ άλλου ο Παύλος υπήρξε το κατ' εξοχήν πρότυπόν του, προ οφθαλμών δε είχε πάντοτε τον υπέροχον ύμνον του εις την αγάπην (Α' Κορ. 13, 1-8). Ως παρατηρεί ο Δημήτριος Σ. Μπαλάνος «ευλυγισία τις και ελαστικότης (του Χρυσοστόμου) θα απεσόβει τα δεινά άτινα υπέστη, όπως και από του Σωτήρος τον σταυρόν, αλλά Χρυσόστομος μετά συμβιβασμών και υποχωρήσεων δεν θα ήτο ο αθάνατος Χρυσόστομος της ιστορίας, ο οποίος διδάσκει σήμερον μετά τόσους αιώνας την ανθρωπότητα». (Δ. Σ. Μπαλάνου, Πατρολογία, Αθήνα, 1930, σελ. 374).
Η μεγάλη αγάπη του Ιωάννου προς τον Χριστόν τον ωδήγησεν εις την έρημον αφού είχεν ολοκληρώσει τόσον τας ρητορικάς όσον και τας θεολογικάς σπουδάς του και είχε λάβει το βάπτισμα. Εμόνασεν επί τέσσαρα έτη πλησίον γέροντος και επί δύο έτη εντός σπηλαίου. Αι ταλαιπωρίαι του σώματός του τον ηνήγκασαν να επιστρέψει εις Αντιόχειαν περι το 379. Εις την πόλιν αυτήν, εις την οποίαν έδρασεν περί τα δεκαεπτά έτη, εξεδηλώθη το τεράστιον κηρυκτικόν και γενικώτερον ποιμαντικόν έργον του. Ήδη προ της αναχωρήσεως του Μελετίου δια την συμμετοχήν του εις την Β' Οικουμενικήν σύνοδον είχε χειροτονηθεί υπ' αυτού διάκονος. Μετά εξαετίαν εχειροτονήθη υπό του αρχιεπισκόπου Φλαβιανού πρεσβύτερος.
Η δραστηριότης του Ιωάννου δεν περιωρίζετο εις το κήρυγμα παρ' ότι τούτο απετέλει το κύριον μέλημα του, εφ' όσον εκήρυττε εκάστην Κυριακήν και Παρασκευήν τας δε Τεσσαρακοστάς και διακαινησίμους εκάστην ημέραν. Ας μη λησμονώμεν την συμπαράστασίν του κατά τας δύσκολους ημέρας της στάσεως των αδριάντων και της απειλής καταστροφής της πόλεως. Δεν πρέπει όμως να παραθεωρηθή και το τεράστιον ποιμαντικόν έργον του εφ' όσον η εκκλησία της Αντιοχείας έτρεφε κατά τους χρόνους του τρεις χιλιάδας καταγεγραμμένων χηρών και παρθένων και μέγαν αριθμόν ορφανών, περιέθαλπε δε πολυάριθμους ξένους, ασθενείς και φυλακισμένους (Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Δ', Θεσσαλονίκη 1969, σ. 236). Ανάλογον έργον ο μέγας πατήρ είχεν επιτελέσει και εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου είχε φροντίσει δια την διατροφήν διπλασίου αριθμού χηρών και ορφανών. Μεταξύ των συνεργατών του εις το ποιμαντικόν του έργον αναφέρομεν εκ μεν των ιερέων και διακόνων τους Τίγριον, Παύλον, Γερμανόν, Πρόκλον, Φίλιππον, Κασσιανόν, Ελλάδιον, Στέφανον και Σεραπίωνα εκ δε των διακονισσών τας Ολυμπιάδα, Πενταδίαν, Πρόκλην και Σιλβίνην.
Αλλ' η αγάπη του Ιωάννου δεν περιωρίζετο μόνον εις το ποίμνιόν του. Είναι γνωστόν το ιεραποστολικόν του έργον, το οποίον επεξετείνετο εις πολλούς λαούς. Από την Κωνσταντινούπολιν εφρόντισε δια τον εκχριστιανισμόν των Σκυθών του Κάτω Δουνάβεως. Είχε συγκροτήσει ιεραποστολικήν ομάδα και ειδικόν φροντιστήριον δια την εκμάθησιν της γλώσσης του λαού αυτού.
Παραλλήλως προς τον εκχριστιανισμόν των Σκυθών ο Ιωάννης ηργάσθη και δια τον εκχριστιανισμόν των Γότθων. Αρκετοί από τους Γότθους διέμενον εις την Κωνσταντινούπολιν. Δι' αυτούς ο Ιωάννης ενδιεφέρθη ιδιαιτέρως. Όχι μόνον εφρόντισε αι ιεραί ακολουθίαι να γίνονται εις την γλώσσαν των, αλλά και ο ίδιος τους επεσκέπτετο και εκήρυττεν εις αυτούς δια μεταφραστών. Εχριστιανισθέντες Γότθοι έγιναν ιεραπόστολοι, εις δε εξ αυτών, ο Ουνίλας, επίσκοπος, τον οποίον ο ίδιος ο Ιωάννης εχειροτόνισε. Εις την 14ην επιστολήν του προς την Ολυμπιάδα ο Ιωάννης χαρακτηρίζει τον Ουνίλαν θαυμάσιον διότι «πολλά και μεγάλα κατώρθωσεν». Ο Ιωάννης ίδρυσε και εντός των συνόρων της αυτοκρατορίας, προς τας εκβολάς του Δουνάβεως μία Μονήν Γότθων ορθοδόξων υπό το όνομα Μαρσείς, η οποία και απετέλεσε ένα δεύτερον πυρήνα εκχριστιανισμού των βαρβαρικών φυλών.
Ο Ιωάννης εφρόντισε και δια τον εκχριστιανισμόν της Φοινίκης. 'Ηδη δια τον εκχριστιανισμόν αυτής είχεν αρχίσει να εργάζεται ενώ ευρίσκετο εις την Αντιοχείαν. Το ενδιαφέρον του όμως ήτο συνεχές. Μόλις μετά την αναχώρησίν του δια την μακράν εξορίαν του, η οποία θα τον ωδήγει εις τον θάνατον και ενώ ευρίσκετο εις την Νίκαιαν έγραψε μίαν ωραίαν επιστολήν εις τον φλογερόν ιεραπόστολον Κωνστάντιον (επιστ. 221, ]. Ρ. Μ igne, Ρ G 52, 732-733). Μεταξύ των άλλων του αναγράφει:
«Μη σε πτοούν οι δυσκολίες και η κακή τροπή των πραγμάτων. Κανένας πλοίαρχος δεν εγκαταλείπει το πηδάλιο όταν βλέπει το πέλαγος να μαίνεται και να ξεσηκώνεται κανένας γιατρός δεν παρατά στη μέση την θεραπεία όταν βλέπει ότι ο άρρωστος ταλαιπωρείται ακόμα από την αρρώστια ακριβώς τότε καθένας τους θα χρησιμοποιήσει όλη την ικανότητα του. Και συ, λοιπόν, κύριε μου, πολύτιμε και θεοσεβούμενε, επιστράτευσε όλο σου το κουράγιο, ας μη σε καταβάλλουν οι αποτυχίες. Δε θα κριθούμε για τα δεινά που μας προκαλούν οι άλλοι, αλλά αντίθετα, θα ανταμειφθούμε. Αν όμως δεν προσφέρουμε όσα έχουμε υποχρέωση, αλλά αδιαφορήσουμε, δε θα μας δικαιολογήσει η δύσκολη κατάσταση. Ο Παύλος αν και κλεισμένος στη φυλακή και δεμένος στον ξύλινο κλοιό δεν διέκοψε το έργο του. Το ίδιο και ο Ιωνάς όταν βρισκόταν στην κοιλία του θαλασσινού κήτους και οι Τρεις Παίδες μες στο καμίνι της φωτιάς. Κανέναν απ' αυτούς δεν εμπόδισαν από την αποστολή τους οι διάφορες αντιξοότητες και οι περιορισμοί. Αυτά φέρνοντας στο νου σου, κύριε μου, μη σταματήσεις να φροντίζεις τις Εκκλησίες της Φοινίκης, της Αραβίας και της Ανατολής.
Και μη ξεχνάς πως τόσο μεγαλύτερος θα' ναι ο μισθός σου, όσο περισσότερα προσφέρεις παρά τα τόσα εμπόδια. Και μη παραλείπεις να μου γράφεις τακτικά. Όπως πληροφορήθηκα τώρα δεν είναι στη Σεβάστεια αλλά στην Κουκουσό, που ήρθε διαταγή να μεταχθώ. Εκεί θα ναι ευκολότερο να αλληλογραφούμε. Ενημέρωνε με, λοιπόν, πόσες Εκκλησίες ιδρύονται κάθε χρόνο και ποίοι ιεραπόστολοι καταφθάνουν στη Φοινίκη και για την πρόοδο που επιτελείται».
’λλος πρεσβύτερος ιεραπόστολος υπήρξε ο Ιωάννης, δια τον οποίον ομιλεί ο Χρυσόστομος εις την επιστολήν του εις τους πρεσβυτέρους Συμεών και Μάρη, που εμόναζαν εις την περιοχήν της Φοινίκης. Τους γράφει από την Κουκουσό και αφού τους συγχαρεί δια τα έργα των προσθέτει και τα εξής: «Μεγάλη ευχαρίστηση μου έδωκε ο αγαπητός πρεσβύτερος Ιωάννης που παρά τις δυσχέρειες έκρινε κι αποφάσισε να ξεσηκωθεί από τον τόπο του και να πάρη το δρόμο για τη Φοινίκη. Σας παρακαλώ, μία και θα αντιλαμβάνεστε, βέβαια, πόσο σημαντική είναι η ενέργεια του, αν βρείτε κάποιους τολμηρούς άντρες που μπορούν να του συμπαρασταθούν σ' αυτή τη μεγάλη προσπάθεια, προθυμοποιηθείτε να του τους στείλετε», (επιστ. 55, ]. Ρ. Μ igne, Ρ G 52, 640).
Δι' άλλης επιστολής του ο Ιωάννης προτρέπει τον πρεσβύτερον Τουφίνον να αφήση την μονήν του δια να ενίσχυση την ιεραποστολήν εις την Φοινίκην (επιστ. 126, ]. Ρ. Μ igne, Ρ G 52, 685-687). Εις την ιδίαν επιστολήν του ζητεί τακτικήν αλληλογραφίαν, τονίζει δε ότι είναι έτοιμος να του στείλη και άλλους αδελφούς. Συγχρόνως του ανακοινώνει την αποστολήν λειψάνων των άγιων μαρτύρων δια τον εγκαινιασμόν των ναών, τα οποία θα του χορήγηση ο επίσκοπος Αραβισσού Οτρήιος.
Και άλλας επιστολάς έστειλεν ο Ιωάννης δια να ενίσχυση την ιεραποστολήν εις την Φοινίκην. Από τον πρεσβύτερο Γερόντιο ζητεί να επιστρέψη το συντομότερο εις Φοινίκην «ώστε να μη εγκαταληφθεί αφρόντιστο το καλό έργο που έχει επιτελέσει». Εξ άλλου και «εκεί μπορεί να διατήρηση όσα και τώρα έχει δηλ. την νηστεία, τις αγρυπνίες, τον ασκητικό βίο», (επιστ. 54, ]. Ρ. Μι gne, Ρ G 52, 638-639). Ωραιότατη είναι και η επιστολή προς τον πρεσβύτερο Νικόλαο. Αφού τον ευχαριστεί δι' όσα μέχρι τώρα έχει προσφέρει μεταξύ των άλλων παρατηρεί: «Αυτή σου η δράση με αφήνει έκθαμβο και δεν παραλείπω να σε καλοτυχίσω γιατί και τότε έστειλες τους μοναχούς και τώρα, μέσα στις τόσες δυσχέρειες που παρουσιάστηκαν, όχι μόνο δεν τους ανακάλεσες, α λλά τους έδωσες εντολή να παραμείνουν, ενεργώντας σαν επιδέξιος κυβερνήτης και ικανός γιατρός. Γιατί απ' αυτούς τους δύο ο πρώτος, όταν αντιμετωπίζει τη μεγάλη τρικυμία, τότε καταβάλλει περισσότερη προσπάθεια, ο άλλος όταν αντιληφθεί την υπερβολική αύξηση του επικινδύνου πυρετού, τότε επιστρατεύει όλη του την τέχνη. Έτσι και συ, πολύτιμε μου συνεργάτη και ευλαβέστατε, έχεις επιτελέσει έργα αντάξια της αρετής σου όταν, βλέποντας την κατάσταση να έχει περιπλακεί και να οδηγείται στην καταστροφή, χρησιμοποίησες όλο το κύρος σου για να πείσεις όσους βρίσκονταν εκεί κάτω να μη εγκαταλείψουν τον αγώνα, αλλά να επιμείνουν και να συνεχίσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους». Εν συνεχεία ζητεί να φροντίση δια την αποστολήν εις την Φοινίκην του Γερόντιου όταν αποκατασταθή η υγεία του. (επιστ. 53, ]. Ρ. Μ igne, Ρ G 52, 637-638). Εις άλλην του επιστολήν προς τους Πρεσβυτέρους και τους μοναχούς της Φοινίκης που «κατηχούν τους Εθνικούς» μεταξύ των άλλων αναφέρει και τα εξής: «Οι καπετάνιοι όταν δουν πως η θάλασσα φουρτουνιάζει και τα κύματα υψώνονται απειλητικά και έρχεται η καταιγίδα και η τρικυμία, όχι μόνο δεν εγκαταλείπουν το πλοίο, αλλά ακριβώς τότε βάζουν όλη τους την δύναμη και επιστρατεύουν όλο τους το κουράγιο, μένοντας και οι ίδιοι σε ένταση προσοχής και παρακινώντας και τους συντρόφους τους. Το ίδιο και οι γιατροί, όταν δουν πως ο πυρετός του άρρωστου αυξάνεται και φτάνει σ' επικίνδυνο ύψος, όχι μόνο δεν τον παρατούν, αλλά τότε ακριβώς χρησιμοποιούν και αυτοί κάθε μέσο, μόνοι τους και με τους βοηθούς τους με επιμέλεια και ταχύτητα, ώστε να απομακρύνουν τον κίνδυνο. Γιατί τα λέω αυτά; Μήπως και σας εξαπατήσει κανείς και σας πείσει να εγκαταλείψετε τη Φοινίκη και να φύγετε από εκεί εξαιτίας των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν. Αντίθετα, όσο περισσότερες οι δυσκολίες, όσο τρομακτικότερα τα πλήγματα και μεγαλύτερη η αναταραχή, τόσο εντονότερα να επιμένετε και να επαγρυπνείτε επιδείχνοντας την απαραίτητη προθυμία. Έτσι μόνο θα αποτραπεί ο αφανισμός του θαυμάσιου έργου σας, έτσι μόνο δε θα πάει χαμένος ο τόσος κόπος που καταβάλατε, έτσι μόνο θα καρποφορήσει ο σπόρος που σπείρατε», (επιστ. 123, ]. Ρ. Μ igne, Ρ G 52, 676-677).
Τέλος, πρέπει να αναφέρωμεν τας δύο επιστολάς προς τον φίλον του από την Αντιοχείαν Διογένη. Εις την πρώτην επιστολήν εκφράζει τας θερμάς του ευχαριστίας δια τα αποσταλέντα δια του Αφραάτου και αρνείται να τα κράτηση, ως έκαμε και με άλλας αποστολάς προκειμένου να διατεθούν δια την ιεραποστολήν (επιστ. 50, Ρ G 52, σ. 636). Εις την δευτέραν προς τον Διογένη επιστολήν του όχι μόνον επιμένει αλλά δράττεται της ευκαιρίας να υπογράμμιση την μεγάλην συμβολήν τόσον αυτού όσον και του Αφραάτου εις το έργον της κατηχήσεως των εν Φοινίκη Ελλήνων (επιστ. 51, ]. Ρ. Μ igne, Ρ G 52, 636).
Παραλλήλως ο Ιωάννης εφρόντισε δια την συνέχιση του εκχριστιανισμού των Γότθων αλλά και των Περσών. Εις την 14ην επιστολήν του προς την διακόνισσαν Ολυμπιάδα αναφέρεται εις τον θάνατον του προαναφερθέντος επισκόπου Ουνίλα και επιζητεί την αναβολήν της εκλογής νέου επισκόπου, πράγμα το οποίον και επέτυχε.
Εις την αυτήν επιστολήν του ο Ιωάννης μας πληροφορεί και δια την προσπάθειαν εκχριστιανισμοΰ των Περσών. Ειδικώτερα παρακαλεί την Ολυμπιάδα να επικοινωνήση με τον Μαρουθάν δια να ενημερωθή δια την δραστηριότητα του και να πληροφορηθή αν παρέλαβε τας προς αυτόν σταλείσας δύο επιστολάς (επιστ. ΙΔ', ]. Ρ. Μ igne, Ρ G 52, 618). Ο Μαρουθάς, επίσκοπος Μαρτυρουπόλεως, μικράς πόλεως εις τα σύνορα Μεσοποταμίας και Περσίας, εις την οποίαν είχε συγκεντρωθεί πλήθος λειψάνων χριστιανών μαρτύρων, υπήρξε εχθρός του Χρυσοστόμου εις την σύνοδο της Δρυός. Η αγάπη όμως του μεγάλου πατρός προς τον Χριστό και η επιθυμία του να επιτύχη τον εκχριστιανισμό της Περσίας, τον έκανε να αγνοήση τόσον την άρνησή του να επισκεφθή τον Χρυσόστομο εις την Κουκουσό κατά την μετάβαση του από την Μαρτυρούπολη εις την Κωνσταντινούπολη το 405, όσον και το γεγονός ότι αγνόησε τας δύο επιστολάς του δια των οποίων του εζήτει να συμφιλιωθούν δια το συμφέρον της κοινής πίστεως. Ο Μαρουθάς λόγω των ιατρικών του γνώσεων, δεδομένου μάλιστα ότι είχε θεραπεύσει και τον υιόν του βασιλέως Ιεζδγέρ, ήτο αγαπητός εις τα ανάκτορα και επομένως το καταλληλότερον πρόσωπον εις την προσπάθειαν εκχριστιανισμού των Περσών. Δυστυχώς η συνάντησις αυτή ουδέποτε επραγματοποιήθη εξ αιτίας της σκληροκαρδίας του Μαρουθά.
Εξ όσων περί της ιεραποστολικής και καθόλου δραστηριότητος του Ιωάννου ανεγράφησαν αποδεικνύεται ότι ο Ιωάννης υπήρξε κατ' εξοχήν άνθρωπος της αγάπης. Τούτο έρχεται να επιβεβαίωση και η αλληλογραφία του με δύο αξιόλογα πρόσωπα, τον πάπαν Ιννοκέντιον και την διακόνισσαν Ολυμπιάδα.
Μεταξύ του Ιωάννου και του Ιννοκέντιου αντηλλάγησαν τέσσαρες επιστολαί. Εις αυτάς είναι εμφανής η μεταξύ των δύο ανδρών εκτίμησις και αγάπη. Εις την πρώτην ο Ιωάννης ενημερώνει τον Ιννοκέντιον περί των θλιβερών συμβάντων εις Κωνσταντινούπολιν και τον παρακαλεί «διαναστῆναι καί συναλγῆσαι καί πάντα ποιῆσαι, ὥστε στῆναι ταῦτα τά κακά» (]. Ρ. Μ igne, Ρ G 52, 532). Εις την δευτέραν επιστολήν, την οποίαν στέλλει ενώ ευρίσκεται εις το τρίτον έτος της εξορίας του, αφού τον ευχαριστεί δι' όσα έπραξε τον παρακαλεί να ενεργήσει το συντομότερον τα δέοντα διότι τα συμβαίνοντα υπερβαίνουν πάσαν περιγραφήν «περί τῆς οἰκουμένης σχεδόν ἁπάσης ὁ παρών ὑμῖν ἄγων πρόκειται» παρατηρεί (ενθ. αν. στ. 536).
Ο Ιννοκέντιος προσεπάθησε να πράξη ότι ήτο δυνατόν. Εν συνεννοήσει με τον Ονώριον επεδίωξε την σύγκλησιν συνόδου εις Θεσσαλονίκην προς διευθέτησιν της εκκλησιαστικής κρίσεως. Δυστυχώς η συμπεριφορά προς τους εκπροσώπους της Δύσεως υπήρξεν αχαρακτήριστος μέχρι και διακινδυνεύσεως και αυτής της ζωής των.
Εκ των λοιπών επιστολών του Ιωάννου δια των οποίων αποδεικνύεται η απέραντος αγάπη του μεγάλου πατρός αναφέρομεν τας δεκαεπτά επιστολάς εις την Ολυμπιάδα.
Η προσφορά της Ολυμπιάδος υπήρξε τεραστία όχι μόνον κατά την διάρκειαν της αρχιερατείας του Ιωάννου αλλά και μετά την εξορίαν του. Κατά την δευτέραν αυτήν περίοδον τα δεινά αυτής υπήρξαν αφάνταστα, ώστε να καμφθή η υγεία της. Ο Ιωάννης δια των επιστολών του προσπαθεί να την ενίσχυση. Εις την Ιην επιστολήν του παρατηρεί: «Ἐν γάρ μόνον ἐστίν Ὀλυμπιάς φοβερόν, εἷς πειρασμός, ἁμαρτία μόνον... τά δέ ἄλλα πάντα μῦθος» και ολίγον κατωτέρω «πρόσκαιρα τε ἐστι καί ἐπήκηρα» (Ρ G 52, 549-550). Δια να ενισχύση ηθικώς την Ολυμπιάδα την παραβάλλει προς τον Ιώβ και την εμφανίζει υπερτερούσαν. Δεν περιορίζεται μόνον εις τον ασκητικόν της βίον αλλ' υπογραμίζει και το μέγα φιλανθρωπικόν της έργον: «Ἐνόησόν σου τῆς ἀγάπης τό πέλαγος», παρατηρεί, «ὡς πρός αὐτά τῆς οἰκουμένης τά πέρατα μετά πολλῆς ἀφικέσθαι τῆς ρύμης» (Ρ G 52, 567).
Αρκούμενοι εις την παρουσίασιν των ανωτέρω εξ όσων αναγράφει εις τας ωραιοτάτας προς την Ολυμπιάδα επιστολάς του ας μας επιτραπή να περιορισθώμεν εις ωρισμένα αποσπάσματα αναφερόμενα εις την αγάπην εκ του πλουσίου θησαυρού των λοιπών έργων του.
Αρχόμεθα από τον ορισμόν της αγάπης. «Ρίζα πάντων τῶν ἀγαθῶν ἐστιν ἡ ἀγάπη, τά λυμαινόμενα αὐτήν ἀναιρῶν, πάντοθεν ἡμᾶς πρός ἀλλήλους συνάγει συγκολλῶν» (Ρ G 58, 497). Η αγάπη «πάντα νικᾶ καί διακρούεται τα δεινά» (ΡG 58, 497). Η αγάπη ονομάζεται «βασιλίς τῶν ἀρετῶν» (Ρ G 55, 385-386), «μέγα καί ἀκαταγώνιστον» (Ρ G 59, 413). Εις το έργο του «περί της τελείας αγάπης» παρατηρεί: «Πᾶσα πρᾶξις ἀγαθή καρπός ἀγάπης ἐστί» (Ρ G 56, 277). Ακολούθως (ένθ' α) παραθέτει εν χωρίον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πᾶντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστέ, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ιωάν. 13,35) και εν του Αποστόλου Παύλου «μηδενί μηδέν ὀφείλεται, εἰ μή τό ἀγαπᾶν ἀλλήλοις» (Ρωμ. 13,8) και συνεχίζει «οὐδέν ἀγάπης ἀνώτερον». Ακολούθως προσθέτει απόσπασμα από τον ύμνον εις την αγάπην του αποστόλου Παύλου. Αλλά και εις πλείστα όσα άλλα έργα του αναφέρεται εις την αγάπην, ώστε να είναι δύσκολος η απαρίθμησις αυτών. Και μόνον το γεγονός ότι ταυτίζει ο ’γιος Ιωάννης την αγάπην προς την αρετήν καθόλου δεικνύει το ιδιαίτερον βάρος, το οποίον αποδίδει εις αυτήν.
Ηλία Μουτσούλα, Χριστόδουλος,
Αφιερωματικός Τόμος,
Αθήναι 2010, σελ. 779-786
Αθήναι 2010, σελ. 779-786