1. Εις την ιστορίαν της θεολογίας της Εκκλησίας και ιδιαιτέρως της Τριαδικής Θεολογίας, δηλαδή της θεολογικής εκφράσεως και διατυπώσεως της εκκλησιαστικής πίστεως εις την Αγίαν Τριάδα, τον Πατέρα, τον Υιόν και τό ’γιον Πνεύμα, αναμφιβόλως ο Δ' αιών κατέχει εξέχουσαν θέσιν και αποτελεί κάτι σχεδόν ανεπανάληπτον. Διότι ακριβώς κατά τον αιώνα αυτόν διεξήχθησαν οι σφοδρότεροι δογματικοί αγώνες των Πατέρων της Εκκλησίας εναντίον των μεγαλυτέρων δογματικών αιρέσεων. Οι Πατέρες του Δ' αιώνος επρόκειτο να διεξάγουν προπαντός τον πολύ δύσκολον εκκλησιαστικόν και θεολογικόν αγώνα προς την πλέον επικίνδυνον αντιτριαδικήν αίρεσιν εμφανισθείσαν εις την εποχήν των, προς τον Αρειανισμόν, ο οποίος ηρνείτο την Θεότητα του Υιού του Θεού και δι' αυτού, την ιδίαν την Αγίαν Τριάδα, και προς ένα ιδιότροπον παρακλάδιον του Αρειανισμού, την αίρεσιν των Πνευματομάχων, οι οποίοι το ’γιον Πνεύμα δεν εθεώρουν Θεόν, αλλά κοινόν κτίσμα, και τοιουτοτρόπως ηρνούντο επίσης την πίστιν εις την Θείαν Τριάδα. Ημείς σήμερον γνωρίζομεν ότι η αίρεσις του Αρειανισμού και η αίρεσις των Πνευματομάχων, ως καθαρώς αντιδραστικοί αιρέσεις, κατά την διάρκειαν αυτού του Δ' αιώνα αμφότεραι θεολογικώς και εκκλησιαστικώς κατενικήθησαν εις την Σύνοδον της Νικαίας και την της Κωνσταντινουπόλεως και κατεδικάσθησαν υπό της Εκκλησίας. Η καταδίκη δε αυτών των δύο αιρέσεων εγένετο δια τον απλούν λόγον ότι αμφότεραι ηρνούντο την θεοαποκαλυφθείσαν αλήθειαν, την περιεχομένην εις την της Εκκλησίας Γραφήν και Παράδοσιν ότι δηλ. ο Θεός των Χριστιανών είναι Η Αγία Τριάς. Τουτέστιν, ότι τα τρία άγια και ανεπανάληπτα Ονόματα εκ της Θείας Αποκαλύψεως είναι όντως πραγματικά! Τρεις Θείαι Υποστάσεις, ο Πατήρ, ο Υιός και το ’γιον Πνεύμα, όπως τούτο ειδικά τονίζει ο ’γιος Βασίλειος ο Μέγας εις τα έργα του (1). Εν τούτοις, όχι μόνον η καταδίκη και η απόρριψις, αλλά και η τελική υπέρβασις του Αρειανισμού και της Πνευματομαχίας καθόλου δεν ήτο εύκολον θεολογικόν έργον, και δι' αυτό η εξέλιξις των εκκλησιαστικών και θεολογικών γεγονότων μεταξύ Α' και Β' Οικουμενικής Συνόδου δεν επετεύχθη τόσον ευκόλως.
Αυτή η αρειανική και πνευματομαχική απόρριψις της πίστεως εις την Αγίαν Τριάδα, ως του πρωταρχικού και θεμελιώδους δόγματος του Χριστιανισμού, εγένετο, ως είναι γνωστόν, κατά τρόπον εντελώς αντίθετον εις την αντιτριαδικήν αίρεσιν η οποία προηγήθη αυτών, τ.ε. την αίρεσιν του Μοναρχιανισμού, της οποίας κυριώτεροι αντιπρόσωποι ήσαν, εις την Δύσιν ο Σαβέλλιος, και εις την Ανατολήν ο Παύλος ο Σαμοσατεύς. Ήτοι, η αίρεσις του Μοναρχιανισμού εις τον Γ' αιώνα, υπό την επίδρασιν της στενής ιουδαϊκής μονοθεϊστικής αντιλήψεως περί Θεού, ηρνείτο την πίστιν εις την Αγίαν Τριάδα συγχέουσα και τα τρία Θεία Πρόσωπα εις εν. Δι' αυτού εις την πραγματικότητα ηρνείτο την πραγματικήν ύ παρξιν του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ως ιδιαιτέρων Θείων Προσώπων και εθεώρει ταύτα μόνον ως διαφόρους τρόπους φανερώσεως εμφανίσεως του Θεού (εξ ου ο ούτω καλούμενος «τροπισμός» του Σαβελλίου), ή ως διάφοροι δυνάμεις της ενεργείας του Θεού εις τον κόσμον, (εξ ου και ο ούτω λεγόμενος «δυναμισμός» του Παύλου του Σαμοσατέως). Αντιθέτως προς την μοναρχιανικήν αυτήν «σύγχυσιν», οι Αρειανοί, υπό την επίδρασιν κυρίως ελληνιστικής θρησκευτικοφιλοσοφικής σκέψεως (η οποία, όπως και η ιουδαϊκή σκέψις, δεν ηδύνατο να παραδεχθή την χριστιανικήν αποκάλυψιν περί ΘεούΤριάδος) ηρνούντο την Αγίαν Τριάδα δια τής διαιρέσεως, τ.ε. δια του ουσιαστικού (δια)χωρισμού του Υιού και του Πνεύματος από τον Θεόν Πατέρα. Είναι, όθεν, φανερόν ότι η αίρεσις του Σαβελλίου και η αίρεσις του Αρείου ήσαν μεταξύ των αντίθετοι, αλλά κατά το τελικόν αποτέλεσμα των και αι δύο ωδήγουν εις εν και το αυτό πράγμα, εις την άρνησιν της εκκλησιαστικής πίστεως εις την Αγίαν Τριάδα.
Αυτάς τας ούτω μεταξύ των αντιτιθεμένας αντιτριαδικάς αιρέσεις ο ’γιος Βασίλειος ο Μέγας ωνόμασε με τας εξής χαρακτηριστικάς ονομασίας: τον Μοναρχιανισμόν ως «ιουδαΐζουσαν αίρεσιν» εξ αιτίας του αγόνου μονοθεϊσμού και τον Αρειανισμόν και την Πνευματομαχίαν ως «ελληνικήν πολυθεΐαν» ένεκα της διαιρέσεως της μιας Θεότητος εις τρεις «θεούς» (2). Μεταξύ αυτών των δύο ακροτητών και ανισορροπιών ευρίσκετο συμπεπιεσμένη η τριαδική θεολογία της Εκκλησίας κατά τον Δ' αιώνα. Η οδός της εκκλησιαστικής τριαδικής θεολογίας δια τους Πατέρας του τετάρτου αιώνος, και ειδικώς δια τους Καππαδόκας Πατέρας με επικεφαλής τον Μέγαν Βασίλειον, ο οποίος μάλιστα εσήκωσε το κύριον βάρος του αγώνος εναντίον των ως άνω αιρέσεων, διήρχετο την χρυσήν βασιλικήν οδόν μεταξύ των δύο αυτών ακροτητών. Όχι βεβαίως διότι η Αλήθεια ευρίσκεται πάντοτε κάπου εις «το μέσον», εις τον συμβιβασμόν μεταξύ δύο άκρων, αλλά διότι κατά τους λόγους του προσφιλέστατου φίλου και συναγωνιστού εις τον θεολογικόν αγώνα του Μεγ. Βασιλείου, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, αυτή η μεσαία οδός ήτο αυτή αυτή η Αλήθεια δηλ. αύτη η οδός ήτο αυτή η ιδία η αρχαία ομολογία της πίστεως της Εκκλησίας εις την Αγίαν Τριάδα, όπως εδέχθη αυτήν εξ αρχής η Εκκλησία από τον Χριστόν δια των Αποστόλων και όπως αυτή παρεδόθη και διεφυλάχθη εις το Βάπτισμα (Ματθ. 28, 19) (3). Η αποφυγή της αιρετικής ακρότητος και των Μοναρχιανών αφ' ενός και των Αρειανών αφ' ετέρου και ανισορροπίας εσήμαινε δια τον Γρηγόριον τον Θεολόγον και τον Μέγαν Βασίλειον το «ἐν ὅροις ἵστασθαι τῆς Θεοσεβείας» (4).
2. Δια να κατανοήσωμεν καλλίτερον αυτούς τους «όρους» της αληθούς Θεοσέβειας, της ορθής δηλαδή πίστεως της Εκκλησίας εις την Αγίαν Τριάδα και της ορθής (= ορθοδόξου) θεολογίας περί Αυτής, πράγμα επί του οποίου επέμενε ιδιαιτέρως ο ’γιος Βασίλειος, είναι αναγκαία έστω και συντομωτάτη ανασκόπησις της ιστορίας της Μοναρχιανικής και Αρειανοπνευματομαχικής αιρέσεως και της εναντίον αυτών αντιδράσεως εις την Ανατολήν και την Δύσιν. Η αίρεσις του Μοναρχιανισμού ανεφάνη κατά το τέλος του Β' και τας αρχάς του Γ' αιώνος εις την Ανατολήν και εν συνεχεία επέρασεν και εις την Δύσιν και εις αυτήν την Ρώμην. Εις την Ανατολήν ηγωνίσθη εναντίον του Μοναρχιανισμού πλέον των άλλων, και μάλιστα με επιτυχίαν, ο πολυμαθής αλεξανδρινός θεολόγος Ωριγένης, επίσης δε ηγωνίσθησαν και αι κατά σειράν εκκλησιαστικαί σύνοδοι εις την Ανατολήν, ιδίως εις την Αντιόχειαν, αι οποίαι πολύ δραστηρίως κατεδίκασαν την Μοναρχιανικήν αίρεσιν του ιουδαϊκώς νοουμένου «μονοθεϊσμού», και ομολόγησαν την παραδοσιακήν πίστιν της χριστιανικής Ανατολής εις τον Τρισυπόστατον χριστιανικόν Θεόν.
Και εις την Δύσιν η αίρεσις του Μοναρχιανισμού κατεδικάσθη γενικώς, και μάλιστα εις το πρόσωπον αυτού τούτου του Σαβελλίου, και δύο μεταξύ των καλλιτέρων δυτικών θεολόγων, ο Τερτυλλιανός και ο Ιππόλυτος, εις τα θεολογικά έργα των, πολύ σαφώς απεγύμνωνον την πλάνην και το ψεύδος του Μοναρχιανισμού, ομολογούντες την εκκλησιαστικήν πίστιν εις την Αγίαν Τριάδα. Εν τούτοις, φαίνεται ότι ούτε ο Τερτυλλιανός ούτε, πολύ ολιγότερον, ο Ιππόλυτος, είχον τον πρώτον κύριον λόγον εις την δυτικήν τριαδικήν θεολογίαν της εποχής των και αργότερον επίσης. Διότι, κρίνοντες από προσωπικήν μαρτυρίαν αυτού του ιδίου του Αγίου Ιππολύτου, εις την Ρώμην τον τρίτον αιώνα ακριβώς οι επίσκοποι τής Ρώμης, ο Ζεφυρίνος και ιδιαιτέρως ο Κάλλιστος (217-222), ήσαν επηρεασμένοι, αν όχι και διαβεβρωμένοι, από ένα είδος της Μοναρχιανικής αιρέσεως με ένα κάπως τροποποιημένον Σαβελλιανισμόν (5). Και γενικώς ειπείν, εις την Δύσιν υπήρχε τότε και αργότερον κάποια τάσις της λατινικής θεολογικής σκέψεως προς ένα μονισμόν (unitarismus), προς μίαν μονόπλευρον υπογράμμισιν και τονισμόν περισσότερον τής ενότητος παρά τής τριαδικότητος ε ν τω Θεώ. Εις την προσέγγισιν του μυστηρίου του Θείου Είναι η δυτική θεολογική σκέψις εξεκίνει συχνότατα από την ενότητα της φύσεως του Θεού, από την μίαν ουσίαν (una substantia) της Θεότητος, και τούτο εξήρεν εις την πρώτην θέσιν, και μόνον κατόπιν τούτων ωμίλει δια τρία πρόσωπα - tres personae - ενώ γνωρίζομεν ότι η έκφρασις αυτή δεν ήτο κατάλληλος ούτε επαρκής. Από την οπτικήν αυτήν γωνίαν λίαν χαρακτηριστική ήτο η ολίγον αργότερον κατά το μέσον του Γ' αιώνος, γενομένη διένεξις μεταξύ των δύο Διονυσίων, του Ρώμης και του Αλεξανδρείας, όπου ήδη εξεδηλώθησαν αι διάφοροι προοπτικαί και τάσεις εις την προσέγγισιν του Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος.
Με αυτήν την προοπτικήν, καθίσταται εις ημάς πολύ ευκολώτερον αντιληπτόν δια τι την εποχήν μετά την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον, και οι επίσκοποι της Ρώμης και σχεδόν ολόκληρος η Δύσις τόσον σύσσωμοι ίσταντο υπέρ της νικαιανής εκφράσεως «ομοούσιος», παραβλέποντες ακόμη ότι υπό τον μανδύαν του νικαιανού «ομοουσίου» ο Μάρκελλος Αγκύρας κηρύττει καθαρόν Σαβελλιανισμόν. Εις πάσαν υπόδειξιν εκ της Ανατολής ότι ο Μάρκελλος υπό το «ομοούσιον» εις την πραγματικότητα κηρύττει μοναρχιανικήν αίρεσιν Σαβελλιανικού τύπου, διότι αρνείται την υπόστασιν του Υιού, εις την Ρώμην και την Δύσιν παρέμενον κωφοί και αναίσθητοι. «Ἐπεί», γράφει εξ αφορμής αυτού ο ’γιος Βασίλειος προς τον Μέγαν Αθανάσιον (το 371), «μέχρι τοῦ νῦν ἐν πᾶσιν οἷς ἐπιστέλλουσι γράμμασι (οι Δυτικοί), τόν μέν δυσώνυμον Ἄρειον ἄνω καί κάτω ἀναθεματίζοντες καί τῶν Ἐκκλησιῶν ἐξορίζοντες οὐ διαλείπουσι, Μαρκέλλῳ δέ κατά διάμετρον ἐκείνῳ τήν ἀσέβειαν ἐπιδειξαμένῳ καί εἰς αὐτήν τήν ὕπαρξιν τῆς τοῦ Μονογενοῦς Θεότητος ἀσεβήσαντα καί κακῶς τήν τοῦ Λόγου προσηγορίαν ἐκδεξαμένῳ, οὐδεμίαν μέμψιν ἐπενεγκόντες φαίνονται» (6). Αυτή η σιωπηλή συμπάθεια των δυτικών «Νικαιανών» προς τον Μάρκελλον, ή έστω η θεολογική των αναισθησία ενώπιον του εκ της αιρέσεως αυτού κινδύνου, είναι χαρακτηριστική αυτή καθ' εαυτήν. Αυτή δυσκόλως δύναται να εξηγηθή και να δικαιολογηθή μόνον ως πολιτική της μη αποδυναμώσεως της αυθεντίας της Συνόδου της Νικαίας, της οποίας ο Μάρκελλος υπήρξε θερμότατος υποστηρικτής. Διότι, ακριβώς από τοιούτους «Νικαιανούς» εχρειάζετο να προφύλαξη και προστατεύση και αυτήν την ιδίαν την πίστην της Νικαίας εις το ομοούσιον του Θεού προς τον Πατέρα ο Μέγας Βασίλειος και οι άλλοι μεγάλοι Καππαδόκαι Πατέρες εις την Ανατολήν ερμηνεύοντες μη μοναρχιανικώς (τ.ε. ορθώς, ορθοδόξως, ανατολικώς) την έκφρασιν της Νικαίας «ομοούσιος» (7).
Η παρατήρησίς μας αυτή ότι εις την Δύσιν κατά την προνικαιανήν και μετανικαιανήν περίοδον υπήρχε κάποια τάσις προς θεώρησιν και υπογράμμισιν πρωτίστως της μιας Θεότητος, της μιας θείας ουσίας (ένεκα της οποίας θα μείνουν δια πολύν καιρόν όχι αρκούντος αισθητοί όλοι οι κίνδυνοι εκ της μοναρχιανικής «συγχύσεως» των Προσώπων της Αγίας Τριάδος), τούτο δεν σημαίνει ότι υποστηρίζω ότι η τάσις αυτή επεσκίαζε και απώθη την ορθήν πίστιν της Εκκλησίας εις την Αγίαν Τριάδα, η οποία αναμφισβητήτως υπήρχε και εις την Δύσιν. Ας λάβωμεν ως παράδειγμα τουλάχιστον τον Διονύσιον Ρώμης, από τον Γ' αιώνα, ή ακόμη καλλίτερον τον ’γιον Ικάριον Πικτάβων από τον Δ' αιώνα, οι οποίοι αναμφιβόλως επίστευον ορθώς εις την Αγίαν Τριάδα. Είναι, βεβαίως, αληθές ότι ο ’γιος Ικάριος υπέστη ορισμένην επίδρασιν της Ανατολής, αλλ' ακριβώς το γεγονός ότι ούτος κατεννόησε κατέλαβε και εδέχθη παραδέχθηκε την ανατολικήν τριαδικήν θεολογίαν μαρτυρεί ότι η Δύσις δεν ήτο ξένη προς την αποστολικήν εκκλησιαστικήν πίστιν εις την Αγίαν Τριάδα.
3. Εις τα εγχειρίδια της της Εκκλησίας ιστορίας, ιδιαιτέρως παρά τοις Δυτικοίς, ενίοτε δε και παρά τοις Ανατολικοίς, υποστηρίζεται συνήθως ότι μετά την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον όλη η Ανατολή ήτο αρειανική ή ημιαρειανική. Εν τούτοις, η γνώμη του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου δεν ήτο τοιαύτη. Εν πάση περιπτώσει, ο Μέγας Βασίλειος δεν επέτρεπε τοιαύτην γνώμην δια τον επίσκοπόν του, τον Διάνιον Καισαρείας, διάδοχον του Ερμογένους όστις συμμετείχεν εις την Σύνοδον της Νικαίας και κατέγραψεν εκεί το Σύμβολον της πίστεως, ενώ είναι γνωστόν ότι ο Διάνιος ήτο εκ της παρατάξεως των «Ανατολικών» (8). Εν πάση περιπτώσει όμως, τυγχάνει πασίγνωστον ότι, καίτοι ο Αρειανισμός προήλθε και διεδόθη κυρίως εις την Ανατολήν και είχεν εκεί μεγάλον αριθμόν των οπαδών, παρά ταύτα η ιδία αίρεσις αυτή οριστικώς και χωρίς κατάλοιπα ηττήθη εις την ιδίαν την Ανατολήν. Όμως, ο άγων εναντίον του Αρειανισμού δεν διεξήγετο κατά τον ίδιον τρόπον εις την Ανατολήν όπως εις την Δύσιν. Αντί της δυτικής επιμόνου και μονοπλεύρου, αλλά δι' αυτό συχνά τυπικής, υποστηρίξεως της Συνόδου της Νικαίας και αναθεματισμού όλων εκείνων όσοι δεν εδέχοντο την έκφρασιν αυτής «ομοούσιος», εις την Ανατολήν ο αγών εναντίον πάσης αιρέσεως διεξήγετο πάντοτε επί ενός πολύ ευρύτερου και συνθετωτέρου πλαισίου, οία υπήρξε και η περίπτωσις του αγώνος εναντίον του Αρειανισμού. Είναι αλήθεια ότι η Ανατολή δια πολύν καιρόν μετά την Σύνοδον της Νικαίας ήτο επιφυλακτική έναντι του νικαιανού «ομοουσίου», αλλ' η επιφυλακτικότης αυτή πρέπει να κατανοηθή ορθώς, διότι εις πολλάς περιπτώσεις η επιφύλαξις δεν ήτο άρειανική, δηλ. αιρετική. Δια να κατανοηθή αυτή η σχετικά μακρόχρονος μη αποδοχή εις την ’νατολήν του νικαιανού όρου «ομοούσιος» πρέπει και πάλιν να επιστρέψωμεν ολίγον οπίσω.
Είδομεν πώς ενωρίτερον η Μοναρχιανική αίρεσις ενεργώς κατεδικάσθη παντού εις την ’νατολήν. Εις τήν Μεγάλην Σύνοδον της Αντιοχείας το 268 μ.Χ. κατεδικάσθη επί πλέον και αυτή η εκφρασις «ομοούσιος», την οποίαν ο Παύλος ο Σαμοσατεύς εχρησιμοποίει ακριβώς υπό μοναρχιανικήν έννοιαν. Περί αυτού μαρτυρούν και ομιλούν ο ’γιος Αθανάσιος, ο ’γιος Ιλάριος Πικτάβων και ο Μέγας Βασίλειος. Έχοντες υπ' όψιν την παλαιοτέραν αυτήν καταδίκην, και μάλιστα κατόπιν της εμφανίσεως της σαφώς σαβελλιανικής ερμηνείας του όρου αυτού κατά τον Δ' αιώνα υπό του Μαρκέλλου Αγκύρας, εις τους Ανατολικούς Πατέρας δεν ήτο εύκολον να παραδεχθούν την έκφρασιν «ομοούσιος», ή τουλάχιστον να παραμείνουν μόνον εις αυτήν έστω και αν όπισθεν αυτής ίστατο ακόμη και μία Σύνοδος της Νικαίας. Λαμβανόμενος καθ' εαυτόν μόνος του ο όρος «ομοούσιος» περιέχει πάντως ορισμένους κινδύνους και επέτρεπε διαφόρους ερμηνείας. Ήτο αναγκαίον η έκφρασις αυτή να ερμηνευθή σαφώς και να απομακρυνθούν από αυτήν οι συγκαλυπτόμενοι ή αποδιδόμενοι κίνδυνοι. Δια τούτο εις τον Μέγαν Βασίλειον συναντώμεν την υπογράμμισιν ανάγκης της ορθής και υγιούς κατανοήσεως και ερμηνείας του νικαιανού όρου «ομοούσιος», και δη ανάγκης κατανοήσεως της εκφράσεως αυτής πάντοτε εντός των πλαισίων και των λοιπών εκφράσεων και ονομάτων των χρησιμοποιουμένων εις το Σύμβολον της Νικαίας δια τον Υιόν του Θεού (9). Με άλλους λόγους, όπως ορθώς παρατηρεί ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ (10), η νικαιανή διατύπωσις της πίστεως ήτο δυνατόν να κατανοηθή ορθώς και να ερμηνευθή ορθώς μόνον εντός των πλαισίων και της συνθέσεως της καθολικής ομολογίας της χριστιανικής τριαδικής πίστεως, τούτο δε ακριβώς επρότεινεν ο ’γιος Βασίλειος ο Μέγας και οι μαθηταί του μεγάλοι Καππαδόκαι. Προς τούτοις, πρέπει εδώ να υπενθυμίσωμεν και το δεδομένον ότι η Σύνοδος της Νικαίας, φυσικά εκ δικαιολογημένων αιτίων έναντι της του Αρείου «διαιρέσεως» ωμίλει περισσότερον δια την ενότητα και το αδιαίρετον του Θείου Είναι, ενώ εις τους Ανατολικούς επισκόπους ήτο πολύτιμος προ πάντων θεολογική ή ομολογία των Υποστάσεων, η παραδοσιακή δηλαδή της Εκκλησίας εις την Τριάδα: τον Πατέρα, τον Υιόν και το ’γιον Πνεύμα. Δια τούτο ο Αλεξανδρεύς εις την εποχήν του, χωρίς τον παραμικρόν δισταγμόν και παραχώρησιν απήντησεν εις τους μοναρχιανιστάς: «Εἰ τῷ τρεῖς εἶναι τάς ὑποστάσεις, μεμερισμένας εἶναι λέγωσι, τρεῖς εἰσι κἄν μή θέλουσιν · ἤ τήν Θείαν Τριάδα παντελῶς ἀνελέτωσαν» (11) . Αυτή η ομολογία των τριών Θείων Υποστάσεων ήτο δια την Ανατολήν πολύτιμος παραδοσιακή πίστις της Εκκλησίας, την οποίαν αυτή δεν ήθελε και δεν δύνατο να αρνηθή έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Περί τούτου μας ομιλεί και μαρτυρεί τόσον σαφώς και τόσον επιμόνως επανειλημμένως ο Μέγας Αρχιεπίσκοπος της Καισαρείας της Καππαδοκίας. «Εἰ γάρ ἀρχή μοι ζωῆς τό βάπτισμα, καί πρώτη ἡμερῶν ἐκείνη ἡ τῆς παλιγγενεσίας ἡμέρα (ἐν τῷ βαπτίσματι), δῆλον ὅτι καί φωνή τιμιωτάτη πασῶν ἡ ἐν τῇ χάριτι τῆς υἱοθεσίας ἐκφωνηθεῖσα», τούτ' εστιν η φωνή ή οι λόγοι (ονόματα) εν τω βαπτίσματι: «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (12).
Πρέπει εν τούτοις να παρατηρήσωμεν, ότι και ο Διονύσιος Αλεξανδρείας και πολλοί άλλοι επίσκοποι εις την Ανατολήν, κατά το πλείστον μαθηταί του Ωριγένους, μαζί με την πολύτιμον διδασκαλίαν περί των Τριών Υποστάσεων εκληρονόμησαν και εκείνην την χαρακτηριστικήν αδυναμίαν της ωριγενείου θεολογίας, την περί υποταγής ( subordinatio) διδασκαλίαν. Το αδύνατον αυτό σημείον της ωριγενείου Τριαδολογίας θα χρησιμοποιηθή πολύ επιτηδείως εκ μέρους των Αρειανών. Ένεκεν τούτου όχι άλλος αλλ' αυτός ο ίδιος ο Μέγας Αθανάσιος θα είναι ηναγκασμένος να υπεράσπιση τον προκάτοχόν του Διονύσιον Αλεξανδρείας, τον οποίον οι Αρειανοί οικειοποιούντο και εθεώρουν ομόφρονά των. Χαράκτηριστικόν είναι εν τούτοις ότι ο Μέγας Αθανάσιος, υπερασπίζων τον ’γιον Διονύσιον, ιδιαιτέρως υπογραμμίζει την διδασκαλίαν εκείνου περί Τριάδος: «Οὔτω μέν ἡμεῖς, ἀναφέρεται λέγων ὁ Διονύσιος λέγων παρά τῷ Ἀθανασίῳ, εἰ τε τήν Τριάδα τήν Μονάδα πλατύνομεν ἀδιαίρετον, καί τήν Τριάδα πάλιν ἀμείωτον εἰς τήν Μονάδα συγκεφαλαιοῦμεθα» (13). Τουτέστιν, δια της τοιαύτης τριαδικής ομολογίας ταυτοχρόνως αναιρείται και η μοναρχιανική «σύγχυσις» και η άρειανική «διαίρεσις» της εν Τριάδι Θεότητος.
Η παραδοσιακή ανατολική διδακαλία περί των τριών Θείων Υποστάσεων ήτο το ισχυρότερον όπλον εναντίον πάσης μοναρχιανικής «συγχύσεως», διότι δια της διδασκαλίας αυτής ωμολογείτο η πραγματική ύπαρξις τριών ασυγχύτων Θείων Προσώπων, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και αυτό θα το τονίζη συνεχώς ο Μέγας Βασίλειος. Επειδή εδώ, δηλαδή εις την Ανατολήν, το αφετηριακόν σημείον της θεολογίας περί Τριάδος ήτο η Ύπόστασις του Θεού Πατρός, δι' αυτό η θεολογική προοπτική ήτο τριαδική, τρισυπόστατος, δηλαδή βιβλική προσωπική προοπτική, όπου ως σημείον αφετηρίας και της πίστεως και της θεολογίας της Εκκλησίας εχρησίμευεν η προσωπική του Θεού αποκάλυψις, η υποστατική και αυτουργική, όπως λέγουν οι Πατέρες, φανέρωσις του Υιού του Θεού εν σαρκί (Ιωαν. 1, 14. 18), αυτή δε είναι δυνατή μόνον αν ο Μονογενής Υιός όχι απλώς «Λόγος» είναι ιδιαιτέρα και διακεκριμένη από τον Πατέρα Υπόστασις, ιδιαίτερον δηλαδή πρόσωπον το οποίον ως τοιούτον μαρτυρεί περί του Πατρός αυτού, γεγονός το οποίον και πάλιν εξαιρέτως τονίζει ο ’γιος Βασίλειος. Δι' όλα δε αυτά δικαίως ελέχθη και διεπιστώθη εκ μέρους πολλών θεολόγων και πατρολόγων, ότι η Ανατολή εις την τριαδικήν της θεολογίαν εξεκίνει προπαντός εκ της ομολογίας τών Τριών Θείων Υποστάσεων, και κατόπιν τούτου υπεστήριζε και εβεβαίωνε την αδιαίρετον ενότητα αυτών (14). Εις τούτο άλλωστε έγκειται μία από τας ουσιώδεις διαφοράς μεταξύ της εκκλησιαστικής θεολογίας και της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, την οποίαν οι Πατέρες καλώς εγνώριζον. Η εκκλησιαστική θεολογία των Πατέρων είχεν αφετηρίαν τον αεί ζώντα και προσωπικόν, τριαδικόν Θεόν, τον Πατέρα και τον Υιόν και το ’γιον Πνεύμα, δηλαδή τα εν τη αποκαλύψει του Θεού αποκαλυφθέντα εις ημάς ως πραγματικώς υπάρχοντα τρία Θεία ονόματα, και όχι κάποιον άπειρον, αόριστον και απρόσωπον «Εν» (το εν του Πλωτίνου), το οποίον δεν έχει ουδεμίαν σχέσιν με τον ζώντα βιβλικόν Θεόν τον φανερωθέντα εν Τριάδι (15). Εν τούτοις, όταν ανεφάνη η Αρειανική αίρεσις, η οποία δεν «συνέχεε» αλλ' ακριβώς έκαμε την «διαίρεσιν» της Θεότητος, τότε πολλοί εκ των Ανατολικών έφθασαν εις εσφαλμένα συμπεράσματα και ακόμη εις σαφώς καταχρηστικάς και αιρετικάς διατυπώσεις. Τούτο δε συνέβη δια τον λόγον ότι εις την Ανατολήν από πολλούς εκ των θεολόγων δεν ετονίζετο πάντοτε και δεν εξεφράζετο αρκούντως και με καταλλήλους εκφράσεις η ενότης των Τριών Θείων Προσώπων. Ούτοι ομιλούν συχνά μόνον περί «ενότητος του θελήματος» μεταξύ των τριών Θείων Προσώπων, περί «ἑνότητος αὐτῶν κατά συμφωνίαν» ή παρομοίως (16), όδπερ ήτο και ολίγον αδύνατον να εξουδετέρωση ριζικώς την αρειανικήν «διαίρεσιν».
Ενταύθα καθίσταται πρόδηλον διατί εις την Σύνοδον της Νικαίας και δια την ιδίαν την Ανατολήν ήτο απαραίτητος η χρησιμοποίησις εις το Σύμβολον της πίστεως των τόσον δυνατών εκφράσεων, όπως αι «Γεννηθέντα ἐκ τοῦ Πατρός, τουτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», και «ὁμοούσιον τῷ Πατρί» δηλαδή τοιούτων εκφράσεων αι οποίαι δεν επέτρεπον ουδεμίαν αρειανικήν παρερμηνείαν, αλλά ετόνιζον την ουσιαστικήν ενότητα και την ομού μετά του Πατρός Θεότητα του Υιού και το ίσον (το αυτό) θείον αξίωμα του Υιού μετά του Θεού Πατρός. Δια τούτο ο Μέγας ούτος Καππαδόκης πατήρ εις την Ανατολήν ο ’γιος Βασίλειος, όπως και προ αυτού ο ’γιος Αθανάσιος εις την Αλεξάνδρειαν, ευθύς εξ αρχής εδέχθη την πίστιν της Νικαίας και ένεκεν του εκπεφρασμένου τονισμού της κατ' ουσίαν ενότητος εν τη Αγία Τριάδι εναντίον αρειανικής «διαιρέσεως», ο Βασίλειος ωνόμασεν το Σύμβολον της Νικαίας «τό μέγα τῆς εὐσεβείας κήρυγμα» (17). Διότι, όντως, έκφρασις «ομοούσιος» του Συμβόλου της Νικαίας υπήρξεν αληθώς μεγάλη «ἑλέπολις» κατά των Αρειανών, όπως το ωνόμασε αργότερον ο ’γιος Φώτιος, θριαμβευτικός δηλαδή αφανιστής όλων των αιρετικών κακοδοξιών αυτών, καθ' όσον αυτή η έκφρασις δεν επέτρεπεν ούτε την ελαχίστην αμφιβολίαν δια την ενότητα του Πατρός και του Υιού κατά την Θεότητα. Ακριβώς δια τον αυτόν λόγον ο όρος «ομοούσιος» θα γίνη οριστικώς αποδεκτός και εις την Ανατολήν, και εις τούτο θα συμβάλη, μετά τον ’γιον Αθανάσιον, περισσότερον παντός άλλου ο ’γιος Βασίλειος και μαζί του και κατόπιν αυτού οι λοιποί Καππαδόκαι Πατέρες. Η διαδικασία όμως της αποδοχής της νικαιανής εκφράσεως αυτής δεν υπήρξεν η αυτή εις την ’νατολήν και εις την Δύσιν.
Η διαφορά εις την αξιολόγησιν και την αποδοχήν της εκφράσεως αυτής εις το Σύμβολον της Νικαίας, εις την Ανατολήν και την Δύσιν, προήρχετο εκ του διαφορετικού πνευματικού αισθητηρίου δια τα λεπτά αλλά πολύ σημαντικά θεολογικά προβλήματα. Δεν επρόκειτο εδώ δια κάποιαν δήθεν «ελληνικήν λεπτολογίαν», αλλ' επρόκειτο δια θεολογικώς λεπτήν και ευαίσθητον σκέψιν και διαίσθησιν των ανατολικών θεολόγων, η οποία ως ορθώς παρατηρεί ο Ρ restige (18), ήτο περισσότερον βαθεία και καλλιεργημένη από την δυτικήν λατινικήν θεολογικήν σκέψιν. Δια την Ανατολήν, όπως είπομεν, το πρωτείον και λίαν ευαίσθητον θέμα ήτο το θέμα της ομολογίας της πραγματικής υπάρξεως τριών Υποστάσεων εν τω Θεώ, δηλαδή της πραγματικής υπάρξεως ιδιαιτέρας Υποστάσεως του Υιού και ιδιαιτέρας Υποστάσεως του Πνεύματος, ασυγχύτων με την ουσίαν του Πατρός ουδόλως συμπιπτουσών με τας «δυνάμεις» ή «ενεργείας» ή «ιδιότητας» αυτής της ουσίας, καίτοι ηνωμένων μετά του Πατρός κατά φύσιν. Η μη αναγνώρισις των τριών Υποστάσεων δια την Ανατολήν εσήμαινεν παρέκκλισιν από την παραδεδομένην αποστολικήν πίστιν και πτώσιν εις την αίρεσιν του Σαβελλίου, πράγμα το οποίον ο ’γιος Βασίλειος συχνά θα τονίζη και τον κίνδυνον αυτόν θα υποδεικνύη.
Όθεν, κατ' αυτόν, δεν ήτο άρκετόν το να χρησιμοποιή κανείς την νικαιανήν έκφρασιν «ομοούσιος», διότι, λαμβανομένη μόνον καθ' εαυτήν, η έκφρασις αυτή ηδύνατο ευκόλως να επισκιάζη τας υποστατικάς διαφοράς των Τριών Θείων Υποστάσεων. Αναγκαίον ήτο να ομολογή κανείς ταυτοχρόνως τόσον την ενότητα της Τριάδος κατά την ουσίαν (τ.ε. το ομοούσιον), όσον και τας προσωπικάς υποστατικάς διαφοράς των Τριών Προσώπων, τ.ε. να αναγνωρίζη την πραγματικήν ύπαρξιν των Τριών Υποστάσεων, «τό κοινόν τῆς οὐσίας καί τό ἰδιάζον τῶν Ὑποστάσεων», όπως λέγει ο ίδιος ο Βασίλειος (19). Η Δύσις όμως, ως είναι γνωστόν, απέφευγε να ομιλή περί τριών Υποστάσεων, φαίνεται δε όχι μόνον λόγω του «στενού» της γλώσσης της. Όλοι οι Δυτικοί και πολλοί Ανατολικοί «Νικαιανοί» εχρησιμοποίουν την εκφρασιν «τρία πρόσωπα» ( tres personae), το οποίον όμως δια τον Μέγαν Βασίλειον ουδόλως ήτο αρκετόν, διότι την λέξιν «πρόσωπον» εχρησιμοποίει και ο Σαβέλλιος (20) 20.
Υπ' αυτήν την προοπτικήν δυνάμεθα ευκόλως να κατανοήσωμεν, διατί απέτυχεν η γνωστή απόπειρα της ενώσεως Ανατολικών και Δυτικών πατέρων εις την Σύνοδον της Σαρδικής το έτος 343 μ.Χ. Εις την «πλατυτέραν» εκθεσιν της πίστεως της Νικαίας, την οποίαν εις την Σύνοδον αυτήν της Σαρδικής προσεπάθησαν να δώσουν μερικοί εκ των παρόντων Δυτικών πατέρων (ο Όσιος Κορδούης και ο Πρωτογενής Σαρδικής), την οποίαν μάλιστα «έκθεσιν» παρών εις την Σύνοδον ο ’γιος Αθανάσιος Αλεξανδρείας απεδοκίμασεν, περιελαμβάνετο μεταξύ άλλων ο ισχυρισμός ότι «μίαν εἶναι ὑπόστασιν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ» (21), διατύπωσις δηλαδή απολύτως απαράδεκτος δια τους Ανατολικούς πατέρας (έστω και αν η λέξις «υπόστασις» εταυτίζετο εις την Δύσιν με την λέξιν «ουσία»). Χαρακτηριστικά περί τούτου είναι τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου: «Οἱ δέ ταὐτόν λέγοντες οὐσίαν καί ὑπόστασιν ἀναγκάζονται πρόσωπα μόνον ὁμολογεῖν διάφορα, καί ἐν τῷ περιίστασθαι λέγειν τρεῖς ὑποστάσεις εὑρίσκονται μή φεύγοντες τό τοῦ Σαβελλίου κακόν» (22) . Τοιαῦται, λοιπόν, επικίνδυνοι ανακρίβειαι ήσαν ανεπίτρεπτοι και ασυγχώρητοι εις την Ανατολήν, και δεν ήτο δυνατόν να καλύπτωνται ούτε και με την αυθεντίαν μιας Συνόδου της Νικαίας. Όταν ολίγον αργότερον επανελήφθη μια παρόμοια περίπτωσις εις την Αντιόχειαν μεταξύ των «Ευσταθιανών», δηλ. των αυστηρών «Νικαιανών» των οποίων προΐστατο ο Παυλίνος, ο Μέγας Βασίλειος δεν εδίστασε να χαρακτηρίση τούτο ως «ασθένειαν του Μαρκέλλου», δηλαδή να το θεώρηση ως Σαβελλιανικήν αίρεσιν (23).
4. Υπό την αυτήν προοπτικήν πρέπει να ίδωμεν και την κίνησιν των «ομοιουσιανών» εις την Ανατολήν, οι οποίοι εκινούντο κυρίως περί τον Βασίλειον Αγκύρας, και με τους οποίους πάντως είχεν ωρισμένας σχέσεις ο ’γιος Βασίλειος, κυρίως εις την Σύνοδον της Κωνσταντινουπόλεως το 360 και περαιτέρω. Ο Βασίλειος Αγκύρας ήλθεν εις την έδραν της Αγκύρας κατόπιν απομακρύνσεως απ' αυτής του «Νικαιανού» Μαρκέλλου, και ήτο αναμφιβόλως εις την πίστιν περισσότερον ορθόδοξος από αυτόν. Ήτο εις σπανίως βαθύς και λεπτός θεολόγος, ταυτοχρόνως αντιμοναρχιανός και αντιαρειανός. Δια τούτο, περί αυτού θα έχη να είπη τους καλυτέρους λόγους όχι μόνον αργότερον ο Μέγας Φώτιος, όστις επαινεί την πίστιν και την θεολογίαν αυτού, αλλ' ακόμη αυτός ο ίδιος ο ’γιος Αθανάσιος ο Μέγας, ο όντως «πατήρ της Ορθοδοξίας» και ο αληθινός Νικαιανός, θα τον αναγνώριση πλήρως ορθόδοξον και θα τον ονομάση «ἀδελφόν ἐν τῇ πίστει» (24). Οι ομοιουσιανοί κατά πάντα είχον δεχθή την πίστιν της Νικαίας πλην του όρου «ομοούσιος», όχι μόνον ενωρίτερον καταδικασθέντα εις την Ανατολήν αλλά και τώρα διαβεβλημένον δια της ερμηνείας του Μαρκέλλου. Αντί αυτού του νικαιανού όρου ούτοι εχρησιμοποίουν την εκφρασιν «ομοιούσιος» ως καταλληλοτέραν δια την ύπογράμμισιν της πραγματικής υπάρξεως της Υποστάσεως του Υιού, ιδιαιτέρως της Υποστάσεως του Πατρός (25). Διότι, αγωνιζόμενος εναντίον της Αρειανικής αιρέσεως (και απόδειξις τούτου είναι αι Σύνοδοι της Αγκύρας το 358 και της Σελευκείας το 359), ο Βασίλειος ’γκυρας δεν ελησμόνει και «τό τοῦ Σαβελλίου κακόν», δηλαδή την «σύγχυσιν» των Υποστάσεων, και ούτω συνεχώς ετόνιζε την πραγματικήν ύπαρξιν τριών Υποστάσεων. Ο Μέγας Βασίλειος, αντιθέτως προς τους ομοιουσιανούς, ποτέ δεν εχρησιμοποίει την έκφρασιν «ομοιούσιος», αλλά εξ αρχής εδέχετο και πάντοτε εχρησιμοποίει την έκφρασιν «ομοούσιος», αλλά πάντοτε με την ήδη μνημονευθείσαν υπόμνησιν-υπογράμμισιν ότι και αυτή η έκφρασις πρέπει ορθώς να κατανοήται και ορθώς να ερμηνεύεται. Δι' αυτόν τον μεγάλον Πατέρα της Εκκλησίας, τον αληθινόν θεολόγον της Αγίας καί Σωτηρίου Τριάδος, η έκφρασις ομοούσιος εσήμαινε προπαντός την ακατάληπτον και ανέκφραστον φυσικήν και ουσιαστικήν αχώριστον και αδιαίρετον κοινωνίαν των Θείων Υποστάσεων της Αγίας Τριάδος· «οικεία καί συμφυής καί ἀχώριστος ἡ κοινωνία» (26) υπάρχει μεταξύ των Θείων Υποστάσεων. Το ομοούσιον είναι η ενότης της Τριαδικής Θεότητος θεωρούμενη και θεοπρεπώς νοούμενη ως ασύλληπτος και ανέκφραστος «κοινωνία κατ' ουσίαν», «κοινωνία κατά φύσιν» (27). Ο Μονογενής Υιός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα αυτού, αλλ' όμως ο ίδιος είναι ο αληθώς υπάρχων Υιός ως ιδιαιτέρα θεία Υπόστασις, όπως και ο Πατήρ είναι ιδιαιτέρα Υπόστασις. Ούτω και το ’γιον Πνεύμα, το οποιόν είναι «ἐκ τοῦ Θεοῦ» Πατρός, και Αυτό είναι «συνουσιωμένως κατά φύσιν» τω Πατρί και τω Υιώ, αλλ' όμως και Αυτό είναι μία και μοναδική, ιδιαιτέρα Υπόστασις(28).
Δια τους Ανατολικούς επισκόπους δεν ήτο ικανοποιητική μόνον η αποδοχή «τριών προσώπων» ( tres personae εις την γλώσσαν της λατινικής Δύσεως), διότι και επί της λέξεως «πρόσωπον» εφέρετο η σκιά του Σαβελλιανισμού, περί του οποίου ρητώς μαρτυρεί ο Μέγας Βασίλειος. Ήτο αναγκαία η σαφής και αναμφίβολος αναγνώρισις και ομολογία ακριβώς των τριών Υποστάσεων (29), τριών συγκεκριμένως υπαρχόντων Προσώπων, όπου η Υ πόστασις εννοείται και καταλαμβάνεται ως το γνωριστικόν και διακεκριμένον προσωπικόν σημείον, ως φορεύς της ιδιαιτέρας προσωπικής υπάρξεως, ως προσωπικός «τρόπος υπάρξεως» όστις δεν δύναται να συνοψισθή ή συνταυτισθή με τίποτε άλλο, ούτε με την «ουσίαν» ή «φύσιν» ή οποιονδήποτε «ιδίωμα» της Θείας φύσεως, εφ' όσον το ύποστατικόν προσωπικόν σημείον του είναι, δηλαδή το πραγματικώς υφιστάμενον πρόσωπον δεν εξαντλείται ούτε υποκαθίσταται από τίποτε άλλο, ούτε από την ιδίαν του ουσίαν ή φύσιν.
Ο Μέγας Βασίλειος εις την τριαδολογικήν θεολογίαν του συνέδεσε ασυγχύτως και ήνωσεν αχωρίστως τους θεολογικούς όρους Υ πόστασις και ο μοούσιον δια να εκφράση τοιουτοτρόπως όσον το δυνατόν αργότερον και θεοπρεπέστερον το ανέκφραστον μυστήριον της Τριαδικής Υπάρξεως και Ζωής και Κοινωνίας (30), τό μυστήριον δηλαδή της Ομοουσίου και Ζωοποιού Τριάδος, του Πατρός και του εξ Αυτού γεννηθέντος Υιού και του εξ Αυτού προελθόντος Πνεύματος Αγίου.
Η ομοιουσιανική θεολογία στοιχειωδώς εσυνέχιζε την υγιά ανατολικήν θεολογικήν παράδοσιν με την κυρίως προσωπικήν προοπτικήν αυτής, δηλ. την τριαδικήν. Αλλ' εν τούτοις, και η ομοιουσιανική θεολογία, λαμβανομένη αυτή καθ' εαυτήν, είχε τας αδυναμίας της. Και προ παντός, αυτή είχεν ανάγκην, όπως τους προσεκάλει αδελφικώς ακόμη και ’γιος Αθανάσιος, ίνα, αντί του ιδικού των ρευστού όρου «ομοιουσίου» δεχθούν πλήρως και ορθώς νικαιανόν όρον ομοούσιος, και ίνα την διδασκαλίαν περί της ομοουσιότητος του Θεού προς τον Πατέρα επεκτείνουν και επί το ’γιον Πνεύμα. Μερικοί όμως εκ των ομοιουσιανών επισκόπων προέβησαν εις το ήμισυ βήμα και αυτοί ακριβώς ήσαν οι ονομασθέντες Πνευματομάχοι, ή «ημιαρειανοί», όπως τους αποκαλεί η Β' Οικουμενική Σύνοδος, οι οποίοι ελέγοντο προσέτι και «Μακεδονιανοί». Όθεν, μεγάλο θεολογικόν έργον επρόκειτο να επιτελέσουν οι μεγάλοι Καππαδόκαι Πατέρες, επί κεφαλής των οποίων ίστατο ο ’γιος Βασίλειος, και πράγματι αυτό το έφεραν εις πέρας αξίως. Διότι οι Καππαδόκαι Πατέρες ηγωνίσθησαν εις την Ανατολήν μεταξύ «Νικαιανών», ηγωνίσθησαν δια την πραγματικήν νίκην του ορθοδόξου νικαιανού ομοουσίου και δια την ορθήν πίστιν εις το ’γιον Πνεύμα, μη θυσιάζοντες ταυτοχρόνως τίποτε από την πλέον υγιά ανατολικήν τριαδολογικήν παράδοσιν. Η ονομασία «Νεονικαιανοί» η οποία τους απεδόθη αργότερον, έχει ακριβώς αυτήν την σημασίαν (31).
Δεν πρέπει λοιπόν να λησμονώμεν, και ημείς αυτό θέλομεν ιδιαιτέρως να τονίσωμεν ενταύθα, ότι ο Μέγας Βασίλειος και οι λοιποί Καππαδόκαι θεολόγοι μετ' αυτού, προήλθον πλήρως εκ της καθόλου ανατολικής δογματικής παραδόσεως, όχι δε μόνον και όχι τόσον εκ της θεολογίας των «ομοιουσιανών». Αγωνιζόμενοι δια την πίστιν της Νικαίας, οι Καππαδόκαι Πατέρες συγχρόνως διεφύλαττον και την αρχαιοπαράδοτον ανατολικήν θεολογικήν θεωρίαν και παν υγιές στοιχείον εκ της ανατολικής προνικαιανής θεολογικής παραδόσεως περί της Αγίας Τριάδος. Διότι τοιούτος είναι ο εσωτερικός νόμος της πίστεως και της ζωής της Εκκλησίας εν Αγίω Πνεύματι, ώστε μία αληθής δογματική παράδοσις εν τη Εκκλησία δεν δύναται να παραμερισθή ούτε ακόμη από μίαν Οικουμενικήν Συνοδον. Αλλά βεβαίως, πρέπει επίσης να λεχθή ότι οι Καππαδόκαι Πατέρες με επικεφαλής τον ’γιον Βασίλειον ήραν και θεολογικώς εκ των ένδον ενίκησαν και όλας εκείνας τας αδυναμίας αι οποίαι ενεφανίζοντο εις τους θεολόγους της προνικαιανής τριαδολογικής θεολογίας εις την Ανατολήν, ως είναι η subordination του ωριγενισμού και η ούτω λεγομένη κοσμολογική άποψις περί Λόγου, επίσης δε η σύγχυσις-ανάμιξις της «οικονομικής» φανερώσεως της Τριάδος με την θεολογίαν περί της Αγ. Τριάδος. Τοιουτοτρόπως ούτοι κατέστησαν όντως ο «θεολογικός νους» και η «θεολογική γλώσσα» δια της οποίας η Καθολική Εκκλησία του Χριστού εις όλην την οικουμένην εύρε την ορθήν και θεοπρεπή έκφρασιν της παραδοσιακής, δηλ. ευαγγελικής και αποστολικής πίστεως της. Εις την εύρεσιν και άρθρωσιν της ορθής θεολογικής ορολογίας, των θεολογικών λόγων και όρων δηλαδή την υπάρχουσαν ορθόδοξον πίστιν της Εκκλησίας εις την Αγίαν και Ζωοποιόν Τριάδα την μεγαλυτέραν συμβολήν έδωσεν αναμφιβόλως ο ’γιος Βασίλειος ο Μέγας. Δια τούτο η Τριαδολογία του, και των κατά σάρκα και πνεύμα Καππαδοκών αδελφών του, κατέστη η καθολική Τριαδολογία της Εκκλησίας, και όλη η περαιτέρω θεολογία της Εκκλησίας είναι αδιανόητη άνευ αυτής.
5. Εν από τα κυριώτερα, αν όχι και το βασικώτερον στοιχείον της τριαδικής θεολογίας της Ανατολής, κληρονομηθέν εκ της αρχαίας εκκλησιαστικής βιβλικοαποστολικής παραδόσεως είναι η διδασκαλία περί της Μοναρχίας του Πατρός. Η διδασκαλία αυτή περί της Θείας μοναρχίας, ή ακριβέστερον η πίστις της Εκκλησίας εις «ένα Θεόν Πατέρα...», πίστις ήτις κυριαρχεί εις ολόκληρον την Αγίαν Γραφήν και την αποστολικήν παράδοσιν της Εκκλησίας, μαρτυρωμένη εις τον τύπον του βαπτίσματος, εις τα αρχαιότερα Σύμβολα της πίστεως και εις τας λειτουργικάς αναφοράς των αρχαίων αποστολικών Εκκλησιών, αποτελεί το αφετηριακόν σημείον της ανατολικής τριαδικής θεολογίας. Όχι απλώς θεολογίας περί «ενός Θεού Πατρός» ο οποίος έχει τον Μονογενή Υιόν του, γεννηθέντα εξ Αυτού, και το Θείον Πνεϋμα Αυτού, προελθόν εξ Αυτού. Κατά τους λόγους του Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, ενός εκ των επισκόπων εκ της παρατάξεως των Ανατολικών αλλ' οπωσδήποτε περισσότερον ορθοδόξου από πολλούς τυπικώς «Νικαιανούς», η παράδοσις περί της «αληθείας της μοναρχίας» του χριστιανικού Θεού συνίσταται ακριβώς εις την ταύτισιν «του της μοναρχίας αξιώματος» μετά «του Πατρικού αξιώματος» («τῷ τῆς μοναρχίας ἀξιώματι τό Πατρικόν συνάπτοντες καί πιστεύοντες εἰς ἕνα Θεόν Πατέρα»). Διότι, συνεχίζει ο Αγ. Κύριλλος «οὐ μόνον εἰς ἕνα Θεόν δεῖ πιστεύειν, ἀλλά καί τόν Πατέρα τοῦτον εἶναι τοῦ Μονογενοῦς» (32), και άχρονον και άναρχον Αρχήν και Πηγήν» (33) της Θεότητος του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τα λόγια αυτά του Ιεροσολύμων Κυρίλλου περί της μοναρχίας του Θεού Πατρός θα επαναλάβη σχεδόν αυτολεξί ο Μέγας Βασίλειος, και μάλιστα περισσοτέρας φοράς εις τά Κατά Ευνομίου (βιβλ. Α', 20.24.25. Β', 12. Γ', 6), Περί Ἁγίου Πνεύματος (όπου όλον το ΙΗ' κεφάλαιον αφιερώνεται εις το θέμα «Πῶς ἐν τῇ ὁμολογίᾳ τῶν τριῶν Ὑποστάσεων τό εὐσεβές τῆς μοναρχίας δόγμα διατηροῦμεν») και εἰς τήν Ὁ μιλίαν ΚΔ,' Κατά Σαβελλιανῶν καί Ἀρείου καί τῶν Ἀνομοίων.
Η αλήθεια περί της μοναρχίας του Πατρός είναι σαφώς παρούσα και εις την δομήν της ευχαριστιακής Αναφοράς εις την Θ. Λειτουργίαν του Αγίου Βασιλείου.
Η γνωστή και λίαν χαρακτηριστική φράσις του Μεγάλου Βασιλείου εις την αναφερθείσαν ΚΔ' Ὁμιλίαν του «Εἷς Θεός ὅτι καί Πατήρ» (34), θα επαναληφθή περισσοτέρας φοράς από τους Αγίους δύο Γρηγορίους, τον Θεολόγον και τον Νύσσης (35), ακριβώς δε οι Λόγοι αυτοί περιέχουν αυτό το οποίον δια τους Καππαδόκας και γενικώς δια την ορθόδοξον Ανατολήν ήτο τόσον πολύτιμον και προσφιλές. Δηλαδή, το γεγονός ότι το αφετηριακόν σημείον, η αρχή, η πηγή, η βάσις και το κέντρον της ενότητος του Θείου Είναι συνίσταται και περιέχεται εις το μυστήριον της Υποστάσεως του Θεού Πατρός, εκ του οποίου γεννάται αχρόνως ο Υιός και εκπορεύεται προαιωνίως το Πνεύμα. Διότι το μυστήριον του χριστιανικού Θεού έγκειται πρωτίστως εις το μυστήριον του Θεού ω ς Πατρός και τότε εις μίαν ουσίαν της Θεότητος η οποία και πάλιν είναι όντως ουσία του Θεού Πατρός. Δια τούτο ο ’γιος Βασίλειος, γράφων κατά του Ευνομίου, εξαίρει το όνομα Πατήρ ως το σημαντικότερον και σπουδαιότερον χριστιανικόν όνομα του Θεού δοθέν ημίν εν τη Θεία Αποκαλύψει δια του Αγίου Πνεύματος, και επιμένει ο ’γιος επί του βιβλικού τούτου ονόματος του Θεού, διότι μόνον δι' αυτό και δια των λοιπών μοναδικών και ανεπανάληπτων και αναντικατάστατων βιβλικών ονομάτων της Τριάδος, (Πατρός, Υιοού, Αγίου Πνεύματος) δύναται να αναπέμπεται ορθώς εις Αυτήν η «θεοπρεπής δοξολογία»· «ἀγαπᾶν τοῖς ἐν τῇ Γραφῇ κειμένοις ὀνόμασιν ἐπιμένοντα, διά τούτων θεοπρεπῶς τήν δοξολογίαν ἀποπληροῦν» (36).
Αυτή η αποστολική πίστις της Εκκλησίας εις την μοναρχίαν του Θεού Πατρός, εκ του Οποίου γεννάται ο Υιός και εκπορεύεται το ’γιον Πνεύμα, ανέκαθεν ωμολογείτο εις την Ανατολήν, αλλ' εις την προνικαιανήν θεολογίαν δεν εύρισκε πάντοτε την ορθήν της θεολογικήν έκφρασιν εν τοις «θεοπρεπέσι ρήμασι» και ταις εννοίαις. Δια τούτο εις πολλούς προνικαιανούς θεολόγους, οι οποίοι, όπως είπομεν συχνά συγχέουν το οικονομικόν επίπεδον ήτοι τας τριαδικάς θεοφανείας, με το θεολογικόν επίπεδον το οποίον αφορά εις αυτό το Θείον Είναι της Αγίας Τριάδος, απαντάται η διδασκαλία περί υποταγής του Υιού και του Πνεύματος εις τον Θεόν Πατέρα, ούτως ώστε ο Υιός και το Πνεύμα να θεωρούνται κατά τι κατώτεροι και ηλαττωμένοι του Θεού Πατρός. Τοιαύτη υπήρξεν και η περίπτωσις του Ωριγένους και των μαθητών του. Όσον αφορά εις τον Ωριγένην όμως πρέπει να παρατηρήσωμεν ότι η περί Τριάδος θεολογική προοπτική του, την οποίαν ούτος ανέπτυξεν εις τον αγώνα με τον Μοναρχιανισμόν, ήτο κατά βάθος ορθή και δεν ωδήγει αναποφεύκτως εις την αρειανικήν αίρεσιν, καθώς συνήθως νομίζεται. Ο ίδιος ο Ωριγένης προσέφερεν θετικάς υπηρεσίας εις την θεολογικήν υπεράσπισιν του τριαδικού δόγματος της Εκκλησίας, και αυτός υπήρξεν εκείνος όστις πρώτος εχρησιμοποίησε δια την Αγίαν Τριάδα την έκφρασιν «Τρεις Υποστάσεις» (37). Εν τούτοις, εις τον αγώνα κατά του Μοναρχιανισμού, τονίζων προ πάντων το τρισυπόστατον του χριστιανικού Θεού (το οποίον ακριβώς ηρνούντο οι Μοναρχιανοί), εν τη επιθυμία του όπως διαφύλαξη και την χριστιανικήν διδασκαλίαν περί ενός Θεού, κατέφυγεν εις την διδασκαλίαν περί της υποταγής, του Υιού εις τον Πατέρα, και του Αγίου Πνεύματος εις τον Πατέρα και τον Υίόν. Η πρόθεσίς του αυτή καθ' εαυτήν όπως διαφύλαξη μίαν αρχήν ε ν τω Θεώ, και δια τούτου να διαφύλαξη τον χριστιανικόν Μονοθεϊσμόν, υπήρξε ορθή και θα ήδύνατο να ερμηνευθή ορθώς εάν ο Ωριγένης είχε παραμείνη μόνον εις την προσωπικήν, υποστατικήν μοναρχίαν του Πατρός, εις το επίπεδον δηλαδή των Υποστάσεων, ό που η Πρώτη Υπόστασις της Αγίας Τριάδος, ο Θεός Πατήρ, ως Αρχή και Πηγή του Υιού και του Πνεύματος, είναι πράγματι «μείζων» αυτών (βλ. Ίωαν. 14,28). Αλλ' η βασική αδυναμία και η πλάνη του Ωριγένους έγκειται εις το ότι ωμίλησε και περί ουσιαστικής υποταγής του Υιού εις τον Πατέρα, και του Πνεύματος εις τον Πατέρα και τον Υιόν, τ.ε. ότι ο Υιός του Θεού είναι κατά φύσιν και δύναμιν και δόξαν και τιμήν υ ποτεταγμένος εις τον Πατέρα και είναι κατώτερος του Πατρός, το δε ’γιον Πνεύμα εις αμφότερους. Την ιδίαν αδυναμίαν του Ωριγένους έδειξεν και ο μαθητής του Διονύσιος Αλεξανδρείας, και δια τούτο θα τον επικρίνη ο Μέγας Βασίλειος, αλλά βεβαίως με την εξήγησιν ότι ο Διονύσιος έπραξε τούτο «οὐ πονηρίᾳ γνώμης, ἀλλά τῷ σφόδρα βούλεσθαι ἀντιτείνειν τῷ Σαβελλίῳ» και να δεΐξη εις αυτόν «ὅτι οὐ ταὐτόν τῷ ὑποκειμένῳ (= κατά την υπόστασιν) Πατήρ και Υιός» (38).
Η ωριγενιστική περί της υποταγής αντίληψις και προσέγγισις του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος, όσον και αν ετιμάτο ο Ωριγένης ως θεολόγος εις την Ανατολήν, εν τούτοις από αυτήν την ιδίαν την Ανατολήν κατεδικάσθη και απερρίφθη, και ο ωριγενισμός εις την ανατολικήν Τριαδολογίαν υπερφαλαγγίσθη ακριβώς μαζί με τον Αρειανισμόν. Όχι λοιπόν αργότερον μόνον, εις την Ε' Οικουμενικήν Σύνοδον, αλλ' ήδη πολύ ενωρίτερον την εποχήν των Καππαδοκών Πατέρων, ο ωριγενισμός εις την Ανατολήν απερρίφθη, αλλ' ακριβώς εξεπεράσθη και ενικήθη εκ των ένδον από τους ιδίους τους Καππαδόκας(39). Ούτε η αυθεντία ούτε η θεολογικοφιλοσοφική πολυμάθεια του μεγάλου τούτου Αλεξανδρέως δεν ηδυνήθησαν να αλλάξουν την αποστολικήν παράδοσιν της τριαδικής πίστεως της Εκκλησίας, η οποία ως τοιαύτη θα κατέρχεται μέχρι του Μεγάλου Βασιλείου και μέχρι της εποχής του και εις την θεολογίαν του θα εύρη την πλέον κατάλληλον και αρμόζουσαν εκφρασίν της. Αλλά οι μεγάλοι Καππαδόκαι Πατέρες, απορρίπτοντες τα του Ωριγένους και άλλων ανατολικών θεολόγων σφάλματα και τας παρεκκλίσεις δεν απέρριψαν και δεν εγκατέλειψαν και εκείνην την ορθήν ανατολικήν τριαδολογικήν θεώρησιν, δια την οποίαν κατά τας δυνάμεις του ηγωνίσθη και «ο πολυμαθής και φιλόπονος» Ωριγένης, όπως τον ωνόμασε ο ίδιος ο ’γιος Αθανάσιος ο Μέγας (40). Δεν άφησεν ο Μέγας Βασίλειος, και οι μαθηταί του οι Καππαδόκαι πατέρες, την αποστολική παραδοσιακήν πίστιν της Εκκλησίας εις την μοναρχίαν του Θεού Πατρός, αλλά κατενόησαν αυτήν θεοπρεπώς και εξέφρασαν αυτήν «ἐν θεοπρεπέσι ρήμασι» της τριαδικής θεολογίας των (41). Εκκινώντες από την μοναρχίαν του Θεού Πατρός, ως Αρχής και Πηγής του Υιού, ο ’γιος Βασίλειος διακρίνει και ερμηνεύει και την Υπόστασιν του Υιού, και εκ των αγίων αυτών και αναντικατάστατων ονομάτων συμπεραίνει ότι ούτοι είναι «ὁμοούσιοι, καί ὁμότιμοι». Το αυτό ισχύει και δια την Υπόστασιν του Αγίου Πνεύματος, το οποίον είναι ο μότιμον και ομόδοξον και του αυτού θείου αξιώματος μετά του Πατρός και του Υιού, και δια τούτο ανήκει και Αυτό εις την Αγία Τριάδα. Κατ' αυτόν τον τρόπον, λοιπόν οι ορθόδοξοι «οὕτως φρονοῦμεν καί οὕτως βαπτίζομεν εἰς Τριάδα Ὁμοούσιον» (42). Τοιουτοτρόπως η αλήθεια της Τριαδικότητος (ή ακριβέστερον του Τρισυποστάτου) και της Ο μοιουσιότητος (τ.ε. της ενότητος της ουσίας ή φύσεως) του χριστιανικού Θεού είναι αδιάρρηκτος και ασυγχύτως συνδεδεμένη εις την θεοδίδακτον και θεόπνευστον θεολογίαν του Αγίου Βασιλείου και των Καππαδοκών Πατέρων περί της Αγίας Τριάδος. Η θεολογική αυτή του Μεγάλου Βασιλείου και των Αδελφών του διάκρισις, η οποία συνδέει και ενώνει εκείνο το οποίον εις την Τριάδα είναι κοινόν και ὁμοῦ («το κοινόν της ουσίας», «η Θεότης», το «ομοούσιον», το «ομότιμον») και εκείνο το οποιον είναι ίδιον και ιδιάζον («τό τῶν Προσώπων ἰδιάζον», «τρεῖς Ὑποστάσεις») (43), αλλά πάντοτε χωρίς σύγχυσιν και επίσης χωρίς διαίρεσιν, τούτο μαζί με τους άλλους θεαρέστους άθλους των, είναι εκείνο το εξαιρέτως μέγα σημαντικότατον θεολογικόν προϊόν και κατόρθωμα των μεγάλων Καππαδοκών Πατέρων (μεταξύ των οποίων η πρώτη θέσις ανήκει ασφαλώς εις τον ’γιον Βασίλειον), δια τον οποίον τόσον πολύ αναγνωρίζονται και υμνούνται ούτοι εις την Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν εις όλον τον κόσμον δια των αιώνων.
Το θεολογικόν έργον του Μεγάλου Βασιλείου και των άλλων Καππαδοκών Πατέρων συνίστατο ακριβώς εις το να φανερωθή η αλήθεια της πίστεως της Εκκλησίας, ότι δηλαδή θεολογούντες περί του μεγίστου μυστηρίου της χριστιανικής πίστεως, περί της Αγίας Τριάδος, δεν πρέπει να αποκλίνωμεν εις ουδεμίαν αιρετικήν ακρότητα, ούτε εις οιανδήποτε ανθρωπινήν φιλοσοφικήν ή θρησκευτικήν θεωρίαν, αλλά πρέπει θεοπρεπώς να πορευώμεθα την βασιλικήν και ευθείαν οδόν της Αληθείας του Θεού, την οδόν της αληθούς και θεοπαραδότου εκκλησιαστικής πίστεως. Αυτός ήτο ο λόγος δια τον οποίον ακριβώς οι ’γιοι Καππαδόκαι Πατέρες ήσαν εκείνοι οι οποίοι εκέρδισαν τελικώς την οριστικήν νίκην της εκκλησιαστικής θεολογίας επί των αιρετικών διδασκαλιών και τών Αρειανών και τών Μοναρχιανών. Την δε νίκην των αυτήν συνοδικώς επεσφράγισεν η Εκκλησία εις την Β' Οικουμενικήν Σύνοδον εις την Κωνσταντινούπολιν το 381. ’νευ του θεολογικού έργου των Καππαδοκών και άνευ της Β' Οικουμενικής Συνόδου, την οποίαν ο Μέγας Βασίλειος ναι μεν δεν επέζησεν να ιδή αλλά δια των πολυπλεύρων κόπων του ο ίδιος βασικώς προετοίμασεν, μόνη της η Σύνοδος της Νικαίας δεν θα ήτο επαρκής.
6. Η θεολογική παρουσία των Μεγάλων Καππαδοκών Πατέρων εις τήν Ανατολήν σαφώς μαρτυρεί ότι δεν ήτο «όλη ή Ανατολή» αρειανική ή «ημιαρειανική», ως νομίζουν οι πλείστοι των δυτικών ιστορικών αυτής της περιόδου της ιστορίας της Εκκλησίας. Αντιθέτως, την ορθοδοξίαν της Ανατολής ανεγνώρισε και αυτός ο ίδιος ο Μέγας Αθανάσιος, αν και ο ίδιος προσωπικώς υπέστη περισσότερον παντός άλλου πολλά από τους Ανατολικούς επισκόπους, όντας και αυτούς συχνάκις θύματα της αρειανικής πονηρίας. Εις την Σύνοδον της Αλεξανδρείας το 362 μ.Χ. ο ’γιος και όντως Μέγας Αθανάσιος ανεγνώρισεν την ανατολικήν Τριαδολογίαν ως πλήρως ορθήν και ορθόδοξον, περί του οποίου μαρτυρεί ο Προς τους Αντιοχείς τόμος αυτού, όστις οπωσδήποτε διεβιβάσθη υπό του Αθανασίου και προσωπικώς εις τον ’γιον Βασίλειον όταν ούτος εξελέγη επίσκοπος, ανεγνώρισε δε και επεβεβαίωσε ακόμη ζων ο Αθανάσιος και όλον το τεράστιον και πολύπλευρον θεολογικόν και εκκλησιαστικόν έργον του Μεγάλου Βασιλείου (44), ενώ τουναντίον εις την Δύσιν πολύν καιρόν βραδύτερον εδίσταζαν και μάλιστα υπωπτεύοντο επι αρειανισμώ ή ημιαρειανισμώ την ανατολικήν Τριαδολογίαν και αυτόν ακόμη τον Μέγαν Βασίλειον! Το μέγα θεολογικόν πνεύμα του μεγάλου Αλεξανδρινού «Πατρός της Ορθοδοξίας» ήτο κατά πολύ ευρύτερον και βαθύτερον και λεπτότερον και οπωσδήποτε πολύ περισσότερον «ανατολικόν» απ' όσον ήσαν πολλοί μονομερείς και τυπικοί υπερασπισταί του νικαιανού «ομοουσίου» εκ της Δύσεως, οι οποίοι εν τούτοις ηστόχησαν και έπεσαν δογματικώς εκεί όπου δεν άνεμένετο. Αντιθέτως προς τον Αθανάσιον, μερικοί εκ των «Νικαιανών» της Δύσεως και της Ανατολής, αντί του να έχουν εκκλησιαστικήν κοινωνίαν μετά του Βασιλείου και των περί αυτόν Ανατολικών επισκόπων, προετίμων να συνεχίζουν ακόμη την κοινωνίαν μετά του πασίγνωστου σαβελλιανού Μαρκέλλου Αγκύρας και των ομοίων του ημισαβελλιανών, Παυλίνον και Απολλινάριον, εναντίον των οποίων εγραφεν ανοικτώς ο ’γιος Βασίλειος καί μετ' αυτόν ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (45). Με όλα αυτά τα όποια μέχρις εδώ ελέχθησαν ηθελήσαμεν να ύπενθυμίσωμεν το γεγονός ότι το θεολογικόν έργον του Μεγάλου Βασιλείου και των κατά σάρκα και πνεύμα αδελφών του κυρίως των δύο Γρηγορίων, ήτο όντως καθολικόν έργον της Εκκλησίας. Διότι πράγματι, όταν γίνεται λόγος περί της Τριαδολογίας των Αγίων καί Μεγάλων Καππαδοκών Πατέρων τότε πρόκειται όχι περί μιας «θεολογίας» μιας εκ των θεολογικών σχολών, αλλά περί της θεολογικής ομολογίας αυτής ταύτης της Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού της κατά πασαν την οικουμένην και ανά πάσαν την εποχήν. Δια τούτο ο ’γιος Βασίλειος καίτοι ων μητροπολίτης της σχετικώς μικράς Καισαρείας της Καππαδοκίας, ηδύνατο με θάρρος να είπη ότι πας μη ευρισκόμενος εις κοινωνίαν μαζί του αποχωρίζει τον εαυτόν του από όλην την Εκκλησίαν, όστις δε έχει κοινωνίαν με αυτόν ούτος έχει κοινωνίαν με την Εκκλησίαν (46). Είναι επίσης χαράκτηριστικόν ότι οι Καππαδόκαι Πατέρες δεν ανήκουν εις ουδεμίαν από τας γνωστάς «θεολογικάς σχολάς», και ούτω και από αυτήν την πλευράν είναι όντως «Οικουμενικοί Διδάσκαλοι» της Εκκλησίας, είναι δε τούτο διότι και οι ίδιοι προηγουμένως υπήρξαν ταπεινοί μαθηται της καθολικής πίστεως και παραδόσεως της Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Δια τούτο η περί Αγίας Τριάδος θεολογία των έγινε συνοδικώς και οικουμενικώς παραδεδεγμένη ως κανών και κριτήριον της εκκλησιαστικής πίστεως εις την Αγίαν και Ζωοποιόν και Σωτήριον Τριάδα, την Ομοούσιον και Αδιαίρετον. Όθεν και δεν δύναται η θεολογία των να τεθή επί του αυτού επιπέδου με την ιδεολογίαν οιουδήποτε θεολόγου (έστω αυτός ούτος ο Ωριγένης ή ο Αυγουστίνος) ή οιασδήποτε θεολογικής σχολής (έστω αυτή ή της Αντιοχείας ή της Αλεξανδρείας), όπως θα το ήθελον ωρισμένοι δυτικοί ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι (47).
Τέλος θα πρέπει έδώ να λεχθή και το έξης: Η Τριαδική θεολογία των Καππαδοκών και η τριαδολογική ορολογία των ετέθη ως βάσις όλης της περαιτέρω χριστολογικής θεολογικής ομολογίας της Εκκλησίας, ιδίως δε από την Σύνοδον της Χαλκηδόνος και εις το εξής. Τριαδολογικός τύπος της Καππαδοκιανής θεολογίας, μία φύσις τρεις Υποστάσεις, δια τον οποίον η θεολογική προσφορά του Αγίου Βασιλείου είναι η μεγαλύτερα, απετέλεσε την βάσιν δια την χριστολογικήν διατύπωσιν, μια Υπόστασις -δύο φύσεις. Η εφαρμογή της τριαδολογικής ορολογίας εις την Χριστολογίαν φαίνεται ήδη εις τον Αγ. Γρηγόριον τον Θεολόγον, εις την Α' Επιστολήν του Προς Κληδόνων πρεσβυτέρον, γραφείσαν κατά της χριστολογικής αιρέσεως του «Νικαιανού» Απολλιναρίου. Η θεμελίωσις της χριστολογικής θεολογίας και της ορολογίας της επί της τριαδικής θεολογίας του Αγίου Βασιλείου και των Μεγάλων Καππαδοκών φαίνεται εις όλους τους μεταγενεστέρους ορθοδόξους Πατέρας (48). Επί της θεολογίας του Μεγάλου Βασιλείου καί των Καππαδοκών Πατέρων θεμελιώνεται και η όλη περαιτέρω πατερική θεολογία εις την Ανατολήν, συμπεριλαμβανομένης και της θεολογίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Η θεολογία αυτών είναι και σήμερον η θεμελειώδης βασική θεολογική ομολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ειδικώς επιμένει επ' αυτών ο Μέγας Βασίλειος εις το έργον του Κατά Εὐνομίου (Α', 5. 16: Β', 68. 28 κ.ά.). Βλέπε επίσης Περί πίστεως, 4 (Ρ G 31, 6858). Τα έργα του Αγ. Βασιλείου χρησιμοποιούμεν εδώ κυρίως κατά την εκδοσιν ΕΠΕ, υπό Π. Χρήστου κλπ., τ. 110, Θεσσαλονίκη 1972-1975.
2. Πρβλ. Περί Ἁγίου Πνεύματος, 18, 44-45 καί 30, 77 (κριτική εκδοσις Β. Ρ ruche, Sources Chr é tiennes, Νο 17 bis Paris 1968). Ἐπιστολή 210, 3 (έκδοσις Υ. Courtonne, Ι- III, Ρ aris 1957-66). Πρβλ. και Αγ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 20, 56 καί 8, 1 (Ρ G 35, 792. 1072).
3. Πολυάριθμα είναι τα χωρία όπου ο Αγ. Βασίλειος επικαλείται «τήν παράδοσιν του σωτηρίου βαπτίσματος» δια την Τριαδικήν πίστιν: Κατά Εὐνομίου Α', 5: Β', 22: Γ' 2. 5. Περί Ἁγίου Πνεύματος, 12, 28· Ἐπι στολή 105: 251, 4: 259, 2: Ὁμιλία ΚΔ', 5 και αλ. Πρβλ. την κριτικήν του Βασιλείου εναντίον τής ψεκτής «μεσότητος» του Ευσταθίου Σεβαστείας (Ἐπιστολή 128, 2) διότι αυτή δεν ήτο αλήθεια αλλά πονηρία και φαυλότης.
4. Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος 20, 56 (Ρ G 35, 1072) πρβλ. Γρηγορίου Νϊσσησ, Κατά Αρείου και Σαβελλίου (Ρ G 45, 1281).
5. Πρβλ. Ιππολύτου, Φιλοσ o φούμενα, ΙΧΧ. Πρβλ. και Θεοδωρητου Κυρου, ΄Ἱστορί α τῶν αἱρέσεων 3, 3 (Ρ G 83, 405).
6. ‘ Ἐ πιστολή 69, 2.
7. Ότι αναγκαία η ορθή και υγιής ερμηνεία του όρου «ομοούσιος» γράφει ο Αγ. Βασίλειος ήδη εις την Ἐ πιστολήν 9, 3 (του έτους 361 /2).
8. Πρβλ. Ἐ πιστολή 51, 12 πρός τόν Βοσπόριον ἐπ. Κωλλονίας.
9. Πολυάριθμα είναι τα χωρία οπού ο Μέγας Βασίλειος αισθάνεται την ανάγκην να τονίση το αναγκαίον της ορθής κατανοήσεως και ερμηνείας του νικαιανού «ομοουσίου», ιδίως δε εις τας Ἐ πιστολάς του: 52, 13: 159, 1: 226, 3:125, 13: 214, 34: 361. Από την άποψιν αυτήν ο Βασίλειος είχεν ήδη εν μέρει το παράδειγμα του Μεγάλου Αθανασίου όστις εις το έργον του Περί τῶν ἐν Ἀριμίνῳ καί Σελευκεία Συνόδων (πργφ.33-36) προσπαθεί να δικαιολόγηση την χρησιμοποίησιν και να ερμηνεύση ορθώς το νόημα των βασικών εκφράσεων του Συμβόλου της Νικαίας «τοῦ ἐκ τῆς οὐσίας» και του «ὁμοουσίου».
10. Εις το βιβλίον του Οἱ Ἀνατολικοί Πατέρες τοῦ Δ' αιώνα (εις τα ρωσσικά), Παρίσι 1931, σελ. 15.
11. Το χωρίον αυτό από τον Διονύσιον Αλεξανδρείας αναφέρει ο ίδιος ο Βασίλειος εις το ΚΘ' κεφάλαιον Περί Ἁγίον Πνεύματος (29, 72), όταν απαριθμή τας εκ των προνικαιανών Πατέρων μαρτυρίας περί της παραδοσιακής πίστεως εις την Θεότητα του Αγίου Πνεύματος και με αυτό εις την Αγίαν Τριάδα (Ρ G 32,201).
12. Περί Ἁγίου Πνεύματος 10, 26.
13. Εις το έργον του Περί Διονυσίου Ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας, 17.
14. Πρβλ. Τη. de R ε g νον, Ε tudes de Théologie positive sur la Sainte Τ rinit é, Paris 1892, t. Ι, p. 433· G. Florovsky, Vostochnie Otci IV - go v ' ka ( ρωσσιστί), Ρ aris 1931, 75-76 · Gr.-L. Prestige, Dieu dans la pens ée patristique ( γαλλική με τάφρ.), Ρ aris 1955, 189-222 · V. Lossky, Τ h éologie mystique de l'Eglise d'Orient, Ρ aris 1944,. 51-54· Ι. Μευεν dorff, « La procession du Saint - Esprit chez les Pères Orientaux » εν Russie et Chrétienté , 34 (1950), 159-160, και επίσης ο ίδιος, Introduction à l'étude de Grégoire Palamas, Paris 1959, 292. Ρ. Christou, « L'enseignement de S. Basile sur le Saint - Esprit », Verbum Caro, 89 (1969), 92. Κ. R αηνε r, Τ he Trinity (αγγλ. μετάφρ.), 1970, 58 και άλλοι.
15. Πρβλ. Γ. Φλωροφσκυ, μν. έργον, σελ. 76.
16. Με τοιαύτας ακριβώς τας εκφράσεις σημειώνεται η ενότης των Τριών Θείων Υποστάσεων εις το ούτω λεγόμενον Σύμβολον του Λουκιανού, ήτοι την Β' έκθεσιν της Αντιοχείας του έτους 341 (παρά τω Μ. Αθανασιω, Περί τῶν...Συνόδων, 23, 6).
17. Π.χ. εις τήν Ἐπιστολήν του 52, 1. Πρβλ. Ἐπιστολήν 140, 2:159,1 και εις πολλά άλλα χωρία.
18. Εις το βιβλίον του Dieu dans la pensée patristique, pp. 6 et 201.
19. Ἐ πιστολή 210, 45. Πρβλ. Ἐπιστολή 214, 34: 236, 6.
20. Πρβλ. Ἐπιστολή 210, 5: «Οὐ γάρ ἐξαρκεῖ διαφοράς προσώπων ἀπαριθμήσασθαι, ἀλλά χρή ἕκαστον πρόσωπον ἐν ὑποστάσει ἀληθινή ὑπάρχειν ὁμολογεῖν. Ἐπεί τόν γε ἀνυπόστατον τῶν προσώπων ἀναπλασμόν οὐδέ Σαβέλλιος παρητήσατο» (δηλαδή τά «πρόσωπα» άνευ της πραγματικής προσωπικής = υποστατικής υπάρξεως).
21. Θεοδωρητου Κυρου, Ἐκκλ. Ἱστορία Β', 8. Πρβλ. Σωζόμενου. Ἐ κκλ. Ἱστορία Γ", 12. Επίσης ο Αγιος Φώτιος εις την αυτού Ὁ μιλίαν ΙΣΤ', 6 (εκδ. Β. Λαουρδα, Θεσσαλονίκη), όταν ομιλεί δια την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον. Η δε διαφωνία του Μεγάλου Αθανασίου με την προσπάθειαν της «ευρυτέρας» εκθέσεως της πίστεως της Νικαίας φαίνεται εκ του Τόμου πρός τούς Ἀντιοχεῖς, 5.
22. Ἐπιστολή 236, 6.
23. Βλέπε Επιστολή 214, 3: 210, 3: 125, 1: 129, 1: 263, 45.
24. Απου Φωτίου, Ὁ μιλία ΙΣΤ', 6. Εις το έργον του Περί τῶν...Συνόδων (πργφ. 41,12, γραμμένον το 359) οΑποσ Αθανάσιος γράφει: «Πρός δέ τούς ἀποδεχόμενους τά μέν ἄλλα πάντα τῶν ἐν Νικαίᾳ γραφέντων, περί δέ μόνον τό ὁ μοούσιον ἀ μφιβάλλοντας χρή μή ὡς πρός ἐχθρούς διακεῖσθαι. Καί γάρ καί ἡμεῖς οὐχ ὡς πρός Ἀρειομανίτας οὐδώς μαχόμενους πρός τούς Πατέρας ἐνιστάμεθα, ἀλλ' ὡς ἀδελφοί πρός ἀδελφούς διαλεγόμεθα τήν αὐτήν μέν διάνοιαν ἔχοντας, περί δέ τό ὄνομα μόνον διστάζοντας. Καί γάρ ὁμολογοῦντες ἐκ τῆς οὐσίας μόνον τοῦ Πατρός εἶναι καί μή ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως τόν Υἱόν κτίσμα τε μή εἶναι μηδέ ποίημα αὐτόν, ἀλλά γνήσιον καί φύσει γέννημα ἀϊδίως τε αὐτόν συνεῖναι τῷ Πατρί Λόγον ὄντα καί Σοφίαν, οὐ μακράν εἰσιν ἀποδέξασθαι καί τήν τοῦ ὁμοουσίου λέξιν. Τοιοῦτος δέ ἐστι Βασίλειος ὁ ἀπό Ἀγκύρας γράψας περί πίστεως.
25. Την σαφή έκθεσιν της πίστεως του αρχηγού των ομοιουσιανών Βασίλειου Αγκυρας περιέχει η συνοδική αυτού επιστολή Περί Ἁγίας Τριάδος (παρά Επι φανιω, Ρ G 42,435-444). Δια το κείμενον αυτό ορθώς υποστηρίζουν ο Β. Β. Μπολότωβ, Α. Σπάσκη, J. Quasten και άλλοι ότι περιέχει την διδασκαλίαν η οποία δεν διαφέρει ουσιαστικώς τής διδασκαλίας του Μεγάλου Αθανασίου.
26. Περί Ἁγίου Πνεύματος 26, 63 καί 25, 59, Κατά Εὐνομίου Β', 12. 28, Ὁ μιλία ΚΔ', 35, Ἐπιστολή 52, 23· επίσης δε και ολόκληρος η Επιστολή ΛΗ' ήτις, αν και είναι του Γρηγορίου Νύσσης, εν τούτοις εκφράζει την θεολογίαν του Μεγ. Βασιλείου.
27. Ὁμιλία ΙΕ', 23 (Περί πίστεως). Πρβλ. Γ. Φλωροφσκυ, ενθ. αν. 83-84.
28. Ὁμιλία ΙΕ', 3: Ἐπιστολή 159, 2· 125, 3.
29. Ἐπιστολή 210, 5 καί 236, 6. Την τελευταίαν αυτήν επιστολήν εγραψεν ο Αγ. Βασίλειος το έτος 376, το δε αυτό έτος γράφει και ο Ιερώνυμος ( Epist. 15, 34) προς τον πάπαν Δάμασον από την Ανατολήν εις την Ρώμην και θεωρεί την χρήσιν της εκφράσεως «τρεις υποστάσεις» ακόμη ως Αρειανισμόν!!.
30. Πρβλ. περί αυτού, εν σχέσει με την Τριαδολογίαν των Καππαδοκών, το λίαν ενδιαφέρον άρθρον του Ι. Ζηζιουλα, « Verit é et Communion dans la perspective de la pens é e patristique grecque », έν Ir é nikon, 4 (1977), pp. 469-473 και 492.
31. Χαρακτηριστική είναι η μελέτη του J. L εβον, « Le sort du consubstantiel Nic é en », έν R .Η.Ε. (Louvain), t. 47 et 48 (1952 et 1953), στρεφόμενη βασικώς κατά της ονομασίας «Νεονικαιανοί» και κατά μέγα μέρος κατά της ανατολικής τριαδολογικής παραδόσεως. Μ. Lebon, φαίνεται, μονομερώς επιμένει επί της « La doctrine de la simplicit é divine et du monoth é isme rigoureux » (ρ. 488) και επί « la riguer de la foi monothéiste » ( p. 528). Ο ίδιος παραπέμπει και εις τον J. Τ ixeront (Histoire des dogmes..., 76-89). Είναι περίεργον το πώς ο γνωστός ούτος ρωμαιοκαθολικός θεολόγος και Ιστορικός θέλει να αναγκάση τα κείμενα του Μεγάλου Βασιλείου να λέγουν εκείνο το οποίον εις την πραγματικότητα δεν περιέχεται εις αυτά. Η ιδική του ε σενσιαλιστική προσέγγισις των θεμάτων της ανατολικής Τριαδολογίας του Δ' αιώνος είναι χαρακτηριστικά δυτική, πράγμα το οποίον εν πολλοίς αδίκησε το θέμα αυτού του άλλωστε ενδιαφέροντος άρθρου.
32. Αγ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις Ζ', 1.
33. Κατήχησις ΙΑ', 20.
34. Ὁμιλία ΚΔ', 3 (Ρ G 31, 605Α).
35. Αγ. Γρηγοριου του Θεολόγου, Λόγος 20, 67: 42, 15 και αλλ. Γρηγοριου Νυσσησ, Κατά Εὐνομίου, ΙΙ (Ρ G 45, 476)· ἐκ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν (Ρ G 45,180).
36. Κατά Εὐνομίου Α', 5.16: Β', 67.
37. Εις το κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, τόμ. II, 6.
38. Ἐπιστολή 9, 2.
39. Πρβλ. Γ. Φλωροφσκυ, ε νθ . α ν. 12. Το ενδιαφέρον άρθρον του J. GRib ομοντ, L ' Orig é nisme de Saint B asil, δεν αξιολογεί δεόντως την ανεξαρτησίαν του Μεγ. Βασιλείου από τον Ωριγένην, ιδίως δε ως προς την θεολογίαν περί της Αγίας Τριάδος.
40. Ἐπιστολή πρός Σεραπίωνα Α', 9 καί Περί τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδον, 27, όπου ο ίδιος ο ’γιος Αθανάσιος προσπαθεί να υπεράσπιση τον Ωριγένην και να αποδείξη ότι δεν ήτο αρειανός αλλ' επίστευεν ορθοδόξως.
41. Η ορθή, ορθόδοξος α ντίληψις της μοναρχίας του Πατρός, τοποθετημένη δηλ. μόνον επί του υποστατικού επιπέδου, όπου η Υπόστασις του Πατρός, ως Αιτία και Πηγή της Υποστάσεως του Υιού και της Υποστάσεως του Πνεύματος, θεωρείται και ονομάζεται μείζων, μας δίδεται από του Μεγάλου Βασίλειου, Κατά Εὐνομίου Α', 20.25: Β', 12 και του Γρηγοριου του Θεολόγου, ο οποίος λέγει χαρακτηριστικως τα εξής εν Λόγος 40, 43 «θέλω τόν Πατέρα μείζω εἰπεῖν ἐξ οὗ καί τό ἴσοις εἶναι τοῖς ἴσοις ἐστι, καί τό εἶναι τοῦτο γάρ παρά πάντων δοθήσεται καί δέδοικα τήν ἀρχήν, μή ἐλαττόνων ἀρχήν ποιήσω...οὐ γάρ κατά φύσιν τό μείζον, τήν αἰτίαν δέ» (τ.ε. ο Πατήρ είναι μείζων μόνον διότι είναι αιτία του Υιού και του Πνεύματος).
42. Περί πίστεως, 4 (Ρ G 31, 688). Κατά Εὐνομίου Γ', 23. Περί Ἁγίου Πνεύματος 18, 45. Ἐ πιστολή 90, 2· Ὁ μιλία ΚΔ', 5.
43. Κατά Εὐνομίου Α', 19. Β' 28. 29. Ἐπιστολή 210, 45. 214, 34. 236, 6.
44. Τούτο μαρτυρεί η αλληλογραφία του Μ. Βασιλείου με τον ’γιον Αθανάσιον, επίσης δε και η Επιστολή του Μ. Αθανασίου πρός Ἰωάννην καί Ἀντίοχον τούς πρεσβυτέρους. Από δε την Ε πιστολήν του Αγίου Βασιλείου τοῖς Νεοκαισαρεῦσιν (επιστ. 210, 6) δύναται να συμπερανθή ότι ο Αγ. Αθανάσιος απέστειλεν εις τον Μ. Βασίλειον ήδη επίσκοπον όντα, την απόφασιν της Συνόδου της Αλεξανδρείας.
45. Επιστολή 52, 4: 129, 1: 131, 2: 214, 34: 226, 34: 263, 45. Αγ. Γρηγοριου Θεολόγου, Ἐπιστολή 104 (Ρ G 37, 185-192). Είναι χαρακτηριστικόν από την περισωθείσαν αλληλογραφίαν του Μ. Βασιλείου με τον Απολλινάριον, η οποία τελευταίως όλον και περισσότερον αναγνωρίζεται ως γνησία, ότι ο Βασίλειος ήδη από την αρχήν δεν συμφωνούσε πλήρως με την περί Τριάδος διδασκαλίαν του «Νικαιανού» Απολλιναρίου, ούτε με την ιδικήν του ερμηνείαν του νικαιανού «ομοουσίου» (βλ. τας επιστολάς 361-363).
46. Ἐπιστολή 204, 7 τοῖς Νεοκεσαρεῦσιν.
47. Τοῦτο προσπαθεί ο Le Guillou εις το περιοδικόν Ι stina 34 (1972), 457-464· επίσης δε εις το άρθρον του και την συζήτησιν εν τω βιβλίω L ' Esprit Saint et l ' Eglise, Paris 1969, 195- 234, και ακόμη εις το έργον του Le myst è re du Père, Paris 19 73, 87-130.
48. Βλέπε περί αυτού J . Μευενdοrff, Le Christ dans la Théologie byzantine, Ρ aris 1969, pp. 102-4, 196-200, 288-292. 


Athanasije Jevti ć, Επισκόπου Ζαχουμίας-Ερζεγοβίνης,
Κληρονομία
13, τευχ. Α΄, Ιουν. 1981, σελ. 83-106
Διάλεξις-εισήγησις εις τό Συμπόσιον του Regensbourg,
16- 21 Ιουλίου '79.
via