Τι έπαθα ο κακόμοιρος; ποιος θρήνος θα είναι αντάξιός μου;
Ποια πηγή δακρύων θα μου αρκέσει; Ποια τραγούδια;
Ούτε των παιδιών του το θάνατο τόσο δεν έκλαψε κανείς [1354] Ούτε των σεβαστών γονιών του ή της αγαπημένης του γυναίκας
ούτε την γλυκιά πατρίδα που την αποτέφρωσε ορμητική φωτιά,
ούτε το σώμα που το βασανίζει δυσθεράπευτη φωτιά,
όσο θρηνώ εγώ την ψυχή μου για τις συμφορές που έπαθε.
Αχ ο ταλαίπωρος, χάνεται η ουράνια εικόνα.
Γιατί πλάσμα και εικόνα του μεγάλου Θεού
είναι ο άνθρωπος, από το Θεό έρχεται και σ' αυτόν πηγαίνει∙
Όποιος κοιτάζοντας ψηλά και ενώνοντας τη σάρκα με το πνεύμα
έχει το Χριστό ευνοϊκό οδηγό της ζωής του∙
Όποιος τα κτήματά του, τη γλώσσα, τα αυτιά, το νου του
και τη δύναμη δώσει στη ζωή που έρχεται,
ληστεύοντας τον ευρύχωρο κόσμο, όσα κρατούσε
ο ληστής των ξένων ο αντίθεος Βελίας , [1355] και φέροντας στις αποθήκες του σοδειές μεγαλύτερες από τις επίγειες
που τις ληστεύουν οι κλέφτες και τις καταστρέφουν,
θα δει με τα μάτια του το βασιλιά Θεό και θα γίνει πνεύμα
αφού αποθέσει το σώμα και το πάχος που εμποδίζει
και θα κερδίσει θέση στον αγγελικό χορό,
παίρνοντας βραβείο μεγαλύτερο από τους αξιόλογους κόπους του∙
καθ' όλον δε θα βλέπει τη θαμπή όψη της σκηνής, όπως άλλοτε,
ούτε την γραπτή εικόνα του νόμου που χάνεται,
αλλά θα βλέπει με τα μάτια του καθαρού νου την πραγματικότητα.
Εξυμνώντας με το στόμα του τραγούδι εορταστικό.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα της θνητής ζωής, σ' αυτό ανυψώνει
τους ανθρώπους η προσβολή των παθών του Χριστού, ο οποίος
δέχθηκε τη μορφή δούλου και το θάνατο
δοκίμασε και στη ζωή δεύτερη φορά επέστρεψε,
ενώ ήταν Θεός κυβερνήτης της ζωής πριν από τους αιώνες [1356] ολόκληρη η εικόνα πάντοτε του αθανάτου πατέρα,
για να μ' ελευθερώσει απ' τη σκλαβιά και ν' αφαιρέσει τα δεσμά του θανάτου,
που θα έρθει για καλύτερη ζωή.
Μα εγώ δεν διατήρησα στην μνήμη μου τα σεβαστά θεία μυστήρια,
αν και έχω ψυχή μύστη για την ουράνια άνοδο∙
Όμως με έλκει κάτω το χωμάτινο βάρος και δεν κατόρθωσα
να βγω από τη λάσπη και να στρέψω τα μάτια μου στο φως,
είδα βέβαια∙ αλλά υπήρχε στο μέσον νέφος που σκέπαζε τα μάτια,
Η σάρκα επαναστατούσε με το γήινο φρόνημα∙
πολλές μέριμνες στην καρδιά μέσα εδώ κι εκεί
περιφέρονται καθώς κενός πλανιέται ο νους,
το Χριστό μακριά που διώχνουν, το Θεό Λόγο,
γιατί αρνείται ο νυμφίος να ενωθεί με ξένη ψυχή.
Πολλά πάνω στη γλώσσα υπάρχουν δηλητήρια καταστροφής.
Η γλώσσα στους ανθρώπους είναι η μισή κακία [1357] εκπέμπουσα θυμόν ακάλυπτο κακό, που πάρα πολύ
βράζοντας ορμητικά αφαιρεί στον άνθρωπο την προσοχή
ή αν και κρύβει μέσα στα στήθη του ένα απατηλό σκοπό
εκφράζοντας όμορφα λόγια από όμορφο στόμα.
Μακάρι να υπήρχε θύρα∙ στα μάτια μου
και στ' αυτιά, που δεν είναι πάντοτε καλοπροαίρετα ανοιχτά,
ώστε το καλό να κοιτάζει και ακούγοντας να το ασπάζεται,
αλλά να κλείνουν στα άσχημα και τα δύο αυτόματα.
Το άριστο έργο των χεριών είναι να τα υψώνουμε στον ουρανό
αμόλυντα και να τα δίνουμε στους ουράνιους νόμους.
Έτσι και έργο των ποδών είναι να βαδίζουν
στον ίσο δρόμο και όχι στ' αγκάθια
ούτε στους υψηλούς βράχους και σε δρόμο άνομο.
Τώρα όμως ο Θεός έδωσε κάθε μέλος λαμπρό για τα λαμπρά
βρήκε όμως η κακία για μένα το όπλο του θανάτου. [1358] Ποιος νόμος είναι αυτός για μένα; Με ποιο τρόπο
είναι δεμένος στη γη με τη σάρκα;
Πως με το ελαφρό πνεύμα αναμείχθηκε το σώμα;
Ούτε είμαι όλος διάνοια, ακηλίδωτη φύση, ούτε χειρότερη,
όλος χώμα, αλλά κάτι άλλο από τα δύο διπλό.
Εξ αιτίας αυτών αντέχω την ασταμάτητη ταραχή της μάχης μεταξύ
της σάρκας και της ψυχής, που παίρνουν θέση η μία απέναντι στην άλλη.
Εικόνα του Θεού είμαι αλλά έλκομαι από τη φαυλότητα.
Στο καλύτερο άνομα μάχεται το χειρότερο όχι οσίως.
Ή απέχω από την κακία και νικώ όχι χωρίς κόπο,
πετυχαίνοντας πολλά βραβεία αγώνων με τη βοήθεια του Θεού.
Γιατί υπάρχει σε μένα και με διπλή συνήθεια∙ η μία καλή
που ακολουθεί το καλό και η άλλη χειρότερη
που ακολουθεί το κακό. Η μεν συνήθεια του καλού είναι έτοιμη
να υπακούσει το Χριστό, ερχόμενη στο φως. [1359] Η άλλη πάλι συνήθεια της σάρκας και του αίματος είναι πρόθυμη
να δεχτεί τον Βελίαρ πηγαίνοντας στο σκοτάδι.
Η μια ευχαριστιέται με τα επίγεια, σα να είναι τα καλά,
Ενώ δεν έχουν μονιμότητα και είναι παροδικά.
Αγαπάει τις διασκεδάσεις και τα μίση και τον φοβερό κορεσμό
και την ντροπή των παρανόμων πράξεων και τις πανουργίες.
Βαδίζει τον πλατύ δρόμο και χαίρεται την καταστροφή της,
ντυμένη στην σκοτεινή αχλύ της ανοησίας.
Όμως η άλλη ευχαριστιέται με τα ουράνια σα να είναι παρόντα
όσα ελπίζουμε και μόνο το Θεό έχει
ελπίδα της ζωής της, βλέποντας τα επίγεια καπνό ασήμαντο,
που βρίσκονται σε διαφορετική κατάσταση με άλλη τυχαία περίπτωση.
Και αγαπάει τη φτώχεια και τα δεινά της ζωής και τις μέριμνες
τις καλές και βαδίζει στο δύσκολο δρόμο της ζωής∙
Κι ενώ αυτές φιλονικούσαν ήρθε από ψηλά ενεργητικό [1360] το Πνεύμα του μεγάλου Θεού και φώτισε το νου,
σταματώντας την ταραχή του δυστυχισμένου σώματος και των σκοτεινών
παθών καταπραΰνοντας το άγριο κύμα.
Η σάρκα, όπως έχει λυσσασμένη δύναμη και δεν παύει
τον πόλεμο, αποκλίνει ο αγώνας άλλοτε προς τα εδώ
και άλλοτε προς τα εκεί.
’λλοτε το χώμα (σαρξ) τιθασεύεται από το νου και άλλοτε πάλι
στην ορμητική σάρκα υποτάσσεται ο νους μη θέλοντας.
Αυτό που επιθυμεί είναι το καλύτερο∙ και αυτό που μισεί,
αφού το πράξει, κλαίει την αφόρητη σκλαβιά του,
του πατέρα του πρωτόπλαστου την απάτη, της μητέρας το ένοχο
ξελόγιασμα, μητέρα της δικής μας ασελγείας,
και του διεστραμμένου μοχθηρού φιδιού, του ακόρεστου για αίμα,
απάτη, που με τις αμαρτίες των ανθρώπων ευχαριστείται.
Και το δένδρο και τον καταστρεπτικό του καρπό για τους θνητούς
τη γεύση τη φονική, τις πύλες του θανάτου, [1361] την επονείδιστη γύμνωση των μελών και από τον παράδεισο
την ατιμότατη απόρριψη του φυτού της ζωής.
Από αυτά στεναχωρημένος ο νους θρηνεί. Η σάρκα μου όμως
ρίχνει το βλέμμα στους προγόνους και το ανθρωποκτόνο φυτό,
και την κάθε γλυκιά τροφή δέχεται πάντοτε
που το καταστροφικό μισητό φίδι δείχνει κολακεύοντας.
Γι αυτό κλαίω και με προσευχές τον Βασιλιά
που κυβερνάει όλα και για όλους τη ζυγαριά βαστάει
ικετεύω για την ψυχή και το σώμα και για τα δύο,
και με καλή διάθεση να δικάσει και τον πόλεμο να συντρίψει,
στο καλύτερο, όπως είναι δίκαιο, κάμπτοντας το χειρότερο∙
αυτό είναι πολύ καλύτερο και για τα δύο∙
και να μη βαραίνει η ψυχή από το σώμα και να πηγαίνει στη γη,
ώστε όπως το μολύβδινο βαρύδι να έλκεται στο βυθό, [1362] αλλά στο πνεύμα το φτεροφόρο και στην εικόνα να υποχωρήσει το χώμα,
όπως το κερί στη φωτιά λιώνοντας την κακία.
Τέτοια ικετεύοντας και θεραπευτικά μέσα στη πηχτή σάρκα
πολλά δίνω, αμέσως τη βαριά αρρώστια απομακρύνω.
Και την μανία, ανήμερο θηρίο με δυνατά
δεσμά δένω, τρέμοντας το κακό κύμα.
Κλειδώνω την κοιλιά, με δυσθεράπευτη θλίψη, την ψυχή
βασανίζω και χύνω τις βρύσες των δακρύων μου.
Λυγίζω τα πληγωμένα γόνατα στο Βασιλιά, τις νύχτες άϋπνες
τις περνώ και λερώνω το πένθιμο ρούχο που έχω.
Για άλλους είναι τα δείπνα, οι χοροί, τα γέλια,
οι διασκεδάσεις, τα παιχνίδια της τρυφερής ηλικίας.
’λλοι για τις γυναίκες και τους γιους τους χαίρουν
και για τη δόξα του ισχυρού πλούτου που χάνεται. [1363] Και άλλοι πάλι με τις αγορές, τα άλση και τα λουτρά
ευχαριστιούνται και να υπερηφανεύονται μέσα στην πόλη,
με τα επαινετικά λόγια και τη βοή του πλήθους, που ακολουθεί,
συνοδεύονται υπεροπτικοί μπροστά στους θρόνους τους.
Είναι πολλές για τους θνητούς της ποικίλης ζωής
οι ευχαριστήσεις∙ με τα άσχημα αναμειγνύεται το ευχάριστο.
Αλλά εγώ είμαι νεκρός για τη ζωή και σε λίγο πάνω στη γη
αφήνω τη πνοή∙ αποφεύγω τις πόλεις και τους ανθρώπους.
Με τα θηρία και τους βράχους συναναστρεφόμενος χωριστά από τους άλλους
Κατοικώ σε πέτρινο ρήγμα άθλιο και πρόχειρο
με ένα χιτώνα, χωρίς πέδιλα, άστεγος μόνο με την ελπίδα
ζώντας γίνομαι ειρωνεία για όλους τους θνητούς.
Το στρώμα μου είναι από χόρτα και κλινοσκέπασμα ο σκληρός σάκκος
και σκόνη βρεμένη στο δάπεδο από τα δάκρυά μου. [1364] Πολλοί θρηνούν στα σιδερένια δεσμά.
’λλοι πάλι πληροφορούμαι ότι έχουν τέφρα για φαγητό.
Και άλλοι το ποτό τους ανακατεμένο με δάκρυα πόνου∙
άλλοι χτυπιούνται από χειμωνιάτικα χιόνια,
σαράντα νύχτες και μέρες όμοιοι με δένδρα
να στέκονται με την σκέψη ανυψωμένοι από τη γη
και έχοντας μόνο το Θεό στη καρδιά· άλλος έκλεισε
τα χείλη και στη γλώσσα έβαλε χαλινά .
Όχι σ' όλα χαλινά , άφησε μόνο σε ύμνους,
σαν κιθάρα που να έχει πνοή και την παίζει το πνεύμα.
Κάποιος αφιέρωσε το κεφάλι του στο Χριστό, διατηρώντας,
εξ αιτίας της ιερής υποσχέσεως, ακούρευτα τα μαλλιά.
’λλος έκλεισε τα μάτια και στ' αυτιά του έβαλε θύρες
μήπως, δίχως να αντιληφθεί δεχτεί το κεντρί του θανάτου. [1365] Τέτοια είναι τα θεραπευτικά μέσα για το εχθρικό σώμα.
Ήδη και τα γηρατειά μου είναι φάρμακα των παθών μου.
Πολλές χωρίς να το θέλω ανυπολόγιστες ορμητικές θύελλες
περιστρέφονται γύρω μου, που βασανίζομαι από φρικτούς πόνους.
Αλλά το σώμα ούτε στα λόγια πειθαρχεί ούτε οι κόποι
το τραχύνουν, ούτε αλύγιστο κυρτώνει από το χρόνο·
Αλλά με κλειστά μάτια πάντα ενάντια στη ζωή
ορμά και σαν την λεγεώνα με τους χοίρους επιθυμεί γκρεμούς.
Αν σε κάποιο σημείο απομακρυνθεί για λίγο από του Θεού,
το φόβο ή από τους κόπους ή από λόγια θεϊκά,
όπως το φυτό που ο καλλιεργητής του με τις παλάμες το τραβάει,
περιστρέφεται πάλι στην προηγούμενη κακία του.
Ω δυστυχισμένοι, θνητό γένος των ανθρώπων·
Πόσο όταν οι συμφορές μας βασανίζουν ευχαριστιόμαστε με την παραφροσύνη μας.
Ούτε το λόγο σεβόμαστε, που μέσα μας κατά την γέννησή μας [1366] έβαλε ο Θεός, χαρίζοντας σπέρμα ζωής·
Ούτε το νόμο να φοβόμαστε, που κάποτε σε λίθινες πλάκες
Με γράμματα την αλήθεια προτυπώνοντας ο Βασιλιάς
εχάραξε τελευταία ο Χριστός στις καρδιές
τις δικές μας με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος·
και για του Χριστού τα Πάθη αφού μελέτησαν αντίθετα
που με απομάκρυνε από φρικτά πάθη,
αφού έλαβε σάρκα, στο σταυρό, καρφώθηκε και κάρφωσε τη σκοτεινή
αμαρτία του πλάσματός του και τη δύναμη του Βελίαρ ,
και για να με αναγεννήσει και εκ του τάφου να επαναφέρει
μαζί με τον Χριστό να συνδοξασθούμε υψηλά.
Πολλά για όλους τους επίγειους του Θεού
τα δώρα που είναι καλύτερα απ' ό,τι η γλώσσα μου μπορούσε να εκφράσει.
Γιατί κατανικώντας με χτυπήματα για την ασέβειά μου
Με οδηγεί στη ζωή με ευνοϊκές σκέψεις. [1367] Γιατί όλα με καλή διάθεση τα κυβερνά προς τους ανθρώπους
αν και κρυπτό έχει το βάθος της δικής του σοφίας
και ανάμεσα στο γένος μας και στο Θεό σκοτάδι
πολύ βρίσκεται, το οποίο λίγοι το διασχίζουν,
από τη ζωή με μάτια οξύτατης διαύγειας
και αμόλυντοι διασχίζουν την καθαρή σοφία.
Αλλά σε μένα ο Χριστός δίνοντας άπειρη δωρεά,
πρώτα στη μητέρα μου που προσευχήθηκε από τα βάθη της καρδιάς της
δώρο με έδωσε και από τους γονείς με δέχτηκε
δώρο αφού από το παιδί τους τίποτε ανώτερο δεν είχαν
απ' όλη την περιουσία τους· ύστερα το θείο έρωτα
μου υπέδειξε με οράματα νυχτερινά της αγνής μου ζωής.
Και τώρα ακούστε ευσεβείς· οι ακάθαρτοι
στις ψυχές, κλείστε τα' αυτιά σας με πόρτες.
Ήμουν τρυφερό παιδί, όχι ακριβώς παιδί, όταν ο νους [1368] από το ομοίωμα των καλών ή κακών εγχαράσσεται,
που ακόμη δεν έχει σχήμα από σταθερά νοήματα,
παρά προσλαμβάνει τα πρώτα στοιχεία από ξένους τρόπους.
Αλλά οι γονείς μου απεικονίζουν στο νου μου όχι με άσχημα
χρώματα, με δίδαξαν τα αγαθά της αρετής.
Γιατί σ' όλους τους θνητούς ήταν θαυμαστοί,
έχοντας ίδιο φρόνημα για την κατάκτηση της αρετής
ίδιοι στα γηρατειά και στον ηθικό χαρακτήρα
της ανθρώπινης ζωής, ευτυχισμένοι και ισχυροί
υπερβαίνοντες τα κανονικά. Ο ένας μακριά κάποτε από την μάνδρα
τη μεγάλη βρισκόταν, που τώρα σ' αυτή ασκεί μεγάλη εξουσία
όχι πρόβατο, αργότερα το πιο έξοχο από αυτά και σ' αυτά
πνευματικός ποιμένας τώρα αξιοσέβαστος και ποιμένας των ποιμένων. [1369] Ούτε ήρθε στο παραγωγικό αμπέλι πρωί,
αλλά ξεπέρασε πολύ στη δουλειά τους προπορευόμενους.
Η άλλη από θαυμάσιους γονείς ιερό φυτό, από
αγνή ρίζα, από νέους ιερούς βλαστούς της μητέρας
καθ' όλου περιφρονημένη από τις πρώτες, που το βασιλιά Χριστό
δέχτηκαν και τον είδαν να ανασταίνεται από τον τάφο,
αναπνέοντας λίγο πάνω στη γη από πιεστική επιθυμία της σάρκας,
εξασφαλίζοντας όμως περισσότερο μερίδιο ζωής στον ουρανό.
Από αυτούς διαμορφώθηκε ο ήπιος χαρακτήρας μου και όπως το πηχτό
τυρί, γρήγορα έπαιρνε την μορφή του καλαθιού, όπου εναποτίθεται το νωπό τυρί.
Κάποτε που κοιμόμουν μου ήρθε τέτοιο όνειρο
που με οδήγησε εύκολα στην επιθυμία της αγνότητας.
Είδα δύο με ασημένια φορέματα
κοπέλες να λάμπουν, που στέκονταν κοντά μου,
και οι δύο όμορφες της ίδιας ηλικίας· και στις δύο [1370] καλλωπισμός ήταν η αστολισιά , που είναι η ωραιότητα της γυναίκας.
Ούτε το λαιμό στόλιζαν με χρυσό, ούτε με πολύτιμους λίθους,
ούτε είχαν λεπτά μεταξωτά νήματα,
ούτε χιτώνες φορούσαν από λινό ύφασμα
ούτε με βαμμένα βλέφαρα για να λάμπουν λίγο τα μάτια
ούτε όσα μελέτησαν άνδρες τεχνίτες στα πρόσωπα γυναικών
τρόπους βοήθειας για την ασέλγεια
ούτε πλεξούδες ξανθιών μαλλιών ριγμένες στις πλάτες
ανέμιζαν με το φύσημα του απαλού αέρα.
Ωραία πέπλος έσφιγγε με ζώνη,
μέχρι τα πόδια και τους αστραγάλους συρόμενος·
με καλύπτρα στο κεφάλι και το πρόσωπο
κάλυπταν, χαμήλωναν τα μάτια τους στη γη.
Της ντροπής το ωραίο κοκκίνισμα στόλιζε και τις δύο
όσο φαινόταν κάτω από τα καλοφτιαγμένα υφάσματα. [1371] Σιωπηλές και οι δύο με κλειστά χείλη,
δροσερές όπως τα ρόδα στα μπουμπούκια τους.
τις έβλεπα και χαιρόμουν πολύ. Ισχυρίζομαι
βέβαια ότι ήταν οι καλύτερες από τις θνητές·
αυτές με ασπάζονταν, εφ' όσον τόσο εύθυμος ήμουν μαζί τους,
με τα χείλη τους, και με φιλοφροσύνη με υποδέχτηκαν σαν αγαπητό γιο.
Όταν τις ρώτησα ποιες γυναίκες είναι και από πού έρχονται,
η μια απάντησε η αγνεία και η άλλη η σωφροσύνη,
που στεκόμαστε γύρω από το Χριστό βασιλιά
και ευχαριστιόμαστε τις ομορφιές των αγάμων του ουρανού.
Αλλά εμπρός παιδί μου σύνδεσε το νου σου
με το δικό μας νου, την λαμπάδα σου με τις λαμπάδες μας,
και να σε βάλουμε κοντά στην λαμπρή αθάνατη Τριάδα.
Μιλώντας έτσι υψώθηκαν στους αιθέρες. Τα μάτια μου [1372] παρακολουθούσαν αυτές που πετούσαν. Διασκορπίσθηκαν , ήταν όνειρο,
αλλά για πολύ χρόνο η καρδιά μου με τις σεβαστές μορφές της νύχτας
ευχαριστιόταν και με τις εικόνες της λαμπρής αγνότητας.
Τώρα δα ο λόγος τους συνέχει την ψυχή μου, οπόταν η έννοια
των καλών και των κακών σχηματίσθηκε με ακρίβεια.
Ο νους οδηγούσε τη λαχτάρα και η θολή ομορφιά
του νυχτερινού ονείρου φαινόταν τώρα μεγαλόπρεπα.
Όπως στις ξερές καλαμιές αόρατη σπίθα
Που καίει μέσα σ' αυτές ξαφνικά δυναμώνει,
μικρή φωτιά στην αρχή, ύστερα υψώθηκε φλόγα
ορμητική, έτσι κι εγώ φλεγόμενος από το όνειρο
αμέσως φανέρωσα τον πόθο και σε όλους έλαμψε το φως,
που δεν έμεινε πια μυστικό στα βάθη της ψυχής. [1373] Σχετιζόμουν πρώτα με τους ευσεβείς που του γάμου
τα δεσμά απέφυγαν, ελεύθεροι από τον επίγειο κόσμο,
για να ακολουθούν πτεροφόροι το Βασιλέα Χριστό,
υψωμένοι από τη γη με μεγάλη δόξα.
Τους αγαπούσα και τους τιμούσα με την καρδιά μου
και της ελπίδας μου οδηγούς για τον ουρανό αυτούς είχα·
Αλλά έπειτα υπολόγιζα το βαρύ ζυγό του γάμου
επιθυμώντας να καθίσω στην υψηλή θέση των παρθένων.
Γιατί όσες ανύπανδρες πήραν με κλήρο μερίδιο στον πλατύ ουρανό
ξεπέρασαν τα αφόρητα πάθη.
Λαμπερός είναι πρώτιστα οι παντοδύναμος Θεός· έπειτα όσοι στο Θεό
αφοσιωμένοι στέκονται κοντά στον υψηλό θρόνο.
Έχοντας αυτοί την πρώτη ακτίνα του καθαρού Θεού, [1374] ολόλαμπροι, προσφέρουν πρόθυμα λάμψη στους θνητούς.
Όσοι πλάσθηκαν από ψυχή και ύλη σ' ένα σώμα,
και είναι δύαδα , γέννημα του χώματος που μάχεται,
επιθυμούν γάμο και είναι σωματικά ώριμοι
να τεκνοποιήσουν. Αλλά ο Χριστός κατευθύνοντας το ανώτερο μέρος,
το διέκρινε από τη σάρκα και το αποξένωσε από τον κόσμο της πλάνης
και το τοποθέτησε κοντά στην ελεύθερη ζωή των αθανάτων.
Εκεί μ' έστειλε η επιθυμία μου για τα μεγάλα, ούτε πάνω στη γη
χαμηλά πατούσε χωρίς κόπο το πόδι μου. Αλλά
σα να είχα γευτεί το γάλα το γλυκό
ή το μέλι της αμετακίνητης εκεί χοροστασίας
δεν επιθυμούσα πια να επιστρέψω κοντά στο πικρό φαγητό μου,
επειδή εδώ γεννιέται η κακία που φθείρει την ψυχή.
Ούτε ευθυμίες και όσα αγαπούν οι νέοι, ούτε ελαφρά ρούχα
ούτε περιποιημένα μαλλιά, ούτε
δυσάρεστη χαρά των άσχημων λόγων, ούτε
γέλια αβάσταχτα, ούτε βράσματα της εχθρικής σάρκας
μου ήταν αρεστά. Τους βράχους και τα βουνά και τ' άλογα
που χλιμιντρίζουν, και τα γαυγίσματα των κυνηγόσκυλων,
σ' άλλους τ' άφησα και αφού πέταξα όλα τα πλούτη,
έβαλα τον αυχένα μου στο ζυγό της σταθερής αγνότητας
που με πρόσεχε, μ' αγαπούσε και με οδήγησε σε μεγάλη δόξα
και με καλή διάθεση μ' έβαλε στα χέρια του Χριστού.
Αλλά Πάτερ και Λόγε του πατέρα, Πνεύμα φωτεινό
της δικής μας αβέβαιης ζωής το στήριγμα,
μη μ' αφήσεις να κατανικηθώ από βαριά χέρια
του εχθρού του αντιπάλου της δικής σου ελπίδας.
Ούτε ως μαύρο καράβι, καλοτάξιδο, ορθόπλοο ,
που κοντά στο λιμάνι πετάει πια [1376] με ανοικτά πανιά, αφού ξέσπασε θύελλα
ελεεινών ανέμων, απότομα πίσω
να με τινάξει στην πλατειά θάλασσα της ζωής
από εδώ και από εκεί σειόμενο από αφόρητα δεινά
μήπως χτυπήσει πάνω σε αόρατους βράχους.
Αυτός είναι ο σκοπός του ζηλότυπου Βελίαρ·
Πάντα μισεί το ανθρώπινο γένος, ούτε από τη γη επιθυμεί
να γίνουν ουράνιοι, εφ' όσον από τον ουρανό
ο ίδιος από έπαρση ρίχτηκε σ' αυτή τη γη·
ο δυστυχής που την πρώτη δόξα της καύχησης να έχει
θέλοντας και τη μεγάλη και τη βασιλική εξουσία του Θεού,
αντί φως περιβλήθηκε το φοβερό σκοτάδι. Γι αυτό
με τα σκοτεινά πάντοτε έργα χαίρεται,
και έχει εδώ την εξουσία της σκοτεινής κακίας.
Με διπλό πρόσωπο εμφανίζεται και διαστρεβλώνει την διάνοια,
Πηγαίνοντας άλλοτε στη μια και άλλοτε στην άλλη παγίδα. [1377] Αυτός λοιπόν είναι το πραγματικά μεγαλύτερο σκοτάδι·
Αν τον ανακαλύψεις αυτόματα μεταβάλλεται σε άγγελο του φωτός,
και γελώντας ήσυχα κολακεύει. Εδώ περισσότερο
ας προσέχει ο λογικός, μη πλησιάσει τον θάνατο αντί το φως.
Την φαυλότητα είναι δυνατόν να την αποφύγει κάποιος κατώτερος·
γιατί στους πολλούς είναι φανερή η μισητή κακία.
Επαινώ αυτόν που την ανακαλύπτει άφαντη μέσα σε παγίδες,
ξεχωρίζοντάς την με τα δυνατά μάτια του πνεύματος.
Αλλά σώσε τα γηρατειά και το άσπρο μου κεφάλι,
οδήγησέ με ευμενής στο τέλος της ζωής, όπως παλιά
με αγαπούσε ς με φροντίδα και από μέρα σε πιο καλύτερη μέρα
με οδηγούσες με καλύτερες ελπίδες φέροντας μπροστά·
και από μισητές και αφόρητες μέριμνες
οδήγησέ με σε γαλήνιο λιμάνι της βασιλείας σου, [1378] ώστε μαζί με τα αιώνια φώτα τιμώντας σε,
να πάρω μέρος βασιλιά από την ουράνια δόξα.





Έπος Ιστορικόν ΜΕ΄
μτφρ. Άγγελος Παπουτσής
Μιλάει ο Γρηγόριος Θεολόγος,


Στυλιανού Παπαδόπουλου,


εκδ. Αποστολική Διακονία,


Αθήνα 1991, σελ. 165-179

via