Οι Πατέρες, όταν ομιλούν περί Θεού, αρχίζουν από την Αγία Γραφή καθώς και από το τι είπαν οι προηγούμενοι από αυτούς Πατέρες της Εκκλησίας. Μετά, μέχρις ότου αποκτήσουν την εμπειρία του φωτισμού, δεν θεολογούν οι ίδιοι. Διότι, πριν φθάσουν στον φωτισμό, είναι απλώς μαθηταί. Μαθητεύουν δηλαδή κοντά σε πνευματικούς πατέρες, οι οποίοι τους προετοιμάζουν για τον φωτισμό. Τους δίνουν δηλαδή να διαβάσουν Παλαιά και Καινή Διαθήκη, κάθονται μαζί τους και κάνουν ερμηνεία της Αγίας Γραφής για να κατατοπισθούν ιστορικά επάνω στην Ορθόδοξη Πατερική Παράδοσι, τους δίνουν να ασχοληθούν με την νοερά προσευχή, κάνουν νηστεία κλπ. Και γενικά τους ασκούν, ώστε να συντελεσθή η κάθαρσις του νου. Έτσι, έχοντες καθαρό νου, να μπορέσουν οι μαθηταί αυτοί να δεχθούν την επίσκεψι του Αγίου Πνεύματος.
Όταν έλθη το Άγιον Πνεύμα και αρχίση να προσεύχεται μέσα τους, μόνον τότε αρχίζουν να θεολογούν. Μέσα από μια τέτοια πορεία και διαδικασία συντελείται η θεραπεία του ανθρώπου. Στην πράξη, αυτή επιτυγχάνεται με συνεχή, έντονο, μακροχρόνιο αγώνα. Κατ' αυτόν τον αγώνα η Χάρις έρχεται και φεύγει επανειλημμένα, μέχρις ότου καθαρίση τον αγωνιστή από τα πάθη του και τον καταστήση δόκιμο κατά των παθών.
Σε όλο αυτόν τον αγώνα δεν βοηθάει καθόλου, μα καθόλου η φιλοσοφία. Διότι αυτό που τελικά καθαρίζεται και φωτίζεται δεν είναι η λογική, η διάνοια του ανθρώπου αλλά ο νους του ανθρώπου. Η διάνοια του ανθρώπου καθαρίζεται γρήγορα, στο αρχικό στάδιο του αγώνα. Ο νους, η καρδιά του ανθρώπου χρειάζεται πολύ περισσότερο καιρό για να καθαρισθή, εφ' όσον, εννοείται, τηρούνται οι ασκητικές προϋποθέσεις.
Όπως έχομε ήδη πει, η διάνοια του ανθρώπου είναι ένα πράγμα, και ο νους του ανθρώπου είναι άλλο πράγμα. Στις ανθρώπινες επιστήμες, εκείνο που φωτίζεται από την επιστημονική γνώσι, είναι η διάνοια του ανθρώπου. Ο πραγματικός θεολόγος όμως φωτίζεται διπλά. Σ' αυτόν πρέπει να φωτισθεί και η λογική, δια της Κατηχήσεως, κυρίως όμως ο νους, δηλαδή η καρδιά του, η πνευματική καρδιά.
Στην Δυτική Θεολογία όμως, επειδή οι θεολόγοι τους ταύτισαν την φώτισι του Αγίου Πνεύματος με την εναρμόνηση της λογικής σύμφωνα με τα αρχέτυπα του Πλάτωνος, τα οποία κατ' αυτούς είναι μέσα στον Θεό, συνέβη ώστε η φώτιση - κατά τον Αυγουστίνο - να ταυτίζεται με το να γνωρίσει ο άνθρωπος τα αρχέτυπα αυτά, αν όχι απ' ευθείας, τουλάχιστον μέσω των κτισμάτων. Συγκεκριμένα μέσω της μελέτης της Αγίας Γραφής, του στοχασμού επάνω στην Αγία Γραφή και της φιλοσοφίας. Έτσι, λένε, γνωρίζοντας ο άνθρωπος τα αρχέτυπα, αυτόματα γνωρίζει τους νόμους της αληθείας, της ηθικής συμπεριφοράς.
Εξ επόψεως Δυτικής θεολογικής παραδόσεως έχει μεγάλη σημασία η οντολογία, διότι η οντολογία είναι το θεμέλιο των θεολογικών διακρίσεως που διατυπώνονται στην Δυτική Θεολογία. Και τούτο, επειδή απεκόπησαν οι Δυτικοί από την εμπειρία του φωτισμού και της θεώσεως της Πατερικής παραδώσεως. Οπότε, αντί να θεολογούν βάσει της εμπειρίας του φωτισμού και της θεώσεως, οι μεν Προτεστάντες, πιστεύουν ότι η μόνη πηγή αληθείας είναι η Αγία Γραφή, οι δε Παπικοί πιστεύουν ότι η Αγία Γραφή, τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας και η προφορική Παράδοση της Εκκλησίας και αμφότεροι κάθονται απλώς και διαβάζουν τα βιβλία αυτά, πιστεύοντας ότι την ώρα που τα διαβάζουν υπάρχει το Άγιο Πνεύμα μέσα τους, το οποίο τους φωτίζει να κατανοούν ορθά εκείνα που διαβάζουν. Μάλιστα οι Προτεστάντες, επειδή πιστεύουν ότι το χάρισμα της ερμηνείας των Γραφών εδόθη σε ολόκληρη την Εκκλησία, την ανάγνωσι της Αγίας Γραφής την κάνει όλος ο σύλλογος, δηλαδή όλα τα μέλη μιας Προτεσταντικής Ομολογίας, άσχετα αν κάποιος είναι παπάς ή δεν είναι παπάς.
Στην Παπική Εκκλησία όμως πιστεύουν ότι το Άγιο Πνεύμα εδόθη κυρίως στην Ιεραρχία. Γι' αυτό και κατά τις χειροτονίες οι επίσκοποι τους λένε στον χειροτονούμενο: «Λάβε Πνεύμα Άγιον»! θέλουν να δείξουν δηλαδή οι χειροτονούντες ότι είναι διάδοχοι των Αποστόλων. Όπως είπε ο Χριστός στους Αποστόλους «Λάβετε Πνεύμα Άγιον», έτσι και αυτοί υποτίθεται ότι έχουν και δίνουν Πνεύμα Άγιον. Και δίδεται Πνεύμα Άγιον στους επισκόπους τους, για να μπορούν αυτοί μαζί με τον Πάπα της Ρώμης, που έχει και αυτός το Πνεύμα το Άγιον, να αποφαίνονται σωστά περί των θεμάτων που τους απασχολούν.
Στην Ορθόδοξη Παράδοση όμως έχομε τους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους Αγίους, οι οποίοι δεν είναι απλώς αυθεντίες αφ' εαυτού των, αλλά είναι αυθεντίες εξ αιτίας της εμπειρίας της θεώσεως και μόνον. Οπότε και ο καθένας, ο οποίος φθάνει στην εμπειρία της θεώσεως, γίνεται και αυτός αυθεντία, επειδή μετέχει στην αυθεντία εκείνων. Αυτός δεν λέγει τίποτε διαφορετικό απ' ότι είπαν εκείνοι, διότι απέκτησε κοινή εμπειρία με εκείνους. Όσοι έχουν την ίδια εμπειρία, λένε τα ίδια πράγματα.
Ο ορισμός της Μεταφυσικής ή της Οντολογίας είναι ότι είναι μία επιστήμη, η οποία ασχολείται με εκείνο που δεν αλλάζει, με εκείνο που παραμένει αναλλοίωτο, με το «όντος ον» ή ακόμη και με εκείνο το οποίο παραμένει αναλλοίωτο για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, το οποίο όμως δεν μπορεί να ελεγχθή. Συμβαίνει όμως σήμερα οι θετικές επιστήμες να έχουν αποδείξει ότι στον κτιστό κόσμο τα πάντα είναι σχετικά, τα πάντα αλλάζουν. Γι' αυτό σήμερα έχει πλήρως εγκαταλειφθή η άποψις ότι υπάρχει κάτι το «οντολογικόν», εξ επόψεως του παραμένοντος, του αμεταβλήτου. Από την Αστρονομία κυρίως ξέρομε ότι εδώ και περίπου 15 δισεκατομμύρια χρόνια, όσο είναι ή ηλικία του σύμπαντος, ο κόσμος συνεχώς αλλάζει και μαζί του όλα τα κτίσματα.
Στην Ορθοδοξία όμως, όταν μιλάμε για τον Θεό, λέμε ότι ο Θεός «πάντοτε υπήρχε και πάντοτε θα υπάρχει». Αυτό όμως τι σημαίνει; Μας αποκαλύπτει το είναι του Θεού; Όχι βέβαια, διότι είναι κάτι το αποφατικό. Σημαίνει δηλαδή η παραπάνω έκφρασις ότι ο Θεός δεν είναι σαν αυτά τα πράγματα του κτιστού κόσμου που μεταβάλλονται και τα οποία κάποτε δημιουργήθηκαν, υπάρχουν για ένα διάστημα και μετά σταματούν να υπάρχουν. Ο Θεός πάντα υπήρχε και πριν υπάρξει αυτός ο κόσμος και θα υπάρχει και μετά το τέλος αυτού του κόσμου, αναλλοίωτος. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός είναι αΐδιος και αθάνατος κατά φύσιν. Αυτή όμως η έκφρασις μας λέγει τι δεν είναι ο Θεός. Όχι το τι είναι.
Η μεταφυσική όμως επιστήμη είναι - σύμφωνα με τους οπαδούς της - η επιστήμη του όντος. Όχι του μη όντος. Εξετάζει δηλαδή αυτό που υπάρχει, αυτό που είναι. Όχι εκείνο που δεν είναι, που δεν υπάρχει.
Οι Πατέρες, όταν μιλούν για τον Θεό, λένε ότι ο Θεός είναι άγνωστος κατά την ουσία Του. Δεν γνωρίζουμε το «είναι» του Θεού, το τι είναι ο Θεός, το όντως ον. Λένε μάλιστα ότι ούτε μπορούμε ποτέ να γνωρίσουμε τον Θεόν κατά την ουσία Του. Ξέρομε μόνον ότι υπάρχει. Πώς το ξέρομε αυτό; Επειδή μας έχει αποκαλύψει την δόξα Του, την ενέργεια Του, το Φως Του. Και, όταν βλέπη κανείς το Φως του Θεού, δεν καταλαβαίνει, δεν γνωρίζει, δεν μπορεί να γνωρίσει το «τι είναι ο Θεός». Γι' αυτό λέμε ότι ο Θεός είναι Μυστήριο.
Ιωαννου Σ. Ρωμανίδου,
Πατερική Θεολογία ,
Εκδόσεις Παρακαταθήκη, 2004,
Πρόλογος Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μετάλληνου,
Επιμέλεια – Σχόλια: Μοναχού Δαμασκηνού Αγιορείτου.