O όρος Θέωσις είναι μία μεταφορική λέξις, μία λέξις συμβολική, μία έκφρασις, η οποία προσπαθεί να θίξη ένα υπερφυσικόν γεγονός το οποίον ευρίσκεται πέραν της κατανοήσεως υπό των συνήθων ανθρωπίνων δυνάμεων και ως εκ τούτου δεν έχει το αντίστοιχον αυτού εις την ανθρωπίνην λαλιάν. Είναι αυτό το οποίον ο Ντάντε συνέλαβε κάπως και ωνόμασε «σκιώδη πρόλογον», όταν είδε τους Αγίους ως «πέταλα του Αιωνίου Ρόδου». Επειδή όμως η Θέωσις, η θεοποίησις του ανθρώπου, υπάρχει μέσα εις το είναι του ως μία σφοδρά επιθυμία, δια τούτο θα καταβληθή προσπάθεια να εξετασθη συντομώτατα, εν συνεχεία, το μέγιστον τούτο θέμα της θεώσεως.
Εξ αρχής ο άνθρωπος επεθύμησε και επιθυμεί και λαχταρά, δια να χρησιμοποιήσω την λαϊκήν έκφρασιν, να γίνη Θεός. Η πτώσις των πρωτοπλάστων εγένετο με ακριβώς την τεχνηέντως υπόκαυσιν αυτής, δια την θέωσιν, επιθυμίας (1). Εις επιταφίους πλάκας μελών Ορφικών αδελφοτήτων ευρίσκομεν επιγράμματα όπως, «ὄλβιε καί μακαριστέ, θεός δ' ἔση ἀντί βροτοῖο» ως και «θεός εἶ ἐλεεινοῦ ἐξ ἀνθρώπων» (2). Εις την Π. Διαθήκην απαντώμεν τα χωρία : «Ὁ Θεός ἔστη ἐν συναγωγῇ θεῶν, ἐν μέσῳ δέ θεούς διακρίνει», «ἐγώ εἶπα : ὑμεῖς θεοί ἐστέ καί υἱοί Ὑψίστου πάντες» (3). Εις την Καινήν Διαθήκην ευρίσκομεν το χωρίον «νῦν τέκνα θεοῦ ἐσμέν καί οὔπω ἐφανερώθη τι ἐσόμεθα, οἴδαμεν δέ ὅτι ἐάν φανερωθῆ ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα ὅτι ὀψόμεθα αὐτόν καθῶς ἐστί» (4).
Ο ουρανοβάμων Παύλος ομιλών προς τους Αθηναίους χρησιμοποιεί φράσιν των ποιητών Αράτου του Ταρσέως και Κλεάνθους εξ 'Ασσου Τρωάδος η οποία λέγει «τοῦ (θεοῦ) γένος ἐσμέν» (5). Εκ των Πατέρων της Εκκλησίας ο Μ. Αθανάσιος λέγει χαρακτηριστικώς «διά τοῦτο γάρ τοιαύτη γέγονεν ἡ συναφή, ἵνα τῷ κατά φύσιν τῆς θεότητος συνάψῃ τόν φύσει ἄνθρωπον καί βεβαία γένηται ἡ σωτηρία καί ἡ θεοποίησις αὐτοῦ» (6). Οι παλαιοί Πατέρες, ανατολικοί και δυτικοί, μετ' αυτούς άλλοι, καθώς και οι νεώτεροι Πατέρες ησθάνθησαν έντονον την επιθυμίαν της θέσεως, εγοητεύθησαν από αυτήν και επεδίωξαν την θέωσιν ενσυνειδήτως, όπως την επιδιώκει κάθε θρησκεύουσα χριστιανική ψυχή ως το «ὄντως ἐφετόν» ως την επιτυχίαν του προορισμού της, ως την τελικήν εξεύρεσιν του οίκου της, διότι ως λέγει ο Ιερός Αυγουστίνος «ο Θεός είναι η χώρα, ο οίκος της ψυχής».
Κατά τρόπον ορμέμφυτον όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν την θέωσιν και την λαχταρούν, χωρίς πλειστάκις να το εννοούν αυτό, διότι ο διακαής αυτός πόθος διαλανθάνει μέσα εις τας μορφάς διαφόρων επιθυμιών, όπως η αγάπη της διαιωνίσεως του ονόματος των δια διαφόρων έργων, πράξεων και ενεργειών, όπως ο καημός της αθανασίας, όπως τα διάφορα ιδανικά, είτε είναι υψηλά και άξια της ανθρωπινής ιδιότητος, είτε και άλλα κατωτέρας ποιότητος. Ο άνθρωπος, δύναται τις να είπη, φλέγεται από την επιθυμίαν να γίνη θεός και δι' αυτό, επιτραπήτω η έκφρασις, παθαίνεται, ριπτόμενος εις διάφορα έργα, εις ποικίλας ενεργείας εις μυρίας επιδιώξεις. Η σημερινή εποχή ημών, η θεωρούμενη τόσον υλιστική και άθεος, κατά την οποίαν εις άλλας περισσότερον της ει δικής μας, προηγμένας χώρας, τόσον των ολοκληρωτικών όσον και των ελευθέρων καθεστώτων, κυριαρχεί το σύνθημα «ο Θεός απέθανε πλέον», είναι εποχή απομακρύνσεως από τον Θεόν, αλλ' όχι και από την θέωσιν. Η θεοποίησις κατέχει την πρώτην θέσιν εν προκειμένω, διότι την θέσιν του Θεού βαυκαλίζεται ότι κατέλαβεν ο άνθρωπος, όστις μεθυσμένος από τα επιτεύγματα, από τας επιτυχίας εις το διάστημα και από τας ανακαλύψεις, άφησεν εαυτόν να νομίση ότι ουδέν πλέον υπάρχει άνωθεν αυτού. Αλλ' αι ανακαλύψεις του, όσον σπουδαίαι και ωφέλιμοι και εάν είναι, ομοιάζουν με άντλησιν εις πίθον Δαναΐδων, διότι είναι γεγονός ότι μετά από κάθε επίτευγμα και ανακάλυψιν, άλλαι περισσότεραι άνάγκαι προκύπτουν και πολυπλοκώτερα προβλήματα και ερωτήματα δημιουργούνται. Παρ' όλα αυτά η κατάστασις της εξάρσεως του ανθρώπου από τα αναμφισβήτητα επιτεύγματα του αιώνος του ατόμου και από την πρόοδον, ώθησαν αυτόν να σκεφθή επιπολαίως, ότι πλέον γνωρίζει τα πάντα και ότι τα πάντα δύναται, ως εκ τούτου δε ούτε τον Θεόν παραδέχεται, ούτε την ανάγκην αυτού αισθάνεται. Θεωρεί ο άνθρωπος τον εαυτόν του αυτάρκη πλέον, νομίζει ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός από αυτόν και πιστεύει ότι αυτός τέλος είναι ο Θεός. Ούτω λοιπόν εθεώθη, εθεοποιήθη, εθέωσεν εαυτόν ο άνθρωπος, πλην όμως δια να αντιληφθή αργά ή γρήγορα, ίσως, τις οίδε, μετά πόσα παθήματα και δεινά, δια να καταλάβη, ότι πολύ προχείρως έστησε λίαν υψηλά, «επάνω του Θεού», τον θρόνον του. Οπωσδήποτε μετά την σύγχρονον και την πολλάκις επαναληφθείσαν χιμαιρικήν κατασκευήν του Πύργου της Βαβέλ, θα εγκατάλειψη την εκτροπήν, θα παύση την ύβριν, θα επανέλθη εις την τροχιάν την φυσικήν, κατά την οποίαν θα επαναλάβη ταπεινώς και θεοσεβώς το επίπονον αλλά γλυκύτατον έργον της πραγματικής και αληθούς θεώσεώς του, ως πλασθείς «κατ' εἰκόνα» Θεού, δια να καταστή και «καθ' ὁμοίωσιν» Αυτού. Θα εγκατάλειψη την ευθηνήν και επιπολαίαν θεοποίησίν του και θα εισέλθη εις την τροχιάν της πραγματικής Θεώσεως.
Τι όμως είναι η θέωσις και πως είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον να θεοποιηθή, αφού απαντώμεν εις τας Αγίας Γραφάς ότι ο άνθρωπος και εάν μόνον ίδη το πρόσωπον του Θεού δεν είναι δυνατόν να επιζήση; (7) ότι «Θεόν οὐδείς ἑώρακεν πώποτε;» (8) Είναι λοιπόν δυνατή η πραγματοποίησις της Θεώσεως του ανθρώπου; Βεβαίως είναι δυνατή, αλλά φυσικά όχι όπως γνωρίζομεν τας θεοποιήσεις ή αποθεώσεις των ηρώων της αρχαιότητος και τας χονδροειδείς θεοποιήσεις των ρωμαίων αυτοκρατόρων. Εις τα διαληφθέντα προηγουμένως χωρία, αντιπαραβάλλονται άλλαι ρήσεις εκ των Αγίων Γραφών αι ωσαύτως προαναφερθείσαι καθώς και ο περίφημος μακαρισμός του Χρίστου καθ' ον «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὅψονται» (9). 'Αρα και η θεοπτία είναι δυνατή και η θέωσις ωσαύτως. Το τι δε είναι θέωσις και πως νοείται, το εκφράζει ο συγγραφεύς των Διονυσιοαρεοπαγιτικών συγγραμμάτων ο οποίος λέγει «Θέωσις ἐστιν ἡ πρός Θεόν ὡς ἐφικτόν (ανθρώπῳ) ἀφομοίωσίς τε καί ἕνωσις» (10). Νοείται δε η θέωσις με τους κατωτέρω λόγους Καλλίστου του Καταφυγιώτου. «Θεός Αβραάμ, οὐ Θεοῦ οἱ κόλποι καλούμενοι Ἀβραάμ κόλποι, Θεοῦ εἰσί κόλποι. Εἰς τούς κόλπους αὐτούς εἰσαγόμενος ὁ τόν θεωρητικόν βίον μετελθών, θεοῦται καί ἀποκαθίσταται ἐν θυμηδίᾳ καί τέρψει ἀφάτῳ» (11). Οι θεούμενοι ως θεοειδείς νοητέοι, προσδιορίζει αλλαχού ο προμνημονευθείς Κάλλιστος (12). Η θέωσις δεν οδηγεί ούτε εις το Νιρβάνα, ούτε εις τον Πανθεϊσμόν, αλλ' ούτε είναι δυνατόν να περιγραφή, διότι είναι εμπειρία του ορώντος τον Θεόν, του ενουμένου με τον Θεόν και θεουμένου, και δη εμπειρία ανέκφραστος όπως ακριβώς συνέβη με τον απόστολον Παύλον ο οποίος «ἀνῆλθε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καί ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι » (13). Ο θεούμενος εισέρχεται όπως ο θεόπτης Μωϋσής εις τον θείον γνόφον (14), ευφραίνεται αφάτως ανελθών μέχρι «τῆς τοῦ θείου σκότους ἀκτίνος» (15) μέχρι του «ὑπερφώτου γνόφου», γνωρίζει και βλέπει δι' αγνωσίας και αβλεψίας αυτό το οποίον είναι υπέρ θέαν και γνώσιν, αυτό το οποίον ούτε καθοράται ούτε γνωρίζεται (16). Η ένωσις μετά του Θεού και θέωσις του ανθρώπου νοείται και εί ναι θείον πάθος υπό την έννοιαν του πάθους δια το θείον, του δια τον Θεόν πάθους. Ούτω κατά τον Πατριάρχην Κάλλιστον «ἡ θέωσις ἐστι πάθος μακάριον» (17). Ο θεούμενος πάσχει την θέωσιν. Μάξιμος ο Ομολογητής ωσαύτως γράφει «οὐ γάρ ἔχομεν φύσει δεκτικήν τήν της Θεώσεως δύναμιν. Πάσχομεν δέ κατά τό μέλλον τήν θέωσιν, τήν πρός τό παθεῖν ταύτην κατά δωρεάν χάριν δεχόμενοι» (18). Της Θεώσεως προηγείται η Ένωσις (19). Η Θέωσις πραγματοποιείται δια της μεθέξεως. Τη μεθέξει της θεϊκής Χάριτος ο άνθρωπος γίνεται Θεός (20). Ο αυτός 'Αγιος Μάξιμος αλλαχού λέγει : «Τῇ μεθέξει ὁ ἄνθρωπος μετά τήν ἕνωσιν τοῦ νοῦ αὐτοῦ πρός τόν Θεόν» (21). Ο Μέγας Αθανάσιος εις τους κατά Αρειανών λόγους του γράφει περί της μεθέξεως κατά την θέωσιν «τά ἄλλα δέ οἷς εἶπε : ἐγώ εἶπα ὑμεῖς θεοί ἐστέ, μόνον τῇ μετοχῇ τοῦ Λόγου. Διά τοῦ Πνεύματος ταύτην ἔχουσι τήν χάριν παρά Πατρός» (22). Ωσαύτως τονίζει την μέθεξιν τω Αγίω Πνεύματι, λέγων «τῇ δέ τοῦ Πνεύματος μετοχῇ, συναπτόμεθα τῇ θεότητι» (23). Η μέθεξις όμως αύτη δεν είναι μετοχή της θείας ουσίας άλλα της θείας ενεργείας. Επ' αυτού ο 'Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διευκρινίζει λέγων «οἱ τῷ Θεῷ εὐαρεστήσαντες καί τοῦ δι' ὅ γεγόνασιν ἐπιτυχόντες, τουτέστι τῆς θεώσεως. . . οὐκοῦν καί αὐτοί τῆς θείας ἐνεργείας, εἰ καί τρόπον ἕτερον, ἀλλ' οὐχί τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ μετέχουσι. Διό καί οἱ θεολόγοι τῆς θείας ἐνεργείας εἶναι ὄνομα τήν θεότητα φησί» (21), καθ ότι δια την θείαν ουσίαν δεν υπάρχει «μέθεξις οὔτε αἰσθητή οὔτε νοερά» και η θεία ουσία ούτε όνομα είναι δυνατόν να έχη, ούτε λέγεται, ούτε ονομάζεται, ούτε θεωρείται, είναι δε εντελώς άληπτος και άρρητος πάντοτε (25). Το ότι κατά τον Απόστολον Πέτρον «γινόμεθα θείας κοινωνοί φύσεως» (26) δεν σημαίνει ότι η θεία φύσις είναι μεθεκτή. Κατά τον προμνημονευθέντα Αγ. Γρηγόριον Παλαμάν «ἀμέθεκτος ἐστίν ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί μεθεκτή πως καί κοινωνοῦμεν τῆς θείας φύσεως καί οὐ κοινωνοῦμεν οὐδαμῶς. Δεῖ οὐν ἀμφότερα ἡμᾶς τηρεῖν, καί τίθεσθαι ὡς εὐσέβειας γνώμονα» (27). Σαφώς ωσαύτως περί τούτου ομιλεί ο Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής λέγων «μεθεκτός μέν ὁ Θεός κατά τάς μεταδόσεις αὐτοῦ, ἀμέθεκτος δέ κατά τό μηδέν μετέχον αὐτῆς τῆς οὐσίας αὐτοῦ» (28). Η έλλαμψις, όπως συνέβη κατά την Μεταμόρφωσιν του Χριστού, η 'Ενωσις, η Θέωσις γίνονται δια μεθέξεως εις τας θείας Ενεργείας, αι οποίαι κατά τον Αγ. Γρηγόριον Παλαμάν είναι άκτιστοι, περισσότεραι της μιας και διαστέλλονται της θείας ουσίας, ήτις είναι μία και παντάπασιν αδιαίρετος. Ούτως αμέθεκτος η Ουσία, μεθεκτή η Ενέργεια, δυνατή η Θέωσις και αψευδής η Αγία Γραφή, ήτις ως ελέχθη, πολλαχού ομιλεί περί θεώσεως. Αμυδράν εικόνα της Θεώσεως του ανθρώπου δίδει ο πεπυρακτωμένος σίδηρος, όπου το πυρ διατρέχει τον σίδηρον, ο όποιος λαμπρύνεται και ενούται με το πυρ και πυρακτούται, απορροφά δε την θερμότητα και γίνεται πύρινος, χωρίς να παύση να είναι σίδηρος, χωρίς να καθίσταται πυρ, και διατηρεί την αυτοτέλειάν του πυρακτούμενος, όπως και ο άνθρωπος δεν εκμηδενίζεται κατά την θέωσιν, αλλά διατηρεί την προσωπικότητα του, δεν απορροφάται, δεν εξαφανίζεται ούτε διαχέεται εις το άπειρον της θεότητος, αλλ' αντανακλά πως την θείαν χάριν ως θεοειδής γενόμενος, όπως ο σίδηρος εκπέμπει όχι την ιδικήν του άλλα την του πυρός θερμότητα. Μυστικός του μεσαίωνος εις την Δύσιν απαντών εις ερώτησιν περί του τι σημαίνει να καταστή τις θεοειδής, θεοποιημένος, λέγει «Αὐτός ὁ ὁποῖος χρίεται ἤ φωτίζεται ἀπό τό Αἰώνιον ἤ Θεῖον Φῶς καί φλέγεται ἤ ἀναλίσκεται ἀπό τήν Αἰώνιον ἤ Θείαν Ἀγαπην, εἶναι ὁ θεοποιημένος ἄνθρωπος» (30).
Ο άνθρωπος δια της Θεώσεως γίνεται θέσει Θεός. Ο Πατριάρχης Κάλλιστος γράφει επ' αυτού «Υἱοί Θεοῦ καί Θεοί θέσει καί χάριτι χρηματίζουσιν οἱ ἐνεργῶς πιστοί» (31).
Η ιδέα της θεώσεως δεν είναι αποκλειστικώς χριστιανική, καθ' ότι άπαντα και εις άλλας θρησκείας, εκπηγάζει δε και από φιλοσοφικά συστήματα. Η πορεία της θεώσεως συγκρινομένη μεταξύ Χριστιανών και Νεοπλατωνικών είναι διαφορετική. Οι Νεοπλατωνικοί δίδουν μεγάλην σημασίαν εις την αξίαν του ανθρώπου, παραδεχόμενοι ότι ο ανθρώπινος νους είναι ο θρόνος της θεότητος. Οι Χριστιανοί γνωρίζουν την υφισταμένην εκ της αμαρτίας κατάστασιν και την λόγω της αμαρτίας απομάκρυνσιν από τον Θεόν, έχουν δε ανάγκην της, δια του Ιησού Χριστού, Λυτρώσεως ως και των Μυστηρίων της Χάριτος. Κατά τον Πλωτίνον υφίσταται εις τον άνθρωπον το «κέντρον ψυχῆς» (32). Αυτό το «κέντρον ψυχῆς» το παρεδέχθησαν ο Αριστοτέλης και μετ' αυτόν άλλοι, ως «νοῦν ποιητικόν χωριστόν, ἀμιγῆ, ἀπαθῆ» και ως άκτιστον σημείον της ψυχής μέσω του οποίου, αιρουμένου του ανθρώπου προς τον Θεόν, συντελείται η θέωσις. Αλλ' εις τον αληθή Χριστιανισμόν δεν υπάρχει τι άκτιστον εις τον νουν ή την ψυχήν του άνθρωπου ειμή πάντα κτιστά και δημιουργήματα του Θεού και ο άνθρωπος θεούται κατόπιν πολλής ασκήσεως, προσευχής, ύψιστης αρετής και προσπάθειας, ως θα ίδωμεν και κατωτέρω, λαμβάνων την θέωσιν ως δώρον χάριτος του ενάνθρωπήσαντος Ιησού Χριστού. Μάξιμος ο Ομολογητής εν προκειμένω γράφει. «Φύσις ἁμαρτήσασα ἀνθρώπων, θεοποιεῖται τῇ δωρεᾴ τῆς χάριτος διά τοῦ σαρκωθέντος Ἰησοῦ Χριστοὺ» (33). Η Θέωσις δεν θα ήτο δυνατή εάν δεν ενηνθρώπει ο Θειος Λόγος (34). Δι' αυτού η θέωσις εχαρίσθη ανθρώποις (35). Αυτός ούτος ο σκοπός της ενανθρωπήσεως του Ιησού Χριστού ήτο η υιοθεσία και θεοποίησις των ανθρώπων, κατά τον Αγ. Μάξιμον36. Η σάρκωσις τοΰ Ύίοΰ τοϋ Θεοΰ είναι η βεβαιότης της θεώσεως ημών, κατά τον ανωτέρω (37), και ακόμη η δύναμις Θεού δια την Θέωσιν (38).
Αι προϋποθέσεις της Θεώσεως είναι η πίστις καθ' ότι Θέωσις το μέτρον της πίστεως (39), η αρετή (40), και η γνώσις. Ο Γρηγόριος Σιναΐτης λέγει ότι, ποσόν θεώσεως εκάστου αναλόγως της αρετής και της γνώσεως κατορθούται κατά το «πολλαί μοναί εἰσί» και «ἄλλη ἡ δόξα ἡλίου, ἄλλη ἡ δόξα σελήνης» (41).
Περί της γνώσεως αυτής ο 'Αγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διευκρινίζει γράφων. «Διά γνώσεως τῶν θείων κατ' ἐνέργειαν καί κατά πεῖραν ἡ θέωσις καί οὐχί διά γνώσεως τῶν Θείων, ἐν λόγῳ μόνω, κειμένων καί νοήμασι» (42).
Η αγάπη αναγράφεται ως αιτία θεώσεως διότι έφερε τον Θεόν ανθρώποις και τον άνθρωπον Θεώ ως έφικτόν ανθρώπω (43). Αι ενεργούμεναι αρεταί αποτελούν το πρώτον στάδιον δια την θεοποίησιν, το στάδιον της ασκήσεως, του αγώνος, της τελειοποιήσεως εις τας αρετάς. Το πρώτον αυτό στάδιον λέγεται στάδιον της καθάρσεως. Το δεύτερον στάδιον είναι αυτό της ελλάμψεως, ήτοι της γαλήνης και αναπαύσεως κατά το όποιον αι αρεταί ενεργούνται αυτομάτως. Το στάδιον αυτό είναι ο φωτισμός ο αφορών εις την γνώσιν των όντων. Το τρίτον στάδιον είναι η 'Ενωσις και Θέωσις.
Θα παρατεθώσιν επί τούτω, δια την πληρεστέραν κατανόησιν αύτοΰ, χωρία εκ των Πατέρων, επειδή εις τόσον μέγα θέμα, καλύτερον είναι να ομιλώσιν αυτοί ούτοι οι παθόντες την θέωσιν 'Αγιοι Πατέρες.
Ούτω Κάλλιστος ο Καταφυγιώτης προσδιορίζει λέγων «Ὁ θεοείκελος νοῦς πρῶτον καταπαύει ἀπό τῶν ὧν ἤρξατο ἀρετῶν καί ἀνασκοπεῖ τόν σύμπαντα κόσμον καί τά ἐν αὐτῷ νοητά διαρκῶς μετά τά φυσικά ἀναβαίνει καί ὑπερκύπτει εἰς τά ἁπλά καί ἀπόλυτα τῆς θεολογίας μυστικά θεάματα. Εἰς τήν κατάπαυσιν αὐτήν ἀπολαύει ἐν νοερᾷ ἀληθείᾳ πολλῆς ἀναπαύσεως καί εἰρήνης καί δη θεοῦται ἐν φωτί γνώσεως καί Πνεύματος ζωοποιοῦ μετοχῇ, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (44).
Η Θέωσις είναι κατά Μάξιμον τον Όμολογητήν κατάστασις προσομοιαζομένη προς την Όγδόην ήμέραν. Η Έβδομη ήμερα αντιστοιχεί προς την άποπεράτωσιν της αρρήτου γνώσεως πασών των φυσικών εννοιών. Η "Εκτη ήμερα αντιστοιχεί προς την παντελή αποπλήρωσαν των πρακτικών περί την άρετήν των κατά φύσιν ενεργειών(45).
Μετά την κάθαρσιν και την νέκρωσιν της σαρκός, ακολουθεί η ανάβασις και η θέωσις. Τι δε είναι ανάβασις και Θέωσις ; Δια τον νουν, η τελειότατη γνώσις των όντων και η όσον το δυνατόν εις την ανθρωπίνην φύσιν, γνώσις του υπέρ τα όντα. Δια την βούλησιν, η προς το πρώτον καλόν παντελής και συνεχής τάσις και κίνησις. Δια δε το θυμοειδές, η ενεργεστάτη και πρακτικότατη προς το ποθούμενον κίνησις, χωρίς να ανακόπτεται αύτη εξ ουδενός των συμβαινόντων ανιαρών αλλ' αντιθέτως να οδεύη προς τα πρόσω μανικώς και αμεταστρόφως (46).
Την κάθαρσιν εις τους αξίους της καθαρότητος των αρετών, δια φόβου και ευσεβείας και γνώσεως, την κάμνει το Αγ. Πνεύμα. Τον φωτισμόν της των όντων γνώσεως δι' ισχύος, βουλής και συνέσεως την ποιεί το 'Αγιον Πνεύμα, εις τους αξίους του Φωτός. Την τελειότητα την χαρίζει προς τους αξίους θεώσεως, (το 'Αγιον Πνεύμα) ανάγον αυτούς, όπως είναι εις τους ανθρώπους δυνατόν, προς την των όντων αιτίαν (τον Θεόν ) (47).
Η Θέωσις λοιπόν κατά την Ορθόδοξον Χριστιανικήν διδασκαλίαν δεν είναι μόνον ύψωσις του δήθεν αδημιούργητου Θείου σπινθήρος της ψυχής του ανθρώπου ως δια της απλής διανοητικής καθάρσεως και δια της γνώσεως, ως η των φιλοσόφων θέωσις, αλλ' είναι επάνοδος του πεσόντος ανθρώπου εκεί όθεν έπεσεν, είναι αποκατάστασις, είναι άνοδος του πεπερασμένου προς το αιώνιον, του δημιουργήματος εκ του μηδενός προς το άκτιστον. Ταύτα δε γίνονται με υψίστην εκ μέρους του ανθρώπου προσπάθειαν. Η αρετή, η άσκησις και η τελειοποίησις, ήτοι, η ανθρωπίνη προσπάθεια και εμπειρία δεν ευρίσκουν τελειότερον αντικείμενον, υψηλοτέραν κορυφήν προς ανάβασιν, πληρεστέραν δικαίωσιν (48).
Ο άνθρωπος γίνεται ισάγγελος, γίνεται μοναδικός (49). Επί πλέον δε, εις την άνοδον αυτήν του ανθρώπου κατέρχεται το Θείον και ενώ διαφυλάσσεται το απρόσιτον, το ακατάληπτον, το άρρητον, το άγνωστον, της θείας Ουσίας, ο γνόφος, η θεία αγνωσία Αυτής, συγχρόνως δια της Θείας ακτίστου Ενεργείας παρέχεται ο Θεός προς τους ανθρώπους, πεινών την θέωσιν των ανθρώπων (50), παρέχεται μυστηριωδώς, ανεκφράστως, ακαταλήπτως, όπως παρέχεται και κατά την Θείαν κοινωνίαν όπου ως σώμα Χρίστου «θεοί και τρέφει», και η θέωσις καθίσταται ουχί μόνον δώρον αλλά Θείας βουλής έργον (51).
Επί πλέον, εις τον Χριστιανισμόν, εκτός της υψίστης καλλιέργειας της αρετής, απαραιτήτου πρώτου σταδίου δια την Θέωσιν, αναγκαίου καθισταμένου, λόγω της παροδοχής της εκ της αμαρτίας πτώσεως του ανθρώπου, εκτός της ανυψώσεως αυτού, εκτός των θείων ακτίστων ενεργειών αι οποίαι φέρουν τον Θεόν προς τον άνθρωπον και παρουσιάζουν τον Θεόν και υπερβατικόν και επικοινωνούντα μετά του κόσμου, ήτοι εγκόσμιον Θεόν, υφίσταται και το γεγονός της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, ο οποίος ήλθεν ως Θεάνθρωπος εις τον κόσμον και ανήγαγεν προς την θεότητα τον άνθρωπον, γενόμενος εν «πᾶσι πρωτεύων», θεώσας αρρήτως την ανθρωπίνην φύσιν εν εαυτώ (52).
Εις τον Χριστιανισμόν, η ένωσις και Θέωσις είναι θείος γνόφος, θεία αγνωσία. Ο Θεός τίθησι γνόφον αποκρυφήν αυτού (53), τούτο διότι ο Θεός είναι φύσει άγνωστος, ενώ δια τους Νεοπλατωνικούς ο Θεός δεν είναι εκ φύσεως άγνωστος (54), όπερ έχει ως αποτέλεσμα την πτώσιν εις την πολλότητα, ήτις είναι αντίθετος προς την απόλυτον απλότητα του θείου. Ενός, το οποίον ούτε Εν είναι (55).
Ούτω η θέωσις εν τω Ορθοδόξω Χριστιανισμώ είναι περισσότερον νοητή και εφαρμόσιμος και παρέχει πλήρη αξιοποίησιν της εικόνος του Θεού, εν τω ανθρώπω.
Περαίνων κατακλείω με το ακόλουθον χωρίον Μαξίμου του Ομολογητού το οποίον ομιλεί περί της τοιαύτης αξίας και αξιοποιήσεως του δυναμένου να θεωθή ανθρώπου : «Εἰ κατ' εἰκόνα Θεοῦ πάντως ἡμεῖς, γενώμεθα ἑαυτῶν καί τοῦ Θεοῦ, μᾶλλον δε, μόνον καί ὅλου Θεοῦ, καί ὅλοι, μηδέν έπίγειον ἐν ἡμῖν ἑαυτοῖς φέροντες, ἵνα Θεῷ πλησιάσωμεν καί θεοί γενώμεθα ἐκ Θεοῦ θεοί εἶναι λαβόντες. Οὔτω γάρ τιμᾶται τά θεῖα δωρήματα καί ἡ τῆς Θείας ειρήνης φιλοφρονεῖται παρουσία» (56).
υποσημειώσεις
(1) Γένεσ. 3, 4-5 Μαξίμου Ομολογητού, Περί Θεολογίας Κεφάλαια 100άς. Μη΄. Καλλίστου Καταφυγιώτου, Περί Ενώσεως κλ. Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, Αμφιβαλλομένη Ομιλία Β'.
(2) W . R . Inge , Christian Mysticism Apendix . C . Oxford 1909, σελ,. 356.
(3) Ψαλμός 81,1,5.
( 4) Α'. Ιωάννου 3, 2.
(5) Πράξεις 17, 18.
(6) Κατά A ρειανών Λόγος Β'. 70.
(7 ) Έξοδος 33, 20.
(8) Ιωάννου 1, 18.
(9) Ματθαίου 5, 8.
(10) Περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας Κεφ. 2 εδαφ. 3 Πρβλ. και Κεφ. 1 Α ως και περί Ουρανίου Ιεραρχίας Κεφ. 3 Εδάφ. 3.
(11) Περί Θείας Ενώσεως και Βίου Θεωρητικού Κεφ. ΠΒ'.
(12) Καλλίστου Καταφυγιώτου Ενθ. ανωτ. Κεφ. η'.
(13) Β'. Κορινθ. 12, 4.
(14) Έξοδος 20, 21 Ψαλμός 96, 2.
(15) Περί Μυστικής Θεολογίας Κεφ. Ι εδάφ. 1.
(16) Περί Μυστικής Θεολογίας Κεφ. 2.
(17) Κεφάλαια περί Προσευχής Κεφ. οξ'.
(18) Περί Θεολογίας Κεφάλαια 100άς Τρίτη Κεφ. οε'. οξ'. Πρβλ. 100άς Τρίτη Κεφ. οε'. ξγ'. 100άς έκτη Κεφ. κθ'. λβ'.
(19) Καλλίστου Καταφυγιώτου Ενθ. ανωτερ. Κεφ. πα'.
(20) Μαξίμου Ομολογ. Κεφ. Περί Θεολογίας 100άς Δευτέρα Κεφ. πη'.
(21) Μαξίμου Ομολογ. Ένθ. ανωτερ. 100άς Τετάρτη Κεφ. ιγ'. 100άς Πέμπτη Κεφ. λη'. Πρβλ. Καλλίστου Καταφυγιώτου 'Ενθ. ανωτερ. Κεφ. κ. πα'.
(22) Λόγος Α'. 9.
(23) Κατά Αρειανών Λόγος Γ'.
(24) Πρβλ. Καλλίστου Πατριάρχου Κεφάλαια Περί Προσευχής Κεφ. ος'. (24) Γρηγορίου Θεσσαλονίκης Κεφ. Φυσικά, Θεολογικά Κεφ. ρε'·. Πρβλ. Καλλίστου Καταφυγιώτου Ενθ. ανωτέρω Κεφ. κ'.
(25) Γρηγορίου Θεσσαλονίκης Ένθ. ανωτέρω Κεφ. ρς', 26) Β'. Πέτρου 1, 4. (27) Θεοφάνης PG 150. 932 Δ'.
(28) Αντιγεγραμμένον εις την Δογματικήν Πανοπλίαν υπό Ευθυμίου Ζυγαβινού Ρ G 130. 132 Α'.
(29) Γρηγορίου Θεσσαλονίκης ενθ. ανωτ. Κεφ. ξε'.- οη'. Πρβλ. και Αγιορείτικος Τόμος υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων. Φιλοκαλία Ι. Νηπτικών Αθήναι 1963 τόμος Δ'. σελ. 190, 40 εξ.
(30) Theologia Germanica Κεφ. Χ LI
(31) Κεφάλαια Περί προσευχής. Κεφ. ογ'. οδ'. Νικήτα Στηθάτου Γνωστικά Κεφάλαια. 100άς Τρίτη Κεφ. λγ'. Καλλίστου Καταφυγιώτου ένθ. ανωτερ. Κεφ. η'.
(32) 6η Εννεάς 9, 8.
(33) Μαξίμου Ομολογητού ένθ. ανωτ. 100άς Εβδόμη ιγ'. μθ'. Πρβλ. και 100άς Τρίτη μβ'. ξγ'. οε'. οξ'. 100άς Πέμπτη λε'. 100άς Έκτη λβ'. μγ'. 100άς Εβδόμη ιβ'. Ωσαύτως Αγιορ. Τόμος ὑπέρ τῶν ἱερῶς Ἡσυχαζόντων Φιλοκαλία Ι. Νηπτικών Αθήναι 1963 Τομ. Δ'. σελ. 190, 15 εξ. Γρηγ. Σιναίτου Κεφάλαια πάνυ ωφέλιμα η'. Νικήτα Στηθάτου Γνωστικά Κεφάλαια 100άς Τρίτη λγ'. Καλλίστου Καταφυγιώτου ενθ. άνωτ. η'.
(34) Μ. Αθανασίου. Περί της εν Νικαία Συνόδου 14, 14 πρβλ. και Αμφιβαλλομ. Λόγον εις το Πάθος 11.
(35) Θαλασσίου Λίβυος περί Αγάπης ή Εγκράτειας 100άς Πρώτη Κεφ. ηθ'. (36) Μαξίμου Ομολογητού Ενθ. Ανωτέρω 100άς Δευτέρα κεφ. κε'.
(37) Μαξίμου Ομολογητού Ενθ. Ανωτέρω 100άς Τρίτη ξβ'. 100άς Τετάρτη κστ'.
(38) Μαξίμου Ομολογητού Ενθ. Ανωτέρω 100άς Έκτη μη'.
(39) Μαξίμου Ομολογητού Ενθ. Ανωτέρω 100άς Πέμπτη λε'. λστ'.
(40) Καλλίστου και Ιγνατίου Ξανθοπούλου. Περί των οιομένων ησύχως βιώσαι ια'. και Γρηγορίου Σιναίτου Κεφαλ. πάνυ ωφέλιμα νε'. νστ'.
(41) Γρηγορίου Σιναίτου ενθ. ανωτέρω μδ'.
(42) Μαξίμου Ομολογητού ενθ. ανωτέρω 100άς Έκτη κθ'. λβ'.
(43) Μαξίμου Ομολογητού ενθ. ανωτέρω 100άς Εβδόμη οδ'. κγ'.
(44) Καλλίστου Καταφυγιώτου ένθ. ανωτ. οδ'. πρβλ. Γρηγορίου Σιναΐτου ένθ. ανωτ. μβ'. πρβλ. Γρηγορ. Σιναΐτου ένθ. ανωτ. Κεφ. μβ'.
(45) Μαξίμου Ομολογητού. Ένθ. ανωτ. 100άς Πρώτη νδ'. νε'. ξ'. Πρβλ. Καλλίστου Καταφυγιώτου Περί Θείας Ενώσεως ηα'.
(46) Θεοδώρου. Θεωρητικόν Φιλοκαλία Ι. Νηπτικών Αθήναι 1963 Τόμος Α'. 325, 15-25 Πρβλ. και Νικήτα Στηθάτου Γνωστικών Κεφάλαια 100άς Τρίτη λγ'. και Καλλίστου Καταφυγιώτου Περί Θείας Ενώσεως οε'.
(47) Μαξίμου Ομολογητού Ενθ. ανωτέρω 100άς Έκτη οθ'.
(48) Γρηγορίου Σιναΐτου Κεφάλαια πάνυ ωφέλημα νγ'.
(49) Κλήμεντος Αλεξανδρεως Στρωματείς XXIII .
50) Μαξίμου Ομολογητού Κεφαλ. Ενθ. ανωτέρω Περί Θεολογίας 100άς Τρίτη οδ'.
(51) Μαξίμου Ομολογητού Ερμην. εις την Προσευχήν του Πάτερ Ημών. Φιλοκαλία Ι. Νηπτικών "Αθήναι 1963 Τόμος Β'. 188, 7 σελ.
(52) Μέγα Αθανασίου κατ' 'Αρειανών Λόγος Γ', 48 Πρβλ. και Ανωνύμου Περί Προσευχής Φιλοκαλία Ι. Νηπτικών. Αθήναι 1963 Τόμος Ε'. 67, 25.
(53) Ψαλμός 17, 12.
(54) Εννεάς 6η 9,4.
(55) Περί Θεολογίας, Κεφ. Ε'.
(56) Μαξίμου Ομολογητού. Περί Θεολογίας Κεφάλαια 100άς Τρίτη κη'.
Παντελεήμονος Καρανικόλα
Μητροπολίτου Κορίνθου (†), Χριστιανικόν Συμπόσιον 1967, σελ. 54-59,
εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας
εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας