Ο Θεολόγος Γρηγόριος, μόλις επέστρεψεν εις την Ναζιανζόν από τον Πόντον, όπου είχε φθάσει δια ν' αποφύγη την ιερωσύνην εις τας αρχάς του 363, εξεφώνησε τον Απολογητικόν περί φυγής. Αγωνίζεται να δικαιολόγηση την πράξιν του δια του υπερτονισμού των ευθυνών της ιερωσύνης. Μελετώντες το έργον αυτό, πειθόμεθα βεβαίως περί της σημασίας του ιερατικού αξιώματος, αλλ' ως προς τον Γρηγόριον διατηρούμεν αμφιβολίας, αν μόνον η συναίσθησις των ευθυνών τον εκράτει μακράν του θυσιαστηρίου.
Πράγματι ολόκληρος σχεδόν ο βίος του μεγάλου αυτού ανδρός υπήρξε φυγή. Ήτο άνθρωπος ιδιόρρυθμος, που εφέρετο από δύο αντιθέτους ροπάς· της ωθήσεως προς τας ευθύνας της εξουσίας και της απωθήσεως από αυτάς. Η μόρφωσίς του, το ενδιαφέρον του δια τα εκκλησιαστικά πράγματα, το περιβάλλον του, η θεία φωνή, που συχνά ηκούετο μέσα του, τον ώθουν προς τας ευθύνας, αλλ' η διάθεσίς του προς μόνωσιν και το φυλάσθενον τον απωθούν. Προς στιγμήν εδέχετο, αλλά μετενόει και ματαίωνε τα σχέδια των άλλων δια της φυγής. Τούτο είχεν ήδη πράξει εις τας Αθήνας, όταν, δεχθείς να παραμείνη ως καθηγητής, μετενόησε μετά εν έτος.
Ἔκλεψα μικροῦ λάθρα τήν ἐκδημίαν (1)
λέγει ο ίδιος· το επανέλαβε δε πολλάκις μέχρι του θανάτου του. Μόνον μίαν φοράν εδέχθη χωρίς πολλάς αντιρρήσεις την ανάληψιν βαρύτατων καθηκόντων όταν του ανετέθη η ηγεσία των ορθοδόξων της Κωνσταντινουπόλεως. Τότε ηττήθη ο χαρακτήρ του, αλλά τούτο απετέλεσε την περιφανεστέραν νίκην του και τού έδωσε την διακεκριμένην θέσιν που κατέχει εις την ιστορίαν της Εκκλησίας, του έδωσε δε και το τιμητικόν επώνυμον του Θεολόγου, με το οποίον παρέμεινε γνωστός εις τους αιώνας.
Όταν ο Γρηγόριος επέστρεψεν από τας Αθήνας εις την γενέτειράν του, ειργάσθη επ' ολίγον ως ρήτωρ, αλλ' η θορυβώδης ζωή των πόλεων δεν ήτο κατάλληλος δια τον χαρακτήρα του. Όχι μόνον ήτο ασθενικός αλλά και εξ ιδιοσυγκρασίας ηρέσκετο εις την ησυχίαν και την ηρεμίαν. Δια τούτο επεδόθη με ζήλον εις την ποίησιν και την επιστολογραφίαν, προϊόντα συνήθως της ησυχίας. Εις τας Αθήνας είχε κάμει σχέδια ν' αποσυρθή και συνασκητεύση με τον φίλον του Βασίλειον (2). Ηγάπων και οι δύο την Καππαδοκίαν και τας γενέτειρας των, έκαστος δε ήθελε να προσέλκυση τον άλλον εις το κτήμα του. Φαίνεται ότι κατ' αρχάς ο Βασίλειος είχε συμφωνήσει να διαμείνουν εις την Τιβερίνην, την περιοχήν εις την οποίαν ευρίσκετο το κτήμα του Γρηγορίου. Ούτος πράγματι απεσύρθη εκεί και εδέχθη την επίσκεψιν τοϋ Βασιλείου, αργότερα όμως ο Βασίλειος εξέλεξεν εις τον Πόντον θαυμασίαν τοποθεσίαν παρά τον ποταμόν Ίριν, όπου συνεφώνησε τέλος να μεταβή και ο Γρηγόριος. Εμελέτησαν μαζί την χριστιανικήν θεολογίαν με βάσιν τα συγγράμματα του Ωριγένους και ήρχισαν την σύνταξιν των μοναχικών κανόνων.
Παρά την συνεργασίαν των αυτήν οι δύο φίλοι δεν συνεφώνουν εις τας μοναστικάς αντιλήψεις. Ο Βασίλειος ώργάνωσε κοινοβιακώς τους μοναχούς του και τους έθεσε καθήκοντα κοινωνικά και φιλανθρωπικά. Ο Γρηγόριος, δεικνύων και εις τούτο τας τάσεις του, δεν είχεν εκκαθαρίσει τας προτιμήσεις του. Εθεώρει την ενεργόν άσκησιν εις το κοινόβιον ή το φιλανθρωπικδν ίδρυμα ως πράξιν , την δε αδρανή διαβίωσιν εις την ερημίαν ως θεωρίαν . Από τότε οι δύο αυτοί δροι χαρακτηρίζουν τα δύο κύρια στάδια της μοναχικής ασκήσεως.
Πρᾶξιν προτιμήσειας ἤ θεωρίαν;
Ὄψις τελείων ἔργον, ἡ δε πλειόνων.
Ἄμφω μέν εἰσι δεξιαί τε και φίλαι,
σύ δέ πρός ἥν πέφυκας, ἐκτείνου πλέον (3) .
Όταν ο Γρηγόριος ηναγκάσθη να επιστρέψη εις την Ναζιανζόν πλησίον του πατρός του, που είχεν ανάγκην της βοηθείας του, διετήρησε ζωηράν ανάμνησίν της εκεί διαβιώσεως· της ψαλμωδίας, των αγρυπνιών, της προς τον Θεόν ανόδου δια της προσευχής, της κοινωνίας με τους αδελφούς, αλλά και των άλλων ευτελέστερων έργων (4).
Ο πατήρ του ήτο πολύ γέρων, ενενήντα ετών περίπου, και ήτο ανίκανος να διείσδυση εις την έννοιαν των λεπτών θεολογικών διακρίσεων που συνεκλόνιζον τότε την Έκκλησίαν. Είχε λοιπόν ανάγκην βοηθού και κανείς δεν ήτο δια το έργον τούτο καταλληλότερος από τον Γρηγόριον. Ησκήθη μεγάλη πίεσις επ' αυτού, δια να δεχθη την χειροτονίαν εις πρεσβύτερον, μολονότι υπήρχε διπλή υπόσχεσις προς τούτο. Η ευσεβής μήτηρ του εις τας προσευχάς της ν' αποκτήση υιόν είχεν υποσχεθή, ότι θα τον αφιέρωνεν εις τον Θεόν. Ο ίδιος πάλιν όταν μετέβαινεν από την Αλεξάνδρειαν εις τας Αθήνας και πλησίον της Κύπρου έπεσεν εις τρικυμίαν, κατά τον κίνδυνον, που είχεν αποκαρδιώσει όλους τους συνεπιβάτας, ανενέωσε την μητρικήν υπόσχεσιν εζήτησε την σωτηρίαν και προσέφερεν εαυτόν δώρον γης και θαλάσσης, εξηγνισμένον από το τάμα της μητρός και τους εξαίσιους φόβους (5) .
Υποχωρών εις τας τόσας παρακλήσεις, εχειροτονήθη πρεσβύτερος πιθανώς εις τα τέλη του 362, αλλ' αμέσως έπειτα μετανόησε, και τα Θεοφάνεια του 363 εγκατέλειψε τα πάντα και έφυγεν.
Οὕτω μέν οὖν ἤλγησα τῇ τυραννίδι
...ώστε πάντων ἀθρόως, φίλων, φυσάντων, πατρίδος, γένους λυθείς, ὡς οἱ μύωπι τῶν βοῶν πεπληγότες, εἰς Πόντον ἤλθον τῆς ἀνίας φάρμακον θήσων ἐμαυτῷ τῶν φίλων τόν ἔνθεον (6).
Διατί τώρα έφυγεν ο Γρηγόριος; Εις τους ανωτέρω στίχους προβάλλει τον πόνον από τον έκβιασμόν εις την πρώτην ομιλίαν μετά την επιστροφήν λέγει ότι ήθέλησεν «ἐπισκέψασθαι ἑαυτόν» (7). Αι δύο δικαιολογίαι δεν διαφέρουν πολύ εις την ουσίαν, συμφωνούν δε οπωσδήποτε με την ιδέαν που είχεν ο Γρηγόριος περί της ιερωσύνης. Εντρέπετο δια λογαριασμόν εκείνων που, χωρίς να είναι καλύτεροι απ' τους κοινούς ανθρώπους, αν δεν είναι και χειρότεροι, εισέρχονται εις τα ιερώτατα με άνιπτα χέρια και αμύητους ψυχάς, και συνωθούνται περί την αγίαν Τράπεζαν, πριν γίνουν άξιοι να πλησιάσουν τα ιερά, νομίζοντες ότι το αξίωμα αυτό δεν είναι τύπος της αρετής αλλά μέσον βιοποριστικόν, δεν είναι λειτούργημα υπεύθυνον, αλλ' εξουσία κοινή (8).
Συνήλθε συντόμως από την ταραχήν. Ο Βασίλειος τον εκράτησε πλησίον του δύο ή τρεις μήνας, δια να τον αναψύξη και τον ανάπαυση· τέλος τον συνεβούλευσε να επιστρέψη, πράγμα το οποίον έπραξεν εκείνος ευχαρίστως πλέον. Επί δέκα περίπου έτη όλον το βάρος τοΰ εκκλησιαστικού έργου εις την Ναζιανζόν έπεσεν εις τους ώμους του.
Ηκολούθησεν έπειτα επεισόδιον που εδοκίμασε την φιλίαν του με τον Βασίλειον. Ο αυτοκράτωρ Ουάλης, του οποίου τους εκφοβισμούς απέκρουσεν ο Βασίλειος, εύρε πλάγιον τρόπον να καταπολέμηση και μειώση τον απτόητον ιεράρχην· εχώρισε την Καππαδοκίαν εις δύο επαρχίας, κατέστησε δε και τα Τύανα, πρωτεύουσαν της δευτέρας, μητρόπολιν, ούτως ώστε η περιοχή να διαιρεθή και εκκλησιαστικώς. Ο Βασίλειος, δια ν' αντίδραση κατά το δυνατόν εις τα σχέδια του αιρετικού αυτοκράτορος, διώρισέν εις τας μεθοριακάς κώμας ιδικούς του επισκόπους, ετοποθέτησε δε τον Γρηγόριον ως επίσκοπον των Σασίμων. Ούτος, υποκύψας και πάλιν, εχειροτονήθη εις την Ναζιανζόν από τον πατέρα του και τον Βασίλειον, αλλ' είχεν ήδη από της πρώτης στιγμής απογοητευθή.
Τα Σάσιμα ήσαν μικρός σταθμός εις την λεωφόρον της Καππαδοκίας, που εσχίζετο εκεί εις τρεις δρόμους, άνυδρος και πολυθόρυβος από τους περαστικούς· δεν είχε λοιπόν κανέν πλεονέκτημα των χωρίων και κανένα πλεονέκτημα των πόλεων. Και το χειρότερον ήτο, οτι ο ’νθιμος Τυάνων διεξεδίκει το χωρίον δια την επαρχίαν του, ο δε Γρηγόριος δεν είχε καμμίαν ορεξιν δι' έριδας.
Βεβαίως ο Βασίλειος εγνώριζεν ότι το χωρίον αυτό δεν ήτο κατάλληλον ν' αποτελέση την επισκοπικήν έδραν του Γρηγορίου. Ήθελε να ετοποθετείτο ο αδελφικός του φίλος εις επισκοπήν ανάλογον με τα προσόντα του· αλλ' αύτη θα ήτο ολόκληρος η οικουμένη συνηγμένη εις εν. Επειδή δε τούτο ήτο αδύνατον, εσκέφθη να τον καταστήση επίσκοπον όχι τιμώμενον από την θέσιν, αλλά τιμώντα την θέσιν (9). Ο Γρηγόριος επεσκέφθη το χωρίον δι' ολίγον, αλλά δεν ελειτούργησεν ούτε παρέμεινεν εκεί. Κατελήφθη άπό την συνήθη ψυχολογίαν της φυγής.
Πάλιν φυγάς τις και δρομαῖος εἰς ὄρος,
κλέπτων φίλην δίαιταν, ἐντρύφημ' ἐμοῦ.
Η παράκλησις του πατρός του δεν ίσχυσε να τον πείση να επανέλθη εις τα Σάσιμα. Ενεθυμείτο δε πάντοτε το επεισόδιον αυτό που του εστοίχισεν αργότερα πολλάς στενοχώριας.
Επείσθη όμως τουλάχιστον να έλθη εις την Ναζιανζόν, οπού και πάλιν εβοήθησε τον πατέρα του μέχρι του θανάτου του, συμβάντος το 374. Αφού ετακτοποίησε τα πράγματα της επισκοπής, προέτρεψε τους συμπατριώτας του να εκλέξουν νέον επίσκοπον, βλέπων δε την απροθυμίαν των υπωπτεύθη ότι εσχεδίαζον να τοποθετήσουν αυτόν εις την κενήν εδραν. Απεφάσισε λοιπόν να φύγη και πάλιν.
Ἦλθον εἰς Σελεύκειαν φυγάς (10).
Αλλ' ενώ έφευγε πάντοτε τον κόσμον, ο κόσμος εύρισκε τρόπον να τον επαναφέρη. Με πολύ πνεύμα λέγει ο ίδιος εις ένα στίχον του· «φαίνεται ότι δεν ήμουν αρκετά ταχύς φυγάς»! .
Εις την πρωτεύουσαν της αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολιν, είχον επικρατήσει επί σαράντα έτη οι αρειανοί. Η αυτοκρατορική αυλή και ο στρατός, που εκυριαρχούντο από τους βαρβάρους Γότθους, ηυνόουν την αίρεσιν, η οποία εφαίνετο περισσότερον εύκαμπτος εις τας κοσμικάς αδυναμίας παρ' όσον οι αυστηροί ίεράρχαι, ως ο Αθανάσιος και ο Βασίλειος. Εις το τέλος του 378 ανελήφθη προσπάθεια και εκ των εσω και εκ των έξω προς αντίδρασιν κατά της αρειανής επιβολής. Η Ορθόδοξος κοινότης της Κωνσταντινουπόλεως εζήτησε πλέον άνδρα ικανόν να την θερμάνη και να την οργανώση, ώστε ν' αντιμετώπιση επιτυχέστερον τον μέχρις αφανισμού κίνδυνον από τους αρειανούς. Οι επίσκοποι δεν ηδύναντο να εύρουν καταλληλότερον πρόσωπον από τον Γρηγόριον, διότι πράγματι κανείς δεν είχε την ιδικήν του δύναμιν και αγιότητα. Σύνοδος εις την Αντιόχειαν προσέθεσε και την ιδικήν της παράκλησιν. Τέλος ο Γρηγόριος εδέχθη ν' αναλάβη το έργον, μολονότι, και πάλιν προέβαλεν ασθενείς αντιρρήσεις.
Οὕτω μέν ἦλθον οὐχ εἰκών, ἀλλ' ἀνδράσι κλαπείς βιαίως, ὡς λόγον συνήγορος (11).
Αλλ' η αντίδρασίς του τώρα ήτο ασήμαντος. Αν ήτο δυνατόν ν' ανατάμη την ψυχήν του, θα εύρισκεν εις το βάθος της παραμερισμένον κάποιον κρυφόν πόθον να μεταβή και εργασθή εκεί, πόθον ο οποίος ήδη εδυναμώνετο. Διατί άραγε ήλλαξε τόσον; Διότι ήδη απέκτησε την συνείδησιν ηγέτου της Ορθοδοξίας. Αρχηγός του μετώπου των ορθοδόξων ανεγνωρίζετο από την συνείδησιν της Εκκλησίας μέχρι του 373, ο Μέγας Αθανάσιος· από του έτους αυτού κατέλαβε την θέσιν ταύτην ο Μέγας Βασίλειος. Με τον θάνατον και τούτου, η θέσις εκενώθη, εχρειάζετο δε να τεθη εις την κεφαλήν του αγώνος νέος ισχυρός ανήρ. Ο Γρηγόριος δεν ησθάνετο βεβαίως τόσον ισχυρόν τον εαυτόν του, αλλ' είχε θερμόν ζήλον δια την Ορθοδοξίαν και εσωτερικήν φλόγα όσον κανείς άλλος, και οπωσδήποτε κάποιος έπρεπε να ευρεθή. Όταν δε ανέλαβε το έργον απέδειξεν ότι υπετίμα τον εαυτόν του επί πολλά ετη.
Οι αντίπαλοι του δεν ανησύχησαν αμέσως. Τι ηδύνατο να επιτύχη εις την πρωτεύουσαν αυτός ο ερημίτης, που, ενώ ήτο πενήντα μόνον ετών, εφαίνετο ήδη υπέργηρος από την ασθένειαν, την νηστείαν και την σκληραγωγίαν; Η δυσμενής εντύπωσις δεν επρόκειτο βέβαια να διασκεδασθή από το πτωχόν παρουσιαστικόν του. Ίσως να κατεπλάγησαν από την εμφάνισιν και εκείνοι που τον είχον καλέσει.
Αλλ' ο Γρηγόριος ανέτρεψεν εντός ολίγου χρόνου την εντύπωσιν αυτήν. Αι συναθροίσεις των ορθοδόξων που εγίνοντο αρχικώς κατ' οίκον, συντόμως εστεγάζοντο εις νέον ναόν, ονομασθέντα της Αναστασίας. Έκεϊ άντήχησεν ο λόγος της ευσέβειας και εκεί έξεφωνήθησαν οι Λόγοι περί Θεολογίας. Οι ακροαταί, κατά τας συνήθειας της εποχής, εξέσπων εις χειροκροτήματα και επιδοκιμασίας. Ανεγνωρισμένοι και κρυφοί στενογράφοι κατέγραφον τα λεγόμενα. Η φήμη του κήρυκος διεδόθη ταχέως και το ακροατήριον επλήθυνε και εποίκιλλεν, πολυάριθμοι δε από τους αιρετικούς ακροατάς επανελάμβανον την επίσκεψιν, μέχρις ότου εγίνοντο μέλη της ορθοδόξου Εκκλησίας. Εις τους άκροατάς προσετίθεντο δόκιμοι θεολόγοι από μακρυνάς επαρχίας· ο Ιερώνυμος από την Δύσιν, και ο Ευάγριος από την Ανατολήν.
Οι διωγμοί που εξαπέλυσαν οι αιρετικοί δεν έκαμψαν την δραστηριότητα του, δεν ηδύνατο όμως ούτος ν' ανεχθή τας εσωτερικάς έριδας και την αχαριστίαν. Εις την πρωτεύουσαν τον επεσκέφθη ο κυνικός φιλόσοφος Μάξιμος. Ήτο ακάθαρτος, αλλ' ο Γρηγόριος τον ηγάπησε δια την ασκητικότητα, την λιτότητα και την ορθοδοξίαν του. Τον εφιλοξένησε, τον εβάπτισε και τον εχειροτόνησε πρεσβύτερον και εκείνος εφιλοδόξησε να καταστή κρυφίως αρχιεπίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως, ανατρέπων το έργον του ευεργέτου του. Η ανάμιξις εις την συνωμοσίαν και του Πέτρου Αλεξανδρείας επλήγωσε τον Γρηγόριον βαθύτατα (12). Δεν εκουράζετο από τον πόλεμον, εκουράσθη όμως από τας αντιζηλίας και τας αντιλογίας και ενεθυμήθη την παλαιάν του τακτικήν. Απροσδοκήτως εξεφώνησεν εις τον ναόν λόγον άποχαιρετιστήριον και έφυγεν εις παραθαλασσίαν εξοχήν, αλλ' αι παρακλήσεις και τα δάκρυα του λαού τον μετέπεισαν να επιστρέψη, αφού ησύχασε και ανεπαύθη επ' ολίγον.
Παρά την συνέχισιν των αντιδράσεων, ο Γρηγόριος ολίγον αργότερα εδοκίμασε την μεγαλυτέραν χαράν της ζωής του. Ο νέος αυτοκράτωρ Θεοδόσιος, προερχόμενος από την Θεσσαλονίκην, εισηλθεν εις την πρωτεύουσαν και αμέσως ετάχθη υπέρ των θεολογικών απόψεων του Ιεράρχου. Ακολουθών την επιθυμίαν του λαού, ηθέλησε να εγκαταστήση επισήμως τούτον ως αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, δια να επαλήθευση ό,τι είχεν είπει προ ετών ο Βασίλειος περί έδρας της οικουμένης. Αλλ' ο Γρηγόριος δεν εδέχθη. Εθεώρει αναγκαίαν την τακτοποίησιν των πραγμάτων υπό τον όρον ότι θα επέστρεφεν έπειτα εις την προσφιλή του ύπαιθρον.
Η διευθέτησις των εκκλησιαστικών υποθέσεων ήτο πράγμα επείγον και το 381 συνήλθεν η Β' Οικουμενική Σύνοδος, εις την οποίαν μετέσχον επίσκοποι της Ανατολής μόνον. Πρώτον μέλημα της συνόδου ήτο ν' ανακήρυξη τον Γρηγόριον Αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, αυτός δε εδέχθη το βάρος παρά τας αρχικάς αντιρρήσεις, υποχωρήσας και πάλιν. Ούτως ικανοποιήθη ο πόθος του λαού της πρωτευούσης. Μετ' ολίγον διεδέχθη τον Μελέτιον Αντιοχείας εις την προεδρίαν της Συνόδου.
Έως τότε ο Γρηγόριος έδειξεν εις την Κωνσταντινούπολη όλην την δύναμίν του, αλλ' ήδη επρόκειτο να δείξη και την αδυναμίαν του. Ήτο άμετρος των διπλωματικών ελιγμών και κατώρθωσεν εντός ολίγου χρόνου να δυσαρέστηση όλας τας ελαφρώς διαφωνούσας παρατάξεις των ορθοδόξων. Οι συμμετέχοντες εις την σύνοδον ανήκον εις την μετριοπαθή μερίδα των οπαδών της Νικαίας. Μετά τον θάνατον του Μελετίου Αντιοχείας, επισκόπου των μετριοπαθών, ο Γρηγόριος επρότεινε να μη εκλεγή νέος επίσκοπος από την μερίδα αυτήν, αλλά ν' αναγνωρισθώ από όλους ο επίσκοπος της αυστηράς μερίδος Παυλίνος. Ούτω δυσηρέστησε τους μετριοπαθείς φίλους του, ενώ συγχρόνως οι αυστηροί επίσκοποι Αιγύπτου και Μακεδονίας ήσαν ανέκαθεν δυσμενώς διατεθειμένοι προς αυτόν, δεν ήτο δε εύκολον να μεταστραφούν με την ενέργειάν του εκείνην. Όταν οι επίσκοποι των δύο αυτών χωρών προσήλθον καθυστερημένοι εις την σύνοδον, έθεσαν ζήτημα κανονικότητος της εγκαταστάσεως του Γρηγορίου. Ήτο επίσκοπος Σασίμων και δεν επετρέπετο τότε η μετάθεσις των επισκόπων. Ο Γρηγόριος ηδύνατο βέβαια ν' αντιτάξη, ότι δεν είχε ποτέ εγκατασταθή ει ς τα Σάσιμα και συνεπώς κατ' ουσίαν δεν υπήρξεν επίσκοπος της έδρας εκείνης· τούτο όμως είχε δι' αυτόν μικράν σημασίαν. Και μόνον το γεγονός ότι ηγέρθη τοιούτον ζήτημα τον επίκρανε θανασίμως. Ήθελον ν' απαλλαγούν απ' αυτόν; Αλλ' αυτός εγνώριζε καλά τον δρόμον της φυγής. Ανήλθεν εξαφνικά εις την προεδρικήν έδραν και απήγγειλε λόγους που άφησαν έκπληκτους τους συνέδρους. Εάν ήτο αυτός αίτιος της διαιρέσεως, ας τον έρριπτον εις την θάλασσαν σαν τον Ιωνάν, δια να παύση η τρικυμία (13).
Πριν αναχωρήση από την Κωνσταντινούπολη απηύθυνεν από τον άμβωνα της Αναστασίας προς τους επισκόπους και τον λαόν τον συγκινητικόν Συντακτήριον Λόγον, εις τον οποίον εφανέρωσεν όλον το μεγαλείον της πνευματικής και ηθικής δυνάμεως του. Δικαιολογεί την απόφασίν του ν' αποχώρηση και αποχαιρετά όλους άλλοτε με πόνον, άλλοτε με σοβαρότητα, άλλοτε με ειρωνείαν, αλλά πάντοτε χωρίς μνησικακίαν.
Το ποίμνιον τούτο, τους έλεγεν, ήτο κάποτε μικρόν, ασύντακτον, ανοργάνωτον, χωρίς επίσκοπον δεν είχε τόπον να βόσκηση ούτε μάνδραν να ησυχάση· επλανάτο εις ορη, εις σπήλαια και εις οπάς της γης. Και τώρα έγινε πολυάριθμον και γεμάτον σφρίγος. Ο ποιμήν εκοπίασε πολύ να το φέρη εις αυτήν την κατάστασιν και δικαιούται να ζήτηση αμοιβήν. Δεν είναι άμισθος εργάτης αυτός· πρέπει να του δώσουν μισθόν δια τους κόπους του. Όχι βέβαια τον μισθόν που θα υπωπτεύοντο μερικοί· απλώς να τον αναπαύσουν από τους κόπους, να σεβασθούν τ' άσπρα μαλλιά του, να τιμήσουν την ξενητιάν.
Τι τους χρειάζεται τώρα αυτός ο δειλός και άνανδρος γέρων, που με δυσκολίαν απαγγέλλει και τούτους τους λόγους; Έπειτα εκουράσθη ακούων να τον κατηγορούν ως επιεική· εκουράσθη να μάχεται με λόγους και με ζήλον εναντίον έχθρων και συμμάχων δεν υποφέρει πλέον τας ιπποδρομίας και τα θέατρα των.
Και τελειώνει με αυτόν τον επίλογον (14): «Χαίρε, Ἀναστασία μου, πού ἔγινες ἐπώνυμος τῆς εὐσέβειας, διότι σύ μᾶς ἀνέστησες τόν λόγον πού κατεφρονεῖτο ἀκόμη τότε· τοποθεσία τῆς νίκης, νέα Σηλώμ, ὅπου ἐγκατεστήσαμεν τήν σκηνήν πού περιεφέρετο εἰς τήν ἔρημον σαράντα χρόνια... Χαῖρε, καθέδρα μου, αὐτό τό ἐπίφθονον καί ἐπικίνδυνον ὕψωμα, τό συνέδριον τῶν ἀρχιερέων, τό τιμημένον ἀπό τόν σεβασμόν τῶν ἱερέων καί τόν χρόνον. Χαίρετε, χοροστασίαι τῶν μοναχῶν, ἁρμονίαι τῶν ψαλτῶν, σύλλογοι των χηρών καί τῶν ὀρφανῶν, ὀφθαλμοί τῶν πτωχῶν πού κυττάζετε πρός τόν Θεόν καί πρός ἡμᾶς. Χαίρετε, θαυμασταί τῶν λόγων μου, πύυ συναθροίζεσθε τρέχοντες καί στενογραφίδες φανεραί καί κρυφαί καί σύ ἡ κιγκλίς πού παραβιάζεσαι ἀπό τούς συνωθουμένους διά τήν ἀκρόασιν τῶν λόγων. Χαίρετε βασιλεῖς καί ανάκτορα καί ὑπάλληλοι καί αὐλικοί τῶν βασιλέων οἱ ὁποῖοι εἰς μέν τόν βασιλέα δέν ξεύρω ἄν εἶσθε πιστοί, ἀλλ' εἰς τόν Θεόν ξεύρω ὅτι εὶσθε κατά τό πλεῖστον ἄπιστοι. Χειροκροτήσατε, κραυγάσατε, σηκώσατε ὑψηλά τόν ρήτορα σας. Θά σιγήση εἰς τό ἐξῆς ἡ δηκτική καί φλύαρος γλῶσσα, ἀλλά βεβαίως δέν θά σιγήση διαπαντός· διότι θά πολεμήση μέ τήν χείρα καί τήν μελάνην ἁπλῶς θά σιγήση πρός τό παρόν μόνον... Τεκνία, νά μοῦ φυλάξετε τήν παρακαταθήκην, νά μοῦ ἐνθυμεῖσθε τούς λιθοβολισμούς. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μαζύ σας. Ἀμήν».
Ο Ιεράρχης με την γλυκύτητα της ψυχής και την δύναμιν του λόγου έφυγε δια τελευταίαν φοράν εις την ερημίαν, απεσύρθη εις την γενέτειραν. Η Ορθοδοξία είχεν ανδρωθή πλέον και δεν είχεν ανάγκην των υπηρεσιών του. Εις το τέλος του ποιήματος που εχρησιμοποιήσαμεν ήδη επανειλημμένως περιέκλεισεν όλην την μελαγχολίαν του· εζήτει να κατοίκηση μίαν έρημίαν από κακά, όπου θα του εγίνοντο γηροκόμοι η ζήτησις του θείου και η ελαφρά ελπίς των άνω· εις την Έκκλησίαν δεν είχε να δώση παρά το δάκρυον.
Ζητώ τιν' οἰκεῖν ἐκ κακῶν ἐρημίαν, οὐ μοι τό θεῖον νῷ μόνῳ ζητουμενον, ἐλπίς τε κούφη τῶν ἄνω, γηροτρόφος. Ἐκκλησίαις δε τί δώσομεν; τό δάκρυον εἰς τοῦτο γάρ μέ καί συνήγαγε Θεός, πολλοῖς ἐλίσσων τήν ἐμήν ζωήν στροφαῖς.
Δεν τελειώνει όμως με τόσην απαισιοδοξίαν· η χριστιανική πίστις έρχεται να δώση εις τα διαλογήματα εν στοιχείον ανανεώσεως και ασφαλείας.
Ἤ ποῖ προβήσετ' ; εἰπέ μοι, Θεοῦν Λόγε· εἰς τήν ἄσειστον εὔχομαι κατοικίαν, ἔνθα Τριάς μου καί τό σύγκλητον σέλας·
ἧς νῦν ἀμυδρῶς ταῖς σκιαῖς ὑψούμεθα (15).
Απομονωμένος εις το αγρόκτημα όπου είχε γεννηθη, εύρε την πρόσκαιρον ανάπαυσιν, μέχρις ότου ανεπαύθη οριστικώς από τους κόπους του κόσμου αυτού.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Περί τόν ἑαυτοῦ βίον 264 (37, 1047).
2. Γρηγ. Ἐπιστ. 1.
3. Τετράστ. 1 (37, 928).
4. Ἐπιστ. 6 (37, 29).
5. Περί τόν ἑαυτοῦ βίον 182 κ. εξ.
6. Ένθα αν. 345 κ. εξ.
7. Λογ. 1 (εἰς τό Πάσχα) 1.
8. Λογ. 2 (ἀπολογ. περί φυγῆς).
9. Βασιλ. Επιστ. 98 προς Ευσέβιον Σαμοσάτων.
10. Περί τόν ἑαυτοῦ βίον 490 εξ.
11. Ένθα αν. 547.
12 Ένθα αν. 607 εξ.
13. Έπη 2,1,41 κατά Μαξίμου.
14. Βίος Γρηγορίου Ρ G . 35,300. Περί τόν ἑαυτοῦ βίον 1158 εξ.
15. Παρατίθεται εις μετάφρασιν προς καλυτέραν κατανόησιν.

 Χρήστου Κ. Παναγιώτη, Ευχαριστήριον, Τιμητικός Τόμος
επί τη 45ετηρίδι επιστημονικής δράσεως και
τη 35ετηρίδι τακτικής καθηγεσίας Αμίλκα Σ. Αλιβιζάτου
,
Αθήναι 1958, σελ. 508-515.
via