ΛΟΓΟΣ Α΄
«Όταν ο Ιησούς είδε τα πλήθη, ανέβηκε στο όρος, κι όταν κάθισε, πλησίασαν οι μαθητές Του, κι άρχισε να τους διδάσκει, λέγοντας: Μακάριοι είναι οι ταπεινοί, γιατί σ' αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών».
Ελάτε να ανεβούμε στο όρος του Κυρίου
1. Ποιος άραγε είναι άξιος από τους εδώ συναγμένους ώστε και μαθητής του Κυρίου να γίνει και ν' ανεβεί μαζί Του από τις ταπεινές και χαμηλές σκέψεις στο πνευματικό όρος της υψηλής θεωρίας; Το όρος αυτό είναι απαλλαγμένο από κάθε σκιά, που ρίχνουν οι υπερυψωμένοι λόφοι της κακίας, και συγχρόνως καταυγάζεται από τη λάμψη του αληθινού φωτός. Και μέσα στη διαύγεια της καθαρής αλήθειας κάνει θεατά αφ' υψηλού όλα εκείνα, που είναι αθέατα για όσους βρίσκονται δεμένοι στα χαμηλά. Ποια και πόσα είναι αυτά, που από το ύψος φαίνονται κάτω, εξηγεί ο ίδιος ο Κύριος. Όταν, μακαρίζοντας αυτούς που ανέβαιναν μαζί Του στο όρος, τους αναπτύσσει, σαν να τους δείχνει με κάποιο δάκτυλο, από τη μια μεριά για τη βασιλεία των ουρανών κι από την άλλη για την κληρονομιά της άνω πατρίδας. Έπειτα τους αναπτύσσει για την ευσπλαγχνία, τη δικαιοσύνη, την παρηγοριά και για τη συγγένεια που αναπτύσσεται με τον Θεό των όλων. Ακόμη τους μιλάει για την ωφέλεια των διωγμών, που είναι το να γίνει σύνοικος του Θεού. Δείχνει ακόμη ο Κύριος κι όσα άλλα κοντά σ' αυτά μπορείς να βλέπεις ψηλά από το όρος, αντικρίζοντας τα από την υψηλή σκοπιά με τις ελπίδες.
Επειδή, λοιπόν, ο Κύριος ανεβαίνει στο όρος, ας ακούσουμε την πρόσκληση του Ησαΐα που φωνάζει «Ελάτε να ανεβούμε στο όρος του Κυρίου» ( Ησ. 2,3). Κι αν είμαστε αδύνατοι εξαιτίας της αμαρτίας, ας τονώσουμε τα κουρασμένα χέρια και τα παραλυμένα γόνατα, καθώς υποδεικνύει ο προφήτης ( Ησ. 35, 3). Γιατί αν φτάσουμε στην κορυφή, θα συναντήσουμε Εκείνον που γιατρεύει κάθε ασθένεια και κάθε αδυναμία. Θα βρούμε Εκείνον που σηκώνει επάνω Του τις ασθένειες και φορτώνεται τις αρρώστιες μας. Λοιπόν, ας τρέξουμε κι εμείς προς την άνοδο, για να φτάσουμε μαζί με τον Ησαΐα στην κορυφή της ελπίδας και να δούμε από ψηλά τα αγαθά εκείνα που δείχνει ο Κύριος σ' αυτούς οι οποίοι Τον ακολούθησαν στην ανάβαση. Αλλά ας ανοίξει και σε μας το στόμα Του, ο Λόγος του Θεού και ας μας διδάξει εκείνα, που το άκουσμά τους είναι η μακαριότητα. Ας αρχίσουμε δε την μελέτη μας από εκεί που αρχίζει η διδασκαλία του Κυρίου.
Η μακαριότητα
2. Μακάριοι, λέγει, είναι οι πτωχοί κατά το πνεύμα, γιατί σ' αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος που αγαπάει τον χρυσό, τυχαίνει να βρει μέσα στα βιβλία πληροφορίες για την ύπαρξη θησαυρού σε κάποιο μέρος. Το μέρος όμως εκείνο, που κρύβει το θησαυρό, απαιτεί πολύ κόπο και ιδρώτα, από εκείνους που θα θελήσουν να αποκτήσουν το χωράφι. ’ραγε θα δειλιάσει μπροστά στους κόπους και θα αδιαφορήσει για το κέρδος και θα θεωρήσει πιο γλυκό από τον πλούτο το να μην κουραστεί καθόλου, προσπαθώντας να τον αποκτήσει; Δεν γίνονται όμως αυτά, δεν γίνονται. Αντίθετα μάλιστα, θα παρακαλέσει γι αυτό όλους τους φίλους. Κι απ' όπου μπορεί, θα ζητήσει βοήθεια γι αυτό, συγκεντρώνοντας πολλά χέρια και θα ιδιοποιηθεί τον κρυμμένο θησαυρό.
Αυτός είναι αδελφοί, εκείνος ο θησαυρός για τον οποίο μιλάει το γράμμα, αλλά είναι κρυμμένος ο πλούτος κάτω από την ασάφεια. Κι εμείς που επιθυμούμε (ν' αποκτήσουμε) το καθαρό χρυσάφι, ας χρησιμοποιήσουμε τη δύναμη των προσευχών, ώστε να έλθει ο θησαυρός για χάρη μας στην επιφάνεια κι ας τον μοιραστούμε όλοι εξίσου κι ο καθένας μας θα τον κατέχει ολόκληρο. Γιατί η μοιρασιά της αρετής είναι τέτοια, ώστε και να μοιράζεται σε όλους εκείνους που τη διεκδικούν, κι όλη να ανήκει στον καθένα, χωρίς να μειώνεται ανάμεσα σε εκείνους που παίρνουν μέρος σ' αυτήν. Ενώ στην μοιρασιά του υλικού πλούτου όποιος αποσπάσει το περισσότερο, αδικεί εκείνους που παίρνουν ίσο μερίδιο. Γιατί, όποιος αυξήσει το δικό του μερίδιο, μειώνει οπωσδήποτε το του άλλου που μετέχει στη μοιρασιά. Αλλά με το πνευματικό πλούτο συμβαίνει ό,τι και με τον ήλιο, που και μοιράζεται σ' όλους εκείνους που τον βλέπουν, κι όλος ανήκει στον καθένα. Επειδή, λοιπόν, καθώς ελπίζουμε, το κέρδος για τον καθένα θα είναι ανάλογο του κόπου, ας βοηθήσουμε εξίσου όλοι με τις προσευχές, για να πετύχουμε αυτό που ζητάμε.
Και πρώτα, λοιπόν, νομίζω ότι πρέπει να κατανοήσουμε τι ακριβώς σημαίνει η λέξη μακαρισμός. Μακαριότητα, κατά την γνώμη μου βέβαια, είναι μία περίληψη όλων εκείνων που εννοούμε σχετικά με το αγαθό. Απ' αυτή δεν λείπει τίποτε απ' όσα έχουν σχέση με την αγαθή επιθυμία. Μπορούμε όμως να κάνουμε ακόμη σαφέστερη την έννοια του μακαρισμού, συγκρίνοντάς την με το αντίθετο. Και αντίθετο προς το μακάριο είναι το άθλιο. Αθλιότητα, λοιπόν, είναι η ταλαιπωρία μέσα στα αξιοθρήνητα και αθέλητα πάθη. Διακρίνονται δε μεταξύ τους, η μακαριότητα κι η αθλιότητα, από την αντίθετη διάθεση εκείνων που θα βρεθούν σ' αυτές. Δηλ. ο μεν μακάριος ευφραίνεται κι αγάλλεται, με όσα έχει μπροστά του κι απολαμβάνει, ενώ ο άθλιος πονεί κι υποφέρει, με όσα τον έχουν βρει. Αληθινά δε μακαριστή ύπαρξη είναι το Θείο. Γιατί ό,τι και να υποθέσουμε πως είναι το Θείο, μακαριότητα είναι εκείνη η καθαρή ζωή, το ανεκδιήγητο και ακατάληπτο αγαθό, το ανέκφραστο κάλλος, αυτό που είναι όλο χάρη και σοφία και δύναμη, το αληθινό φως, η πηγή κάθε αγαθότητας, η ανώτερη εξουσία όλων, το μόνο ποθητό, αυτό που πάντα είναι το ίδιο, η παντοτινή αγαλλίαση, η αιώνια ευφροσύνη, για την οποία θα μπορούσε κανείς να πει πολλά, κι όμως να μην έχει πει τίποτε το ισάξιο. Γιατί ούτε ο νους πλησιάζει τον Θεό, μα, κι αν ακόμη μπορέσουμε να κατανοήσουμε κάτι από τα υψηλότερα γι' Αυτόν, με κανέναν λόγο δεν εκφράζεται αυτό που θα γίνει κατανοητό.
Αφού όμως ο δημιουργός του ανθρώπου τον έπλασε κατ' εικόνα του Θεού, μπορεί κατά δεύτερο λόγο να είναι μακάριο αυτό, που έχει δημιουργηθεί εν ονόματι του Θεού και μετέχει στην πραγματική μακαριότητα. Γιατί με την σωματική ομορφιά π.χ. το πρωτότυπο κάλλος υπάρχει στο ζωντανό και υπαρκτό πρόσωπο, ενώ εκείνο, που αποτυπώνεται στον πίνακα με την απομίμηση, έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Το ίδιο ισχύει και με την εικόνα της υπερέχουσας μακαριότητας, που είναι η ανθρώπινη φύση. Κι αυτή στολίζεται με το αγαθό κάλλος, όταν φέρει πάνω της τα σημάδια των χαρακτηριστικών του μακαρίου. Επειδή όμως η βρωμιά της αμαρτίας μουτζούρωσε το κάλλος της εικόνας, ήλθε ο Χριστός, που μας καθαρίζει με το δικό Του νερό, το οποίο είναι ζωογόνο και αναβλύζει την αιώνια ζωή. Κι έτσι μπορούμε εμείς ν' αποβάλουμε την ασχημοσύνη της αμαρτίας και να ανακαινισθούμε και πάλι σύμφωνα με τη μακάρια θεϊκή μορφή. Κι όπως στη ζωγραφική τέχνη θα μπορούσε να πει ο ειδικός στους αρχάριους, πως καλή είναι εκείνη η προσωπογραφία που έχει τα επί μέρους συστατικά του σώματος τέτοια: έτσι να είναι η κόμη, οι κύκλοι των ματιών, οι γραμμές των φρυδιών, η θέση των παρειών και ξεχωριστά όλα τα άλλα, με τα οποία ολοκληρώνεται η ομορφιά, έτσι και ο Κύριος που ξαναζωγραφίζει την ψυχή μας κατά την απομίμηση του μόνου μακαρίου, του Θεού, περιγράφει με το λόγο τα ιδιαίτερα στοιχεία που συμβάλλουν στην μακαριότητα. Και πρώτα λέγει: «Μακάριοι είναι οι πτωχοί κατά το πνεύμα, γιατί σ' αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών».
Η μακαριζόμενη πτωχεία
3. Αλλά ποιο κέρδος θα προκύψει από την μεγάλη αυτή δωρεά του Κυρίου, αν δεν ανακαλύψουμε το βαθύτερο νόημα που κρύβεται στο βάθος του λόγου; Γιατί και στην ιατρική πολλά φάρμακα από τα ακριβά και δυσεύρετα παραμένουν αχρησιμοποίητα και ανώφελα για όσους αγνοούν την αξία τους, μέχρι που να μάθουμε από τους ειδικούς σε τι είναι χρήσιμο το καθένα από αυτά. Τι σημαίνει, λοιπόν, η πτωχεία του πνεύματος, με την οποία εξασφαλίζεται η κατάκτηση της βασιλείας των ουρανών; Από την αγία Γραφή έχουμε μάθει δύο είδη πλούτου. Ο ένας είναι αξιοθαύμαστος και ο άλλος αξιοκατάκριτος. Και ο πλούτος των αρετών είναι θαυμαστός, ενώ ο υλικός και γήινος κατακρίνεται. Γιατί ο μεν ένας γίνεται κτήμα της ψυχής, ο δε άλλος είναι επιτήδειος για να εξαπατά τις αισθήσεις. Γι αυτό ο Κύριος απαγορεύει να θησαυρίζουμε αυτόν, επειδή βρίσκεται εκτεθειμένος στα σκουλήκια για τροφή και τον επιβουλεύονται οι κλέφτες ( Ματθ. 6,19). Επιβάλλει δε να δείχνουμε προθυμία για τον πλούτο των ανωτέρων αγαθών, που η δύναμη της φθοράς δεν τον αγγίζει. Κι όταν λέγει σκουλήκια και κλέφτες, υπονοεί εκείνον που καταστρέφει τους θησαυρούς της ψυχής. Συνεπώς αν η φτώχεια ξεχωρίζεται από τον πλούτο, ασφαλώς μπορούμε κατ' αναλογία να μάθουμε πως υπάρχει και δύο ειδών φτώχεια. Η μία απορρίπτεται, η άλλη μακαρίζεται. Εκείνος π.χ. που είναι φτωχός ως προς την σωφροσύνη, ή στερείται το πολύτιμο απόκτημα της δικαιοσύνης, ή της σοφίας, ή της σύνεσης, ή κάποιον άλλον από τους πολύτιμους θησαυρούς, αυτός αποδεικνύεται πεινασμένος, χωρίς κτήματα και φτωχός, άθλιος για τη φτώχεια και αξιολύπητος για την έλλειψη πολύτιμων κτημάτων. Ενώ ο άλλος που θεληματικά στερείται όλα, όσα υπονοούνται γύρω από την κακία, και δεν έχει αποθηκεύσει στις αποθήκες του κανέναν από τους θησαυρούς του διαβόλου, αλλά έχει ζήλο πνευματικό και μ' αυτόν θησαυρίζει για τον εαυτό του την φτώχεια από τα κακά, αυτός μπορεί να παρουσιασθεί από τον Κύριο ότι βρίσκεται μέσα στη μακάρια φτώχεια, της οποίας καρπός είναι η βασιλεία των ουρανών.
Οράτε το μέτρον της εκουσίας πτωχείας
4. Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην επεξεργασία του θησαυρού κι ας μην απομακρυνθούμε από την ανακάλυψη του κρυμμένου με το παράδειγμα του μεταλλείου. Μακάριοι είναι, λέγει, οι πτωχοί κατά το πνεύμα. Το έχουμε πει αυτό κατά κάποιο τρόπο και πιο μπροστά, θα το πούμε όμως και τώρα, ότι σκοπός του ενάρετου βίου είναι η εξομοίωση προς το Θεό. Όμως αυτό που είναι χωρίς πάθη και καθαρό, ξεφεύγει εξολοκλήρου την απομίμηση από τους ανθρώπους. Γιατί είναι εντελώς αδύνατο να εξομοιωθεί η εμπαθής ζωή προς τη φύση που δεν επιδέχεται πάθη. Αν όμως μόνο ο Θεός είναι μακάριος, όπως λέγει ο Απόστολος (Α΄ Τιμ. 6,15), κι η συμμετοχή του ανθρώπου στη μακαριότητα γίνεται με την εξομοίωση προς τον Θεό, τότε η μίμηση είναι αδύνατη. Συνεπώς η μακαριότητα είναι κάτι το άφθαστο για τον άνθρωπο. Κι όμως, υπάρχουν ορισμένες ιδιότητες του Θεού που μπορούν, όσοι θέλουν, να τις μιμηθούν. Ποιες είναι αυτές; Νομίζω ότι ο Κύριος ονομάζει πτωχεία του πνεύματος τη θεληματική ταπεινοφροσύνη. Πρότυπο αυτής μας προβάλλει ο Απόστολος την πτωχεία του Κυρίου, «ο Οποίος για μας επτώχευσε, μολονότι είναι πλούσιος, προκειμένου να γίνουμε εμείς πλούσιοι χάρη στη δική του πτωχεία » (Β΄ Κορ. 8, 9). Όλες οι άλλες ιδιότητες, όσες αναφαίνονται γύρω από τη θεία φύση, ξεπερνούν τα μέτρα της ανθρώπινης φύσης, ενώ η ταπεινότητα είναι για μας έμφυτη και συνυπάρχει με όσους προέρχονται εκ των κάτω κι έχουν τα συστατικά τους γήινα και στη γη ξαναπέφτουν. Συ ο ίδιος αποκτάς τα χαρακτηριστικά της μακαριότητας όταν μιμείσαι τον Θεό στο μέτρο του φυσικά δυνατού. Κι ας μη νομίσει κανείς πως η ταπεινοφροσύνη πετυχαίνεται με ευκολία και χωρίς κόπο. Το αντίθετο συμβαίνει. Είναι η πιο κουραστική αρετή από οποιαδήποτε άλλη που επιδιώκουμε. Κι αυτό γιατί; Διότι ενώ κοιμάται ο άνθρωπος, που έχει δεχθεί τα σπέρματα του καλού, δέχεται το σπόρο της αντίθετης σποράς από τον εχθρό της ζωής μας και ριζώνει το ζιζάνιο της υπερηφάνειας. Γιατί μ' όποιο τρόπο έριξε τον εαυτό του στη γη, εκείνος, δηλ. ο διάβολος, με τον ίδιο τρόπο συμπαρέσυρε μαζί του στην κοινή πτώση και το ταλαίπωρο γένος των ανθρώπων. Και δεν υπάρχει κανένα άλλο παρόμοιο κακό για τη φύση μας, όπως το κακό που προέρχεται από την υπερηφάνεια. Το πάθος, λοιπόν, της έπαρσης φυτρώνει κατά κάποιο τρόπο μέσα σχεδόν σε κάθε άνθρωπο. Γι αυτό ο Κύριος από το σημείο αυτό αρχίζει τους μακαρισμούς ξεριζώνει από το χαρακτήρα μας την υπερηφάνεια ως άλλο πρωταρχικό κακό, με το να μας συμβουλεύει να μιμούμαστε Εκείνον, που θεληματικά επτώχευσε και ο Οποίος είναι ο αληθινά μακάριος. Έτσι θα τραβήξουμε πάνω μας την κοινωνία της μακαριότητας, αφού θα έχουμε εξομοιωθεί με το να πτωχεύσουμε θεληματικά, όσο μπορούμε κι όποιοι κι αν είμαστε. Να έχετε μέσα σας το φρόνημα εκείνο, γράφει ο Απόστολος ( Φιλιπ. 2, 5 κ.ε. ) που είχε κι ο Χριστός, ο Οποίος μολονότι ήταν Θεός, δεν θεώρησε κλεμμένο αγαθό το να είναι ίσος με το Θεό, αλλά άδειασε τον εαυτό του από τη θεότητα και πήρε τη μορφή του δούλου. Τι άλλο πτωχότερο υπάρχει από το να έλθει σε επικοινωνία με τη φτωχή μας φύση; Ο Βασιλιάς εκείνων που βασιλεύουν κι ο Κύριος εκείνων που εξουσιάζουν, θεληματικά φοράει το δουλικό σχήμα. Ο Κριτής των πάντων γίνεται υποτελής και πληρώνει φόρο στους δυνάστες. Ο Κύριος της δημιουργίας κατεβαίνει στο σπήλαιο. Δε βρίσκει θέση στο χάνι Εκείνος που περικρατεί τα πάντα, αλλά πετιέται σε μια άκρη μέσα στη φάτνη των αλόγων ζώων. Ο καθαρός και ακηλίδωτος παίρνει πάνω του το μολυσμό του ανθρωπίνου γένους. Και αφού περάσει από όλες τις φάσεις της πτωχείας μας, φθάνει και σ' αυτή τη δοκιμή του θανάτου. Βλέπετε το μέγεθος της θεληματικής συγκατάβασης; Και γεύεται η ζωή το θάνατο. Ο Κριτής οδηγείται στο δικαστήριο. Ο Κύριος της ζωής των όντων φθάνει, για να ακούσει την απόφαση του δικαστή. Ο Βασιλιάς κάθε υπερκόσμιας δύναμης δεν αποφεύγει τα χέρια των δημίων. Προς αυτό το πρότυπό σου, λέγει ο Απόστολος, να αποβλέπει το μέτρο τςη ταπεινοφροσύνης σου.
Η ματαιότητα της αλαζονείας
5. Μου φαίνεται όμως πως ίσως είναι καλό να εξετάσουμε και τον παραλογισμό του πάθους αυτού, ώστε να γίνει εύκολα κατορθωτή για μας η μακαριότητα, αφού με μεγάλη επιδεξιότητα κι ευκολία θα πετυχαίνουμε την ταπεινοφροσύνη. Γιατί όπως οι καλοί γιατροί, εξουδετερώνοντας το αίτιο που γεννάει τη νόσο, ελέγχουν εύκολα την αρρώστια, έτσι κι εμείς θα κάνουμε ευκολοπερπάτητο για τους εαυτούς μας το δρόμο της ταπεινοφροσύνης, όταν υποτάξουμε με τη σκέψη την αλαζονεία των υπερηφάνων.
Από ποιο σημείο θα αποδείκνυε κανείς καλύτερα τη ματαιότητα της περηφάνιας; Από ποιο άλλο παρά από το να αποδείξει ποια ακριβώς είναι η φύση του ανθρώπου; Γιατί όποιος εξετάζει τον εαυτό του και όχι τα γύρω από τον εαυτό του, δικαιολογημένα δεν θα καταντήσει σε αυτό το πάθος. Τι είναι, λοιπόν, ο άνθρωπος; Θέλεις να σου πω τον πιο σεβαστό και τον πιο υπολογίσιμο από όλους τους λόγους; ’κουσε λοιπόν. Εκείνος που στολίζει τα ανθρώπινα και διαμορφώνει την ανθρώπινη ευγένεια κατά τρόπο υπερβολικά εντυπωσιακό, καταρτίζει την γενεαλογία του ανθρωπίνου γένους από την λάσπη. Κι αν θελήσεις να μάθεις τον συνηθισμένο κι ακριβή τρόπο της δημιουργίας του ανθρώπου, άφησε, καλύτερα να μην πεις τίποτε γι αυτόν. Να μην πεις λέξη. Να μην ξεσκεπάσεις, όπως ορίζει ο Νόμος ( Λευτ. 18,6 κ.ε ) την ασχημοσύνη του πατέρα σου και της μητέρας σου. Να μην κοινολογήσεις, όσα αξίζουν να ξεχαστούν και να αποσιωπηθούν εντελώς. Και έπειτα δεν ντρέπεσαι, εσύ που είσαι χωματένιο ομοίωμα και μετά από λίγο γίνεσαι σκόνη, συ, που σαν την φούσκα έχεις μέσα σου το φούσκωμα, το οποίο γρήγορα χάνεται, όταν γεμίζεις από την υπερηφάνεια και καίγεσαι από παντού εξαιτίας της αλαζονείας και με τις ανόητες ιδέες παίρνουν τα μυαλά σου αέρα; Δεν προσέχεις και στα δύο άκρα της ανθρώπινης ζωής, δηλαδή και πώς αρχίζει και σε τι καταλήγει;
Αλλά περηφανεύεσαι για τη νεότητά σου και κοιτάζεις την ηλικία στο άνθος της και καυχιέσαι για λίγο, γιατί τα χέρια σου είναι ακμαιότατα για να κινούνται και τα πόδια ελαφρά για το πήδημα κι ανεμίζουν στο ελαφρό αεράκι τα μαλλιά και στα μάγουλα ξεφυτρώνει το πρώτο ανδρικό τρίχωμα και γιατί το φόρεμά σου καταστολίζεται με το πορφυρό βάψιμο και τα μεταξωτά φορέματά σου τα έχεις κεντήσει με παραστάσεις πολεμικές ή κυνηγετικές ή με άλλες ιστορίες; Ή μήπως (περηφανεύεσαι) να προσέχεις με σχολαστικότητα τα πέδιλα που γυαλίζουν στο μαύρο χρώμα και σ' ευχαριστούν ιδιαίτερα κατά τρόπο περίεργο με τις γραμμές της ραφής τους; Σ' αυτά προσέχεις και δεν βλέπεις τον εαυτό σου; Να σου δείξω, σαν σε καθρέφτη, ποιος είσαι και τι ακριβώς είσαι.
Όνειρο που φαίνεται και χάνεται κάθε στιγμή
6. Δεν είδες σε νεκροταφεία τα μυστήρια της ανθρώπινης φύσης μας; Δεν είδες τον στοιβαγμένο σωρό των οστών; Κρανία απογυμνωμένα από σάρκες, θέαμα φοβερό κι απαίσιο, να φαίνονται με αδειανές τις κόγχες των ματιών. Είδες στόματα ανοικτά ( χάσκοντα ) και τα υπόλοιπα μέλη του σώματος να έχουν διασκορπιστεί από το συναρμολογημένο σώμα; Αν είδες εκείνα, μέσα σ' εκείνα έχεις δει τον εαυτό σου. Που είναι τα σημάδια του σημερινού άνθους; Που είναι το ωραίο χρώμα του μάγουλου; Που είναι το χαμόγελο που άνθιζε στα χείλη; Που είναι μέσα στα μάτια η αυστηρή ομορφιά, η οποία φωτιζόταν ελαφρά κάτω από το περίβλημα των φρυδιών; Που είναι η ίσια μύτη στη μέση της ομορφιάς των παρειών. Που είναι τα ριγμένα πάνω στον αυχένα μαλλιά; Που είναι οι γύρω από τους κροτάφους πλεξίδες; Που είναι τα χέρια που εξαπολύουν βέλη; Που είναι τα πόδια που καβαλλικεύουν άλογα; Η πορφύρα, η βύσσος, ο ελαφρός επενδύτης, η ζώνη, τα πέδιλα, το άλογο, το τρέξιμο, η αυθάδης έπαρση, όλα εκείνα με τα οποία αυξάνει τώρα η αλαζονεία σου; Πες μου πού διακρίνεις σ' εκείνους αυτά, για τα οποία τώρα περηφανεύεσαι και υψηλοφρονείς; Ποιο όνειρο είναι τόσο ανύπαρκτο; Ποια φαντασιοκοπήματα που γεννιώνται στον ύπνο είναι τέτοια; Ποια σκιά είναι τόσο αδύνατη και άπιαστη, όπως είναι το νεανικό σου όνειρο, που άμα φανεί, αμέσως χάνεται; Κι αυτά μεν είχα να υπενθυμίσω στους νέους, που ανοηταίνουν εξαιτίας της ασυμπλήρωτης ηλικίας τους.
Τι να πει κανείς όμως για τους ήδη ώριμους; Γι αυτούς η μεν ηλικία πέρασε, ο χαρακτήρας είναι όμως ασταθής κι η ασθένεια της περηφάνειας επιδεινώνεται. Υψηλοφροσύνη ονομάζουν αυτή την αρρώστια του χαρακτήρα. Αιτία δε της περηφάνειας, ως επί το πλείστον, είναι η αρχομανία και η σχετική μ' αυτήν εξουσία. Και το παθαίνουν αυτό είτε όταν πάρουν στα χέρια τους την εξουσία, είτε όταν προετοιμάζονται γι αυτήν, ή ακόμη από σχετικές με αυτές διηγήσεις, που ανανεώνουν πολλές φορές την ασθένεια. Και ποιος είναι ο λόγος που θα μπορέσουν να τον ακούσουν, αφού τα αυτιά τους έχουν βουλώσει από τις φωνές των κηρύκων; Ποιος μπορεί να τους πείσει, ότι δεν διαφέρουν καθόλου από εκείνους, που κινούνται επιδεικτικά πάνω στην θεατρική σκηνή; Αλλά εκείνοι τουλάχιστον φορούν κι ένα προσωπείο από τα λεπτοκαμωμένα, και πορφύρα χρυσοκέντητη, κι η πομπή της γίνεται πάνω σε άρμα και παρόλα αυτά σ' αυτούς δεν εισχωρεί το μικρόβιο της περηφάνιας εξαιτίας όλων αυτών. Αλλά όποια ιδέα έχουν για τον εαυτό τους πριν ανεβούν στη σκηνή, την ίδια διατηρούν μέσα τους και όταν βρίσκονται πάνω στη σκηνή. Και μετά από αυτό δεν στεναχωρούνται όταν κατέβουν από το άρμα και όταν αφαιρέσουν το προσωπείο. Όσοι όμως κινούνται επιδεικτικά πάνω στη σκηνή της ζωής, κατέχοντας κάποιο αξίωμα, δεν σκέπτονται ούτε το πριν από λίγο, δηλ. το αύριο, και φουσκώνουν όπως οι φούσκες με το φούσκωμα. Έτσι κι αυτοί φουσκώνουν από τη μεγάλη φωνή του κήρυκα και φορούν πάνω στον εαυτό τους τα χαρακτηριστικά κάποιου ξένου προσωπείου και μεταβάλλουν τη φυσική διάθεση του προσώπου τους και δεν γελούν ή παριστάνουν τον φοβισμένο. Εφευρίσκουν κι ένα τρόπο ομιλίας πιο σκληρό, κάνοντάς την να μοιάζει με φωνή θηρίου, για να προκαλέσει κατάπληξη σε όσους την ακούουν. Δεν παραμένουν μέσα στα ανθρώπινα όρια, αλλά διαφημίζουν τους εαυτούς τους ως απιδιά της θεϊκής δύναμης και εξουσίας. Πιστεύουν πως είναι κύριοι της ζωής και του θανάτου, ότι στον ένα απ' αυτούς που δικάζουν δίνουν αθωωτική ψήφο, ενώ τον άλλο τον καταδικάζουν με θάνατο. Και δεν προσέχουν ούτε και τούτο, ποιος δηλ. είναι ο αληθινά κύριος της ανθρώπινης ζωής, ο οποίος καθορίζει και την αρχή και το τέλος της. Και όμως αυτό και μόνο είναι αρκετό για το χτύπημα της αλαζονείας, το ότι δηλ. βλέπουμε πολλούς από τους άρχοντες να αρπάζονται από τους θρόνους τους και από το προσκήνιο της εξουσίας και να μεταφέρονται έξω στους τάφους κι ο θρήνος για το θάνατό τους να διαδέχεται τις φωνές των κηρύκων.
«... τῶν καθελκόντων πτωχεύσωμεν »
7. Πως είναι λοιπόν, κανείς κύριος της ξένης ζωής, όταν είναι ξένος της δικής του; Κι αυτός αν μεν είναι πτωχός στο πνεύμα, δηλ. ταπεινός, και προσβλέπει στο Χριστό, που για μας θεληματικά πτώχευσε, κι ακόμη προσέχει στην ομοτιμία της φύσης, δε θα βρίσκει καθόλου την τιμή του ομοίου, εξαιτίας της ψεύτικης εκείνης επίδειξης γύρω από την εξουσία. Αυτός είναι αληθινά μακάριος, επειδή με την εφήμερη ταπεινοφροσύνη πήρε ως αντάλλαγμα τη βασιλεία των ουρανών. Μην απορρίψεις, αδελφέ, και τον άλλο λόγο της πτωχείας που αποφέρει ως κέρδος τον ουράνιο πλούτο, και λέγει «Πώλησε όλα τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους πτωχούς και έλα να με ακολουθήσεις και θα αποκτήσεις θησαυρό στους ουρανούς» ( Ματθ. 19, 21). Γιατί νομίζω πως κι αυτή η πτωχεία δεν είναι ασυμβίβαστη μ' εκείνη που μακαρίζει ο Κύριος. Γιατί λέγει προς το διδάσκαλο ο μαθητής: «Μακάριοι όσοι είναι πτωχοί στο πνεύμα, γιατί σ' αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών». Θέλεις να κατανοήσεις ποιος είναι ο πτωχός στο πνεύμα; Εκείνος που ανταλάσσει το πλούτο της ψυχής με την υλική ευμάρεια. Πτωχεύει στο πνεύμα όποιος πετάει από πάνω του, σαν άλλο βάρος, τον υλικό πλούτο για να ανέβει προς τα άνω μετέωρος και μέσα από τον αέρα, καθώς λέγει ο Απόστολος (Α΄ Θεσ. 4,16) «πορεύεται μαζί με το Θεό πάνω στις νεφέλες».
Το χρυσάφι είναι πράγμα βαρύ. Βαριά είναι κι όλα τα επιδιωκόμενα υλικά πλούτη. Ανάλαφρο και προς τα άνω φερόμενο πράγμα είναι η αρετή. Μεταξύ τους, όμως, αυτά, το βαρύ και το ελαφρό, είναι αντίθετα. Συνεπώς είναι αδύνατο να γίνει κανείς ανάλαφρος, όταν έχει καρφώσει τον εαυτό του πάνω στο βάρος της ύλης. Εάν πρέπει, λοιπόν, να ανεβούμε στα ψηλά, θα πτωχεύσουμε ως προς εκείνα που μας τραβούν προς τα κάτω, για να φθάσουμε στα ψηλά. Ποιος είναι ο τρόπος, μας το λέγει ο ψαλμωδός: «Σκορπίζει, δίνει στους πεινασμένους, η αρετή του μένει αιώνια» ( Ψαλμ. 101, 9). Όποιος κοινωνεί στην πτωχεία του πτωχού, κατατάσσει τον εαυτό του με τον Χριστό που επτώχευσε για μας. Αφού ο Κύριος επτώχευσε, ούτε κι εσύ να φοβηθείς στην πτωχεία. Εκείνος όμως που για μας επτώχευσε, βασιλεύει σ' όλη τη δημιουργία. Αν, λοιπόν, πτωχεύσεις μαζί με τον πτωχεύσαντα Κύριο και θα βασιλεύσεις μαζί με τον Βασιλεύοντα. Αλήθεια, είναι μακάριοι οι πτωχοί στο πνεύμα, επειδή σ' αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών. Είθε κι εμείς να βρεθούμε άξιοι αυτής της βασιλείας εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, στον Οποίο ανήκει η δόξα κι η εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν. 

 Μτφρ. Αρχιμ. Παγκρατίου Μπρούσαλη
 Εκδ. Αποστολική Διακονία,
 Αθήνα, 1985, σελ. 50-73.
via