Οι Σημειώσεις είναι από το βιβλίο που παρουσιάζεται και δεν εκφράζουν τις απόψεις του Ανωνύμου Απολογητή αλλά δημοσιεύονται χάριν ευκολίας στην κατανόηση του έργου του Κέλσου


1 Στο σημείο αυτό, ο Ωριγένης κατηγορεί τον Κέλσο ως υποκριτή, αφού «σε άλλα συγγράμματα εμφανίζεται ως Επικούρειος», συμπληρώνοντας ότι αν ομολογούσε ότι ήταν Επικούρειος θα έχανε την αξιοπιστία του στα θρησκευτικά ζητήματα.
2 Πλάτων, Τίμαιος 22ο: «Στους ανθρώπους τυχαίνουν και θα εξακολουθήσουν πάντα να τυχαίνουν πολλές και διάφορες καταστροφές. Οι μεγαλύτερες γίνονται από το νερό και τη φωτιά, μικρότερες όμως προκαλούνται από μυριάδες άλλα αίτια. Αυτό που λέτε στα μέρη σας, ότι ο Φαέθων, ο γιος του Ήλιου, έζεψε κάποτε το άρμα του πατέρα του αλλά -μη μπορώντας να ακολουθήσει τη διαδρομή του πατέρα του- πυρπόλησε τα πάντα στη Γη και ο ίδιος σκοτώθηκε από κεραυνό, αυτό λοιπόν έχει βέβαια τη μορφή μύθου, το αληθινό όμως νόημα του είναι ότι τα ουράνια σώματα γύρω από τη Γη, με την πάροδο πολλών χρόνων, ξεφεύγουν από την τροχιά τους και προκαλούν μεγάλες καταστροφές στη Γη.»
3 Περιέργως, ο Κέλσος εμφανίζει τους Εβραίους ως υπεύθυνους για την εκτέλεση του Ιησού. Οι ίδιοι οι Χριστιανοί του Β’ αιώνα προπαγάνδιζαν ότι -όχι μόνο δεν αποτελούσαν ανατρεπτική ή συνωμοτική οργάνωση αλλά επιπλέον- ο αρχηγός τους θανατώθηκε από τους Εβραίους και όχι από τους Ρωμαίους (τον Πιλάτο), πράγμα που τους είχε εξασφαλίσει την ανοχή των αρχών για διάστημα μεγαλύτερο από μισό αιώνα (βλ. Κορδάτος, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, τ. Β’ σελ. 308).
4 Ο Ωριγένης αντιτείνει: "Μα τιμωρήθηκαν ήδη χειρότερα από οποιονδήποτε άλλον. Ποιο άλλο έθνος έχει διωχτεί από τα πάτρια εδάφη;" Αναφέρεται στον δεύτερο μεγάλο διωγμό που υπέστησαν οι Εβραίοι από τους Ρωμαίους το 135 μ.Χ.
5 Ο Ωριγένης αντιτείνει εδώ ότι ο "αρνησάμενος", "εξελθών έξω" μετά το αρνήσασθαι "έκλαυσε πικρώς".
6 Στο σημείο αυτό, ο Ωριγένης, παρ’ ό,τι ευφυής, δεν συλλαμβάνει το πνεύμα του ερωτήματος και απαντά ότι σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, "η γη σείστηκε κι οι πέτρες ράγισαν κι οι τάφοι ανοίχτηκαν", ότι "το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη από πάνω ως κάτω" και "έγινε έκλειψη ηλίου και σκοτείνιασε ο κόσμος".
7 Για άλλη μια φορά ο Ωριγένης υποστηρίζει ότι ο "καταδικάσας" δεν ήταν ο Πιλάτος αλλά το έθνος των Ιουδαίων το οποίο και τιμωρήθηκε από τον θεό χειρότερα απ’ ό,τι ο Πενθέας: "υπό θεού σπαραχθεν και εις πάσαν γήν διασπαρέν.".
8 Ο Κέλσος αντιπαραθέτει την κραυγή του Ιησού πάνω στο σταυρό με τα λόγια του Αλέξανδρου, που όταν κάποτε τραυματίστηκε, δείχνοντας το αίμα του που έτρεχε, είπε: "Δεν είναι ιχώρ", (Πλούταρχος, 28).
9 Εδώ ο Ωριγένης απαντά: «Και όμως, το υποστηρίζουμε κι αυτό: όπως «εν σώματι ων ουκ ολίγους έπεισε», έτσι και «γυμνή από το σώμα η ψυχή του Χριστού συνομιλεί με τις γυμνές από το σώμα ψυχές.»
Ας σημειωθεί ότι ο "χαλκέντερος", όπως τον είπαν, και πραγματικά αδαμάντινου ήθους Ωριγένης δίδασκε ότι στο τέλος οι πάντες, ακόμη κι οι "δαίμονες", θα αποκατασταθούν. Αυτή η περί υψίστης αγαθότητας του θεού αντίληψη, ερχόταν σε αντίθεση με τη διδασκαλία της εκκλησίας περί αιώνιας ανταμοιβής του Παραδείσου και αιώνιας Κόλασης. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους έπεσε -κυρίως μετά θάνατον- σε δυσμένεια ο Ωριγένης και κατά καιρούς αναθεματιζόταν από διάφορα επίσημα χείλη. (Ως και ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, τον στ’ αιώνα, έγραψε "κατά της του Ωριγένους φρενο-βλαβείας" και "των μυσαρών αυτού δογμάτων"). Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι δεν πολυπίστευε στην ανάσταση των νεκρών σωμάτων, και ο τρίτος λόγος ήταν ότι πίστευε στην προΰπαρξη των ψυχών.
10 (Ηρόδοτος 4.95:) Ο Ζάμολξις, πρώην δούλος του Πυθαγόρα, επέστρεψε πλούσιος και μορφωμένος στη γενέτειρα του Θράκη, όπου βρήκε τους συμπατριώτες του βυθισμένους στη φτώχεια και την αμάθεια. Άρχισε λοιπόν να τους διδάσκει ότι στην πραγματικότητα δεν θα χανόταν κανείς αλλά όλοι θα κατέληγαν σ’ ένα τόπο όπου θα ζούσαν για πάντα, απολαμβάνοντας όλα τα αγαθά. Στο μεταξύ έχτιζε ένα υπόγειο δωμάτιο, και όταν ξαφνικά εξαφανίστηκε οι θράκες τον νόμισαν νεκρό και τον έκλαψαν. Ο Ζ. έζησε τρία ολόκληρα χρόνια κρυμένος μες στο υπόγειο, προτού κάνει ξανά την εμφάνιση του για να "επαληθεύσει" τις διδασκαλίες του.
11 Ηρόδοτος (4.13,14,15): «θα γράψω τώρα μιαν ιστορία που άκουσα για τον Αριστέα, στην Προκόννησο και στην Κύζικο. Ανήκε σε μια από τις πιο αριστοκρατικές οικογένειες της γενέτειρας του. Μια μέρα, μπαίνοντας στο εργαστήριο όπου λεύκαιναν τα ρούχα, έπεσε νεκρός. Ο λευκαντής έκλεισε αμέσως το εργαστήριο του κι έτρεξε να ειδοποιήσει τους συγγενείς του νεκρού. Όμως όταν άρχισε να διαδίδεται η είδηση του θανάτου του Αριστέα, ένας άνδρας που μόλις είχε φτάσει από την Κύζικο διέψευσε τη φήμη ισχυριζόμενος ότι τον είχε συναντήσει να πηγαίνει προς την Κύζικο και μάλιστα ότι είχαν πιάσει κουβέντα. Στο μεταξύ οι συγγενείς του Αριστέα μαζί με όλα τα απαραίτητα πήγαν στο βαφείο να πάρουν το νεκρό. Όμως σαν άνοιξαν την πόρτα δεν τον είδαν, ούτε νεκρό ούτε ζωντανό. Ύστερα από εφτά χρόνια ο Αριστέας εμφανίστηκε στην Προκόννησο και έγραψε το έπος Άριμάσπαια" και εξαφανίστηκε για δεύτερη φορά.
θα προσθέσω κάτι που ξέρω ότι συνέβη στους Μεταποντίνους της Ιταλίας διακόσια σαράντα χρόνια μετά τη δεύτερη εξαφάνιση του Αριστέα. Οι Μεταποντίνοι ισχυρίζονται ότι ο Αριστέας παρουσιάστηκε και τους είπε να στήσουν ένα βωμό του Απόλλωνα κι έναν αδριάντα με την επιγραφή Αριστέας ο Προκοννήσιος". Τους τόνισε ότι ήσαν ο μόνος λαός της Ιταλίας που είχε επισκεφτεί ο Απόλλωνας και ότι ο ίδιος είχε συνοδεύσει τον θεό μεταμορφωμένος σε κόρακα. Οι Μεταπό-ντιοι έστειλαν αντιπροσωπεία στους Δελφούς να ρωτήσουν τι σήμαινε εκείνη η οπτασία και η Πυθία τους είπε να κάνουν ό,τι τους συμβούλεψε...»
12 Κλαζομένιος: ο Ερμότιμος, που "η ψυχή του ταξίδευε από το ένα μέρος στο άλλο και παρατηρούσε γεγονότα σε μακρυνούς τόπους, ενόσω το σώμα του βρισκόταν άψυχο στο σπίτι του". (Ε.Κ. ΟοοΜβ, "Οι Ελληνες και το Παράλογο")
13 Ο Κλεομήδης αναφέρεται από τον Πλούταρχο (Ρωμύλος, 28). Ο Κέλσος υπαινίσσεται ότι παρόμοιες μεθόδους εξαφάνισης κλπ. με κείνες του Κλεομήδη θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει και ο Ιησούς.
14 Εδώ ο Ωριγένης ανασκευάζει τα περί καταγωγής των Ιουδαίων: • «Εβραίων γαρ και διάλεκτος πάτριος προ της εις Αΐγυπτον αυτών καθόδου ην, κάί Εβραϊκά γράμματα ετέρα παρά τα Αιγυπτίων...»
15 Ηρόδοτος 4.36
16 Ο Ωριγένης αντιτείνει εδώ ότι είναι αδύνατο να υπάρχει άνθρωπος αναμάρτητος.
17 "Το μακάριο και άφθαρτο ον ούτε το ίδιο γνωρίζει ενοχλήσεις ούτε σε άλλους προξενεί ενοχλήσεις, ώστε δεν επηρεάζεται ούτε από θυμούς ούτε από ευχαριστίες. Γιατί όλα αυτά είναι γνωρίσματα αδύνατου όντος." (Επίκουρος Κνριαι Αόξαι 1)
18 Δεν έχει σωθεί αυτός ο διάλογος, ο οποίος μάλιστα αναφέρεται από πατέρες της εκκλησίας όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και ο Ιερώνυμος.
19 Ο Κέλσος αναπτύσσει με εύληπτο τρόπο τις πλατωνικές θέσεις που εκφράζονται στον Τίμαιο (69ο, 81 ά).
20 Πλάτων Πολιτεία 379.
21 Ο Κέλσος, αναφερόμενος στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους το 135 μ.Χ. (ίσως και στην πρώτη καταστροφή, επί Τίτου, το 70 μ.Χ.) θέλει να αντιπαραβάλει τη δύναμη της Ρώμης, που εκδηλώθηκε με την καταστροφή του Ναού, και την αδυναμία του χριστιανικού θεού που αντανακλάται στο θάνατο του Ιησού.
22 Στο σημείο αυτό ο Ωριγένης -για τέταρτη ή πέμπτη φορά-"ξεσκεπάζει" τον Κέλσο ως Επικούρειο: "οϊ’ εται... ήδη σαφέστερον Έπικουρίζων."
23 Ευριπίδης Φοίνισες (546).
24 Ηρόδοτος (2.73).
25 Ηρόδοτος 2.18
26 Ηρόδοτος 3.38
27 Άποσυοκεφαλούσας: δεν διευκρινίζεται αν αποκεφαλίζεται κανείς ή όχι. Ως μοναδικό κείμενο στο οποίο απαντάται το ρήμα, αναφέρεται ο Αληθής Λόγος (βλ. 1,\άάκ\ - θοοίΐ)
28 Πλάτων Επιστ. 7.341
29 Πλάτων Επίστ. 7.342 Α,Β
30 Πλάτων Νόμοι 715 Ε
31 Πλάτων Νόμοι 743 Α
32 Επιστ. 2.312
33 Πλάτων Φαιδρός 247 Γ’
34 Ο Κέλσος αναφέρεται στις Γνωστικές Χριστιανικές αιρέσεις, που ταύτιζαν τον θεό της Παλαιάς Διαθήκης με κάποιον υποδεέστερο άγγελο. Ο Ωριγένης υποστηρίζει ότι το διάγραμμα ανήκε στην αίρεση των Οφιανών.
35 Ο Κέλσος έχει κατά νου την πολεμική μιας μερίδας των Χριστιανών, των λεγόμενων Μαρκιωνιστών, ενάντια στον "αλλοπρόσαλλο" θεό της Παλαιάς Διαθήκης (Βλ. Τερτυλιανός, Κατά Μαρκίωνος, 1-3). Προφανώς τους συγχέει με άλλες χριστιανικές κοινότητες που εύκολα αναπροσάρμοζαν τις απόψεις τους προκειμένου να καθησυχάζουν τους Εβραίους κατά περίσταση, ενώ στην πραγματικότητα, για να νομιμοποιήσουν τη διάσταση ανάμεσα στον ιουδαϊκό νόμο και τη χριστιανική πρακτική, υποστήριζαν ότι ο θεός των Ιουδαίων και ο θεός των Χριστιανών ήταν δύο διαφορετικές οντότητες... Γενικά, την εποχή εκείνη ήταν σχεδόν αδύνατο να βγάλει κανείς νόημα μέσα από την πληθώρα των διαφόρων αιρέσεων.
36 Η ιδέα ότι οι μάγοι ήσαν άτομα διεφθαρμένα, είναι αρκετά διαδεδομένη: βλ. Πλωτίνος Εννεάδες 4.4.43-44 και Πορφύριος Περί τον Πλωτίνου Βίος, 10 (εκδ. Ακαδημίας Αθηνών).
37 Ιλιάδα, 1.590 και 15.18-24
38 έμπνεϊν: στην αρχαία γλώσσα διαφαίνεται τόσο η ηχητική και η μορφική όσο και η νοηματική συγγένεια ανάμεσα στο ουσιαστικό "πνεύμα" και τα ρήματα που το συνοδεύουν. Ας μην ξεχνούμε ότι το νόημα του ουσιαστικού είναι διττό· σημαίνει δηλαδή αναλόγως το "πνεύμα" ή το στοιχείο του αέρα.
39 Οδύσσεια, 4 στ. 563
40 Πλάτων Φαίδων 109 Α,Β
41 Φάσις: ποταμός που χώριζε την Μ. Ασία από την Κολχίδα, και ομώνυμη πόλη στις εκβολές του στη Μαύρη θάλασσα. (Από εκεί προέρχεται και η ονομασία των φασιανών).
42 Είδωλο: εικόνα, ομοίωμα, αυλή μορφή, φάντασμα. Στα χριστιανικά κείμενα (Παύλος Επιστ. προς Κορινθίους Α, ιβ’ , 2) η λέξη απόκτησε τη σημασία του ομοιώματος ή αγάλματος θεού. Η λέξη "ειδωλολάτρης" είναι χριστιανικής επινόησης (Παύλος Επιστ. προς Κο-ρινθ. Α, ε’ , 10).
43 Επίκουρος (παρά Πλουτ. 2): Ακατονόμαστος = ανώνυμος
44 Σήρες ονομάζονταν οι Κινέζοι, από το σηρ που σήμαινε τον μεταξοσκώληκα, αλλά και Σίναι. Ήσαν από τότε γνωστοί στους Έλληνες ως λαός "πράος, αγαθός, την ευζωίαν επιδιώκων, απομονούμενος δε και την συγκοινωνίαν μετ’ άλλων λαών αποφεύγων". Ο Πτολεμαίος (Β’ αιώνας μ.Χ.) δίνει γεωγραφικά στοιχεία για την Κίνα, ενώ ο Αμμιανός Μαρκελίνος (Δ’ μ.Χ. αιώνας) μνημονεύει το Κινεζικό Τεί
45 Ο Ωριγένης δεν μπορεί να εντοπίσει την αναφορά του Κέλσου και παραπέμπει στο απορρητικό "Γραφικόν".
46 Από την απάντηση του Ωριγένη, "Αγαθόν δ’ είναι φαμεν και το μη φιλοζωεϊν", που σημαίνει, "ισχυριζόμαστε ότι και το να μην αγαπούμε τη ζωή καλό είναι", συνάγεται το σχόλιο του Κ., ότι οι Χριστιανοί "δείχνουν ότι δεν αγαπούν τη ζωή".
47 Ιλιάδα 2.205
48 Ο Κέλσος διαψεύστηκε οικτρά: οι "Βάρβαροι" (ο Αλάριχος και οι Γότθοι συγκεκριμένα), ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό αμέσως μόλις πέρασαν στα εδάφη της αυτοκρατορίας και ως νεοφώτιστοι Χριστιανοί, με την προτροπή φανατικών καλόγερων κατέστρεψαν ό,τι Ελληνικό μνημείο ή έργο τέχνης βρέθηκε στο διάβα τους, λίγα χρόνια προτού πατήσουν τη Ρώμη, όπου επιδόθηκαν σε σφαγές και λεηλασίες, αφήνοντας απείραχτους τους χριστιανικούς ναούς.



Ο ΑΛΗΘΗΣ ΛΟΓΟΣ" ΤΟΥ ΚΕΛΣΟΥ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΕΤΡΟ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΟΤΡ. Η ΜΑΚΕΤΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ Γ. ΑΒΡΑΜΙΔΗ. ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΟΥ 1996 ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΣΤΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΆΙΘΟΓΡΑΦΙΑΣ" ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ, ΣΕ 2000 ΑΝΤΙΤΥΠΑ.



ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ


Σε αυτή την μικρή ενότητα θα παρατεθούν αποσπασματικά ορισμένες από τις θέσεις του προλόγου του βιβλίου «Κέλσος, Αληθής Λόγος» ώστε να παρουσιαστούν γενικά μερικές απόψεις που απαντώνται σε άλλους αρνητές ή νεοΕθνικούς, που αντιμετωπίζουν τον Χριστιανισμό με μια ατυχή, θα μπορούσε κανείς να πει, τάση «υπεροχής», σχολιαζόμενα σε μικρό μέρος από τον Ανώνυμο Απολογητή.


«Ο Αληθής Λόγος είναι έργο υπεράσπισης του Ελληνισμού. Ο Κέλσος, εκλεκτικός φιλόσοφος της ύστερης αρχαιότητας, αντλώντας επιχειρήματα από το οπλοστάσιο της Ελληνικής Φιλοσοφίας, από την Ιστορία και τη θρησκειολογία, δίνει την Ελληνική απάντηση σε ένα δόγμα που το θεωρεί προϊόν βάρβαρης και απολίτιστης σκέψης. Ο Αληθής Λόγος, με το αδιάβλητο κύρος του αρχαιοελληνικού λόγου, έρχεται να ανατρέψει τους μύθους περί "ελληνοχριστιανισμού", καταδεικνύοντας με έμφαση το χάσμα ανάμεσα στο Ελληνικό Πνεύμα και τον Χριστιανισμό».
 Είναι άξιο απορίας γιατί ο προλογιζόμενος διαβλέπει ως άτοπο τον «ελληνοχριστιανισμό» ενώ παρακάτω συνεχίζει…

«Όπως και να ’ χει όμως, από τον Κέλσο και μετά, κι ίσως με αφορμή αυτόν, οι Χριστιανοί Απολογητές στάθηκαν ικανοί να διατυπώνουν θέσεις δανειζόμενοι από το οπλοστάσιο της Ελληνικής Φιλοσοφίας όποιο επιχείρημα φαινόταν να τις στηρίζει -περίπου όπως, για να χτιστούν αργότερα χριστιανικοί ναοί, χρησιμοποιήθηκαν θραύσματα των αρχαίων ελληνικών. Έτσι άρχισε ο λόγος τους να αποκτά μιαν -έστω και επίπλαστη- εγκυρότητα και οι ίδιοι ερείσματα ανάμεσα στα στρώματα των μορφωμένων που μέχρι τότε απεχθάνονταν ή τουλάχιστον δεν συμμερίζονταν την ιουδαϊκού τύπου θρησκευτική τρομολαγνεία και μισαλλοδοξία και τον ιδιότυπο ρατσισμό (ή αλλιώς, την "αποκλειστικότητα") των Χριστιανών -γνωρίσματα «επιτρεπτά» τότε για τους Εβραίους, που αποτελούσαν αρχαίο έθνος με δικές του παραδόσεις, αλλά πρωτόγνωρο και απαράδεκτο να τα εκδηλώνει μη εβραίος πολίτης».
 Είναι επίσης γνωστό πολύ καλά πλέον, ότι κι οι Έλληνες έγιναν απολογητές για χάρη του Χριστού, ενώ ουδέποτε υπήρξαν πολέμιοί Του ενώ οι δύο παρουσιαζόμενοι στον πρόλογο του βιβλίου αυτού πολέμιοι, φιλόσοφοι Κέλσος και Πορφύριος, δεν ήσαν τουλάχιστον εκ καταγωγής Έλληνες· αυτό διαφαίνεται από τα ίδια τα επιχειρήματά τους, που δεν δείχνουν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την προστασία της Ελληνικής θρησκείας ή της Ελληνικής σκέψης εφόσον λ.χ. του Κέλσου πρωταρχικός σκοπός είναι η παρακίνηση των Χριστιανών στην αποδοχή της εξουσίας του ρωμαίου Λατίνου αυτοκράτορα κι ο φόβος μη τυχόν και το ρωμαϊκό κράτος καταρρεύσει· του δε Σημίτη Πορφύριου (Μάλχου) είναι πασίγνωστο ότι, αν και τον Ιησού αποδέχεται ως μέγα θρησκευτικό κι ηθικό διδάσκαλο, εντούτοις κινεί ουρανό και γη για να αποδείξει ότι Αυτός δεν υπήρξε Θεός. Μέσα από μια τέτοια αποδοχή, του Ιησού δηλαδή ως Θεού, φοβάται τη διασάλευση της Ιουδαϊκής θρησκείας, εφόσον σε αυτήν μόνο διαβλέπει τον Αληθινό Θεό, στο πρόσωπο του «Γιαχβέ» της Παλαιάς Διαθήκης· Πατρός του Ιησού Χριστού για τους Χριστιανούς.

«Διαβάζοντας όμως τον Αληθή Λόγο, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι ο Κέλσος αβασάνιστα, σχεδόν εκ των προτέρων, αποδέχεται ο,τιδήποτε το Ελληνικό και το περιβάλλει με κύρος -είτε για τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα πρόκειται είτε για τον Ηράκλειτο που είχε σταθεί επικριτικά απέναντι στους δύο. Το ότι είναι πλατωνιστής δεν τον εμποδίζει να διατυπώσει μια βασική θεολογική θέση του Επίκουρου ούτε να εκθειάζει τον σχεδόν σύγχρονο του στωικό Επίκτητο (λέγοντας μάλιστα γι’ αυτόν τον τελευταίο, απευθυνόμενος στους Χριστιανούς, «να, έναν τέτοιο σπουδαίο άνθρωπο θα άξιζε να είχατε για Χριστό»...)».
Έτσι λοιπόν, αυτός που συνέγραψε τον πρόλογο διαβλέπει σοφία στον Κέλσο, επειδή ο τελευταίος δεν εξετάζει αν τα δόγματα των Ελλήνων ήταν σοφά κι αληθινά. Απλά τον ενδιαφέρει ότι ο Κέλσος τα αποδέχεται ως τέτοια, έστω κι αν αλληλοσυγκρούονται μεταξύ τους. Τί μπορεί να πει κανείς για αυτόν τον δρόμο εύρεσης της αλήθειας του Υψίστου Θεού;
Για τις επιλογές του Κέλσου μεταξύ των Ελλήνων φιλοσόφων ας περάσει κανείς στην επόμενη ενότητα.


 «Εκλεκτικισμός: Την εποχή αυτή (Β’ μ.Χ. αιώνας) βασική επιδίωξη της φιλοσοφίας είναι να δώσει "πρακτικούς" κανόνες ηθικής για μια Τέχνη του Ζην (ars vivendi), και στην προσπάθεια τους αυτή οι φιλόσοφοι εύκολα παραμερίζουν τις δογματικές διαφορές παίρνοντας ελεύθερα ό,τι χρειάζονται από τις διάφορες σχολές».
Αντίθετα οι Χριστιανοί απολογητές που έπραξαν ανάλογα δεν είναι «εκλεκτικοί», αλλά απλώς, όπως παραπάνω ανέφερε, τα λόγια των Χριστιανών απέκτησαν μια «επίπλαστη εγκυρότητα». Και τί μας εμποδίζει δηλαδή να υποθέσουμε ότι «επίπλαστη εγκυρότητα» είναι αυτό που ο Κέλσος έχει, ενώ πραγματικοί εκλεκτικοί ως προς τις επιλογές που θα συμφωνούσαν με την μοναδική αλήθεια, δεν ήσαν άλλοι παρά οι Χριστιανοί Έλληνες απολογητές;

«Ο Κέλσος μεταφέρει για πρώτη φορά την πολεμική στο ιστορικό και φιλοσοφικό πεδίο, επιχειρώντας να δώσει μια όσο το δυνατό ολοκληρωμένη Ελληνική απάντηση σ’ ένα δόγμα που θεωρεί ότι προέρχεται από έναν δεισιδαίμονα και απολίτιστο λαό, ένα δόγμα που το θεωρεί προϊόν βάρβαρης σκέψης. Φυσικά δεν του διαφεύγει, μ’ όλη την περιφρόνηση του για το χαμηλό επίπεδο των συγχρόνων του Χριστιανών δασκάλων, ότι τη νέα θρησκεία, ήδη στα 170 μ.Χ., δεν μπορεί κανείς παρά να την πάρει στα σοβαρά, και ότι δεν έχει πια να κάνει με τις ολιγομελείς κοινότητες των "γραφικών" και αξιοπερίεργων τύπων του Α’ αιώνα.»
 Ουδέν σχόλιο

«Προϋπόθεση όμως για την ορθή ανάγνωση του Α.Λ. και για την εκτίμηση της αξίας του ως ιστορικής πηγής, θα ήταν να μην αποσπαστεί από το ιστορικό του πλαίσιο προκειμένου να αποτιμηθεί με σημερινά κριτήρια, οσοδήποτε επίκαιρη και αν είναι η επιχειρηματολογία του και από κάθε άποψη ευφυέστερη από κείνη της πλειονότητας των σημερινών θρησκευόμενων -Χριστιανών και μη. Ο αναγνώστης θα πρέπει, φερ’ ειπείν, να γνωρίζει ότι κίνητρο του Κέλσου δεν είναι τόσο το να κάνει τους Χριστιανούς να αλλαξοπιστήσουν, όσο να κλονίσει τη μισαλλοδοξία τους σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταδεχτούν και αυτοί να συστρατευτούν κατά των βαρβάρων εισβολέων, να πάψουν να διχάζουν την κοινωνία και να υπονομεύουν το πατριωτικό φρόνημα. «Τι νομίζετε», τους λέει, «ότι αν νικήσουν οι βάρβαροι θα απομείνει τίποτα, είτε από τη δική σας θρησκεία είτε από την αληθινή σοφία;» Παρά την ιδέα που έχει επικρατήσει, ο λόγος για τον οποίο ήσαν μισητοί οι Χριστιανοί δεν ήταν το πιστεύω τους καθαυτό (θα ήταν αδιανόητο κάτι τέτοιο σε μια κοινωνία όπου ανθούσαν ελεύθερα και δίχως αποκλεισμούς αναρίθμητες διαφορετικές λατρείες επηρεασμένες από την Ανατολή, που πρέσβευαν τα πιο απίθανα πράγματα). Ο κύριος λόγος ήταν ότι σε μιαν εποχή όπου η αυτοκρατορία δεχόταν για πρώτη φορά βαρβαρικές εισβολές (δεύτερο μισό του Β’ αιώνα) και το πατριωτικό αίσθημα των πολιτών της βρισκόταν σε έξαρση, οι Χριστιανοί δίχαζαν την κοινωνία σε θρησκευτική βάση: όχι μόνο παραμελούσαν τα πολιτικά τους καθήκοντα αρνούμενοι να υπηρετήσουν στις κρατικές υπηρεσίες και στο στρατό*, όχι μόνο εκδήλωναν απείθεια στους νόμους και έλλειψη πατριωτισμού, αλλά συγκροτούσαν με αμείλικτη πειθαρχία δικό τους κράτος εν κρατεί οικονομικά ανεξάρτητο και αυτοδύναμο -την εκκλησία. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Κέλσος, προς το τέλος του Αληθούς Λόγου, τους καλεί να συστρατευτούν και να δείξουν νομιμοφροσύνη στον αυτοκράτορα»
 Ευφυέστερη των σημερινών θρησκευομένων η επιχειρηματολογία του Κέλσου; Με ποιό κριτήριο άραγε;
Αφού λοιπόν ανθούσαν ελεύθερα οι διάφορες λατρείες, γιατί έπρεπε οπωσδήποτε οι Χριστιανοί να αποδεχτούν τον αυτοκράτορα ως θεό και να ορκιστούν σε εκείνον; Δεν έφτανε στο κράτος να σεβαστεί τους Χριστιανούς και να φτιάξει ειδικές μονάδες Χριστιανών, αν ήθελε τους βάρβαρους να αντιμετωπίσει;
Μα και πάλι όλα αυτά τα επιχειρήματα που κι οι ρωμαίοι αυτοκράτορες υποστήριξαν κι αυτός ο νεότερος Γίββωνας το ίδιο, δεν είναι καθόλου υπεράνω κριτικής. Διότι οι Χριστιανοί, αν σκεφτεί κανείς με τα σημερινά δεδομένα (2003), αποτέλεσαν τους μοναδικούς θα έλεγε άνετα κανείς, πραγματικούς πιστούς που εννόησαν, όσο κι αν χαρακτηρίζονται απλοϊκοί, την έννοια του θείου κι επέδειξαν την μέγιστη ευλάβεια προς αυτή την έννοια. Διότι με σημερινά κριτήρια θα φάνταζαν ως γυναίκες, παιδιά κι άνδρες που αν κι έστω άοπλοι, δεν καταδέχτηκαν ποτέ να σκύψουν το κεφάλι σε ισχυρούς άνδρες, ως εκείνων της σημερινής ηγεσίας των Η.Π.Α. κι της πλανηταρχίας της· γεγονός που χρήζει ακόμη περισσότερου θαυμασμού, αν σκεφτεί κανείς τη νίκη τους μέσα από μια άοπλη αντίσταση. Αντίθετα οι παγανιστές σήμερα θα φάνταζαν σαν όλους εκείνους, που σε υποδούλωση έχουν αμέσως δώσει εαυτούς προς την κάθε επίγεια κι ανώτερη εξουσία, εξευτελιζόμενοι οι ίδιοι, οι θεοί τους και τα «φιλοσοφικά» τους ιδανικά, απλά και μόνο από φόβο, μη χαθεί το κατεστημένο συμφέρον τους από τους «πλανητάρχες» Ρωμαίους. Τέτοιοι ήσαν οι θεοί τους κι έτσι κατάντησαν πνευματικά κι ηθικά υπόδουλοι οι παγανιστές στην πλανηταρχία της Ρώμης.
Για τους Χριστιανούς μόνο θαυμασμό μπορεί ο γράφων να έχει, γιατί μπρος σε όλες τις απειλές του κατεστημένου και των ισχυρών, έμειναν ανεξάρτητοι κι ελεύθεροι και με πραγματική ψυχική και σωματική ανδρεία, περισσότερη κι από εκείνη των Ομηρικών επών, δέχτηκαν να πεθάνουν για τα ψηλά ιδανικά τους. Άλλωστε εδώ είναι ο θαυμασμός …κανείς δεν τους εξανάγκασε να πεθάνουν αλλά μόνοι τους αναγνώρισαν κι εννόησαν την ιδιαίτερα υψηλή σημασία του θείου, αφήνοντας τις ψυχές αυτών στην Πρόνοια του Θεού τους.

«Ξεφεύγει από τα όρια του προλόγου μας μια πιο ολοκληρωμένη εξέταση των αιτίων της λαϊκής αντίδρασης στους Χριστιανούς του Β’ αιώνα, που πυροδοτούσε τους τοπικούς διωγμούς -που δεν ταυτίζονταν πάντα με τους αυτοκρατορικούς και είχαν ιδιαίτερο κάθε φορά χαρακτήρα. Συνοπτικά μπορούμε να σημειώσουμε ότι η στάση των Χριστιανών όπως περιγράφτηκε παραπάνω σε συνδυασμό με το πνεύμα αυτοθυσίας που τους διακατείχε, τους καθιστούσε εύκολους στόχους και αποδιοπομπαίους τράγους που πάνω τους ξεσπούσε η λαϊκή δυσφορία και ανασφάλεια: κάποιοι "έφταιγαν" για την πανώλη που αποδεκάτισε την αυτοκρατορία στη δεκαετία του ’ 70, για τους σεισμούς στην Κύζικο, τους λιμούς, τις εισβολές, ακόμη και την αναβροχιά κοντά στις λοιπές "θεομηνίες". Οι μάζες, επηρεασμένες ως ένα βαθμό και από τα εθνικά τους ιερατεία -που έβλεπαν τους Χριστιανούς επισκόπους μες στο δικό τους κράτος εν κρατεί να συγκεντρώνουν πλούτο και συνεπώς δύναμη επιβολής- κατά καιρούς στρέφονταν ενάντια στη χριστιανική "αθεΐα" που τη θεωρούσαν αιτία της μήνης των θεών. Όπως πάντα λοιπόν, η λαϊκή αντίδραση δεν είχε να κάνει με φιλοσοφικού τύπου αντιρρήσεις...»
 Ουδέν σχόλιο.

Σε μια εποχή όπου η μαγεία και η αστρολογία έκαναν θραύση μέσα στα λαϊκά στρώματα, κοινός τόπος των Εθνικών διανοουμένων που αποτελούσαν την οπισθοφυλακή του Ορθού Λόγου, ήταν η περιφρόνηση απέναντι στην άλογη πίστη, περιφρόνηση που εκδηλώνεται και στην αντιπαράθεση με τον χριστιανισμό.. «Αν είχε ζητηθεί από κάποιον καλλιεργημένο εθνικό του δεύτερου αιώνα να διατυπώσει με λίγες λέξεις τη διαφορά ανάμεσα στη δική του άποψη περί ζωής και τη χριστιανική, ίσως απαντούσε ότι πρόκειται για τη διαφορά ανάμεσα στον λογισμόν και την πίστην, ανάμεσα στην έλλογη πεποίθηση και στην τυφλή πίστη. Για κείνους που ανατράφηκαν με την κλασική Ελληνική φιλοσοφία, η πίστις σήμαινε την χαμηλότερη βαθμίδα της γνωστικής λειτουργίας: ήταν η πνευματική κατάσταση των απαίδευτων, που πίστευαν σε διαδόσεις χωρίς να είναι σε θέση να στηρίξουν την πεποίθηση τους... Και εκείνο που εξέπλησσε όλους τους εθνικούς παρατηρητές, τον Λουκιανό και τον Γαληνό, τον Κέλσο και τον Μάρκο Αυρήλιο, ήταν η απόλυτη εμπιστοσύνη των χριστιανών σ’ έναν αναπόδεικτο ισχυρισμό -η θέληση τους να πεθάνουν για κάτι που δεν μπορεί να αποδειχτεί (...) Για τον Κέλσο οι Χριστιανοί είναι οι εχθροί της επιστήμης: μοιάζουν με τους κομπογιανίτες που φωνάζουν εναντίον των γιατρών, αφού λένε ότι η γνώση είναι κακή για την υγεία της ψυχής. Αργότερα ο Πορφύριος φαίνεται να κατηγορεί με τον ίδιο τρόπο μιαν "άλογη και αβασάνιστη πίστην", ενώ ο Ιουλιανός αναφωνεί, «αν υπάρχει τίποτε στη φιλοσοφία σας εκτός από μια λέξη: "Πίστευε!"»
 Τώρα άξιο απορίας είναι πως η Χριστιανική πίστη με ολάκερο Χριστό που πάτησε το πόδι του στη Γη κι Αναστήθηκε είναι αυταπόδεικτη, άλογη και σκέτη «πίστη» άνευ λογισμού και δεν είναι λόγου χάρη «πίστη άλογη» εκείνη κατά την οποία οι ψυχές μετεμψυχώνονται κάθε 30.000 χρόνια ή εκείνη σύμφωνα με την οποία οι θεοί δεν υπάρχουν, ότι οι θεοί είναι τα άστρα, ότι οι θεοί είναι η ύλη, ότι οι θεοί μένουν στον Όλυμπο, ότι οι θεοί είναι ο ύψιστος που ποτέ κανένας δεν απάντησε πέρα της νόησής του, ότι ο ήλιος είναι η έκφανση του θεού κ.α. πολλά των πολυθεϊστών δόγματα. Αστειότητες. Ας προστεθεί εδώ ότι, ο Υπάρχων Χριστιανικός Θεός αποδεικνύει την Παρουσία Του καθημερινά σε όσους Τον αγαπούν ειλικρινά και Τον έχουνε ανάγκη. Αυτό αλήθεια κι αν είναι «αυταπόδεικτο».

Η οικειοποίηση της Ελληνικής φιλοσοφίας από τους Χριστιανούς ύστερα από μια περίοδο εχθρότητας και δισταγμών -η εγκυρότητα, τα κίνητρα κι οι σκοπιμότητες που την υπαγόρευσαν, η ούτως ή άλλως αναγκαστική χρήση της Ελληνικής γλώσσας που ήταν αλληλένδετη με την Ελληνική παιδεία: όλα μαζί αποτελούν ένα ευρύ και πολυσύνθετο πεδίο έρευνας και ανεξάντλητη πηγή διαφωνιών και μιας διαμάχης που κατά τα φαινόμενα δεν θα πάψει ποτέ. Και το ερώτημα, κάθε άλλο παρά ακαδημαϊκό, θα παραμένει: υπήρξε η επικράτηση του Χριστιανισμού μια ομαλή μετεξέλιξη του ελληνικού πολιτισμού ή δεν ήταν ο Χριστιανισμός παρά ένα ιουδαϊκό "μίασμα" που διέλυσε τον ελληνισμό και στη συνέχεια βύθισε την Ευρώπη σε ένα σκοτάδι που βάσταξε αιώνες; Οποιαδήποτε σοβαρή τοποθέτηση, ακόμα και εκείνη που θα θεωρούσε εσφαλμένο το παραπάνω ερώτημα, προϋποθέτει ένα συνεκτικό ορισμό της έννοιας "Ελληνισμός". Τι ήταν αυτό που "χάθηκε" τότε; Για ποιους είχε αξία; Και αν οι αξίες του ήταν διαχρονικές, τι ρόλο παίζουν στο σύγχρονο κόσμο; Μια σοβαρή τοποθέτηση προϋποθέτει, πάνω απ’ όλα, σεβασμό προς την αλήθεια και καθαρή ιστορική ματιά, απαλλαγμένη από την ανάγκη επαλήθευσης ή τεκμηρίωσης προκατασκευασμένων ιδεολογημάτων
 Ο Χριστιανισμός υπήρξε η ολοκλήρωση του Ελληνισμού· κατά τον γράφοντα ο Ελληνισμός δεν υπήρξε τίποτα άλλο πέρα της ειλικρινούς αναζήτησης της Αλήθειας. Έτσι ο Ελληνισμός ολοκληρώθηκε από την Αλήθεια του Χριστού και κάθε αναζήτηση έπαψε περί της αλήθειας του Θείου Όντος, έστω κι αν συνεχίστηκε στο Χριστιανισμό προς ποικίλες κατευθύνσεις, όπως λόγου χάρη στον αντιαιρετικό αγώνα.
Η αναζήτηση λοιπόν ανήκε στον Ελληνισμό, όσο ο τελευταίος δε γνώριζε την αλήθεια και την έψαχνε· όταν όμως η αλήθεια συναντά τον ερευνητή τότε η αναζήτηση παύει κι ο αναζητητής παραμένει πολλές φορές ευχαριστημένος. Τώρα, αν κάποιος συνεχίζει να αναζητεί, έστω κι αν η αλήθεια αποκαλύφτηκε, ένα μόνο μπορεί να σημαίνει: ότι σκοπό κανένα η αναζήτησή του δεν μπορεί να έχει και τέτοια αναζήτηση ελληνισμός δεν μπορεί να είναι, ιδίως όταν πολλές φορές γίνονται δογματικές οπισθοδρομήσεις πάνω στην έρευνα, σαν αυτές που επιφέρει ο νεοπαγανισμός.
Στον Χριστό σίγουρα τελείωσε για τους Χριστιανούς η έρευνα του Θείου Όντος και γι’ αυτό οι αλήθειες κι οι αξίες Του είναι και διαχρονικές και παίζουν και μεγάλο ρόλο σαν μερικές των Ελλήνων τον καιρό που αναζητούσαν. Βέβαια η επιστήμη έχει το δικό της δρόμο κι οφείλει να τον συνεχίσει, διότι κι αυτή στο τέλος το θείο Ον θα συναντήσει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.


ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ


Ας μην διαφεύγει στον μέσο αναγνώστη του Αληθή Λόγου του Κέλσου ότι:

01. Ο Κέλσος είτε συνειδητά είτε από λάθος πληροφόρηση, δεν παρουσιάζει ολοκληρωτικά και ξεκαθαρισμένα τις διηγήσεις της Αγίας Γραφής. Αν έπραττε κάτι τέτοιο θα είχε δώσει απαντήσεις μόνος του σε πολλά από τα ερωτήματα και τις αμφισβητήσεις που ο ίδιος θέτει γύρω από τη ζωή του Ιησού Χριστού.
02. Ο Κέλσος προσπαθεί πολλές φορές, με αυτές τις ημιτελείς περί του Χριστιανισμού ειδήσεις, να αναγάγει τη Χριστιανική θρησκεία όμοια κι επίπεδη με άλλες αρχαιότερες όπως π.χ. με εκείνη την αρχαία Ελληνική, θέλοντας ίσως με αυτό τον τρόπο να τη μειώσει δια μέσω ενός συγκρητισμού. Αυτή η τακτική του θα πρέπει περισσότερο να απασχολεί τους σύγχρονους ακόλουθους της αρχαίας Εθνικής θρησκείας, παρά τους Χριστιανούς· πρώτον, γιατί από όσο καταφαίνεται ο Κέλσος ως φιλόσοφος λίγο έχει να κάνει με την αρχαία ελληνική θρησκεία*, αφού πολλές φορές δεν πιστεύει σε αρκετά της δρώμενα· δεύτερον, διότι η Χριστιανική θρησκεία δεν μπορεί να αναχθεί στο επίπεδο της αρχαίας για τους λόγους που σε αυτήν την εργασία καταφαίνονται.
(*Συγκεκριμένα, από την αρχαία θρησκεία χλευάζεται η θεία γέννηση ηρώων ως ο Περσέας, Αμφίωνας, Αιακός και Μίνωας, υποστηρίζεται ότι τα αγάλματα είναι κατασκευάσματα φαύλων και πολλές φορές άδικων ανθρώπων, κατηγορείται ο Πυθαγόρας για παραδοξολογίες, ο Θησέας, ο Ηρακλής στο Ταίναρο χλευάζονται, κοροϊδεύονται οι Βακχίοι για φαντάσματα και τρομαχτικά πράγματα, ο διάλογος Παπίσκου κι Ιάσονα κ.α.)
03. Ο μέσος αναγνώστης, μέσα από τα επιχειρήματα του Κέλσου, μπορεί να αντλήσει τους λόγους για τους οποίους ο τελευταίος, αν και πολλές από τις αρχαίες θρησκευτικές συνήθειες τις θεωρεί αναξιόπιστες, τόσο θρησκευτικά όσο και λογικά, εντούτοις δεν τους επιτίθεται· αντίθετα επιτίθεται στη Χριστιανική θρησκεία. Αυτοί οι λόγοι δεν είναι ίσως άλλοι, από την προσπάθεια επανένταξης των Χριστιανών στην Ρωμαϊκή πολιτεία και τη στήριξη του αυτοκράτορα· όχι αποκλειστικά ένεκα της αγάπης του Κέλσου προς τον «Ελληνισμό». Η στήριξη της αυτοκρατορίας προωθείται μέσα από ένα συντηρητισμό προς τις αρχαίες συνήθειες του κράτους, πάνω στις οποίες αυτό ήταν θεμελιωμένο (ήρωες, θεοί, Αύγουστος). Αυτό μπορεί ακολούθως να εξηγηθεί, μόνο αν σκεφτεί κανείς την αιτία του ενδιαφέροντος του Κέλσου προς μια τέτοια καταύθυνση· κι αυτή η αιτία μπορεί να είναι το ότι ο Κέλσος ήταν ρωμαίος (Celsus) ή ενδιαφέρεται πολύ για το ρωμαϊκό κράτος, ώστε διαβλέπει στον Χριστιανισμό ένα εσωτερικό κίνδυνο ενάντια του.
04. Έργα σαν του Κέλσου, κατά την άποψη του γράφοντος, κακώς απαγορεύτηκαν και καταστράφηκαν σε παλαιότερες εποχές· τέτοια έργα δεν μπορούν να ακουμπήσουν τον Θεό Χριστό στο ελάχιστο. Επειδή μάλιστα Εκείνος αποφάσισε ότι ελεύθερα ο καθείς θα πρέπει να πιστεύει στο Πρόσωπό Του, τόσο ελεύθερα θα πρέπει να δέχεται ο καθείς και τον σκανδαλισμό για να τον ελέγξει και να στραφεί ή όχι στον Χριστό. Καλύτερα κανείς να στρέφεται ενεργά στον Τριαδικό Θεό παρά παθητικά. Πιο πιστός ο ενεργητικός παρά ο παθητικός άνθρωπος. Έργα λοιπόν σαν του Κέλσου, δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να αποδυναμώσουν την πίστη αλλά το μόνο που πετυχαίνουν είναι να τη δυναμώνουν και να τη γεννούν ακόμη και σε άτομα που δεν έχουν ταυτιστεί με κάποια θρησκευτική κατεύθυνση, αφού οι αμφιβολίες κι οι ενστάσεις ενάντια στη Χριστιανική θρησκεία, αποτελούν το καλύτερο και πιο ενδιαφέρον μέσο συνάντησης της τελειότητας και της αυτονομίας του Χριστιανικού Ορθόδοξου δόγματος έναντι άλλων θρησκευμάτων. Το Χριστιανικό Ορθόδοξο δόγμα δεν αποτελεί θρησκεία, παρότι χάρη κατανόησης αποκαλείται ωσαύτως· αντίθετα είναι Θείο σχέδιο το οποίο μέσα από τις ενστάσεις αποδεικνύει τη θεία του καταβολή, γέννηση κι ολοκλήρωση.
05. Όποιος κάθεται με τα χέρια δεμένα δεν μπορεί παρά να δέχεται τα φλογερά βέλη των απίστων και να πέφτει πνευματικά νεκρός, επειδή ο ίδιος είναι που δεν αντιδρά στα πλήγματα. Όμως ο Χριστός, μας έδωσε και μας δίνει κάθε μέρα όλα εκείνα τα εφόδια με τα οποία αρκεί μόνο θέληση, ώστε κενές σοφιστείες και ψάθινα βέλη ωσάν του Κέλσου να μη καταφέρνουν, όχι μόνο να μη διαπερνούν τη χρυσή ασπίδα της πίστεως, αλλά και να πίπτουν λυγισμένα ή σπασμένα κάτωθεν των ευαγγελικών υποδημάτων μας.
06. Προς Κορινθίους Α’ 1’ 26
07. Προς Κορινθίους Α’ 2’ 6 - 16
08. Προς Κορινθίους Α’ 3’ 18 - 23
09. Προς Κορινθίους Α ιβ’ 4 - 11
10. Κέλσος Απέσβετω και Λάλων Ύδωρ.


Ανώνυμος Πιστός & Απολογητής