ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ἡ μετά χεῖρας μελέτη μέ τόν τίτλο «Ὁ πνευματικός ἀγώνας κατά τήν Κλίμακα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου», ἀποτελεῖ ἀνεπτυγμένη μορφή ὁμότιτλης συνεπτυγμένης Ἀνακοινώσεώς μας στό Ι΄ Θεολογικό Συνέδριο τοῦ Μεταπτυχιακοῦ Φοιτητικοῦ Θεολογικοῦ Συνδέσμου τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τό ὁποῖο πραγματοποιήθηκε ἀπό 25-29 Ἰουνίου 2004 στή Χίο, ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσῶν κ. Διονυσίου .
Ὁ γενικός τίτλος τοῦ Συνεδρίου ἦτο «Ἡ ἔννοια τοῦ ἀγῶνα: Θεολογικές καί Φιλοσοφικές προσεγγίσεις», εἶχε δέ συνδιοργανωτές τή «Νομαρχιακή Αὐτοδιοίκηση καί Ν.Ε.Π. Χίου», καί τό «Ὁμήρειο Πνευματικό Κέντρο» τοῦ Δήμου Χίου, ἐνῶ πρόθυμοι χορηγοί αὐτοῦ ἦσαν ἡ «Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», τό «Ὑπουργεῖο Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων», ὁ «Δῆμος Χίου» καί οἱ κ.κ. Γεώργιος Ἁλμυρούδης, ἐπιχειρηματίας, καί Νικόλαος Φράγκος, ἐφοπλιστής, ἀμφότεροι ἔγκριτα μέλη τῆς κοινωνίας τῆς Χίου καί γνωστοί γιά τίς πρός τό νησί τους εὐεργεσίες «Μεγάλοι Εὐεργέτες».
Οἱ ἐργασίες τοῦ Συνεδρίου πραγματοποιήθηκαν στίς Αἴθουσες τοῦ «Ὁμηρείου Πνευματικοῦ Κέντρου» τοῦ Δήμου Χίου, ἔγιναν δέ 23 Εἰσηγήσεις-Ἀνακοινώσεις.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἡ Κλίμακα τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σίναΐτου (1) ἀποτελεῖ τό πολυτιμότερο βιβλίο μεταξύ τῶν ἀσκητικῶν βιβλίων καί τό πολυτιμότερο προϊόν τῆς ὁσιοτόκου καί ἁγιοτόκου Ἐρήμου καί κρίνεται ὡς ὑπερέχον βιβλίο (2) γιατί τό περιεχόμενό της ἀποτελεῖ καταγραφή ὅσων νοῦς καθαρός καί καρδιά φλεγόμενη ἀπό ἀγάπη πρός τόν Νυμφίο της Ἰησοῦ Χριστό καί φωτιζόμενη ἀπό τό φῶς αὐτῆς τῆς θείας ἀγάπης, καί μαρτύριο τῆς εὐσεβείας, ὑπογραμμός καί γνώμονας καί κανόνας γιά τήν ζωή ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Γιά τούς λόγους αὐτούς μάλιστα πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἄλλοι ἐκ τοῦ ἱεροῦ καταλόγου καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς ὑπομνημάτισαν ἤ ἑρμήνευσαν τό ἔξοχο αὐτό βιβλίο, τῆς ὄντως μεγάλης καί κατά Θεόν φωτισμένης διάνοιας, τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, μέ τελευταία μετάφραση καί ὑπομνηματισμό ἀπό τόν μακαριστό Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Κτητορικῆς Μονῆς τοῦ Παρακλήτου ἀρχιμ. Ἰγνάτιο Πουλοπάτη (+ 6-12-1978) (3).
Περί τῆς ἀξίας τοῦ Ἱεροῦ Βιβλίου τῆς Κλίμακος τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου καί τήν ἀπό αὐτό προερχόμενη ὠφέλεια ὄχι μόνον στούς μοναχούς ἀλλά καί σέ ὅλους τούς χριστιανούς, ὁ μεταφραστής αὐτοῦ « Ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς εἰς τήν κοινοτέραν τῶν καθ᾿ ἡμᾶς Ἑλλήνων διάλεκτον » Ἀρχιμανδρίτης Ἱερεμίας ὁ Σιναΐτης ὁ Κρής, ἀλλά καί ἐκδότης τῆς μεταφράσεώς του μέ τόν τίτλον « Ἡ Νέα Κλῖμαξ » Ἐν Βενετίᾳ 1774, στόν πρόλογό του ἔγραψε: « Ἀποδέξασθε, ἀδελφοί, εὐμενῶς καί ἀναγινώσκετε συνεχῶς, καί πάντως εὑρήσετε, ὅτι εἶναι ἡ ἄλλη τις ράβδος (=ἡ Κλῖμαξ) δι᾿ ἧς δύναται ὁ τῆς σωτηρίας ἑαυτοῦ ἐφιέμενος νά καταπλήξῃ τόν νοητόν Φαραώ (= τόν Διάβολον) καί νά καταστρέψῃ εἰς τό παντελές ὅλας τάς μηχανάς καί τούς πολέμους του. Μάννα καταγλυκαῖνον τάς πικρίας καί τά τῆς ἐλεεινῆς ἡμῶν ζωῆς βάσανα. Κιβωτός ἀπολυτροῦσα τούς εἰς τήν ἀνάγνωσιν αὐτῆς καταφεύγοντας, καί ἐλευθεροῦσα τοῦ καταποντισμοῦ τῶν ἁμαρτημάτων καἰ ποιοῦσα αὐτούς νά διαπλεύσουν ἀκινδύνως στά πολυτάραχα τοῦ βίου τούτου ὕδατα. Παράδεισος, ἐν ᾧ ἐνδιατρίβουσα πᾶσα φιλόθεος ψυχή, δύναται νά ἀποδρέψηται τά ἀθάνατα κάλλη τῆς ἀϊδίου μακαριότητος˙ καί τελευταῖον, εἷς σίφων οὐράνιος δυνάμενος νά ἀνασπάσηται τήν ψυχήν ἐκ τῆς τῶν ἁμαρτημάτων ἀβύσσου (ὥσπερ ἐκεῖνος τό ὕδωρ τοῦ θαλασσίου πυθμένος) καί νά τήν παραστήσῃ ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ κεκαθαρμένην ἀπό ὅλους τούς ρύπους της˙ τόσον γάρ πολλοί καί ποικίλλοι εἰσίν οἱ τρόποι καί τά πλήθη τῶν νοημάτων καί τῶν ἐν αὐτῇ ὑποθέσεων, δι'ὧν διορθοῦσι τόν ἔσω ἄνθρωπον καί ἔξω, ὅπου, δύναμαι εἰπεῖν, ὅτι εὐκολώτερόν ἐστι νά ἐξαριθμήσῃ τις τούς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ παρά να διηγηθῇ αὐτάς πρός ἀκρίβειαν.
»Διά τοῦτο θαρρούντως λέγω, ὅτι καθώς ὁ ἄρτος εἶναι τῷ σώματι πασῶν τῶν τροφῶν ἀναγκαιότερος, οὕτως ἔστι καί αὕτη τῷ ἐφιέμενῳ τῆς σωτηρίας αὐτοῦ ἀναγκαιοτέρα πολλῶν πατρικῶν ἄλλων βιβλίων, καί μᾶλλον σωτήριος, καί εἰπών, ὅτι ἐν τῷ μέσω τούτων αὕτη ἐπέχει τόν τόπον ὅν κέκτηται μεταξύ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων ἡ ὅρασις, ἐρῶ ἅπασαν τήν ἀλήθειαν˙ἐπειδή αὕτη ἐκδιηγεῖται τά πανάγια τοῦ Θεοῦ θελήματα πολύ ἐκείνων θαυμασιώτερον καί ἐναργέστερον, καί ἔστιν οὐ μόνον τοῖς μοναχοῖς ἀλλά καί τῆς κοσμικοῖς γνώμων κάλλιστος καί κανών ἀκριβέστερος, ὁδηγοῦσα ἅπαντας πρός τά καθήκοντα, καί φέρουσα τούς ἀναγιγνωσκοντας αὐτήν διά τῶν σοφῶν αὐτῆς διδαγμάτων εἰς τοσαύτην κατάνυξιν καί πένθος καί δάκρυα... Δέν εἶναι δυνατόν νά διηγηθῇ κατ᾿ ἀξίαν γλῶσσα ἀνθρώπινος τάς θαυμασίως αὐτῆς χάριτας, καί τάς οὐρανίους δωρεάς μέ τάς ὁποίας ἀμοίβεται τούς ἐραστάς αὐτῆς καί ἀναγνώστας˙ τοσοῦτον δέ ἔτι προστίθημι, ὅτι καθώς ὁ προφήτης ἐκεῖνος ἀνάστησε νεκρόν τόν υἱόν τῆς χήρας καί δέδωκεν αὐτῷ ζωήν (4), οὕτω καί αὕτη ἀνιστᾷ τήν νεκρωθεῖσαν ὑπό τῆς ἁμαρτίας ψυχήν καί δίδωσιν αὐτῇ ζωήν τήν αἰώνιον. Τοιγαροῦν, ὅστις διψᾶ τήν σωτηρίαν του ἄς δράμῃ εἰς τοῦτον τόν γλυκύτατον ποταμόν καί πάντως ἐμπλησθήσεται καί εὐφρανθήσεται, ὅτι τούτου τοῦ ποταμοῦ εἰσί τῷ ὄντι ἐκεῖνα τά ὁρμήματα τά ὁποῖα εὐφραίνουσι τήν πόλιν τοῦ Θεοῦ (5), τοὐτέστι τούς πιστούς ἅπαντας. Καί ἤδη ἀναλαβοῦσα τά χρυσᾶ ἔπη τοῦ Σειράχ, βοᾶ διαπρυσίως συγκαλοῦσα αὐτούς καί λέγουσα˙ Προσέλθετε πάντες οἱ ἐπιθυμοῦντές μου, καί ἀπό τῶν γεννημάτων ἐμπλήσθητε, ὅτι ἐσθιοντές με ἔτι πεινάσουσιν, καί οἱ πινόντές με ἔτι οὐ διψήσουσι, καί οἱ ὑπακούοντές μου οὐκ αἰσχυνθήσονται, καί οἱ ἐργαζόμενοι ἐν ἐμοί οὐχ ἁμαρτήσουσι» (6).
Βεβαίως, εἶναι γνωστό, ὅτι ἡ ἁμαρτία μεθᾶ τόν ἄνθρωπο σέ βαθμό παραισθήσεως καί τόν κάνει νά θεωρῆ τή σπίλωση τῆς ψυχῆς του καί τήν ἀξιοπρέπειά του ὡς χαρά, ξεχνώντας ὅτι ἡ μέθη τῆς ἁματρίας ἀπό τήν φύση της δέν προσφέρει πλησμονή καί δέν χαρίζει ἱκανοποίηση, γι᾿ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος δοκιμάζει ὡς καρπό της βδελυγμία γιά ὅσα νόμιζε ὅτι τοῦ προσέφεραν ἡδονή καί τέρψη ἤ ἀπαγοήτευση ἀπό τήν χιμαιρική ἀναζήτηση χαρᾶς ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει καί μένει ἀνικανοποίητος καί ὁδηγεῖται τίς περισσότερες φορές στήν καταστροφή καί τόν εὐτελισμό τῆς προσωπικότητός του.
Ἡ Κλίμακα, λοιπόν, ἔναντι αὐτοῦ τοῦ δράματος τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, ἔρχεται ὡς φιλάνθρωπη προσφορά καί ὑπόδειξη στόν ὁδοιπόρο τῆς ζωῆς τόν δρόμο καί τόν τρόπο τῆς μυστικῆς ἐκείνης ἀναβάσεως τοῦ ἀνθρώπου, διά τῆς ὁποίας αὐτός θά ἀποτοξινωθῆ ἀπό τόν μολυσμό τῆς ἁμαρτίας καί θά ἀπολαύση τήν ὄντως χαρά καί τήν γαλήνη τῆς ψυχῆς. Καί τοῦτο γιατί ἡ ἀξία τοῦ βιβλίου τῆς Κλίμακος καί ἡ μεγάλη καί βαθειά ἐπίδρασή του καταφαίνεται, ὅπως ἐλέχθη καί ἀνωτέρω, στίς πολλές της ἐκδόσεις καί τίς ἀναληφθεῖσες μεταφράσεις της διαμέσου τῶν αἰώνων. Ὅπως μάλιστα παρατηρεῖ ὁ ἀναγνώστης στό Προλογικό σημείωμα τῆς « Νέας Κλίμακος » τοῦ μεταφραστῆ καί ἐκδότη Σιναΐτη Ἀρχιμανδρίτη Ἱερεμία, ἡ Κλῖμαξ χαρακτηρίζεται ὡς « ράβδος δι᾿ ἧς δύναται ὁ τῆς σωτηρίας ἑαυτοῦ ἐφιέμενος νά καταπλήξη τόν νοητόν Φαραώ » (=τόν Διάβολο), « Μάννα καταγλυκαῖνον τάς πικρίας καί τά τῆς ἐλεεινῆς ἡμῶν ζωῆς βάσανα », « Κιβωτόν ἀπολυτροῦσαν », « Παράδεισον » καί « σίφωνα οὐράνιον δυνάμενον νά ἀνασπάσηται τήν ψυχήν ἐκ τῆς τῶν ἁμαρτημάτων ἀβύσσου καί νά τήν παραστήσῃ ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ κεκαθαρμένην ἀπό ὅλους τούς ρύπους της » .
Ἡ Κλίμακα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, εἶναι ὁ ξεναγός καί ὁ διερμηνέας πού μᾶς ὁδηγεῖ σέ περιήγηση στόν μυστικό κῆπο τῶν Ἀσκητῶν τῆς Ἐρήμου, τῶν Νηπτικῶν Πατέρων καί ἀνάλογα μέ τίς δυνατότητες πού ἔχει ὁ καθένας μας κόβει ὅ,τι ἐπιθυμεῖ ἀπό τόν «κῆπο τῶν χαρίτων» καί αὐτό τό πράττει μέ τήν βεβαιότητα ὅτι αὐτά πού θά συλλέξη θά τόν βοηθήσουν στόν δύσκολο πνευματικό του ἀγῶνα γιά νά μπορέση κάποτε νά περπατήση στόν εὐλογημένο δρόμο τῆς ἁγιότητος, νά πλημμυρίση τήν ψυχή του, τήν καρδιά του καί τό νοῦ του μέ τό θεῖο φῶς να τόν φωτίζη, νά τόν θερμαίνη καί νά τόν ἀλλοιώνη καί νά τοῦ δείχνη συνεχῶς τόν δρόμο τῆς μετανοίας πού δέν σταματᾶ ποτέ μέσα στήν Ἐκκλησία καί οὔτε φυσικά σ᾿ ὁλόκληρη τή ζωή μας.
Δέν εἶναι ὀρθό νά προφασιζόμαστε ὅτι ἐκεῖνοι πού ζοῦν μέσα στόν κόσμο καί εἶναι γεμάτοι ἀπό φροντίδες κοσμικές (οἰκογένεια, ἐργασία, ἐπιδιώξεις, καριέρα, ἀδυναμίες κ.λπ) δέν εἶναι δυνατόν νά φθάσουν στήν τελειότητα καί τήν ἀρετή. Ὅσοι ζοῦμε στόν κόσμο, τούς πειρασμούς του καί τό κυνήγι τῆς ἐπιτυχίας, νέοι ἤ ἡλικιωμένοι, δέν εἶναι ὀρθό νά λέμε τώρα εἶμαι νέος καί ἀγωνίζομαι νά ζήσω, ὅταν γεράσω θά φροντίσω καί γιά τήν ψυχή μου. Οὔτε ἡ νεότητα βλάπτει, οὔτε ἐμποδίζει, ἀλλά οὔτε καί ἡ μεγαλύτερη ἡλικία μᾶς ὠφελεῖ ὅταν μέσα στή ψυχή μας λείπει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Καί ποιός γνωρίζει ἄν καί πότε καί πῶς θά γεράση! Γι᾿ αὐτό, ὅπου ὑπάρχει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ σίγουρα ὑπάρχει καί ἡ φύλαξη τῶν ἐντολῶν Του. Καί ὅπου λειτουργεῖ ἡ παραφυλακή τῶν θείων ἐντολῶν, ἐκεῖ ὑπάρχει καί ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος καί ὅπου ὑπάρχει αὐτή ἡ καθαρότητα ἐκεῖ ἐνθρονίζεται καί βασιλεύει ὁ Νυμφίος τῆς καρδιᾶς κάθε ἀνθρώπου ὁ Χριστός, φωτίζων καί ἁγιάζων τόν ὅλον ἄνθρωπο, ψυχή καί σῶμα. Καί αὐτό εἶναι ἡ μυστική ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θέο καί τό πράγμα γίνεται εὔκολο ὄχι μόνον γιά τούς ἀσκητές τῆς Ἐρήμου ἀλλά καί γιά τούς ἀνθρώπους πού ζοῦν στόν κόσμο, γιά τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς.
Τά ὅσα ἀκολοθοῦν γιά τόν πνευματικό ἀγῶνα κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη, τόν ἐκ τοῦ βιβλίου αὐτοῦ λαβόντα καί τήν ἐπωνυμία « ὁ Κλίμακος » ἤ «ὁ τῆς Κλίμακος», εὔχομαι ὁλόψυχα νά γίνουν ἀφορμή ὥστε ἡ Κλίμακά του νά ἀποτελέση γιά ὅλους μας προσφιλές ἀνάγνωσμα, νά φωτισθοῦμε, ὅπως ἐκεῖνος ὁ ἱερός Πατήρ ἀπό τό ἀκήρατο φῶς τῆς θεογνωσίας, νά καθαρίσουμε τίς καρδιές μας ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά ἀντιδράσουμε κατά παντός ψυχοκτόνου κατακλυσμοῦ τῆς ἀσέβειας καί τῆς διαφθορᾶς πού ἀνελέητα στίς ἡμέρες μας εἰσορμοῦν ἀπειλητικά στίς ψυχές μας.
«Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ»
Ἄν ὁ ἀγώνας τῆς ἐπιβιώσεως ἄρχισε σκληρός καί ἀδυσώπητος γιά τό ἀνθρώπινο γένος, μετά τήν παρακοή, ἀφοῦ, κατά τή δίκαιη καί φιλάνθρωπη ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, «ἡ γῆ ἀνέτειλε ἀκάνθας καὶ τριβόλους» (7) καί ὁ Ἀδάμ θά ἔπρεπε νά τρώγη τόν ἄρτο του «ἐν λύπαις» (8) καί «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου» (9) του, ἡ ἐπιστροφή στήν προπτωτική ἀπάθεια καί ἡ μετοχή στήν ἄκτιστη καί αἰώνια δόξα τοῦ Τραδικοῦ Θεοῦ, ἡ κατά χάριν θέωση, γιά τήν ὁποία τόν προώριζε ἡ θεία ἀγάπη, ἔγινε δρόμος δύσβατος καί αἱματηρός, σπαρμένος μέ τίς ἄκανθες τῶν συμφύτων, πλέον, τῆς πεπτωκυίας ἀνθρωπίνης φύσεως παθῶν καί ναρκοθετημένος μέ τίς παγίδες καί τίς ἐνέδρες τῶν ληστῶν δαιμόνων.
«Εἰς τοῦτο ἡμᾶς πεποίηκεν ὁ Θεός», γράφει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, «ἵνα γενώμεθα θείας κοινωνοὶ φύσεως καὶ τῆς αὐτοῦ ἀϊδιότητος μέτοχοι, καὶ φανῶμεν αὐτῷ ὅμοιοι (10) κατὰ τὴν ἐκ χάριτος θέωσιν». (11) Στό σκοπό αὐτό, τόν ὁποῖο ματαίωσε ὁ πόθος τῆς ἰσοθεΐας καί ἡ παρακοή, ἀποβλέπει τό σχέδιο τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τά μέσα γιά τήν πραγμάτωση τῆς ὑψίστης αὐτῆς προοπτικῆς τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου τά παρέχει ἡ Ἐκκλησία μας, διά τῆς διδασκαλίας, τῆς ζωῆς καί τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων της, ἀπαιτεῖται, ὅμως, καί ἡ ἐλεύθερη βούληση καί ὁ προσωπικός ἀγώνας τῶν πιστῶν.
Στήν Ἁγία Γραφή καί στά πατερικά συγγράμματα ἡ ἔννοια τοῦ ἀγῶνος εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένη μέ τήν κατά Θεόν ζωή τοῦ πιστοῦ. Ἡ δεδομένη ἐμπαθής κατάσταση καί ἡ ροπή μας πρός τό κακό δημιουργεῖ τήν ἀναγκαιότητα τῆς πάλης κατά τῶν παθῶν, γιά τήν μεταποίησή τους σέ ἀρετές. Ἀγώνας, βεβαίως, δέν σημαίνει δυνατότητα αὐτοσωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστός καί μόνον ὁ Χριστός σώζει καί ἁγιάζει, ἀλλά ζητεῖ καί τήν ἀνθρώπινη συμβολή, μέ τήν πίστη, μέ τή συνειδητή συμμετοχή στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί μέ τήν αὐτοπροαίρετη καί συνεχῆ προσπάθεια βιώσεως τῶν Εὐαγγελικῶν ἐντολῶν. Χαρακτηριστικοί εἶναι οἱ λόγοι τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως», (12) «τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι...» (13), «Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς... δι᾿ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν». (14)
Στό βιβλίο «Κλῖμαξ», στό θαυμάσιο αὐτό ἀσκητικό σύγγραμμα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, πού κατέχει ἐξέχουσα θέση στήν ἀσκητική γραμματεία, εἶναι κυρίαρχη ἡ ἔννοια τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος. Ἡ συχνή χρήση, ἄλλωστε, τῶν ὅρων «πύκτης», «ἀθλητής», «πολεμιστής», «μάχαιρα», «ὅπλον», «ἀσπίς», «ξίφος», «ρομφαία», «τόξον», «βέλος» καί ὁ ὡραῖος τίτλος «Κλίμαξ» εἶναι ἐνδεικτικά τοῦ πῶς βιώνει ὁ Ὅσιος συγγραφέας -μοναχός ὁ ἴδιος- καί πῶς πραγματεύεται τά τῆς Μοναχικῆς Πολιτείας. Ἀπευθύνεται σέ μοναχούς, καί κυρίως σέ ὑποτακτικούς, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει, (15) ἀλλά ὄχι λιγώτερη ὠφέλεια ἔχει νά προσφέρη καί σέ κάθε συνειδητό καί ἀγωνιζόμενο Χριστιανό. Ὁ χαρακτηρισμός τῆς πορείας πρός τήν τελείωση, ὡς κλίμακος, δηλώνει ὅτι ὁ ἀγωνιστής, μοναχός ἤ κοσμικός, δέν κατακτᾶ ἐξ᾿ ἀρχῆς καί ἀκόπως τήν ἁγιότητα, ὅπως κανείς δέν μπορεῖ νά ἀνεβῆ διά μιᾶς μιά σκάλα, ἀλλά βαθμιαία καί σταδιακά, μέ ἰσόβιους μόχθους καί ὑπομονή, ἀρχίζοντας ἀπό τήν ἐκκοπή τῶν παθῶν καί καταλήγοντας στήν ἀπάθεια καί στίς ἐλλάμψεις τῶν ὑπερφυσικῶν χαρισμάτων. «Οὐδεὶς κλίμακα ὑφ᾿ ἕν ποτε ἀνελθεῖν δεδύνηται». (16) «Χρόνῳ καὶ ὑπομονῇ καὶ κατὰ μικρὸν τὰ εἰρημένα ἐν ἡμῖν προσγίνονται καὶ τελειοῦνται». (17)
Ὁ ἀγώνας ἤ ἄλλως ἡ πνευματική ἐργασία ἀπαιτεῖ, κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη, ὡς βασικές προϋποθέσεις τήν προαίρεση καί τόν πόθο τῆς σωτηρίας ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου καί τήν βοήθεια ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Ἡ συνεργία τοῦ Θεοῦ εἶναι δεδομένη, ἀλλά μόνο ὅταν προηγηθῆ ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Λέγει σχετικά στόν περί διακρίσεως λόγο: «Πάσης πνευματικῆς ἐργασίας ὁρωμένης τε καὶ νοουμένης προηγεῖται πρόθεσις οἰκεία καὶ πόθος ἄριστος, μετὰ συνεργίας Θεοῦ γινόμενα· τῶν γὰρ προτέρων μὴ καταβληθέντων τὸ δεύτερον ἐπακολουθεῖν οὐ πέφυκεν». (18) Βεβαίως ὁ Θεός δέν παύει νά μεριμνᾶ γιά τή σωτηρία ὅλων καί νά δίνη μέ ποικίλους τρόπους εὐκαιρίες μετανοίας στόν καθένα. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος θέλει νά τονίση τόν σεβασμό τοῦ Θεοῦ πρός τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν», (19) ἀλλά δέν ἀναγκάζει κανένα.
Σκοπός τῆς συγγραφῆς τοῦ ἔργου εἶναι ἡ πνευματική ὠφέλεια τῶν Μοναχῶν. Καί ἀποδεικνύεται ἄριστος καί διακριτικός παιδαγωγός ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, μεθοδικός διδάσκαλος, φιλόστοργος πατέρας, χριστομίμητος ποιμένας καί σοφός ἰατρός, καθ᾿ ὅσον ὁ λόγος του εἶναι τό ἀπόσταγμα τῆς μακροχρόνιας μοναχικῆς του πείρας, τῶν ὑπέρ ἄνθρωπον ἀσκητικῶν του παλαισμάτων, τῆς ἀναβάσεώς του στήν κορυφή τῆς θεοδρόμου κλίμακος τῶν ἀρετῶν καί τῆς ἐμπειρίας τῆς ἐλλάμψεως τοῦ Ἀκτίστου Φωτός τῆς Θεότητος. «Διδάσκαλός ἐστιν ὄντως», λέγει «ὁ νοερὰν δέλτον γνώσεως δακτύλῳ Θεοῦ, ἤγουν ἐνεργείᾳ ἐλλάμψεως ἐξ αὐτοῦ κομισάμενος καὶ τῶν λοιπῶν βιβλίων ἀνενδεὴς γενόμενος». (20) Ὄντως τήν δέλτο τῆς γνώσεως ἔλαβε στό Πανεπιστήμιο τῆς Ἐρήμου ὁ Ἅγιος, ὑπογεγραμμένη «τῷ δακτύλῳ τοῦ Θεοῦ», γι᾿ αὐτό καί ὁ αὐθεντικός λόγος του ὁδηγεῖ μέ ἀσφάλεια τίς ψυχές στή σωτηρία.
Ἐμπειροπόλεμος πολεμιστής στά πεδία τῶν μαχῶν ὑπέρ τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας καί ὀλοθρευτής τῶν δαιμόνων, προβάλλει μέσα ἀπό τό ἔργο του ὡς ἱκανώτατος στρατηγός, γιά νά καταρτίση στήν τέχνη τοῦ πνευματικοῦ πολέμου τήν παράταξη τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ Χριστοῦ. Γνωρίζει τίς μεθοδεῖες καί τίς πανουργίες τοῦ παγκακίστου ἐχθροῦ τῆς σωτηρίας μας διαβόλου καί ἀποκαλύπτει τίς πονηρές παγίδες του. Μέ τόν φωτισμό τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἀναδεικνύεται μοναδικός ἀνατόμος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καί, μέ τόν ἐντοπισμό τῶν παθῶν καί ἀδυναμιῶν, ἀλλά καί μέ τή γνώση τῶν μέτρων καί χαρισμάτων τῆς ψυχῆς, προτείνει κατάλληλα φάρμακα καί πνευματικά ἀγνωνίσματα. Στόν 26ο λόγο του συνιστᾶ στούς ἀγωνιζομένους τήν ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς τους καταστάσεως: «Ἐν πᾶσι τοῖς πάθεσι καὶ πάσαις ταῖς ἀρεταῖς ἑαυτοὺς ἐκζητοῦντες μὴ παυσώμεθα, ποῦ τυγχάνομεν· ἐν ἀρχῇ ἢ ἐν μεσότητι ἢ ἐν τέλει». (21) Καί σέ ἄλλο λόγο: «Κλίμακα ἀναβάσεως πεπελέκηκα· ἕκαστος δὲ λοιπὸν βλεπέτω ἐν ποίᾳ βαθμίδι ἕστηκεν». (22)
Ἐχθρός καί ἀντίπαλος στόν ἀγῶνα εἶναι ὁ παλαιός ἄνθρωπος, μέ τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες πού ἔγιναν δεύτερη φύση, καί ὁ διάβολος πού διαρκῶς ἀντιστρατεύεται στό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Ἡ πάλη δέ εἶναι ἰσόβια καί σκληρή, διότι «οὐκ ἔστιν ἡμῖν πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις». (23)
Δέν ἀγνοεῖ ὁ Ἅγιος ὅτι ὅλοι δέν φθάνουν στά ἴδια πνευματικά μέτρα. Ἄλλωστε, στήν παραβολή τοῦ σπορέως ὁ Κύριος μέ τίς εἰκόνες τῆς σπορᾶς παριστᾶ τίς διαβαθμίσεις τῆς πνευματικῆς κατάστάσεως στούς Χριστιανούς: «ὃ μὲν (καρποφορεῖ) ἑκατόν, ὃ δὲ ἑξήκοντα, ὃ δὲ τριάκοντα». (24) Ἀνάλογα εἶναι καί τά χωρία τῆς Κλίμακος: «Οὐ πάντας μὲν ἀπαθεῖς γενέσθαι δυνατόν· πάντας δὲ σωθῆναι καὶ Θεῷ διαλλαγῆναι οὐκ ἀδύνατον». (25) «Εἶδον τρεῖς ἀδελφοὺς ζημιωθέντας· καὶ ὁ μὲν ἠγανάκτει, ὁ δὲ ἔμενεν ἄλυπος, ὁ δὲ πολλὴν τὴν χαρὰν ἐκαρποῦτο». (26) «Εὐσεβῶν μὲν τὸ παντὶ αἰτοῦντι διδόναι, εὐσεβεστέρων δὲ καὶ τῷ μὴ αἰτοῦντι· τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ αἴροντος μὴ ἀπαιτεῖν, καὶ μάλιστα δυναμένους, τάχα τῶν ἀπαθῶν μόνων ἴδιον καθέστηκεν». (27) «Τρεῖς ἔγωγε ὁμοθυμαδὸν ἑώρακα μοναχοὺς ἀτιμασθέντας· καὶ ὁ μὲν δέδηκται μὲν καὶ τετάρακται, σεσιώπηκε δέ· ὁ δὲ ἐχάρη μὲν ἑαυτοῦ χάριν, λελύπηται δὲ περὶ τοῦ λοιδορήσαντος· ὁ δὲ τρίτος τὴν τοῦ πλησίον βλάβην ἀνατυπώσας, ἐδάκρυσε θερμῶς· καὶ ἦν ἰδεῖν φόβου καὶ μισθοῦ καὶ ἀγάπης ἐργάτας». (28)
Εἶναι ἀπαραίτητο νά γνωρίζη ὁ ἀγωνιζόμενος τίς δυνάμεις του καί ἀναλόγως νά ἐπιχειρῆ τήν ἀνάβαση τῆς κλίμακος, μέ τούς τρόπους πού προσιδιάζουν στήν ἰδιοσυγκρασία καί στίς δυνάμεις του. Ἡ ἄκαιρη ἐπιμονή σέ ἀγῶνες ὑπέρ δύναμιν ἀσφαλῶς δέν εἶναι ἐκ Θεοῦ καί προδίδουν ὑπερηφάνεια καί ἐμπιστοσύνη στίς δυνάμεις μας. Ἡ ἐκ δεξιῶν κλοπή εἶναι συχνή παγίδα τοῦ διαβόλου, γιά νά παρασύρη σέ ἀδιάκριτη ἀνευλόγητη ἄσκηση καί νά ὁδηγήση τελικά στήν πλάνη. Ἀκόμη καί ἡ ἐπιλογή τοῦ πνευματικοῦ ὁδηγοῦ καί τοῦ τόπου ἀσκήσεως (προκειμένου περί Μοναχοῦ) συμβουλεύει νά γίνεται βάσει τοῦ χαρακτῆρος καί τῆς ἰδιοσυγκρασίας τοῦ προσερχομένου στήν Μοναχική ζωή. Σέ χαρακτῆρες σκληρούς καί ὑπερήφανους δέν ὠφελεῖ ἡ ὑποταγή σέ πρᾶο καί συγκαταβατικό Γέροντα, ἀλλά σέ ἐλεγκτικό καί ἀνυποχώρητο καί σέ Κοινόβιο μέ ἀπότομους ἀδελφούς, γιά νά καμφῆ τό ἀγέρωχο φρόνημα. (29) Οἱ ἐπιρρεπεῖς στή λαγνεία χρειάζονται ἀσκητικό καί αὐστηρό στή νηστεία Γέροντα. (30) Ὅσοι πολεμοῦνται ἀπό τό θυμό, τήν οἴηση, τήν ὑποκρισία καί τή μνησικακία δέν πρέπει νά τολμήσουν οὔτε «ἴχνος ἡσυχίας». (31)
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ἄν καί «πεπελέκηκε» τήν Κλίμακά του σέ τριάντα βαθμίδες πνευματικῆς ἀναβάσεως, ἀνάλογες τῶν ἐπί μέρους ἀρετῶν, γιά νά διδάξη, ὅπως ὁ ἴδιος λέγει, «τὴν τῶν ἀρετῶν πνευματικὴν σύνθεσιν», (32) συγκεφαλαιώνει, συμφωνώντας καί μέ τούς ἄλλους νηπτικούς Πατέρες, ὅλα τά πάθη στά τρία πρωταρχικά, τήν φιληδονία, τήν φιλαργυρία καί τήν κενοδοξία, καί σέ τρία μέτωπα τόν ἀγῶνα γιά τήν θεραπεία τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς, τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, τοῦ θυμικοῦ καί τοῦ λογιστικοῦ, διά τῆς ἀποκτήσεως τῶν τριῶν βασικῶν μεγάλων ἀρετῶν, «τῶν μητέρων τῶν ἀρετῶν», (33) ἐγκρατείας, ταπεινοφροσύνης καί ἀγάπης. «Τῇ Τριάδι τῇ Ἁγίᾳ», λέγει, «κατὰ τῶν τριῶν διὰ τῶν τριῶν ὁπλισώμεθα».Ὁ συνετός ἄνθρωπος, συνεχίζει, ἀγωνίζεται περισσότερο νά ἀποκτήση τίς μητέρες τῶν ἀρετῶν, γιά ν' ἀκολουθήσουν, φυσικῷ τῷ τρόπῳ, καί οἱ θυγατέρες. (34)Θεωρεῖ δέ ὡς τό πιό ὀλέθριο πάθος, ὡς «πάντων τῶν κακῶν ἀρχηγὸν καὶ τελείωσιν» (35) τήν ὑπερηφάνεια ἤ ἄλλως οἴηση, στήν ὁποία ὁδηγεῖ αὐξανόμενη ἡ φιλοδοξία. Ἡ ὑπερηφάνεια, αὐτή καί μόνη, εἶναι ἱκανή νά ἀναπληρώση τόν τόπο ὅλων παθῶν στήν ψυχή ἐκείνου πού δέν θά τήν πολεμήση. (36)
Συνιστᾶ ἰδιαίτερη προσοχή στήν γνησιότητα καί καθαρότητα τοῦ ἀγῶνος ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, δηλαδή, στό νά μήν νουθεύεται ἡ ἐργασία τῶν ἀρετῶν ἀπό ὑποκρυπτόμενα πάθη.«Ὥσπερ ὕδωρ ἐκ πηγῶν ἀπαντλοῦντες», λέγει, «ἔστιν ὅτε λεληθότως καὶ τὸν λεγόμενον βάτραχον συνηντλήσαμεν, οὕτω καὶ τὰς ἀρετὰς κατεργαζόμενοι, πολλάκις συμπεπλεγμένας αὐταῖς ἀφανῶς τὰς κακίας μετερχόμεθα. Οἷόν τι λέγω· τῇ ξενοδοχείᾳ ἡ γαστριμαργία συμπλέκεται, τῇ ἀγάπῃ ἡ πορνεία, τῇ διακρίσει ἡ δεινότης, τῇ φρονήσει ἡ πονηρία, τῇ πραΰτητι ἡ ὑπουλότης καὶ νωθρότης καὶ ὀκνηρία καὶ ἀντιλογία καὶ ἰδιορρυθμία καὶ ἀνηκοΐα, τῇ σιωπῇ τῆς διδασκαλίας ὁ ὄγκος, τῇ χαρᾷ ἡ οἴησις, τῇ ἐλπίδι ἡ ὀκνηρία, τῇ ἁγνείᾳ ἡ πικρία, τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἡ παρρησία· τούτοις δὲ πᾶσιν, ὥσπερ κοινὸν κολλύριον, μᾶλλον δὲ δηλητήριον, ἡ κενοδοξία συνέπεται». (37)
Δέν ἀποκρύπτει ὁ Ἅγιος τήν δριμύτητα τοῦ ἀγῶνος καί τούς πόνους πού περιμένουν τούς ἀγωνιστές. Βία καί ἀκατάπαυστες ὀδύνες, ἰδιαίτερα στήν ἀρχή, μόχθος καί πολλή ἀόρατη πικρία. Σκληρός καί πιεστικός, ἀλλά καί ἐλαφρός συγχρόνως ὁ ἀγώνας, πικρό καί γεμᾶτο δάκρυα τό ποτήρι τῆς κατά Θεόν ζωῆς. (38) Προχωρώντας, ὅμως, ἡ εἰρήνη τῶν ἀρετῶν καί ἡ γλυκύτητα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ κάνουν πιό εὔκολη τήν πνευματική ἐργασία, ἕως ὅτου νεκρωθῆ ἡ ἁμαρτία μέσα μας καί εἰσέλθουμε στό χῶρο τῆς μακαρίας ἀπαθείας, ὅπου «μετὰ πάσης χαρᾶς καὶ σπουδῆς καὶ πόθου καὶ φλογὸς ταύτας (τὰς ἀρετὰς) κατεργαζόμεθα». (39) Τό μάκρος τῆς ὁδοῦ, ὁ κόπος, τό εὐόλισθο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, οἱ πειρασμοί καί οἱ πλεκτάνες τοῦ διαβόλου δέν πρέπει νά φοβίζουν τόν ἀγωνιστή. Ὁ Χριστός, ὁ ἀγωνοθέτης, τό πρότυπο καί ὁ διδάσκαλος, (40) τό κέντρο τῆς ζωῆς μας, ὁ σκοπός καί ὁ στέφανος τοῦ ἀγῶνος μας εἶναι καί ὁ ἀνίκητος σύμμαχός μας στόν ἀδυσώπητο πόλεμο κατά τῆς ἁμαρτίας. Μέ ἀδίστακτη πίστη καί ἀνάθεση τῆς ἀδυναμίας μας στήν δική του παντοδυναμία νά ζητοῦμε τήν βοήθειά Του καί θά τήν ἔχουμε, καί μάλιστα πολύ περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἀξίζουμε. (41) Παιδαγωγός καί ἀλείπτης στόν ἀγῶνα μας εἶναι κατ' οὐσίαν ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Παρακολουθεῖ ἄγρυπνα τήν πορεία μας, μᾶς ἐνισχύει καί δέν ἐπιτρέπει στόν διάβολο νά μᾶς πειράξη περισσότερο ἀπ' ὅσο ἀντέχουμε. Γιά τήν κάθε ἀγωνιζόμενη ψυχή, ἐν τῇ πανσοφίᾳ καί ἀγάπῃ Του, βρίσκει τά κατάλληλα μέσα βοηθείας καί παιδαγωγίας. Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε σχετικά χωρία τῆς Κλίμακος: «Κρύπτει ὁ Θεὸς ἐξ ὀφθαλμῶν ἡμῶν πολλάκις καὶ ἅπερ κεκτήμεθα καλά», (42) γιά νά μᾶς προφυλάξη ἀπό τήν κενοδοξία, προλαβαίνει, ἐνίοτε, καί ἐκπληρώνει αἰτήματα ὑπερηφάνων, πρίν τά ζητήσουν, γιά νά μήν τά λάβουν μέ τήν προσευχή καί αὐξήσουν τήν οἴησή τους. (43)
Ὁ μεθοδικός διδάσκαλος τῆς ἀρετῆς Ἅγιος Ἰωάννης ὁδηγεῖ τούς ἀγωνιζομένους σταδιακά καί ὁμαλά ἀπό τίς χαμηλότερες βαθμίδες τῆς κλίμακος πού ἀντιπροσωπεύουν τίς πρακτικές λεγόμενες ἀρετές, δηλ. ἀποταγή, ὑπακοή, νηστεία, ἀγρυπνία καί ἄλλες ἐπί μέρους ἀρετές, στίς ὑψηλότερες, ὅπως ἀοργησία, ταπεινοφροσύνη, ἀρρέμβαστη προσευχή κ.λπ., καί ἐν τέλει στήν κορυφή τῆς κλίμακος, ὅπου θά ἀπολαύσουν τούς καρπούς τῶν κόπων τους, τήν ἀπάθεια, τήν θεοποιό ἀγάπη, τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ καί ὅλα τά ὑπέρ φύσιν χαρίσματα. Ἀλλά καί στήν προσπάθεια γιά τήν κατάκτηση τῆς κάθε ἐπί μέρους ἀρετῆς παρατηρεῖται ἡ ἴδια βαθμιαία πρόοδος. Δέν εἶναι δυνατόν νά φθάση κανείς ἀπό τήν ἀρχή στήν τέλεια ἀνεξικακία ἤ στήν ἀπόλυτη καθαρότητα τῶν λογισμῶν κ.ο.κ. Στόν λόγο περί ἀοργησίας ἀναφέρεται σχετικά: «Ἀρχὴ μὲν ἀοργησίας, σιωπὴ χειλέων ἐν ταραχῇ καρδίας· μεσότης δέ, σιωπὴ λογισμῶν ἐν ψιλῇ ταραχῇ ψυχῆς· τέλος δὲ, πεπηγμένη γαλήνη ἐν πνοῇ ἀνέμων ἀκαθάρτων». (44)
Στό πρῶτο λόγο περί ἀποταγῆς θέτει τά θεμέλια καί τίς προϋποθέσεις τοῦ ἀγῶνος. Ἀποταγή γιά τούς μοναχούς εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ κόσμου καί ἡ προσέλευση στό στάδιο τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως. Γιά τούς ἐν τῷ κόσμῳ πιστούς θά μπορούσαμε νά θεωρήσουμε ὡς ἀποταγή γενικῶς τό εἰσαγωγικό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, κατ᾿ οὐσίαν δέ, ἰδιαίτερα σήμερα πού πολύ λίγοι Χριστιανοί ἔχουν συναίσθηση τοῦ τί σημαίνει Βάπτισμα καί χριστιανική ἰδιότητα, τήν μετάνοια καί τήν ἀνάληψη συνειδητοῦ ἀγῶνος γιά τήν σωτηρία, ὑπό τήν καθοδήγηση Πνευματικοῦ πατρός.
Ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ ἀναφορά τοῦ Ἁγίου στίς τρεῖς ἀποταγές. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἀποταγή ὅλων τῶν πραγμάτων καί τῶν ἀνθρώπων, καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν γονέων, δεύτερη ἡ ἐκκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος καί τρίτη ἡ ἀποταγή τῆς κενοδοξίας. Οἱ τρεῖς αὐτές ἀποταγές ἰσχύουν ἔν τινι μέτρῳ καί γιά τούς Χριστιανούς τοῦ κόσμου, διότι συμφωνοῦν μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου «ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» καί «..ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου οὐκ ἔστι μου ἄξιος». (45) Τήν ὁλοκληρωτική καί μοναδική ἀγάπη πρός Ἐκεῖνον πάνω ἀπ᾿ ὅλα κι ἀπ᾿ ὅλους, καί τήν ἀπάρνηση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἐγώ τήν ἀπαιτεῖ ὁ Χριστός ἀπό κάθε Χριστιανό.
Πρωταρχικῆς σημασίας γιά τήν πνευματική πρόοδο εἶναι ἡ βάση, στήν ὁποία θά στηρίξη ὁ ἀγωνιζόμενος, μοναχός ἤ κοσμικός, τήν κλίμακα τῆς πνευματικῆς του ἀναβάσεως. Μέ ποιά κίνητρα, δηλαδή, καί γιά ποιό σκοπό ἀναλαμβάνει τόν ἀγῶνα του. Τρεῖς κατηγορίες ἀγωνιστῶν διακρίνουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, τῶν δούλων, τῶν μισθωτῶν καί τῶν υἱῶν. Σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, δοῦλοι εἶναι ὅσοι τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν φόβο τῶν τιμωριῶν τῆς κολάσεως, μισθωτοί ὅσοι ἀγωνίζονται γιά τήν μέλλουσα ἀνταπόδοση καί υἱοί ἐκεῖνοι πού εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Θεό ἀπό ἀγάπη πρός Αὐτόν καί ἀπό τήν διάθεση καί ἕξη τῆς ψυχῆς τους πρός τό ἀγαθό. (46) Τήν αὐτή διάκριση συναντοῦμε καί στόν Ἅγιο Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος μᾶς τίς περιγράφει μέ τήν ἀπαράμιλλη παραστατικότητά του: «Ὁ μὲν ἐκ φόβου τὴν ἀποταγὴν ποιησάμενος, ἴσως τῷ καιομένῳ θυμιάματι ἕοικεν, ἐν ἀρχαῖς μὲν ἐξ εὐωδίας ἀρξαμένῳ, ὕστερον δὲ εἰς καπνὸν καταλήξαντι· ὁ δὲ δι᾿ ἐλπίδα μισθοῦ, ὀνικὸς μύλος καθίσταται, διὰ παντὸς ὡσαύτως κινούμενος· ὁ δὲ ἐξ ἀγάπης θείας τὴν ἀναχώρησιν ποιησάμενος, εὐθέως πῦρ ἐν προοιμίοις κέκτηται· καὶ ἴσως ἐν ὕλῃ βληθέν, κατὰ πρόσω τὴν πυρὰν σφοδροτέραν ἐξάψειεν». (47)
Βασικά, ἐπίσης, γνωρίσματα τοῦ ἀγῶνος, ἀπαραίτητα γιά τήν νικηφόρα ἔκβασή του, θεωρεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τό θάρρος, τήν ἀνδρεία καί τόν ἐνθουσιασμό. Διότι, ὅπως λέγει, «...τοῖς εὐτόνως πολεμοῦσι οἱ τῆς εἰρήνης καὶ γαλήνης περιεπλάκησαν στέφανοι». (48) Ἡ χαυνότητα, καί μάλιστα στήν ἀρχή τοῦ ἀγῶνος, προδιαγράφει τήν ἀποτυχία. Ἡ εἴσοδός στήν πνευματική παλαίστρα νά εἶναι ἀποφασιστική, θαρραλέα καί ὁρμητική, μέ ζῆλο καί μέ χαρά, χωρίς δειλία, ἀμφιβολία ἤ πλαδαρότητα. Διότι ὅταν ἡ ψυχή ἀρχίση μέ ἀνδρεία τόν ἀγῶνα, κι ἄν ἀκόμη στήν πορεία της πρός τήν κορυφή τῆς κλίμακος συμβῆ νά ἀτονήση ἡ ἀγωνιστική της διάθεση, ἡ ἀνάμνηση τοῦ πρώτου ζήλου θά τήν κεντᾶ σάν κεντρί καί θά τήν ἀναθερμαίνη. Μοιάζουν τέτοιες ψυχές μέ ἀετούς πού ἀνανεώθηκαν τά πεσμένα τους φτερά. Συνιστᾶ δέ ὁ Ἅγιος σ᾿ αὐτούς πού συνέβη νά ψυχρανθῆ ὁ ἀγωνιστικός τους ζῆλος, νά ἐρευνοῦν σέ ποιές αἰτίες ὀφείλεται αὐτό. Καί μόνο ἄν κλείσουν οἱ θύρες τῆς ψυχρότητος, δηλαδή ἄν διορθωθοῦν τά σφάλματα πού προξένησαν τή συστολή τῆς Θείας Χάριτος ἤ ἀποτιναχθῆ ἡ ἀμέλεια καί ἡ ραθυμία, οἱ ὁποῖες συνήθως μειώνουν τόν ζῆλο, θά ἐπανέλθουν στήν πρώτη δυναμική κατάσταση. (49) Ἡ πίστη, ἐπίσης, καί ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ βεβαιότητα ὅτι Ἐκεῖνος μᾶς στρατολογεῖ στόν πόλεμο κατά τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ μας καί κατά τοῦ διαβόλου καί ὁ λίγος χρόνος τῆς ἐπί γῆς ζωῆς μας ὑποδαυλίζει τό ζῆλο καί τήν προθυμία στόν ἀγῶνα. (50)
Ἡ σταθερότητα στήν ἀπόφαση ἀπαλλαγῆς ἀπό τά πάθη εἶναι μία ἀπό τίς βασικές προϋποθέσεις τῆς πνευματικῆς προόδου. Μέ τίς εἰκόνες τῆς γυναικός τοῦ Λώτ, πού ἔγινε στήλη ἅλατος ὅταν στράφηκε πρός τά πίσω, καί τῶν Ἑβραίων πού ἐλευθερώθηκαν ἀπό τή δουλεία τοῦ Φαραώ καί φεύγουν ἀπό τήν Αἴγυπτο γιά τή Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας παριστάνεται ἡ ψυχή πού μέ τήν μετάνοια καί τόν συνεχῆ ἀγῶνα φεύγει ἀπό τήν δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί πορεύεται πρός τήν Ἄνω Ἱερουσαλήμ. (51) Γιά νά μήν ἐγκαταλείψη τόν ἀγῶνα ὁ ἐργάτης τῆς ἀρετῆς ἔχει ἀνάγκη μεγάλης ὑπομονῆς. (52) Διότι ὁ πνευματικός πόλεμος δέν ἔχει ἀνακωχή, οὔτε τέλος στήν ἐπί γῆς ζωή.
Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ προτροπή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ὁ πνευματικός ἀγώνας νά ἀρχίζη ἀπό τά νεανικά χρόνια. Κατά τήν νεότητα οἱ σωματικές καί ψυχικές δυνάμεις βοηθοῦν σέ ἐντατικό καί σκληρό ἀγῶνα, τά πάθη δέ εἶναι εὐκολοθεράπευτα, διότι δέν τά ἔχει ἀκόμη ἰσχυροποιήσει καί αὐξήσει ἡ μακροχρόνια ἱκανοποίησή τους. Ἔτσι ὁ ἀγωνιστής συναθροίζει γιά τό γῆρας του καί κυρίως γιά τήν αἰώνια ζωή θησαυρούς ἁγιότητος. (53)
Δεῖγμα γνησιότητος τοῦ ἀγῶνος εἶναι τό νά γίνεται ἐν κρυπτῷ καί νά ἀποφεύγη τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Μεγαλύτερη δέ ἀξία ἔχει ὁ ἀγώνας πού γίνεται γιά τήν κάθαρση τοῦ ἔσω ἀνθρώπου ἀπό τήν ὑπερηφάνεια καί τά λοιπά ψυχικά πάθη καί γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς «μητέρας τῶν χαρισμάτων», (54) μέ ἄγρυπνη προσοχή, ὥστε νά ἐντοπίζονται καί τά παραμικρά κινήματα τῆς καρδιᾶς, (55) ἀπό τήν ἄσκηση τῶν πρακτικῶν ἀρετῶν, ὅπως νηστεία, χαμευνία κ.ἄ. Ἀσφαλῶς, ὅλα συντείνουν στόν αὐτό σκοπό, στήν ἁγιότητα, ἀλλά τά σωματικά ἔργα, χωρίς τήν ἐσωτερική καθαρότητα ἀποβαίνουν ματαιοπονία. Πολλοί, παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος, «τὰ ἑαυτῶν σώματα εἰκῆ κατατρίβουσιν, λαθόντες οἱ τάλανες ὡς οὐ πόνοι, ἀλλὰ μᾶλλον ταπείνωσις τῶν τοιούτων μήτηρ καθέστηκεν». (56)
Ὁ ἀγωνιστής ἐπινοεῖ τρόπους γιά νά πολεμήση τά πάθη του καί νά βοηθήση τόν ἑαυτό του στήν πορεία τῆς σωτηρίας. Διδακτικώτατα καί ὡραῖα παραδείγματα μεγάλων «πυκτῶν» μᾶς παραθέτει ἡ Κλίμακα, ὅπως τοῦ μαγείρου ἑνός μεγάλου Κοινοβίου. Ὁ μακάριος ἐκεῖνος ἔκρινε τόν ἑαυτό του ἀνάξιο γιά κάθε εἴδους ἀνάπαυση, στά πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν ἔβλεπε τόν Θεό καί ἡ φωτιά τοῦ μαγειρείου τοῦ ἐνθύμιζε διαρκῶς τό αἰώνιο πῦρ τῆς κολάσεως. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀπέτρεπε κάθε λογισμό πικρίας γιά τό ἐπίπονο διακόνημα πού τοῦ εἶχε ἀνατεθῆ καί διατηροῦσε στήν καρδιά του τό χαροποιό πένθος. (57)
Ἰδιαίτερα βοηθητική στήν πνευματική πάλη εἶναι ἡ συνοίκηση καί συναναστροφή μέ ὁμόφρονες ἀγωνιζομένους ἀδελφούς γιά νά συναμιλλῶνται στά ἀθλήματα τῆς ἀρετῆς καί ὁ ἕνας νά ἐνισχύη, νά παρακινῆ καί νά στηρίζη τόν ἄλλο στίς δυσκολίες. (58)
Ὁ σύντομος χρόνος τῆς ἐπίγειας ζωῆς μᾶς δόθηκε γιά ν᾿ ἀγωνισθοῦμε καί νά κερδίσουμε τή μέλλουσα αἰώνια ζωή. Ὁ πολύτιμος αὐτός χρόνος, πού εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀξιοποιεῖται μόνο ἄν τόν χρησιμοποιήσουμε γιά τόν ἁγιασμό μας. Χαμένη θεωρεῖται στήν Κλίμακα ἡ ἡμέρα, κατά τήν ὁποία δέν πενθεῖ κανείς γιά τίς ἁμαρτίες του, ἀφοῦ τό κατά Θεόν πένθος εἶναι μιά ἄλλη ἔκφραση τῆς μετανοίας, ἡ ὁποία πρέπει νά εἶναι διαρκής ἐσωτερική κατάσταση. (59) Θαυμάσια εἶναι ἡ περιγραφή καί τό ἐγκώμιο τῆς μετανοίας στήν Κλίμακα. Ἀνανέωση τοῦ Βαπτίσματος, συμφιλίωση μέ τόν Θεό, καθαρισμός συνειδήσεως, ἀπόσβεση τοῦ χρέους τῶν ἁμαρτιῶν, ἐλπίδα, ἀμεριμνησία γιά τά φθαρτά πράγματα τοῦ κόσμου καί βέβαιη σωτηρία. Γνώρισμα τῆς μετανοίας εἶναι ἡ κακοπάθεια (νηστεία, ἀγρυπνία, κόποι), ἡ ἑκούσια ὑπομονή στίς θλίψεις καί στίς ἀτιμίες καί ὁ ἀποκλεισμός κάθε σωματικῆς παρηγορίας. (60) Ἡ μετάνοια εἶναι τό κατ᾿ ἐξοχήν ἔργο τῶν Μοναχῶν, ἀλλά καί ἡ βασική προϋπόθεση τῆς σωτηρίας γιά ὅλους.
Γέννημα τῆς μετανοίας εἶναι τό χαροποιό πένθος, ἡ «ὁσία λύπη» (61) στό ὁποῖο ἀφιερώνεται ὁ ἕβδομος λόγος. Στό κατά Θεόν πένθος ὁδηγεῖ ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτημάτων, πού ἔγιναν αἰτία νά λυπήση ἡ ψυχή τόν Θεό, καί ἡ μνήμη τοῦ αἰωνίου πυρός. (62) ««Γίνου σύννους», (63) συμβουλεύει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὅποιον ἐπιθυμεῖ τήν ἀληθινή χαρά, διότι «εἴ τις τὸ μακάριον καὶ κεχαριτωμένον πένθος ὥσπερ διπλοΐδα νυμφικὴν ἐνεδύσατο, οὗτος τὸν τῆς ψυχῆς πνευματικὸν ἐγνώρισε γέλωτα», (64) καί «κατέχων κάτεχε τὴν μακαρίαν τῆς ὁσίας κατανύξεως χαρμολύπην, καὶ μὴ παύσῃ τῆς ἐν αὐτῇ ἐργασίας, ἄχρις οὗ μετάρσιον ἐκ τῶν ἐντεῦθεν καὶ καθαρὸν τῷ Χριστῷ παραστήσει σε». (65) Στήν καλλιέργεια τοῦ πένθους καί στήν ἀπόκτηση τῆς ἁγνείας συντελεῖ μεγάλως ἡ ἐνθύμηση τῆς Μελλούσης Κρίσεως καί τῶν τιμωριῶν τῆς Κολάσεως. (66)
Τόν ἀγῶνα τῆς μετανοίας καί τοῦ πένθους βοηθεῖ πολύ, ἐπίσης, ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, πού εἶναι μιά σπουδαία ἐσωτερική ἐργασία καί κρατᾶ τόν ἀγωνιζόμενο σέ διαρκῆ νήψη καί ἐγρήγορση. Ἀναγκαιότερη ἀπό ὅλες τίς πνευματικές ἐργασίες τήν θεωρεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καί μέσο τελειώσεως, γέννημα, ἀλλά καί μητέρα τῆς λεπτολόγου ἐξετάσεως τῶν ἁμαρτιῶν, τῆς εὐχάριστης ἀποδοχῆς τῆς ἀτιμίας, τῆς προσευχῆς καί τῆς φυλακῆς τοῦ νοός, (67) καί ἰσχυρό πολέμιο τῆς πνευματικῆς ἀναισθησίας. (68) Θεωρεῖ δέ σπουδαῖο ἀγωνιστή ἐκεῖνον πού περιμένει καθημερινά τόν θάνατο καί ἅγιο ἐκεῖνον πού τόν ἐπιθυμεῖ. (69) Ὅποιος παραμένει προσκολλημένος στά γήϊνα δέν εἶναι δυνατόν νά διατηρῆ τή μνήμη τοῦ θανάτου, ἐνῶ ἐκεῖνος πού τήν κάθε μέρα τή θεωρεῖ ὡς τήν τελευταία τῆς ζωῆς του δέν ὑποπίπτει εὔκολα σέ ἁμαρτίες. (70)
Ἡ συνείδηση εἶναι ἀνεκτίμητος σύμβουλος καί πρέπει νά τήν ἔχουμε, μετά τόν Θεό, φρουρό καί γνώμονα στόν πνευματικό ἀγῶνα. (71) Συμβαίνει, ὅμως, ἐνίοτε νά παύη τόν ἔλεγχο καί τότε ἐφιστᾶται ἡ προσοχή, μήπως αὐτό ὀφείλεται σέ κόπωση καί ἄμβλυνσή της, λόγῳ πλήθους ἁμαρτημάτων καί ὄχι σέ καθαρότητα. (72)
Ἰδιαίτερη σημασία ἔχει, ἐπίσης, ἡ αὐτογνωσία. Ὅποιος τήν ἀπέκτησε δέν ξεγελιέται νά ἐπιχειρήση κάτι πού ὑπερβαίνει τίς δυνάμεις του, (73) διακρίνει τά πάθη του καί γνωρίζει ποιά ἀπό αὐτά εἶναι ἰσχυρότερα μέσα του, γιά νά στρέψη τόν ἀγῶνα του πρῶτα ἐναντίον αὐτῶν. (74)
Κάθε πάθος, λέγει ὁ Ἅγιος, ἔχει πολλές καί διάφορες αἰτίες, ἀλλά καί διαφορετικό τρόπο ἀντιμετωπίσεως. Κι ὅπως γιά τήν θεραπεία μιᾶς ἀσθενείας προηγεῖται ἡ διάγνωση καί ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάλογη θεραπευτική ἀγωγή, ἔτσι καί γιά τήν ἐκκοπή τῶν παθῶν χρειάζεται πρῶτα ἡ διάγνωση καί ἐν συνεχείᾳ ἡ κατάλληλη θεραπεία καί ἡ ἀποφυγή τῶν αἰτίων πού τά γεννοῦν καί τά αὐξάνουν. (75) Ὑπάρχουν πάθη, τά ὁποῖα βοηθεῖ καί ἡ ἴδια ἡ φύση μας, ὅπως τά σαρκικά πάθη καί τόν θυμό, (76) ὁπότε χρησιμοποιοῦμε σάν θεραπευτικά μέσα τήν σωματική κακοπάθεια. Γιά τήν θεραπεία τῆς μνησικακίας, εἶναι πολύ βοηθητική ἡ ἀνάμνηση τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. (77) Στήν ἐκκοπή τοῦ πάθους τῆς καταλαλιᾶς συντελεῖ ἡ σκέψη ὅτι πολλοί ἁμαρτωλοί μέ τήν μετάνοια ἔγιναν Ἅγιοι, (78) ἡ ἐπίρριψη τῆς κατηγορίας, ὄχι στόν ἄνθρωπο πού ἁμάρτησε, ἀλλά στόν δαίμονα πού τόν ἐξαπάτησε, (79) καθώς καί ἡ ἐπίγνωση τῆς δικῆς μας ἁμαρτωλότητος (80) καί ὁ φόβος ὅτι σύντομα θά ὑποπέσουμε στά παραπτώματα, τά ὁποῖα κατακρίναμε. (81) Τήν πολυλογία πολεμᾶ τό πένθος καί ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, (82) πολλές φορές δέ καί ἡ θλίψη τῆς κοιλίας, (83) ἡ νηστεία δηλαδή, τήν ὁποία βοηθεῖ πολύ ἡ ἐνθύμηση τῆς κολάσεως. (84) «Νευροῦται γὰρ γλῶσσα», τονίζει ὁ Ἅγιος, «ὑπὸ πλήθους ἐδεσμάτων». (85) Ἀπό τό πάθος τοῦ ψεύδους, πού τό γεννᾶ κυρίως ἡ ὑποκρισία, ἀποξενώνει τήν ψυχή ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως. (86) Τήν ἀκηδία, πού εἶναι ἕνα ὀλέθριο πάθος, (87) περιέχει ὅλα τά κακά καί εἶναι ψυχικός θάνατος γιά τόν Μοναχό, (88) θεραπεύει ἡ ὑπακοή, (89) τό κατά Θεόν πένθος, (90) ἡ μνήμη τῶν ἁμαρτιῶν, (91) ἡ ψαλμωδία, τό ἐργόχειρο καί ἡ προσδοκία τῶν μελλόνων ἀγαθῶν. (92)
Ἡ σωματική κακοπάθεια εἶναι ἕνα ἀπαραίτητο μέσο γιά τήν πνευματική ἀνάβαση. Δέν εἶναι, ὅμως, εὔκολος ὁ ἀγώνας τῆς νηστείας καί τῆς ἀγρυπνίας, διότι ἀπαιτεῖ «βία φύσεως». (93) Ἰσχυρό ὅπλο ἐναντίον τῆς κοιλίας εἶναι οἱ σωματικοί κόποι, (94) ἡ ἀγρυπνία, (95) ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως (96) καί ἡ ἐνθύμηση τῶν ἁμαρτημάτων. (97) Ἐκεῖνο, ὅμως, πού καταργεῖ τελείως τήν γαστριμαργία εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τά παραδείγματα μεγάλων ἀσκητῶν πού ἔφθασαν νά δοκιμάζουν τροφή ἅπαξ τῆς ἑβδομάδος ἤ καί κατά ἀραιότερα διαστήματα -πρᾶγμα ἀδύνατο γιά τά κοινά ἀνθρώπινα μέτρα- εἶναι τρανή ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας αὐτῆς. Τήν ἄσκηση τῆς ἀγρυπνίας, στήν ὁποία ὁ ἀγωνιστής πρέπει νά ἐπιμείνη ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποταγῆς του, (98) ἐνισχύει ἡ ψαλμωδία, ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, ἡ ἀνάγνωση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, (99) συχνά δέ καί τό ἐργόχειρο. (100)
Γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ἁγνείας, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἀνθρώπινο κατόρθωμα, (101) προτείνονται ὡς βοηθητικά μέσα ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀγρυπνία, ἡ προσευχή, (102) ἡ ταπεινοφροσύνη καί ἡ ἀοργησία. (103) Εἰδικά, ὅμως, στό ὑπέρ φύσιν αὐτό ἄθλημα ἡ ἐμπιστοσύνη στίς δυνάμεις μας (104) καί ὁ ἀντιρρητικός πόλεμος κατά τοῦ διαβόλου, ἀποδεικνύεται ματαιοπονία. (105) Ἐδῶ χρειάζεται κυρίως ἡ βοήθεια τοῦ Κυρίου, στόν ὁποῖο ὁ ἀγωνιστής θά ἀναθέση τήν ἀδυναμία τῆς φύσεώς του καί θά στηρίζη τήν ἐλπίδα του. (106) Πολύ σπουδαία εἶναι ἡ παρατήρηση τοῦ Ἁγίου σχετικά μέ τήν ἀπάθεια τοῦ σώματος, δηλαδή τήν ἁγνεία, πού ἀποκτᾶται μέ τήν ἡσυχία καί μέ αὐτή πού εἶναι γέννημα τῆς ὑπακοῆς: «Ἡ μὲν ἐξ ἡσυχίας κατορθουμένη τοῦ σώματος ἀπάθεια, κόσμῳ πολλάκις πλησιάζουσα, οὐκ ἀσάλευτος ἔμεινεν· ἡ δὲ ἐξ ὑπακοῆς προσγινομένη, πανταχοῦ δόκιμος καὶ ἀκράδαντος». (107)
Ἡ δειλία, γέννημα τῆς κενοδοξίας καί τῆς ἀπιστίας, εἶναι πάθος πού ἐνοχλεῖ συνήθως τούς ἡσυχαστές, (108) λόγῳ ἀπουσίας, προφανῶς, ἀνθρώπινης παρηγορίας. Ὅπως ὅλα τά πάθη, ἔτσι καί ἡ δειλία, δέν μπορεῖ νά νικηθῆ διά μιᾶς. Ὡς θεραπευτικό μέσο συνιστᾶ ὁ Ἅγιος τό πένθος καί τήν προσευχή, (109) καθώς καί τήν μετάβαση τοῦ πολεμουμένου ἀπό τό νηπιῶδες αὐτό πάθος στούς τόπους, ὅπου συνηθίζει νά φοβᾶται, πρίν ἀκόμα ξημερώσει. (110)
«Θησαυρό ἀσφαλισμένο σέ ὀστράκινα σκεύη» (111) χαρακτηρίζει τήν ταπείνωση ὁ Ἅγιος Ἰωάννης. Γνωρίσματά της ἡ εὐχάριστη ἀποδοχή τῆς ἀτιμίας, ἡ ἐξαφάνιση τοῦ θυμοῦ καί τέλος ἡ ἔφεση γιά μάθηση καί ἡ «τῶν οἰκείων καλῶν ἀπιστία πιστή». (112) Εἶναι ἡ μόνη ἀρετή πού δέν μποροῦν νά μιμηθοῦν οἱ δαίμονες, (113) ἡ συντομώτερη ὁδός γιά τήν ἀπάθεια, (114) «σίφων οὐράνιος, ἐξ ἀβύσσου ἁμαρτημάτων εἰς οὐρανὸν ἀνενεγκεῖν ψυχὴν δυνάμενος» (115) καί σύμμαχος στόν πόλεμο ἐναντίον ὅλων τῶν παθῶν. (116)
Στόν ἀγῶνα γιά τήν κατάκτηση τῆς ὑψηλῆς αὐτῆς βαθμίδος τῆς πνευματικῆς κλίμακος, οἱ σφοδρότεροι ἀντίπαλοι εἶναι ἡ κενοδοξία καί ἡ ὑπερηφάνεια, «τὸ τέλος τῶν ἀκαθάρτων παθῶν». (117) Ἡ κατατρόπωση τῶν πολυκεφάλων αὐτῶν θηρίων εἶναι ἡ μόνη ὁδός πρός τήν μακαρία ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης.
Τό πάθος τῆς κενοδοξίας τρέφουν καί αὐξάνουν οἱ ἔπαινοι καί στήν ἀντιμετώπιση αὐτοῦ τοῦ πειρασμοῦ πρέπει ἰδιαιτέρως νά στρέψη ὁ ἀγωνιζόμενος τήν προσοχή του, διότι προξενεῖ μεγάλη βλάβη. Μόνο οἱ Ἅγιοι καί οἱ Ὅσιοι μποροῦν νά παρέρχονται χωρίς βλάβη τούς ἐπαίνους. (118) Ἡ προφύλαξη τοῦ στόματος, ἡ ἀγάπη τῆς ἀτιμίας, ἡ ἀποφυγή τῶν ἔργων πού ὑποβάλλουν οἱ λογισμοί τῆς κενοδοξίας, ἡ ἐνθύμηση τῶν ἁμαρτιῶν, τό πένθος εἶναι ἰσχυρά ὅπλα κατά τῆς κενοδοξίας. (119) Ἄν δέν πολεμηθῆ τό πάθος τῆς κενοδοξίας, αὐξάνεται καί γεννᾶ τήν ὑπερηφάνεια πού εἶναι «πλούτου καί ἱδρώτων ἀπώλεια», (120) ἀλλά καί πρόξενος αἰώνιας καταδίκης. Ἡ ὑποταγή, ἡ ἀνάγνωση τῶν κατορθωμάτων τῶν Ἁγίων, ἡ ἀτιμωτική καί σκληρή συμπεριφορά ἐκ μέρους τῶν πνευματικῶν ὁδηγῶν, (121) ἡ αὐτομεμψία καί ἡ σκέψη ὅτι τίποτα δέν μποροῦμε νά κατορθώσουμε μόνοι μας καί ὅλα ὅσα ἔχουμε μᾶς δωρήθηκαν ἀπό τόν Θεό εἶναι τά κατάλληλα θεραπευτικά μέσα τοῦ θανατηφόρου ἰοῦ τῆς ὑπερηφανείας. Ἡ ὑπερήφανη ψυχή εἶναι πρόσφορο ἔδαφος καί στούς λογισμούς τῆς βλασφημίας. (122) Συνήθης αἰτία, ἐπίσης, τῶν βλασφήμων λογισμῶν εἶναι ὁ φθόνος τῶν δαιμόνων γι᾿ αὐτό καί συνιστᾶται ἡ περιφρόνησή τους, βοηθεῖ ὅμως καί ἡ ἀκατακρισία στόν ἐναντίον τους πόλεμο . (123)
Ὅποιος ἀγωνίζεται νά φθάση στό λιμάνι τῆς ταπεινοφροσύνης χρησιμοποιεῖ τρόπους καί ἐπιτηδεύματα, εὐχές καί προσευχές, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης. (124) Ἡ αὐτογνωσία, (125) ἡ ἐνθύμηση τῶν ἁμαρτιῶν, παρ᾿ ὅλο πού ἔχουν συγχωρηθῆ, (126) ἡ ἀνάμνηση τοῦ Πάθους τοῦ Χριστοῦ, (127) ἡ ἀποφυγή τῆς πολυλογίας, ἡ ἀπόκρυψη τῆς σοφίας καί τῶν χαρισμάτων, ἡ ἁπλῆ ὁμιλία, (128) ἡ διαρκής μνημόνευση τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου «ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοι ἐσμεν· ὃ ὀφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (129) καί ἄλλα διάφορα ἐπαινετά τεχνάσματα γιά τήν ἀπόκτηση τοῦ θησαυροῦ τῆς ταπεινοφροσύνης. Μιά πολύ σημαντική παρατήρηση τοῦ Ἁγίου εἶναι ὅτι τό κατόρθωμα τῆς ταπεινοφροσύνης ἀνήκει μόνο πιστούς Ὀρθοδόξους. Στούς ἑτεροδόξους εἶναι ἀδύνατο νά βρεθῆ ταπείνωση, ὅπως εἶναι ἀδύνατο νά προέλθη φλόγα ἀπό τό χιόνι. (130)
Στόν ἀγῶνα ἡ διάκριση διαδραματίζει οὐσιαστικό ρόλο καί σέ ὅλα τά πράγματα μᾶς χρειάζεται ὁ λύχνος της. (131) «Διακρίσει πολλῇ χρησώμεθα, πότε μὲν ἵστασθαι, καὶ ἐν ποίοις καὶ ἕως τίνος προσπαλαίειν ταῖς τῶν παθῶν ὕλαις ὀφείλομεν, πότε δὲ ὑπεξίστασθαι· ἔστι γὰρ καὶ φυγὴν προκρῖναι διὰ τὴν ἀσθένειαν, ἵνα μὴ ἀποθάνωμεν». (132) Ἡ διάκριση διδάσκει τό μέτρο καί τόν καιρό τοῦ κάθε ἀγωνίσματος, ὅπως καί τόν κατάλληλο τρόπο θεραπείας γιά κάθε πάθος. Ὅταν ἡ ψυχή καταβάλλεται ἀπό ἁμαρτίες θά ἐνισχυθῆ ἀπό τήν ἐνθύμηση τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ μνήμη τῆς κολάσεως θά τήν ἀπελπίση. Τόν καιρό, ὅμως, πού τήν πολεμᾶ τό πάθος τῆς ὑπερηφανείας, χρειάζεται ὁ φόβος τῆς Κρίσεως. (133) Ὅπως ἡ χρήση τῶν φαρμάκων γιά τίς σωματικές ἀσθένειες ποικίλλει ἀναλόγως τῶν περιστάσεων, ἔτσι καί ἡ χρήση τῶν πνευματικῶν φαρμάκων γιά τή θεραπεία τῶν παθῶν. Τό ἴδιο παρασκεύασμα στόν ἴδιο ἄνθρωπο, ὅταν προσφέρεται στόν κατάλληλο καιρό καί στήν ἀπαιτούμενη ποσότητα εἶναι φάρμακο, ἄν ὄχι γίνεται δηλητήριο. (134) Π.χ. ἡ ψαλμωδία, ὅταν εἶναι μέτρια καταπραΰνει τό θυμό, ὅταν, ὅμως, εἶναι ἄμετρη καί ἄκαιρη δημιουργεῖ φιληδονία. (135) Ὁ ἀγωνιστής πού διαθέτει διάκριση δέν θά ἐπιχειρήση ἀγῶνες καί ἀπόκτηση χαρισμάτων πρό καιροῦ. «Μὴ τοίνυν», συμβουλεύει ὁ Ἅγιος, «τὰ τοῦ καιροῦ ζητήσωμεν πρὸ καιροῦ, ἐξ ὑπερηφάνου προθυμίας ἀπατώμενοι· μὴ ἐν Χειμῶνι τὰ τοῦ θέρους· μὴ ἐν σπόρῳ τὰ τῶν δραγμάτων· ἐπειδὴ καιρὸς τοῦ σπεῖραι πόνους καὶ καιρὸς τοῦ θερίσαι χάριτας τὰς ἀρρήτους· εἰ δὲ μὴ, οὐδὲ ἐν τῷ καιρῷ τὰ τοῦ καιροῦ οἰκεῖα κομισόμεθα». (136)
Στήν ἀρετή τῆς ὑπακοῆς ἀφιερώνεται ἕνας ἐκτενέστατος λόγος στήν Κλίμακα καί δικαιολογημένα, ἀφοῦ τό σύγγραμμα διαλαμβάνει τά τῆς Μοναχικῆς πολιτείας. Τήν χαρακτηρίζει μάλιστα, μαζί μέ τήν εὐθύτητα τῆς καρδιᾶς, ὡς δρόμο καί ἀφορμή γιά τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. (137) Ὅσο ὅμως εἶναι θεμελώδης μοναχική ἀρετή ἡ ὑπακοή, ἐξ ἴσου ἀπαραίτητη εἶναι καί γιά τούς ἐν τῷ κόσμῳ πιστούς. Διά στόματος τοῦ Γέροντος ἤ τοῦ Πνευματικοῦ γνωρίζεται στόν ὑποτακτικό καί ἐξομολογούμενο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ὑπακοή, μέσῳ αὐτοῦ, ἀναφέρεται στόν Θεό. Ὁ πνευματικός ὁδηγός εἶναι ὁ Μωϋσῆς πού ἐξάγει τόν χειραγωγούμενο ἀπό τήν Αἴγυπτο τῶν παθῶν. Ἡ ὑπακοή εἶναι στοιχεῖο γνησιότητος τοῦ ἀγῶνος, διότι μέ τήν ὑπακοή ἡ ἄσκηση γίνεται κατά τήν κρίση ἐκείνου πού ἔχει ἀναλάβει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τήν εὐθύνη τῆς ψυχῆς μας καί ὄχι κατά τό οἰκεῖο, συνήθως ἁμαρτωλό καί ἐγωϊστικό θέλημα. «Πύκται καὶ ἀθληταὶ τοῦ Χριστοῦ» (138) καί «ἀνδρεῖοι πολεμισταί» (139) χαρακτηρίζονται οἱ ὑποτακτικοί, πού μέ ἀσπίδα τήν πίστη στό Θεό καί τήν ἀδίστακτη ἐπιστοσύνη στόν γυμναστή τους καί μέ περικεφαλαία τίς εὐχές τοῦ Γέροντά τους, γίνονται εὐκατάνυκτοι, γλυκομίλητοι, ἐγκρατεῖς, μέ ἀγωνιστικό ζῆλο, μέ πνευματική θερμότητα, ἀπολέμητοι ἀπό τά πάθη. (140) Ἡ διαρκής ἐκκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος καί οἱ παιδαγωγικοί ἐξευτελισμοί ἀπό τόν Πνευματικό Πατέρα ὁδηγοῦν τούς ὑποτακτικούς στήν μητέρα τῶν ἀρετῶν, τήν ταπεινοφροσύνη. Ὑπακοή σημαίνει ἄρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλλά καί ἀσφάλεια τήν πνευματική πορεία. Ἡ ἐμπιστοσύνη στόν λογισμό μας καί στήν διάκρισή μας σημαίνει βέβαιη καταστροφή, ἐνῶ ἡ ἀνάθεση τοῦ φορτίου μας στούς ὤμους κάποιου ἄλλου, εἶναι τραχεῖα μέν, ἀλλά σύντομη καί ἀσφαλής ὁδός σωτηρίας. (141)
Στήν ἐνίσχυση τῆς ἐμπιστοσύνης πρός τόν Πνευματικό μας πατέρα συντελεῖ ἡ ἐνθύμηση τῶν ἀρετῶν του καί τῶν πνευματικῶν του κατορθωμάτων, (142) ἐνῶ ἡ λεπτολόγος ἐξέταση τῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν του τήν κλονίζει. Γι᾿ αὐτό, συνιστᾶ ὁ Ἅγιος, νά φεύγης μακριά σάν ἀπό πορνεία ἀπό τόν λογισμό πού σοῦ ὑποβάλλει νά κρίνης τόν Γέροντα. (143)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1)Σύντομη βιογραφία τοῦ Ὁσίου Ἱωάννου τοῦ Σιναΐτου γραμμένη ἀπό τόν μοναχό Δανιήλ τῆς Μονῆς τῆς Ραϊθοῦ καί σύγχρονο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου Βλ. ἐν ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΠΟΥΛΟΠΑΤΗ, Ἀρχιμ., τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου Κλῖμαξ. Εἰσαγωγή-Κείμενον-Μετάφρασις-Σχόλια-Πίνακες. Ἐκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Παρακλήτου, Ὡρωπός Ἀττικῆς 1978, σελ. 17-31.
(2)Περί τῆς δομῆς, τοῦ ὕφους καί τῆς γλῶσσας, τῆς διδασκαλίας, τῆς ἀξίας, τῶν πηγῶν, τῶν ἐπιδράσεων, τοῦ corpus , τῶν στίχων καί ἐπιγραμμάτων, τῶν σχολίων, τῶν ἐξηγητικῶν ἔργων, τῆς μεταφράσεως, τῆς χειρογράφου παραδόσεως καί τῶν ἐκδοσεων τῆς Κλίμακος Βλ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΠΟΥΛΟΠΑΤΗ, Ἀρχιμ., ὅπ. π., σελ. 1-15.
(3)Σχετικ ή περί τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου καί τοῦ Βιβλίου τῆς Κλίμακος αὐτοῦ βιβλιογραφία. Βλ. ἐν ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΠΟΥΛΟΠΑΤΗ, Ἀρχιμ., ὅπ. π., σελ. 454-455. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΔΗΜ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ, Γενική Βιβλιογραφία περί Σινᾶ, τεύχη Α΄, Ἀθῆναι 1972· Β΄, Ἀθῆναι 1972· Γ΄, Ἱεροσόλυμα 1979. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Τοῦ Ἐπισκόπου Παραμυθίας Παϊσίου «Περιγραφή τοῦ Ἁγίου καί Θεοβαδίστου Ὄρους Σινᾶ », Ἀθῆναι 1978. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Τό Σιναϊτικόν Ζήτημα ΙΣΤ΄-ΙΘ΄ αἰ. (Διδακτορική Διατριβή), Ἀθῆναι 1987. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ἡ Βιβλιοθήκη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης στό Σινᾶ, Ἀθῆναι 20022. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Βυζαντινά Παράτιτλα, ΙΙΙ (Ν-Ω), Ἀθῆναι 2004, σελ. 121-127. COMUNITÀ MONASTICA DI BOSE ( ἔκδ ), Giovanni Climaco e il Sinai. Atti del IX Convegno Oecumenico Internazionale ( Edizioni « Quiquajon» ), Bose 2001, ἔνθα καί τοῦ ὑποσημειουμένου Ἀνακοίνωση « La Bibliotheca del Monastero di Santa Caterina del Sinai », pp . 3390380. Νεώτερη δέ βλ. ἐν JOHN CHRYSSAVGIS , John Climacus . From the A e gyptian Desert to the Sinaite Mountain , Ashgate Publishing Aldershot H a mpshire , England 2004.
(4)Ἀναφέρεται στό γεγονός τῆς ἀναστάσεως τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας, ἡ ὁποία φιλοξένησε τόν προφήτη Ἠλία στά Σαρεπτά τῆς Σιδωνίας, ὅταν αὐτός ἐδιώκετο ὑπό τῆς βασιλίσσης Ἰεζάβελ, Βασιλειῶν Γ΄ ιζ΄, 1-24.
(5)« Το ῦ ποταμοῦ τα ὁρμήματα εὐφραίνοντα τήν πόλιν τοῦ Θεοῦ », Ψαλμ . με΄ ( μστ΄ ), 5.
(6)Τό ἐν λόγῳ ἁγιογραφικό χωρίο , καταγράφεται μᾶλλον ὑπο μνήμης διότι ἐν τῇ Π . Δ ἔχει ὡς ἐ ξῆς : « Πρσέλθετε πρός με οἱ ἐπιθυμοῦντες μου , καί ἀπό τῶν γεννημάτων μου ἐμπλήσθητε ˙ τό γάρ μνημόσυνό μου ὑπέρ τό μέλι γλυκύ καί ἡ κληρονομία μου ὑπέρ μέλιτος κηρίον ˙ οἱ ἐσθίο ν τές με ἔτι πεινάσουσιν , καί οἱ πινόντές με ἔτι διψήσωσιν ˙ ὁ ὑπακούων μου ούκ ἀισχυνθήσεται , καί οἱ ἐργαζόμενοι ἐν ἐμοί οὐχ ἀμαρτήσουσι », Σοφία Σειράχ κδ΄ , 19-22.
(7)Γένεσις γ΄, 18
(8)Γένεσις γ΄, 17
(9)Γένεσις γ΄, 19
(10)Πρβλ. Ἰωάννου Α΄ Καθολική Ἐπιστολή γ΄, 2: «Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμέν, καί οὕπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα· οἴδαμεν δέ ὅτι, ἐάν φανερωθῆ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι» .
(11)ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Κεφάλαια διάφορα Θεολογικὰ τε καὶ Οἰκονομικὰ Ἑκατοντάς Ι΄, μβ΄, ἐν J . P MIGNE , Patrologia Graeca , τόμ. 90, στ. 1193. Βλ. καί ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ, συνερανισθεῖσα παρά τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων, ἐν ᾗ διά τῆς κατά τήν πρᾶξιν καί θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται καί εἰς ἥν προσετέθησαν τά ἐκ τῆς ἐν Βενετίᾳ ἐκδόσεως ἐλλείποντα κεφάλαια τοῦ μακαρίου Πατριάρχου Καλλίστου. Τόμος Β΄ (Ἐκδοτικός οἶκος «Ἀστήρ» Ἀλ. καί Ε. Παπαδημητρίου), Ἀθῆναι ͵αϠνη΄ (= 1958), σελ. 98.
(12)Τιμ.Α΄ στ΄, 12.
(13)Β΄ Τιμ. Δ΄ 7.
(14)Ἑβρ. ιβ΄ 1-4.
(15)«Ἐπεὶ δὲ ὁ λόγος εἰς τοῦτο περιῆλθεν ἡμῖν, ἀνάγκη καὶ περί τῶν ἐν ὑποταγῇ διαλαβεῖν ἐνταῦθα· πρὸς αὐτοὺς γὰρ ὁ λόγος μάλιστα ἀποτείνεται». ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλίμαξ, Ἔκδ. Ἱ.Μ.Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 1986, Λόγος ΚΖ΄ , ζ΄, σελ.343.
(16)Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, μβ΄, σελ. 275-276.
(17)Κλίμαξ, Λόγος Ζ΄ κβ΄, σελ. 144.
(18)Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, νη΄, σελ. 300.
(19)Α΄, Τιμ. β΄, 4.
(20)Κλίμαξ, Λόγος Ἕτερος Εἰς τόν Ποιμένα, σελ. 381-382.
(21)Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄ μη΄, σελ. 298.
(22)Κλίμαξ, Λόγος ΚΖ΄ Β΄ β΄, σελ. 341-342.
(23)Ἐφεσ. στ΄, 12.
(24)Ματθ. ιγ΄, 8.
(25)Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, νδ΄, σελ. 299.
(26)Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄ λε΄, σελ. 293.
(27)Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, μζ΄, σελ. 298.
(28)Κλίμαξ, Λόγος Η΄, κθ΄, σελ. 164.
(29)«Εἴ τις ἑαυτόν ὑπό οἰήσεως καί ὀξυχολίας, πονηρίας τε καί ὑποκρίσεως εὐχερῶς ἡττώμενον θεάσαιτο, καί διά τοῦτο μάχαιραν πραότητος καί ἀνεξικακίας δίστομον κατ᾿ αὐτῶν ἐσκέψατο σπάσασθαι, οὗτος πορευθείς παραγένηται, ὥσπερ ἐν κναφείῳ σωτηρίας, ἐν συνοδίᾳ ἀδελφῶν, καί μάλιστα σκληρωτάτων, εἴπερ αὐτά τελείως ἐκδύσασθαι βούλεται· ἵνα ἐκεῖσαι ἐξ ὕβρεων καί ἀτιμιῶν, προσέτι δέ καί τῶν δι' ἀδελφῶν τρικυμιῶν τεινόμενος καί νοερῶς τυπτόμενος ἤ τάχα, που καί αἰσθητῶς ξεόμενός τε καί λακτιζόμενος καί πατούμενος τόν τῇ αἰσθῆτι τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἐνυπάρχοντα ρύπου ἀποπλύνῃ». Λόγος Η΄, κη΄, 163.
(30)«Ἔστω σοι περί τό λάγνον ρέποντι, γυμναστής ἀσκητής καί ἀπαράκλητος πρός τροφήν, καί μή μᾶλλον θαυματοποιός καί ἕτοιμος πᾶσιν εἰς ὑποδοχήν καί τράπεζαν. Ἔστω σοι ὑψαύχενι ὄντι, ὀξύς καί ἀπαραχώρητος, ἀλλά μή πρᾶος καί φιλάνθρωπος». Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, ρκβ΄, 112.
(31)Κλίμαξ, Λόγος ΚΖ΄, ε΄, σελ. 343.
(32)Κλίμαξ, Λόγος Λ΄, ιη΄, σελ. 379.
(33)Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, Β΄, κη΄, σελ. 314.
(34)Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, Β΄, κη΄, σελ. 314.
(35)«Σκώληξ πολλάκις αὐξηθεὶς, πτεροφυήσας ἀνηνέχθη εἰς ὕψος· καί κενοδοξία τελεσθεῖσα ὑπερηφανίαν ἔτεκε, τὴν πάντων τῶν κακῶν ἀρχηγὸν καὶ τελείωσιν». Κλίμαξ, Λόγος ΚΑ΄, λστ΄, σελ. 245.
(36)«Ὑπόθου μοι εἶναι δώδεκα τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας, τινὸς τετιμημένου ἀκήκοα φήσαντος· ἐὰν ἕν τούτων, λέγω δὴ τὴν οἴησιν, ἀγαπήσῃς θελήματι, ἐκεῖνο ἀναπληρώσῃ τὸν τόπον τῶν ἕνδεκα». Κλίμαξ, Λόγος ΚΒ΄, στ΄, σελ. 247.
(37)Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, λζ΄, σελ. 294.
(38)«Βίας ἀληθῶς καὶ ἀπαύστων ὀδυνῶν, οἱ εἰς τὸν οὐρανὸν μετὰ σώματος ἀνελθεῖν ἐπιχειρήσαντες δέονται· καὶ μάλιστα ἐν προοιμίοις αὑτῶν τῆς ἀποταγῆς, ἄχρις οὗ τὸ φιλήδονον ἡμῶν ἦθος καὶ ἡ ἀνάλγητος καρδία εἰς φιλοθεΐαν καὶ ἁγνισμὸν διὰ πένθους ἐναργοῦς κατασταθῶσι. Μόχθος γὰρ ὄντως, μόχθος καὶ πολλὴ καὶ ἀόρατος ἡ πικρία..Γινωσκέτωσαν πάντες οἱ τῷ καλῷ ἀγῶνι τούτῳ τῷ σκληρῷ καὶ στενῷ τῷ σκληρῷ καὶ ἐλαφρῷ προσερχόμενοι, ὡς εἰς πῦρ προσεληλύθασιν εἰσπηδῆσαι...». Κλίμαξ, Λόγος Α΄, ιστ΄-ιη΄, σελ. 41.
(39)«Ἐν αὐταῖς ταῖς ἀρχαῖς τῆς ἀποταγῆς πάντως μετὰ κόπου καὶ πικρίας τὰς ἀρετὰς κατεργαζόμεθα· προκόψαντες δὲ λοιπὸν, ἀλύπως ἐν αὐταῖς ἢ καὶ μικρὸν λυπούμενοι διακείμεθα· ὅταν δὲ τὸ θνητὸν ἡμῶν φρόνημα καταποθῇ καὶ κυριευθῇ ὑπὸ τῆς ἐν ἡμῖν προθυμίας, τότε λοιπὸν μετὰ πάσης χαρᾶς καὶ σπουδῆς καὶ πόθου καὶ φλογὸς ταύτας κατεργαζόμεθα». Κλίμαξ, Λόγος Α΄, κθ΄, σελ. 44.
(40)Κλίμαξ, Λόγος Γ΄, ιθ΄, σελ. 59.
(41)«...πλὴν θαρσῶμεν οἱ ἐμπαθεῖς καὶ ἀδύνατοι, πίστει ἀδιστάκτῳ τὴν ἡμετέραν ἀσθένειαν καὶ τὴν ψυχικὴν ἀδυναμίαν τῇ χειρί ἡμῶν τῇ δεξιᾷ Χριστῷ προσφέροντες καὶ ἐξομολογούμενοι· καὶ πάντως τὴν αὐτοῦ βοήθειαν καὶ ὑπὲρ τὴν ἑαυτῶν ἀξίαν κομισόμεθα» Κλίμαξ, Λόγος Α΄, ιζ΄, σελ. 41.
(42)Κλίμαξ, Λόγος ΚΑ΄, η΄, σελ. 239.
(43)«Εἰσί πάντως καί κενόδοξοι, ἔν τισιν αἰτήμασιν αὐτῶν εἰσακουσθῆναι παρά Θεοῦ ὀφείλοντες, ὧν ὁ Κύριος προκαταλαμβάνειν τάς εὐχάς καί τάς δεήσεις πέφυκεν, ἵνα μή δι᾿ εὐχῆς εἰληφότες τῇ ἑαυτῶν οἰήσει προσθῶσιν». Κλίμαξ, Λόγος ΚΑ΄, λδ΄, σελ. 245.
(44)Κλίμαξ, Λόγος η΄, δ΄, σελ. 157.
(45). Ματθ. ι΄,37-38
(46). «Δοῦλοι γάρ εἰσι πιστοὶ οἱ φόβῳ τῶν ἠπειλημένων ἐκπληροῦντες τοῦ δεσπότου τὰς ἐντολὰς καὶ τοῖς πιστευθεῖσιν εὐνοϊκῶς ἐπεξεργαζόμενοι· μίσθιοι δὲ οἱ πόθῳ τῶν ἐπηγγελμένων ἀγαθῶν βαστάζοντες μεθ᾿ ὑπομονῆς τὸ βάρος τῆς ἡμέρας καὶ τὸν καύσωνα...Υἱοὶ δὲ, οἱ μήτε φόβῳ τῶν ἠπειλημένων, μήτε πόθῳ τῶν ἐπηγγελμένων, ἀλλὰ τρόπῳ καὶ ἕξει τῆς πρὸς τὸ καλὸν κατὰ γνώμην τῆς ψυχῆς, ροπῆς τε καὶ διαθέσεως, μηδέποτε τοῦ Θεοῦ χωριζόμενοι». Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, Φιλοκαλία, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις «Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», τόμ. 14, σελ. 150.
(47). Κλίμαξ, Λόγος Α΄, κδ΄, σελ. 43.
(48). Κλίμαξ, Λόγος ΚΖ΄, α΄, σελ. 335.
(49). «Μισητὸν ἀληθῶς καὶ ἐπικίνδυνον εὐθὺς ἐκ εἰσόδου τῆς πάλης χαυνωθῆναι τὸν παλαίοντα, πᾶσι διδόναι τεκμήριον τῆς ἑαυτοῦ σφαγῆς. Ἔσται ἡμῖν πάντως ἐκ τῆς στερρᾶς ἀρχῆς καὶ ἐν τῇ μετ᾿ αὐτὴν χαυνώσει ὠφέλεια· ψυχὴ γὰρ ἀνδρισαμένη, καὶ αὖθις ὑποχαλάσασα, ὑπὸ τῆς μνήμης τῆς ἀρχαίας σπουδῆς ὡς ὑπὸ κέντρου πλήσσεται· διὸ καὶ ἐκ τούτου τινὲς πολλάκις ἑαυτοὺς ἀνεπτέρωσαν· ἦσαν γὰρ ὡς ἀετοὶ πρεροβολήσαντες. Ὁπόταν ἡ ψυχὴ ἑαυτὴν προδοῦσα τὴν θέρμην ἀπολέσῃ τὴν μακαρίαν καὶ ἐπέραστον, ζητησάτω ἐπιμελῶς ἐκ ποίας αἰτίας ταύτης ἐστέρηται, καὶ κατ᾿ ἐκείνης ὅλον τὸν πόλεμον καὶ τὴν σπουδὴν ἀναλαβέτω· οὐκ ἔστι γὰρ δι᾿ ἑτέρας πύλης αὐτὴν ἐπαναστρέψαι, εἰμὴ δι᾿ ἧς ἐξελήλυθεν». Κλίμαξ, Λόγος Α΄,κα΄-κγ΄, σελ. 42-43.
(50). «..Ὡς ὑπὸ Θεοῦ καὶ βασιλέως κληθέντες, προθύμως δράμωμεν· μήπως ὀλιγοχρόνιοι ὄντες, ἐν ἡμέρᾳ θανάτου ἄκαρποι εὑρεθῶμεν, καὶ τῷ λιμῷ τελευτήσωμεν. Εὐαρεστήσωμεν τῷ Κυρίῳ, ὡς στρατιῶται βασιλεῖ· μετὰ γὰρ τὴν στρατείαν τότε τὴν ἀκριβῆ δουλείαν ἀπαιτούμεθα. Φοβηθῶμεν τὸν Κύριον ὡς τὰ θηρία· εἶδον γὰς ἄνδρας συλῆσαι πορευθέντας, καὶ Θεὸν μὲν οὐκ ἐφοβήθησαν, κυνῶν δὲ φωνὴν ἐν τῷ τόπῳ ἀκούσαντες, εὐθέως ὑπέστρεψαν· καὶ ὅπερ φόβος Θεοῦ οὐκ ἐποίησε, τοῦτο φόβος θηρίων ἴσχυσεν. Ἀγαπήσωμεν τὸν Κύριον, ὡς τοὺς φίλους σεβόμεθα...». Κλίμαξ, Λόγος Α΄,κδ΄, κστ΄,κζ΄, κη΄, σελ. 43-44.
(51). «Μή τήν γυναῖκα, ἀλλά αὐτόν τόν Λώτ μιμεῖσθαι σπουδάσωμεν· ψυχή γάρ στραφεῖσα ὅθεν ἐξῆλθεν, ὡς τό ἅλας μωρανθήσεται, καί ἀκίνητος μενεῖ τοῦ λοιποῦ. Φεῦγε Αἴγυπτον ἀμεταστρεπτί· αἱ γάρ στραφεῖσαι καρδίαι ἐκεῖ, τήν γῆν τῆς ἀπαθείας Ἱερουσαλήμ οὐκ ἐθεάσατο». Κλίμαξ, Λόγος Γ΄, ιγ΄-ιε΄, σελ. 58-59.
(52). «... ὑπομονῆς ὁ ἐργάτης δέεται...». Κλίμαξ, Λόγος ΚΖ΄, λη΄-λθ΄, σελ. 350-351.
(53). Κλίμαξ, Λόγος Α΄, μγ΄, σελ. 47.
(54). Κλίμαξ, Λόγος ΚΑ΄, κε΄, σελ. 242.
(55). «Δίδου κόπους νεότητός σου προθύμως Χριστῷ, καί χαρίσῃ ἐν γήρᾳ ἐπί πλούτῳ ἀπαθείας· τά ἐν νεότητι συναγόμενα, ἐν τῷ γῆρᾳ τούς ἐξατονήσαντας τρέφουσι καί παραμυθοῦνται· κάμωμεν νέοι ζεόντως· δράμωμεν νηφόντως· ὁ γάρ θάνατος ἄδηλος». Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, οδ΄-οε΄, σελ. 98.
(56). Κλίμαξ, Λόγος ΚΑ΄, κε΄, σελ. 242.
(57). Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, ιζ΄, σελ. 73.
(58). Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, ιστ΄, σελ. 71-72.
(59). Κλίμαξ, Λόγος Ε΄, ιε΄, σελ. 131.
(60). «Μετάνοιά ἐστιν, ἀνάκλησις βαπτίσματος. Μετάνοιά ἐστι, συνθήκη πρός Θεός δευτέρου βίου. Μετανοῶν ἐστι, ταπεινώσεως ἀγοραστής. Μετάνοιά ἐστι, σωματικῆς παρακλήσεως διηνεκής ἀνελπιστία. Μετάνοιά ἐστιν, αὐτοκατάκριτος λογισμός καί ἀμέριμνος αὐτομέριμνος. Μετάνοιά ἐστι, θυγάτηρ ἐλπίδος καί ἄρνησις ἀπελπισίας. Μετανοῶν ἐστι, κατάδικος ἀκαταίσχυντος. Μετάνοιά ἐστι, διαλλαγή Κυρίου, διά τῆς τῶν ἐναντίων τοῖς πταίσμασιν ἀγαθοεργίας. Μετάνοιά ἐστιν, ἑκούσιος πάντων τῶν θλιβερῶν ὑπομονή. Μετανοῶν ἐστι, δημιουργός οἰκείων κολάσεων. Μετάνοιά ἐστι, θλῖψις γαστρός ἰσχυρά, καί ψυχῆς πλῆξις ἐν αἰσθήσει κραταιᾷ». Κλίμαξ, Λόγος Ε΄, β΄, σελ. 115.
(61). «Πένθος ἐστι, κέντρον χρύσεον ψυχῆς, πάσης προσηλώσεως καί σχέσεως γυμνωθέν, καί ἐν ἐπισκοπῇ καρδίας ὑπό τῆς ὁσίας λύπης καταπηχθέν». Κλίμαξ, Λόγος Ζ΄, β΄, σελ. 140.
(62). Κλίμαξ, Λόγος Ζ΄, κγ΄, σελ. 144.
(63). «Γίνου σύννους, ἀφιλένδεικτος (=νά μήν ἀγαπᾶς νά ἐπιδεικνύεσαι) πρός τήν σεαυτοῦ καρδίαν ἐξεστηκώς· δεδοίκασι γάρ σύννοιαν οἱ δαίμονες, ὡς οἱ κλέπται τούς κύνας». Κλίμαξ, Λόγος Ζ΄, ιη΄, σελ. 143.
(64). Κλίμαξ, Λόγος Ζ΄, μα΄, σελ. 147.
(65). Κλίμαξ, Λόγος Ζ΄, ια΄, σελ. 142.
(66). Κλίμαξ, Λόγος Ζ΄, ιβ΄, σελ. 142.
(67). Κλίμαξ, Λόγος Στ΄, ε΄-στ΄, σελ. 134-135.
(68). Κλίμαξ, Λόγος ΙΖ΄, ε΄, σελ. 225-226.
(69). «Τοῦτο ἀληθές τεκμήριον τῶν ἐν αἰσθήσει καρδίας μνημονευόντων τοῦ θανάτου, ἡ πρός πᾶσαν τήν κτίσιν ἑκούσιος ἀπροσπάθεια καί τοῦ ἰδίου θελήματος παντελής ἐγκατάλειψις. Δόκιμος μέν πάντως ὁ καθ΄ ἡμέραν τοῦτον προσδεχόμενος· ἅγιος δέ, ὁ καθ' ὥραν τούτου ἐφιέμενος...». Κλίμαξ, Λόγος Στ΄, η΄ , σελ. 135.
(70). Στόν φιλοσοφικό διάλογο τοῦ Πλάτωνος «Φαίδων», ὁ ἑτοιμοθάνατος Σωκράτης λέγει: Οἱ ὀρθῶς φιλοσοφοῦντες ἀποθνήσκειν μελετῶσι, καί τό τεθνάναι ἥκιστα αὐτοῖς ἀνθρώπων φοβερόν» (Πλάτωνος, Φαίδων, 67 e ). «Οὐκ ἐστι, φησί τις, οὐκ ἔστι τήν ἐνεστῶσαν ἡμέραν εὐσεβῶς διεξιέναι, εἰμί αὐτήν ἑσχάτην παντός βίου λογισόμεθα. Καί θαῦμα ὄντως, πῶς καί Ἕλληνές τι τοιοῦτον ἐφθέγξαντο· ἐπεί καί φιλοσοφίαν τοῦτο εἶναι ὁρίζονται, μελέτην θανάτου». Κλίμαξ, Λόγος ΣΤ΄, κστ΄, σελ. 139.
(71). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, ε΄, σελ. 282.
(72). «Πρόσχωμεν μήπως οὐκ ἐκ καθαρότητος, ἀλλά περικακῆσαν ὥσπερ τό συνειδός, τοῦ ἐλέγχειν ἐπαύσατο». Κλίμαξ, Λόγος Ε΄, κα΄, σελ. 131.
(73). «...Ὁ γνούς ἑαυτόν, οὐδέποτε ἐμπαιχθείς ἐν τοῖς ὑπέρ ἑαυτόν ἐπιχειρήσει, ἀλλά βέβηκεν ἀσφαλῶς τόν πόδα ἐπί τῆς μακαρίας ταύτης τρίβου λοιπόν». Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, με΄, σελ. 276.
(74). «Ὅστις ἑαυτόν ὑπό τινος πλεονεκτούμενον πάθους θεάσασθαι, κατ' αὐτοῦ καί μόνον πρό πάντων ἑαυτόν ὁπλισάτω· καί μάλιστα τοῦ ἐμφυλίου πολεμίου τε καί ἐχθροῦ· τούτου γάρ μή καθαιρεθέντος, οὐδέν ἐκ τῆς τῶν λοιπῶν ὠφελούμεθα νίκης...». Κλίμαξ, Λόγος ΙΕ΄, λθ΄, σελ. 202.
(75). «Πρώτη δ᾿ ἄν εἴη θεραπεία, τῆς ἑαυτοῦ ἀλγηδόνος τήν αἰτίαν ἐπιγνῶναι· τῆς γάρ αἰτίας εὑρεθείσης, πρός ταύτην καί τό βοήθημα τῆς ἐμπλάστρου ἐκ προνοίας Θεοῦ καί ἰατρῶν πνευματικῶν οἱ νοσοῦντες ληψόμεθα». Κλίμαξ, Λόγος Η΄, λ΄, σελ. 164.
(76). Κλίμαξ, Λόγος Η΄, ιη΄, σελ. 160.
(77). «Μνῆμαι παθημάτων Ἰησοῦ, ἰάσονται μνησικακοῦσαν ψυχήν ἐκ τῆς αὐτοῦ ἀνεξικακίας ἰσχυρῶς αἰσχυνομένην». Κλίμαξ, Λόγος Θ΄, ιβ΄, σελ. 168.
(78). Κλίμαξ, Λόγος Ι΄, δ΄, σελ. 171.
(79). Κλίμαξ, Λόγος Ι΄, στ΄, σελ. 171.
(80). Κλίμαξ, Λόγος Ι΄, ια΄, σελ. 172.
(81). Κλίμαξ, Λόγος Ι΄, ι΄, σελ. 172.
(82). Κλίμαξ, Λόγος ΙΑ΄, ζ΄, σελ. 177.
(83). Κλίμαξ, Λόγος ΙΑ΄, στ΄, σελ. 176.
(84). Κλίμαξ, Λόγος ΙΔ΄, ιε΄, σελ.188.
(85). Κλίμαξ, Λόγος ΙΔ΄, ιθ΄, σελ.189.
(86). Κλίμαξ, Λόγος ΙΒ΄, ε΄, σελ. 179.
(87). Κλίμαξ, Λόγος ΙΓ΄, η΄, σελ. 183.
(88). «Τά μέν λοιπά πάθη, μιᾷ τινι ἀρετῇ καταργεῖται καθ' ἕκαστον· ἀκηδία δέ τῷ μοναχῷ περιεκτικός θάνατος». Κλίμαξ, Λόγος ΙΓ΄, στ΄, σελ. 182.
(89). Κλίμαξ, Λόγος ΙΓ΄, β΄, σελ. 181.
(90). «Ὁ ἑαυτόν πενθῶν ἀκηδίαν οὐκ εἶδεν». Κλίμαξ, Λόγος ΙΓ΄, θ΄, σελ. 183.
(91). Κλίμαξ, Λόγος ΙΓ΄, ι΄, σελ. 183.
(92). Κλίμαξ, Λόγος ΙΓ΄, ι΄, σελ. 184.
(93). Κλίμαξ, Λόγος ΙΔ΄, λα΄, σελ. 191.
(94). Λόγος ΙΔ΄, κβ΄, σελ. 189.
(95). Λόγος ΙΔ΄, κβ΄, σελ. 189.
(96). Κλίμαξ, Λόγος ΙΔ΄, κη΄, σελ. 190-191.
(97). Κλίμαξ, Λόγος ΙΔ΄, λβ΄, σελ. 193.
(98). Κλίμαξ, Λόγος ΙΗ΄, β΄, σελ. 227.
(99). Κλίμαξ, Λόγος ΙΘ΄, α΄, σελ. 230-231.
(100). Κλίμαξ, Λόγος ΙΘ΄, α΄, σελ. 230-231, καί Λόγος ΙΔ΄, κγ΄, σελ. 189.
(101). Κλίμαξ, Λόγος ΙΕ΄, δ΄, σελ. 195.
(102). Κλίμαξ, Λόγος ΙΕ΄, η΄, σελ. 196.
(103). Κλίμαξ, Λόγος ΙΕ΄, ι΄, σελ. 196.
(104). Κλίμαξ, Λόγος ΙΕ΄, ιγ΄, σελ. 197.
(105). «Ὁ τήν ἑαυτοῦ σάρκα βουληθείς πολεμῆσαι ἤ νικῆσαι ἐξ ἑαυτοῦ, εἰς μάτην τρέχει· ἐάν γάρ μή Κύριος καταλύσῃ οἶκον σαρκός, καί οἰκοδομήσῃ οἶκον ψυχῆς, εἰς μάτην ἠγρύπνησε καί ἐνήστευσεν ὁ καταλύειν βουλόμενος». Κλίμαξ, Λόγος ΙΕ΄, κα΄, σελ. 198. Πρβλ. Ψαλμ. ρκστ΄, 1.
(106). «Ἀνάθου Κυρίῳ τήν τῆς φύσεως ἀσθένειαν, ἐπιγνούς εἰσάπαν τήν οἰκείαν ἀδυναμίαν καί λήψη χάρισμα σωφροσύνης ἀνεπαισθήτως». Κλίμαξ, Λόγος ΙΕ΄, κβ΄, σελ. 198.
(107). Κλίμαξ, Λόγος ΙΕ΄, λδ΄, σελ. 202.
(108). Κλίμαξ, Λόγος Κ΄, α΄, σελ. 234.
(109). Κλίμαξ, Λόγος Κ΄, ζ΄, σελ. 235.
(110). Κλίμαξ, Λόγος Κ΄, στ΄, σελ. 235.
(111). Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, β΄, σελ. 264.
(112). Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, η΄, σελ. 268.
(113). Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, ιστ΄, σελ. 270.
(114). Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, λε΄, σελ. 274.
(115). Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, ξγ΄, σελ. 280.
(116). Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, β΄, σελ. 264-265.
(117). Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, θ΄, σελ. 268.
(118). «Ὑψηλῶν μέν, τό ὑπενεγκεῖν γενναίως καί ἀσμένως ὕβριν· ἁγίων δέ καί ὁσίων, τό ἀβλαβῶς παρελθεῖν ἐπαίνους». Κλίμαξ, Λόγος ΚΑ΄, ι΄, σελ. 239.
(119). Κλίμαξ, Λόγος ΚΑ΄, λ΄-λα΄, σελ. 244.
(120). Κλίμαξ, Λόγος ΚΒ΄, ιγ΄, σελ. 248.
(121). Κλίμαξ, Λόγος ΚΒ΄, ιδ΄-κα΄, σελ. 248-249.
(122). Κλίμαξ, Λόγος ΚΓ΄, ε΄, σελ. 254.
(123). «Τοῦ κρίνειν καί τοῦ κατακρίνειν τόν πλησίον παυσώμεθα, καί λογισμούς βλασφημίας οὐ φοβηθησόμεθα· ἀφορμή γάρ καί ρίζα τοῦ δευτέρου τό πρότερον». Κλίμαξ, Λόγος ΚΓ΄, ιβ΄, σελ. 256.
(124). Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, λγ΄-λδ΄, σελ. 273.
(125). Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, κη΄, σελ. 272.
(126). Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, λδ΄, σελ. 273.
(127). «Τινές μέν τά προγεγονότα κακά καί μετά τήν ἄφεσιν τούτων εἰς ὑπόθεσιν ταπεινοφροσύνης ἕως τέλους ἐσχήκασι, δι᾿ ἐκείνων τό μάταιον οἴημα κολαφίζοντες· ἕτεροι δέ, τό τοῦ Χριστοῦ ἐννοοῦντες πάθος ἑαυτούς ἀεί χρεώστας λογίζονται. Ἄλλοι διά τῶν καθημερινῶν ἐλλείψεων ἑαυτούς εὐτελίζουσιν· ὄχλοι ἐκ συμβατικῶν πειρασμῶν καί νόσων καί πταισμάτων τήν ἔπαρσιν ἐπτωμάτισαν· ἕτεροι δι' ἔνδειαν χαρισμάτων τήν χαρισμάτων μητέρα ᾠκειώσαντο... τοῦτο ἡ ταπείνωσις, τοῦτο ἡ μακαριότης, τοῦτο τό τέλειον ἔπαθλον». Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, λδ΄, σελ. 273-274.
(128). Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, ξβ΄, σελ. 279.
(129). Λουκᾶ ιζ΄, 10.
(130). «Ἀμήχανον ἐκ χιόνος προϊέναι φλόγα· ἀμηχανώτερον δέ ἐν ἑτεροδόξοις ταπεινοφροσύνην ὑπάρχειν». Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, κα΄, σελ. 272-273. Παρέκκλιση δηλαδή ἀπό τήν Ὀρθοδοξία τῆς πίστεως σημαίνει διάζευξη ἀπό τή γνήσια πνευματικότητα ἡ ὁποία ἑδράζεται ἐπάνω στήν ταπεινοφροσύνη. Καί τοῦτο διότι κατά τόν ἱερό Πατέρα τό κατόρθωμα τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι «κατόρθωμα πιστῶν καί εὐσεβῶν (=ὀρθοδόξων) καί τούτων κεκαθαρμένων». Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, λα΄, σελ. 273.
(131). Κλίμαξ, Λόγος ΚΖ΄, λ΄, σελ. 349.
(132). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, Β΄, ξε΄, σελ. 324.
(133). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄ Β΄, λα΄, σελ. 315.
(134). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, κ΄, σελ. 288.
(135). Κλίμαξ, Λόγος Η΄, ιθ΄, σελ. 160.
(136). Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, νθ΄, σελ. 300-301.
(137). Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, νθ΄, σελ. 279.
(138). Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, α΄, σελ. 65.
(139). Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, β΄, σελ. 65.
(140). «Εἶδον ὑπηκόους εὐκατανύκτους, προσηνεῖς, ἐγκρατεῖς, σπουδαίους, ἀπολεμήτους, θερμοὺς ἐκ τῆς τοῦ πατρός σκέπης γεγονότας». Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, νβ΄, σελ. 94.
(141). Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, στ΄, σελ. 67.
(142). «Ἀνάγκη πᾶσα τοὺς βουλομένους πίστιν ἀδίστακτον ἔχειν διαπαντὸς εἰς τοὺς ἐπιστατοῦντας, τὰ τούτων κατορθώματα τηρεῖν ἐν τῇ ἑαυτῶν καρδίᾳ ἀείμνηστα καὶ ἀνεξάλειπτα». Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, η΄, σελ. 68.
(143). «Ἐπάν σε ὁ λογισμὸς ἀνακρῖναι ἢ κατακρῖναι τὸν προηγούμενον ὑποβάλλῃ, ὡς ἀπὸ πορνείας ἀποπήδησον· μηδόλως τῷ ὄφει τούτῳ ἄδειαν παράσχου· μὴ τόπον, μὴ εἴσοδον, μὴ ἀρχήν». Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, θ΄, σελ. 68.
Σπυρίδωνος Δημ. Κοντογιάννη