Ὁ Δ΄ περί Ἱερωσύνης λόγος τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου μπορεῖ νά διακριθεῖ σέ τρεῖς ἐπιμέρους θεματικές ἑνότητες, οἱ ὁποῖες πραγματεύονται: α) Τήν ἐκλογή ἀναξίων γιά τό ἱερατικό ἀξίωμα κατόπιν πιέσεων τρίτων, β) τήν ἀπαραίτητη ἱκανότητα τοῦ ἱερέα νά κηρύττει ἐπαρκῶς τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, περιχαρακώνοντας τά ὅρια τῆς ὀρθόδοξης πίστεως καί γ) Τήν ἀνυπέρβλητη καί διαχρονική ἱκανότητα διδασκαλίας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ τοῦ ποιμένος- προτύπου ἀνά τούς αἰῶνες, τόν ἀπόστολο Παῦλο.
α΄) Περί ἐκλογῆς στό ἱερατικό ἀξίωμα κατόπιν πιέσεως τρίτων Στήν πρώτη καί μεγαλύτερη σέ ἔκταση θεματική ἑνότητα τοῦ Δ΄ περί Ἱερωσύνης Λόγου ὁ ἅγιος Χρυσόστομος πραγματεύεται περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες καλεῖται κάποιος, παρά τήν θέλησή του καί κατόπιν πιέσων ἐξωτερικῶν παραγόντων, νά ἀναλάβει τό ἱερατικό ἀξίωμα, προκειμένου νά ἀποδείξει ὅτι αὐτό δέν μπορεῖ νά ἀποτελεῖ ἄλλοθι γιά τήν πλημμελή ἄσκηση καθηκόντων. Προφανῶς, γιά νά ἀφιερώνει ἕνα τόσο μεγάλο μέρος τοῦ Δ΄ Λόγου σ' αὐτήν τήν περίπτωση, πολλές θά ὑπῆρξαν οἱ περιπτώσεις κληρικῶν πού προέβαλλαν ὡς δικαιολογία γιά τήν ποιμαντική τους ἀνεπάρκεια τήν ἀρχική ἀπροθυμία τους νά ἀναλάβουν τό ἱερατικό ἀξίωμα. Σύμφωνα μέ τόν Β. Χ. Καραγιῶργο, σ' αὐτήν τήν ἐκτεταμένη ἀναφορά «θά πρέπει ἀσφαλῶς νά συνέτειναν καί τά παρατηρούμενα μέ μεγάλη συχνότητα κατά τήν ἐποχή του κρούσματα σιμωνίας καί ἠθικῶν παρεκτροπῶν τοῦ κλήρου, μάλιστα δέ ἐπισκόπων » 1. Ὁ ἴδιος ἄλλωστε ὁ ἅγιος στόν Γ΄ περί Ἱερωσύνης Λόγο, ὅπως ἀνέφερε καί ὁ προηγούμενος ἀπό ἐμένα εἰσηγητής, τονίζει μέ δεικτικό τρόπο ὅτι παλαιότερα περιγελοῦσε τούς κοσμικούς ἄρχοντες γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο διένειμαν τά κοσμικά ἀξιώματα μέ βάση τά χρήματα καί τό προχωρημένο τῆς ἡλικίας, ἐνῶ παρατηρεῖ δυστυχῶς τίς ἴδιες συνθῆκες καί στίς ἐπισκοπικές ἐκλογές: «Ὅλοι οἱ ἐκλέκτορες διασπῶνται σέ πολλές παρατάξεις
Αἴτιο δέ αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι ὅτι δέν ἀποβλέπουν ὅλοι σ' ἕνα, τό ὁποῖο καί μόνοι θα ἔπρεπε νά προσέχουν, τήν ἀρετή δηλαδή τῆς ψυχῆς, ἀλλά ἀντίθετα τίθενται καί ἄλλες προϋποθέσεις γιά τήν κατάληψη τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος. Ἄλλος λέγει ὅτι ὁ ὑποψήφιος θά πρέπει νά ἐγκριθῆ γιατί κατάγεται ἀπό περιφανῆ οἰκογένεια, ἄλλος προκρίνει τόν ὑποψήφιο πού διαθέτει πλοῦτο μέ τό σκεπτικό ὅτι ἔτσι δέν θά χρειάζεται νά τρέφεται ἀπό τίς ἐκκλησιαστικές προσόδους, ἄλλος πάλι ὅτι προσῆλθε στήν Ἐκκλησία ἐγκαταλείποντας κάποια αἱρετική φατρία
» 2. Ἔτσι, δημιουργοῦνται δύο δεινά, ὄχι μόνο ἐκλέγονται ἀνάξιοι στό ἐπισκοπικό ἀξίωμα, ἀλλά ἀποκλείονται ταυτοχρόνως καί οἱ ἰκανοί. Οἱ ἄτιμοι γίνονται ἔντιμοι στό ὄνομα μάλιστα τοῦ Θεοῦ καί χρησιμοποιοῦν τήν τιμή πού τούς δόθηκε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ πού τούς τίμησε, καθώς «τολμῶσι τά ἀτόλμητα καί ἐνυβρίζουν εἰς τά ἅγια τούς σπουδαίους ἀπωθούμενοι καί ἐκβάλλοντες, ἵνα ἐν ἡρεμίᾳ πολλῇ καί μετά ἀδείας τῆς ἐσχάτης οἱ πονηροί πάντα, ὁσάπερ ἄν ἐθέλωσιν, ἀνατρέπωσιν » .
Ὁ συνομιλητής του Βασίλειος στίς ἐνστάσεις καί τούς φόβους τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, οἱ ὁποῖες ἔχουν προηγηθεῖ στόν προηγούμενο Λόγο περί αὐστηρότατης κρίσης γιά τούς ἀνάξιους ἰερεῖς, ἀντιπαραβάλλει τό ἐπιχείρημα ὅτι αὐστηρά θα κριθοῦν μόνον ὅσοι ἐπεδίωξαν μέ κάθε τρόπο νά ἀνέλθουν στό ἐπισκοπικό ἀξίωμα, χωρίς νά ἔχουν ἐξετάσει πρωτύτερα κατά πόσον εἶναι ἰκανοί νά ἀνταπεξέλθουν σέ τόσο σημαντική εὐθύνη . Στήν περίπτωση ὅμως τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ἐφόσον δέν εἶχε ἐπιδιώξει τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα καί δέχθηκε νά ἀνέλθει σ' αὐτό κατόπιν πιέσων τρίτων, αὐτό τοῦ δίνει τήν δυνατότητα καί τό δικαίωμα ἀπολογίας ἔναντι τοῦ κριτοῦ, ἐνῶ ἀντιθέτως βαρύ θά εἶναι τό κατηγορῶ γι' αὐτούς πού τόν πίεσαν. Ὁ ἅγιος ἀνταπαντᾶ ὅτι θά εὐχόταν ἡ ἄποψη αὐτή νά εἶναι σωστή «γιά νά μπορέσουν οἱ ἄθλιοι καί ταλαίπωροι- ἔτσι πρέπει νά ὀνομάζονται ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δέν βρῆκαν τόν τρόπο νά ἀνταπεξέλθουν θετικά στίς ἀπαιτήσεις τῆς διακονίας αὐτῆς, ἔστω καί ἄν ἀναγκάσθηκαν, ὅπως λέγεις, νά ἀχθοῦν στό ἐπισκοπικό ἀξίωμα καί ἔσφαλαν ἀπό ἄγνοια- νά διαφύγουν τό πῦρ ἐκεῖνο τό ἄσβεστο καί τό σκότος τό ἐξώτερο καί τόν σκώληκα τόν ἀτέρμονα καί τή διχοτόμηση καί τήν ἀπώλεια μαζί μέ τούς ὑποκριτές » 4.
Προκειμένου νά ἀνασκευάσει τή δικαιολογία πού προέβαλε ὁ συνομιλητής του, ὁ ἅγιος ἀνατρέχει σέ γνωστά παραδείγματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Πρόκειται γιά τίς περιπτώσεις τῶν Σαούλ, Μωυσῆ, Ἀααρών καί Ἠλί. Ὁ ἅγιος ξεκινάει μέ τό παράδειγμα τοῦ Σαούλ, μολονότι αὐτός ὑπῆρξε βασιλεύς, συνεπῶς ἦταν φορέας κατώτερου ἀξιώματος ἀπό αὐτό τῆς Ἱερωσύνης! Αὐτή ἡ διαπίστωσή του ἀποκαλύπτει τήν ὕψιστη ἀξία πού ἀπέδιδε στήν Ἱερωσύνη ὁ ἅγιος, τήν ὁποία ἄλλωστε τονίζει ἐπανειλημμένως σέ πολλά ἔργα του 5. Λέγει λοιπόν γιά τόν Σαούλ ὅτι ὅταν αὐτός πήγε πρός ἀνεύρεση τῶν ὄνων τοῦ πατέρα του Κίς πού εἶχε χάσει καί πῆγε νά ρωτήσει σχετικά τόν προφήτη, ἐκεῖνος τοῦ πρότεινε τή βασιλεία 6. Ὁ Σαούλ δέν ἀποδέχθηκε τήν πρόταση καί ἀρνήθηκε στήν ἀρχή προφασιζόμενος τήν ταπεινή καταγωγή του 7. Τό γεγονός αὐτό ὅμως δέν τόν ἀπάλλαξε ἀπό τίς εὐθύνες του, καθώς ὁ ἅγιος Χρυσόστομος θεωρεῖ ὅτι ἔκανε κακή χρήση τοῦ ἀξιώματος πού τοῦ δόθηκε ἀπό τόν Θεό. Θεωρεῖ δηλαδή ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶναι αὐτός πού τοῦ ἐδωσε ἤ τουλάχιστον τοῦ έπέτρεψε νά ἀναλάβει τό ὕψιστο τῶν κοσμικῶν ἀξιωμάτων καί ὄχι ἁπλά ὁ προφήτης. Ἡ τιμωρία τοῦ Σαοῦλ ὑπῆρξε ὁ ταπεινωτικός του θάνατος στήν μάχη τοῦ ὅρους Γελβουέ, ταπεινωτικός καθώς οἱ ἄπιστοι βρῆκαν τό πτῶμα τοῦ βασιλιᾶ καί τῶν υἱῶν του καί τό ἔμπηξαν στά τείχη τῆς Βαιθσάν (Α΄ Βασιλ. 31, 10).
Ὅσο γιά τόν Ἠλί, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι οὔτε κι ἐκεῖνος ἐπεδίωξε τήν ἱερωσύνη, ἀλλά τήν ἀνέλαβε βάσει τοῦ νόμου τοῦ Ἰσραήλ πού προέβλεπε ὅτι ὅλοι οἱ ἱερεῖς ἔπρεπε νά προέρχονται ἀπό τήν φυλή τοῦ Λευί. Ἐν τούτοις, τό γεγονός αὐτό δέν τόν ἀπάλλαξε τῶν εὐθυνῶν του γιά τήν μή ἐπιβολή κυρώσεων στούς ἀσεβεῖς υἱούς του Ὀφνί καί Φινεές, οἱ ὁποῖοι οἰκειοποιοῦνταν τό καλύτερο μέρος τῶν θυσιῶν πρός τόν Γιαχβέ. Ἀξίζει νά σημειώσουμε ὅτι, μολονότι δέν ἀναφέρεται στό κείμενο, γι' αὐτήν τήν παθητική στάση τοῦ Ἠλί καταδικάσθηκε ἀπό τόν Θεό ὁ οἶκος του 8. Ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἱερεμίας Φούντας, οἱ πολύ σκληροί λόγοι τοῦ Κυρίου πρός τόν Ἠλί εἰπώθηκαν διότι ὁ ἱερέας εἶχε μεγάλο μερίδιο εὐθύνης γιά τήν ἀσεβή στάση τῶν υἱῶν του στό ἱερό τῆς Σηλώ, καθώς οἱ ἤπιες συμβουλές του δέν στάθηκαν ἀρκετές 9.
Ὁ ἅγιος θά παραθέσει δύο ἀκόμη πιό γνωστές περιπτώσεις, αὐτές του Ἀαρών καί τοῦ Μωυσῆ. Ὁ Ἀαρών, ὡς ὁ πρῶτος ἀρχιερεύς τῶν Ἰουδαίων, δέν μπόρεσε νά ἀποτρέψει τήν μανία τοῦ πλήθους καί γιά νά μήν χαθεῖ χρειάστηκε τήν μεσολάβηση τοῦ Μωυσῆ πρός τόν Θεό γιά νά σωθεῖ. Ἀλλά καί ὁ δίκαιος καί μακάριος Μωυσῆς, ἀκόμη καί ὅταν τοῦ εἶχε ἀναθέσει ὁ Θεός τήν ἡγεσία τῶν Ἰουδαίων, προσπαθοῦσε μέ κάθε τρόπο νά παραιτηθεῖ, σέ σημεῖο πού ἐξόργισε τόν προστάττοντα Θεό. Πολύ χαρακτηριστικό τοῦ βάρους πού ἔνιωθε ἀπό αὐτόν τόν δύσκολο σκοπό εἶναι ὅτι, ἀκόμη καί μεσούσης τῆς ἀποστολῆς του, προτιμοῦσε τόν θάνατο ἀπό τό νά συνεχίσει νά καθοδηγεῖ τούς Ἰουδαίους. Γι' αὐτό καί λέγει πρός τόν Θεό: «Οὐ δυνήσομαι ἐγώ μόνος φέρειν τόν λαόν τοῦτον, ὅτι βαρύτερον μοί ἐστιν τό ῥῆμα τοῦτο. Εἰ δέ οὕτως σύ ποιεῖς μοι, ἀπόκτεινόν με ἀναιρέσει » (Ἀριθμ. 11, 14-15). Ὁ ἅγιος ἀναφέρεται καί στό περιστατικό τοῦ ὕδατος πού δυσαρέστησε τόν Θεό. Παρά τίς συνεχεῖς προσευχές τοῦ Μωυσῆ πρός τόν Θεό δέν κατάφερε νά ἐξασφαλίσει τήν συγχώρεσή Του καί γιά τήν ἁμαρτία στήνὁποία ὑπέπεσε δέν ἀξιώθηκε ἀπό τόν Κύριο νά δεῖ τήν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας 10. Ὅταν λοιπόν οἱ ἀξιωθέντες παρά τήν θέλησή τους μέ τό ἱερατικό ἀξίωμα, στό ὁποῖο ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος τήν χειροτονία τήν κάνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὑποβλήθηκαν σέ βαριές τιμωρίες, πῶς μπορεῖ ὁ ἴδιος νά προβάλει στήν ἀπολογία του τήν δικαιολογία ὅτι δέν ἐπεδίωξε ὁ ἴδιος τό ἀξίωμα;
Συνεπῶς, κατά τόν ἅγιο, ὁ ἀνθρώπινος παράγων καί τό αὐτεξούσιο παίζουν σημαντικό ρόλο ἀκόμη καί στήν περίπτωση πού ἡ ἐπιλογή κάποιου γίνεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Πρός ἐπίρρωση τῆς θέσεώς του, ἀναφέρει τό παράδειγμα τοῦ Ἰούδα, τόν ὁποῖο ἐπέλεξε ὁ Θεός καί τόν συγκαταρίθμησε στήν χορεία τῶν ἀποστόλων καί, μάλιστα, τοῦ ἀνέθεσε τήν διακονία τοῦ διαχειριστῆ τῶν χρημάτων. Ὁ τρόπος ὄμως πού χειρίστηκε τά ἀξιώματα αὐτά ἐξόργισε τόν Θεό πού τοῦ ἐπέβαλε σκληρότατη ποινή. Ἡ κατάχρηση τῆς τιμῆς καί τοῦ ἀξιώματος πού παραχωρεῖται ἀπό τόν Θεό ἐπιφέρει βαρύτατη τιμωρία, γι' αὐτό ὅταν μᾶς ἐπιλέγει Ἐκεῖνος θά πρέπει νά κάνουμε τό καλύτερο δυνατό γιά νά γίνουμε ἀρεστοί σ' Αὐτόν 11. Ὅποιος ἀρνῆται τίς εὐεργεσίες τοῦ Κυρίου, καθιστώντας ἔτσι μάταιο τό ἔργο του, θά ὑποστεῖ ἀκόμη βαρύτερες τιμωρίες ἀπό ἐκεῖνον πού δέν εὐεργετήθηκε μέ τόν ἴδιο τρόπο. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι εἶναι προτιμότερο εἴτε κάποιος, ὅπως στήν περίπτωσή του, νά ἀρνηθεῖ νά ἀναλάβει τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα εἴτε, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ συνομιλητῆ του Βασιλείου, νά ἐλπίζει στήν χάρη τοῦ Θεοῦ προκειμένου νά πράττει τό θεῖο θέλημα ἔτσι πού νά καταστεῖ ἄξιος τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τά προαναφερθέντα ἀναφέρονται στίς περιπτώσεις πού ὁ ὑποψήφιος γιά τό ἱερατικό ἀξίωμα δέχθηκεχωρίς τήν θέλησή του καί κάτω ἀπό συνθῆκες πίεσης.
Στή συνέχεια συγκρίνει τά παραπάνω παραδείγματα μέ τήν περίπτωση κατά τήν ὁποία κάποιος ἐπιδιώκει νά ἀνέλθει στό ἀξίωμα αὐτό χρησιμοποιώντας κάθε δυνατό μέσο καί ἐν συνεχείᾳ γιά διαφόρους λόγους, ὅπως ραθυμία, πονηρία ἤ ἀπειρία κάνει κακή διαχείριση τῆς ἐξουσίας πού τοῦ ἀνατέθηκε. Σ' αὐτήν τήν περίπτωση αὐτός εἶναι ἄξιος ἀκόμη βαρύτερης τιμωρίας ἀπό αὐτήν πού θά ἐπιβληθεῖ σέ ὅσους ἀνῆλθαν παρά τήν θέλησή τους στό ἀξίωμα 12. Ἀναφορικά μέ τίς πιέσεις τώρα πού κάποιοι δέχονται ἀπό τρίτους, θεωρεῖ ὅτι δέν πρέπει νά λαμβάνει κανείς ὑπόψιν μόνον τήν ἐπιθυμία τῶν ἄλλων, πού ἄλλωστε μπορεῖ νά εἶναι καί ὑστερόβουλη, ἀλλά νά στραφεῖ σέ μία ἐνδοσκόπηση καί ἐπισταμένη ἀξιολόγηση τῶν ἱκανοτήτων του, σέ μία μορφή αὐτοκάθαρσης, ὅπως ἄλλωστε τονίζει καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος 13.
Ὅπως κανείς δέν μπορεῖ νά ὑποσχεθεῖ ὅτι μπορεῖ νά οἰκοδομήσει οἰκία χωρίς νά εἶναι οἰκοδόμος ἤ ὅτι θεραπεύει ἀρρώστους χωρίς νά εἶναι ἰατρός, διότι θά ἀποδειχθεῖ ἡ ἀπάτη και ἡ ἄγνοιά του, παρόμοια, καί σέ ἀκόμη μεγαλύτερο βαθμό, ἰσχύει γιά κάποιον πού πρόκειται νά ἀναλάβει τήν ἐπιμέλεια πλήθους ψυχῶν. Διότι ἄν εἶναι ἄπειρος καί δέν μπορεῖ νά σώσει οὔτε τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, θά ὁδηγήσει στήν ἀπώλεια καί ὅλους τούς ἄλλους 14. Καί τότε δέν θά μπορεῖ νά βρεῖ ἄλλοθι στήν πίεση πού τοῦ ἄσκησαν ἄλλοι. Διότι καί αὐτοί πού τόν πίεσαν χωρίς νά ἐξετάσουν τίς ἰκανότητές του, θά ὑποστοῦν βαρύτατη τιμωρία ἀπό τόν κριτή Θεό. Γιατί τό νά χειροτονεῖ κανείς ἀνάξιο σημαίνει ὅτι μοιράζεται τίς ἁμαρτίες του, ὅπως λέγει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρός τόν Τιμόθεο15.
Εἶναι λοιπόν πολλή σοβαρή ἡ εὐθύνη πού ἀναλαμβάνουν οἱ χειροτονοῦντες, καθότι δέν μποροῦν σέ καμία περίπτωση νά ἐπικαλεσθοῦν ἐκ τῶν ὑστέρων γιά ἀνάξιο ἐπίσκοπο τό ἄλλοθι τῆς ἄγνοιας. Ἡ ἄγνοια ὄχι μόνο δέν ἀποτελεῖ ἄλλοθι, ἀλλά, κατά τόν ἅγιο, ἐπιφέρει ἀκόμη βαρύτερη ποινή. Πρός ἐπίρρωση τοῦ ἐν λόγῳ ἐπιχειρήματος ἀναφέρει τήν περίπτωση κατά την ὁποία κάποιος ἐπιλέγει δοῦλο, ὁπότε καί ἀπαιτεῖ ἰατρικές ἐξετάσεις, τήν ὕπαρξη ἐγγυητῶν, ἀντλεῖ πληροφορίες ἀπό γνωστούς τοῦ δούλου καί ἀπαιτεῖ μία περίοδο δοκιμασίας. Πῶς λοιπόν «ὅταν πρόκειται νά ἐκλέξουν κάποιον σέ τόσο ὑψηλό λειτούργημα ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχε ἐγκρίνουν ὁποιονδήποτε, ἐπειδή ἔτσι φάνηκε καλό στόν δεῖνα νά δώση τή μαρτυρία του ὑπέρ κάποιου ἤ διότι ἀπεχθανόταν τούς ἄλλους ὑποψηφίους χωρίς νά προβαίνουν σέ καμμία ἄλλη ἐξέταση ;» 16. Ὁ ἅγιος, στηριζόμενος στό προαναφερθέν χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού ὅπως θά δοῦμε τόν θεωρεῖ πρότυπο ποιμένος, θεωρεῖ ὅτι στήν περίπτωση πού γνώριζαν τόν ποιόν τοῦ χειροτονηθέντος καί ἐν τούτοις τόν ἔκαναν ἐπίσκοπο, θά τιμωρηθοῦν ἀκόμη βαρύτερα, διότι ἐξέλεξαν τό μή κατάλληλο πρόσωπο. «Διότι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔδωσε τήν ἐξουσία στόν ἀποβλέποντα στήν διαφθορά τῆς Ἐκκλησίας, αὐτός θά εἶναι αἴτιος τῶν κακῶν πράξεων τοῦ τελευταίου » 17.
Πιέσεις ἀπό τρίτους δέν μποροῦν νά ἐπικαλεσθοῦν οὔτε οἱ χειροτονοῦντες, οὔτε βεβαίως οἱ χειροτονηθέντες, ἀπό τήν στιγμή πού ἐπαπειλεῖται ἡ αἰώνια κόλαση γιά τούς ἀκατάλληλους νά ἀναλάβουν τό ἱερατικό ἀξίωμα. Διότι, ὅπως εἶναι ποινικά κολάσιμη ἡ πράξη κάποιος νά ἀποδεχθῆ ὑπό τήν πίεση τρίτων νά χτίσει οἰκοδομή, χωρίς ὁ ἴδιος νά γνωρίζει τήν τέχνη καί κατόπιν νά γίνει πρόξενος μεγάλων ζημιῶν καί νά ἐπικαλεσθεῖ στόν δικαστή τίς πιέσεις πού δέχθηκε ἀπό ἄλλους, πολύ περισσότερο ἰσχύει γιά κάποιον πού ἀναλαμβάνει τήν πνευματική οἰκοδομή τῶν πιστῶν. «Εἶναι δυνατό ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ τίς ψυχές στήν ἀπώλεια καί ἀμελεῖ τήν οἰκοδομή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος νά νομίζῃ ὅτι μπορεῖ νά διαφύγῃ τήν καταδίκη προφασιζόμενος τήν πίεση τῶν ἄλλων; » 18. Ἡ πίεση τῶν ἄλλων δέν μπορεῖ μέ κανένα τρόπο νά θεωρηθεῖ ἄλλοθι γιά τόν ὑποψήφιο, διότι πῶς ἐνῶ ὅταν δέν ἔχει ὑποστηρικτές δέν ἀγωνίζεται νά λάβει τό ἀξίωμα διότι θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἀνάξιος, ἀλλά ὅταν βρεῖ κάποιους νά τόν ὑποστηρίξουν ἀλλάζει τήν εἰκόνα πού ἔχει γιά τόν ἑαυτό του; Ἀρκεῖ ἡ ὑποστήριξη τρίτων γιά νά θεωρήσει τόν ἐαυτό του ἰκανό γιά τήν ἀνάληψη ἑνός τόσο ὑψηλοῦ καθήκοντος; Ὅλα αὐτά ὁ ἅγιος τά θεωρεῖ γελοῖα, ἀνόητα καί ἄξια τῆς χειρότερης τιμωρίας .
β΄) Ὁ λόγος ὡς ἀπαραίτητη ἰκανότητα τοῦ ἱερέα Ἀκολουθώντας τήν ἐκκλησιολογία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος διδάσκει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα Χριστοῦ καί κεφαλή αὐτῆς ἔχει τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο, ὁ ἅγιος θεωρεῖ ὅτι ὁ ἐπίσκοπος εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος ἀναλαμβάνει τήν ἐπιμέλεια τοῦ σώματος αὐτοῦ καί καλεῖται νά τό διατηρήσει ἄσπιλο, ἄνευ οἱουδήποτε ψόγου πού μπορεῖ νά καταστρέψει τήν εὐπρέπειά του 20. Κι ἄν οἱ ἐπιμελητές τῶν φυσικῶν σωμάτων ἔχουν ἀνάγκη ἀπό προπονητές, ἰατρούς, διαιτολόγους κ.ἄ. καί ἀπό πιστή ἐφαρμογή λεπτομερῶν θεραπειῶν, οἱ ἱερεῖς, ὡς ἐπιμελητές τοῦ θεανθρώπινου σώματος τῆς Ἐκκλησίας, χρήζουν βοήθειας τῶν ἀόρατων δυνάμεων, γι' αὐτό καί θά πρέπει νά ὑπερβαίνουν κατά πολύ τήν ἀνθρώπινη ἀρετή 21. Τό πόσο πολύ πιό δύσκολο εἶναι νά ἐπιμελεῖται κανείς τό θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό φυσικό σῶμα ὁ ἅγιος τό ὑπογραμμίζει ὡς ἀκολούθως: Ὑπάρχουν πολλές και ποικίλες θεραπεῖες προκειμένου ἕνα σῶμα νά ξεπεράσει τήν ἀσθένειά του. Πλῆθος ἀπό ποικιλίες φαρμάκων, ἰατρικές συσκευές, κατάλληλες τροφές κ.ἄ. Ἀκόμη καί ἡ ποιότητα τοῦ ἀέρα ἤ ἕνας πολύωρος ὕπνος μποροῦν νά ἀποδειχτοῦν ἱκανά ἰατρικά γιά τίς σωματικές ἀσθένειες. Γιά τό θεανθρώπινο ὅμως σῶμα, πέρα ἀπό τά καλά ἔργα καί τό πρότυπο ἐνάρετου βίου πού ὀφείλει νά ἀποτελεῖ ὁ ἱερέας γιά τό ποίμνιό του, ὑπάρχει μόνο ἡ διά τοῦ λόγου διδασκαλία 22. Διότι γιά τήν ἄριστη ἠθική κατάσταση τῶν πιστῶν ὁ ὑποδειγματικός βίος τῶν ἱερέων μπορεῖ νά προκαλέση τό ζῆλο γιά τήν ὀρθή διαγωγή, ὅταν ὅμως ἡ ψυχή τῶν πιστῶν νοσεῖ σέ ζητήματα διδασκαλίας καί δογμάτων, τότε ὁ λόγος ἀποδεικνύεται τό ἀπαραίτητο ὅπλο, ἡ μαχαίρα τοῦ πνεύματος, μέ τό ὁποῖο διασφαλίζεται ἡ ἑνότητα τῆς ποίμνης καί ἡ ἀπόκρουση τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν. Ἀκόμη καί ἡ ἐπιτέλεση θαυμάτων ἐκ μέρους ἑνός ποιμένος πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό τόν ὀρθό λόγο. Ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος: «Ὅταν κάποιος διαθέτει τήν μαχαίρα τοῦ πνεύματος καί πολύ ἀνθεκτική τήν πανοπλία τῆς πίστεως, ὥστε νά ἔχη τή δύναμη νά θαυματουργῆ καί μέ τά μεγάλα ἔργα του νά φράττη τά στόματα τῶν ἀναισχύντων, δέν χρειάζεται τή βοήθεια τοῦ λόγου· ἡ φύση τοῦ λόγου ὅμως μᾶλλον καί τότε δέν θα ἦταν ἄχρηστη, ἀλλά πολύ ἀναγκαία. Ἀκόμη καί ὁ μακάριος Παῦλος τόν μεταχειρίσθηκε, μολονότι θαυμαζόταν ἀπό ὅλους γιά τά θαύματά του » 23. Τήν ἐπιμέλεια τῆς δυνάμεως τοῦ λόγου ἐπικαλεῖται καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος, καθῶς ἀποτελεῖ τό καλύτερο ὅπλο γιά νά ἀποκρουσθοῦν οἱ ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος θεωρεῖ ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει κληρικός πού δέν ἀσκεῖ τό ἔργο τῆς διδασκαλίας. Εἶναι ἀναγκαῖο προσόν γιά τόν ἱερέα νά κηρύττει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, σέ ἀντίθετη περίπτωση, ὁ ἱερέας πού δέν κηρύττει τά λόγια τοῦ Χριστοῦ ἔχει πολλή μεγάλη εὐθύνη, ὅπως τονίζει καί ἀλλαχοῦ: «Ὁ τήν ἀρχήν τῆς Ἐκκλησίας ἐμπεπιστευμένος καί τῷ τῆς ἐπισκοπῆς ἀξίᾳ τετιμημένος, ἄν μή διαγορεύει (=κηρύττει), τῷ λαῷ τά πρακτέα οὐκ ἀνεύθυνος ἐστιν. Ὁ μέντοι λαϊκός οὐδεμίαν ἀνάγκην ἔχει » 24. Ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηρεῖ καί ὁ Χρίστος Θ. Κρικώνης γιά τόν ἅγιο «τό διδακτικό ἔργο τοῦ ἱερέα ἔχει διττήν μορφήν: τήν πρώτην, τήν θετικήν, γιά νά διαφωτίση τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τούς πιστούς γιά τίς ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί τήν ἠθική κατάρτισή τους, καί τήν δευτέραν, τήν ἀρνητικήν, νά ἐπιχειρῆ νά ἀναιρέση καί ἀποκρούση τούς αἱρετικούς καί τίς ψευτοδιδασκαλίες τους » 25. Μολονότι ὅτι ὁ ἅγιος ὑπῆρξε χρυσορρήμων καί ὁ μέγιστος τῶν κηρύκων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως παραδέχονται ἀκόμη καί ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι 26, ἐν τούτοις, κατά τόν Σεβ. Μητροπολίτη Ν. Σμύρνης κ. Συμεών, δέν ἐπικεντρώθηκε τόσο σέ δογματικές ὁμιλίες, ὅσο σέ διδάγματα εὐαγγελικῆς ἠθικῆς: «Χωρίς νά ὑποτιμᾶ τή σπουδαιότητα τοῦ δόγματος, ἐπιμένει κυρίως σέ διδάγματα εὐαγγελικῆς ἠθικῆς ἀποβλέποντας στήν ἐν Χριστῷ διαπαιδαγώγηση τῶν ἀκροατῶν του καί τήν ἀνάπλαση τῆς κοινωνίας τῶν χρόνων του. Ἦταν ἄλλωστε ἀνάγκη μεγάλη γιά τή μεταβατική ἐποχή του, ὅπου ἡ Ἐκκλησία ἦταν ὑποχρεωμένη νά παλέψει μέ τόν ἀρχαῖο ἐθνισμό καί νά ἐξαλείψει τήν ἐπίδραση πού ἀσκοῦσε ἀκόμη καί στούς χριστιανούς » 27. Πάρα ταῦτα στόν Δ΄ Λόγο του ἀναφέρεται σχεδόν ἀποκλειστικά στόν ἀντιαιρετικό λόγο.
Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό καταλληλότερο ὅπλο πού πρέπει νά διαθέτει ὁ ἱερέας προκειμένου νά ἀποκρούσει τούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας 28, οἱ ὁποῖοι εἶναι ποικίλοι, χρησιμοποιοῦν ποικίλα ὅπλα καί πολυσύνθετες μεθόδους προκειμένου νά γκρεμίσουν τό οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐφόσον ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται σ' ἕναν συνεχῆ ἄτυπο πόλεμο μέ τούς ἐχθρούς αὐτῆς, ὁ ἱερέας πρέπει νά εἶναι ἱκανώτατος στρατηγός, ἐκεῖνος πού γνωρίζοντας τά στρατηγήματα καί τήν τεχνική τῶν ἐχθρῶν της πρέπει νά εἶναι ταυτόχρονα τοξότης, σφενδονήτης, ταξίαρχος καί λοχαγός, στρατιώτης καί στρατηγός, ἱππέας, ναύτης καί ἐκπολιορκητής 29. Γιά ποιόν λόγο ὅμως, ἐνῶ σ' ἕνα συμβατικό πόλεμο καθένας πολεμᾶ ἀπό τό μετερίζι του, στόν πνευματικό πόλεμο ὁ ἱερέας πρέπει νά κατέχει ὅλες τίς τεχνικές καί μεθόδους; Διότι, ὅπως βεβαιώνει ὁ ἅγιος, ὁ ἀντίπαλός του εἶναι ὁ ἴδιος διάβολος πού γνωρίζη ἀπό ποιό σημεῖο θά εἰσβάλουν οἱ πειρατές του προκειμένου νά ἁρπάξει τά πρόβατα τοῦ ποίμνιου. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος προκειμένου νά κάνει πιό ζωντανή τήν εἰκόνα τοῦ πολέμου παρομοιάζει τήν Ἐκκλησία μέ μία πολύ καλά ὀχυρωμένη πόλη, τήν πόλη τοῦ Θεοῦ. Ἄν κατά τήν διάρκεια τῆς πολιορκίας ἀνοίξει ἔστω καί μία μικρή πόρτα, τότε ἡ πόλη τοῦ Θεοῦ θά γίνει ἕρμαιο τῶν πολιορκητῶν. Ἡ ἀγχίνοια καί ἡ σύνεση τοῦ ἱερέα ἀποτελεῖ τό καλύτερο ἀμυντικό ὀχύρωμα προκειμένου νά ἀποτρέψει τήν εἰσβολή τῶν ἐχθρῶν 30.
Μία ἄλλη ἰδιαιτερότητα εἶναι τό γεγονός ὅτι εἶναι πολλοί οἱ ἐχθροί καί τά μέτωπα πού πρέπει νά ἀντιμετωπίσει ὁ ἱερέας. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἀναφέρει τρεῖς διαφορετικές κατηγορίες ἐχθρῶν, τούς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία ὑποχρεώθηκε νά ἀντιμετωπίσει μέ σκληρούς ἀγῶνες τούς τέσσερεις πρώτους αἰῶνες: τούς εἰδωλολάτρες, τούς Ἰουδαίους καί τούς Μανιχαίους 31. Πρόκειται γιά αἱρέσεις πού ὁ ἱερέας πρέπει νά γνωρίζει καλά προκειμένου νά τίς ἀντιμετωπίσει, διότι σέ διαφορετική περίπτωση ὁ λύκος τῆς αἱρέσεως θά κατασπαράξει τό ποίμνιο. Ὅπως παρατηρεῖ εὔστοχα ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σέ πολλές περιπτώσεις αὐτοί οἱ πόλεμοι ἐναντίον τῶν αἱρέσεων δέν κερδίθηκαν ἀπό ποιμενάρχες, ἀλλά ἀπό μοναχούς, ἐνῶ σέ ἀρκετές περιπτώσεις ποιμενάρχες λαβώθηκαν μέ τό ἴδιο τό ξίφος τοῦ λόγου τους καί γελοιοποιήθηκαν 32.
Οἱ πολύ λεπτές ἰσορροπίες πού ὑπάρχουν ὅταν κάποιος ἀποφασίζει νά πολεμήσει μία αἵρεση παρατίθενται μέ πολύ παραστατικό τρόπο ἀπό τόν ἅγιο, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ δύο ἀντιπροσωπευτικά παραδείγματα λεπτῶν θεολογικῶν ἰσορροπιῶν 33. Ἔστω ὅτι τό ζήτημα εἶναι ἡ ὀρθή στάση πού ὀφείλει νά ἔχει τό ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τοῦ Νόμου (ἤτοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης). Οἱ γνωστικοί τοῦ Οὐαλεντίνου 34 καί οἱ ὁπαδοί τοῦ αἱρετικοῦ Μαρκίωνα 35 δέν συμπεριλαμβάνουν τήν Π. Διαθήκη στόν κανόνα τῆς Ἁγ. Γραφῆς. Στόν ἀντίποδα, οἱ Ἰουδαῖοι τιμοῦν τόν Νόμο σέ τέτοιο βαθμό πού μάχονται γιά τήν ἀπερέγκλιτη καί ἀπόλυτη ἐφαρμογή του. Ἡ Ἐκκλησία, ἀκολουθώντας τήν μέση ὁδό καί ἀποφεύγοντας τήν ἔλλειψη μέτρου που δείχνουν καί οἱ δύο αὐτές πλευρές δέν ἀποδέχεται οὔτε τήν πλήρη ὑποταγή στόν Νόμο πού προβάλλουν οἱ Ἰουδαῖοι, οὔτε τήν πλήρη ἄρνησή του πού υἱοθετοῦν οἱ αἱρετικοί. Πρέπει λοιπόν ὁ ἱερέας πού πρόκειται νά πολεμήσει αὐτούς τούς δύο ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας νά προσέξει πολύ τήν συμμετρία τῶν ἐπιχειρημάτων του, διότι χτυπώντας μέ θεολογικά ἐπιχειρήματα τήν μία πλευρά μπορεῖ νά προσφέρη ἐπιχειρήματα στήν ἄλλη πλευρά. Ἔτσι, ἄν γιά παράδειγμα θέλει νά διδάξει στούς Ἰουδαίους ὅτι δέν πρέπει νά ἀκολουθοῦν τόν παλαιό νόμο καί ἀρχίση νά τόν κατηγορεῖ ἀφειδῶς, τότε θα προσφέρει ἐπιχειρήματα στούς αἱρετικούς πού τόν ἀρνοῦνται. Ἄν πάλι, ἀντίστροφα, πολεμῶντας τούς τελευταίους ἐξαίρει ὑπέρμετρα τόν Νόμο καί τόν προβάλλει ὡς ἀπολύτως ἀναγκαῖο, προσφέρει ἐπιχειρήματα στούς Ἰουδαίους.
Ἕνα ἄλλο παράδειγμα λεπτῶν θεολογικῶν ἰσορροπιῶν προσφέρεται ἀπό τίς χριστολογικές αἱρέσεις τοῦ Σαβελλιανισμοῦ καί τοῦ Ἀρειανισμοῦ, καθώς ὄχι μόνον οἱ ἱδρυτές τῶν αἱρέσεων αὐτῶν ἐπέδειξαν θεολογική ἀμετρία, ἀλλά καί οἱ πολέμιοι αὐτῶν. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι οἱ πρῶτοι παρουσιάζουν μεγάλη συγγένεια μέ τούς Ἰουδαίους, ἐνῶ οἱ δεύτεροι μέ τόν Παῦλο Σαμοσατέα. Στήν πολεμική ἔναντι αὐτῶν τῶν δύο αἱρέσεων μπορεῖ κάποιος ἀντιμετωπίζοντας τήν μία ἐξ αὐτῶν νά βρεθεῖ στό ἄλλο ἄκρο. Ἔτσι, καί ἀναφερόμενος στίς χριστολογικές αἱρέσεις, ἀναφέρεται στόν κίνδυνο τοῦ νά ὁμολογήσει κανείς ὅτι ὑπάρχει μία θεότητα, ἐννοῶντας προφανῶς τό ἐνδεχόμενο νά προβάλει κανείς τήν ἑνότητα τῆς θείας οὐσίας, ὁπότε θά βρεθεῖ κοντά στόν Σαβελλιανισμό. Ἄν πάλι ὑπερτονίσει τήν Ἁγ. Τρίαδα, λέγοντας ὅμως ὅτι Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἀπό διαφορετική οὐσία, ὁδηγεῖται ἔτσι στήν κακοδοξία τοῦ Ἀρείου. Τόσο ἡ ἀσεβής σύγχυση τῶν τριῶν ὑποστάσεων, ὅσο καί ἡ παράλογη διαίρεση καί διάκριση τῆς οὐσίας αὐτῶν ὁδηγοῦν σέ αἵρεση.
Σ' αὐτό τό σημεῖο ὁ ἅγιος διακρίνει σαφῶς τήν θεολογία ἀπό τήν διαλεκτική, καθώς ἡ μέν πρώτη ἀναφερόμενη σέ δόγματα τῆς πίστεως ἔχει σωτηριολογική σπουδαιότητα καί σημασία, ἐνῶ ἡ δεύτερη ὁδηγεῖ τούς ἐμπλεκόμενους σ' αὐτήν σέ ἐξέταση θεμάτων γιά τά ὁποῖα οὔτε μποροῦν νά καταλήξουν κάπου, οὔτε ἔχουν σωτηριολογική σημασία καί γι' αὐτό τίς περισσότερες φορές προκαλοῦν τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ: «Οἱ περισσότεροι ἐρευνοῦν καί ἀσχολοῦνται μέ πράγματα, τά ὁποῖα οὔτε εἶναι δυνατόν νά εὕρουν, ἀλλά καί ζητοῦντες αὐτά προκαλοῦν τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ. Ὅταν δηλαδή αὐτά πού Ἐκεῖνος δέν θέλησε νά γνωρίζουμε, ἐμεῖς προσπαθοῦμε νά τά γνωρίσουμε ἐκβιαστικά, οὔτε μποροῦμε νά πετύχουμε τόν σκοπό μας, (καί πῶς εἶναι δυνατόν, ἄν ὁ Θεός δέν θέλη;) καί μένει μόνο ὁ κίνδυνος στόν ὁποῖο ἐκτιθέμεθα ἀπό τήν ἀναζήτηση αὐτή » 36. Καί μολονότι ἡ διαλεκτική ἔχει αὐτές τίς ἀδιάφορες για τήν σωτηρία τοῦ ποιμνίου συνέπειες, ὁ ἱερέας ἄν τίς ἀποτρέψει θά κατηγορηθεῖ για ἀμάθεια. Γι' αὐτόν τόν λόγο, θά πρέπει νά εἶναι προσεκτικός στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά τούς ἀποτρέπει, ἀλλά καί θά ἀντικρούσει τίς παραπάνω κατηγορίες, γεγονός πού σημαίνει τόν ἄψογο χειρισμό τοῦ λόγου, τό ὅπλο μέ τό ὁποῖο ὀχυρώνει τίς ψυχές τοῦ ποίμνιου.
γ΄) Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὡς πρότυπο ποιμένος Στήν παρατήρηση τοῦ συνομιλητῆ του Βασιλείου ὅτι ἄν ὁ λόγος εἶναι τόσο σημαντικός στήν ἄσκηση τῶν ποιμαντικῶν καθηκόντων γιά ποιόν λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν προσπάθησε νά ἀποκτήσει τήν ἀρετή τοῦ λόγου, οὔτε ἀπέκρυψε ποτέ τήν ὑστέρησή του στή ρητορική ἱκανότητα, ὅπως ὁμολόγησε εὐθαρσῶς πρός τούς Κορινθίους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν σέ μεγάλη ὑπόληψη τή ρητορική τέχνη, ὁ ἱερός Χρυσόστομος βρίσκει ἀπολύτως ἀνακριβή αὐτήν τήν κριτική πρός τόν ποιμένα πού θεωρεῖ πρότυπο, τόν ἀπόστολο Παῦλο. Ὅπως τονίζει ὁ Κωνσταντῖνος Ι. Μπελέζος «Ἡ ἀγάπη τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου πρός τόν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν ὑπῆρξε παροιμοιώδης. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι στόν Παῦλο ἀφιερώνονται περίπου οἱ μισές ἀπό τίς ἑρμηνευτικές ἤ ἐγκωμιαστικές Ὁμιλίες τοῦ ἱ. Πατρός, ἐνῶ ἡ ἀναφορά στό παράδειγμα καί τή διδασκαλία ἐκείνου δέν ἀπουσιάζει ἀπό καμμία σχεδόν Ὁμιλία, Λόγο ἤ Ἐπιστολή του. Ὁ θαυμασμός γιά τό ἀποστολικό ἔργο τοῦ πρώτου ἦταν ἀπεριόριστος » 37. Πρῶτα ἀπ' ὅλα διότι κανένας ποιμένας τῆς ἐποχῆς του δέν μποροῦσε νά συγκριθεῖ μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο, καθώς ἀκόμη καί νά μήν μιλοῦσε ἡ παρουσία του ἦταν ἀρκετή γιά νά ἀπομακρυνθοῦν ὅλοι οἱ δαίμονες, ένῶ προσευχόμενος ἀνάσταινε νεκρούς καί ἔκανε πολλά θαύματα, ἔτσι πού οἱ εἰδωλολάτρες νά τόν θεωρήσουν Θεό. Πέρα ἀπό τά θαύματα πού ἐπετέλεσε, ἡ ἀγγελική του πολιτεία, ἡ ἱεραποστολική του δράση, οἱ κίνδυνοι στούς ὁποίους ὑποβλήθηκε ἀποτελοῦν ἀπόδειξη ὅτι ὑπῆρξε ἀνυπέρβλητος ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ. Καί ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη αὐτοῦ εἰναι τό γεγονός ὅτι, μετά ἀπό τίς ἀμέτρητες διώξεις πού ὑπέστη «εὐχήθηκε νά καταλήξη στήν γέενα καί νά παραδοθῆ στήν αἰώνια κόλαση, ὑπέρ τῆς σωτηρίας τῶν Ἰουδαίων καί τῆς προσελεύσεώς τους στόν Χριστό, ἐκείνων οἱ ὁποῖοι πολλές φορές τόν λιθοβόλησαν καί προσπάθησαν, ὅσο τούς ἦταν δυνατό, νά τόν φονεύσουν » 38.
Στήν κατηγορία πού προσάπτουν ὁρισμένοι στόν ἀπόστολο Παῦλο ὅτι ὑπῆρξε ἀδαῆς, ἐννοῶντας τόσο τήν σοφιστική τέχνη, ὅσο καί τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν, ὁ ἅγιος θεωρεῖ ὅτι ὁ ἀπόστολος ναί μέν μπορεῖ νά ἦταν ἄπειρος στήν τέχνη τῆς ρητορικῆς, ὄχι ὅμως καί στό περιεχόμενο τῆς πίστεως, ἡ ὁποία δέν χρειάζεται τήν καλλιέπεια στή σύνταξη καί στήν ἀπαγγελία 39. Ἡ δύναμη τῶν λόγων τοῦ Παύλου καταφαίνεται ἀπό πλεῖστα περιστατικά τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεώς του: Ἀπό τήν σύγχυση πού ἐπέφερε στήν ἰουδαϊκή κοινότητα καί στούς ἑλληνιστές τῆς Δαμασκοῦ μέ ἀποτέλεσμα τήν φυγή του γιά τήν Ταρσό, στούς Ἰουδαίους τῆς Ἀντιόχειας, ἀπό τό γεγονός ὄτι μετά τό κήρυγμά του στήν Ἀθήνα τόν ἀκολούθησε ὁ Ἀρεοπαγίτης ἤ πάλι τά κηρύγματά του στήν Θεσσαλονίκη, στήν Κόρινθο, στήν Ἔφεσο καί στήν Ρώμη, τίς διαλέξεις του πρός τούς Ἐπικούρειους καί τούς Στωικούς ἤ πάλι ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ Λυκάονες ἀκούγοντάς τούς λόγους του τόν ἐξέλαβαν ὡς Ἑρμῆ 40.
Τό γεγονός δέ ὅτι ὁ λόγος του εἶναι ἀξεπέραστος ἀποδεικνύεται καί ἀπό τά συγγράμματά του πού ἀποτελοῦν τό ἀδαμάντινο τείχος ἐπάνω στό ὁποῖο στηρίχθηκε τό φρούριο τῆς Ἐκκλησίας. Τά συγγράμματά του μάλιστα δέν ἀποτελοῦν ἁπλά τό ὅπλο γιά τήν ἀνατροπή τῶν νόθων δογμάτων καί τῶν κακοδοξιῶν, ἀλλά ταυτόχρονα συντελοῦν τά μέγιστα καί πρός τήν ἠθική βιωτή μας. Αὐτά τά συγγράμματα διαμορφώνουν καί ὁδηγοῦν ἀνά τούς αἰῶνες τό ποίμνιο πρός τό πνευματικό κάλλος 41. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λοιπόν ἐκτιμοῦσε ἀπεριόριστα τή δύναμη τοῦ λόγου γι' αὐτό καί δέν παραλείπει νά παραινεῖ τόν μαθητή του Τίτο νά καλλιεργεῖ τά ἱερά γράμματα πού ἔμαθε ἀπό παιδική ἡλικία, νά μελετᾶ τίς ἱερές γραφές πού εἶναι θεόπνευστες καί ὀφέλιμες γιά τή διδασκαλία, τήν ἐν Χριστῷ παιδεία καί τόν ἔλεγχο τῶν κακοδοξιῶν. Γι' αὐτό τονίζει ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο ὁ ἐπίσκοπος νά εἶναι δόκιμος στή διδασκαλία τῆς ὀρθῆς πίστεως προκειμένου νά ἐλέγχει καί καί νά ἀπομονώνει τούς διαφωνοῦντες. Ὁ λόγος του πρέπει νά εἶναι πλήρης χάριτος καί ἐποικοδομητικός, τότε εἶναι ἄξιος διπλῆς τιμῆς, καθώς διδάσκει μέ κόπο τόν λόγο τῆς πίστεως. Ἡ τέλεια οἰκοδομή τῆς Ἐκκλησίας γίνεται μέ συνδυασμό τῶν ἔργων καί τῶν λόγων. Καί τά δύο εἶναι ἀπαραίτητα κατά τόν ἅγιο, καθώς ὅπως εὔστοχα ἐπισημαίνει, ὁ ἄμεμπτος βίος δέν μπορεῖ νά βοηθήση ὅταν ὑπάρχει δογματική ἀντιπαράθεση. Ἡ ἀπειρία στόν λόγο καί στά δόγματα ὁδηγοῦν τό ποίμνιο στήν αἵρεση καί στήν κακοδοξία, καθώς ἡ ἀνικανότητα τοῦ ἱερέα νά ἀντικρούσει τά ἐπιχειρήματα τῶν αἱρετικῶν δέν ἐκλαμβάνεται ἀπό τό ποίμνιο ὡς προσωπική ἀδυναμία τοῦ ἱερέως, ἀλλά ὡς σαθρότητα τῶν δογμάτων πού ὑποστηρίζει. Ἀκόμη καί ἄν οἱ πιστοί δέν προσχωρήσουν ἄμεσα στήν αἵρεση, ἡ σταθερότητα στήν πίστη τους θά ἀντικασταθεῖ ἀπό τήν ἀμφιβολία καί αὐτό μπορεῖ νά ἐξελιχθεῖ σέ πλήρες ναυάγιο. Τό πόσος ὄλεθρος καί πόσο πῦρ ἐπαπειλεῖται στήν κεφαλή τοῦ ἱερέως αὐτοῦ γιά κάθε ἀπολωλός μέρος τοῦ ποίμνιου, ὁ ἅγιος δέν θέλει κἄν νά τό σκέπτεται 42. Συνεπῶς, ὁ λόγος τοῦ ἱερέα δέν εἶναι οὔτε καλλωπιστικός, οὔτε «ἀκαδημαϊκῆς φύσεως», ὅπως συνέβαινε στούς ἀρχαίους ρήτορες, ἀλλά ἔχει σωτηριολογικές προεκτάσεις καί συνέπειες ἐπί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ποίμνιου. Γι' αὐτό θεωρεῖται ἀπαραίτητη ἰκανότητα κάθε ἱερέα.
1 Βασιλείου Χ. Κ αραγιώργου, Περί Ἱερωσύνης Λόγοι ΣΤ΄, ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1998, σελ. 19.
2 Ἔνθ' ἀν., σελ. 85 κἑξ.
3 Παναγιώτη Χρήστου, Ε ἰσαγωγή εἰς Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα , τόμ. 28 ος, «Πατερικαί Ἐκδόσεις Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», σελ. 162-164.
4 Μτφρ. Βασιλείου Χ. Καραγιώργου, ἔνθ' ἀν., σελ. 103. Πρβλ. PG 48, 660: «Ἵνα τοῖς ἀθλίοις καί ταλαιπώροις (οὕτω γάρ δεῖ καλεῖν τούς οὐχ εὑρόντας καλῶς ταύτης προστῆναι τῆς πραγματείας, κἄν μυριάκις αὐτούς πρός ἀνάγκην ᾖ σοι λέγῃς, καί ἀγνοοῦντας ἁμαρτεῖν), ἵνα τούτοις διαφυγεῖν γένηται τό πῦρ ἐκεῖνο τό ἄσβεστον, καί τό σκότος τό ἐξώτερον, καί τόν σκώληκα τόν ἀτελεύτητον ».
5 Βλ. ἐπί παραδείγματι στόν Λόγον του Εἰς τόν μακάριον Βαβύλαν, ὅπου ὑπογραμμίζει τόν κατ' ἐξοχήν πνευματικό καί ὑπερκόσμιο χαρακτήρα τῆς Ἱερωσύνης κατ' ἀντιπαράθεση πρός τόν ὑλικό τῆς βασιλείας, χαρακτηρίζοντας τόν ἱερέα Ἐπίτροπον «τῆς γῆς καί τῶν ἐν τῇ γῇ πραττομένων κυριώτερος ἐπίτροπος ὁ τήν ἱερωσύνην λαχών τοῦ τήν ἀλουργίδα ἔχοντος ἐστι...ὅσον οὖν ψυχῆς καί σώματος τό μέσον, τοσοῦτον πάλιν αὕτη (=ἐπισκοπική διακονία) διέστεικεν ἐκείνης (τῆς πολιτειακῆς) ἡ ἀρχή ». Λόγος Γ΄ εἰς τόν μακάριον Βαβύλαν , ΕΠΕ 34, σελ. 460 (= PG 57, 507).Ὅπως ὅμως πολύ εὔστοχα τονίζει ὁ Κ. Δ. Μουρατίδης τό ἱερατικό ἀξίωμα δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τήν κοσμική αἴγλη τοῦ ἀντίστοιχου βασιλικοῦ, καθώς σημαίνει αὐταπάρνηση, ἄκρα ταπείνωση καί μέχρι αὐτοθυσίας ἀγαπητική διακονία πρός τούς ποιμενομένους. Σέ ἀντίθεση μέ τήν κυριαρχική ἐξουσία τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων οἱ Ἐπίσκοποι καλοῦνται νά εἶναι πάντων ἔσχατοι, πάντων διάκονοι, πάντων δοῦλοι. Βλ. Κων. Δ. Μουρατίδη, «Ὁ Ἐπίσκοπος Δεσπότης ἤ Διάκονος, τό θεανθρώπινο μεγαλεῖο τῆς ἐπισκοπικῆς διακονίας», Κοινωνία ΜΑ΄ Ἀπρ.-Ἰούν. 1998, τευχ. 2. σελ. 148-149.
6 «Κύριος, εἰς ἄρχοντα ἐπί τόν λαόν αὐτοῦ, ἐπί Ἰσραήλ. Καί σύ ἄρξεις ἐν λαῷ Κυρίου καί σύ σώσεις αὐτῶν ἐκ χειρός ἐχθρῶν αὐτοῦ κυκλόθεν » Α΄ Βασ. 9,10.
7 «Οὐχί ἀνδρός υἱός Ἰεμιναίου εἰμί τοῦ μικροῦ σκήπτρου φυλῆς Ἰσραήλ καί τῆς φυλῆς τῆς ἐλαχίστης ἐξ ὅλους σκήπτρου Βενιαμίν ; καί ἵνα τί ἐλάλησας πρός ἐμέ κατά τό ῥήμα τοῦτο;» Α΄ Βασ. 9,10. Ἐν τούτοις, ἡ καταγωγή τοῦ Σαούλ δέν ἦταν ταπεινή, καθώς ὁ πατέρας του Κίς ἦταν πλούσιος κτηματίας. Ἡ φυλή ὅμως τοῦ Βενιαμίν ἦταν ἡ ὀλιγοπληθέστερη τῶν ἄλλων φυλῶν. Βλ. J. Sturdy, «The Original Meaning of Is Saul Also Among the Prophets?» (1 Samuel 10:11, 12: 19,24), Vetus Testamentum 20 (1970), σελ. 207 κἑξ.
8 Α΄ Ἀριθμ. 2,27-36: «... τούς δοξάζοντάς με δοξάσω, καί ὁ ἐξουθενῶν με ἀτιμασθήσεται... Ἰδού ἔρχονται ἡμέραι καί ἐξολοθρεύσω τό σπέρμα σου καί τό σπέρμα οἴκου πατρός σου... Καί ἀναστήσω ἐμαυτῷ ἱερέαν πιστόν, ὅς πάντα τά ἐν τῇ καρδίᾳ μου καί τά ἐν τῇ ψυχῇ μου ποιήσει· καί οἰκοδομήσω αὐτῷ οἶκον πιστόν, καί διελεύσεται ἐνώπιον χριστοῦ μου πάσας τἀς ἡμέρας ».
9 Βλ. Ιερεμιου Φουντα, Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, Βασιλειῶν A ΄, ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία, Αθήνα 2011, σελ. 38. Πρβλ. τήν ἄποψη τοῦ Θεοδώρητου, PG 80, 536, ὁ ὁποῖος ὑποστηρίζει ὅτι θά ἔπρεπε νά εἶχαν ἐκδιωχθεῖ οἱ υἱοί του ἀπό τόν ἱερό περίβολο τοῦ ναοῦ.
10 Ἀριθμ. 20,9 «καὶ ἔλαβε Μωυσῆς τὴν ράβδον τὴν ἀπέναντι Κυρίου, καθὰ συνέταξε Κύριος, 10 καὶ ἐξεκλησίασε Μωυσῆς καὶ ᾿Ααρὼν τὴν συναγωγὴν ἀπέναντι τῆς πέτρας καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἀκούσατέ μου, οἱ ἀπειθεῖς· μὴ ἐκ τῆς πέτρας ταύτης ἐξάξομεν ὑμῖν ὕδωρ ; 11 καὶ ἐπάρας Μωυσῆς τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπάταξε τὴν πέτραν τῇ ράβδῳ δίς, καὶ ἐξῆλθεν ὕδωρ πολύ, καὶ ἔπιεν ἡ συναγωγὴ καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν. 12 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρών· ὅτι οὐκ ἐπιστεύσατε ἁγιάσαι με ἐναντίον τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ, διὰ τοῦτο οὐκ εἰσάξετε ὑμεῖς τὴν συναγωγὴν ταύτην εἰς τὴν γῆν, ἣν δέδωκα αὐτοῖς. 13 τοῦτο τὸ ὕδωρ ἀντιλογίας, ὅτι ἐλοιδορήθησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἔναντι Κυρίου καὶ ἡγιάσθη ἐν αὐτοῖς ».
11 «Ο ὐ γάρ εἰς τό τῷ Θεῷ προσκρούειν δεῖ κατακεχρῆσθαι ταῖς παρά Θεοῦ διδομέναις τιμαῖς, ἀλλ ' εἰς τό μᾶλλον ἀρέσκειν αὐτῷ ». PG 48, 662.
12 «Μεγίστης μέν γάρ ἄν εἶεν κολάσεως ἄξιοι οἱ μετά τό δι ' οἰκείας σπουδῆς ταύτης ἐπιτυχεῖν τῆς ἀρχῆς, ἤ διά ῥαθυμίαν, ἤ διά πονηρίαν, ἤ καί δι ' ἀπειρίαν κακῶς κεχρημένοι τῷ πράγματι. Οὐ μήν διά τοῦτο το ῖς οὐκ ἐσπουδακόσι καταλείπεταί τις συγγνώμη, ἀλλά καί οὗτοι πάσης ἀπολογίας ἐστέρηνται. Δεῖ γάρ, οἶμαι, κἄν μύριοι καλῶσι καί καταναγκάζωσι, μή πρός ἐκείνους ὁρᾷν, ἀλλά πρότερον τήν ἑαυτοῦ βασανίσαντα ψυχήν, καί πάντα διερευνησάμενον ἀκριβῶς, οὕτως εἶξαι τοῖς βιαζομένοις». PG 48, 663.
13 «Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθᾶραι· σοφισθῆναι καί οὕτω σοφῖσαι· γενέσθαι φῶς, καί φωτῖσαι· ἐγγίσαι Θεῷ καί προσαγαγεῖν ἄλλους· ἁγιασθῆναι καί ἁγιάσαι· χειραγωγῆσαι μετά χειρῶν, συμβουλεύσαι μετά συνέσεως ». Λόγος Β΄, ΕΠΕ 1, σελ. 164. Πρβλ. σημ. 10.
14 PG 48, 663: «Ψυχ ῶν δέ ἐπιμέλειαν μέλλων πιστεύεσθαι τοσούτων οὐκ ἐξετάσει πρότερον ἑαυτόν, ἀλλά, κἄν ἁπάντων ἀπειρότατος ᾖ, δέξεται τήν διακονίαν, ἐπειδή ὁ δεῖνα κελεύει, καί ὁ δεῖνα βιάζεται, καί ἵνα μή προσκρούσῃ τῷ δείνι; Καί πῶς οὐκ εἰς προῦπτον ἑαυτόν, νῦν καί ἑτέρους προσαπόλλυσι μεθ' ἑαυτοῦ . Πόθεν γάρ ἐλπίσαι σωτηρίαν ;».
15 Α΄ Τιμ . 5,22: «Χεῖρας ταχέως μηδενί ἐπιτίθει μηδέ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαιςι Σεαυτόν ἁγνόν τήρει ».
16 Βασιλείου Χ. Κ αραγιώργου, Περί Ἱερωσύνης Λόγοι ΣΤ ΄, ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1998, σελ. 110. Πρβλ. PG 48, 663: «Πῶς γάρ οὐκ ἄτοπον, ἀνδράποδον μέν πρίασθαι βουλομένους καί ἰατροῖς ἐπιδεικνύναι, καί τῆς πράσεως ἐγγυητάς ἀπαιτεῖν, καί γειτόνων πυνθάνεσθαι, καί μετά ταῦτα πάντα μηδέπω θαῥῥεῖν, ἀλλά καί χρόνον πολύν πρός δοκιμασίαν αἰτεῖν· εἰς δέ τοσαύτην λειτουργίαν μέλλοντάς τινα ἐγγράφειν, ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχεν, ἄν τῷ δεῖνι δόξῃ, πρός χάριν ἤ πρός ἀπέχθειαν ἑτέρων μαρτυρῆσαι, ἐγκρίνειν, μηδεμίαν ποιουμένους ἑτέραν ἐξέτασιν ;»
17 Ἔνθ' ἀν. Πρβλ. PG 48, 664: «Ὁ γάρ τήν ἐξουσίαν παρασχών τῷ βουλομένῳ διαφθεῖραι τήν Ἐκκλησίαν, οὗτος ἄν εἴη τῶν ὑπ' ἐκείνου τολμηθέντων αἴτιος ».
18 Ἔνθ' ἀν., σελ. 112. Πρβλ. PG 48, 664: «Ὁ δέ τάς ψυχάς ἀπολλύς, καί οἰκοδομῶν ἀμελῶς, τήν ἑτέρων ἀνάγκην ἀποχρῆν αὐτῷ πρός τό διαφυγεῖν οἴεται ; Καί πῶς οὐ λίαν εὔηθες ;».
19 PG 48, 664: «Μή, παρακαλῶ, μή ἐπί τοσοῦτον ἀπατῶμεν ἑαυτούς, μηδέ ὑποκρινώμεθα ἀγνοεῖν τά καί τοῖς ἄγαν παισί φανερά. Οὐ γάρ δήπου καί ἐπί τῶν εὐθυνῶν αὔτη τῆς ἀγνοίας ἡ προσποίησις ἡμᾶς ὠφελῆσαι δυνήσεται. Οὐκ ἐσπουδάσας αὐτός ταύτην δέξασθαι τήν ἀρχήν, ἀσθένειαν σεαυτῷ συνειδώς; εὖ καί καλῶς. Ἐχρῆν οὖν μετά τῆς αὐτῆς προαιρέσεως, καί ἑτέρων καλούντων, ἀποπηδᾷν. Ἤ ὅτε μέν οὐδείς ἐκάλει, ἀσθενής σύ καί οὐκ ἐπιτήδειος· ἐπεί δέ εὑρέθησαν οἱ δώσοντες τήν τιμήν, γέγονας ἐξαίφνης ἰσχυρός;Γέλως ταῦτα καί λῆρος καί τῆς ἐσχάτης ἄξια τιμωρίας ».
20 PG 48, 665: «Ἡ γάρ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κατά τόν μακάριον Παῦλον, σῶμά ἐστι τοῦ Χριστοῦ καί δεῖ τόν τοῦτο πεπιστευμένων εἰς εὐεξίαν αὐτό πολλήν καί κάλλος ἀμήχανον ἐξασκεῖν, πανταχοῦ περισκοποῦντα, μή που σπῖλος, ἤ ρυτίς, ἤ τις ἄλλος μῶμος τοιοῦτος τήν ὥραν ᾖ καί τήν εὐπρέπειαν λυμαινόμενος ἐκείνην ».
21 PG 48, 665: «
οἱ τό σῶμα τοῦτο θεραπεύειν λαχόντες, τόν τήν ἄθλησιν οὐ πρός σώματα, ἀλλά πρός τάς ἀοράτους δυνάμεις ἔχον, πῶς αὐτό δυνήσονται φυλάττειν ἀκέραιον καί ὑγιές, μή πολύ τήν ἀνθρωπίνην ὑπερβαίνοντες ἀρετήν, καί πᾶσαν ψυχῇ πρόσφορον ἐπιστάμενοι θεραπείαν ;»
22 PG 48, 665: «
ἀλλά μία τις μετά τά ἔργα δέδοται μηχανή καί θεραπείας ὁδός ἡ διά τοῦ λόγου διδασκαλία. Τοῦτο ὄργανον, τοῦτο τροφή, τοῦτο ἀέρων κρᾶσις ἀρίστη· τοῦτο ἀντί φαρμάκου, τοῦτο ἀντί πυρός, τοῦτο ἀντί σιδήρου ».
23 Ἔνθ' ἀν., σελ. 114. PG 48, 665: «Εἰ μέν γάρ τις ἔχοι τήν μαχαίραν τοῦ πνεύματος, καί θυρεόν πίστεως τοσοῦτον, ὡς δύνασθαι θαυματουργεῖν, καί διά τῶν τεραστίων τά τῶν ἀναισχύντων ἐμφράττειν στόματα, οὐδέν ἄν δέοιτο τῆς ἀπό τοῦ λόγου βοηθείας· μᾶλλον δέ οὐδέ τότε ἄχρηστος ἡ τούτου φύσις, ἀλλά καί λίαν ἀναγκαία. Καί γάρ ὁ μακάριος Παῦλος αὐτόν μετεχείρισε, καίτοι γέ ἀπό τῶν σημείων πανταχοῦ θαυμαζόμενος ;».
24 Ὁμιλ. Α΄ Εἰς Τίτ. 2.
25 Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί οἱ περί Ἱερωσύνης Λόγοι του , Ἀθήνα 2001, σελ. 79
26 Chr. Baur , Saint Jean Chrysostome et ses oeuvres dans l'histoire litt éraire , Louvain-Paris 1907.
27 Μητροπολιτου Ν. Σμύρνης Συμεών, «Ἰωάννης Χρυσόστομος : Ὁ ἀπαράμιλλος ἱεροκῆρυξ», Χρυσοστομικό Συμπόσιο, Ἡ προσωπικότητα καί ἡ θεολογία Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 2007, σελ. 182.
28 Θέση πού υ ἱοθέτησε πρίν ἀπό τήν συγγραφή τοῦ ἐν λόγῳ ἔργου καί ἀναπτύσσει ἐκτενῶς ὁ Γρηγόριος Θεολόγος. Βλ. Ἀπολογητικός 35-37.
29 Ἔνθ' ἀν., σελ. 115. Πρβλ. PG 48, 665: «Καί δεῖ τόν μέλλοντα τήν πρός πάντας ἀναδέχεσθαι μάχην τάς ἁπάντων εἰδέναι τέχνας, καί τόν αὐτόν τοξότην τε εἶναι καί σφενδονήτην, καί ταξίαρχον καί λοχαγόν, καί στρατιώτην καί στρατηγόν, καί πεζόν καί ἱππέα, καί ναυμάχην καί τειχομάχην »
30 PG 48, 665: «Οὕτως οὖν καί ἡ τοῦ Θεοῦ πόλις, ὅταν μέν αὐτήν πανταχόθεν ἀντί τείχους ἡ τοῦ ποιμένος ἀγχίνοιά τε καί σύνεσις περιβάλλῃ, πάντα εἰς αἰσχύνην καί γέλωτα τοῖς ἐχθροῖς τά μηχανήματα τελευτᾷ, καί μένουσιν οἱ κατοικοῦντες ἔνδον ἀσινεῖς· ὅταν δέ τις αὐτήν ἐκ μέρους καταλῦσαι δυνηθῇ, κἄν μή πᾶσαν καταβάλῃ, διά τοῦ μέρους ἅπαν, ὡς εὶπεῖν, λυμαίνεται τό λοιπόν ».
31 Μία ἐκ τῶν ἐπικινδυνοτέρων αἱρέσεων, ἡ ἐξάπλωση τῆς ὁποίας ἀπό τόν 3 ο αι. μ. Χ. μέχρι καί τόν 7 αἰ. ἀνάγκασε πλῆθος ἐκκλησιαστικῶν προσωπικοτήτων νά συντάξει πολεμικές πραγματεῖες ἐναντίον αὺτῆς (Ἡγήσιππος, Τίτος Βόστρων, Δίδυμος Τυφλός, Ἐπιφάνιος Σαλαμίνος, Αὐγουστίνος καί μεταγενέστερα Ἰωάννης Δαμασκηνός καί Φώτιος).
32 PG 48, 666: «Πολλάκις γάρ ἡ πρός ἑτέρους μάχη τούς οὐδέ τήν ἀρχήν συμβαλόντας, οὐδέ πονέσαντες ὅλως, ἡσυχάζοντας δέ καί καθημένους, νικῆσαι πεποίηκε· καί τῷ οἰκείῳ ξίφει περιπαρείς ὁ μή πολλήν περί ταῦτα τήν ἐμπειρίαν ἔχων, καί τοῖς φίλοις καί τοῖς πολεμίοις καταγέλαστος γίνεται ».
33 Βλ . PG 48, 666 κἑξ.
34 Γνωστικός ἐξ Αἰγύπτου, ἕνας ἀπό τούς κυριότερους ἐκπροσώπους τοῦ ἀλεξανδρινοῦ Γνωστικισμοῦ τοῦ 2 ου αἰῶνος καί ἱδρυτής τῆς λεγόμενης σχολῆς τῶν Βαλεντιανῶν, οἱ ὁποῖο ἀπέρριπταν τήν Π. Διαθήκη ὡς νόμο τῶν Ἰουδαίων.
35 Ὁ Μαρκίων ἐκ Σινώπης (85-160) ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς φοβερότερους ἀντιπάλους τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἱδρύοντας τήν αἵρεση τοῦ Μαρκιωνιτισμοῦ. Ἀπέρριπτε τήν Π. Διαθήκη στό σύνολό της, ἐνῶ θεωροῦσε ὅτι ὁ ἰουδαϊκός Νόμος αὐτῆς ἐρχόταν σέ ἀντίθεση μέ τήν Κ. Διαθήκη.
36 Ἔνθ ' ἀν., σελ. 118-119. Βλ. PG 48, 667-668: «Τούς δέ πλείους ταῦτα περιεργαζομένους καί ζητοῦντας, ἅ μήτε εὑρεῖν δυνατόν, καί τόν Θεόν παροξύνει ζητούμενα. Ὅταν γάρ, ἅπερ αὐτός ἡμᾶς οὐκ ἠθέλησεν εἰδέναι, ταῦτα βιαζώμεθα μανθάνειν, οὔτε εἰσόμεθα, (πῶς γάρ, τοῦ Θεοῦ μή βουλομένου;) καί τό κινδυνεύειν ἡμῖν ἐκ τοῦ ζητεῖν περιέσται μόνον ».
37 Κωνσταντινου Ι. Μπελέζου, «Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί Ἀπόστολος Παῦλος», Χρυσοστομικό Συμπόσιο, Ἡ προσωπικότητα καί ἡ θεολογία Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου , ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 2007, σελ.582-583. Βλ. ἐκτενέστερα τήν μελέτη τοῦ ἰδίου Χρυσόστομος καί Ἀπόστολος Παῦλος, Χρονολογική ταξινόμηση τῶν παυλείων ἐπιστολῶν καί χρυσοστόμεια Ἑρμηνευτική , ἐκδ. Διήγησις, Ἀθήνα 2008.
38 Ἔνθ' ἀν., σελ. 121. PG 48, 669: «Μετά τοσαῦτα κατορθώματα, μετά τούς μυρίους στεφάνους ηὔξατο εἰς γεένναν ἀπελθεῖν, καί αἰωνίῳ παραδοθῆναι κολάσει, ὑπέρ τοῦ τούς πολλάκις αὐτόν καί λιθάσαντας, καί ἀνελόντας, τό γε αὐτῶν μέρος. Ἰουδαίους σωθῆναι, καί τῷ Χριστῷ προσελθεῖν ».
39 «Ἐγώ δέ εἰ μέν τήν λειότητα Ἰσοκράτους ἀπῄτουν καί τόν Δημοσθένους ὄγκον καί τήν Θουκιδίδου σεμνότητα, καί τό Πλάτωνος ὕψος, ἔδει φέρειν εἰς μέσον ταύτην τοῦ Παύλου τήν μαρτυρίαν· νῦν δέ ἐκεῖνα μέν πάντα ἀφίημι καί τόν περίεργον τῶν ἔξωθεν καλλωπισμόν καί οὐδέν μοι φράσεως, οὐδέ ἀπαγγελίας μέλει ». PG 48, 669.
40Βλ . PG 48, 669-670.
41 PG 48, 670: «Ὥσπερ γάρ τεῖχος ἐξ ἀδάμαντος κατασκευασθέν, οὕτως τάς πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης Ἐκκλησίας τά τούτου τειχίζει γράμματα· καί καθάπερ τις ἀριστεύς γενναιότατος ἔστηκε καί νῦν μέσος, αἰχμαλωτίζων πᾶν νόημα εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ καί καθαιρῶν λογισμούς καί πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατά τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ταῦτα δέ πάντα ἐργάζεται δι' ὧν ἡμῖν κατέλιπεν ἐπιστολῶν τῶν θαυμασίων καί τῆς θείας πεπληρωμένων σοφίας. Οὐ πρός δογμάτων δέ μόνον νόθων τε ἀνατροπήν καί γνησίων ἀσφάλειαν ἐπιτήδεια ἡμῖν αὐτοῦ τά γράμματα, ἀλλά καί πρός τό βιοῦν εὖ οὐκ ἐλάχιστον ἡμῖν συντελεῖ μέρος. Τούτοις γάρ ἔτι καί νῦν οἱ τῶν Ἐκκλησιῶν προεστῶτες χρώμενοι, τήν ἁγνήν παρθένον, ἥν ἡρμόσατο τῷ Χριστῷ, ρυθμίζουσί τε καί πλάττουσι, καί πρός τό πνευματικόν ἄγουσι κάλλος. Τούτοις καί τά ἐπισκήπτοντα αὐτῇ νοσήματα ἀποκρούονται, καί τήν προσγινομένην διατηροῦσιν ὑγείαν. Τοιαῦτα ἡμῖν ὁ ἰδιώτης κατέλιπε φάρμακα, τοσαύτην ἔχοντα δύναμιν, ὧν ἴσασι τήν πεῖραν καλῶς οἱ χρώμενοι συνεχῶς. Καί ὅτι μέν πολλήν αὐτός ἐποιεῖτο τοῦ μέρους τούτου σπουδήν, ἐκ τούτων δῆλον ».
42 PG 48, 672: «Ὅταν δέ ὑπέρ δογμάτων ἀγών κινῆται καί πάντες ἀπό τῶν αὐτῶν μάχωνται Γραφῶν, ποίαν ἰσχύν ὁ βίος ἐνταῦθα ἐπιδεῖξαι δυνήσεται; Τί τῶν πολλῶν ὄφελος ἱδρώτων, ὅταν μετά τούς μόχθους ἐκείνους ἀπό τῆς πολλῆς τις ἀπειρίας εἰς αἵρεσιν ἐκπεσών ἀποσχισθῇ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας; Ὅπερ οἶδα πολλούς παθόντας ἐγώ. Ποῖον αὐτῷ κέρδος τῆς καρτερίας; Οὐδέν· ὥσπερ οὖν οὐδέ ὑγιοῦς πίστεως, τῆς πολιτείας διεφθαρμένης. Διά δή ταῦτα μάλιστα πάντων ἔμπειρον εἶναι δεῖ τῶν τοιούτων ἀγώνων τόν διδάσκειν τούς ἄλλους λαχόντα. Εἰ γάρ καί αὐτός ἔστηκεν ἐν ἀσφαλείᾳ, μηδέν ὑπό τῶν ἀντιλεγόντων βλαπτόμενος, ἀλλά τό τῶν ἀφελεστέρων πλῆθος, τό ταττόμενον ὑπ' ἐκείνῳ, ὅταν ἴδῃ τόν ἡγούμενον ἡττηθέντα, καί οὐδέν ἔχοντα πρός τούς ἀντιλέγοντας εἰπεῖν, οὐ τήν ἀσθενείαν τοῦ ἐκείνου τῆς ἥττης, ἀλλά τήν τοῦ δόγματος αἰτιῶνται σαρθρότητα· καί διά τήν τοῦ ἑνός ἀπειρίαν ὁ πολύ λεώς εἰς ἔσχατον ὄλεθρον καταφέρεται. Κἄν γάρ μή πάντῃ γένωνται τῶν ἐναντίον, ἀλλ' ὅμως ὑπέρ ὧν θαῥῥεῖν εἶχον ἀμφιβάλλειν ἀναγκάζονται, καί οἷς μετά πίστεως προσῄεσαν ἀκλινοῦς, οὐκ ἔτι μετά τῆς αὐτῆς δύνανται προσέχειν στεῥῥότητος· ἀλλά τοσαύτη ζάλη ταῖς ἐκείνων εἰσοικίζεται ψυχαῖς ἀπό τῆς ἥττης τοῦ διδασκάλου, ὡς καί εἰς ναυάγιον τελευτῆσαι τό κακόν. Ὅσος δέ ὄλεθρος, καί ὅσον συνάγεται πῦρ εἰς τήν ἀθλίαν κεφαλήν ἐκείνου καθ' ἕκαστον τῶν ἀπολλυμένων τούτων, οὐδέν δεήσῃ παρ' ἐμοῦ μαθεῖν, ἅπαντα αὐτός εἰδώς ἀκριβῶς. Τοῦτο οὖν ἀπονοίας, τοῦτο κενοδοξίας, τό μή θελῆσαι τοσούτοις ἀπωλείας αἴτιον γενέσθαι, μηδέ ἑμαυτῷ μείζονα προξενῆσαι τιμωρίαν τῆς νῦν ἀποκειμένης ἐκεῖ; Καί τίς ἄν ταῦτα φήσειεν; Οὐδείς, πλήν εἰ μή τις μάτην μέμφεσθαι βούλοιτο, καί ἐν ταῖς ἀλλοτρίαις φιλοσοφεῖν συμφοραῖς ».
Αρχιμ. Πολύκαρπος Κεντικελένης