Το θείο είναι αγαθό και υπεράγαθο, και το θέλημά του επίσης· διότι αγαθό είναι όποιο θέλει ο Θεός. Και η εντολή που το διδάσκει αποτελεί νόμο, ώστε, τηρώντας το θέλημά του, μένουμε μέσα στο φως.
Και η παράβαση αυτής της εντολής είναι αμαρτία. Αυτή (η αμαρτία) συνίσταται από την επίθεση του Διαβόλου και από τη δική μας αβίαστη και θεληματική αποδοχή· και αυτή μάλιστα ονομάζεται νόμος.
Ο νόμος του Θεού, λοιπόν, κυριαρχώντας πάνω στο νου μας, τον ελκύει προς τον εαυτό του και παροτρύνει τη συνείδησή μας. Και η συνείδησή μας μάλιστα λέγεται νόμος του νου μας. Και η επίθεση του πονηρού πάλι, δηλαδή ο νόμος της αμαρτίας, κυριαρχεί πάνω στα μέλη της σάρκας μας και μέσω αυτής μας επιτίθεται.
Διότι, αν παραβούμε μια φορά το νόμο του Θεού και συγκατατεθούμε στην επίθεση του πονηρού, ανοίξαμε το δρόμο στην αμαρτία και της πουλήσαμε δούλο τον εαυτό μας. Γι’ αυτό, το σώμα μας με προθυμία οδηγείται προς αυτήν. Ακόμη η μυρουδιά και η αίσθηση της αμαρτίας που υπάρχει στο σώμα μας, δηλαδή η επιθυμία και η ηδονή του σώματος, ονομάζεται νόμος που υπάρχει στα μέλη της σάρκας μας.
Ο νόμος, λοιπόν, του νου, δηλαδή η συνείδηση, ευχαριστείται με το νόμο του Θεού, δηλαδή με την εντολή, και αυτήν θέλει. Ο νόμος όμως της αμαρτίας, δηλαδή η επίθεση (του διαβόλου), με το νόμο που κυριαρχεί στα μέλη (του σώματος), δηλαδή με την επιθυμία, τη ροπή και τη κίνηση του του σώματος και του αλόγου μέρους της ψυχής, πολεμά το νόμο του νου μου –εννοώ τη συνείδηση– και με αιχμαλωτίζει· και ενώ θέλω και αγαπώ το νόμο του Θεού και δεν θέλω την αμαρτία, σύμφωνα με την εξέταση, με τη γλυκύτητα της ηδονής και την επιθυμία του σώματος και του αλόγου μέρους της ψυχής, όπως είπα, με αποπλανά και με πείθει να διαπράξω την αμαρτία. «Ο Θεός, όμως, την αδυναμία του νόμου, επειδή ο νόμος εξαιτίας της σάρκας ήταν ασθενής, αποστέλλοντας τον Υιό του σε ομοίωμα της αμαρτωλής σάρκας –πήρε δηλαδή τη σάρκα, όχι όμως την αμαρτία– καταδίκασε την αμαρτία στη σάρκα, για να εκπληρωθεί η δίκαιη απαίτηση του νόμου σ’ αυτούς που δεν βαδίζουν σύμφωνα με τη σάρκα αλλά σύμφωνα με το Πνεύμα.
Διότι το Πνεύμα μας βοηθάει στην αδυναμία μας» και δίνει τη δύναμη στο νόμο του νου μας να στραφεί εναντίον του νόμου των μελών της σάρκας μας. Διότι το χωρίο «δεν ξέρουμε τί να προσευχηθούμε, όπως πρέπει, αλλά αυτό το Πνεύμα μεσιτεύει για χάρη μας με στεναγμούς αλάλητους», μας διδάσκει, τί θα προσευχηθούμε.
Επομένως είναι αδύνατο να εκτελέσουμε τις εντολές του Κυρίου, παρά μόνον με υπομονή και προσευχή.
Και η παράβαση αυτής της εντολής είναι αμαρτία. Αυτή (η αμαρτία) συνίσταται από την επίθεση του Διαβόλου και από τη δική μας αβίαστη και θεληματική αποδοχή· και αυτή μάλιστα ονομάζεται νόμος.
Ο νόμος του Θεού, λοιπόν, κυριαρχώντας πάνω στο νου μας, τον ελκύει προς τον εαυτό του και παροτρύνει τη συνείδησή μας. Και η συνείδησή μας μάλιστα λέγεται νόμος του νου μας. Και η επίθεση του πονηρού πάλι, δηλαδή ο νόμος της αμαρτίας, κυριαρχεί πάνω στα μέλη της σάρκας μας και μέσω αυτής μας επιτίθεται.
Διότι, αν παραβούμε μια φορά το νόμο του Θεού και συγκατατεθούμε στην επίθεση του πονηρού, ανοίξαμε το δρόμο στην αμαρτία και της πουλήσαμε δούλο τον εαυτό μας. Γι’ αυτό, το σώμα μας με προθυμία οδηγείται προς αυτήν. Ακόμη η μυρουδιά και η αίσθηση της αμαρτίας που υπάρχει στο σώμα μας, δηλαδή η επιθυμία και η ηδονή του σώματος, ονομάζεται νόμος που υπάρχει στα μέλη της σάρκας μας.
Ο νόμος, λοιπόν, του νου, δηλαδή η συνείδηση, ευχαριστείται με το νόμο του Θεού, δηλαδή με την εντολή, και αυτήν θέλει. Ο νόμος όμως της αμαρτίας, δηλαδή η επίθεση (του διαβόλου), με το νόμο που κυριαρχεί στα μέλη (του σώματος), δηλαδή με την επιθυμία, τη ροπή και τη κίνηση του του σώματος και του αλόγου μέρους της ψυχής, πολεμά το νόμο του νου μου –εννοώ τη συνείδηση– και με αιχμαλωτίζει· και ενώ θέλω και αγαπώ το νόμο του Θεού και δεν θέλω την αμαρτία, σύμφωνα με την εξέταση, με τη γλυκύτητα της ηδονής και την επιθυμία του σώματος και του αλόγου μέρους της ψυχής, όπως είπα, με αποπλανά και με πείθει να διαπράξω την αμαρτία. «Ο Θεός, όμως, την αδυναμία του νόμου, επειδή ο νόμος εξαιτίας της σάρκας ήταν ασθενής, αποστέλλοντας τον Υιό του σε ομοίωμα της αμαρτωλής σάρκας –πήρε δηλαδή τη σάρκα, όχι όμως την αμαρτία– καταδίκασε την αμαρτία στη σάρκα, για να εκπληρωθεί η δίκαιη απαίτηση του νόμου σ’ αυτούς που δεν βαδίζουν σύμφωνα με τη σάρκα αλλά σύμφωνα με το Πνεύμα.
Διότι το Πνεύμα μας βοηθάει στην αδυναμία μας» και δίνει τη δύναμη στο νόμο του νου μας να στραφεί εναντίον του νόμου των μελών της σάρκας μας. Διότι το χωρίο «δεν ξέρουμε τί να προσευχηθούμε, όπως πρέπει, αλλά αυτό το Πνεύμα μεσιτεύει για χάρη μας με στεναγμούς αλάλητους», μας διδάσκει, τί θα προσευχηθούμε.
Επομένως είναι αδύνατο να εκτελέσουμε τις εντολές του Κυρίου, παρά μόνον με υπομονή και προσευχή.