Επειδή, λοιπόν, λέμε ότι οι φύσεις του Χριστού είναι δύο, δύο είναι και τα φυσικά του θελήματα και οι φυσικές του ενέργειες. Επειδή όμως μία είναι η υπόσταση των δύο φύσεών του, γι’ αυτό λέμε ότι ένας είναι αυτός που θέλει και ενεργεί φυσικά και στις δύο φύσεις, από τις οποίες, στις οποίες και οι οποίες είναι ο Χριστός ο Θεός μας· θέλει και ενεργεί όχι χωριστά, αλλά ενωμένα· θέλει και ενεργεί κάθε μορφή (φύση) σε συνεργασία με την άλλη. Διότι αυτά που έχουν την ίδια φύση, έχουν και την ίδια θέληση και ενέργεια· και όποια έχουν διαφορετική ουσία, αυτά έχουν και διαφορετική θέληση και ενέργεια. Και το αντίστροφο, όσα έχουν την ίδια θέληση και ενέργεια έχουν και την ίδια ουσία· όσα έχουν διαφορετική θέληση και ενέργεια έχουν και διαφορετική ουσία.
Γι’ αυτό, λοιπόν, για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα γνωρίζουμε την ταυτότητα της φύσεως από την ταυτότητα της ενεργείας και του θελήματος. Σχετικά με τη θεία οικονομία γνωρίζουμε τη διαφορά των φύσεων από τη διαφορά των ενεργειών και των θελημάτων· και επειδή γνωρίζουμε τη διαφορά των φύσεων, δεχόμαστε και τη διαφορά των θελημάτων και των ενεργειών.
Διότι, όπως ακριβώς ο αριθμός των φύσεων του ίδιου και ενός Χριστού, όταν τον εννοούμε και τον λέμε με ευσέβεια, δεν κομματιάζει τον ένα Χριστό, αλλά παρουσιάζει τη διαφορά των φύσεων να διατηρείται στην ενότητα, παρόμοια και ο αριθμός των θελημάτων και ενεργειών που υπάρχουν στις φύσεις του, σύμφωνα με την ουσία τους –διότι και με τις δύο φύσεις του ήθελε και ενήργησε τη σωτηρία μας–, δεν εισάγει διαίρεση –αλίμονο–, αλλά φανερώνει μόνο τη διαφύλαξη και διάσωσή τους, παρ’ όλη την μεταξύ τους ένωση. Διότι ισχυριζόμαστε ότι τα θελήματα και οι ενέργειες ανήκουν στις φύσεις και όχι στην υπόσταση. Και εννοώ τη θελητική και ενεργητική δύναμή του, με την οποία θέλει και ενεργεί αυτά που θέλει και ενεργεί. Διότι, αν τα θεωρήσουμε ότι ανήκουν στην υπόσταση, τότε υποχρεωτικά θα θεωρήσουμε τις τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος να έχουν διαφορετική θέληση και ενέργεια.
Πρέπει,δηλαδή, να γνωρίζουμε ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα η θέληση και ο τρόπος της θελήσεως· διότι η θέληση ανήκει στη φύση, όπως και η όραση –καθώς όλοι οι άνθρωποι είναι προικισμένοι μ’ αυτήν–· ο τρόπος όμως της θελήσεως
δεν ανήκει στη φύση, αλλά στην απόφασή μας, όπως ο καλός ή κακός τρόπος της όρασης –διότι όλοι οι άνθρωποι δεν θέλουν ούτε βλέπουν το ίδιο. Αυτό το δεχόμαστε και για τις ενέργειες· Διότι τρόπος της θελήσεως, ο τρόπος της οράσεως, ο τρόπος της ενεργείας ανήκουν στον τρόπο χρήσεως της θελήσεως, της οράσεως και της ενεργείας· διακρίνει αυτόν που τα χρησιμοποιεί και τον ξεχωρίζει από τους άλλους σέ ό,τι κατά κοινή ομολογία διαφέρει.
Επομένως, το να θέλει απλά κανείς λέγεται θέληση· πρόκειται δηλαδή για τη θελητική δύναμη, η οποία είναι λογική επιθυμία και θέλημα της φύσεως.
Ο τρόπος πάλι της θελήσεως, αυτό δηλαδή που είναι στη διάθεση της θελήσεως, λέγεται θελητό και γνωμικό θέλημα· θελητικό πάλι είναι αυτό που από τη φύση του θέλει· θελητική για παράδειγμα είναι η θεία και η ανθρώπινη φύση. Αυτός πάλι που θέλει είναι εκείνος που χρησιμοποιεί τη θέληση, δηλαδή η υπόσταση· για παράδειγμα ο Πέτρος.
Επειδή, λοιπόν, ένας είναι ο Χριστός και μία η υπόστασή του, και αυτός που θέλει και ενεργεί και θεϊκά και ανθρώπινα είναι ένας και ο ίδιος.
Και επειδή έχει δύο θελητικές φύσεις που είναι λογικές –διότι κάθε τι το λογικό είναι θελητικό και αυτεξούσιο– θα δεχθούμε ότι έχει δύο θελήσεις, δύο θελήματα δηλαδή της φύσεως. Είναι δηλαδή θεληματικός και στις δύο φύσεις του· διότι πήρε τη θελητική δύναμη από τη φύση που υπάρχει μέσα μας. Και επειδή ένας είναι ο Χριστός και ο ίδιος θέλει και με τη μία και με την άλλη φύση, θα του αποδώσουμε το δικό του θέλημα· και δεν θέλει μόνον αυτά που ως Θεός ήθελε –διότι δεν χαρακτηρίζει το Θεό η επιθυμία του φαγητού, του πιοτού και τα παρόμοια–, αλλά θέλει και αυτά που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη φύση· και δεν έρχονται σε αντίθεση
(οι δύο φύσεις), αλλά εκφράζουν το ιδιαίτερο γνώρισμά τους. Διότι τότε η (ανθρώπινη) φύση του ήθελε να πάσχει και να κάμει αυτά που της ανήκουν, αφού η θεία θέλησή του της τα παραχωρούσε (στην ανθρώπινη).
Και είναι φανερό εδώ ότι η θέληση δίδεται στον άνθρωπο από τη φύση του.
Αν εξαιρέσουμε τη θεία ζωή, υπάρχουν τρία είδη ζωής: η φυτική, η αισθητική και η νοερή. Γνωρίσματα της φυτικής ζωής είναι η θρεπτική, η αυξητική και αναπαραγωγική κίνηση· της αισθητικής είναι η κίνηση των ορμών (ενστίκτων) και της λογικής και νοερής η κίνηση του αυτεξουσίου. Εάν, λοιπόν, προστίθεται σύμφωνα με τη φύση η θρεπτική κίνηση στη φυτική ζωή και η κίνηση των ορμών στην αισθητική, είναι επόμενο να προστίθεται σύμφωνα με τη φύση και η αυτεξούσια κίνηση στη λογική και νοερή ζωή.
Το αυτεξούσιο μάλιστα τίποτε άλλο δεν είναι παρά θέληση· εφόσον, λοιπόν, ο Λόγος έγινε σάρκα με ψυχή, νοερή και αυτεξούσια, απόκτησε και (ανθρώπινη) θέληση.
Ακόμη, αυτά που χαρακτηρίζουν τη φύση δεν διδάσκονται· κανείς δηλαδή δε μαθαίνει να σκέφτεται, να ζει, να πεινά, να διψά και να κοιμάται. Ούτε πάλι μαθαίνουμε να θέλουμε· επομένως, η θέληση είναι φυσικό πράγμα.
Και επίσης· εάν τα άλογα ζώα εξουσιάζονται από τη φύση, ο άνθρωπος όμως, ο οποίος κινείται με τη θέλησή του, εξουσιάζει (τη φύση)· επομένως, ο άνθρωπος έχει τη θέληση από τη φύση του.
Ακόμη· εάν ο άνθρωπος έγινε κατ’ εικόνα του μακάριου και υπερούσιου Θεού, και η θεία φύση είναι αυτεξούσια και θελητική από τον εαυτό της, είναι επόμενο και ο άνθρωπος, σαν εικόνα του (Θεού), να είναι από τη φύση του αυτεξούσιος και θελητικός· διότι οι Πατέρες ονόμασαν το αυτεξούσιο θέληση.
Και ακόμη η θέληση υπάρχει σ’ όλους τους ανθρώπους· δεν είναι σ’ άλλους έμφυτη και σ’ άλλους όχι.
Και εάν αυτό που αποτελεί κοινό γνώρισμα σε όλους διακρίνει τη φύση των ατόμων που το έχουν, επομένως από τη φύση του ο άνθρωπος είναι θελητικός.
Επίσης, εάν η φύση δεν επιδέχεται το περισσότερο ή το λιγότερο και σ’ όλους η θέληση είναι έμφυτη, και όχι σ’ άλλους περισσότερο και σ’ άλλους λιγότερο, άρα είναι από τη φύση θελητικός άνθρωπος. Επομένως, αν ο άνθρωπος είναι από τη φύση του θελητικός, και ο Κύριος, όχι μόνον επειδή είναι Θεός, αλλά και επειδή έγινε άνθρωπος, είναι θελητικός από τη φύση του.
Διότι, όπως ο άνθρωπος ανέλαβε τη φύση μας, έτσι πήρε και το φυσικό μας θέλημα· και σχετικά μ’ αυτό οι Πατέρες είπαν ότι αυτός σχημάτισε στο πρόσωπό του το δικό μας θέλημα.
Αν το θέλημα δεν είναι φυσικό, ή θα ανήκει στην υπόσταση ή θα είναι παρά φύση· αλλά, αν ανήκει στην υπόσταση, τότε ο Υιός θα έχει διαφορετική θέληση από τον Πατέρα· διότι το υποστατικό θέλημα χαρακτηρίζει μόνο την υπόσταση. Εάν πάλι είναι παρά φύση, τότε το θέλημα θ’ αποτελεί ξεπεσμό της φύσεως· διότι τα αφύσικα καταστρέφουν τα φυσικά.
Ο Θεός και Πατέρας όλου του κόσμου θέλει ή επειδή είναι Πατέρας ή επειδή είναι Θεός. Αν βέβαια θέλει σαν Πατέρας, το θέλημά του θα είναι διαφορετικό από του Υιού· διότι ο Υιός δεν είναι Πατέρας. Εάν όμως θέλει σαν Θεός –και ο Υιός, όπως και το Άγιο Πνεύμα, είναι Θεός–, είναι επόμενο το θέλημα να είναι γνώρισμα της φύσεως, να είναι δηλαδή φυσικό.
Επίσης, εάν σύμφωνα με τους Πατέρες, που έχουν ένα θέλημα, είναι και η ουσία τους μία, και εφόσον το θέλημα της θείας και της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού είναι ένα, άρα και η ουσία τους θα είναι μία και η ίδια.
Ακόμη, εάν, σύμφωνα με τους Πατέρες, η διαφορά της φύσεως δεν φαίνεται καθαρά με το ένα θέλημα, είναι ανάγκη ή λέγοντας ένα θέλημα να μην εννοούμε διαφορά φύσεως στο Χριστό ή, όταν μιλάμε για φυσική διαφορά, να μην εννοούμε ένα θέλημα.
Και επιπλέον, εάν, όπως λέει το ιερό Ευαγγέλιο, ήλθε ο Κύριος στα μέρη της Τύρου και της Σιδώνος, «και μπήκε σ’ ένα σπίτι χωρίς να θέλει να τον δει κανένας, αλλά δεν μπόρεσε να διαφύγει την προσοχή», τότε, εφόσον το θείο θέλημά του είναι παντοδύναμο, και παρόλο που θέλησε να διαφύγει την προσοχή δεν τα κατάφερε, επομένως, σαν άνθρωπος ήθελε (να διαφύγει την προσοχή) και δεν τα κατάφερε· και ήταν θελητικός, επειδή ήταν άνθρωπος.
Και πάλι λέει η Γραφή: «Αφού ήλθε στον τόπο, είπε «διψώ». Και του έδωσαν να πιεί κρασί ανάμεικτο με ξύδι· όταν όμως το δοκίμασε, δεν ήθελε να πιεί».
Εάν, λοιπόν, σαν Θεός δίψασε και αφού δοκίμασε δεν θέλησε να πιεί, άρα σαν Θεός έχει πάθη· διότι η δίψα και η γεύση είναι είναι πάθος.
Εάν όμως σαν άνθρωπος και όχι σαν Θεός δίψασε και θέλησε να πιεί, ήταν θελητικός διότι ήταν άνθρωπος.
Και ο μακάριος απόστολος Παύλος λέει ακόμη: «Υπάκουσε (στο θέλημα του Πατέρα) μέχρι να πεθάνει, και μάλιστα με σταυρικό θάνατο». Η υπακοή δείχνει ότι υφίσταται θέλημα, όχι ότι δεν υφίσταται· διότι δεν θα πούμε ότι αυτό που δεν έχει λογική κάνει υπακοή ή παρακοή. Και ο Κύριος δεν έκανε την υπακοή του στον Πατέρα σαν Θεός, αλλά σαν άνθρωπος. Διότι, όπως λέει ο θεολόγος Γρηγόριος «σαν Θεός δεν έκανε ούτε υπακοή ούτε παρακοή· αυτά ανήκουν στους κατώτερους». Επομένως, ο Χριστός είναι θελητικός, επειδή είναι και άνθρωπος.
Λέγοντας φυσικό θέλημα, δεν εννοούμε ότι επιβάλλεται με βία, αλλά είναι αυτεξούσιο· εφόσον είναι λογικό, οπωσδήποτε είναι και αυτεξούσιο.
Διότι όχι μόνον η θεία και άκτιστη φύση δεν έχει τίποτε αναγκαστικά, αλλά ούτε και η νοερή και κτιστή.
Και είναι φανερό αυτό· επειδή ο Θεός είναι από τη φύση του αγαθός και από τη φύση του δημιουργός και Θεός, δεν τα έχει αυτά με εξαναγκασμό· διότι ποιός είναι αυτός που επιβάλλει με εξαναγκασμό;
Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η αυτεξουσιότητα ως όρος χρησιμοποιείται σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά με άλλο νόημα για το Θεό, άλλο για τους αγγέλους και άλλο για τους ανθρώπους. Για το Θεό χρησιμοποιείται υπερβατικά, ενώ για τους αγγέλους με την προϋπόθεση ότι η επιλογή τους συμφωνεί μ’ αυτό που έχουν συνηθίσει και δεν υποπίπτει καθόλου στις συνθήκες του χρόνου· επειδή, δηλαδή, ο άγγελος έχει από τη φύση του το αυτεξούσιο, το χρησιμοποιεί ανεμπόδιστα, χωρίς να έχει ούτε την αντίδραση του σώματος ούτε αυτόν που θα του επιτεθεί. Για τους ανθρώπους πάλι με την προϋπόθεση ότι η συνήθεια εξετάζει εκ των προτέρων αυτό που πρόκειται να κάνει.
Είναι βέβαια αυτεξούσιος ο άνθρωπος και έχει από τη φύση του το αυτεξούσιο, αλλά δέχεται και την επίθεση του Διαβόλου και έχει και την ροπή του σώματος. Εξαιτίας, λοιπόν, της προσβολής του διαβόλου και της αντίδρασης του σώματος η εκτέλεση καθυστερεί μετά τη συνήθεια.
Αν, λοιπόν, ο Αδάμ υπάκουσε και έφαγε με τη θέλησή του, είναι επόμενο η θέληση να είναι για μας πρωτοπαθής. Και εάν είναι πρωτοπαθής και αν ο Λόγος, όταν σαρκώθηκε, δεν την προσέλαβε μαζί με όλη τη φύση μας, τότε δεν ελευθερωθήκαμε από την αμαρτία. Επιπλέον, εάν ο Θεός δημιούργησε την αυτεξούσια δύναμη της φύσεως, αλλά δεν την προσέλαβε, είτε επειδή θεώρησε ότι τα δημιουργήματά του δεν ήταν τάχα καλά, είτε επειδή δεν θέλησε αυτήν συγκεκριμένα να θεραπεύσει, τότε δεν μας έδωσε την τέλεια θεραπεία και παρουσίασε τον εαυτό του να κυριαρχείται από το πάθος να μη θέλει –και όχι να μην μπορεί– τελείως να μας σώσει.
Είναι αδύνατο να καλέσουμε κάποιο σύνθετο με δύο θελήματα, όπως ακριβώς μία υπόσταση σύνθετη από τις φύσεις. Πρώτα βέβαια διότι οι συνθέσεις ανήκουν στα όντα με υπόσταση και όχι σ’ αυτά που τα θεωρούμε σε άλλη βάση από την υπόστασή τους. Έπειτα, εάν θα μιλήσουμε για σύνθεση των θελημάτων και των ενεργειών, υποχρεωτικά θα πούμε και για σύνθεση και των άλλων ιδιοτήτων, για παράδειγμα του ακτίστου με το κτιστό, του αοράτου με το ορατό, και τα παρόμοια. Και πώς τότε θα καλέσουμε το σύνθετο θέλημα που προήλθε από τα θελήματα; Διότι δεν μπορεί το σύνθετο να παίρνει την ονομασία των συνθετικών του μερών, επειδή και αυτό που προέρχεται από τη σύνθεση των φύσεων θ’ αναγκαστούμε να το ονομάσουμε φύση και όχι υπόσταση. Ακόμη, εάν μιλήσουμε για ένα σύνθετο θέλημα του Χριστού, θα τον αποκόψουμε από το θέλημα του Πατέρα· διότι το θέλημα του Πατέρα δεν είναι σύνθετο. Απομένει, λοιπόν, μόνο την υπόσταση του Χριστού να την ονομάσουμε σύνθετη και κοινή, όπως ακριβώς για τις φύσεις του, έτσι και για τις φυσικές του ιδιότητες.
Και εάν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε, είναι αδύνατο να μιλούμε για γνώμη και προαίρεση του Κυρίου. Διότι η γνώμη είναι διάθεση προς το αποτέλεσμα που βγήκε από την κρίση, μετά από έρευνα και σκέψη γύρω από αυτό που αγνοούμε, δηλαδή μετά από απόφαση και κρίση· μετά απ’ αυτήν (τη γνώμη) ακολουθεί η προαίρεση που επιλέγει το ένα αντί για το άλλο. Ο Κύριος όμως, επειδή δεν είναι μόνον απλός άνθρωπος αλλά και Θεός και τα γνωρίζει όλα, δεν έχει ανάγκη από σκέψη, έρευνα, απόφαση και κρίση· από τη φύση του έχει την κλίση προς το καλό και την αποφυγή του κακού.
Έτσι, λοιπόν, και ο προφήτης Ησαΐας λέει ότι «προτού το παιδί γνωρίσει ή επιλέξει τα κακά, θα έχει επιλέξει τα καλά· διότι πριν το παιδί γνωρίσει το καλό ή το κακό, θα παρακούσει στο κακό και θα διαλέξει το αγαθό».
Διότι το «πριν» δείχνει ότι δεν αναζήτησε ούτε σκέφθηκε όπως εμείς, αλλά όντας Θεός και επειδή έγινε άνθρωπος με θεϊκό τρόπο
–ενώθηκε δηλαδή υποστατικά με την ανθρώπινη σάρκα–, είχε από τη φύση του το αγαθό, την ίδια την ύπαρξη και τη γνώση όλων.
Οι αρετές, δηλαδή, είναι γνωρίσματα της φύσεως και υπάρχουν μέσα σ’ όλους, αν και όλοι δεν ενεργούμε εξίσου αυτά που αρμόζουν στη φύση μας· διότι, με την παράβαση, οδηγηθήκαμε από τη φυσική στην αφύσικη ζωή.
Ο Κύριος όμως μας επανέφερε από την αφύσικη στη φυσική ζωή· διότι αυτή είναι η έννοια του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Η άσκηση πάλι και οι κόποι της δεν επινοήθηκαν για ν’ αποκτήσουμε την αρετή απέξω, σαν να είναι κάτι το εξωτερικό, αλλά για ν’ αποβάλλουμε την επείσακτη και αφύσικη κακία· όπως και η σκουριά του σίδηρου δεν είναι φυσική, αλλά προέρχεται από αμέλεια, και την βγάζουμε με κόπο εμφανίζοντας τη φυσική λαμπρότητα του σιδήρου.
Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι η λέξη «γνώμη» έχει πολλές και διαφορετικές σημασίες. Άλλοτε σημαίνει τη συμβουλή, όπως το λέει ο θείος απόστολος: «Για τις παρθένες δεν έχω εντολή από τον Κύριο, αλλά λέω τη συμβουλή μου»· άλλοτε σημαίνει βουλή, όπως όταν λέει ο προφήτης Δαβίδ: «Σκέφθηκαν κακή βουλή ενάντια στο λαό σου»· άλλοτε σημαίνει απόφαση, όπως λέει ο Δανιήλ: «Για ποιόν βγήκε αυτή η ντροπιαστική απόφαση;»· άλλοτε το όνομα της γνώμης χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πίστη, την άποψη, το φρόνημα και, μ’ ένα λόγο, έχει είκοσι οκτώ σημασίες.
Γι’ αυτό, λοιπόν, για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα γνωρίζουμε την ταυτότητα της φύσεως από την ταυτότητα της ενεργείας και του θελήματος. Σχετικά με τη θεία οικονομία γνωρίζουμε τη διαφορά των φύσεων από τη διαφορά των ενεργειών και των θελημάτων· και επειδή γνωρίζουμε τη διαφορά των φύσεων, δεχόμαστε και τη διαφορά των θελημάτων και των ενεργειών.
Διότι, όπως ακριβώς ο αριθμός των φύσεων του ίδιου και ενός Χριστού, όταν τον εννοούμε και τον λέμε με ευσέβεια, δεν κομματιάζει τον ένα Χριστό, αλλά παρουσιάζει τη διαφορά των φύσεων να διατηρείται στην ενότητα, παρόμοια και ο αριθμός των θελημάτων και ενεργειών που υπάρχουν στις φύσεις του, σύμφωνα με την ουσία τους –διότι και με τις δύο φύσεις του ήθελε και ενήργησε τη σωτηρία μας–, δεν εισάγει διαίρεση –αλίμονο–, αλλά φανερώνει μόνο τη διαφύλαξη και διάσωσή τους, παρ’ όλη την μεταξύ τους ένωση. Διότι ισχυριζόμαστε ότι τα θελήματα και οι ενέργειες ανήκουν στις φύσεις και όχι στην υπόσταση. Και εννοώ τη θελητική και ενεργητική δύναμή του, με την οποία θέλει και ενεργεί αυτά που θέλει και ενεργεί. Διότι, αν τα θεωρήσουμε ότι ανήκουν στην υπόσταση, τότε υποχρεωτικά θα θεωρήσουμε τις τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος να έχουν διαφορετική θέληση και ενέργεια.
Πρέπει,δηλαδή, να γνωρίζουμε ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα η θέληση και ο τρόπος της θελήσεως· διότι η θέληση ανήκει στη φύση, όπως και η όραση –καθώς όλοι οι άνθρωποι είναι προικισμένοι μ’ αυτήν–· ο τρόπος όμως της θελήσεως
δεν ανήκει στη φύση, αλλά στην απόφασή μας, όπως ο καλός ή κακός τρόπος της όρασης –διότι όλοι οι άνθρωποι δεν θέλουν ούτε βλέπουν το ίδιο. Αυτό το δεχόμαστε και για τις ενέργειες· Διότι τρόπος της θελήσεως, ο τρόπος της οράσεως, ο τρόπος της ενεργείας ανήκουν στον τρόπο χρήσεως της θελήσεως, της οράσεως και της ενεργείας· διακρίνει αυτόν που τα χρησιμοποιεί και τον ξεχωρίζει από τους άλλους σέ ό,τι κατά κοινή ομολογία διαφέρει.
Επομένως, το να θέλει απλά κανείς λέγεται θέληση· πρόκειται δηλαδή για τη θελητική δύναμη, η οποία είναι λογική επιθυμία και θέλημα της φύσεως.
Ο τρόπος πάλι της θελήσεως, αυτό δηλαδή που είναι στη διάθεση της θελήσεως, λέγεται θελητό και γνωμικό θέλημα· θελητικό πάλι είναι αυτό που από τη φύση του θέλει· θελητική για παράδειγμα είναι η θεία και η ανθρώπινη φύση. Αυτός πάλι που θέλει είναι εκείνος που χρησιμοποιεί τη θέληση, δηλαδή η υπόσταση· για παράδειγμα ο Πέτρος.
Επειδή, λοιπόν, ένας είναι ο Χριστός και μία η υπόστασή του, και αυτός που θέλει και ενεργεί και θεϊκά και ανθρώπινα είναι ένας και ο ίδιος.
Και επειδή έχει δύο θελητικές φύσεις που είναι λογικές –διότι κάθε τι το λογικό είναι θελητικό και αυτεξούσιο– θα δεχθούμε ότι έχει δύο θελήσεις, δύο θελήματα δηλαδή της φύσεως. Είναι δηλαδή θεληματικός και στις δύο φύσεις του· διότι πήρε τη θελητική δύναμη από τη φύση που υπάρχει μέσα μας. Και επειδή ένας είναι ο Χριστός και ο ίδιος θέλει και με τη μία και με την άλλη φύση, θα του αποδώσουμε το δικό του θέλημα· και δεν θέλει μόνον αυτά που ως Θεός ήθελε –διότι δεν χαρακτηρίζει το Θεό η επιθυμία του φαγητού, του πιοτού και τα παρόμοια–, αλλά θέλει και αυτά που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη φύση· και δεν έρχονται σε αντίθεση
(οι δύο φύσεις), αλλά εκφράζουν το ιδιαίτερο γνώρισμά τους. Διότι τότε η (ανθρώπινη) φύση του ήθελε να πάσχει και να κάμει αυτά που της ανήκουν, αφού η θεία θέλησή του της τα παραχωρούσε (στην ανθρώπινη).
Και είναι φανερό εδώ ότι η θέληση δίδεται στον άνθρωπο από τη φύση του.
Αν εξαιρέσουμε τη θεία ζωή, υπάρχουν τρία είδη ζωής: η φυτική, η αισθητική και η νοερή. Γνωρίσματα της φυτικής ζωής είναι η θρεπτική, η αυξητική και αναπαραγωγική κίνηση· της αισθητικής είναι η κίνηση των ορμών (ενστίκτων) και της λογικής και νοερής η κίνηση του αυτεξουσίου. Εάν, λοιπόν, προστίθεται σύμφωνα με τη φύση η θρεπτική κίνηση στη φυτική ζωή και η κίνηση των ορμών στην αισθητική, είναι επόμενο να προστίθεται σύμφωνα με τη φύση και η αυτεξούσια κίνηση στη λογική και νοερή ζωή.
Το αυτεξούσιο μάλιστα τίποτε άλλο δεν είναι παρά θέληση· εφόσον, λοιπόν, ο Λόγος έγινε σάρκα με ψυχή, νοερή και αυτεξούσια, απόκτησε και (ανθρώπινη) θέληση.
Ακόμη, αυτά που χαρακτηρίζουν τη φύση δεν διδάσκονται· κανείς δηλαδή δε μαθαίνει να σκέφτεται, να ζει, να πεινά, να διψά και να κοιμάται. Ούτε πάλι μαθαίνουμε να θέλουμε· επομένως, η θέληση είναι φυσικό πράγμα.
Και επίσης· εάν τα άλογα ζώα εξουσιάζονται από τη φύση, ο άνθρωπος όμως, ο οποίος κινείται με τη θέλησή του, εξουσιάζει (τη φύση)· επομένως, ο άνθρωπος έχει τη θέληση από τη φύση του.
Ακόμη· εάν ο άνθρωπος έγινε κατ’ εικόνα του μακάριου και υπερούσιου Θεού, και η θεία φύση είναι αυτεξούσια και θελητική από τον εαυτό της, είναι επόμενο και ο άνθρωπος, σαν εικόνα του (Θεού), να είναι από τη φύση του αυτεξούσιος και θελητικός· διότι οι Πατέρες ονόμασαν το αυτεξούσιο θέληση.
Και ακόμη η θέληση υπάρχει σ’ όλους τους ανθρώπους· δεν είναι σ’ άλλους έμφυτη και σ’ άλλους όχι.
Και εάν αυτό που αποτελεί κοινό γνώρισμα σε όλους διακρίνει τη φύση των ατόμων που το έχουν, επομένως από τη φύση του ο άνθρωπος είναι θελητικός.
Επίσης, εάν η φύση δεν επιδέχεται το περισσότερο ή το λιγότερο και σ’ όλους η θέληση είναι έμφυτη, και όχι σ’ άλλους περισσότερο και σ’ άλλους λιγότερο, άρα είναι από τη φύση θελητικός άνθρωπος. Επομένως, αν ο άνθρωπος είναι από τη φύση του θελητικός, και ο Κύριος, όχι μόνον επειδή είναι Θεός, αλλά και επειδή έγινε άνθρωπος, είναι θελητικός από τη φύση του.
Διότι, όπως ο άνθρωπος ανέλαβε τη φύση μας, έτσι πήρε και το φυσικό μας θέλημα· και σχετικά μ’ αυτό οι Πατέρες είπαν ότι αυτός σχημάτισε στο πρόσωπό του το δικό μας θέλημα.
Αν το θέλημα δεν είναι φυσικό, ή θα ανήκει στην υπόσταση ή θα είναι παρά φύση· αλλά, αν ανήκει στην υπόσταση, τότε ο Υιός θα έχει διαφορετική θέληση από τον Πατέρα· διότι το υποστατικό θέλημα χαρακτηρίζει μόνο την υπόσταση. Εάν πάλι είναι παρά φύση, τότε το θέλημα θ’ αποτελεί ξεπεσμό της φύσεως· διότι τα αφύσικα καταστρέφουν τα φυσικά.
Ο Θεός και Πατέρας όλου του κόσμου θέλει ή επειδή είναι Πατέρας ή επειδή είναι Θεός. Αν βέβαια θέλει σαν Πατέρας, το θέλημά του θα είναι διαφορετικό από του Υιού· διότι ο Υιός δεν είναι Πατέρας. Εάν όμως θέλει σαν Θεός –και ο Υιός, όπως και το Άγιο Πνεύμα, είναι Θεός–, είναι επόμενο το θέλημα να είναι γνώρισμα της φύσεως, να είναι δηλαδή φυσικό.
Επίσης, εάν σύμφωνα με τους Πατέρες, που έχουν ένα θέλημα, είναι και η ουσία τους μία, και εφόσον το θέλημα της θείας και της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού είναι ένα, άρα και η ουσία τους θα είναι μία και η ίδια.
Ακόμη, εάν, σύμφωνα με τους Πατέρες, η διαφορά της φύσεως δεν φαίνεται καθαρά με το ένα θέλημα, είναι ανάγκη ή λέγοντας ένα θέλημα να μην εννοούμε διαφορά φύσεως στο Χριστό ή, όταν μιλάμε για φυσική διαφορά, να μην εννοούμε ένα θέλημα.
Και επιπλέον, εάν, όπως λέει το ιερό Ευαγγέλιο, ήλθε ο Κύριος στα μέρη της Τύρου και της Σιδώνος, «και μπήκε σ’ ένα σπίτι χωρίς να θέλει να τον δει κανένας, αλλά δεν μπόρεσε να διαφύγει την προσοχή», τότε, εφόσον το θείο θέλημά του είναι παντοδύναμο, και παρόλο που θέλησε να διαφύγει την προσοχή δεν τα κατάφερε, επομένως, σαν άνθρωπος ήθελε (να διαφύγει την προσοχή) και δεν τα κατάφερε· και ήταν θελητικός, επειδή ήταν άνθρωπος.
Και πάλι λέει η Γραφή: «Αφού ήλθε στον τόπο, είπε «διψώ». Και του έδωσαν να πιεί κρασί ανάμεικτο με ξύδι· όταν όμως το δοκίμασε, δεν ήθελε να πιεί».
Εάν, λοιπόν, σαν Θεός δίψασε και αφού δοκίμασε δεν θέλησε να πιεί, άρα σαν Θεός έχει πάθη· διότι η δίψα και η γεύση είναι είναι πάθος.
Εάν όμως σαν άνθρωπος και όχι σαν Θεός δίψασε και θέλησε να πιεί, ήταν θελητικός διότι ήταν άνθρωπος.
Και ο μακάριος απόστολος Παύλος λέει ακόμη: «Υπάκουσε (στο θέλημα του Πατέρα) μέχρι να πεθάνει, και μάλιστα με σταυρικό θάνατο». Η υπακοή δείχνει ότι υφίσταται θέλημα, όχι ότι δεν υφίσταται· διότι δεν θα πούμε ότι αυτό που δεν έχει λογική κάνει υπακοή ή παρακοή. Και ο Κύριος δεν έκανε την υπακοή του στον Πατέρα σαν Θεός, αλλά σαν άνθρωπος. Διότι, όπως λέει ο θεολόγος Γρηγόριος «σαν Θεός δεν έκανε ούτε υπακοή ούτε παρακοή· αυτά ανήκουν στους κατώτερους». Επομένως, ο Χριστός είναι θελητικός, επειδή είναι και άνθρωπος.
Λέγοντας φυσικό θέλημα, δεν εννοούμε ότι επιβάλλεται με βία, αλλά είναι αυτεξούσιο· εφόσον είναι λογικό, οπωσδήποτε είναι και αυτεξούσιο.
Διότι όχι μόνον η θεία και άκτιστη φύση δεν έχει τίποτε αναγκαστικά, αλλά ούτε και η νοερή και κτιστή.
Και είναι φανερό αυτό· επειδή ο Θεός είναι από τη φύση του αγαθός και από τη φύση του δημιουργός και Θεός, δεν τα έχει αυτά με εξαναγκασμό· διότι ποιός είναι αυτός που επιβάλλει με εξαναγκασμό;
Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η αυτεξουσιότητα ως όρος χρησιμοποιείται σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά με άλλο νόημα για το Θεό, άλλο για τους αγγέλους και άλλο για τους ανθρώπους. Για το Θεό χρησιμοποιείται υπερβατικά, ενώ για τους αγγέλους με την προϋπόθεση ότι η επιλογή τους συμφωνεί μ’ αυτό που έχουν συνηθίσει και δεν υποπίπτει καθόλου στις συνθήκες του χρόνου· επειδή, δηλαδή, ο άγγελος έχει από τη φύση του το αυτεξούσιο, το χρησιμοποιεί ανεμπόδιστα, χωρίς να έχει ούτε την αντίδραση του σώματος ούτε αυτόν που θα του επιτεθεί. Για τους ανθρώπους πάλι με την προϋπόθεση ότι η συνήθεια εξετάζει εκ των προτέρων αυτό που πρόκειται να κάνει.
Είναι βέβαια αυτεξούσιος ο άνθρωπος και έχει από τη φύση του το αυτεξούσιο, αλλά δέχεται και την επίθεση του Διαβόλου και έχει και την ροπή του σώματος. Εξαιτίας, λοιπόν, της προσβολής του διαβόλου και της αντίδρασης του σώματος η εκτέλεση καθυστερεί μετά τη συνήθεια.
Αν, λοιπόν, ο Αδάμ υπάκουσε και έφαγε με τη θέλησή του, είναι επόμενο η θέληση να είναι για μας πρωτοπαθής. Και εάν είναι πρωτοπαθής και αν ο Λόγος, όταν σαρκώθηκε, δεν την προσέλαβε μαζί με όλη τη φύση μας, τότε δεν ελευθερωθήκαμε από την αμαρτία. Επιπλέον, εάν ο Θεός δημιούργησε την αυτεξούσια δύναμη της φύσεως, αλλά δεν την προσέλαβε, είτε επειδή θεώρησε ότι τα δημιουργήματά του δεν ήταν τάχα καλά, είτε επειδή δεν θέλησε αυτήν συγκεκριμένα να θεραπεύσει, τότε δεν μας έδωσε την τέλεια θεραπεία και παρουσίασε τον εαυτό του να κυριαρχείται από το πάθος να μη θέλει –και όχι να μην μπορεί– τελείως να μας σώσει.
Είναι αδύνατο να καλέσουμε κάποιο σύνθετο με δύο θελήματα, όπως ακριβώς μία υπόσταση σύνθετη από τις φύσεις. Πρώτα βέβαια διότι οι συνθέσεις ανήκουν στα όντα με υπόσταση και όχι σ’ αυτά που τα θεωρούμε σε άλλη βάση από την υπόστασή τους. Έπειτα, εάν θα μιλήσουμε για σύνθεση των θελημάτων και των ενεργειών, υποχρεωτικά θα πούμε και για σύνθεση και των άλλων ιδιοτήτων, για παράδειγμα του ακτίστου με το κτιστό, του αοράτου με το ορατό, και τα παρόμοια. Και πώς τότε θα καλέσουμε το σύνθετο θέλημα που προήλθε από τα θελήματα; Διότι δεν μπορεί το σύνθετο να παίρνει την ονομασία των συνθετικών του μερών, επειδή και αυτό που προέρχεται από τη σύνθεση των φύσεων θ’ αναγκαστούμε να το ονομάσουμε φύση και όχι υπόσταση. Ακόμη, εάν μιλήσουμε για ένα σύνθετο θέλημα του Χριστού, θα τον αποκόψουμε από το θέλημα του Πατέρα· διότι το θέλημα του Πατέρα δεν είναι σύνθετο. Απομένει, λοιπόν, μόνο την υπόσταση του Χριστού να την ονομάσουμε σύνθετη και κοινή, όπως ακριβώς για τις φύσεις του, έτσι και για τις φυσικές του ιδιότητες.
Και εάν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε, είναι αδύνατο να μιλούμε για γνώμη και προαίρεση του Κυρίου. Διότι η γνώμη είναι διάθεση προς το αποτέλεσμα που βγήκε από την κρίση, μετά από έρευνα και σκέψη γύρω από αυτό που αγνοούμε, δηλαδή μετά από απόφαση και κρίση· μετά απ’ αυτήν (τη γνώμη) ακολουθεί η προαίρεση που επιλέγει το ένα αντί για το άλλο. Ο Κύριος όμως, επειδή δεν είναι μόνον απλός άνθρωπος αλλά και Θεός και τα γνωρίζει όλα, δεν έχει ανάγκη από σκέψη, έρευνα, απόφαση και κρίση· από τη φύση του έχει την κλίση προς το καλό και την αποφυγή του κακού.
Έτσι, λοιπόν, και ο προφήτης Ησαΐας λέει ότι «προτού το παιδί γνωρίσει ή επιλέξει τα κακά, θα έχει επιλέξει τα καλά· διότι πριν το παιδί γνωρίσει το καλό ή το κακό, θα παρακούσει στο κακό και θα διαλέξει το αγαθό».
Διότι το «πριν» δείχνει ότι δεν αναζήτησε ούτε σκέφθηκε όπως εμείς, αλλά όντας Θεός και επειδή έγινε άνθρωπος με θεϊκό τρόπο
–ενώθηκε δηλαδή υποστατικά με την ανθρώπινη σάρκα–, είχε από τη φύση του το αγαθό, την ίδια την ύπαρξη και τη γνώση όλων.
Οι αρετές, δηλαδή, είναι γνωρίσματα της φύσεως και υπάρχουν μέσα σ’ όλους, αν και όλοι δεν ενεργούμε εξίσου αυτά που αρμόζουν στη φύση μας· διότι, με την παράβαση, οδηγηθήκαμε από τη φυσική στην αφύσικη ζωή.
Ο Κύριος όμως μας επανέφερε από την αφύσικη στη φυσική ζωή· διότι αυτή είναι η έννοια του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Η άσκηση πάλι και οι κόποι της δεν επινοήθηκαν για ν’ αποκτήσουμε την αρετή απέξω, σαν να είναι κάτι το εξωτερικό, αλλά για ν’ αποβάλλουμε την επείσακτη και αφύσικη κακία· όπως και η σκουριά του σίδηρου δεν είναι φυσική, αλλά προέρχεται από αμέλεια, και την βγάζουμε με κόπο εμφανίζοντας τη φυσική λαμπρότητα του σιδήρου.
Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι η λέξη «γνώμη» έχει πολλές και διαφορετικές σημασίες. Άλλοτε σημαίνει τη συμβουλή, όπως το λέει ο θείος απόστολος: «Για τις παρθένες δεν έχω εντολή από τον Κύριο, αλλά λέω τη συμβουλή μου»· άλλοτε σημαίνει βουλή, όπως όταν λέει ο προφήτης Δαβίδ: «Σκέφθηκαν κακή βουλή ενάντια στο λαό σου»· άλλοτε σημαίνει απόφαση, όπως λέει ο Δανιήλ: «Για ποιόν βγήκε αυτή η ντροπιαστική απόφαση;»· άλλοτε το όνομα της γνώμης χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πίστη, την άποψη, το φρόνημα και, μ’ ένα λόγο, έχει είκοσι οκτώ σημασίες.