Και όπως για το Θεό δεχόμαστε μία φύση, αλλά λέμε ότι αληθινά έχει τρεις υποστάσεις, και δεχόμαστε ότι όλα τα γνωρίσματα της φύσεως και της ουσίας του είναι απλά, ενώ τη διαφορά των υποστάσεων την αποδίδουμε μόνο στις τρεις ιδιότητες, δηλαδή την αναίτια πατρική, την αιτιατή υιϊκή, και την αιτιατή και εκπορευτή, και γνωρίζουμε καλά ότι αυτές δεν μένουν μακριά και σε διάσταση η μία από την άλλη, αλλά είναι ενωμένες και χωρίς να συγχέονται· είναι ενωμένες βέβαια χωρίς να συγχέονται –διότι είναι τρεις, αν και είναι ενωμένες–, και είναι διαιρεμένες χωρίς να απομακρύνονται μεταξύ τους. Διότι εάν η καθεμία στέκεται από μόνη της, είναι δηλαδή τέλεια υπόσταση και έχει τη δική της ιδιαιτερότητα, δηλαδή ιδιαίτερο τρόπο υπάρξεως· όμως είναι ενωμένες και στην ουσία και στα γνωρίσματα της φύσεως και, επειδή δεν χωρίζονται ούτε βγαίνουν έξω από την υπόσταση του Πατέρα, γι’ αυτό είναι και καλούνται ένας Θεός.
Με τον ίδιο τρόπο και σχετικά με το θείο και ανέκφραστο σχέδιο της οικονομίας (για τη σωτηρία μας), που ξεπερνά την ανθρώπινη σκέψη και λογική, του ενός προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Θεού Λόγου και Κυρίου Ιησού Χριστού, δεχόμαστε δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, που συνδέθηκαν και ενώθηκαν μεταξύ τους υποστατικά, αλλά αποτέλεσαν μία υπόσταση σύνθετη από δύο φύσεις. Ισχυριζόμαστε ότι οι δύο φύσεις διατηρούνται και μετά την ένωσή τους στη μία σύνθετη υπόσταση, δηλαδή στον ένα Χριστό· και πραγματικά αυτές και τα φυσικά τους χαρακτηριστικά υπάρχουν, καθώς είναι ενωμένες ασύγχυτα και αδιαίρετα, αλλά και διαφέρουν και αριθμούνται.
Και όπως οι τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος είναι ενωμένες χωρίς να συγχέονται και είναι διαιρεμένες χωρίς να κομματιάζονται, αλλά αριθμούνται, χωρίς ο αριθμός να εισάγει διαίρεση, διάσταση, αποξένωση και χωρισμό μεταξύ τους (διότι ένα Θεό γνωρίζουμε καλά, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα). Με τον ίδιο τρόπο και οι φύσεις του Χριστού, αν και είναι ενωμένες, είναι ενωμένες χωρίς να συγχέονται· αν και αλληλοπεριχωρούνται, δεν προχωρεί η μία σε αλλαγή και μετατροπή στη φύση της άλλης.
Κάθε φύση, δηλαδή, διατηρεί αμετάβλητο το γνώρισμα της δικής της φύσεως. Γι’ αυτό και αριθμούνται, και ο αριθμός δεν εισάγει διαίρεση.
Διότι ο Χριστός είναι ένας, τέλειος στη θεία και ανθρώπινη φύση· η αρίθμηση δηλαδή δεν αποτελεί την αιτία της διαιρέσεως ή της ενώσεως, αλλά δηλώνει πόσα είναι αυτά που αριθμούνται, είτε είναι ενωμένα είτε χωρισμένα· ενωμένα δηλαδή, όπως όταν λέμε ότι ο τοίχος αυτός έχει πενήντα πέτρες· και χωρισμένα, όπως όταν λέμε ότι σ’ αυτό τον τόπο βρίσκονται πενήντα πέτρες· και ενωμένα βέβαια, όπως λέμε ότι δύο φύσεις υπάρχουν μέσα στο κάρβουνο, εννοώ τη φωτιά και το ξύλο, και χωρισμένα, όπως η φύση της φωτιάς διαφέρει από του ξύλου· άλλο πράγμα τα ενώνει ή τα χωρίζει, όχι ο αριθμός. Όπως, λοιπόν, είναι αδύνατο να πούμε ότι οι τρεις υποστάσεις της θείας φύσεως, αν και είναι ενωμένες μεταξύ τους, είναι μία υπόσταση, για να μην προκαλέσουμε σύγχυση και εξαφάνιση της διαφοράς των υποστάσεων μεταξύ τους, έτσι είναι αδύνατο να πούμε ότι οι δύο φύσεις του Χριστού,που είναι υποστατικά ενωμένες, αποτελούν μία φύση, για να μην προκαλέσουμε εξαφάνιση, σύγχυση και ανυπαρξία της διαφοράς τους.
Με τον ίδιο τρόπο και σχετικά με το θείο και ανέκφραστο σχέδιο της οικονομίας (για τη σωτηρία μας), που ξεπερνά την ανθρώπινη σκέψη και λογική, του ενός προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Θεού Λόγου και Κυρίου Ιησού Χριστού, δεχόμαστε δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, που συνδέθηκαν και ενώθηκαν μεταξύ τους υποστατικά, αλλά αποτέλεσαν μία υπόσταση σύνθετη από δύο φύσεις. Ισχυριζόμαστε ότι οι δύο φύσεις διατηρούνται και μετά την ένωσή τους στη μία σύνθετη υπόσταση, δηλαδή στον ένα Χριστό· και πραγματικά αυτές και τα φυσικά τους χαρακτηριστικά υπάρχουν, καθώς είναι ενωμένες ασύγχυτα και αδιαίρετα, αλλά και διαφέρουν και αριθμούνται.
Και όπως οι τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος είναι ενωμένες χωρίς να συγχέονται και είναι διαιρεμένες χωρίς να κομματιάζονται, αλλά αριθμούνται, χωρίς ο αριθμός να εισάγει διαίρεση, διάσταση, αποξένωση και χωρισμό μεταξύ τους (διότι ένα Θεό γνωρίζουμε καλά, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα). Με τον ίδιο τρόπο και οι φύσεις του Χριστού, αν και είναι ενωμένες, είναι ενωμένες χωρίς να συγχέονται· αν και αλληλοπεριχωρούνται, δεν προχωρεί η μία σε αλλαγή και μετατροπή στη φύση της άλλης.
Κάθε φύση, δηλαδή, διατηρεί αμετάβλητο το γνώρισμα της δικής της φύσεως. Γι’ αυτό και αριθμούνται, και ο αριθμός δεν εισάγει διαίρεση.
Διότι ο Χριστός είναι ένας, τέλειος στη θεία και ανθρώπινη φύση· η αρίθμηση δηλαδή δεν αποτελεί την αιτία της διαιρέσεως ή της ενώσεως, αλλά δηλώνει πόσα είναι αυτά που αριθμούνται, είτε είναι ενωμένα είτε χωρισμένα· ενωμένα δηλαδή, όπως όταν λέμε ότι ο τοίχος αυτός έχει πενήντα πέτρες· και χωρισμένα, όπως όταν λέμε ότι σ’ αυτό τον τόπο βρίσκονται πενήντα πέτρες· και ενωμένα βέβαια, όπως λέμε ότι δύο φύσεις υπάρχουν μέσα στο κάρβουνο, εννοώ τη φωτιά και το ξύλο, και χωρισμένα, όπως η φύση της φωτιάς διαφέρει από του ξύλου· άλλο πράγμα τα ενώνει ή τα χωρίζει, όχι ο αριθμός. Όπως, λοιπόν, είναι αδύνατο να πούμε ότι οι τρεις υποστάσεις της θείας φύσεως, αν και είναι ενωμένες μεταξύ τους, είναι μία υπόσταση, για να μην προκαλέσουμε σύγχυση και εξαφάνιση της διαφοράς των υποστάσεων μεταξύ τους, έτσι είναι αδύνατο να πούμε ότι οι δύο φύσεις του Χριστού,που είναι υποστατικά ενωμένες, αποτελούν μία φύση, για να μην προκαλέσουμε εξαφάνιση, σύγχυση και ανυπαρξία της διαφοράς τους.