Έτσι, λοιπόν, δημιούργησε ο Θεός τις νοητές υπάρξεις, εννοώ τους αγγέλους και όλα τα ουράνια τάγματα –διότι αυτά ολοφάνερα έχουν νοερή και ασώματη φύση· λέγοντας «ασώματη φύση», την εννοώ σε σύγκριση με την παχύτητα της ύλης· διότι μόνον το θείο είναι πραγματικά άϋλο και ασώματο.
Δημιούργησε ακόμη την αισθητή φύση, δηλαδή τον ουρανό, τη γη και τα ενδιάμεσά τους· και δημιούργησε από τη μια την νοητή φύση πλησιέστερη στο Θεό (διότι η λογική φύση είναι οικεία στο Θεό και γίνεται αντιληπτή μόνο με το νου) και από την άλλη την αισθητή φύση εντελώς μακριά του, επειδή γίνεται αντιληπτή μόνο με τις αισθήσεις.
Αλλά έπρπε να δημιουργηθεί και σύνθεση από τις δύο φύσεις, ως γνώρισμα μεγαλύτερης σοφίας και γενναιοδωρίας προς τις φύσεις, όπως λέει ο θείος Γρηγόριος: σαν κάποιος σύνδεσμος «της ορατής και αόρατης φύσεως». Και λέω «έπρεπε», θέλοντας να δηλώσω τη θέληση του Δημιουργού· διότι αυτή αποτελεί τον πιο κατάλληλο θεσμό και νόμο, και κανείς δεν μπορεί να πει στον Πλάστη: «Γιατί μ’ έφτιαξες έτσι;». Διότι ο αγγειοπλάστης έχει τη δύναμη να φτιάχνει από την ίδια λάσπη διάφορα σκεύη, για να δείξει τη σοφία του.
Όταν λοιπόν αυτά ήταν έτσι, ο Θεός δημιουργεί με τα χέρια του τον άνθρωπο και από ορατή και από αόρατη φύση, ν’ αποτελεί δική του εικόνα και ομοίωση· το σώμα το έπλασε από τη γη, ενώ με το δικό του φύσημα έδωσε τη λογική και νοερή ψυχή, πράγμα το οποίο το ονομάζουμε θεία εικόνα.
Διότι το νοερό και το αυτεξούσιο του ανθρώπου δείχνει το «κατ’ εικόνα», ενώ η, όσο είναι δυνατόν, ομοιότητα στην αρετή δείχνει το «καθ’ ομοίωσιν».
Και πλάσθηκαν συγχρόνως το σώμα και η ψυχή· όχι το ένα πρώτα και το άλλο έπειτα, σύμφωνα με τις φλυαρίες του Ωριγένη.
Ο Θεός, λοιπόν, έπλασε τον άνθρωπο άκακο, απλό, ενάρετο, χαρούμενο, αμέριμνο, στολισμένο με κάθε αρετή, προικισμένα με όλα τα αγαθά, σαν κάποιον δεύτερο κόσμο, μικρό κόσμο μέσα σε μεγάλο, άλλο άγγελο, σύνθετο προσκυνητή, επόπτη της ορατής δημιουργίας, γνώστη των μυστηρίων της αόρατης, επίγειο βασιλιά που τον κυβερνά από ψηλά, ταυτόχρονα επίγειο και ουράνιο, πρόσκαιρο και αθάνατο, ορατό και νοητό, ενδιάμεσο μεταξύ μεγαλείου και μικρότητος, τον ίδιο και πνεύμα και σάρκα.
Είναι σάρκα εξαιτίας της υπερηφάνειας και πνεύμα εξαιτίας της χάρης· το ένα, για να υποφέρει και υποφέροντας να θυμάται και να γίνεται συνετός, και το άλλο, για να μένει σταθερός και να δοξάζει τον ευεργέτη του φιλοτιμούμενος από το μεγαλείο του· τον έπλασε ζώσα ύπαρξη που κατ’ οικονομία ζει εδώ, δηλαδή στην παρούσα ζωή, αλλά που προορίζεται για αλλού, να μετοικήσει στη μέλλουσα ζωή· και το τέλος του μυστηρίου είναι ότι θεώνεται με την κίνησή του προς το Θεό· θεώνεται μάλιστα με την μετοχή στο θείο φωτισμό, αλλά χωρίς να μεταβάλλεται σε θεία ουσία.
Και τον έπλασε αναμάρτητο στη φύση του και αυτεξούσιο στη θέλησή του.
Λέγοντας «αναμάρτητο» δεν εννοώ ότι δεν είναι δεκτικός αμαρτίας –μόνον ο Θεός είναι ανεπίδεκτος αμαρτίας–, αλλά εννοώ ότι δεν έχει την αμαρτία στη φύση του, αλλά μάλλον στην προαίρεσή του· δηλαδή, έχει τη δύναμη να διατηρείται και να προοδεύει στο αγαθό, με τη βοήθεια της θείας χάριτος· και επίσης, μπορεί να παρεκτραπεί από το καλό και να οδηγηθεί στο κακό, με παραχώρηση του Θεού, εξαιτίας του αυτεξουσίου του· διότι, ό,τι γίνεται εξαναγκαστικά, δεν είναι αρετή.
Η ψυχή, επίσης, είναι ζώσα ύπαρξη, απλή, ασώματη· η φύση της είναι αόρατη με τα μάτια του σώματος· είναι λογική και νοερή,
χωρίς σχήμα· κατοικεί σε οργανικό σώμα και του παρέχει ζωή, ανάπτυξη, αντίληψη και γέννηση· δεν έχει τον νου σαν κάτι διαφορετικό από τον εαυτό της, αλλά σαν το πιο καθαρό στοιχείο της· διότι, όπως είναι το μάτι στο σώμα, έτσι είναι και ο νους για την ψυχή. Είναι αυτεξούσια και έχει θέληση και ενέργεια· είναι μεταβλητή, δηλαδή μεταβάλλεται σύμφωνα με τη θέλησή της, διότι είναι κτιστή. Όλα αυτά τα έχει λάβει με φυσική τάξη από τη χάρη του Δημιουργού της, η οποία της έδωσε και την ύπαρξη και τη φύση.
Με πόσους τρόπους νοείται το ασώματο.
Αντιλαμβανόμαστε τα ασώματα, τα αόρατα και τα άμορφα με δύο τρόπους: άλλα κατ’ ουσίαν και άλλα κατά χάριν· διότι τα πρώτα είναι από τη φύση τους, ενώ τα δεύτερα σε αντίθεση με την παχύτητα της ύλης. Για το Θεό βέβαια λέμε «ασώματος από τη φύση του», ενώ για τους αγγέλους, τους δαίμονες και τις ψυχές λέμε «ασώματοι χαριστικά και σε αντίθεση με την παχύτητα της ύλης».
Σώμα είναι αυτό που έχει τρεις διαστάσεις, δηλαδή μήκος, πλάτος και βάθος ή πάχος. Καί κάθε σώμα συνίσταται από τέσσερα στοιχεία, ενώ τα σώματα των ζώων αποτελούνται από τέσσερις χυμούς.
Πρέπει μάλιστα να γνωρίζουμε ότι τα τέσσερα στοιχεία είναι: η γη, που είναι ξερή και ψυχρή· το νερό, που είναι ψυχρό και υγρό· ο αέρας, που είναι υγρός και θερμός· η φωτιά, που είναι θερμή και ξερή.
Το ίδιο και οι χυμοί είναι τέσσερις και αναλογούν στα τέσσερα στοιχεία: η μαύρη χολή, που αναλογεί στη γη (διότι είναι ξερή και ψυχρή)· το φλέγμα, που αναλογεί στο νερό (διότι είναι ψυχρό και υγρό)· το αίμα, που αναλογεί στον αέρα (διότι είναι υγρό και θερμό)· η ξανθή χολή, που αναλογεί στη φωτιά (διότι είναι θερμή και ξερή). Οι καρποί, λοιπόν, αποτελούνται από τα στοιχεία, οι χυμοί πάλι από τους καρπούς, ενώ τα σώματα των ζώων αποτελούνται από τους χυμούς, και αναλύονται σ’ αυτά· διότι καθετί που είναι σύνθετο, αναλύεται στα μέρη από τα οποία συντίθεται.
Ότι ο άνθρωπος μετέχει και στα άψυχα και τα άλογα και τα λογικά όντα.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος έχει κοινά γνωρίσματα με τα άψυχα· ακόμη μετέχει στη ζωή των αλόγων ζώων και έχει πάρει τη νόηση από τα λογικά όντα. Τα κοινά, δηλαδή, γνωρίσματα με τα άψυχα είναι στο σώμα και στη σύνθεσή του από τέσσερα στοιχεία· με τα φυτά έχει κοινά στοιχεία τη θρεπτική δυνατότητα, την αυξητική και την σπερματική, δηλαδή την αναπαραγωγική· με τα άλογα ζώα έχει και τα παραπάνω, αλλά επιπλέον και τον πόθο, δηλαδή το θυμό και την επιθυμία, και ακόμη την αίσθηση και την ορμέμφυτη κίνηση.
Οι αισθήσεις βέβαια είναι πέντε· η όραση, η ακοή, η όσφρηση, η γεύση, η αφή.
Στην ορμέμφυτη όμως κίνηση ανήκει η ικανότητα να μεταβαίνει από τόπο σε σε τόπο, η ικανότητα της κινήσεως όλου του σώματος και η ικανότητα της φωνής και της αναπνοής· διότι από μας εξαρτάται να τα κάνουμε ή να μην τα κάνουμε.
Ο άνθρωπος συνδέεται με το λογικό του με τις ασώματες και νοερές φύσεις, διότι συλλογίζεται, σκέφτεται και κρίνει το καθετί· επιδιώκει τις αρετές και ποθεί την κορωνίδα των αρετών, εννοώ την ευσέβεια· γι’ αυτό και ο άνθρωπος είναι ένας μικρός κόσμος.
Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι αποκλειστικά χαρακτηριστικές ιδιότητες του σώματος είναι η τομή, η ρεύση και η μεταβολή. Μεταβολή βέβαια είναι αυτή που γίνεται σχετικά με την ποιότητα, δηλαδή η θέρμανση, η ψύξη και τα παρόμοια. Ρεύση πάλι είναι αυτή που γίνεται με το άδειασμα· αδειάζουν δηλαδή τα στερεά, τα υγρά και τα αέρια, και χρειάζεται η αναπλήρωσή τους· επομένως, η πείνα και η δίψα είναι φυσιολογικές μεταβολές. Τομή πάλι είναι ο διαχωρισμός των χυμών μεταξύ τους και η διαίρεσή τους σύμφωνα με τη μορφή και την υλική τους σύσταση.
Χαρακτηριστικές πάλι ιδιότητες της ψυχής είναι η ευσέβεια και η νόηση. Ενώ οι αρετές αποτελούν κοινές ιδιότητες της ψυχής και του σώματος· αποδίδονται όμως στην ψυχή, διότι η ψυχή κυβερνά το σώμα.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το λογικό από τη φύση του κυβερνά το άλογο· διότι οι δυνάμεις της ψυχής διαιρούνται σε λογικό και άλογο. Τα μέρη μάλιστα του αλόγου είναι δύο· το ένα είναι κουφό στη φωνή του λογικού, δεν υπακούει δηλαδή στη λογική, ενώ το άλλο είναι προσεκτικό και υπάκουο στη λογική. Ανυπάκουο βέβαια και απείθαρχο στη λογική είναι το ζωτικό μέρος της ψυχής, το οποίο ονομάζεται και σφυγμικό· επίσης και το σπερματικό μέρος, δηλαδή το αναπαραγωγικό και το φυτικό, το οποίο λέγεται και θρεπτικό· σ’ αυτό ανήκει και το αυξητικό μέρος, το οποίο και διαπλάθει το σώμα. Αυτά δεν τα εξουσιάζει η λογική, αλλά η φύση. Το μέρος πάλι της ψυχής που είναι προσεκτικό και υπάκουο στη λογική διαιρείται σε επιθυμία και θυμό. Μάλιστα, το άλογο μέρος της ψυχής ονομάζεται παθητικό και ορεκτικό (αυθόρμητο). Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ορμέμφυτη κίνηση ανήκει στο μέρος της ψυχής που υπακούει στη λογική.
Σ’ αυτό όμως που δεν υπακούει στη λογική ανήκει το θρεπτικό, το γεννητικό και το σφυγμικό. Το αυξητικό, το θρεπτικό και το γεννητικό ονομάζονται «φυτικό», ενώ το σφυγμικό καλείται «ζωτικό».
Το θρεπτικό έχει τέσσερις δυνάμεις: την ελκτική, που έλκει την τροφή· την καθεκτική που κρατεί την τροφή και δεν της επιτρέπει να αποβληθεί αμέσως· την αλλοιωτική, που μεταβάλλει την τροφή σε χυμούς· την αποκριτική, η οποία αποβάλλει τα περιττώματα μέσω του αφεδρώνα και τα απορρίπτει από τον οργανισμό.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι από τις δυνάμεις που υπάρχουν στα όντα άλλες είναι ψυχικές, άλλες φυσικές και άλλες ζωτικές. Ψυχικές είναι αυτές που ανήκουν στην προαίρεση, δηλαδή η επιθυμία και η αίσθηση. Στην επιθυμία ανήκει η ικανότητα μεταβάσεως από τόπο σε τόπο, η κίνηση όλου του σώματος, η φωνητική και αναπνευστική ικανότητα· από μας εξαρτάται να τα ενεργούμε αυτά ή να μην τα ενεργούμε. Φυσικές και ζωτικές δυνάμεις είναι αυτές που ενεργούν χωρίς τη θέλησή μας. Φυσικές είναι η θρεπτική, η αυξητική και η αναπαραγωγική· ζωτική είναι η σφυγμική. Αυτές ενεργούν είτε το θέλουμε είτε όχι.
Επίσης, πρέπει να γνωρίζουμε ότι άλλα από τα πράγματα είναι αγαθά και άλλα κακά. Το αγαθό που προσδοκάμε γεννά την επιθυμία, ενώ αυτό που έχει πραγματοποιηθεί γεννά την ευχαρίστηση. Παρόμοια, το προσδοκώμενο κακό δημιουργεί φόβο, ενώ τα πραγματοποιημένο λύπη. Και να γνωρίζουμε ότι λέγοντας αγαθό εννοούμε και το αληθινό αγαθό και το θεωρούμενο· το ίδιο εννούμε και με το κακό.
Δημιούργησε ακόμη την αισθητή φύση, δηλαδή τον ουρανό, τη γη και τα ενδιάμεσά τους· και δημιούργησε από τη μια την νοητή φύση πλησιέστερη στο Θεό (διότι η λογική φύση είναι οικεία στο Θεό και γίνεται αντιληπτή μόνο με το νου) και από την άλλη την αισθητή φύση εντελώς μακριά του, επειδή γίνεται αντιληπτή μόνο με τις αισθήσεις.
Αλλά έπρπε να δημιουργηθεί και σύνθεση από τις δύο φύσεις, ως γνώρισμα μεγαλύτερης σοφίας και γενναιοδωρίας προς τις φύσεις, όπως λέει ο θείος Γρηγόριος: σαν κάποιος σύνδεσμος «της ορατής και αόρατης φύσεως». Και λέω «έπρεπε», θέλοντας να δηλώσω τη θέληση του Δημιουργού· διότι αυτή αποτελεί τον πιο κατάλληλο θεσμό και νόμο, και κανείς δεν μπορεί να πει στον Πλάστη: «Γιατί μ’ έφτιαξες έτσι;». Διότι ο αγγειοπλάστης έχει τη δύναμη να φτιάχνει από την ίδια λάσπη διάφορα σκεύη, για να δείξει τη σοφία του.
Όταν λοιπόν αυτά ήταν έτσι, ο Θεός δημιουργεί με τα χέρια του τον άνθρωπο και από ορατή και από αόρατη φύση, ν’ αποτελεί δική του εικόνα και ομοίωση· το σώμα το έπλασε από τη γη, ενώ με το δικό του φύσημα έδωσε τη λογική και νοερή ψυχή, πράγμα το οποίο το ονομάζουμε θεία εικόνα.
Διότι το νοερό και το αυτεξούσιο του ανθρώπου δείχνει το «κατ’ εικόνα», ενώ η, όσο είναι δυνατόν, ομοιότητα στην αρετή δείχνει το «καθ’ ομοίωσιν».
Και πλάσθηκαν συγχρόνως το σώμα και η ψυχή· όχι το ένα πρώτα και το άλλο έπειτα, σύμφωνα με τις φλυαρίες του Ωριγένη.
Ο Θεός, λοιπόν, έπλασε τον άνθρωπο άκακο, απλό, ενάρετο, χαρούμενο, αμέριμνο, στολισμένο με κάθε αρετή, προικισμένα με όλα τα αγαθά, σαν κάποιον δεύτερο κόσμο, μικρό κόσμο μέσα σε μεγάλο, άλλο άγγελο, σύνθετο προσκυνητή, επόπτη της ορατής δημιουργίας, γνώστη των μυστηρίων της αόρατης, επίγειο βασιλιά που τον κυβερνά από ψηλά, ταυτόχρονα επίγειο και ουράνιο, πρόσκαιρο και αθάνατο, ορατό και νοητό, ενδιάμεσο μεταξύ μεγαλείου και μικρότητος, τον ίδιο και πνεύμα και σάρκα.
Είναι σάρκα εξαιτίας της υπερηφάνειας και πνεύμα εξαιτίας της χάρης· το ένα, για να υποφέρει και υποφέροντας να θυμάται και να γίνεται συνετός, και το άλλο, για να μένει σταθερός και να δοξάζει τον ευεργέτη του φιλοτιμούμενος από το μεγαλείο του· τον έπλασε ζώσα ύπαρξη που κατ’ οικονομία ζει εδώ, δηλαδή στην παρούσα ζωή, αλλά που προορίζεται για αλλού, να μετοικήσει στη μέλλουσα ζωή· και το τέλος του μυστηρίου είναι ότι θεώνεται με την κίνησή του προς το Θεό· θεώνεται μάλιστα με την μετοχή στο θείο φωτισμό, αλλά χωρίς να μεταβάλλεται σε θεία ουσία.
Και τον έπλασε αναμάρτητο στη φύση του και αυτεξούσιο στη θέλησή του.
Λέγοντας «αναμάρτητο» δεν εννοώ ότι δεν είναι δεκτικός αμαρτίας –μόνον ο Θεός είναι ανεπίδεκτος αμαρτίας–, αλλά εννοώ ότι δεν έχει την αμαρτία στη φύση του, αλλά μάλλον στην προαίρεσή του· δηλαδή, έχει τη δύναμη να διατηρείται και να προοδεύει στο αγαθό, με τη βοήθεια της θείας χάριτος· και επίσης, μπορεί να παρεκτραπεί από το καλό και να οδηγηθεί στο κακό, με παραχώρηση του Θεού, εξαιτίας του αυτεξουσίου του· διότι, ό,τι γίνεται εξαναγκαστικά, δεν είναι αρετή.
Η ψυχή, επίσης, είναι ζώσα ύπαρξη, απλή, ασώματη· η φύση της είναι αόρατη με τα μάτια του σώματος· είναι λογική και νοερή,
χωρίς σχήμα· κατοικεί σε οργανικό σώμα και του παρέχει ζωή, ανάπτυξη, αντίληψη και γέννηση· δεν έχει τον νου σαν κάτι διαφορετικό από τον εαυτό της, αλλά σαν το πιο καθαρό στοιχείο της· διότι, όπως είναι το μάτι στο σώμα, έτσι είναι και ο νους για την ψυχή. Είναι αυτεξούσια και έχει θέληση και ενέργεια· είναι μεταβλητή, δηλαδή μεταβάλλεται σύμφωνα με τη θέλησή της, διότι είναι κτιστή. Όλα αυτά τα έχει λάβει με φυσική τάξη από τη χάρη του Δημιουργού της, η οποία της έδωσε και την ύπαρξη και τη φύση.
Με πόσους τρόπους νοείται το ασώματο.
Αντιλαμβανόμαστε τα ασώματα, τα αόρατα και τα άμορφα με δύο τρόπους: άλλα κατ’ ουσίαν και άλλα κατά χάριν· διότι τα πρώτα είναι από τη φύση τους, ενώ τα δεύτερα σε αντίθεση με την παχύτητα της ύλης. Για το Θεό βέβαια λέμε «ασώματος από τη φύση του», ενώ για τους αγγέλους, τους δαίμονες και τις ψυχές λέμε «ασώματοι χαριστικά και σε αντίθεση με την παχύτητα της ύλης».
Σώμα είναι αυτό που έχει τρεις διαστάσεις, δηλαδή μήκος, πλάτος και βάθος ή πάχος. Καί κάθε σώμα συνίσταται από τέσσερα στοιχεία, ενώ τα σώματα των ζώων αποτελούνται από τέσσερις χυμούς.
Πρέπει μάλιστα να γνωρίζουμε ότι τα τέσσερα στοιχεία είναι: η γη, που είναι ξερή και ψυχρή· το νερό, που είναι ψυχρό και υγρό· ο αέρας, που είναι υγρός και θερμός· η φωτιά, που είναι θερμή και ξερή.
Το ίδιο και οι χυμοί είναι τέσσερις και αναλογούν στα τέσσερα στοιχεία: η μαύρη χολή, που αναλογεί στη γη (διότι είναι ξερή και ψυχρή)· το φλέγμα, που αναλογεί στο νερό (διότι είναι ψυχρό και υγρό)· το αίμα, που αναλογεί στον αέρα (διότι είναι υγρό και θερμό)· η ξανθή χολή, που αναλογεί στη φωτιά (διότι είναι θερμή και ξερή). Οι καρποί, λοιπόν, αποτελούνται από τα στοιχεία, οι χυμοί πάλι από τους καρπούς, ενώ τα σώματα των ζώων αποτελούνται από τους χυμούς, και αναλύονται σ’ αυτά· διότι καθετί που είναι σύνθετο, αναλύεται στα μέρη από τα οποία συντίθεται.
Ότι ο άνθρωπος μετέχει και στα άψυχα και τα άλογα και τα λογικά όντα.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος έχει κοινά γνωρίσματα με τα άψυχα· ακόμη μετέχει στη ζωή των αλόγων ζώων και έχει πάρει τη νόηση από τα λογικά όντα. Τα κοινά, δηλαδή, γνωρίσματα με τα άψυχα είναι στο σώμα και στη σύνθεσή του από τέσσερα στοιχεία· με τα φυτά έχει κοινά στοιχεία τη θρεπτική δυνατότητα, την αυξητική και την σπερματική, δηλαδή την αναπαραγωγική· με τα άλογα ζώα έχει και τα παραπάνω, αλλά επιπλέον και τον πόθο, δηλαδή το θυμό και την επιθυμία, και ακόμη την αίσθηση και την ορμέμφυτη κίνηση.
Οι αισθήσεις βέβαια είναι πέντε· η όραση, η ακοή, η όσφρηση, η γεύση, η αφή.
Στην ορμέμφυτη όμως κίνηση ανήκει η ικανότητα να μεταβαίνει από τόπο σε σε τόπο, η ικανότητα της κινήσεως όλου του σώματος και η ικανότητα της φωνής και της αναπνοής· διότι από μας εξαρτάται να τα κάνουμε ή να μην τα κάνουμε.
Ο άνθρωπος συνδέεται με το λογικό του με τις ασώματες και νοερές φύσεις, διότι συλλογίζεται, σκέφτεται και κρίνει το καθετί· επιδιώκει τις αρετές και ποθεί την κορωνίδα των αρετών, εννοώ την ευσέβεια· γι’ αυτό και ο άνθρωπος είναι ένας μικρός κόσμος.
Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι αποκλειστικά χαρακτηριστικές ιδιότητες του σώματος είναι η τομή, η ρεύση και η μεταβολή. Μεταβολή βέβαια είναι αυτή που γίνεται σχετικά με την ποιότητα, δηλαδή η θέρμανση, η ψύξη και τα παρόμοια. Ρεύση πάλι είναι αυτή που γίνεται με το άδειασμα· αδειάζουν δηλαδή τα στερεά, τα υγρά και τα αέρια, και χρειάζεται η αναπλήρωσή τους· επομένως, η πείνα και η δίψα είναι φυσιολογικές μεταβολές. Τομή πάλι είναι ο διαχωρισμός των χυμών μεταξύ τους και η διαίρεσή τους σύμφωνα με τη μορφή και την υλική τους σύσταση.
Χαρακτηριστικές πάλι ιδιότητες της ψυχής είναι η ευσέβεια και η νόηση. Ενώ οι αρετές αποτελούν κοινές ιδιότητες της ψυχής και του σώματος· αποδίδονται όμως στην ψυχή, διότι η ψυχή κυβερνά το σώμα.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το λογικό από τη φύση του κυβερνά το άλογο· διότι οι δυνάμεις της ψυχής διαιρούνται σε λογικό και άλογο. Τα μέρη μάλιστα του αλόγου είναι δύο· το ένα είναι κουφό στη φωνή του λογικού, δεν υπακούει δηλαδή στη λογική, ενώ το άλλο είναι προσεκτικό και υπάκουο στη λογική. Ανυπάκουο βέβαια και απείθαρχο στη λογική είναι το ζωτικό μέρος της ψυχής, το οποίο ονομάζεται και σφυγμικό· επίσης και το σπερματικό μέρος, δηλαδή το αναπαραγωγικό και το φυτικό, το οποίο λέγεται και θρεπτικό· σ’ αυτό ανήκει και το αυξητικό μέρος, το οποίο και διαπλάθει το σώμα. Αυτά δεν τα εξουσιάζει η λογική, αλλά η φύση. Το μέρος πάλι της ψυχής που είναι προσεκτικό και υπάκουο στη λογική διαιρείται σε επιθυμία και θυμό. Μάλιστα, το άλογο μέρος της ψυχής ονομάζεται παθητικό και ορεκτικό (αυθόρμητο). Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ορμέμφυτη κίνηση ανήκει στο μέρος της ψυχής που υπακούει στη λογική.
Σ’ αυτό όμως που δεν υπακούει στη λογική ανήκει το θρεπτικό, το γεννητικό και το σφυγμικό. Το αυξητικό, το θρεπτικό και το γεννητικό ονομάζονται «φυτικό», ενώ το σφυγμικό καλείται «ζωτικό».
Το θρεπτικό έχει τέσσερις δυνάμεις: την ελκτική, που έλκει την τροφή· την καθεκτική που κρατεί την τροφή και δεν της επιτρέπει να αποβληθεί αμέσως· την αλλοιωτική, που μεταβάλλει την τροφή σε χυμούς· την αποκριτική, η οποία αποβάλλει τα περιττώματα μέσω του αφεδρώνα και τα απορρίπτει από τον οργανισμό.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι από τις δυνάμεις που υπάρχουν στα όντα άλλες είναι ψυχικές, άλλες φυσικές και άλλες ζωτικές. Ψυχικές είναι αυτές που ανήκουν στην προαίρεση, δηλαδή η επιθυμία και η αίσθηση. Στην επιθυμία ανήκει η ικανότητα μεταβάσεως από τόπο σε τόπο, η κίνηση όλου του σώματος, η φωνητική και αναπνευστική ικανότητα· από μας εξαρτάται να τα ενεργούμε αυτά ή να μην τα ενεργούμε. Φυσικές και ζωτικές δυνάμεις είναι αυτές που ενεργούν χωρίς τη θέλησή μας. Φυσικές είναι η θρεπτική, η αυξητική και η αναπαραγωγική· ζωτική είναι η σφυγμική. Αυτές ενεργούν είτε το θέλουμε είτε όχι.
Επίσης, πρέπει να γνωρίζουμε ότι άλλα από τα πράγματα είναι αγαθά και άλλα κακά. Το αγαθό που προσδοκάμε γεννά την επιθυμία, ενώ αυτό που έχει πραγματοποιηθεί γεννά την ευχαρίστηση. Παρόμοια, το προσδοκώμενο κακό δημιουργεί φόβο, ενώ τα πραγματοποιημένο λύπη. Και να γνωρίζουμε ότι λέγοντας αγαθό εννοούμε και το αληθινό αγαθό και το θεωρούμενο· το ίδιο εννούμε και με το κακό.