Υποστηρίζουμε, επίσης, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός έχει δύο ενέργειες.
Διότι, σαν Θεός και ομοούσιος με τον Πατέρα, είχε τη θεία ενέργεια· και σαν άνθρωπος που έγινε ομοούσιος με μας, είχε την ανθρώπινη ενέργεια.
Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι άλλο είναι η ενέργεια, άλλο το ενεργητικό και άλλο ο ενεργών. Ενέργεια βέβαια είναι η δραστική και πραγματική κίνηση της φύσεως· ενεργητικό είναι η φύση από την οποία προέρχεται η ενέργεια· ενέργημα πάλι είναι το αποτέλεσμα της ενέργειας· και ενεργών είναι αυτός που χρησιμοποιεί την ενέργεια, δηλαδή η υπόσταση. Και η ενέργεια λέγεται ενέργημα και το ενέργημα ενέργεια, όπως και το κτίσμα λέγεται κτίση· διότι όταν λέμε «πάσα κτίσις», εννοούμε τα κτίσματα.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ενέργεια είναι κίνηση και ενεργείται μάλλον παρά ενεργεί, όπως λέει ο θεολόγος Γρηγόριος στο λόγο του για το Άγιο Πνεύμα: «Εάν είναι ενέργεια, είναι φανερό ότι θα τίθεται από άλλο σε ενέργεια και δεν θα ενεργεί, και θα σταματήσει μαζί μ’ αυτό που το ενεργεί».
Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι και η ίδια η ζωή είναι ενέργεια και η μεταβολή των ζωντανών είναι ενέργεια και όλος ο τρόπος της ζωής τους· δηλαδή, η θρεπτική, η αυξητική ή φυσική, και η ενστικτώδης κίνηση, η κίνηση των αισθήσεων, του νου και του αυτεξούσιου. Η ένεργεια είναι μάλιστα αποτέλεσμα δυνάμεως. Αν, λοιπόν, αυτά παρατηρούμε να τα έχει ο Χριστός, είναι επόμενο να του αποδώσουμε και ανθρώπινη ενέργεια.
Ενέργεια λέγεται η πρώτη σκέψη που έρχεται στο νου μας· και είναι απλή και ανεξάρτητη ενέργεια του νου, όταν μόνος του ο νους παρουσιάζει κρυφά τις σκέψεις του, χωρίς τις οποίες δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για νου.
Ενέργεια πάλι ονομάζεται η ανακοίνωση και διάδοση των σκέψεών μας με τον προφορικό λόγο. Αυτή όμως δεν είναι ανεξάρτητη και απλή, αλλά, αν την παρατηρήσουμε, είναι σύνθετη από τη σκέψη και το λόγο.
Ενέργεια, επίσης, είναι και η σχέση που έχει αυτός που ενεργεί σε σχέση μ’ αυτό που ενεργείται· και το αποτέλεσμα που προκύπτει καλείται ενέργεια.
Και άλλο είναι ενέργεια μόνον της ψυχής, άλλο της ψυχής που χρησιμοποιεί το σώμα, άλλο του σώματος που έχει τη νοερή ψυχή και άλλο είναι το αποτέλεσμα· διότι ο νους φαντάζεται αυτό που θα γίνει και έτσι το ενεργεί με το σώμα. Η διεύθυνση βέβαια ανήκει στην ψυχή· χρησιμοποιεί όμως σαν όργανο το σώμα, οδηγώντας και κατευθύνοντάς το. Άλλη πάλι είναι η ενέργεια του σώματος, όταν η ψυχή το οδηγεί και το κινεί. Και το αποτέλεσμα της ενέργειας του σώματος είναι η αφή, η κράτηση και η περιφορά αυτού που δημιουργείται· ενώ το αποτέλεσμα της ενέργειας της ψυχής είναι η διαμόρφωση και ο σχηματισμός, κατά κάποιο τρόπο, αυτού που δημιουργείται.
Έτσι, και σχετικά με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, από τη μια η δύναμη των θαυμάτων του αποτελούσε ενέργεια της θεότητός του, κι από την άλλη η χρήση των χεριών του, η θέληση και ο λόγος του «θέλω να καθαρισθείς» ήταν ενέργεια της ανθρωπίνης φύσεώς του. Και αποτέλεσμα της ανθρωπίνης φύσεώς του ήταν ο τεμαχισμός των άρτων, το ν’ ακούσει ο λεπρός το «θέλω», ενώ της θείας ήταν ο πολλαπλασιασμός των άρτων και η θεραπεία του λεπρού. Διότι και με τα δύο, και με την ενέργεια της ψυχής και με την ενέργεια του σώματος, αποδείκνυε ότι η θεία του ενέργεια είναι μία και η ίδια, συγγενική και ίση (με του Πατέρα).
Όπως δηλαδή δεχόμαστε ότι οι φύσεις είναι ενωμένες και αλληλοπεριχωρούνται, χωρίς ν’ αμφισβητούμε τη διαφορά τους, αλλά τις αριθμούμε και τις θεωρούμε αδιαίρετες, έτσι και για τις θελήσεις και τις ενέργειες και δεχόμαστε τη συνάφειά τους αλλά και αναγνωρίζουμε τη διαφορά τους· τις αριθμούμε, χωρίς όμως να διακρίνουμε διαίρεση.
Όπως η σάρκα του θεώθηκε χωρίς να πάθει καμιά μεταβολή της φύσεώς του, παρόμοια και η θέληση και η ενέργειά του θεώθηκαν χωρίς να χάσουν τη φυσική τους κατάσταση.
Διότι ο ίδιος είναι και το ένα και το άλλο, που θέλει και ενεργεί και έτσι και αλλιώς, δηλαδή και θεϊκά και ανθρώπινα.
Υποχρεωτικά, λοιπόν, ομολογούμε ότι δύο είναι οι ενέργειες του Χριστού, επειδή έχει διπλή φύση. Διότι αυτά που έχουν διαφορετική φύση, και η ενέργειά τους είναι διαφορετική· και όποια έχουν διαφορετική ενέργεια, και η φύση τους είναι διαφορετική. Και το αντίστροφο· αυτά που έχουν ίδια φύση, έχουν και ίδια ενέργεια· και όποια έχουν μία ενέργεια, έχουν και μία φύση, σύμφωνα με τους θεοφώτιστους Πατέρες. Είναι ανάγκη, λοιπόν, να παραδεχθούμε ένα από τα δύο: ή λέγοντας ότι ο Χριστός έχει μία ενέργεια ομολογούμε ότι έχει και μία ουσία ή –εάν ακολουθούμε την αλήθεια και ομολογούμε, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο και τους Πατέρες, ότι έχει δύο ουσίες– να δεχόμαστε συγχρόνως, όπως αρμόζει, ότι έχει και δύο ενέργειες. Διότι, όντας ομοούσιος με το Θεό και Πατέρα στη θεία φύση, θα είναι ίσος και στη (θεία) ενέργεια· ο ίδιος, όντας πάλι ομοούσιος με μας στην ανθρώπινη φύση, θα είναι ίσος και στην (ανθρώπινη) ενέργεια. Διότι λέει ο μακάριος Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης: «Όποιοι έχουν μία ένέργεια, οπωσδήποτε έχουν και την ίδια δύναμη· διότι κάθε ενέργεια είναι αποτέλεσμα της δυνάμεως».
Είναι αδύνατο, λοιπόν, η άκτιστη φύση να έχει μία και την ίδια φύση ή δύναμη ή ενέργεια με την κτιστή. Και αν δεχθούμε ότι ο Χριστός έχει μία ενέργεια, τότε τα πάθη της νοερής ψυχής –εννοώ το φόβο, τη λύπη και την αγωνία– θα τ’ αποδώσουμε στη θεότητα του Λόγου.
Και αν λένε ότι, αναφερόμενοι οι άγιοι Πατέρες στην Αγία Τριάδα, τάχα είπαν: «αυτοί που έχουν μία ουσία, έχουν και μία ενέργεια, κι αυτοί που έχουν διαφορετική ουσία έχουν και διαφορετική ενέργεια», και ακόμη είπαν ότι δεν πρέπει να αποδίδουμε στην οικονομία (=σχέδιο της σωτηρίας των ανθρώπων) αυτά που ανήκουν στη θεολογία (=αφορά την εσωτερική ζωή του Θεού), θα απαντήσουμε: αν οι Πατέρες τα είπαν αυτά μόνο για τη θεολογία και αν ο Υιός μετά τη σάρκωσή του δεν έχει την ίδια ενέργεια με τον Πατέρα, δεν θα έχει ούτε την ίδια ουσία. Και σε ποιόν θ’ αποδώσουμε το νόημα των φράσεων «ο Πατέρας μου ακόμη εργάζεται, το ίδιο κι εγώ», «ο Υιός αυτά που βλέπει να κάνει ο Πατέρας τα κάνει και αυτός», «εάν δεν πιστεύετε εμένα, πιστέψτε στα έργα μου», «τα έργα που κάνω δίνουν μαρτυρία για μένα» και
«όπως ο Πατέρας ανασταίνει και δίνει ζωή στους νεκρούς, έτσι και ο Υιός όποιους θέλει τους χαρίζει τη ζωή»; Διότι όλα αυτά αποδεικνύουν ότι ο Υιός όχι μόνον είναι ομοούσιος με τον Πατέρα μετά τη σάρκωση, αλλά έχει και την ίδια ενέργεια.
Επίσης, αν η πρόνοια για τα όντα δεν ανήκει μόνο στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, αλλά και στον Υιό και μετά την ενανθρώπησή του, και εφόσον η πρόνοια είναι ενέργεια, επομένως και μετά τη σάρκωση ο Υιός έχει την ίδια ενέργεια με τον Πατέρα.
Εάν πάλι αντιληφθήκαμε από τα θαύματα ότι ο Χριστός έχει την ίδια ενέργεια με τον Πατέρα και ότι τα θαύματα αποτελούν ενέργεια του Θεού, επομένως και μετά τη σάρκωση ο Υιός έχει την ίδια ενέργεια με τον Πατέρα.
Εάν πάλι η θεότητα και η ανθρωπότητά του έχουν μία ενέργεια, τότε αυτή θα είναι σύνθετη και είτε θα έχει διαφορετική ενέργεια από τον Πατέρα είτε και ο Πατέρας θα έχει σύνθετη ενέργεια. Εάν όμως έχει σύνθετη ενέργεια, σίγουρα θα έχει και σύνθετη φύση.
Εάν όμως πουν ότι με την ενέργεια εννοείται συγχρόνως και το πρόσωπο, θα πούμε ότι, αν με την ενέργεια εννοείται και το πρόσωπο, σύμφωνα με τη λογική αντιστροφή, και με το πρόσωπο θα εννοείται συγχρόνως και η ενέργεια· και θα υπάρχουν, όπως τα τρία πρόσωπα, δηλαδή οι υποστάσεις της Αγίας Τριάδος, έτσι και τρεις ενέργειες, ή όπως ακριβώς μία ενέργεια, έτσι και ένα πρόσωπο και μία υπόσταση. Αλλά οι άγιοι Πατέρες έχουν πει όλοι από κοινού ότι αυτά που έχουν την ίδια ουσία, έχουν και την ίδια ενέργεια.
Και ακόμη, αν με την ενέργεια εννοείται συγχρόνως και το πρόσωπο, τότε αυτοί που θέσπισαν να λέμε ότι ο Χριστός δεν έχει ούτε μία ούτε δύο ενέργειες, αυτοί καθιέρωσαν να λέμε ότι δεν έχει ούτε ένα ούτε δύο πρόσωπα.
Και όπως στο πυρακτωμένο μαχαίρι διατηρούνται οι φύσεις, της φωτιάς και του σιδήρου, έτσι είναι δύο και οι ενέργειες και τα αποτελέσματά τους.
Έχει δηλαδή ο σίδηρος την ιδιότητα να κόβει, και έχει πάλι η φωτιά την ιδιότητα να καίει· και το κόψιμο είναι αποτέλεσμα της ενέργειας του σιδήρου, ενώ το κάψιμο της φωτιάς. Η διαφορά τους διατηρείται στο καμένο κόψιμο και στο κομμένο κάψιμο, αν και μετά την ένωση δεν θα μπορούσε να γίνει ούτε το κάψιμο δίχως το κόψιμο ούτε το κόψιμο δίχως το κάψιμο. Και ούτε, επειδή είναι διπλή η φυσική ενέργεια, λέμε ότι έχουμε δύο πυρακτωμένα μαχαίρια ούτε πάλι, επειδή είναι ένα το πυρακτωμένο μαχαίρι, συγχέουμε τη διαφορά που διακρίνει τη φύση τους.
Έτσι και στο Χριστό, η θεία και παντοδύναμη ενέργειά του ανήκει στη θεία φύση, ενώ η ανθρώπινη ενέργεια ανήκει στην ανθρώπινη φύση του.
Αποτέλεσμα της ανθρώπινης ενέργειάς του είναι να κρατήσει και να τραβήξει το χέρι του παιδιού, ενώ της θείας είναι η παροχή της ζωής. Διότι άλλο είναι το ένα και άλλο το άλλο, αν και μέσα στη θεανδρική ενέργειά του οι ενέργειες είναι αχώριστες μεταξύ τους. Εάν όμως, επειδή είναι μία η υπόσταση του Κυρίου, πιστεύουμε ότι θα είναι και η ενέργεια του μία, τότε εξαιτίας της μιας υποστάσεως θα έπρεπε είναι και μία η ουσία του.
Και ακόμη· αν αποδώσουμε στον Κύριο μία ενέργεια, θα πούμε ότι αυτή είναι ή θεϊκή ή ανθρώπινη ή ούτε η μία ούτε η άλλη. Εάν πούμε ότι είναι θεϊκή, τότε θα δεχθούμε ότι είναι Θεός χωρίς την ανθρώπινη φύση μας. Εάν πούμε ότι είναι ανθρώπινη, τότε με ασέβεια θα τον θεωρήσουμε μόνο άνθρωπο. Και αν πούμε ότι δεν είναι ούτε θεία ούτε ανθρώπινη, θα δεχθούμε ότι δεν είναι ούτε Θεός ούτε άνθρωπος ούτε ομοούσιος με τον Πατέρα του και με μας.
Διότι η ταυτότητα της υποστάσεως προήλθε από την ένωση, αλλά και ανατράπηκε η διαφορά των φύσεων. Αν όμως διατηρηθεί η διαφορά των φύσεων, σίγουρα θα διατηρηθούν και οι ενέργειές τους· διότι δεν υπάρχει φύση χωρίς ενέργεια.
Εάν η ενέργεια του Δεσπότη Χριστού είναι μία, θα είναι ή κτιστή ή άκτιστη· διότι δεν υπάρχει ενδιάμεση ενέργεια, όπως δεν υπάρχει και φύση.
Εάν είναι κτιστή, θα φανερώσει μόνο κτιστή φύση· εάν είναι άκτιστη, θα δείξει ότι η φύση είναι άκτιστη. Διότι πρέπει τα φυσικά γνωρίσματα να συμφωνούν απόλυτα με τις φύσεις· είναι αδύνατο η ύπαρξη να έχει ελλιπή φύση. Η ενέργεια όμως που είναι σύμφωνη με τη φύση, δεν ανήκει σ’ αυτά που είναι έξω απ’ αυτήν· και είναι φανερό ότι η φύση δεν μπορεί ούτε να υπάρξει ούτε να γίνει γνωστή χωρίς τη φυσική της ενέργεια. Διότι το καθένα, που είναι αμετάβλητο, με ό,τι ενεργεί επιβεβαιώνει τη φύση του.
Εάν η ενέργεια του Χριστού είναι μία, η ίδια θα ενεργεί και τα θεία και τα ανθρώπινα. Κανένα όμως ον, εάν μένει στη φύση του, δεν μπορεί να ενεργεί τα αντίθετα· για παράδειγμα, η φωτιά δεν παγώνει και θερμαίνει, ούτε το νερό ξεραίνει και υγραίνει. Επομένως, πώς είναι δυνατόν αυτός που ήταν φύσει Θεός και μετά έγινε άνθρωπος στη φύση, να επιτελεί με μια ενέργεια και τα θαύματα και τα πάθη;
Αν, λοιπόν, ο Χριστός προσέλαβε ανθρώπινο νου, δηλαδή ψυχή νοερή και λογική, οπωσδήποτε θα σκέφτεται και θα σκέφτεται διαρκώς· διότι η σκέψη αποτελεί ενέργεια του νου. Επομένως, ο Χριστός, επειδή είναι άνθρωπος, ενεργεί, και ενεργεί πάντοτε.
Μάλιστα ο μεγάλος άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο δεύτερο λόγο του στην ερμηνεία των Πράξεων, λέει τα εξής: «Δεν θα αστοχούσε κανείς να ονόμαζε και το πάθος του πράξη· διότι με όλα τα Πάθη του πέτυχε εκείνο το μεγάλο και θαυμαστό έργο, να καταργήσει δηλαδή το θάνατο και να κάμει όλα τα υπόλοιπα».
Αν κάθε ενέργεια θεωρείται κίνηση της ουσίας κάποιας φύσεως, όπως λένε οι σοφοί σχετικά μ’ αυτά, πού είδε κανείς φύση ακίνητη ή τελείως ανενέργητη ή πού βρήκε ενέργεια, η οποία να μην είναι κίνηση φυσικής δυνάμεως; Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα πει ότι ο Θεός και το πλάσμα του έχουν μία ενέργεια της φύσεως, σύμφωνα με τον μακάριο Κύριλλο.
Η ανθρώπινη φύση δεν ζωοποιεί τον Λάζαρο ούτε η θεία δακρύζει· διότι τα δάκρυα αρμόζουν στην ανθρώπινη φύση, ενώ η ζωή ανήκει σ’ Αυτόν που την χαρίζει. Και οι δύο όμως (φύσεις) τα έχουν από κοινού, εξαιτίας της ίδιας υποστάσεως. Διότι ένας είναι ο Χριστός και ένα το πρόσωπό του, δηλαδή η υπόστασή του· έχει όμως δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη.
Εφόσον, λοιπόν, η δόξα πηγάζει από τη θεία φύση του, γίνεται κοινή και στη μία και την άλλη φύση χάρη στην ταυτότητα της υποστάσεως· το ίδιο και τα κατώτερα, που προέρχονται από την σάρκα, γίνονται κοινά και στις δύο (φύσεις). Διότι είναι ένας και ο ίδιος αυτός που είναι και το ένα και το άλλο, δηλαδή Θεός και άνθρωπος· και δικά του είναι τα γνωρίσματα της θείας και ανθρωπίνης φύσεώς του. Η θεότητα, λοιπόν, έκανε τα θαύματα, όχι όμως χωρίς τη σάρκα· η σάρκα επίσης έκανε τα κατώτερα, όχι όμως χωρίς τη θεότητα. Και όταν η σάρκα έπασχε, η θεότητα ήταν ενωμένη μαζί της, αλλά έμενε απαθής και πραγματοποιούσε τα σωτήρια πάθη· και όταν η θεότητα του Λόγου ενεργούσε, ο άγιος νους του ήταν ενωμένος· σκεφτόταν και γνώριζε αυτά που γίνονταν.
Η θεότητα, λοιπόν, μεταδίδει στο σώμα από τη δική της δόξα, ενώ η ίδια παραμένει αμέτοχη στα πάθη της σάρκας. Διότι δεν συνέβαινε, όπως η θεότητα του Λόγου ενεργούσε με τη σάρκα, έτσι και η σάρκα του να πάσχει μαζί με τη θεότητά του· διότι η σάρκα υπήρξε όργανο της θεότητός του. Παρόλο, λοιπόν, που από την αρχή της συλλήψεως δεν υπήρχε διαίρεση σε μία ή άλλη μορφή, αλλά όλες οι πράξεις και της μιας και της άλλης μορφής σε κάθε χρονική στιγμή ήταν πράξεις του ενός προσώπου, όμως αυτά που έγιναν αχώριστα, δεν τα συγχέουμε με κανένα τρόπο, αλλά, τί ανήκει στην κάθε μορφή το αντιλαμβανόμαστε από την ποιότητα των πράξεων.
Ενεργεί, λοιπόν, ο Χριστός και με τη μία και με την άλλη φύση του· «στο πρόσωπό του ενεργεί καθεμία φύση σε κοινωνία με την άλλη φύση».
Ο Λόγος εκτελεί αυτά που ανήκουν στο Λόγο, όσα είναι γνωρίσματα του άρχοντα και βασιλιά, εξαιτίας της αυθεντίας και εξουσίας της θείας φύσεώς του· ενώ το σώμα εκτελεί όσα ανήκουν στο σώμα, σύμφωνα με τη βούληση του Λόγου που ενώθηκε μ’ αυτό και το ιδιοποιήθηκε.
Διότι (τό σώμα) δεν κινούνταν προς τα φυσικά πάθη από μόνο του, ούτε έπασχε με αφορμή την αποφυγή από τα λυπηρά ή τις εξωτερικές περιστάσεις, αλλά κινούνταν σύμφωνα με την τάξη της φύσεως·
ο Λόγος ήθελε και επέτρεπε για λόγους οικονομίας να πάσχει αυτό (το σώμα) και να ενεργεί τα δικά του, ώστε να πιστοποιηθεί η αλήθεια (της σαρκώσεως) από τις πράξεις της φύσεώς του.
Και όπως απόκτησε ύπαρξη με υπερούσιο τρόπο, καθώς η Παρθένος τον κυοφόρησε, παρόμοια ενεργούσε και τα ανθρώπινα με υπεράνθρωπο τρόπο· βάδιζε πάνω σε τρικυμισμένη θάλασσαμε τα πόδια, χωρίς να το νερό να γίνει ξηρά, αλλά αντιστεκόταν με την υπερφυή δύναμη της θεότητός του και δεν υποχωρούσε στο βάρος των υλικών ποδιών. Δεν ενεργούσε, δηλαδή, τα ανθρώπινα με ανθρώπινο τρόπο (διότι δεν ήταν μόνον άνθρωπος, αλλά και Θεός· γι’ αυτό και τα πάθη του φέρνουν τη ζωή και τη σωτηρία), ούτε ενεργούσε τα θεία με θεϊκό τρόπο (διότι δεν ήταν μόνο Θεός, αλλά και άνθρωπος· γι’ αυτό και έκαμε τα θαυμαστά σημεία με την αφή, το λόγο και τα παρόμοια).
Εάν κάποιος λέει ότι «αποδίδουμε στο Χριστό μία ενέργεια όχι για να καταργήσουμε την ανθρώπινη ενέργειά του, αλλά επειδή η ανθρώπινη ενέργεια, όταν αντιπαραβάλλεται με τη θεία ενέργεια, χαρακτηρίζεται πάθος, και γι’ αυτό το λόγο λέμε ότι ο Χριστός έχει μία ενέργεια, θα απαντήσουμε: σύμφωνα μ’ αυτό το επιχείρημα, αυτοί που λένε μία φύση, δεν το λένε για να καταργήσουν την ανθρώπινη, αλλά επειδή, όταν η ανθρώπινη φύση αντιπαραβάλλεται προς τη θεία, χαρακτηρίζεται παθητική. Εμείς όμως ποτέ δεν πρέπει να ονομάζουμε την ανθρώπινη κίνηση πάθος εξαιτίας της αντιδιαστολής προς τη θεία ενέργεια· διότι, για να μιλήσουμε γενικά, κανενός η ύπαρξη δεν γνωρίζεται ή προσδιορίζεται με αντιπαραβολή ή σύγκριση.
Έτσι, όσα έχουν ύπαρξη θα βρεθούν ότι είναι αλληλοεξαρτώμενα· διότι εάν η ανθρώπινη κίνηση είναι πάθος, επειδή η θεία κίνηση είναι ενέργεια, οπωσδήποτε, επειδή η θεία φύση είναι αγαθή, θα είναι πονηρή και η ανθρώπινη φύση. Και σύμφωνα με την αντίθετη αντιστροφή, επειδή η ανθρώπινη κίνηση λέγεται πάθος, η θεία κίνηση λέγεται ενέργεια, και επειδή η ανθρώπινη φύση είναι πονηρή, η θεία φύση θα είναι αγαθή». Και έτσι, όλα τα δημιουργήματα θα είναι πονηρά, και θα βγει ψεύτης εκείνος που είπε: «Και είδε ο Θεός όλα τα δημιουργήματά του, και να, όλα ήταν πολύ καλά».
Εμείς όμως λέμε ότι οι άγιοι Πατέρες ονόμασαν την ανθρώπινη κίνηση σύμφωνα με τις υποκείμενες έννοιες με πολλούς τρόπους· την είπαν, δηλαδή, δύναμη, ενέργεια, διαφορά, κίνηση, ιδιότητα, ποιότητα και πάθος· δεν την αντιπαρέβαλαν με τη θεία κίνηση, αλλά την ονόμασαν δύναμη, επειδή συγκρατεί και μένει αναλλοίωτη· την είπαν ενέργεια, επειδή χαρακτηρίζει και φανερώνει την ομοιότητα που έχουν όλα τα ομοειδή· την είπαν διαφορά, επειδή ξεχωρίζει· την είπαν κίνηση, επειδή δείχνει· την είπαν ιδιότητα, επειδή είναι συστατική του εαυτού της και όχι άλλου· την είπαν ποιότητα, επειδή δείχνει το είδος· και την είπαν πάθος, επειδή μεταβάλλεται. Διότι όλα που προέρχονται από το Θεό και είναι μετά το Θεό μεταβάλλονται με την κίνηση, επειδή δεν κινούνται ούτε έχουν δύναμη από μόνα τους. Την ονόμασαν, λοιπόν, όπως είπαμε, όχι με αντιπαραβολή (στη θεία κίνηση), αλλά από τον σκοπό που τοποθέτησε μέσα της, με δημιουργικό τρόπο, αυτός που αποτελεί την αιτία της συστάσεως του κόσμου. Γι’ αυτό και την ονόμασαν με το όνομα ενέργεια που το εκφωνούν για το Θεό. Διότι αυτός που είπε: «Η καθεμία μορφή ενεργεί με τη συμμετοχή της άλλης», είπε ακριβώς το ίδιο μ’ αυτόν που είπε: «Και αφού έμεινε νηστικός σαράντα ημέρες, ύστερα πείνασε». Επέτρεψε στη φύση, όταν ήθελε, να ενεργεί τα δικά της. Τί θα πουν πάλι αυτοί που είπαν ότι έχει διαφορετική ενέργεια ή οι άλλοι ότι έχει διπλή ενέργεια ή οι άλλοι ότι έχει άλλη και άλλη ενέργεια; Διότι αυτά με τις αντωνυμίες φανερώνουν ότι οι ενέργειες είναι δύο· και πολλές φορές με τις αντωνυμίες δηλώνεται ο αριθμός, και με την έκφραση θείο και ανθρώπινο. Διότι η διαφορά είναι διαφορά αυτών που διαφέρουν· ενώ αυτά που δεν υπάρχουν, πώς θα διαφέρουν;