Τα κοινά και γενικά αποδίδονται σαν ιδιότητες στα μερικά που υπόκεινται σ’ αυτά. Η ουσία, λοιπόν, είναι το κοινό, σαν το είδος, ενώ η υπόσταση είναι το μερικό. Και είναι μερικό, όχι διότι έχει ένα μέρος της φύσεως, αλλά είναι μερικό στον αριθμό, ως άτομο· διότι οι υποστάσεις θεωρούνται ότι διαφέρουν στον αριθμό και όχι στη φύση. Και η ουσία αποδίδεται σαν ιδιότητα στην υπόσταση, αφού η ουσία υπάρχει τέλεια σε κάθε ομοειδή υπόσταση. Και έτσι οι υποστάσεις δεν διαφέρουν μεταξύ τους στην ουσία, αλλά στα συμβεβηκότα, τα οποία είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, που χαρακτηρίζουν την υπόσταση και όχι την ουσία· γι’ αυτό ο ορισμός της υποστάσεως είναι ουσία με συμβεβηκότα. Επομένως, η υπόσταση έχει σαν γνώρισμα το κοινό με το ιδιαίτερο γνώρισμα και ότι είναι προσωπική ύπαρξη.
Η ουσία πάλι δεν υπάρχει από μόνη της αλλά νοείται στις υποστάσεις. Όταν, λοιπόν, παθαίνει κάτι μία από τις υποστάσεις, λέμε ότι η ουσία, σε σχέση με την οποία υπάρχει η υπόσταση, το παθαίνει σε μια από τις υποστάσεις της.
Δεν είναι όμως υποχρεωτικό, όταν πάσχει μια υπόσταση, να πάσχουν και όλες οι άλλες ομοειδείς υποστάσεις.
Έτσι, λοιπόν, ομολογούμε ότι όλη η θεία φύση υπάρχει τέλεια σε καθεμία από τις υποστάσεις της, όλη στον Πατέρα, όλη στον Υιό και όλη στο Άγιο Πνεύμα. Γι’ αυτό και είναι τέλειος Θεός ο Πατέρας, τέλειος Θεός ο Υιός, τέλειος Θεός το Άγιο Πνεύμα. Έτσι και στην ενανθρώπηση του ενός της Αγίας Τριάδος, του Θεού Λόγου, πιστεύουμε ότι όλη και τέλεια η θεία φύση, με μία από τις υποστάσεις της, ενώθηκε με όλη την ανθρώποινη φύση, και όχι με ένα μέρος της.
Λέει σχετικά μ’ αυτό ο θείος Απόστολος: «σ’ Αυτόν κατοικεί όλη η θεία φύση σωματικά», δηλαδή με την ανθρώπινη φύση του· και ο μαθητής του (Αποστόλου), ο σπουδαίος θεολόγος Διονύσιος λέει: «Η θεία φύση σε μια από τις υποστάσεις της έγινε μέτοχος της δικής μας φύσεως».
Αλλά ούτε θα υποχρεωθούμε να λέμε ότι όλες οι υποστάσεις του αγίου Θεού, δηλαδή οι τρεις, έχουν ενωθεί υποστατικά με όλες τις ανθρώπινες υποστάσεις.
Διότι ο Πατέρας και το Άγιο Πνεύμα με κανένα λόγο δεν μετείχαν στη σάρκωση του ΘεούΛόγου, παρά μόνον με την ευαρέσκεια και τη θέλησή τους. Λέμε όμως ότι όλη η θεία φύση έχει ενωθεί με όλη την ανθρώπινη φύση. Διότι τίποτε απ’ όσα ο Θεός Λόγος στην αρχική δημιουργία έβαλε μέσα στη φύση μας δεν άφησε να μην το προσλάβει, αλλά όλα τα προσέλαβε, δηλαδή σώμα, νοερή και λογική ψυχή και τα γνωρίσματά τους· διότι αυτό που στερείται ένα απ’ αυτά είναι ζώο και όχι άνθρωπος. Διότι όλος αυτός με προσέλαβε ολόκληρο και ενώθηκε όλος με όλον εμένα, για να χαρίσει σε όλον εμένα τη σωτηρία· «διότι αυτό που είναι απρόσληπτο μένει αθεράπευτο».
Ο Λόγος του Θεού, λοιπόν, ενώθηκε με τη σάρκα μέσω του νου, με το να πάρει ο Θεός θέση ανάμεσα στη καθαρότητα και την παχύτητα της σάρκας.
Διότι ο νους είναι κυβερνήτης της ψυχής και του σώματος και το πιο καθαρό μέρος της ψυχής, αλλά και κυβερνήτης του νου είναι ο Θεός. Και όταν το ανώτερο επιτρέψει, τότε ο νους του Χριστού παίρνει ηγετική πρωτοβουλία.
Αλλά (ο νους του Χριστού) υποχωρεί και ακολουθεί το ανώτερο και κάνει αυτά τα οποία θέλει η θεία βούληση.
Ακόμη ο νους έχει γίνει τόπος της θεότητος που υποστατικά ενώθηκε μ’ αυτόν, όπως βέβαια και η σάρκα δεν είναι ένας συγκάτοικος, όπως η ασεβής φαντασία των αιρετικών πλανιέται,λέγοντας: «ένα δοχείο μιας μέδιμνας δεν χωράει δύο μέδιμνες»· διότι κρίνουν τα πνευματικά με υλικά μέτρα.
Πώς θα ονομάσουμε το Χριστό τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο, ομοούσιο με τον Πατέρα, εάν στο πρόσωπό του έχει ενωθεί μόνον ένα μέρος της θείας και ένα της ανθρωπίνης φύσεως;
Λέμε, επίσης, ότι η ανθρώπινη φύση μας έχει αναστηθεί από τους νεκρούς και κάθισε στα δεξιά του Πατέρα, όχι επειδή όλες οι ανθρώπινες υποστάσεις αναστήθηκαν και κάθισαν στα δεξιά του Πατέρα, αλλά επειδή αναστήθηκε όλη η ανθρώπινη φύση στην υπόσταση του Χριστού. Διότι λέει ο θείος Απόστολος: «Μας ανάστησε και μας ύψωσε μαζί του, χάρη στο πρόσωπο του Χριστού».
Λέμε επίσης και το εξής, ότι η ένωση προήλθε από κοινές ουσίες· διότι κάθε ουσία είναι κοινή για τις υποστάσεις που περιλαμβάνει αυτή, και δεν είναι δυνατόν να βρει κάποιος μερική και απομονωμένη φύση, δηλαδή ουσία· διαφορετικά, κατ’ ανάγκην θα θεωρούμε τις ίδιες υποστάσεις και ομοούσιες και ετερούσιες· το ίδιο και την Αγία Τριάδα και ομοούσια και ετερούσια στη θεία φύση. Η ίδια, λοιπόν, φύση θεωρείται σε καθεμία από τις υποστάσεις.
Και όταν πούμε ότι η φύση του Λόγου έχει σαρκωθεί, σύμφωνα με τους μακάριους Αθανάσιο και Κύριλλο, εννοούμε ότι η θεότητα ενώθηκε με τη σάρκα. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να πούμε, η φύση του Λόγου έπαθε –διότι η θεότητα δεν έπαθε τίποτε σ’ αυτόν–, αλλά λέμε ότι η ανθρώπινη φύση έπαθε στο πρόσωπο του Χριστού· δεν υπονοούμε βέβαια ότι όλες οι ανθρώπινες υποστάσεις έπαθαν, αλλά ομολογούμε ότι ο Χριστός έπαθε με την ανθρώπινη φύση του.
Επομένως, όταν λέμε η «φύση του Λόγου», εννοούμε τον ίδιο το Λόγο· και ο Λόγος έχει και το κοινό της ουσίας και την ιδιαιτερότητα της υποστάσεως.