Είναι, λοιπόν, φανερό ότι υπάρχει Θεός. Αλλά είναι τελείως ακατάληπτο και άγνωστο τί είναι στην ουσία και τη φύση του. Επίσης, είναι φανερό ότι είναι ασώματος. Διότι, πώς είναι δυνατόν ο άπειρος (Θεός), ο αόριστος, ο ασχημάτιστος, ο αψηλάφητος, ο αόρατος, ο απλός και ασύνθετος να είναι σώμα;
Κι αν μπορεί να περιγραφεί και να πάθει, πώς μπορεί να είναι και αμετάβλητος;
Και αυτό που αποτελείται από στοιχεία και διαλύεται σ’ αυτά, πώς θα είναι και απαθές. Διότι η σύνθεση είναι αιτία διαμάχης, η διαμάχη χωρισμού και ο χωρισμός αιτία της διασπάσεως. Και η διάσπαση είναι τελείως ξένη προς το Θεό.
Πώς όμως θα έχει ισχύ ο λόγος της Γραφής «ότι ο Θεός είναι μέσα σ’ όλα και όλα τα γεμίζει». «Λέει ο Κύριος: δεν είμαι εγώ που γεμίζω όλο τον ουρανό και τη γη;». Διότι είναι αδύνατο το σώμα να περνά μέσα από σώματα χωρίς να τα τέμνει ούτε το ίδιο να τέμνεται ή να συντίθεται και να αντιπαρατίθεται, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα υγρά που αναμειγνύονται και αποτελούν ένα κράμα.
Και εάν πάλι ορισμένοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει άϋλο σώμα, όπως αυτό που οι Έλληνες σοφοί το ονόμαζουν πέμπτο σώμα -πράγμα που είναι αδύνατο-, σίγουρα όμως αυτό θα κινείται όπως ο ουρανός. Διότι αυτός είναι το πέμπτο σώμα. Και ποιός είναι αυτός που το κινεί; Διότι καθετί που κινείται, από άλλον κινείται. Και εκείνον ποιός τον κινεί; Κι έτσι θα πάμε ώς το άπειρο, έως ότου φθάσουμε σε κάτι ακίνητο. Αυτό είναι το πρώτο ακίνητο που κινεί, και είναι το θείον. Και πώς πάλι αυτό που κινείται δεν περιορίζεται σε τόπο; Επομένως, μόνο το θείον είναι ακίνητο και κινεί με την ακινησία του τα πάντα. Γι’ αυτό πρέπει να θεωρήσουμε το θείο ασώματο.
Αλλά ούτε αυτό (η ακινησία) μπορεί να παραστήσει την ουσία του, όπως ούτε η έννοια αγέννητος, άναρχος, αναλλοίωτος, άφθαρτος και όσα λέγονται για το Θεό ή σχετικά με το Θεό. Διότι αυτά δεν φανερώνουν τί είναι ο Θεός, αλλά τί δεν είναι. Πρέπει βέβαια αυτός που θέλει να ορίσει την ουσία κάποιου όντος να πει τί είναι, και όχι τί δεν είναι. Όμως, για το Θεό είναι αδύνατο να πούμε τί είναι στην ουσία του. Είναι περισσότερο εύκολο να μιλήσουμε με την αφαίρεση όλων των ιδιωμάτων του· επειδή δεν ταυτίζεται με κανένα από τα όντα· όχι ότι τάχα δεν υπάρχει, αλλά διότι ξεπερνά όλα τα όντα και αυτήν ακόμη την έννοια της υπάρξεως.
Διότι, αν στα όντα ανήκουν οι γνώσεις, αυτό που ξεπερνά τη γνώση είναι καί πάνω από την ουσία· και το αντίστροφο, αυτό που είναι πάνω από την ουσία, είναι και πάνω από τη γνώση.
Επομένως, το θείο είναι απεριόριστο και ακατάληπτο· το μόνο που
καταλαβαίνουμε γι’ αυτό είναι το απεριόριστο και ακατάληπτό του. Και όσα λέμε καταφατικά για το Θεό, δεν φανερώνουν τη φύση του, αλλά τα σχετικά μ’ αυτήν. Η έννοια αγαθός, δίκαιος, σοφός κι ό,τι άλλο πούμε, δεν αναφέρονται στη φύση του Θεού αλλά στα σχετικά μ’ αυτήν. Υπάρχουν και ορισμένες καταφατικές έννοιες που λέγονται για το Θεό με καθαρή αρνητική έννοια· π.χ. λέγοντας σκοτάδι για το Θεό, δεν εννοούμε σκοτάδι, αλλά ότι δεν υπάρχει φώς που ξεπερνά το δικό Του φως· και λέγοντας φως, εννοούμε ότι δεν είναι σκοτάδι.