Κανείς βέβαια δεν αμφισβητεί ότι υπάρχει Θεός, ούτε αυτοί που δέχονται την Αγία Γραφή -εννοώ και την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη-, αλλά ούτε και οι περισσότεροι από τους Έλληνες (συγγραφείς). Διότι, όπως είπαμε, η γνώση του Θεού έχει από τη φύση της σπαρεί μέσα μας. Επειδή όμως η κακία του πονηρού επικράτησε πάρα πολύ στη ζωή των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να οδηγήσει ορισμένους στο πλέον παράλογο και χειρότερο απ’ όλα τα κακά βάραθρο της απώλειας: να λένε δηλαδή ότι δεν υπάρχει Θεός· την αφροσύνη τους την περιγράφει ο προφήτης Δαβίδ λέγοντας:
«Είπε ο άφρων με τη σκέψη του· δεν υπάρχει Θεός». Οι μαθητές μάλιστα και απόστολοι του Κυρίου, αφού έγιναν σοφοί από το Πανάγιο Πνεύμα και με τη δύναμη και τη χάρη του έκαναν θεία σημεία, αιχμαλώτισαν τους ανθρώπους με τα δίχτυα των θαυμάτων και τους ανέσυραν από το σκοτάδι της άγνοιας στο φως της θείας γνώσεως.
Το ίδιο και οι διάδοχοι τους στη χάρη και την αξία, οι πατέρες και δάσκαλοι, αφού δέχθηκαν τη φωτιστική χάρη του Αγίου Πνεύματος, φώτιζαν αυτούς που βρίσκονταν στην άγνοια και επανέφεραν στην αλήθεια τους πλανεμένους με τη δύναμη των θαυμάτων και με τα λόγια της χάριτος. Εμείς όμως, οι οποίοι δεν αποκτήσαμε ούτε το χάρισμα των θαυμάτων ούτε αυτό της διδασκαλίας -διότι γίναμε ανάξιοι εξαιτίας της προσκολλήσεώς μας στις ηδονές- ας αναπτύξουμε λίγα από εκείνα που μας έχουν παραδώσει οι ερμηνευτές της θείας χάριτος για το θέμα αυτό, αφού ζητήσουμε τη βοήθεια του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Όλα τα όντα είναι ή κτιστά ή άκτιστα. Εάν βέβαια είναι κτιστά, σίγουρα είναι και μεταβλητά. Διότι, εκείνα τα οποία άρχισαν την ύπαρξή τους με τη μεταβολή, αυτά σίγουρα θα υπόκεινται στη μεταβολή ή με φυσική φθορά ή με θεληματική αλλοίωση. Εάν όμως είναι άκτιστα, σύμφωνα με λογική ακολουθία, θα είναι οπωσδήποτε και αμετάβλητα. Διότι αυτά που έχουν το είναι αντίθετο, αντίθετο έχουν και τον τρόπο υπάρξεως, δηλαδή τις ιδιότητες. Ποιός, λοιπόν, δεν θα συμφωνήσει ότι όλα τα όντα, όσα υποπίπτουν στις αισθήσεις μας, ακόμη και οι άγγελοι, μεταβάλλονται και αλλοιώνονται και με ποικίλους τρόπους κινούνται;
Διότι τα νοητά όντα –εννοώ τους αγγέλους, τις ψυχές και τους δαίμονες- κινούνται προαιρετικά είτε στην πρόοδο του καλού είτε στην απομάκρυνση απ’ αυτό, η οποία άλλοτε αυξάνει κι άλλοτε ελαττώνεται. Τα υπόλοιπα όμως όντα μεταβάλλονται με τη γέννηση, τη φθορά, την αύξηση και τη μείωση, με τη μεταβολή στην ποιότητα και την κίνηση στο χώρο. Όντας λοιπόν μεταβλητά, είναι σίγουρα και κτιστά. Και εφόσον είναι κτιστά, είναι βέβαιο ότι από κάποιον δημιουργήθηκαν. Πρέπει όμως ο δημιουργός να είναι άκτιστος· εάν κι εκείνος δημιουργήθηκε, από κάποιον δημιουργήθηκε, έως ότου φθάσουμε σε κάποιο ον άκτιστο. Όντας λοιπόν άκτιστος ο δημιουργός, οπωσδήποτε είναι και αμετάβλητος. Αυτό το άκτιστο ον τί άλλο θα είναι παρά ο Θεός;
Η συνοχή, η συντήρηση και η διακυβέρνηση της κτίσεως μας διδάσκει ότι υπάρχει Θεός, ο οποίος δημιούργησε σο σύμπαν, το συγκρατεί, το συντηρεί και πάντοτε προνοεί γι’ αυτό. Διότι, πώς είναι δυνατόν αντίθετα στοιχεία της φύσεως, όπως η φωτιά και το νερό, ο αέρας και η γη, εάν δεν τα συνέχει μια πανίσχυρη δύναμη που τα κρατά αδιάσπαστα πάντοτε, να ενώνονται μεταξύ τους για ν’ αποτελέσουν μια αρμονία και να μείνουν αδιάλυτα;
Ποιά δύναμη είναι αυτή που έφερε την τάξη στα ουράνια και τα επίγεια, σε όσα πετούν στον αέρα και όσα είναι μέσα στο νερό, και κυρίως σε όσα υπήρχαν πριν απ’ αυτά, δηλαδή τον ουρανό, τη γη, τον αέρα και στη φύση της φωτιάς και του νερού; Ποιός τα ανέμιξε και τα διαίρεσε; Ποιά δύναμη τα έθεσε σε κίνηση και κατευθύνει την αδιάκοπη και ανεμπόδιστη κίνησή τους; Άραγε δεν είναι ο δημιουργός τους που τους έδωσε τον προορισμό τους, σύμφωνα με τον οποίο το καθένα κινείται και κατευθύνεται; Ποιός είναι ο δημιουργός τους; Δεν είναι αυτός που τα κατασκεύασε και τα έφερε στην ύπαρξη; Διότι δεν θα θεωρήσουμε ότι η τύχη έχει τέτοια δύναμη. Κι έστω ότι δημιουργήθηκαν από τύχη. Τίνος έργο είναι η τάξη τους; Τίνος έργο είναι η διατήρηση και η διαφύλαξή τους, σύμφωνα με τον αρχικό προορισμό τους;
Εννοείται κάποιου άλλου και όχι της τύχης. Κι τί είναι αυτό το άλλο παρά ο Θεός;