Αν κανείς ρωτά για τις φύσεις του Κυρίου, αν υπάγονται στο αδιάσπαστο ποσόν ή στο διαχωρισμένο, θα απαντήσουμε ότι οι φύσεις του Κυρίου δεν είναι ούτε ένα σώμα ούτε μία επιφάνεια ούτε μία γραμμή, ούτε χρόνος ούτε τόπος, για ν’ αποδοθούν στο αδιάσπαστο ποσό· διότι αυτά είναι εκείνα που αριθμούνται σε συνέχεια.
Πρέπει μάλιστα να γνωρίζουμε ότι η αρίθμηση χαρακτηρίζει αυτά που διαφέρουν και είναι αδύνατο ν’ αριθμηθούν αυτά που δεν διαφέρουν καθόλου· σ’ αυτό που διαφέρουν, σ’ αυτό και αριθμούνται· όπως ο Πέτρος και ο Παύλος δεν αριθμούνται σ’ αυτό που είναι ενωμένοι· επειδή, δηλαδή, είναι ενωμένοι εξαιτίας της ουσίας τους, δεν μπορεί να λέγονται δύο φύσεις, ενώ διαφέρουν στην υπόσταση και λέγονται δύο υποστάσεις. Επομένως, η αρίθμηση είναι χαρακτηριστικό αυτών που διαφέρουν· και με όποιο τρόπο διαφέρουν, μ’ αυτόν και αριθμούνται.
Οι φύσεις του Χριστού είναι βέβαια ενωμένες υποστατικά χωρίς να
συγχέονται, αλλά διαιρούνται και αδιαίρετα χάρη στην αιτία και τον τρόπο της διαφοράς. Και χάρη στον τρόπο με τον οποίο είναι ενωμένες, δεν αριθμούνται· διότι δεν λέμε ότι οι φύσεις του Χριστού είναι δύο υποστάσεις. Με τον τρόπο πάλι που αδιαίρετα διαιρούνται, αριθμούνται· διότι δύο είναι οι φύσεις του Χριστού χάρη στην αιτία και τον τρόπο της διαφοράς. Επειδή είναι ενωμένες στην υπόσταση και αλληλοπεριχωρούνται, είναι ενωμένες ασύγχυτα, διατηρώντας η καθεμία τη δική της φυσική διαφορά. Επειδή, λοιπόν, αριθμούνται με τον τρόπο μόνον της διαφοράς, θα υπαχθούν στο διαχωρισμένο ποσό.
Ένας, λοιπόν, είναι ο Χριστός, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, τον οποίο προσκυνούμε μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα σε μία προσκύνηση, μαζί με την αμόλυντη σάρκα του· δεν θεωρούμε ότι η σάρκα του δεν προσκυνείται –διότι την προσκυνούμε στη μία υπόσταση του Λόγου, η οποία για χάρη της έγινε υπόσταση–· ούτε πάλι λατρεύουμε την κτίση (είδωλα) –διότι δεν την προσκυνούμε σαν απλή σάρκα, αλλά ενωμένη με τη θεότητα και επειδή οι δύο φύσεις αναφέρονται σε ένα πρόσωπο και μία υπόσταση του Θεού Λόγου. Φοβάμαι να πιάσω το κάρβουνο, διότι έγινε ένα με το αναμμένο ξύλο. (Παρόμοια) προσκυνώ και τις δύο φύσεις του Χριστού χάρη στη θεότητα που ενώθηκε με τη σάρκα. Διότι δεν προσθέτω τέταρτο πρόσωπο στην Αγία Τριάδα –αλίμονο!–, αλλά ομολογώ ένα πρόσωπο του Θεού Λόγου με την ανθρώπινη φύση του. Η Τριάδα παρέμεινε Τριάδα και μετά τη σάρκωση του Λόγου.
Πρέπει μάλιστα να γνωρίζουμε ότι η αρίθμηση χαρακτηρίζει αυτά που διαφέρουν και είναι αδύνατο ν’ αριθμηθούν αυτά που δεν διαφέρουν καθόλου· σ’ αυτό που διαφέρουν, σ’ αυτό και αριθμούνται· όπως ο Πέτρος και ο Παύλος δεν αριθμούνται σ’ αυτό που είναι ενωμένοι· επειδή, δηλαδή, είναι ενωμένοι εξαιτίας της ουσίας τους, δεν μπορεί να λέγονται δύο φύσεις, ενώ διαφέρουν στην υπόσταση και λέγονται δύο υποστάσεις. Επομένως, η αρίθμηση είναι χαρακτηριστικό αυτών που διαφέρουν· και με όποιο τρόπο διαφέρουν, μ’ αυτόν και αριθμούνται.
Οι φύσεις του Χριστού είναι βέβαια ενωμένες υποστατικά χωρίς να
συγχέονται, αλλά διαιρούνται και αδιαίρετα χάρη στην αιτία και τον τρόπο της διαφοράς. Και χάρη στον τρόπο με τον οποίο είναι ενωμένες, δεν αριθμούνται· διότι δεν λέμε ότι οι φύσεις του Χριστού είναι δύο υποστάσεις. Με τον τρόπο πάλι που αδιαίρετα διαιρούνται, αριθμούνται· διότι δύο είναι οι φύσεις του Χριστού χάρη στην αιτία και τον τρόπο της διαφοράς. Επειδή είναι ενωμένες στην υπόσταση και αλληλοπεριχωρούνται, είναι ενωμένες ασύγχυτα, διατηρώντας η καθεμία τη δική της φυσική διαφορά. Επειδή, λοιπόν, αριθμούνται με τον τρόπο μόνον της διαφοράς, θα υπαχθούν στο διαχωρισμένο ποσό.
Ένας, λοιπόν, είναι ο Χριστός, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, τον οποίο προσκυνούμε μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα σε μία προσκύνηση, μαζί με την αμόλυντη σάρκα του· δεν θεωρούμε ότι η σάρκα του δεν προσκυνείται –διότι την προσκυνούμε στη μία υπόσταση του Λόγου, η οποία για χάρη της έγινε υπόσταση–· ούτε πάλι λατρεύουμε την κτίση (είδωλα) –διότι δεν την προσκυνούμε σαν απλή σάρκα, αλλά ενωμένη με τη θεότητα και επειδή οι δύο φύσεις αναφέρονται σε ένα πρόσωπο και μία υπόσταση του Θεού Λόγου. Φοβάμαι να πιάσω το κάρβουνο, διότι έγινε ένα με το αναμμένο ξύλο. (Παρόμοια) προσκυνώ και τις δύο φύσεις του Χριστού χάρη στη θεότητα που ενώθηκε με τη σάρκα. Διότι δεν προσθέτω τέταρτο πρόσωπο στην Αγία Τριάδα –αλίμονο!–, αλλά ομολογώ ένα πρόσωπο του Θεού Λόγου με την ανθρώπινη φύση του. Η Τριάδα παρέμεινε Τριάδα και μετά τη σάρκωση του Λόγου.