Ο μακάριος Διονύσιος χαρακτηρίζει το Χριστό, «που έζησε μεταξύ μας. ως κάποια καινούργια θεανδρική ενέργεια»· χωρίς να αναιρεί τις φυσικές ενέργειες, λέει ότι από την ανθρώπινη και θεία ενέργεια προήλθε μία ενέργεια.
Παρόμοια θα λέγαμε και για μία καινούργια φύση, που προήλθε από τη θεία και ανθρώπινη φύση· διότι, σύμφωνα με τους αγίους Πατέρες, «όσα έχουν μία ενέργεια, αυτά έχουν και μία ουσία». (Ο μακάριος Διονύσιος) ήθελε να δείξει τον καινούργιο και ανέκφραστο τρόπο της φανερώσεως των φυσικών ενεργειών του Χριστού με τον ανέκφραστο και πρόσφορο τρόπο της αλληλοπεριχωρήσεως των φύσεων του Χριστού· να δείξει την ξένη, παράδοξη και άγνωστη στη φύση μας ανθρώπινη ζωή του καθώς και τον τρόπο της αντιδόσεως (των ιδιοτήτων των φύσεων) στην ανέκφραστη ένωσή τους. Διότι οι ενέργειες δεν είναι χωρισμένες ούτε οι φύσεις ενεργούν ξεχωριστά, αλλά ενωμένα· καθεμία ενεργεί το ιδιαίτερο γνώρισμά της, συμμετέχοντας η μία στη ζωή της άλλης. Δεν ενεργούσε, δηλαδή, τα ανθρώπινα μόνο με ανθρώπινο τρόπο, διότι δεν ήταν απλός άνθρωπος· ούτε πάλι τα θεία μόνο με τρόπο θεϊκό, διότι δεν ήταν απλός άνθρωπος· αλλά ήταν μαζί και Θεός και άνθρωπος.
Όπως δηλαδή γνωρίζουμε την ένωση των φύσεων και τη φυσική διαφορά τους, έτσι γνωρίζουμε και τη διαφορά των θελήσεων και ενεργειών των (δύο) φύσεων.
Πρέπει να γνωρίζουμε, επίσης, ότι αναφερόμαστε στον Κύριό μας Ιησού Χριστό άλλοτε σαν να πρόκειται για δύο φύσεις και άλλοτε σαν να πρόκειται για ένα πρόσωπο· και το ένα και το άλλο έχουν την ίδια έννοια. Διότι οι δύο φύσεις είναι ο ένας Χριστός, και ο ένας Χριστός είναι οι δύο φύσεις.
Επομένως, είναι το ίδιο να πει κανείς: ο Χριστός ενεργεί με καθεμία από τις δύο φύσεις του ή ενεργεί κάθε φύση στο πρόσωπο του Χριστού με συμμετοχή στη ζωή της άλλης. Συμμετέχει, λοιπόν, η θεία φύση στη σάρκα που ενεργεί, επειδή η θεία θέληση τής επιτρέπει να πάσχει και να κάμει τα δικά της χαρακτηριστικά, και επειδή η ενέργεια της σάρκας του είναι οπωσδήποτε σωστική, διότι δεν αποτελεί μόνον ανθρώπινη ενέργεια αλλά και θεία συνέργεια. Η σάρκα πάλι του Λόγου συμμετέχει στη θεότητά του, επειδή το σώμα σαν όργανο εκτελεί τις θείες ενέργειες και επειδή ένας είναι αυτός που ενεργεί ταυτόχρονα με θεϊκό και ανθρώπινο τρόπο.
Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι ο άγιος νους του (του Χριστού) ενεργεί και τις φυσικές του ενέργειες, με τη σκέψη και τη γνώση ότι είναι νους του Θεού και ότι όλη η κτίση τον προσκυνά· θυμάται τη διαμονή του πάνω στη γη και τα πάθη του, και συμμετέχει στη θεότητα του Λόγου που ενεργεί, διευθετεί και κυβερνά το παν.
Σκέφτεται και γνωρίζει και κυβερνά όχι σαν απλός ανθρώπινος νους, αλλά σαν νους που ενώθηκε υποστατικά με το Θεό
και έγινε νους του Θεού.
Η θεανδρική ενέργεια, λοιπόν, φανερώνει το εξής, ότι όταν ο Θεός ανδρώθηκε, δηλαδή ενανθρώπησε, και η ανθρώπινη του ενέργεια έγινε θεία, δηλαδή θεωμένη και όχι αμέτοχη στη θεία του ενέργεια·
και η θεία του ενέργεια πάλι δεν ήταν αμέτοχη στην ανθρώπινη ενέργειά του, αλλά η καθεμία συμμετείχε στην άλλη. Ο τρόπος αυτός λέγεται περίφραση, όταν δηλαδή κάποιος με μία λέξη περιλάβει δύο έννοιες.
Διότι, όπως ακριβώς λέμε ότι το κομμένο κάψιμο και το καμμένο κόψιμο του πυρακτωμένου μαχαιριού είναι ένα, και λέμε επίσης άλλη ενέργεια το κόψιμο και άλλη το κάψιμο, και το καθένα ανήκει σε διαφορετική φύση –το κάψιμο στη φωτιά ενώ το κόψιμο στο σίδηρο–, έτσι και όταν λέμε ότι η θεανδρική ενέργεια του Χριστού είναι μία, εννοούμε τις δύο ενέργειες των δύο φύσεών του, δηλαδή τη θεία ενέργεια που ανήκει στη θεότητά του και την ανθρώπινη που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση του.