Επειδή ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ήταν αναμάρτητος –«διότι δεν έκαμε αμαρτία, αυτός που σηκώνει τις αμαρτίες του κόσμου, ούτε είχε δολιότητα στο στόμα του»– δεν επρόκειτο να γνωρίσει θάνατο, διότι ο θάνατος εισήλθε στον κόσμο με την αμαρτία.
Πεθαίνει όμως, διότι αναδέχεται το θάνατο για χάρη μας και προσφέρει τον εαυτό του θυσία στον Πατέρα του για μας. Διότι αμαρτήσαμε απέναντι στον Πατέρα και έτσι αυτός έπρεπε να δεχθεί το λύτρο μας, για να ελευθερωθούμε από την καταδίκη μας· διότι δεν ήταν δυνατό ο τύραννος (διάβολος) να δεχθεί το αίμα του Δεσπότου. Πλησιάζει, λοιπόν, ο θάνατος και αφού κατάπιε το δόλωμα του σώματος με το αγκίστρι της θεότητος, σουβλίζεται· αφού γεύτηκε το αναμάρτητο και ζωοποιό σώμα, εξοντώνεται και ελευθερώνει όλους αυτούς που παλαιά είχε καταπιεί.
Όπως ακριβώς το σκοτάδι διαλύεται με την εμφάνιση του φωτός, έτσι και η φθορά με την έλευση της ζωής χάνεται, και η ζωή επικρατεί παντού, ενώ η φθορά μένει σ’ αυτόν που την προξενεί.
Αν και πέθανε σαν άνθρωπος και η αγία του ψυχή χωρίστηκε από το αμόλυντο σώμα του, η θεότητά του όμως παρέμεινε αχώριστη και από τα δύο, εννοώ τη ψυχή και το σώμα, και έτσι ούτε η μία υπόστασή του διαιρέθηκε σε δύο υποστάσεις.
Διότι και το σώμα και η ψυχή συγχρόνως από την αρχή απέκτησαν την ύπαρξή τους μέσα στην υπόσταση του Λόγου· και με το θάνατο, αν και χωρίστηκαν μεταξύ τους, το καθένα απ’ αυτά έμεινε στην μία υπόσταση του Λόγου. Επομένως, η μία υπόσταση του Λόγου αποτελούσε την υπόσταση της ψυχής και του σώματος του Λόγου.
Διότι ποτέ η ψυχή ούτε το σώμα είχαν ξεχωριστή υπόσταση εκτός από την υπόσταση του Λόγου· η υπόσταση του Λόγου πάντοτε ήταν μία, και ποτέ δύο. Επομένως, πάντοτε η υπόσταση του Χριστού είναι μία.
Διότι, αν και η ψυχή είχε χωριστεί τοπικά από το σώμα,
παρ’ όλ’ αυτά ήταν ενωμένη υποστατικά με το Λόγο.