Αυγούστου 2013


Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄


H ανεκπλήρωτη επιθυμία του Αγίου Μαξίμου του Γραικού

.

Στις αρχές του 16ου αιώνα Μόσχα,σε μια μεταβατική περίοδο σφοδρών συγκρούσεων,ένας Έλληνας λόγιος φτάνει εκεί, φερμένος από το Άγιον Όρος για να διορθώσει τα ρώσικα εκκλησιαστικά βιβλία, ο Μάξιμος ο Γραικός.
Ήταν πνευματικός άνθρωπος με ακέραιο χαρακτήρα και ανυποχώρητος στις ηθικές του πεποιθήσεις.  Ήρθε σε ρήξη με την κρατική και εκκλησιαστική εξουσία.
Από τιμώμενο πρόσωπο μετατράπηκε σε θύμα διώξεων.
Με αφορμή την αντίδραση του Μαξίμου του Γραικού στην ενέργεια του ηγεμόνα της Ρωσίας  Βασίλειο Ιβάνοβιτς να χωρίσει την ορθόδοξη γυναίκα του, επειδή δεν έκανε παιδιά και να παντρευτεί μια καθολική, διατάχθηκε η σύλληψή του. Τον οδήγησαν σε δίκη και με ψεύτικες κατηγορίες τον καταδίκασαν σε εγκλεισμό στη μονή Βολοκολάμσκ, ως αιρετικό και ως αμετανόητο αμαρτωλό. Εκεί τον οδήγησαν σιδηροδέσμιο σε απομόνωση, ενώ του απαγόρευσαν τη Θεία Κοινωνία και τη συμμετοχή του στις ακολουθίες του Ναού. Σε αυτή τη σκληρή σκλαβιά ο όσιος Μάξιμος κάθισε 6 χρόνια, σε ένα υγρό και στενό κελί, όπου υπέμεινε την πείνα τη δίψα το κρύο και την στέρηση ασχολίας. Επί πλέον του απαγόρευσαν να γράφει και του πήραν τα βιβλία. Η μόνη του παρηγοριά ήταν η θερμή και αδιάλειπτη προσευχή του.
Τον Μάιο του 1525, σε σύνοδο στην οποία προήδρευε ο ίδιος ο Βασίλειος Ιβάνοβιτς και χρέη εισαγγελέα εκτελούσε ο Μητροπολίτης Μόσχας Δανιήλ, ο Έλληνας μοναχός κρίθηκε ένοχος για αίρεση, παραποίηση των Ιερών Γραφών, μαγεία, συνωμοσία κατά του ηγεμόνα και κατασκοπεία για λογαριασμό του Τούρκου πρέσβη και καταδικάσθηκε σε απομόνωση στη Μονή Βολοκολάμσκ, όπου υποβλήθηκε σε βασανιστήρια και του απαγορεύθηκε να διαβάζει και να γράφει. Το 1531 ακολούθησε νέα καταδίκη του, με βαρύτερες κατηγορίες και του απαγορεύθηκε η Θεία Κοινωνία. Οι συνθήκες κράτησής του βελτιώθηκαν, όταν ο Μάξιμος μεταφέρθηκε στη Μονή Οτρότς του Τβερ, όπου ο επίσκοπος Ακάκιος του επέτρεψε την πρόσβαση στα βιβλία.
Παρά τις εκκλήσεις των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας να επιτραπεί η επιστροφή του δύστυχου Αθωνίτη στο Βατοπέδι, ο Μάξιμος παρέμεινε φυλακισμένος επί 23 έτη. Απελευθερώθηκε το 1548 και αποσύρθηκε στη Μονή της Αγίας Τριάδας του Σεργκίεφ Ποσάντ όπου και πέθανε σε μεγάλη ηλικία το 1556.


Εισαγωγή

Ο πρώτος τόμος των Απάντων του αγίου Μαξίμου του Γραικού περιλαμβάνει έργα του που συντάχθηκαν επί ρωσικού εδάφους. Είναι γνωστό ότι ο Μάξιμος έζησε και έδρασε στη Ρωσία από το 1518 ως το 1556. Το συγγραφικό του έργο όμως δεν καλύπτει ολόκληρο το χρονικό αυτό διάστημα, δεδομένου ότι οι δύο συνοδικές καταδίκες εις βάρος του (1525 και 1531) τον έστειλαν ως έγκλειστο αντίστοιχα στις Μονές Βολοκολάμσκ (1525-1531) και Ότροτς στην επισκοπή Τβέρ (1531-1551), όπου ήταν υποχρεωμένος να ζεί σε απομόνωση, χωρίς δικαίωμα εκκλησιασμού, θείας μεταλήψεως, αλληλογραφίας, με απαγόρευση γραψίματος, με στέρηση των βιβλίων του και για ένα διάστημα σιδηροδέσμιος, καταδικασμένος σε ισόβια κάθειρξη. Η κατάστασή του βελτιώθηκε μετά το 1539, μετά την απομάκρυνση από το μητροπολιτικό θρόνο του Δανιήλ (1521-1539), αφού ο τότε επίσκοπος της Τβέρ Ακάκιος επέτρεψε ελευθερία κινήσεων μέσα στη μονή, διεξαγωγή αλληλογραφίας, χορήγηση χαρτιού και μελάνης κ.ά. Από το 1551 ως το 1556 έζησε ελεύθερος πιά στη Λαύρα του Αγίου Σεργίου κοντά στη Μόσχα. Από το 1543 και εξής του επετράπη η θεία Μετάληψη.

Τα έργα που φιλοξενούνται στον παρόντα τόμο έχουν γραφεί κατά τις ανωτέρω τρεις περιόδους (1518-1525, 1539-1551 και 1551-1556), τα περισσότερα όμως στη δεύτερη περίοδο, και ανέρχονται σε 49. Όλα χαρακτηρίζονται, εσφαλμένα, λόγοι, επειδή στο σημείο αυτό ακολουθείται η πρακτική της ρωσικής εκδόσεως του έργου, η οποία πραγματοποιήθηκε από τη Λαύρα του Αγίου Σεργίου το 1910 και της οποίας μετάφραση αποτελεί η παρούσα έκδοση. Από τους 49 λόγους οι 17 είναι επιστολές (ΙΓ΄, ΙΗ΄, ΚΖ΄-ΜΑ΄), οι οποίες έχουν ως αποδέκτες γνωστά πρόσωπα της εποχής εκείνης, όπως είναι ο τότε ηγεμόνας και εν συνεχεία τσάρος της Ρωσίας Ιβάν Δ΄ ο Τρομερός (1533-1584) (ΚΗ΄, ΛΑ΄), ο μητροπολίτης Μόσχας Μακάριος (1542-1563) (Κ»΄), ο τέως μητροπολίτης Μόσχας Δανιήλ (1521-1539) (Λ΄), ο πανίσχυρος ιερέας Σίλβεστρος, πρωθιερέας στον ιερό ναό του Ευαγγελισμού στο Κρεμλίνο (ΛΒ΄), ο πρίγκιπας Αντάσεφ (ΛΓ΄), ο διάκονος του επισκόπου Τβέρ Ακακίου Γρηγόριος (ΛΔ΄, Λ»΄), ο πρίγκιπας Δημήτριος (ΛΕ΄), ο πρίγκιπας Πέτρος Σούισκι (ΛΖ΄), ο Μιχαήλ, γιός του πρίγκιπα Πέτρου Σούισκι (ΛΗ΄), ο φίλος του Μαξίμου Γεώργιος (Μ΄). Υπάρχουν όμως και επιστολές, που απευθύνονται ανώνυμα προς παραλήπτες, όπως είναι οι επιστολές: προς κάποιον που επιθυμούσε να γίνει μοναχός (ΙΓ΄), προς κάποιον φίλο (ΙΔ΄), προς ένα φυλακισμένο (ΙΗ΄), προς ορθόδοξους άρχοντες (ΚΖ΄), προς μοναχές (Λϛ΄) και προς μοναχή (ΜΑ΄).

Εκτός από τις ανωτέρω επιστολές υπάρχει και μία άλλη επιστολή που αποτελεί υπόμνημα, που επιδόθηκε στον ηγεμόνα της Ρωσίας Βασίλειο τον Γ΄ (1505-1533) (ΚΕ΄). Το υπόμνημα αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί μας δίνει το ιστορικό της μεταβάσεως του Μαξίμου στη Μόσχα και το ιστορικό της μεταφράσεως των ερμηνειών του Ψαλτήρος, για την οποία μετέβη ο Μάξιμος στη Ρωσία. Κατά τον Μάξιμο, την πρωτοβουλία για την εκπόνηση της μεταφράσεως είχαν ο ηγεμόνας Βασίλειος ο Γ΄ και ο μητροπολίτης Μόσχας Βαρλαάμ (1511-1521). Με επιστολή τους ζήτησαν να μεταβεί στη Ρωσία για την εκτέλεση του έργου ο Σάββας ο Βατοπαιδινός. Λόγω γήρατος, αντί αυτού εστάλη ο Μάξιμος. Ως συνεργάτες του είχε τους μεταφραστές Βλάσιο και Δημήτριο και τους γραφείς Μιχαήλ Μεντοβάρτσεφ και μοναχό Σιλβανό. Το όλο εγχείρημα ολοκληρώθηκε σε δεκαεπτά μήνες. Ως ερμηνευτές-σχολιαστές των Ψαλμών από τον Μάξιμο αναφέρονται οι εξής: ο Ωριγένης, ο Δίδυμος ο Τυφλός, ο Απολινάριος Λαοδικείας, ο Αστέριος Αμασείας, ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Μέγας Αθανάσιος, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο Ησύχιος, ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Θεόδωρος Αντιοχείας, ο Θεόδωρος Μοψουεστίας, ο Διόδωρος Ταρσού, ο Σεβήρος Αντιοχείας, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, ο Ιωάννης Αλεξανδρείας, οι πρεσβύτεροι Βίκτωρ και Νικόλαος, ο φιλόσοφος Ευδόξιος και ο Μάξιμος ο Ομολογητής. Για σχεδόν όλους τους ανωτέρω ερμηνευτές δίδονται σχόλια και διατυπώνονται αποτιμήσεις των ερμηνειών τους. Ο Μάξιμος στο υπόμνημά του αυτό δεν ξεχνά και την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, και γι’ αυτό προτρέπει έμμεσα τον Βασίλειο να ενδιαφερθεί για την απελευθέρωσή της. Σκοπός του υπομνήματος δεν ήταν μόνο ο τονισμός και η αξία της μεταφράσεως και του έργου, αλλά και το αίτημα για επιστροφή του στη Μονή Βατοπαιδίου, αφού περάτωσε το έργο για το οποίο είχε κληθεί. Όμως οι ρωσικές Αρχές δεν επέτρεψαν τότε την επιστροφή του. Γι’ αυτό και ο Μάξιμος επανέλαβε το αίτημά του αργότερα στις επιστολές προς τον τσάρο Ιβάν Δ΄ τον Τρομερό, προς το μητροπολίτη Μόσχας Μακάριο και προς τον πρίγκιπα Πέτρο Σούισκι. Τελικά το αίτημά του αυτό αντικαταστάθηκε από νέο αίτημα, να του επιτραπεί να λάβει τη θεία Κοινωνία.

Ο Μάξιμος, όταν βρέθηκε στη Ρωσία και συναναστράφηκε με το λαό και με πολιτικούς και εκκλησιαστικούς παράγοντες, διαπίστωσε το μέγεθος της διαφθοράς που κυριαρχούσε στην κοινωνία, από τον απλό λαϊκό ως τον τσάρο και από τον απλό μοναχό ως το μητροπολίτη Μόσχας. Η συμμετοχή του στα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας ήταν αναπόφευκτη. Ένα από αυτά ήταν η οξύτατη σύγκρουση για το ζήτημα της μοναστηριακής περιουσίας. Ο Μάξιμος τάχθηκε στο πλευρό εκείνων που αρνούνταν την κτήση περιουσίας από τις μονές, όχι γιατί ήταν αρνητικός προσωπικά στην απόκτηση περιουσίας, αλλά επειδή πίστευε ότι οι τεράστιες περιουσίες των ρωσικών μονών οδηγούσαν σε πληθώρα εκτροπών. Οι βασικές του θέσεις επί του ζητήματος αυτού εκτίθενται στον Γ΄ λόγο, ο οποίος αποτελεί διάλογο μεταξύ Φιλοκτήμονος και Ακτήμονος. Ο συντάκτης του θεωρεί ότι η απόκτηση περιουσίας έρχεται σε οξεία αντίθεση προς την υπόσχεση που δίνει ο μοναχός στην κουρά του. Εκτός αυτού η περιουσία οδηγεί σε ανεπίτρεπτη ενασχόληση, σε απληστία, σε τοκογλυφία, σε κακομεταχείριση, εκμετάλλευση και εκδίωξη χωρικών, σε τρυφηλό βίο, σε κραιπάλη και ανηθικότητα. Οι θέσεις του αυτές επαναλαμβάνονται και στον Α΄ λόγο, που εμφανίζεται με τη μορφή διαλόγου Νου και Ψυχής και στον οποίο εκτίθενται οι απόψεις του για τον πραγματικό μοναχισμό, που θα τον οδηγήσουν στην τελειότητα. Όμως και πολλοί άλλοι λόγοι του συνδέονται άρρηκτα με το μοναχικό βίο, όπως είναι ο ϛ΄ (περί αδηφαγίας), ο Ζ΄ (περί πειρασμών κατά τα όνειρα), ο ΙΑ΄ (περί του τρόπου τηρήσεως των υποσχέσεων), ο ΙΒ΄ (περί προελεύσεως του μοναχικού βίου και της σημασίας του μεγάλου σχήματος), ο ΙΓ΄ (πού απευθύνεται προς υποψήφιο μοναχό), ο ΙΔ΄ (πού αποτρέπει άνδρες να εγκαταλείψουν τις συζύγους τους, για να γίνουν μοναχοί) και ο Ιϛ΄ (επιστολή προς μοναχές).

Η μετάνοια αποτελεί κεντρικό στοιχείο της διδασκαλίας του Μαξίμου, γι’ αυτό και αφιερώνει σε αυτήν πέντε λόγους (Δ΄, Ε΄, ΙΖ΄, Κ΄ και ΜΔ΄). Η μετάνοια συνδέεται άρρηκτα με την ερμηνεία προελεύσεως του κακού και των καταστροφών.

Αρκετό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο Β΄ λόγος, που έχει τη μορφή διαλόγου Νου και Ψυχής, δίνει απάντηση στο πρόβλημα της προελεύσεως των παθών και αποτελεί φιλιππικό κατά των αστρολόγων και των δεισιδαιμονιών περί αισίων και αποφράδων ημερών. Ανατρέπει την ιδέα που είχε επικρατήσει την εποχή εκείνη, ότι ο άνθρωπος οδηγείται στην τέλεση της αμαρτίας και του κακού υπό την επήρεια των άστρων και των ζωδίων και από την τύχη (ειμαρμένη). Ο Μάξιμος αποδεικνύει ότι η άποψη αυτή έρχεται σε σύγκρουση με την Πρόνοια του Θεού και το αυτεξούσιο του ανθρώπου.



Τα κείμενα του Μαξίμου δεν έχουν ως αποδέκτες μόνο τους μοναχούς (άμεσα ή έμμεσα). Απευθύνονται και προς τους άρχον­τες της εποχής εκείνης. Τέτοιοι είναι οι λόγοι «΄ (ηθική διδασκαλία για τους άρχοντες), Κϛ΄ (διάλογος με γυναίκα που συμβολίζει τη βασιλεία, για τις παράνομες πράξεις και ατασθαλίες βασιλέων και αρχών), ΚΖ΄ (πρός ορθόδοξους άρχοντες για χρηστή διοίκηση και αντικειμενική εκδίκαση υποθέσεων), ΚΗ΄ (πού εκθέτει τα καθήκοντα του τσάρου Ιβάν του Δ΄) και ΛΔ΄ (γιά υπομονή στις στενοχώριες).

Ο Μάξιμος σε πολλούς λόγους του ασκεί οξύτατη κριτική στην τυπολατρία, που εκφραζόταν παντοιοτρόπως: με εκτέλεση κανόνων και προσευχών, με ψαλμούς (Ι΄, ΙΕ΄), με εικόνες στολισμένες με χρυσό, άργυρο και πολύτιμους λίθους, με καλλίφωνες μελωδίες, με εύηχες καμπάνες και υμνολογίες, με πολύτιμα μύρα, με θαυμαστούς ύμνους και αίνους, με χρυσοστόλιστα και ασημοστόλιστα ευαγγέλια, με άλλα λόγια με μηχανική τέλεση των τύπων της εξωτερικής λατρείας (Κ΄), με την πίστη ότι τα ράσα κάνουν τον καλό μοναχό (Α΄), με νηστείες, αγρυπνίες και γονυκλισίες (Λϛ΄). Και όλοι οι πιστοί είχαν τη βεβαιότητα ότι με την τυπολατρία ευχαριστούν το Θεό και την Παναγία και θα επιτύχουν τη σωτηρία τους, αν και ο βίος τους ήταν βουτηγμένος στην αμαρτία, τον πλουτισμό, την εκμετάλλευση του συνανθρώπου, την ακολασία, την κραιπάλη. Για την αφύπνιση των πιστών ο Μάξιμος έφερνε στο προσκήνιο την αγάπη του Θεού, την υπόμνηση των αιωνίων βασάνων, την κρίση του Φοβερού Κριτή, και τόνιζε ιδιαίτερα ότι ο αληθινός χριστιανισμός και μοναχισμός έγκειται στην τήρηση των εντολών του Χριστού, στη διηνεκή ενεργό αγάπη προς τον πλησίον και στην άσκηση της δικαιοσύνης, του ελέους και της φιλανθρωπίας.

Στους λόγους του ο Μάξιμος πολλές φορές στρέφεται, με επιχειρήματα, κατά της διδασκαλίας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας περί καθαρτηρίου πυρός, η οποία συνδέεται άρρηκτα με τη διδασκαλία του Ωριγένους περί καθάρσεως και αποκαταστάσεως των πάντων (Α΄). Φαίνεται ότι η επικίνδυνη αυτή διδασκαλία είχε διαδοθεί ευρέως στη Ρωσία και οδηγούσε τους ανθρώπους σε ασυδοσία στη διάπραξη της αμαρτίας. Πληγή για την τότε ρωσική κοινωνία ήταν και ο σοδομισμός, ο οποίος γνώριζε ευρύτατη διάδοση σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Γι’ αυτό για την καταπολέμηση αυτής της μάστιγας ο Μάξιμος αφιερώνει έναν ολόκληρο λόγο του (Ι»΄).

Ο Μάξιμος στα κείμενά του, όταν βρίσκει αφορμή, παρουσιάζει με αδρές γραμμές και βίους αγίων, όπως είναι ο άγιος Χριστοφόρος ο Κυνοκέφαλος (ΛΗ΄), ο όσιος Ιωάννης ο «Μεγάλος» (πιθανότατα ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ΜΕ΄), η αγία Θωμαΐδα η Αιγυπτία (Μϛ΄), η αγία Ποταμία (ΜΖ΄) και ο ανώνυμος ιερομάρτυρας, για τον οποίο μίλησε ο Παύλος ο Θηβαίος στον Μεγάλο Αντώνιο (ΜΗ΄). Σε επιστολή του προς μοναχή μνημονεύει και τις αγίες Συγκλητική, Μελάνη και Διονυσία (ΜΑ΄).

Εκτός των ανωτέρω θεμάτων που απασχόλησαν τον Μάξιμο, ο συγγραφέας μας στα κείμενα του παρόντος τόμου ασχολείται και με άλλα θέματα, όπως είναι: Η πρόνοια, αγαθότητα και φιλανθρωπία του Θεού («΄), οι αισχρές ονειρώξεις («΄), η νηστεία (Ιϛ΄), η καταστροφή από πυρκαγιά του καθεδρικού ναού της Τβέρ και η ανακαίνισή του (Κ΄-ΚΔ΄), η προσπάθεια συνδιαλλαγής του με τον τέως μητροπολίτη Δανιήλ, που τον είχε αδίκως καταδικάσει (Λ΄), η μεσιτεία του για ενίσχυση χήρας και των παιδιών της (ΛΒ΄), η εισήγησή του για τη μή χρήση από τους ορθόδοξους Ρώσους τουρκικών καλυμμάτων κεφαλής (ταφιών) (ΛΓ΄), η προτροπή του προς το διάκονο Γρηγόριο να μή διάγει άτακτη ζωή (ΛΔ΄), η παρηγορητική διδασκαλία του για τους κεκοιμημένους (ΜΑ΄), ο ευχαριστήριος ύμνος στην Αγία Τριάδα για τη σωτηρία του ανθρώπου (ΜΓ΄), κ.ά.

Ο άγιος Μάξιμος ο Γραικός στα κείμενά του λειτουργεί ως δάσκαλος και ποιμένας, με μεγάλη διάκριση και εφευρετικότητα. Τούτο υπαγορευόταν όχι μόνο από την ποικιλία των παραληπτών και των αναγνωστών των επιστολών και των λόγων του (τσάροι, μητροπολίτες, άρχοντες, αξιωματούχοι, κληρικοί, μοναχοί, μοναχές, λαϊκοί πιστοί), αλλά και από την ιδιότυπη θέση που είχε κατά την παραμονή του στη Ρωσία. Ήταν ένας ξένος, φιλοξενούμενος, που δεν είχε το δικαίωμα να επιστρέψει στην πατρίδα του. Επίσης επί είκοσι έξι χρόνια ήταν ένας έγκλειστος σε μονές, καταδικασμένος συνοδικά, με το στίγμα του αιρετικού. Και όμως, παρά τη δεινή του θέση, δεν επέλεξε το δρόμο της σιωπής. Θεωρούσε τον εαυτό του υποχρεωμένο να δημοσιοποιεί τις θέσεις του, να εκφράζει τα αιτήματά του, τους πόνους, τα προβλήματά του, να ασκεί κριτική για τις αρνητικές πτυχές της ρωσικής κοινωνίας και της εκκλησιαστικής ζωής, να δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα επιστολογράφων του, να συμβουλεύει και να ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα. Η ιδιότυπη αυτή θέση του του υπαγόρευε πολλές φορές να γράφει τα κείμενά του δήθεν για τον εαυτό του, αλλά ο στόχος του ήταν η διδασκαλία των άλλων και ο περιορισμός του πιθανού σκανδαλισμού των αναγνωστών του. Έτσι στον Α΄ λόγο του εμφανίζεται ο Νους να ομιλεί στην Ψυχή. Στον Β΄ λόγο του, στον οποίο στρέφεται κατά των αστρολόγων και των δεισιδαιμονιών, δίνει τη μορφή διαλόγου Νου και Ψυχής. Την ίδια μορφή δίνει και στον Γ΄ λόγο του, στον οποίο διαλέγονται ο Φιλοκτήμων και ο Ακτήμων, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα της κτήσεως ή μή περιουσίας από τις μονές. Το ίδιο συμβαίνει και όταν θέλει να ομιλήσει κριτικά για τη βασιλεία. Εφευρίσκει διάλογο προσωπικό με μία μαυροφορεμένη γυναίκα που συμβολίζει τη βασιλεία (Κϛ΄). Στον ΙΕ΄ λόγο του εμφανίζεται η Θεοτόκος να ομιλεί σε κερδοσκόπους, ασώτους και κακούργους πιστούς. Στον Κ΄ λόγο του τοποθετεί στο στόμα του επισκόπου της Τβέρ Ακακίου το ερώτημα για τα αίτια των καταστροφών (πυρκαγιά στην πόλη της Τβέρ). Με αυτόν τον τρόπο ο Μάξιμος κατορθώνει την κριτική για την τυπολατρία και την υποκρισία να την ασκεί με το στόμα της Θεοτόκου και του Κυρίου. Στον ΜΔ΄ λόγο του ο Μάξιμος τολμά να υποκαταστήσει τον απόστολο Πέτρο και προσπαθεί να παρουσιάσει το τί έπρεπε να πεί ο απόστολος, όταν αρνήθηκε τον Κύριο.

Παρά τα παράπονα που είχε έναντι του τσάρου, των μητροπολιτών και επισκόπων, που επεδίωξαν παντοιοτρόπως και επέτυχαν τη συνοδική του καταδίκη, από τα κείμενά του δεν απουσιάζει και ο εγκωμιασμός τους (εκτενής ή σύντομος). Συντάσσει εγκωμιαστικό λόγο για τη νίκη του ηγεμόνα Ιβάν Δ΄ του Τρομερού, το 1541, επί του χάνου της Κριμαίας (ΚΑ΄). Το ίδιο σε κάποιο βαθμό πράττει και όταν ο Ιβάν ανακηρύσσεται τσάρος (ΚΗ΄). Εγκώμιο πλέκει και για τον επίσκοπο της Τβέρ Ακάκιο, με αφορμή την αναστήλωση της εκκλησίας της Τβέρ, που είχε υποστεί καταστροφές από πυρκαγιά (ΚΒ΄). Δεν διστάζει να εκφράσει καλά λόγια και για το μητροπολίτη Μακάριο και τον τέως μητροπολίτη Δανιήλ, σε επιστολές προς αυτούς (Κ»΄, Λ΄). Τα εγκώμια του Μαξίμου δεν πρέπει να ερμηνευθούν μέσα στα πλαίσια της κολακείας, αλλά μέσα στα πλαίσια της δεινής θέσεώς του και της ευγνωμοσύνης του έναντι ορισμένων προσώπων. Η νίκη του Ιβάν έναντι του χάνου της Κριμαίας σήμαινε συγχρόνως και νίκη της Ορθοδοξίας έναντι του Ισλάμ. Η ανακήρυξη του Ιβάν σε τσάρο έδωσε την ευκαιρία στον Μάξιμο να του υποβάλει αίτημα για επιστροφή στην πατρίδα του. Το ίδιο ισχύει και για το μητροπολίτη Μακάριο. Η επικοινωνία του με τον τέως μητροπολίτη Δανιήλ απέβλεπε στη συνδιαλλαγή και συμφιλίωση με το πρόσωπο εκείνο που είχε πρωταγωνιστήσει για τη συνοδική καταδίκη του. Τέλος το εγκώμιο του επισκόπου Ακακίου ήταν απόλυτα δικαιολογημένο, αφού ο επίσκοπος της Τβέρ έπραξε το πάν για να βελτιώσει τους όρους διαβιώσεως του Μαξίμου, που ζούσε έγκλειστος στη Μονή Ότροτς. Καί, το σημαντικότερο, τα εγκώμια του Μαξίμου συνοδεύονται πάντοτε και με κριτική και με διδασκαλία, ακόμη και όταν απευθύνονται προς την ανώτατη πολιτική και εκκλησιαστική κεφαλή της Ρωσίας.

Ο προσδιορισμός των πηγών του αγίου Μαξίμου κατά τη συγγραφή των 49 κειμένων του δεν είναι εύκολο έργο, δεδομένου ότι ενώπιόν μας έχουμε μία νεοελληνική μετάφρασή τους, η οποία προέρχεται από νεορωσική μετάφραση που ανάγεται σε παλαιορωσικό κείμενο, κάτω από το οποίο βρισκόταν ο ελληνικός τρόπος του σκέπτεσθαι του συντάκτη τους. Εκτός τούτου τα περισσότερα κείμενα του παρόντος τόμου προέρχονται από την περίοδο του εγκλεισμού και της απομονώσεώς του σε μονές της Ρωσίας (Ότροτς), οπότε δεν είχε βιβλία (ή αρκετά βιβλία) στη διάθεσή του. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στην επιστολή του προς τον πρίγκιπα Πέτρο Σούισκι παρακαλεί να συνεργήσει για την επιστροφή των βιβλίων του που του είχαν αφαιρεθεί (ΛΖ΄). Συνεπώς μπορούμε να ομιλούμε για περιορισμένο αριθμό πηγών, που ενίοτε χρησιμοποιούνται από μνήμης. Βασική πηγή του, άμεση και έμμεση, είναι η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) με κυριαρχία των Ψαλμών. Το τελευταίο είναι ευνόητο, δεδομένου ότι είχε χρησιμοποιήσει το βιβλίο αυτό κατά την επίπονη διαδικασία της μεταφράσεως των ερμηνειών του Ψαλτήρος, αλλά και από την καλή γνώση των Ψαλμών από τις συχνές αναγνώσεις τους κατά τη λειτουργική ζωή στη μονή του. Περιορισμένες είναι οι παραπομ­πές του σε έργα Πατέρων της Εκκλησίας (Αθανάσιος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Θεοδώρητος Κύρου, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Ιωάννης Σιναΐτης, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Φώτιος ο Μέγας), εκκλησιαστικών συγγραφέων (Αυγουστίνος, Φιλοστόργιος, Ωριγένης), θύραθεν συγγραφέων (Ησίοδος, Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς, Μένανδρος, Όμηρος, Πλάτωνας, Λεξικό Σουΐδα), νομικών και κανονικών κειμένων (Νεαρές του Ιουστινιανού, Κανόνες της Εκκλησίας), λειτουργικών βιβλίων (Μηναίον Αυγούστου, Νεκρώσιμη Ακολουθία, Τριώδιον) και Βίων Αγίων (αγνώστου ιερομάρτυρος, Θωμαΐδος, οσίου Ιωάννου του «Μεγάλου», Ποταμίας, Χριστοφόρου). Μετά τις ανωτέρω διαπιστώσεις, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι δεν είναι δυνατόν να επισημανθούν όλες οι πηγές του και να καταχωρηθούν οι παραπομπές τους στις υποσημειώσεις των κειμένων του αγίου Μαξίμου. Στο σημείο αυτό η ρωσική έκδοση δεν μας παρέχει ικανοποιητική βοή­θεια, αφού κατά κανόνα μας δίνει, σε εσωτερικές παραπομπές (εντός κειμένου), μόνο τις άμεσες παραπομπές στην Αγία Γραφή (όταν δηλαδή παρατίθενται τα κείμενα κατά λέξιν στην παλαιορωσική-σλαβονική).

Ο άγιος Μάξιμος ο Γραικός, όπως αποκαλύπτουν τα κείμενα του παρόντος τόμου, ήταν στολισμένος και οπλισμένος με σωρεία αρετών, με έντονη εκκλησιαστική και μοναχική συνείδηση, αγιότητα βίου, διάκριση, ανεξικακία. Συγχρόνως διέθετε άριστη γνώση της Αγίας Γραφής και της διδασκαλίας της, ευρύτατη θεολογική και θύραθεν γνώση, ενώ επί ρωσικού εδάφους απέκτησε μεγάλο κύρος και αυθεντία. Όλα αυτά τον όπλισαν με θάρρος και παρρησία και του επέτρεψαν μέσα σε απερίγραπτα δεινές συνθήκες να στιγματίσει τα κακώς κείμενα στην εκκλησιαστική και πολιτική ζωή της Ρωσίας και να εκδιπλώσει το διδακτικό του τάλαν­το προς κάθε κατεύθυνση. Το κήρυγμά του έχει ερείσματα τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Είναι προφητικό και απειλητικό, αλλά συγχρόνως και κήρυγμα αγάπης προς το Θεό και το συνάνθρωπο. Η πιστή τήρηση των εντολών του Θεού προϋποθέτει την άρρηκτη σύζευξη θεωρίας και πράξεως. Αν ζούσε σήμερα ο άγιος Μάξιμος πιστεύω πως δεν θα άλλαζε ούτε την κριτική ούτε τη διδασκαλία του, γιατί τα τότε ολισθήματα της ρωσικής κοινωνίας έγιναν ολισθήματα ολόκληρης της παγκοσμιοποιημένης ανθρωπότητας.


Δημήτριος Γόνης
Ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής
Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών


Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.
via


Λόγος Α΄, Λόγος ψυχωφελής: Ο νους ομιλεί με την ψυχή. Επίσης λόγος περί απληστίας (Μέρος 1ο)



Γιατί, ψυχή μου αγαπημένη, λησμονούμε την δόξα και την ευδαιμονία των επουρανίων στεφάνων, με τους οποίους ο Χριστός, ο Βασιλεύς των πάντων, υπόσχεται να στεφανώσει όσους με ανδρεία ανθίστανται στους ασώματους εχθρούς; Γιατί δεν αφιερώνουμε τον νου μας σε εκείνον τον θείο σκοπό, για τον οποίο μας δημιούργησε ο Θεός κατ’ εικόνα Του, αλλά σαν τα άλογα ζώα ξοδεύουμε ολόκληρη την ζωή μας ικανοποιώντας την γαστέρα μας; Γιατί, ψυχή μου, αφού είμαστε πλασμένοι για να κληρονομήσουμε τα επουράνια αγαθά, μένουμε απερίσκεπτα στα επίγεια; Εικόνα Θεού είμαστε, και επομένως πρέπει να επιδιώκουμε να αναχθούμε στο αρχέτυπο αγαθό. Να ξέρεις όμως ότι, τότε συμπεριφέρεσαι σύμφωνα με το Αρχέτυπό σου, με το οποίο πρέπει να ομοιωθείς πραγματικά, όταν επιμελώς και ως την τελευταία σου πνοή βαδίζεις στην ζωή σου σύμφωνα με τις θείες εντολές Του· καθώς επίσης και όταν απαρνηθείς εντελώς τις εμπαθείς επιθυμίες της σάρκας και ξεριζώσεις από την καρδιά σου το ψέμα, τον δόλο και τον φθόνο. Ας αγαπήσουμε λοιπόν στο καθετί την αλήθεια, την δικαιοσύνη, την ακακία και τον αγιοπρεπή βίο. Διαφορετικά, ας μην ονομάζει κανείς τον εαυτό του εικόνα του Θεού, εφόσον δεν έχει αποκτήσει το κάλλος του Αρχετύπου.

Δημιουργηθήκαμε επάνω στην γή για να γίνουμε ζηλωτές του αθανάτου κάλλους και να συνομιλούμε μυστικά με τον Θεό. Οφείλουμε να γνωρίσουμε, ψυχή μου, το ύψος της δόξας μας, ώστε με την ανόητη συμπεριφορά μας, να μην μοιάσουμε με τα άλογα ζώα. Δεν θα έχουμε το ίδιο τέλος εμείς και αυτά, ψυχή μου, όπως δεν έχουμε την ίδια εικόνα. Αυτά σκύβουν πάντοτε προς τα κάτω και μέλημά τους είναι να γεμίζουν συνεχώς την κοιλιά τους με της γής την βλάστηση. Αντίθετα ο πάνσοφος Δημιουργός έπλασε με ύψιστο κάλλος, ψυχή μου, ακόμη και την μορφή του σώματός μας.

Δεν θα μιλήσω για τα άλλα χαρίσματά σου, ψυχή μου, με τα οποία κοσμήθηκες θεοπρεπώς και τα οποία μας φανερώνουν ξεκάθαρα ότι πατρίδα μας είναι ο Ουρανός και έτσι μπορούμε να καυχώμεθα ότι Πατέρα μας έχουμε τον ίδιο τον ύψιστο Θεό. Γι’ αυτό πρέπει να προσπαθούμε να κατευθύνουμε τον νου μας υψηλά, όπου και ο Πατέρας μας και η κατοικία μας. Ο Ύψιστος μας αποκαλεί παιδιά Του. Γιατί όμως ως άνθρωποι χάνουμε την δόξα και απομακρυνόμαστε από την θεία ζωή[1]; Ας δοξάζουμε λοιπόν τον Ύψιστο στην γή, για να μας στολίσει με στεφάνους στον ουρανό. Ας δοξάζουμε τον Ύψιστο με όλη την καρδιά μας, με την αταλάντευτη τήρηση των εντολών Του· ας επιμένουμε με ζήλο στο δώρο της αιωνίας ζωής· ας μισήσουμε με όλη μας την καρδιά καθετί αισχρό και ας αποτινάξουμε από τον τράχηλό μας τον ζυγό της υποδουλώσεως στα πάθη· ας σταθούμε ψηλά στο στερέωμα της ελευθερίας, την οποία είχες λάβει ως δώρο, ψυχή μου, πριν περιπέσεις στην εξουσία του ολεθρίου δαίμονα, όταν, στερημένη από την αθάνατη δόξα σου, ομοιώθηκες με τα άλογα κτήνη[2]. Κάποτε γευόσουν με θάρρος πρόσωπο με πρόσωπο τις θεϊκές συνομιλίες με τον Δημιουργό σου. Προσπάθησε λοιπόν να φθάσεις πάλι στην δόξα αυτή με το θεοπρεπές ήθος της ευσεβείας.

Πόσο χρόνο ακόμη, ψυχή μου, θα είμαστε δούλοι των σαρκικών ηδονών, το τέλος των οποίων είναι «το σκουλήκι πού δεν πεθαίνει και το πύρ πού δεν σβήνει»[3]; Έως πότε κυνηγώντας το υπαρκτό ως κάτι θετικό, θα γοητεύεται ο νους μας από δελεαστικές σκέψεις; Έως πότε θα αγαπάμε ακόρεστα το νόστιμο φαγητό, σαν να ήταν αυτό καθαυτό μία ατελείωτη ευδαιμονία; Έως πότε θα μας δελεάζει η κενή δόξα, θα μας ευχαριστεί το χρυσάφι και θα μας μολύνει η ακολασία; Ψυχή μου, η παρούσα ζωή δεν είναι σταθερή, δεν έχει μέσα της τίποτα ορθό, είναι γεμάτη από στενοχώριες και ψεύδη. Η δόξα και η κάθε είδους καλοφαγία, ο πλούτος και η επιδίωξη της ομορφιάς περνούν σαν τα λουλούδια της άνοιξης και εξαφανίζονται. Να λοιπόν δοξάστηκες, έφαγες καλά, κατέκτησες ένδοξες νίκες, έζησες πολλές δεκαετίες· αλλά ύστερα από όλα αυτά τι; Τα σκουλήκια, η σήψη, η απαίσια δυσοσμία και τα ατελείωτα βάσανα της κολάσεως.

Τί όφελος από αυτά τα αγαθά μπορείς να περιμένεις, ψυχή μου, μετά τον θάνατο, αν μας περιμένει τέτοια καταστροφή; Μήπως δεν εξαφανίζονται όλα αυτά σαν όνειρο και καπνός; Μήπως δεν διασκορπίζονται σαν το φύσημα του αέρα; Αν και εσύ, ψυχή μου, έπεφτες μετά τον θάνατο σε ανυπαρξία σαν τα άλογα όντα και δεν επρόκειτο να απολογηθείς μπροστά στον Κριτή και Βασιλέα των πάντων για τις πράξεις και τις σκέψεις σου, τότε δεν θα ήταν αμαρτία η απόλαυση των εφήμερων αγαθών, επειδή η ζωή σου θα διαρκούσε μόνο ως τον τάφο. Εφόσον όμως δημιουργήθηκες αθάνατη, λογική, άφθαρτη εις τον αιώνα και κατ εικόνα Θεού, έχεις μέσα σου την γνώση των ιδιοτήτων του Αρχετύπου σου. Αυτή η γνώση σε κάνει να υπερτερείς από τα άλογα όντα και να είσαι κατά τον λόγο του Θεού, πού όμως δεν τον ετήρησες όπως πρέπει, αγιοτάτη κατοικία του Υψίστου. Γι’ αυτό και πρέπει να απορρίψεις καθετί πού μετά τον θάνατο δεν θα σε ακολουθήσει, όπως τον πλούτο, τις κακές επιθυμίες, την αδηφαγία, την απόλαυση από τα ποτά, την εφήμερη δόξα, την οκνηρία, την υπερηφάνεια και το θράσος αυτής της ακόλαστης ζωής, καθώς και όλην αυτήν την ματαιότητα, και να επιζητήσεις τις αντίθετες προς αυτά αρετές. Έχοντας ως αλάνθαστη διδασκαλία τον φόβο του Θεού, με θερμότατο ζήλο και νηφάλια πάντοτε σκέψη να ακολουθείς το θείο σου Αρχέτυπο.

Αν πράγματι επιθυμείς να αξιωθείς της θείας Του δόξας και να γευθείς την λαμπρή μακαριότητα της νοητής ομορφιάς και να ονομάζεσαι δούλη του ουράνιου Πατέρα, τότε να στρέφεσαι αδιάκοπα προς τον Βασιλέα σου Ιησού και να προσεύχεσαι σε Αυτόν. Και με την γή, την οποία δεν επισκέπτονται οι κακές και άλογες σκέψεις, δηλαδή με την σάρκα την εξαντλημένη από την ξηροφαγία και την εξαγνισμένη από τα πάθη, να παρουσιάζεσαι, ψυχή, στον βασιλεύοντα εν υψίστοις, για να δείς την θεία δόξα Του όπως ψάλλει ο θεόπνευστος ψαλμωδός, και τότε «ως εκ στέατος και πιότητος εμπλησθήσεται η ψυχή σου, και χείλη αγαλλιάσεως αινέσει το στόμα σου»[4], ενώ τα ολέθρια δαιμόνια, πού ζητούν πάντοτε την καταστροφή σου, «εις μάτην εζήτησαν την ψυχήν σου, εισελεύσονται εις τα κατώτατα της γής. Παραδοθήσον­ται εις χείρας ρομφαίας»[5].

Να μην προτιμάς απερίσκεπτα, ψυχή μου, τα φθαρτά από τα αιώνια ουράνια αγαθά, για να μην πάθεις αυτό πού είπε ο Μαιονίδας[6] Όμηρος: «Ο ανόητος τότε συνέρχεται, όταν πάσχει από δεινά και δεν έχει την δυνατότητα να βοηθήσει τον εαυτό του». Η επίτευξη της αρετής πρέπει να γίνει σε αυτήν την ζωή, εδώ όπου άλλοτε πάθαμε την φοβερή πτώση και όπου πάντοτε στέκον­ται αντιμέτωποι ενώπιόν μας οι εχθροί, με τους οποίους, αν πολεμήσουμε ανδρείως, θα φθάσουμε με χαρά στην ωραία πατρίδα μας, στον παράδεισο πού έκτισε ο Θεός. Κύριος σκοπός μας πρέπει να είναι πάντοτε ένας και μόνος· να εργαζόμαστε με χαρά ως τον θάνατό μας για την δόξα του Θεού. Αυτόν τον καλό άθλο ορίζει Εκείνος, πού ο ίδιος είναι δωρητής και φύλακας της ζωής. Εκείνο πού όντως αποτελεί την μόνη και γλυκύτατη αγαλλίαση είναι να ζεί στην καρδιά μας η θεία αγαθότητα. Η αλάνθαστη και σταθερή πίστη συνίσταται στο να εκφράζουμε την ελπίδα μας κάνοντας καλές πράξεις. Μετά τον θάνατό μας μας ακολουθεί συνήθως η περιουσία πού αποκτήθηκε χάρη στον ζήλο μας για τις θείες αρετές. Η μόνη σοφία και αληθινή τέχνη είναι να νικούμε πάντοτε τα ανόητα πάθη μας. Υπάρχει ένας μόνο αληθινός πλούτος, ο πνευματικός, πού χαρίζει ο Βασιλέας Χριστός στους φίλους Του. Όλα τα άλλα δεν είναι σοβαρά και ευφραίνουν μόνο προσωρινά την καρδιά, αλλά έπειτα ακολουθούν τα αιώνια βάσανα της κολάσεως.

Ας μή μας παραπλανήσουν λοιπόν, ψυχή μου, τα μάταια σοφίσματα των δούλων της σάρκας, αλλά ας διάγουμε με μεγάλο ζήλο απαθή ζωή με σωφροσύνη και αξιοπρέπεια. Ένας καθρέπτης καλυμμένος με παχύ στρώμα σκόνης δεν μπορεί να υποδεχθεί την λάμψη του ήλιου και η σοφή ψυχή πού υποδουλώθηκε στα αισχρά σαρκικά πάθη δεν δέχεται τις ακτίνες του ανεσπέρου φωτός. Έτσι η στερημένη από το φως ψυχή δεν διαφέρει σε τίποτα από τα άλογα ζώα, επειδή η ομορφιά της δεν προέρχεται από τον θερμό ζήλο της προς τον Θεό. Αυτό, ψυχή μου, πρέπει να επιδιώκουμε με όλη την καρδιά μας, επειδή όλα τα άλλα πού υπάρχουν στην γή είναι σάπια και ψεύτικα, μάταια και φευγαλέα. Όπως είναι αταίριαστο να υφαίνει κανείς μαλλί σε χρυσό αργαλειό η να διακοσμεί χρυσή εικόνα με χαλκό, έτσι είναι αισχρό για όσους φέρουν το όνομα του Χριστού να μιαίνουν το σώμα τους με τα ολέθρια πάθη της σάρκας.

Ο Χριστός είναι Βασιλέας πάναγνος, πάγκαλος και πανάγιος, και όσοι Τον ακολουθούν άγιοι επίσης. Όσοι πάλι δεν είναι, μοιάζουν με εκείνους πού κυνηγούν ματαίως ένα κοπάδι υψιπετών αετών, και κανείς από αυτούς πού δεν έχουν αγιότητα δεν θα δεί τον Θεό, όπως σαφώς εκήρυξε ο απόστολος Παύλος[7].

Γι’ αυτό ας σπεύσουμε, ψυχή μου, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και να αποκτήσουμε φρόνηση, ταιριαστή στην φύση μας, χωρίς να βυθιστούμε στον ύπνο και την οκνηρία, λες και ταξιδεύουμε ξέγνοιαστοι στην γαληνεμένη θάλασσα. Για οδύνες και αγώνες προορίστηκες από τον Ύψιστο, να πολεμάς εχθρούς αοράτους· και σε αναμένει δόξα η τιμωρία ανάλογα με το αν πολεμάς με ανδρεία η αν βγαίνεις ηττημένος. Αν αποδειχθείς ανδρεία, θα κερδίσεις την αθανασία και ακόμη και τον ουρανό με όλους τους κατοίκους του, και θα είσαι αγαπημένο τέκνο του υψίστου Θεού γευόμενη την μεγάλη σοφία του Πατέρα σου. Τί ωραίες τιμές φυλάσσονται για σένα, ψυχή μου, αν νικήσεις! Αν έχεις σωφροσύνη, τότε μή σταματάς να τις επιδιώκεις. Αν όμως ηττηθείς, τότε σε περιμένουν φοβερά βάσανα και αρρώστιες και το αιώνιο πύρ[8] πού καίει τους ασεβείς. Εκεί υπάρχει κλαυθμός και βρυγμός των οδόν­των[9], το φοβερό σκουλήκι πού δαγκώνει ασταμάτητα[10]. Εκεί, στα έγκατα της κολάσεως, υπάρχει μόνο σκοτάδι ζοφερό και νύχτα ατελείωτη από την οποία δεν έχουν καμμιά ελπίδα να βγούν όσοι καταδικαστούν σύμφωνα με την δίκαιη κρίση του Θεού.

Ποιός όμως, ψυχή μου, έχει ετοιμάσει για εσένα και το ένα και το άλλο; Δεν είναι Αυτός, του οποίου ένα νεύμα σείει όλη την γή ως τα θεμέλιά της και ταράσσει τις θάλασσες με ισχυρούς θυελλώδεις ανέμους; Ποιός κρατεί και περιφέρει τα πάντα στο χέρι του εκτός από τον Θεό; Αυτός με τις αγαθές και τις απαλές πνοές του Αγίου Πνεύματος και με τους απαίδευτους αποστόλους διασκόρπισε τους μαινομένους σαν θύελλα λόγους των ρητόρων και τα βλαβερά φιλοσοφικά διδάγματά τους. Αυτός διέλυσε σαν ιστό αράχνης την κακοποιό και ολέθρια δαιμονική ομορφιά πού λατρευόταν ως τότε σε όλη την οικουμένη. Ο Βασιλέας Χριστός, ο μόνος φοβερός και ισχυρός Θεός, πού έχει εξουσία ζωής και θανάτου, αυτός ξαφνικά εξανέμισε τον πυκνό και σκοτεινό καπνό της αθεΐας, βάζοντας στον νου των ανθρώπων τα διδάγματα της αληθινής θεολογίας και τα όντως μυστήρια. Αν όμως λόγω των αμαρτιών σου δεν υπακούσεις, άσωτη, στα αληθινά και θεία λόγια του Κυρίου σου, τότε ας πάρεις ως οδηγούς στην γνώση της αλήθειας ακόμη και τους θύραθεν σοφούς, οι οποίοι μιλούν για τα ίδια ζητήματα. Ουδείς θα σε μεμφθεί ακόμη κι αν χρησιμοποιήσεις καυτερό σκόρδο για να καθαρίσεις τον βαθύτερο πόνο του στομάχου, αρκεί η δράση του να μην είναι πολύ ισχυρή και να μην προκαλέσει τον θάνατο.

Κατάλαβε λοιπόν, αν ορθοφρονείς, τι εννοώ με τα λόγια μου. Μην σε παραπλανά ο ψυχοκτόνος όφις, ο οποίος διαβεβαιώνει πώς δεν θα κριθούν εκ των πράξεων τους οι άνθρωποι και πώς ο Κύριος δεν ενδιαφέρεται για τις αμαρτίες της νεότητάς σου και είναι αδύνατο να ζητήσει από όλους ανεξαιρέτως την αθωότητα. Αυτή, ψυχή μου, είναι σκέψη επικίνδυνη. Είναι η πλάνη του κακοβούλου όφεως πού θέλει να σε κατεβάσει μαζί του στα βάθη της κολάσεως. Μην ακούς τις συμβουλές του, αλλά μείνε σταθερή και ακλόνητη στην πίστη σου και κράτησε τον θείο φόβο διώχνοντας κάθε απιστία από την καρδιά σου. Υπάρχει ο δίκαιος οφθαλμός πού βλέπει και ελέγχει τα πάντα[11], όπως διδάσκουν τα κείμενα των αρχαίων. Αν όμως κανένας άλλος αληθινός λόγος και κανένας νους δεν μπορούν να σε αναγκάσουν να περιμένεις την μέλλουσα Κρίση, τότε ας σε πείσει τουλάχιστον ο πολυμήχανος Οδυσσέας πού κατέβηκε στον Άδη και είδε στα Ηλύσια Πεδία τους δικαίους να φωτίζονται πάντοτε από ένα όμορφο φώς, ενώ τους άλλους να βασανίζονται χωρίς έλεος[12]. Ας σε πείσουν ο Μίνωας και ο Ραδάμανθυς, οι μυθικοί αυτοί κριτές του Άδη[13], καθώς και τα πύρινα ποτάμια, ο Αχέροντας και ο Κωκυτός[14], στα οποία καταδικάζον­ταν όλοι οι παράνομοι για τις ατιμίες τους.

Σκέψου επίσης με σωφροσύνη, γιατί ο Κύριος σε στόλισε με θεία χαρίσματα, όπως την αθανασία, τον νού, το δώρο του λόγου, την σωφροσύνη και την ελευθερία της βουλήσεως, και σε απομακρύνει από το κακό με τον φόβο των βασάνων, αν δεν προόριζε για την ανδρεία σου βραβείο και στεφάνους, ενώ για την αμέλειά σου καταδίκη και βασάνους. Να ξέρεις ότι ακόμη και οι ίδιοι οι άνθρωποι δεν γράφουν απλώς τους νόμους τους και δεν ωθούν σε αγώνες και ένδοξες τιμές τους πολίτες, αλλά αποδίδουν, πράγματι, τιμή και δόξα σε όσους αγωνίζονται, ενώ τιμωρούν όσους ποδοπατούν τον νόμο. Αν οι άνθρωποι ενδιαφέρονται τόσο πολύ για την κατά κόσμον αλήθεια και την σοφία, τότε πώς πρέπει, ψυχή μου, να ενδιαφερόμαστε για όσα αναφέρονται στον Θεό; Αυτός είναι η μόνη αγαθότητα, σοφία και αλήθεια. Ο Ύψιστος είναι ισχυρός και δημιούργησε τα πάντα με την σοφία Του και κυβερνά με μέτρα πολύ δίκαια. Και εσένα, ψυχή μου, σε στόλισε περισσότερο από όλα τα δημιουργήματα πού υπάρχουν στην γή. Σε πλούτισε με θεία χαρίσματα, για να μιμείσαι πάντοτε την θεία αγαθότητά Του, ακολουθώντας την ορθή λογική και τον νού. Να μισήσεις λοιπόν κάθε κακία και να τιμάς πάντοτε ψάλλοντας τον Δημιουργό σου ακολουθώντας Αυτόν στην ευθεία οδό. Αποκλείεται Αυτός να αφήσει χωρίς βραβείο την αρετή σου ούτε όμως και τις κακές πράξεις σου χωρίς τιμωρία.

Όπως είναι φυσικό στην φωτιά να ζεσταίνει και στο φως να λάμπει, έτσι είναι φυσικό και στον Θεό να ανταποδίδει στον καθένα ανάλογα με τις πράξεις του. Ας υποθέσουμε, ψυχή μου, ότι στον Θεό υπάρχει η αγάπη, έστω και σε εκείνον τον βαθμό πού την έχουν και οι επίγειοι άρχοντες, πού δεν αδιαφορούν για τις παραβάσεις των υφισταμένων τους, αλλά τους τιμωρούν αλύπητα, ενώ τιμούν όσους μαθαίνουν ότι διάγουν καλή ζωή, έστω και αν είναι ξένοι. Και εσύ επαινείς τους επιγείους άρχοντες, όταν τιμωρούν το κακό και τιμούν την αρετή. Αρα, είναι δυνατό να θεωρείς ότι Αυτός, πού κατά την ουσία Του είναι η ίδια η αλήθεια, ο πλούτος της γενναιοδωρίας και η μόνη αγαθότητα, δεν χαίρεται για τις καλές και δίκαιες πράξεις και δεν τιμωρεί την κακία των υπερηφάνων; Αν έτσι σκέπτεσαι, τότε θα είσαι η πιο ανόητη από όλους τους ανθρώπους και δεν θα διαφέρεις καθόλου από τα άλογα ζώα.

Απόστρεψε λοιπόν την σκέψη σου από τέτοιους αισχρούς λογισμούς και υποτάξου στους νόμους της ευσεβείας. Επειδή έχεις απέναντί σου πολλούς αοράτους εχθρούς, να είσαι πάντοτε νηφάλια και να φυλάγεσαι από τις ολέθριες επιθέσεις τους, γνωρίζον­τας ότι η απόκτηση του Παραδείσου είναι ζήτημα ζωής η θανάτου. Διώξε από μέσα σου κάθε οκνηρία, γνωρίζοντας ότι έχεις ως μάρτυρα των έργων σου τον Χριστό, τον Θεό, ο οποίος από ψηλά σου απλώνει με φιλανθρωπία το ισχυρό Του χέρι, για να σε βοηθήσει. Να ξέρεις επίσης ότι και οι πανάγιες ουράνιες δυνάμεις σε βοηθούν πρόθυμα στα έργα σου εναντίον των τρομερών εχθρών, των ολέθριων δαιμόνων πού προσπαθούν ασταμάτητα να σου στερήσουν την αιώνια ζωή. Ψυχή μου, πόσο ωραίος, ευεργετικός και μεγάλος είναι ο άθλος των ιερών έργων σου! Ο αγώνας σου δεν αφορά απλά την εφήμερη ζωή η τον θάνατο. Στο τέλος η θα λάβεις με τιμή την θέση σου στον ουρανό η θα φυλακισθείς στα σκοτεινά τάρταρα και στα αιώνια βάσανα.

Διώξε λοιπόν από την καρδιά σου κάθε κενή σκέψη, για να σταθείς με θάρρος, οπλισμένη με εκείνα τα θεία όπλα, με τα οποία σε οπλίζει ο απόστολος Παύλος, ενθαρρύνοντάς σε στον αγώνα με τους αόρατους εχθρούς. Λάβε αντί για πανοπλία την αλάνθαστη πίστη, αντί για ασπίδα την ελπίδα, αντί για κράνος την ατελείωτη αγάπη προς τον Θεό[15], αντί για ξίφος τον λόγο Του, τον οποίο προσφέρουν σε εσένα τα ουράνια θεόπνευστα βιβλία, πού είναι γραμμένα με το πύρ του Αγίου Πνεύματος, του Παρακλήτου[16]. Πρόσ­θεσε σε αυτά την αγνή και αδιάλειπτη προσευχή, καθώς και το χαλινάρι στην μαινόμενη σάρκα πού είναι η λιτή τροφή. Να ξέρεις ότι ο Θεός αγαπά την αγνή προσευχή, πού πάντοτε εισακούεται. Είναι εκείνη πού ανάβει στην καρδιά την ιερή κατάνυξη χάρη στο καταλυτικό για τα πάθη κάρβουνο της ταπεινοφροσύνης. Ο νους ανεβάζει κατευθείαν αυτήν την προσευχή στην ουράνια πύλη. Και όταν την ανεβάσει εκεί, την αποθέτει μπροστά στους ουρανίους θρόνους. Η καρδιά μοιάζει, ψυχή μου, με εύηχη κιθάρα, ο νους με επιδέξιο καλλιτέχνη μουσικών ασμάτων, η γλώσσα με την πένα πού χτυπάει τις χορδές και τα εύηχα χείλη με τις ίδιες τις χορδές. Και εσύ, ικετεύοντας τον φοβερό Κριτή, αν θέλεις να προσ­φέρεις στον Βασιλέα ευάρεστη ψαλμωδία και με αυτήν να Τον ευχαριστήσεις, πρόσεχε να ταιριάζουν όλα αυτά μεταξύ τους. Γι’ αυτό, η γλώσσα και τα χείλη πρέπει να ψάλλουν αρμονικά πάν­τοτε θεϊκούς ψαλμούς στον Βασιλέα των όλων. Και η καρδιά να συμπράττει, παλλόμενη και φλεγόμενη ολόκληρη από την θεία φλόγα, οι δε οφθαλμοί με διαυγείς ποταμούς δακρύων να καθαρίζουν από το μίασμα την γήινη φύση σου, ενώ ο νους πού μεταφέρεται στον ουρανό, αφού περάσει όλα τα άστρα, να προσπέσει στα πόδια του Βασιλέως των πάντων. Έτσι, ψυχή μου, θα φανείς ωραία και ευπρόσδεκτη θυσία στον Βασιλέα των πάντων.

Να μισήσεις την απληστία, η οποία είναι αιτία της καταστροφής της ψυχής. Να αγαπήσεις την απέριττη ενδυμασία, την λιτή τροφή και την ιερή αγρυπνία, την μητέρα της σωφροσύνης. Αγρυπνία εννοώ εκείνη, με την οποία η ψυχή φωτίζεται από την μελέτη βιβλίων και ευφραίνεται πολύ με την αγία προσευχή. Να συγκρατείς με γερό χαλινάρι την θρασεία γλώσσα, επιβάλλον­τάς της μέτρο και στην ομιλία και στην σιωπή, έτσι ώστε να λες μόνο αυτό πού εξυπηρετεί την δόξα του Θεού και δίνει πνευματική χάρη στους ακροατές. Πάνω από όλα αυτά όμως, να αγαπήσεις την σιωπή και να φοβάσαι την αμαρτωλή άβυσσο, προς την οποία σε τραβά η αχαλίνωτη γλώσσα σου. Να ασκείσαι συνεχώς στην ανάγνωση των θεοπνεύστων βιβλίων, για να αυξάνει πάντοτε μέσα σου η θεία αγάπη, την οποία θα αντλείς, ψυχή μου, άφθονα, αν κρατήσεις στην σκέψη σου τις ιερές διδασκαλίες τους και αν εκτελείς πάντοτε με κάθε επιμέλεια πράξεις προς δόξαν του Υψίστου και όχι προς δόξαν των επιγείων.

Βλέπω πώς είσαι φοβερά άρρωστη από κενοδοξία και φοβούμαι πολύ την ματαιοδοξία σου. Γιατί προσπαθείς με τόση μανία να αποκτήσεις την κενή ανθρώπινη δόξα και την κυνηγάς με όλους τους δυνατούς τρόπους; Τί όφελος, πές μου, ελπίζεις να αποκτήσεις από αυτήν στην παρούσα ζωή η στην μέλλουσα; Αντίθετα, αν σκεφθείς σοβαρά, θα βρείς ότι μέσα της κρύβεται η αιτία μεγάλων κακών. Η κενοδοξία γεννά φοβερές φιλονικίες και εχθρότητες στους ανθρώπους, τον ολέθριο φθόνο και τις κολακείες. Τα λόγια και οι πράξεις αυτών πού επιθυμούν να κολακεύουν τους πάντες είναι διαποτισμένα με δόλο. Αν όμως δεν καταφέρουν να φθάσουν στην δόξα, διαλύονται από την στενοχώρια της καρδιάς τους. Όταν μάλιστα δούν ότι την έφθασε κάποιος άλλος, τον φθονούν και τον εχθρεύονται με κάθε τρόπο και δεν παύουν την έχθρα τους μέχρι να του στερήσουν αυτήν την δόξα. Αν όμως δεν μπορούν να το καταφέρουν, στρέφονται σε κρυφές συκοφαντίες και σκέπτονται πλέον, πώς να στερήσουν από τον άλλο και αυτήν την ζωή. Η επιθυμία της δόξας πού δεν μπορούν να κατακτήσουν γεννά τον φθόνο και από τον φθόνο γεννιέται πλήθος από καταστροφικές συνέπειες. Τον φθόνο τον γεννά η φοβερή υπερηφάνεια, και μητέρα της είναι η περιφρόνηση των ιερών εντολών, καθώς και η αφροσύνη πού γίνεται αιτία κάθε κακού γενικά και μπορεί να καταστρέψει ολόκληρους λαούς. Κατάλαβες λοιπόν για ποιά κακά γίνεται αιτία η κενοδοξία σου; Να την αποφεύγεις, ψυχή μου! Να επιδιώκεις ασταμάτητα με όλη την καρδιά σου την αιώνια δόξα, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου.


Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.

——————————————————————————–
[1]. Ψαλμ. 81,6-7.
[2]. Ψαλμ. 48,21.
[3]. Μάρκ. 9,44.
[4]. Βλ. Ψαλμ. 62,6.
[5]. Βλ. Ψαλμ. 62,10-11.
[6]. Μαιονίδας καλείται ο γιός τού Μαίονος ή εκείνος πού γεννήθηκε στή Μαιονία (αρχαία Λυδία) τής Μικράς Ασίας.
[7]. Πρβλ. Εβρ. 12,14.
[8]. Πρβλ. Ματθ. 18,8. 25,41.
[9]. Πρβλ. Ματθ. 8,12. 13,42,50. 22,13. 24,51. 25,30. Λουκ. 13,28.
[10]. Πρβλ. Μάρκ. 9,48.
[11]. Πρβλ. Μενάνδρου, Γνώμαι μονόστιχοι, 179, έκδ. A. Meineke, Fragmenta comicorum Graecorum, Editio minor, Pars II, Berolini 1847, σ. 1047. «Έστι Δίκης οφθαλμός ος τά πάνθ’ ορά».
[12]. Ομηρου, Οδύσσεια, λ. 1-331, 385-640.
[13]. Ο βασιλιάς τής Κρήτης Μίνως καί ο αντιπρόσωπός του στήν διοίκηση Ραδάμανθυς, επειδή άσκησαν στόν επίγειο βίο τους μέ υποδειγματικό τρόπο τήν δικαιοσύνη, αξιώθηκαν μετά θάνατον νά γίνουν αρχιδικαστές τών νεκρών στόν Άδη. Πρβλ. Ομηρου, Οδύσσεια λ. 568-571.
[14]. Κατά τήν μυθολογία, στόν Άδη κυλούν μελαγχολικά τά νερά τους τρία ποτάμια, ο Αχέροντας (ποτάμι τών στεναγμών), η Στύξ (στυγερό ποτάμι) καί ο Κωκυτός (ποτάμι τών θρήνων). Κάποιοι μιλούν γιά ένα τέταρτο ποτάμι, τόν Πυριφλεγέθοντα, στήν κοίτη τού οποίου κυλούν φλόγες αντί γιά νερό. Βλ. Ν. Παπαχατζή, «Άδης», Εκδοτικής Αθηνών Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 20 (1989), 303.
[15]. Πρβλ. Α´ Κορ. 13,13.
[16]. Πρβλ. Εφ. 6,17.
via


Λόγος Α΄, Λόγος ψυχωφελής: Ο νους ομιλεί με την ψυχή. Επίσης λόγος περί απληστίας


Ψυχή μου, να μην θεωρείς τίποτε πιο τίμιο και πιο αξιοζήλευτο από την αγάπη του Θεού, επειδή αυτή συνήθως αγιάζει τον άνθρωπο, ο οποίος εμφανίζεται στους αντιπάλους του δεινός, ισχυρός και ανίκητος αγωνιστής. Να δεθείς με τον Ιησού με φλογερή αγάπη, όπως συνδέεται κάποιος με τον αγαπημένο του πατέρα. Να Τον φοβάσαι όμως ως τον Κύριό σου και να σπεύδεις να εκτελείς όλες τις εντολές Του ως σώφρων δούλος. Με κανένα τρόπο αυτό πού επιθυμεί ο Θεός δεν μπορεί να παραμείνει πολύ χρόνο στην καρδιά πού την έχει κυριεύσει η οκνηρία, αλλά αναπηδάει σαν σκληρή πέτρα αφήνοντας το εσωτερικό της χωρίς φώς. Γέμισε τον εαυτό σου με το θείο πύρ του Παρακλήτου και πρόσφερέ τον θυσία στον ζώντα Θεό. Ο μοναχικός βίος, ψυχή μου, μοιάζει με το χωράφι, όπου σπέρνεται σιτάρι και χρειάζεται πολύ κόπο. Αν θέλεις να φέρει πολύκαρπα στάχυα και όχι αγκάθια και διάφορα τριβόλια πού γίνονται τροφή για τα ζώα, να είσαι νηφάλια και να επιδιώκεις να αποδώσεις στον Κύριό σου καρπούς εκατονταπλασίους ή εξηκονταπλασίους ή τριακονταπλασίους. Το ίδιο ζητά και από τους εγγάμους.

Να προσπαθήσεις λοιπόν να γίνεις για τον ουράνιο γεωργό σου γή αγαθή και όχι πέτρα ούτε δρόμος ούτε αγκάθι, για να μην σε κατακλέψουν λόγω της οκνηρίας σου τα βλαβερά πουλιά πού κλέβουν τον σπόρο από την καρδιά σου[1]. Και να φροντίζεις να μην ξεραθεί γρήγορα ο σπόρος αυτός από τον καύσωνα των θλιβερών περιστάσεων, πριν ριζώσει στα βάθη της καρδιάς σου και να μην καταπλακωθεί από τις μέριμνες της παρούσης ζωής σαν αγκάθι, χωρίς να δώσει ουράνιο καρπό. Φρόντιζε να είναι τα μάτια σου συνεχώς στραμμένα προς την γή, ενώ η σκέψη να υψώνεται εκεί, όπου οι θείες τάξεις των Αγγέλων δοξολογούν τον Χριστό μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το πανάγαθο Πνεύμα, την δημιουργική, υπεράρχια, ζωοποιό Τριάδα. Να αποφεύγεις, όσο έχεις δύναμη, να ακούς απρεπείς λέξεις και κάθε άνομο λόγο, γιατί είναι πιο κοφτερός από κάθε μαχαίρι και με αυτόν ο εχθρός διά της αναμνήσεως πληγώνει την καρδιά σου. Βάλε το χέρι σου επάνω στο άροτρο των ευαγγελικών εντολών και πρόσεχε να μην γυρίσεις πίσω. Να επιδιώκεις με σπουδή πάντοτε την τιμή του ουρανίου αξιώματος, λησμονώντας τα προηγούμενα έργα σου και επιζητώντας τους μελλοντικούς αγώνες, μέχρις ότου σε αποκόψει από αυτήν την ζωή το δρεπάνι του θανάτου. Βάδιζε τον στενό δρόμο με βήμα πλατύ, για να αξιωθείς να φθάσεις στην ευρύχωρη ουράνια πατρίδα. Πρόσεχε πάντοτε την χοάνη του λάρυγγά σου, για να μην σε ρίξει στον αναταραγμένο βυθό της λαιμαργίας. Προσπάθησε να ξεριζώσεις από την καρδιά σου κάθε εμπαθή επιθυμία πού ευχαριστεί την σάρκα και αντιθέτως πίκραινέ την με σκληρή ζωή, περιφρονώντας καθετί πού την γλυκαίνει. Μην ξεχνάς ότι είσαι δεμένη με το φοβερό θηρίο της λαιμαργίας, πού μαίνεται εναντίον σου και ασταμάτητα βρυχάται. Προσπάθησε πάντοτε να δαμάσεις τις ψυχοκτόνες επιθυμίες του με νηστεία και απόλυτη πτωχεία. Επειδή τα ευχάριστα ποτά, τα νόστιμα φαγητά, τα μαλακά στρώματα και ο πολύωρος ύπνος αναστατώνουν αυτό το θηρίο, απόφευγέ τα. Αν πράγματι θέλεις να δαμάσεις την μανία του, κάνε το ταξίδι της ζωής σου με λιτότητα και πάντοτε με ελαφρύ στομάχι, προσευχόμενος στον Χριστό.

Να θεωρείς την παρούσα ζωή εξορία, στην οποία καταδικάστηκες για την παράβασή σου. Έχασες το προνόμιο να είσαι εργάτρια του κήπου του Παραδείσου, επειδή δεν φοβήθηκες την απειλή του θανάτου σε περίπτωση πού θα γευόσουν τον απαγορευμένο καρπό. Όπως λέγει η εντολή του Χριστού, όπου και αν είναι ο Θεός, ο ίδιος ο Κύριος, εκεί θα είσαι και εσύ γευόμενη την θεία δόξα Του[2]. Φύλαξε τον εαυτό σου και μην πέφτεις ανόητα στην αδηφαγία και την οινοποσία, κατά τον χρόνο πού σου όρισε ο Θεός για την ίαση της ψυχής σου, έτσι ώστε να μην πέσεις στο φοβερό σκοτάδι αλλά στο ανέσπερο φώς.

Θα έχεις ακούσει ότι οι κατοικούντες εν ουρανοίς χαίρονται περισσότερο για έναν μετανοήσαντα αμαρτωλό παρά για ενενήν­τα εννέα εναρέτους[3]. Δεν είναι μάταιη αυτή η υπόσχεση του Χριστού και μας βοηθάει να κατανοήσουμε με απόλυτη σαφήνεια την θεία ευσπλαγχνία του Κυρίου για το ανθρώπινο γένος. Να προσπαθείς λοιπόν πάντοτε, εκτελώντας τις εντολές Του, να ευφραίνεις τα πρόσωπα των Αγγέλων και να μην κάνεις με άνομες πράξεις να χαίρονται τα απαίσια και μισάνθρωπα τάγματα των ολεθρίων δαιμόνων. Όπως με την σωτηρία σου χαίρονται οι άγιοι Αγγελοι, έτσι και με την καταστροφή σου ευφραίνονται τα κακά δαιμόνια. Μοιάζεις σε όλα, ψυχή μου, με το πλοίο πού διασχίζει την θάλασσα και το δέρνουν διάφοροι φοβεροί άνεμοι πού προσπαθούν να σε γκρεμίσουν στα βάθη της κολάσεως και να σε παραδώσουν στο πύρ το εξώτερον[4]. Φρόντιζε λοιπόν να ταξιδεύεις πάντοτε με γαλήνιους δροσερούς ανέμους, δηλαδή με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. Αυτό μόνο να βλέπεις και Αυτό μόνο να ακούς, με Αυτό να γεμίζεις τα νοητά πανιά σου, με Αυτό να στηρίζεις τον ακλόνητο ιστό της καρδιάς σου, για να φθάσεις χωρίς απώλειες στο ουράνιο λιμάνι, διατηρώντας αλώβητο όλο τον πλούτο των αρετών σου.

Να φυλάς στην απλότητα τον λύχνο του σώματός σου, ώστε να είναι πάντοτε φωτεινός, καταυγασμένος από το φως το απρόσιτο. Αλλιώς το φυσικό φως πού ζεί μέσα σου θα μετατραπεί, λόγω της αμελείας και της απληστίας σου, σε φοβερό σκοτάδι και θα σε ρίξει στο αδιαπέραστο σκότος, όπου υπάρχει ο βρυγμός των οδόντων και δάκρυα ατελείωτα[5]. Να αποκτήσεις τον θεόσταλτο πλούτο των δακρύων, στα οποία ο Βασιλέας Χριστός δείχνει αμέσως έλεος. Να αποκτήσεις υπομονή, αυτήν την ακλόνητη στάση της ψυχής απέναντι στις δυστυχίες πού σου επιτίθενται, ώστε να μην πέσεις ούτε όταν σε βρεί η θύελλα των κακών πειρασμών. Να ξέρεις ότι δεν θα στεφανωθεί οποίος δεν αγωνίζεται δίκαια. Να αποφύγεις να μοιάσεις με τον άφρονα Φαρισαίο μή κατακρίνoντας τον πλησίον σου[6]. Βλέπε πάντα την δοκό πού βρίσκεται στον οφθαλμό σου[7], το ασήκωτο βάρος δηλαδή των αδυναμιών σου. Πάντα φρόντιζε να μην μοιάσεις του Φαρισαίου και λογάριαζε τον εαυτό σου ως σκυλί ακάθαρτο έχοντας ταπείνωση με τους ανθρώπους, όχι μόνο στα λόγια αλλά και στην καρδιά σου. Μην επιτρέπεις στον εαυτό σου να εξετάζει το καρφί πού βρίσκεται στον οφθαλμό του πλησίον σου[8], δηλαδή το ελάχιστο σφάλμα του. Θυμήσου, αγαπημένη μου ψυχή, ότι ο καθένας θα δώσει λόγο για τα δικά του αμαρτήματα στον Κριτή των πάντων. Να φυλάττεις πάντοτε στην μνήμη σου τα βάσανα του Άδη και να βαδίζεις αταλάντευτα τον δρόμο της σωφροσύνης, γιατί όλοι οι αμαρτωλοί και όσοι επιδίδονται σε άνομες πράξεις θα παραδοθούν σε βάσανα ατελείωτα. Να ακολουθείς πάντοτε με συνέπεια τις εντολές του Θεού, προσαρμόζοντας προσεκτικά την ζωή σου σε αυτές. Διαφορετικά δεν υπάρχει σωτηρία, όπως δεν γίνονται καλά όσοι δεν υπακούουν στους γιατρούς. Αυτό μπορεί να το αποδείξει εκείνος πού διώχτηκε από την θεία γαμήλια εορτή στο πύρ των βασάνων, επειδή δεν είχε για τον ιερό γάμο κατάλληλη ενδυμασία[9], υφασμένη από πράξεις σωφροσύνης. Η πίστη, ψυχή μου, μοιάζει με χρυσό αργαλειό πού το κάθε ωραίο υφάδι είναι οι καλές πράξεις. Όπως όμως κάθε υφάδι δεν συγκροτεί από μόνο του ένα ωραίο ύφασμα, έτσι και η πίστη χωρίς καλές πράξεις η οι καλές πράξεις χωρίς ανόθευτη πίστη παραμένουν νεκρές. Όταν λέγει, «πύρ ήλθον βαλείν επί την γήν»[10], εννοεί ότι ο ζήλος και η θεία φροντίδα για τις σωτήριες εντολές Του εξολοθρεύουν, σαν θεϊκό πύρ, κάθε ακάθαρτο και σαρκικό μίασμα και γύρω σου ανθίζει η φωτεινή ενδυμασία της αγιότητας, πού σε περιβάλλει θαυμάσια. Να επιζητείς, λοιπόν, να καθαρίζεις με αυτό το θεϊκό πύρ όλα τα μιάσματα του σώματός σου και μην παρασύρεσαι από την αίρεση, πού ισχυρίζεται ότι μετά τον θάνατο καθαρίζονται στο πύρ τα σαρκικά μιάσματα των αμαρτωλών. Αυτή είναι φοβερή πλάνη και η τελική άβυσσος, όπου οδηγεί η λανθασμένη διδασκαλία του Ωριγένη[11].

Ο Κριτής ζητά να εισέλθουμε στην βασιλεία των ουρανών όχι με το καθαρτήριο πύρ, αλλά με την «βία του εαυτού μας»[12]. Πριν κλείσει η πύλη των ουρανών, ας προσπαθήσουμε να εισέλθουμε από τον στενό δρόμο. Και να θεωρείς, ψυχή μου, ως στενό δρόμο τον εξαναγκασμό του εαυτού σου στην τήρηση των ιερών εντολών, ενώ να θεωρείς ως αυστηρό κλείσιμο της πύλης την μεγάλη μακροθυμία του Θεού ως τον θάνατο. Αν ζούμε δίκαια, η πύλη αυτή θα παραμένει για μας πάντοτε ανοιχτή και θα μας υποδέχεται φιλόξενα. Αλλά, αν ζούμε άνομα και χωρίς μετάνοια, η πύλη θα είναι κλειστή για μας χωρίς έλεος, όταν μας αρπάξει από εδώ ο θάνατος. Αυτό το αυστηρό κλείσιμο της θείας πύλης αποκαλύπτει σαφέστατα το σφάλμα της διδασκαλίας περί καθαρτηρίου πυρός. Αν οι αμαρτωλοί και οι άδικοι, πού εγκαταλείπουν την επίγεια ζωή, διατηρούσαν κάποια ελπίδα μετά τον θάνατό τους από το καθαρτήριο πύρ, τότε η πύλη του θείου γαμήλιου παστού δεν θα ήταν κλειστή για τις παρθένες πού δεν πήραν μαζί τους λάδι για τα λυχνάρια τους και δεν θα είχε μείνει στην έσχατη Κρίση για την απολογία ούτε ο κενός λόγος πού αποτελεί την πιο ελαφριά από όλες τις αμαρτίες. Οι μωρές παρθένες δεν ζούσαν άσωτη ζωή με άσκοπα γέλια. Όμως οι μέν πάντοτε πλεονεκτούσαν, ενώ εκείνες έκλαιγαν, και όταν παρακαλούσαν να τους ανοίξουν την πύλη άκουσαν: «Αμήν λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς»[13]. Επίσης, δεν θα είχε καταδικασθεί στο αιώνιο πύρ αυτός πού έχει αποκαλέσει άφρονα και κενολόγο[14] τον πλησίον του. Με όλα αυτά, ψυχή μου, ο Κύριος μας διδάσκει σαφώς ότι η παρούσα ζωή αποτελεί τον χρόνο των αγώνων για την απόκτηση της αρετής, αλλά και για την εξολόθρευση του κάθε κακού, ενώ μετά τον θάνατο έρχεται αναλόγως το βραβείο η η τιμωρία.

Ευκρινέστερα φανερώνεται αυτό στην θεία παραβολή, όπου ο Κύριος μας διδάσκει με το παράδειγμα του πλουσίου πού καίγεται μέσα στο πύρ λόγω της ασπλαγχνίας του, αλλά δεν καθαίρεται και παρουσιάζει τον Αβραάμ πού του λέγει: «Τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες σύ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά»[15], υπομένοντας με μεγάλη υπομονή πολλές στενοχώριες. Έτσι ο Κύριος έδειξε πώς η επίγεια ζωή δόθηκε σε όλους τους ανθρώπους για να αποκτήσουν την αρετή και για να λυτρωθούν από την αμαρτία, όπως αναφέραμε και προγενέστερα, ενώ στην μετά θάνατον ζωή μας αναμένουν βραβείο η βάσανα. Αλλά και σε έναν από τους μεγάλους Πατέρες, όταν προσευχήθηκε να του αποκαλυφθεί ποιά θέση λαμβάνουν μετά τον θάνατό τους οι ψυχές των δικαίων και οι ψυχές των αμαρτωλών, φανερώθηκε άνωθεν ότι οι ψυχές των δικαίων πετούν επάνω ως υψιπετή πτηνά και τις δέχεται μέσα του ο ίδιος ο ουρανός. Αντιθέτως, όσες τελείωσαν την ζωή τους με άνομα έργα γκρεμίζονται στην τρομερή, σκοτεινή και δύσοσμη λίμνη των εγκάτων και ένα πελώριο χέρι τις ρίχνει κάτω στην κόλαση, και δεν υπάρχει το καθαρτήριο πύρ πού τις καθαίρει και τις αφήνει να φύγουν από εκεί κεκαθαρμένες στο φώς[16]. Και οι δυο τους υπήρξαν μεγάλοι και αξιέπαινοι, και αυτός πού αφηγείται και αυτός πού το έχει δεί νοερά. Ο πρώτος είναι ο πάνσοφος αρχιερέας της Αλεξανδρείας, ο δεύτερος η εξαίσια κεφαλή των ιερών μοναχών[17].

Επομένως μην παρασύρεσαι από τα κούφια λόγια των πλανεμένων λογίων, αλλά, ακολουθώντας το ευαγγελικό δίδαγμα, προσ­πάθησε με καλά έργα και με δάκρυα ταπεινώσεως να καθαρθείς από το βάρος των πολλών αμαρτιών σου. Γι’ αυτό να εκτελείς πάντοτε με ιδιαίτερο ζήλο μέχρι και το τελευταίο «ιώτα» τις θείες εντολές του Σωτήρος ημών, αν θέλεις να βρεθείς τότε χωρίς αισχύνη εκ δεξιών του Κυρίου σου. Λέγει ο ψαλμωδός ότι: «Τότε ου μή αισχυνθώ εν τώ με επιβλέπειν επί πάσας τάς εντολάς σου. Εξομολογήσομαί σοι εν ευθύτητι καρδίας εν τώ μεμαθηκέναι με τα κρίματα της δικαιοσύνης σου»[18]. Όμως, καρδιά αγνή και ενάρετη έχει αυτός πού δεν τολμά να περιφρονήσει καμμία από τις εντολές του Υψίστου, να μην την εκπληρώσει έμπρακτα η να την αλλάξει, αλλά τις εκτελεί όλες με δέος.

Να αποφεύγεις την ολέθρια απραξία και με την εργασία των χεριών σου να διώχνεις τις σκέψεις της θλίψεως. Δεν υπάρχει τίποτα πιο καταστροφικό από την απραξία, και μάλιστα από αυτήν προήλθε κάθε κακό στο γένος μας. Να κάνεις λοιπόν τα πάντα για την Χάρη του Θεού και τα κέρδη πού θα βγούν από την εργασία σου να τα δίδεις στους πτωχούς, χωρίς να τα λυπάσαι, και να μην τα φυλάγεις ανόητα για τον εαυτό σου, αν πράγματι επιθυμείς να κληρονομήσεις τον αιώνιο ουράνιο πλούτο. «Όπου γάρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών»[19], λέγει ο Κύριός μας. Να ζείς από την δίκαιη εργασία σου, όπως εξαρχής το ζήτησε η θεία εντολή του Κυρίου: «Εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου, έως του αποστρέψαι σε εις την γήν εξ ής ελήφθης, ότι γή εί και εις γήν απελεύση»[20], και να μή βλέπεις τους χωρικούς πού σε βοηθούν, ως αφέντης, αλλά ως μαθητής του Χριστού. Να ζείς σαν τον απόστολο, κερδίζοντας το ψωμί σου με τα δικά σου χέρια[21], αφού προηγουμένως μοιράσεις όλα τα υπάρχοντά σου στους πτωχούς[22], σύμφωνα με την εντολή του Σωτήρος. Να προτιμάς να υπηρετείς τους άλλους, παρά να είσαι αφέντης των άλλων. Επειδή με το πρώτο ανεβαίνεις στα ύψη και με το δεύτερο μοιράζεσαι στα δύο. Αν τακτοποιείς την εργασία πού σου ανέθεσαν, σύμφωνα με τις εντολές του Θεού θα είσαι μακάρια· αν όμως παραβείς αυτές τις εντολές, θα καταδικαστείς, όπως και οι παραβάτες του νόμου.

Να προτιμάς να είσαι επαίτης, παρά να έχεις άφθονο ασήμι. Αν σε ενοχλούν οι ελλείψεις, να προτιμάς να υποφέρεις και να μην ενοχλείς τους άλλους. Να το έχεις ως κανόνα σου και να μην επιδιώκεις να πίνεις το αίμα των πτωχών, ζητώντας από αυτούς τόκους για το ασήμι πού τους δάνεισες. Με το ασήμι δεν ακολουθείς τα ίχνη του ενδεούς Χριστού, ακόλαστη, αλλά τα ίχνη των ανόμων ειδωλολατρών και καλείς επάνω σου την κατάρα του νόμου, μή γενόμενη κληρονόμος του ανεσπέρου φωτός. «Ου λήψη παρ’ αυτού τόκον, ουδέ επί πλήθει· και φοβηθήση τον Θεόν σου, εγώ Κύριος, και ζήσεται ο αδελφός σου μετά σού»[23]. Και «επικατάρατος πάς άνθρωπος ος ουκ εμμενεί εν πάσι τοίς λόγοις του νόμου τούτου ποιήσαι αυτούς· και ερούσι πάς ο λαός· γένοιτο»[24]. Έχεις ακούσει, ψυχή μου, ότι εκείνου πού «εσκόρπισε, έδωκε τοίς πένησιν· η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος»[25], και όχι αυτού πού δανείζει το ασήμι του με τόκο. Γιατί κλείνεις τα αυτιά σου, σαν κουφός όφις; Αν αληθινά αγαπάς τον εσταυρωμένο Ιησού Χριστό και επιθυμείς να κληρονομήσεις την μακαρία δόξα Του, γίνε πτωχός, να σταυρωθείς μαζί Του και μετάφερε όλες τις επιθυμίες σου στον ουρανό. Για τους συγγενείς, τους γνωστούς και τους φίλους σου να είσαι ξένος, άγνωστος, ανέστιος, σαν να μην έχεις ούτε πατρίδα, ούτε αξίωμα, μήτε αρκετό μυαλό. Να μοιράσεις όλα τα υπάρχοντά σου στους ενδεείς. Να μισήσεις και να αποδιώξεις όλες τις προηγούμενες συνήθειές σου και την επιθυμία κάθε πράγματος πού σε ευχαριστεί. Να πεινάς και να διψάς εκουσίως και ακουσίως, να υπομένεις τις θλίψεις, να χαίρεσαι αν φυλακιστείς. «Εάν εμοί διακονή τις, εμοί ακολουθείτω, και όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται»[26], είπε ο Σωτήρας.

Να αποφεύγεις την απληστία, την οποία ακολουθεί η φοβερή παράβαση της εντολής του Θεού και της αληθείας Του. Να γνωρίζεις ότι το θράσος, οι κακές πράξεις και ο δόλος περιτριγυρίζουν συνεχώς τα τείχη της πόλεως, και γι’ αυτό καταποντίζονται οι γλώσσες[27], αφού τις κόβει από ψηλά η θεία ρομφαία. Να αποφεύγεις το κακό της απληστίας, πού δημιουργεί τον αντίχριστο, δηλαδή τον εχθρό των ευαγγελικών εντολών. Ο Χριστός, ο Κύριος, όπως έχει γραφεί, ήλθε να λύσει τις ψυχές των πτωχών τις δεμένες με άδικα κέρδη[28], ενώ ο τοκογλύφος, πού μαίνεται από την παραφροσύνη του πάθους για τον χρυσό, πάλι τις δένει με τις χειροπέδες των τόκων. Να αποφεύγεις το κακό των τοκογλύφων, πού μετατρέπει τον οπαδό τους σε άπιστο και υπηρέτη των ειδώλων[29]. Καθώς δε η απληστία είναι η απόλυτη υποταγή στα είδωλα, όπως το ακούμε από τον θείο ευαγγελιστή, γι᾽ αυτό φρόντιζε να αποφεύγεις με όλες τις δυνάμεις σου το πάθος της απληστίας. Αν θέλεις να γίνεις μόνιμος κάτοικος, μαζί με τους αγίους πού ευαρέστησαν τον Κύριο, στα θεία ύψη και να αγάλλεσαι μαζί τους, τότε να αποφεύγεις αυτήν την βδελυγμία. Ο θείος ψαλμός με τις φωνές των ευσεβών όλης της οικουμένης καταράται τους θαυμαστές της, τους ειδωλολάτρες, και προσεύχεται πάντοτε με μεγάλο ζήλο για τον καταποντισμό τους λέγοντας: «Καταπόντισον, Κύριε, και καταδίελε τάς γλώσσας αυτών»[30]. Αν πίνεις το αίμα των πτωχών και χαίρεσαι με την απληστία, εξομοιώνεσαι με τα αιμοβόρα θηρία και από ξερά κόκκαλα προσπαθείς να ρουφήξεις το μεδούλι, σαν σκύλος η κόρακας. Σου δόθηκε εντολή, ανόητη, να εργάζεσαι και να τρέφεις τους πτωχούς και όχι να πίνεις το αίμα τους με την απληστία σου· να υπηρετείς τους άλλους και όχι να τους εξουσιάζεις. Γιατί ακονίζεις το μαχαίρι και το στρέφεις στην καρδιά σου; Ο Χριστός, ο Κύριος, αγάπησε μέχρι τέλους την απόλυτη ένδεια, ώστε δεν είχε πού να κλίνει την αγία κεφαλή Του[31]. Αντιθέτως εσύ, ακόλαστη, δεν φοβάσαι να τυραννάς αδιάκοπα τους πτωχούς χωρικούς με το κυνήγι του κέρδους; Τί φοβερή παραφροσύνη! Δεν σε κάνει να ντρέπεσαι ο βίος του Χριστού, για τον οποίο καυχάσαι; Πώς κατανοείς, ψυχή, τον Χριστό; Η μήπως νομίζεις, ότι Αυτός δεν το προσέχει και δεν θα σου ζητήσει τον λόγο κατά την φοβερή Κρίση; Να τρέμεις την απειλή Του, επειδή Αυτός λέγει: «ελέγξω σε και παραστήσω κατά πρόσωπόν σου τάς αμαρτίας σου»[32].

Η μήπως νομίζεις ότι με τα ελάχιστα κομμάτια, πού δίδεις καμμιά φορά στους πτωχούς πού έρχονται στην πόρτα του σπιτιού σου, θα γλυτώσεις μετά τον θάνατό σου την τιμωρία και τα βάσανα στο πύρ, πού αξίζουν στην απανθρωπιά σου; Περιφρονείς και εξαπατάς τον εαυτό σου. Βρίσκεσαι μακριά από τον δρόμο πού οδηγεί τους δίκαιους στην βασιλεία των ουρανών. Ο άπληστος δεν κληρονομεί την βασιλεία των ουρανών, κηρύττει ο θείος Παύλος, το αλάνθαστο αυτό στόμα του Χριστού[33]. Αν δεν μιμηθείς με τον ζήλο σου αυτόν, πού έδωσε τετραπλάσια σε όσους είχε αδικήσει, και αν δεν μοιράσεις, όπως εκείνος, την μισή περιουσία σου στους πτωχούς[34], τότε ο Βασιλέας Χριστός δεν θα έλθει να μείνει στην κατοικία σου και μην ελπίζεις ότι θα ακούσεις από Αυτόν: «Σήμερον σωτηρία τώ οίκω τούτω εγένετο»[35]. Ελεημοσύνη πρόςτούς πτωχούς και αγάπη με αγνή καρδιά προς τον Κύριο και όλους τους ανθρώπους, μας ζητάει ο Χριστός-Θεός, και χωρίς αυτά όλα τα άλλα δεν υπάρχει όφελος, ούτε η εγκράτεια από το φαγητό ούτε οι πολύωροι άθλοι της προσευχής. «Έλεος θέλω και ου θυσίαν»[36], λέγει. Μπορεί να σε πείσει το παράδειγμα των «μωρών παρθένων», πού δεν είχαν έλαιο στους λύχνους τους και δεν είχαν κανένα όφελος από τις άλλες αρετές τους, αλλά διώχτηκαν από τον ουράνιο γάμο.


Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.

——————————————————————————–
[1]. Πρβλ. Ματθ. 13, 3-8.
[2]. Πρβλ. Ιω. 17,24.
[3]. Λουκ. 15,7.
[4]. Πρβλ. Ματθ. 22,13. 25,30.
[5]. Πρβλ. Ματθ. 8,12. 13,42,50. 22,13. 24,51. 25,30. Λουκ. 13,28.
[6]. Πρβλ. Λουκ. 18,11-12.
[7]. Πρβλ. Ματθ. 7,3,4. Λουκ. 6,41,42.
[8]. Πρβλ. Ματθ. 7,3-4. Λουκ. 6,41-42.
[9]. Πρβλ. Ματθ. 22,11-13.
[10]. Λουκ. 12,19.
[11]. Γίνεται λόγος γιά τήν διδασκαλία τού Ωριγένους περί αποκαταστάσεως τών πάντων, σύμφωνα μέ τήν οποία μετά τόν θάνατο θά επέλθει η κάθαρση όλων τών αμαρτωλών καί τελικά θά υπάρξει αποκατάσταση τών πάντων στήν αρχέγονη παραδείσια κατάσταση τών ανθρώπων μέ τήν νέα κάθοδο τού Χριστού στόν κόσμο.
[12]. Bλ. Λουκ 16,16.
[13]. Ματθ. 25, 13.
[14]. Πρβλ. Ματθ. 5, 22.
[15]. Λουκ. 16, 25.
[16]. Αθανασιου Αρχιεπισκοπου Αλεξανδρείας, Βίος καί πολιτεία τού οσίου πατρός ημών Αντωνίου συγγραφείς καί αποσταλείς πρός τούς εν τή ξένη μοναχούς παρά τού εν αγίοις πατρός ημών… 66, PG 26, 936C-937C.
[17]. Ο αφηγητής είναι ο Μέγας Αθανάσιος, ενώ ο μοναχός πού είδε νοερά τά ανωτέρω ήταν ο Μέγας Αντώνιος.
[18]. Ψαλμ. 118, 6-7.
[19]. Ματθ. 6, 21.
[20]. Γέν. 3, 19.
[21]. Πρβλ. Α´ Κορ. 4,12. Εφ. 4,28.
[22]. Πρβλ. Ματθ. 19,21.
[23]. Λευϊτ. 25,36.
[24]. Δευτ. 27,26.
[25]. Ψαλμ. 111, 9.
[26]. Ιω. 12, 26.
[27]. Πρβλ. Ψαλμ. 54, 10-11.
[28]. Πρβλ. Ψαλμ. 71, 14· Λουκ. 4, 18.
[29]. Εφ. 5, 5.
[30]. Ψαλμ. 54, 10.
[31]. Πρβλ. Ματθ. 8,20. Λουκ. 9,58.
[32]. Ψαλμ. 49, 21.
[33]. Βλ. Εφ. 5, 5.
[34]. Πρβλ. Λουκ. 19, 8.
[35]. Λουκ. 19, 9.
[36]. Ωσ. 6,6.
via


Λόγος Α΄,(Μέρος 3ο) Λόγος ψυχωφελής: Ο νους ομιλεί με την ψυχή. Επίσης λόγος περί απληστίας


Να θυμάσαι πάντοτε, ψυχή, τον φοβερό Κριτή, ο οποίος την ώρα της φοβερής Κρίσεως θα πλέξει στεφάνους χαρίζοντας την ατελεύτητη βασιλεία, την ζωή και την ουράνια δόξα στους πτωχούς, πού θα στέκονται τότε εκ δεξιών Του, ενώ θα πεί φοβερά λόγια σε εκείνους πού στέκονται εξ ευωνύμων Του λόγω της ασπλαγχνίας τους προς τους πτωχούς: να εξαφανιστείτε από μένα, καταραμένοι, στο αιώνιο πύρ[1]. Για όλες τις άλλες, καλές και κακές, πράξεις και αυτών και των άλλων δεν μνημονεύεται τίποτα, όχι επειδή αυτές δεν αξίζουν ούτε έπαινο ούτε μομφή, αλλά αυτό δείχνει φανερά, ότι και η αρετή και το κακό συνίστανται περισσότερο στο να δίδει κανείς ελεημοσύνη στους πτωχούς, πού ζούν μέσα στις θλίψεις, παρά στο να τους περιφρονεί. Επομένως, μην χαίρεσαι με τους στεναγμούς η με τις κακοπάθειες των πτωχών, επειδή φοβερός εκδικητής και προστάτης τους είναι ο ίδιος ο Ύψιστος. Πάψε λοιπόν να επιβαρύνεις τους πτωχούς με φόρους και με την απληστία σου. «Από της ταλαιπωρίας των πτωχών και από του στεναγμού των πενήτων, νύν αναστήσομαι, λέγει Κύριος»[2]. Να φοβάσαι, ανόητη, να φοβάσαι και να απαλλαγείς από αυτήν την ανόητη συνήθεια, πού απέκτησες από παλιά εξαιτίας του ακορέστου πάθους σου για το χρυσάφι. Να αγαπήσεις τους πτωχούς, για να πέσει επάνω σου από ψηλά όχι η οργή του Θεού, αλλά η θεία χάρις. Μην μοιάζεις με τους κηφήνες, πού με τα έργα των άλλων γεμίζουν πάντοτε την κοιλιά τους. Εάν μιμείσαι το αξιέπαινο έργο της σοφής μέλισσας, πού τρέφεται πάντοτε από την δίκαιη δουλειά της, τότε θα βρεθείς εκ δεξιών του Κριτή και θα συγκαταλεχθείς μεταξύ εκείνων πού στο πρόσωπο κάθε φτωχού ελέησαν τον Κύριο, και όχι μεταξύ όσων πέρασαν από δίπλα Του χωρίς να Του δώσουν βοήθεια.

Οι εντολές του Θεού μοιάζουν με χρυσοκέντητο στέμμα, στολισμένο με πολύτιμα πετράδια. Προσπάθησε λοιπόν να το φέρεις ολόκληρο στον Βασιλέα σου για να βραβευθείς με την ουράνια Χάρη και όχι την οργή. Να ζείς αφιλοκερδώς και να ασκείσαι στην αγαμία, όπως ορίζει ο αγωνοθέτης σου, αν πραγματικά επιθυμείς να γευθείς εκείνο το θείο δείπνο, το οποίο στερήθηκες, αφού έφυγες ανόητα για να πάς στο χωριό[3]. Μή σε δελεάζουν οι ακόλαστες και ολέθριες σκέψεις, πού σε συμβουλεύουν να έχεις οπωσδήποτε εξασφαλίσει κέρδος, χρυσάφι και κτήματα για τα βαθιά σου γεράματα και τις αρρώστιες. Τί είδους δικαιολογία μπορεί να έχεις, αμαρτωλή, ότι κάποτε δήθεν αρνήθηκες για τον Θεό την δική σου περιουσία, ενώ αποκτάς τις ξένες;

Πέφτεις στις ίδιες ψυχοφθόρες μέριμνες, πού τυφλώνουν τα έξυπνα μάτια σου με τις ακολασίες της σάρκας, οι οποίες, σαν αγκάθια, καταπνίγουν ο,τι σπάρθηκε από ψηλά στην καρδιά σου. Επιστρέφεις πάλι στα ίδια πάθη πού προηγουμένως καθυπόταξες, αδικώντας έτσι τον εαυτό σου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μοιάζεις με εκείνον πού τρέχοντας να αποφύγει τον καπνό, εγκλωβίζεται ανόητα από την φωτιά. Να ξέρεις ότι αυτά είναι τα δίχτυα του πονηρού, πού σε τυλίγουν με δήθεν δίκαιες μέριμνες και κολακεύοντας την σκέψη σου σε παρασύρουν μακριά από την αγάπη του Θεού και σε μπλέκουν ξανά στα ίδια φρικτά αγκάθια, από τα οποία απομακρύνθηκες, όταν αρνήθηκες αυτήν την ζωή. Μην δένεις πάλι, ψυχή μου, τον εαυτό σου με αυτά τα δίχτυα, για να μην εκδιωχθείς από τον ουράνιο γάμο. Πώς θα σε αναγνωρίσουν ότι δέχεσαι τον σταυρό η ότι απαρνείσαι τον εαυτό σου, για να ακολουθήσεις πιστά τα ίχνη του Χριστού, αν πάλι σε παρασύρουν οι μέριμνες για χρυσάφι και απόκτηση περιουσίας; Έχει λεχθεί ότι «ουδείς επιβαλών την χείρα αυτού επ’ άροτρον» –ως «άροτρον» εδώ εννοείται η τήρηση των θείων εντολών αρχικά και έπειτα η επιστροφή στις κακές πράξεις της καθημερινής ζωής– «και βλέπων εις τα οπίσω εύθετός εστιν εις την βασιλείαν του Θεού»[4]. Δεν μπορείς, ψυχή, «δυσί κυρίοις δουλεύεινΙ Θεώ και μαμωνά»[5], όπως είναι αδύνατον να βλέπεις με τον έναν οφθαλμό σου την γή και με τον άλλο τον ουρανό, αλλά βλέπεις και με τους δύο η προς τα επάνω η προς τα κάτω. Αν αγαπάς τον Χριστό, θα πρέπει να μισήσεις ολοκληρωτικά το χρυσάφι, επειδή είναι μεταξύ τους αντίθετα, όπως η ζωή με τον θάνατο, η όπως το φως με το σκοτάδι. Τί κοινό υπάρχει μεταξύ του Χριστού και του χρυσού; Ο Βασιλέας Χριστός θέλει να βρίσκεσαι ολοκληρωτικά δίπλα Του, να κλαίς και να μετανοείς συνεχώς, χωρίς την παραμικρή φροντίδα για τροφή και ενδυμασία. Αφού τα αφήσεις όλα αυτά, ακολούθησέ Τον χωρίς να κοιτάς πίσω, αποθησαυρίζοντας μόνο ένα κέρδος, τον σταυρό της νεκρώσεως του εαυτού σου· αυτό ζητάει ο Χριστός. Ενώ το χρυσάφι, πού σε κυκλώνει από παν­του με τις ψυχοφθόρες μέριμνες, σε κρατάει δέσμιο, όπως ο φοβερός όφις, αναγκάζοντας τον νου σου να χάνει σταδιακά την θέα των ουρανών και των Αγγέλων και την επιθυμία του Θεού. Το σώμα πού παχαίνει συνεχώς από τα νόστιμα φαγητά πέφτει σε βαθύ ύπνο, με απαίσιες σαρκικές επιθυμίες και σκέψεις βέβηλες, αλλοίμονο, όχι μόνο κατά την διάρκεια του ύπνου αλλά και την ώρα της αγρυπνίας. Τα μάτια ενός τέτοιου ανθρώπου βλέπουν περιφρονητικά, επειδή η καρδιά του φούσκωσε από ελπίδες μάταιες για πλούτο και κέρδη. Αυτός λογαριάζει πλέον τον εαυτό του μεγάλο και τρανό και όχι τελευταίο από όλους, όπως νόμιζε προηγουμένως. Και σε αυτό αποβλέπει η κάθε πράξη του· επιζητά τους επίγειους επαίνους. Έπειτα, αφού επιτύχει το ζητούμενο, μολονότι προηγουμένως εμφανιζόταν στο πρόσωπό του κάποιο ίχνος υποκριτικής ταπεινοφροσύνης, τώρα την απορρίπτει και αδιάντροπα δείχνει την κρυμμένη μέσα του υπερηφάνεια. Απορρίπτει όμως την θεία διδασκαλία πού καταδικάζει τον υπερήφανο δούλο, πού είναι κυριευμένος από το πάθος να κυβερνά και να δια­τάζει τους ομοίους του και εξομοιώνεται με τους απίστους και τους ανυπάκοους.

Λόγω της υπερηφάνειάς του αυτός νομίζει πιά ότι ορίστηκε διαχειριστής του νόμου και δεν στηρίζεται σε αυτόν για την δίκαιη διακυβέρνηση των κατωτέρων του. Καυχάται, ανομεί, οργίζεται υπερβολικά, βασανίζει, φυλακίζει, δωροδοκείται, τρώει ασυγ­κράτητα. Όλες οι σκέψεις του ασχολούνται με το χρυσάφι και όλη η μέριμνά του είναι πώς να ικανοποιήσει την εξουσία του. Η γλώσσα του είναι λυμένη, χωρίς τα ιερά δεσμά της σιωπής, πάν­τοτε ομιλεί με οργή και αγανάκτηση, και στα χείλη του κρέμον­ται όλα όσα λένε οι αισχροί άνθρωποι και οι πόρνες. Και το χέρι του όμως δεν παραμένει άπραγο, αλλά σηκώνει ψηλά το ραβδί και απειλεί να χτυπήσει στις πλάτες τον πτωχό άνθρωπο, ενώ η σκέψη του τυφλώνεται από το πάθος της μάταιης δόξας και της υπερ­ηφάνειας. Πέρα δε από αυτά, κατέστρεψε και την αγαθότητα της ψυχής του, πού ήταν γεμάτη πνευματικό πλούτο. Προσπαθεί πλέον να στολιστεί εξωτερικά με πολύχρωμα και μαλακά μεταξωτά υφάσματα, με χρυσό, ασήμι και πολύτιμα μαργαριτάρια, και την ίδια στιγμή κλείνει τα αυτιά του, σαν κουφός όφις, στον θείο λόγο ο οποίος επικρίνει όσους ντύνονται με πολυτελή ενδύματα[6]. Τα χέρια ξεχνά να τα απλώσει για να δώσει ελεημοσύνη σε όσους πεθαίνουν από την φτώχεια, αλλοίμονο, αλλά μαστιγώνουν αλύπητα τους φτωχούς για να εξοφλήσουν τους υπέρογκους τόκους των χρεών, τους οποίους δεν μπορούν να αποπληρώσουν. Μπορεί να τους στερήσει την ελευθερία τους η ακόμη, αφού τους πάρει την περιουσία, να τους διώξει από τον τόπο τους με άδεια χέρια. Αν και ελέγχει τα χωριά, δεν φροντίζει τους χωρικούς, όπως τα μέλη του σώματός του, κατά την εντολή του Κυρίου[7]. Αντιθέτως ταλαιπωρεί συνεχώς τους χωρικούς σαν αγορασμένους δούλους με διάφορες βαρειές δουλειές. Αν μάλιστα εκείνοι φταίξουν σε κάτι, αμέσως οργισμένος δένει τα πόδια τους με σιδερένιες αλυσίδες.

Υπερηφανευόμενος για την εξουσία του, χωρίς κανένα φόβο, τρέχει προς το χείλος της αβύσσου, σαν ατίθασο άλογο, πού, αφού αποτίναξε το χαλινάρι του, έρριξε με θράσος από την ράχη τον καβαλάρη του και μαίνεται, χλιμιντρίζει και κάνει ασυγκράτητα άλματα, έως ότου πέσει, το άτυχο, σε σαρκοβόρα θηρία, πού θα το κατασπαράξουν και θα το καταβροχθίσουν.

Έτσι και η ψυχή, πού υπερηφανεύεται για τα πολλά αποκτήματά της, διώχνει σταδιακά από την καρδιά της τον φόβο του Θεού. Όταν χάσει τελικά αυτόν τον φόβο, δεν φοβάται πιά ούτε το ψέμα ούτε την επιορκία ούτε κάποια ληστεία· φθονεί, οργίζεται, καυχάται τρομερά και χαίρεται πολύ με τις φθοροποιές διχόνοιες. Τρέφεται όπως η βδέλλα με αίμα και πάντοτε παρατηρεί τα αμαρτήματα των άλλων, χωρίς να νιώθει ποτέ τα δικά της. Αν την επαινέσει κανείς χαίρεται, ενώ αν δεν της δώσουν προσοχή, οργίζεται σαν θηρίο και την καταλαμβάνει θλίψη μεγάλη. Περιφρονεί την Αγία Γραφή, πού συμβουλεύει να καλούν όχι τους πλουσίους αλλά τους πτωχούς στο τραπέζι τους. Πάντοτε προσφέρει άφθονα φαγητά στους πλουσίους, με τους οποίους χαίρεται να συναναστρέφεται, και με τα δύο της χέρια λεηλατεί αλύπητα τις περιουσίες των πτωχών για κάθε είδους απολαύσεις της καρδιάς της. Η ίδια πάντοτε ευφραίνεται με κάθε τρόπο και ενδύεται πανάκριβες ζεστές εσθήτες, ενώ στους άλλους πού πεθαίνουν από την πείνα και το κρύο δεν δίνει καμμία σημασία. Τρώει καθημερινά με πολυτέλεια, απασχολώντας ένα ολόκληρο πλήθος από υπηρέτες και δούλους.

Τα λόγια είναι περιττά. Με τις καθημερινές πράξεις σου δείχνεις ότι τις εντολές του Θεού τις θεωρείς κενά λόγια και νομίζεις πώς μοναχισμός είναι τα μαύρα ράσα. Λέει αλήθεια όμως εκείνος πού είπε για όσους υποκρίνονται τους ευσεβείς πώς «από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς»[8]. Και προσθέτει: «μήτι συλλέγουσιν από ακανθών σταφυλήν η από τριβόλων σύκα; Ιου δύναται δένδρον αγαθόν καρπούς πονηρούς ποιείν, ουδέ δένδρον σαπρόν καρπούς καλούς ποιείν»[9]. Επομένως, αφού απέρριψε τον φόβο του Θεού και έχασε το φως πού ελέγχει τα πάθη της ψυχής, αυτή βλέπει μόνο την εξωτερική ακαθαρσία, πού δεν έχει καμμία σημασία. Καθαρίζει διαρκώς με σαπούνι τα χέρια της, ενώ δεν την απασχολεί καθόλου, ότι λερώνεται συνεχώς από το μίασμα της απληστίας. Αν συμβεί κάποτε να τρέξει αίμα από τα δόντια, τότε δεν προσέρχεται στα άγια Μυστήρια. Αλλά την ίδια στιγμή θεωρεί ασήμαντο το ότι η γλώσσα της μολύνεται φοβερά από αναρίθμητες θεομίσητες ύβρεις. Αν συμβεί μέσα στον ύπνο άθελά της να μολυνθεί, τότε σιχαίνεται ακόμη και να αγγίξει το ένδυμά της, ενώ τα νόστιμα φαγητά, τα ποτά και τον πολύωρο ύπνο, πού την προκαλούν, τα απολαμβάνει πάντοτε ασυγκράτητα και ακόρεστα. Δεν γεύεται κρασί και λάδι κατά την Τετάρτη και την Παρασκευή, τηρώντας τους κανόνες των Αγίων Πατέρων, αλλά τυραννεί χωρίς τύψεις τους ανθρώπους, πληγώνοντάς τους με αποδοκιμασίες και πρωτάκουστες συκοφαντίες. Με την γλώσσα της ρίχνει άδικο στους ανθρώπους και τους κατηγορεί χωρίς έλεος στα κρυφά, ενώ μπροστά τους υποκρίνεται την φίλη. Επισκέπτεται συχνά τα δικαστήρια για υποθέσεις των χωριών και φιλονικεί έντονα με τους αντιπάλους της. Αν και δεν έχει ισχυρά επιχειρήματα εναντίον τους, επιθυμεί να τους κατηγορήσει. Έτσι ζητεί από τους δικαστές την άδεια να λυθεί η διαφορά στο πεδίο της μάχης διά των όπλων. Είναι γνωστή η εντολή πού λέγει να συμφιλιωνόμαστε με τον αντίπαλό μας και να μην αντιστεκόμαστε στον αδικούντα μέχρις εσχάτων, εγκαταλείποντας καθετί δικό μας και λογαριάζοντάς το εντελώς ασήμαντο. Αντιθέτως αυτή μάχεται και με όπλα ακόμη, εναντίον του αντιδίκου της για ένα μικρό κομμάτι γής πού αλλοίμονο, πολλές φορές δεν είναι κάν δικό της, χωρίς να φοβάται έστω και λίγο ούτε τον Θεό. Δεν φοβάται ούτε τους ίδιους τους μάρτυρες, τις τάξεις των Αγγέλων, ενώπιον των οποίων επέλεξε τον αφιλοκερδή βίο. Δεν τρέμει και δεν αισχύνεται για τις υποσχέσεις, πού η ίδια έδωσε στον Θεό. Και, ενώ αμαρτάνει τόσο πολύ, νομίζει ότι εκπληρώνει αρετή μεγάλη. Αυτό δεν είναι παρά απόδειξη άκρας παραφροσύνης. Κάθε αμαρτία είναι φοβερή, αλλά το να καυχάται κανείς για την αμαρτία είναι απόδειξη μεγάλης διαφθοράς.

Επειδή είσαι τόσο άχρηστη, ακόλαστη, πότε θα συνέλθεις και θα χύσεις τα σωτήρια δάκρυα της μετανοίας; Πώς θα βάλεις μέσα στην καρδιά σου τον φόβο του Θεού και την μνήμη του θανάτου και των βασάνων της κολάσεως; Και πότε θα αποκτήσεις την αγνή προσευχή, αφού δεν σε αφήνουν να ηρεμήσεις οι αναρίθμητοι πειρασμοί και οι βιοτικές μέριμνες; Πώς θα αποκτήσεις πραότητα, ταπεινοφροσύνη και ιερή σιωπή της καρδιάς, αφού συχνά και ασυγκράτητα παρασύρεσαι από την οργή και από τις διαφορές για την γή άλλοτε με τους ίδιους τους αγρότες και άλλοτε με τους γείτονές σου; Και, αν αποδειχθεί ότι αυτοί σε αδίκησαν σε κάτι, προσπαθείς με την σειρά σου να τους προσβάλεις ως εχθρούς. Πώς μπορείς να λες ότι είσαι διατεθειμένη να πεθάνεις για τον πλησίον σου, αφού συνεχώς τον βασανίζεις χωρίς έλεος με διάφορα βάρη και με την ψυχοφθόρο τοκογλυφία; Και, αν δεν αποκτήσεις αυτές τις αρετές, θα είσαι καταδικασμένη εις τον αιώνα του αιώνος σε βαθύ σκοτάδι και θα παραδοθείς στα βάσανα της κολάσεως, χωρίς να έχεις κανένα όφελος ούτε από τις συχνές και πολύωρες προσευχές ούτε από το μαύρο ράσο πού φοράς. Η προσευχή και το μαύρο ράσο ευχαριστούν τον Θεό και τιμώνται από Αυτόν τότε μόνο, όταν με επιμέλεια και με ακρίβεια εκτελείς όλες τις εντολές Του, όχι όπως νομίζεις εσύ, αλλά όπως ο Κύριος τις παρέδωσε. Αυτός δεν ζητάει τίποτα άλλο, μήτε προσ­ευχές πολύωρες, μήτε εγκράτεια από το φαγητό, παρά μόνο την εκπλήρωση των εντολών Του. Εξάλλου όλες οι προσευχές, οι νηστείες, οι αγρυπνίες και η μόνωση καθιερώθηκαν με μόνο σκοπό την εκπλήρωση των εντολών, μην καυχάσαι λοιπόν για τίποτα από αυτά, αφού αδιαφορείς για την εκπλήρωσή τους. Να επιδιώκεις λοιπόν, επάνω από οποιαδήποτε άλλη αρετή, να φθάσεις σε αυτήν την εκπλήρωση.

Είπε ο Σωτήρας: «εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν»[10]· και επίσης προσέθεσε: «ου πάς ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς»[11]. Εάν όμως εσύ, ακόλαστη, πίνεις το αίμα των πτωχών με την απληστία και τις άλλες αδικίες, αποκτάς, όποτε και όπως θέλεις, άφθονα όλα αυτά πού επιθυμείς. Έτσι, ταξιδεύεις στις πόλεις με άλογα καθαρόαιμα, με ένα πλήθος υπηρετών, από τους οποίους άλλοι σε ακολουθούν από πίσω και άλλοι τρέχουν μπροστά με φωνές και μαστίγια για να διώξουν από τον δρόμο σου τον κόσμο, πού σε υποδέχεται και δεν σε αφήνει να περάσεις. Τότε νομίζεις ότι με τις πολύωρες προσευχές και με αυτά τα μαύρα ράσα ευχαριστείς τον Χριστό, ο οποίος αγαπά το έλεος περισσότερο από την θυσία[12] και καταδικάζει όποιον αποστρέφεται τον ζητιάνο; Παρασύρθηκες φοβερά και έχεις πλέον χάσει τον ίσιο δρόμο, κτίζοντας σπίτια πάνω στην άμμο και όχι επάνω στην πέτρα την γερή[13], πού είναι η έμπρακτη τήρηση όλων των εντολών του Σωτήρος.

Εσύ, ακόλαστη ψυχή μου, απολαμβάνεις, μαζεύοντας πλούτη για τον εαυτό σου κατά τον τρόπο των Εβραίων, για να έχεις τις αποθήκες σου πάντοτε γεμάτες από διάφορα τρόφιμα και εκλεκτά ποτά. Κάθε χρόνο μαζεύεις από τα χωριά σου μεγάλους και πολλούς σωρούς από αγαθά, πού για να πάρεις μεγαλύτερο κέρδος τους φυλάς επίτηδες για τον καιρό της πείνας. Αλλά δεν φοβάσαι καθόλου τον Θεό, πού θα καταραστεί όσους αφήνουν τους συνανθρώπους τους να πεθαίνουν της πείνας, κρατώντας το σιτάρι και κάθε είδους φαγώσιμο στην πιο υψηλή τιμή, οδηγημένοι από την επιθυμία του μεγαλύτερου κέρδους[14];

Να αποφεύγεις, ψυχή μου, να μοιάσεις με εκείνον πού αποφάσισε να μεγαλώσει τις αποθήκες του, για να μην σε αποκαλέσει ο Θεός άφρονα, όπως και εκείνον[15]. Να μή θέλεις να μοιάζεις με εκείνον τον πλούσιο, πού έτρωγε πάντοτε νόστιμα φαγητά και περιφρονούσε τον ζητιάνο. Να μιμείσαι τον σώφρονα Λάζαρο, για να σε δεχθεί και εσένα ο Αβραάμ στους κόλπους του και όχι η άβυσσος του πυρός πού καίει αιώνια. Αφού με την μοναχική κουρά υποσχέθηκες στον Κύριό σου να εκπληρώνεις έμπρακτα όλες τις άγιες εντολές Του, προσπάθησε με όλη την δύναμή σου να είσαι υπεράνω κάθε μάταιης φροντίδας αυτής της ζωής σύμφωνα με την κρίση του Βασιλέως Χριστού σου, «ότι εάν μή περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον των γραμματέων και των Φαρισαίων, ου μή εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών»[16]. Αν όμως, ακόλαστη, δεν αποδειχτείς καλύτερη από εκείνους στην αρετή αλλά πολύ χειρότερη, τότε τι περιμένεις;

Αλλοίμονο, τι ντροπή και τι λύπη θα έχεις τότε! Επειδή είναι φανερό ότι η ζωή σου είναι πολύ χειρότερη από την ζωή των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Ο υπερήφανος Φαρισαίος δεν ήταν ούτε άδικος ούτε αιμοβόρος, αλλά έδινε στους πτωχούς το ένα δέκατο από τα εισοδήματά του. Αν όμως εμείς λόγω της μεγάλης φιλαργυρίας μας εκμεταλλευόμαστε τα έργα και τους κόπους των άλλων χωρίς έλεος, τότε πώς μπορούμε να αποκτήσουμε την αιώνια ζωή και την δόξα, αφού παρανομούμε χειρότερα και από τους Φαρισαίους;

Τέτοιου είδους σκέψεις, ψυχή μου, είναι παιδαριώδεις και ανόητες και αποτελούν φανερή πλάνη των αοράτων εχθρών. Κανείς δεν μπορεί να απαλλαγεί από την ταλαιπωρία του πυρετού, αν δεν ακολουθήσει τις οδηγίες του σοφού ιατρού, όπως ο πηδαλιούχος δεν μπορεί να οδηγήσει στο λιμάνι το πλοίο του χωρίς ούριο άνεμο. Έτσι ακριβώς και η ψυχή, πού δεν ξέπλυνε με την τήρηση των εντολών του Θεού ο,τι την μιαίνει, δεν μπορεί να φθάσει σε ασφαλές λιμάνι χωρίς να την καθοδηγήσει η Χάρις του Αγίου Πνεύματος.

Αγαπημένη μου ψυχή, μας δόθηκε άνωθεν η υπόσχεση για τον ουρανό, όπου τελείται εορτή και ιερή γλυκειά ψαλμωδία των πρωτοτόκων[17] και οι νοητές τάξεις των Αγγέλων λάμπουν με φώς. Γι’ αυτό πρέπει να ενδυθούμε την κατάλληλη ενδυμασία, την υφασμένη από τις θεάρεστες πράξεις και αρετές. Και από κάτω πάλι η γή με το ορθάνοιχτο στόμα της μας δείχνει τον σκοτεινό πυθμένα της κολάσεως και μας απειλεί με το ατελεύτητο πύρ της γεέννης, αν δεν ζούμε την ζωή μας σύμφωνα με τους κανόνες της ευσεβείας. Να φοβηθούμε λοιπόν αυτά πού βρίσκονται από κάτω και να αναζητήσουμε σταθερά τα υψηλά, μέχρι να ανεβούμε εκεί. Να η τρίποδη[18] και ολοστρόγγυλη τράπεζα[19] και επάνω της το χρυσό ποτήρι[20] γεμάτο ουράνιο νέκταρ[21]. Αν θέλεις, ψυχή, να τα γευθείς και να απολαύσεις την θεία Χάρη, τότε κλείσε μέσα στην καρδιά σου τις τρεις αυτές αρετές πού στηρίζουν την τράπεζα. Κάθε μια έχει απαραίτητα ανάγκη από τις δύο άλλες, ώστε, αν αφαιρέσεις την μία απ’ αυτές, οι άλλες δύο να είναι άχρηστες. Προσπάθησε, λοιπόν, με την πιο θερμή επιθυμία να αποκτήσεις την μεγαλύτερη από αυτές[22]. Επειδή χωρίς την αγάπη, όλα τα άλλα αποδεικνύονται άχρηστα, δηλαδή η μετακίνηση βουνών, η γνώση των ανθρωπίνων γλωσσών αλλά και των Αγγέλων ακόμα, η προσφορά προς τους ενδεείς, μέχρι και η παράδοση του σώματός μας στην φωτιά[23].

Απαρνήθηκες εντελώς τον εαυτό σου και δήλωσες ξένη για όλη αυτήν την μάταιη ζωή. Γι’ αυτό να μην απολαμβάνεις ούτε το νόστιμο φαγητό ούτε την δόξα ούτε τον πλούτο ούτε την φιλία με τους ευγενείς. Όποιος τον αρνήθηκε αμέσως με την ανάργυρη ζωή του, τα δάκρυα, την σιωπή, τις προσευχές, τις αγρυπνίες και την ανάγνωση των ιερών βιβλίων, τρεφόμενος νοερά από την αγαθότητα του Θεού, χαίρεται, επειδή πάντοτε είναι πλήρης της θείας αγαλλιάσεως.

Να σε τι συνίσταται η ζωή των οσίων παρθένων ανδρών! Να ο πλούτος τους! Να η αληθινή δόξα και χαρά τους! Σε αυτό συνίσταται η εκατoνταπλάσια ανταμοιβή τους, πού αποτελεί τρόπον τινά αρραβώνα των μελλόντων αγαθών και όχι στην συνεχή απόκτηση των φθαρτών περιουσιών, όπως θεωρούν λανθασμένα οι υπηρέτες και οι λάτρεις του χρυσού. «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν», είπε ο Κύριος. «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά»[24]. Εάν κάποιος επιθυμεί να γευθεί αυτό το θείο δείπνο με τους οσίους, τότε, όταν τον καλέσουν, να μην αρνηθεί ανόητα να παρευρεθεί ούτε λόγω της περιουσίας του, ούτε λόγω του ζεύγους των βοδιών πού αγόρασε, ούτε λόγω του γάμου του[25]. Αν όμως αρνηθεί εξαιτίας κάποιου από αυτούς τους λόγους, τότε ας γνωρίζει αληθινά πώς θα απολέσει την θεϊκή ευωχία.

Γι’ αυτό να αποφεύγεις την επικοινωνία με αυτούς πού σκέπτον­ται κοσμικά· να αγαπήσεις την σιωπή πού σε ενώνει εύκολα με τον Θεό. Να χαίρεσαι, όταν υφίστασαι ατιμία και να υπομένεις με ανδρεία τις ύβρεις, ανταποδίδοντας στους υβριστές σου προσευχές. Εάν κάποιος έτσι πράττει, θα είναι παράφρων για τους ανθρώπους, αλλά αρεστός στον Θεό, έχοντας κρυμμένη στην καρδιά του την σοφία. Να αποκτήσεις και την ταπεινοφροσύνη, πού είναι ο σταθερός και αδιαμφισβήτητος θησαυρός των αρετών. Όχι όμως την ταπεινοφροσύνη εκείνη πού συνήθως εκδηλώνεται ψευδώς με μετάνοιες, σιωπηλή ομιλία, σεμνή ενδυμασία και εξωτερικά ελκυστική και ευειδή μορφή του σώματος.

Επί πλέον, να μην φανερώνεις καθετί όμορφο και υψηλό, με το οποίο αγάλλεται ο Βασιλέας των ουρανών, και μάλιστα να κρύβεις μέσα στην καρδιά σου τον φόβο του Θεού και να χύνεις ασταμάτητα θερμά δάκρυα. Επίσης να κατηγορείς τον εαυτό σου πάντοτε για καθετί και να θεωρείς τον εαυτό σου άνυδρη γή και στάχτη[26]. Να δείχνεις τις πράξεις σου στον Έναν και μόνο ο οποίος γνωρίζει όλα τα μυστικά. Να στηλιτεύεις τις αμαρτίες σου χωρίς δισταγμό μπροστά στους ανθρώπους και να αποδέχεσαι κάθε μομφή τους ως έπαινο. Να αποφεύγεις πάντοτε την διαμονή στις πόλεις. Να χαίρεσαι τις αχανείς ερήμους, να εχθρεύεσαι πάντοτε μόνο τα ολέθρια δαιμόνια και να χαίρεσαι εξίσου για όλους τους πιστούς. Προσ­πάθησε να αποκτήσεις αυτόν τον ψήνα[27], αυτόν τον θεϊκό ψήνα, πού θα ωριμάσει τα πνευματικά έργα σου. Γέμισε τα πανιά σου με την απαλή πνοή του Ζεφύρου, πραγματοποιώντας το πολυτάραχο και μοναχικό ταξίδι σου. Η ταπεινοφροσύνη μοιάζει με την δροσερή αύρα πού μας οδηγεί στο λιμάνι. Εάν αυτή σε κυβερνά προσεκτικά, θα αποφύγεις εύκολα τα δίχτυα του εχθρού. Αφού την αποκτήσεις με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος σαν τις νοερές «πτέρυγες περιστεράς περιηργυρωμέναι, και τα μετάφρενα αυτής εν χλωρότητι χρυσίου»[28], θα πετάξεις με αγαλλίαση από την γή προς τις ουράνιες κατοικίες.

Επομένως, αν πράγματι επιθυμείς να αποκτήσεις αυτά πού σου ανέφερα και όχι μόνο να ομιλείς γι’ αυτά με μάταιους λόγους, τότε θα πρέπει αυτό πού διδάσκεις να πράττεις, για να είσαι ευπρόσδεκτη στην βασιλεία των ουρανών.



Το ακόλουθο λέγεται από τον ίδιο τον Λόγο



Αν κάποιος πιστεύει βαθιά μέσα του, με ειλικρίνεια και όχι υποκριτικά, στην ευσέβεια και την αγνότητα, αν είναι ξένος στην κακοπιστία, στην κάθε διπροσωπία, την ματαιοδοξία και την ύβρη, και επιθυμεί πάντοτε να διακρίνεται με τον μεγαλύτερο ζήλο για τον Χριστό, από τον οποίο δεν υπάρχει τίποτα υψηλότερο ανάμεσα σε όλα τα ένδοξα, ούτε στην γή, ούτε στον ουρανό, τότε αυτός θα με δεχθεί με χαρά και θα καταγράψει μέσα στις σκέψεις του αυτήν την σεμνή διδασκαλία και αυτές τις άτεχνες ομιλίες, οι οποίες όμως κρύβουν καλό περιεχόμενο. Πάντως οι σοφοί πρέπει να τις προσέχουν πάρα πολύ, αν επιθυμούν να έχουν πάντοτε γραπτώς το ωφέλιμο και όχι να το ακούνε με την άκρη του αυτιού τους. Το κυπαρίσσι φυτρώνει ίσια προς τα επάνω, αλλά είναι ευχάριστο μόνο στα μάτια. Αντίθετα, η συκιά, ακόμη και αν είναι περιτριγυρισμένη με μυτερά κλαδιά στο κατώτερο μέρος της, γλυκαίνει τον λαιμό μας με τους καρπούς της πού στάζουν μέλι.


Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011

via




Λόγος Β΄ – Διάλογος της ψυχής με τον νού, με την μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων σχετικά με την προέλευση των παθών μέσα μας. Επίσης λόγος περί θείας πρόνοιας και κατά των αστρολόγων. (Μέρος 1ο)


Ψυχή: Αγαπημένε νου μου! Προς σε στρέφω τώρα τούτα τα απλά μου λόγια. Μου προκαλεί μεγάλη απορία το γεγονός ότι εσύ πού ορίστηκες από τον Δημιουργό ως κυβερνήτης όλων των δυνάμεών μου, κυβερνάς το σώμα ολάκερο με τις πιο ευέλικτες νοητικές κινήσεις, ως βασιλέας πού κυβερνάει μια περιτειχισμένη πόλη η ως ένας έμπειρος πηδαλιούχος, όταν σε κυριεύει κάποιο σκοτεινό πάθος, είτε φθόνος, είτε οργή, είτε θλίψη, παθαίνεις αμέσως δυνατή σύγχυση και πέφτεις σε βαθειά θλίψη και μοιάζεις με ιππέα, πού, όταν τον ρίξει κάτω το ατίθασο άλογό του, χάνει την νίκη. Τότε όλοι οι συλλογισμοί σου και τα λόγια σου γίνονται απρεπή και, με λίγα λόγια, δεν αναγνωρίζεις κανέναν, ούτε τους συγγενείς ούτε τους πιο αγαπημένους φίλους σου. Εκστομίζεις τότε τις πιο άνομες βλασφημίες εναν­τίον εκείνου πού είναι ο μόνος αγαθός. Πές μου, σε παρακαλώ, γιατί συμβαίνουν αυτά σε εμένα και σε εσένα; Θα ήθελα πολύ, αγαπημένε μου, να μου το έλεγες.

Νούς: Θέλεις να μάθεις από μένα, ψυχή, κάτι εξαιρετικά ακατάληπτο και ασύλληπτο για την σκέψη. Γι’ αυτό θα προτιμούσα με μεγάλη ευχαρίστηση την απόλυτη σιωπή, αν δεν είχα τύψεις μπροστά στον θείο ευαγγελιστή, πού απαιτεί να είμαστε «έτοιμοι δε αεί προς απολογίαν παντί τώ αιτούντι υμάς λόγον περί της εν ημίν ελπίδος μετά πραότητος και φόβου»[1]. Θα σου δώσω λοιπόν, με την βοήθεια του Θεού, μία σύντομη απάντηση σε αυτά πού ρωτάς.

Τρομερή, πολύ τρομερή αρρώστια είναι, ψυχή μου, ο εγωισμός πού έχει ριζωθεί στις ψυχές μας και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και πολλούς αγώνες για να εκδιωχθεί από μέσα μας. Κάποτε εμείς οι δύο ήμασταν ελεύθεροι από αυτά τα πάθη και ζούσαμε μία ζωή πολύ ήσυχη και γαλήνια, με υψηλές και καθαρές σκέψεις και θείες επιθυμίες. Τότε δεν μας αναστάτωναν ματαιοδοξίες, μήτε φιλονικίες, φθόνος και υπερηφάνεια, αλλά κατευθυνόμασταν πάντοτε προς τα υψηλά με απλή, ήρεμη και σταθερή σκέψη, αφού μας έδινε θάρρος η επιθυμία του πιο τέλειου αγαθού.

Ο Δημιουργός μας είναι απλός, ψυχή μου, και δεν μετέχει ούτε κατ᾽ ελάχιστον στην κακία και την πονηρία. Είναι ο μόνος αγαθός, η μόνη σοφία και η μόνη αλήθεια. Είναι φιλεύσπλαγχνος, γενναιόδωρος, πανάγιος και δίκαιος. Από Αυτόν πηγάζει πλούσια η αγιότητα, η αγαθότητα και όλα τα πνευματικά αγαθά. Αυτός, ως πανάγαθος, έδωσε τις θείες εντολές, από επιθυμία να οδηγήσει εξαρχής σε αυτήν την τελειότητα και το κατά την θεία εικόνα Του δημιούργημά Του. Αν ο άνθρωπος είχε τηρήσει τις θείες αυτές εντολές, θα ήταν αληθινά μακάριος και θα απολάμβανε την συνομιλία με τον ίδιο τον Θεό πάντοτε καθαρά και χωρίς πάθος. Με την ίδια την θεία πνοή Του έδωσε στον άνθρωπο όλες τις αρετές πού βρίσκονται στην θεία και πανάγια φύση Του και αυτές είναι η αγαθότητα, η ευσπλαγχνία, η πραότητα, η αλήθεια, και η αγάπη. Όμως δεν του έδωσε αμέσως και την απόλυτη ευτυχία, αφ’ ενός για να μην υπερηφανευθεί για τα πολλά χαρίσματά του και χάσει εντελώς την θεία αγάπη και αφ’ ετέρου για να παρακινηθεί από την επιθυμία του τελειοτάτου και καθαροτάτου αγαθού και να επιδιώκει όλο και περισσότερο να το αποκτήσει. Έτσι αντιλαμβάνομαι το γεγονός, ότι ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να κρατηθεί για πολύ χρόνο μακριά από την παράβαση της θείας εντολής. Αν είχε πίστη σταθερή, θα χαιρόταν και την διαρκή ευτυχία, επειδή η πίστη γεννάει το μυαλό, όπως το λέγει σαφώς το σοφό ρητό της Αγίας Γραφής: «Εάν μή πιστεύσητε, ουδέ μή συνιήτε»[2]. Επομένως η αιτία της πτώσεώς του υπήρξε η ατέλεια της πίστεως και της αγάπης για τον Δημιουργό. Ικανοποιήθηκε τώρα η επιθυμία σου, ψυχή, η ακόμη θέλεις να πώ περισσότερα;

Ψυχή: Αν δεν σου κάνει πολύ κόπο, θα σε παρακαλούσα να τα πείς σαφέστερα. Πές μου επίσης με ποιόν τρόπο μπορεί να αποκτήσει κανείς την πραότητα.

Νούς: Με χαρά θα κάνω και αυτό για εσένα, αν με φωτίσει η Χάρη του Θεού. Όπως σου είπα προηγουμένως, η αιτία της πτώσεώς μας υπήρξε η αδυναμία της πίστεώς μας, πού ως συνακόλουθο έχει την άγνοια του τελείου αγαθού[3]. Αυτό θολώνει πολύ τους σοφούς οφθαλμούς μας, και μας κάνει, ψυχή μου, να μοιάζουμε, αλλοίμονο, με τα άλογα κτήνη, όπως λέγει και ο θεόπνευστος Ψαλμωδός, επειδή αυτός το ύμνησε περισσότερο και πολύ καθαρά[4]. Οι προπάτορές μας δεν κατάλαβαν την απάτη του κακοβούλου όφεως λόγω της ατελείας του νου τους και δέχθηκαν την συμβουλή του σαν το ψάρι, πού καταπίνει το δόλωμα άφοβα, και έτσι γεύτηκαν τον καρπό του απαγορευμένου δένδρου.

Γι’ αυτό, σύμφωνα με την δίκαιη κρίση του Θεού, έχασαν την μακαριότητα και την έως τότε θεία διαμονή τους στον παράδεισο. Και αφού έχασαν την προηγούμενη θεία φώτιση, υπέστησαν αμέσως εσωτερικό θάνατο και δέχθηκαν πρώτα από όλα μέσα τους τις δύο από τις πιο βλαβερές για την ψυχή νόσους, την λήθη και την άγνοια, εξαιτίας των οποίων θάμπωσαν οι σοφοί οφθαλμοί τους, ενώ οι ίδιοι δέχθηκαν ποικίλα πάθη. Έτσι εξαιτίας της λήθης στερήθηκαν, αλλοίμονο, την θεία δόξα.

Επιθυμούσαν όμως ολόψυχα την μάταιη δόξα πού κυριαρχεί στην γή, γι᾽ αυτό μόλις εμείς οι άνθρωποι την φθάσουμε, υπερηφανευόμαστε και καμαρώνουμε, σαν τους κέδρους του Λιβάνου. Όταν όμως την χάσουμε, η καρδιά μας υποφέρει, λυπούμαστε και φθονούμε καθώς δεν αντέχουμε εμάς να μας περιφρονούν και στους άλλους να αποδίδουν μεγάλους επαίνους. Γι’ αυτό υποκύπτουμε στην οργή, επειδή θεωρούμε τον εαυτό μας άξιο τιμών. Αν όμως είχαμε θυμηθεί ότι όλοι μας υποφέρουμε εξίσου από την άγνοια και την λήθη, θα ήμασταν τουλάχιστον πράοι και δεν θα ορμούσαμε, ψυχή μου, ο ένας εναντίον του άλλου σαν άγρια θηρία. Επομένως, η λήθη είναι αυτή πού γεννάει την ματαιοδοξία και την οργή, τον φθόνο και την υπερηφάνεια. Αυτά με την σειρά τους γεννούν πολλά φοβερά πάθη, πού σαν θηρία ανήμερα ορμούν εναντίον μας, μας αναστατώνουν, μας αιχμαλωτίζουν, μας παραπλανούν και μας ρίχνουν σε άπειρες δυστυχίες.

Εξάλλου, η άγνοια είναι το αρνητικό παράγωγο της απομάκρυνσής μας από το τέλειο αγαθό. Η πηγή όλων των κακών είναι η φιλαργυρία και η προερχόμενη από αυτήν τοκογλυφία, να αδικεί κανείς άσπλαγχνα, να αρπάζει την περιουσία του άλλου, να παραδίδεται σε αισχρές σαρκικές απολαύσεις, να μή γνωρίζει κανείς τον εαυτό του, αλλά και να μην κατέχει ποτέ μνήμη θανάτου.

Το αποκορύφωμα όμως όλων αυτών των κακών είναι το να μή φοβάται κανείς τον Θεό, να μην τρέμει για την μέλλουσα φοβερή Κρίση, αλλά να ζεί πάντοτε μόνο σαν τα άλογα ζώα, ικανοποιών­τας την κοιλία και τις σαρκικές επιθυμίες, θεωρώντας μάλιστα αυτές τις επιθυμίες του ως το τέλειο αγαθό. Οι επιθυμίες αυτές, όμως, γεννούν έχθρες και πολέμους, αιχμαλωσίες και ληστρικές επιθέσεις σε κάθε γή και κάθε θάλασσα.

Ο άνθρωπος πού έχει το πάθος της οινοποσίας, όταν τον βαραίνει υπερβολικά το κρασί πού έχει πιεί, ασχημονεί εκστομίζον­τας λόγια απρεπή, ενώ τους τιμίους και ευπρεπείς ανθρώπους τους θεωρεί ανέντιμους, απρεπείς και δεν καταλαβαίνει τίποτα. Κατά παρόμοιο τρόπο και εμείς, όταν η σκέψη μας θολώνει λόγω της αγνοίας του αληθινού αγαθού, γινόμαστε εύκολα θύματα της επιδράσεως των παθών. Αλλοτε τρελαινόμαστε από την οργή και τον θυμό, άλλοτε λιώνουμε από την ζήλεια και άλλοτε λυσσάμε από τις σαρκικές επιθυμίες. Έτσι πολλές φορές απαρνούμαστε και την ίδια μας την ζωή. Αλλά γιατί να πολυλογούμε! Το πλοίο, σαν χάσει το κατάρτι, τα σχοινιά, τα πανιά και το πηδάλιό του, είτε από τα κύματα πού το χτυπούν εξαιτίας του ισχυρού ανέμου είτε γιατί έπεσε σε κάποιον ύφαλο, καταστρέφεται από τα κύματα και καταποντίζεται. Και εμείς, ψυχή μου, δεχόμαστε συνεχώς τις επιθέσεις των παθών, επειδή καταστρέψαμε ανόητα το αρχετυπικό κάλλος μας, αφού προηγουμένως υποταχθήκαμε στις απατηλές κολακείες του όφεως. Από τότε πεθάναμε με εσωτερικό θάνατο, με τον οποίο μας ετιμώρησε ο Θεός, γιατί ποδοπατήσαμε τις εντολές Του, και η ζωή της απαθείας και της θείας έμπνευσης έφυγε μακριά μας.

Ο άσπονδος εχθρός του γένους μας, αφού μας υπέταξε, μας εδίδαξε κάθε κακό και κάθε ανομία. Οντας θεομάχος κατάφερε να μας απομακρύνει εντελώς από την πίστη και την αγάπη προς τον Δημιουργό μας. Αυτός ο πονηρός κατάφερε, αντί να λατρεύουμε τον μόνο άκτιστο και άναρχο Θεό, την ουσία σε τρεις υποστάσεις, να καθιερώσει την λατρεία πλήθους ψεύτικων θεών. Ο εχθρός λοιπόν αντί του δώρου της ελεύθερης βούλησης και του αυτεξουσίου πού μας ξεχωρίζουν από τα άλογα ζώα, και αντί της ομοιώσεως με Εκείνον πού μας δημιούργησε κατ᾽ εικόνα Του, όσο είναι δυνατόν αυτό στην αδύναμη ανθρώπινη φύση, μας υπέταξε σε ψευδή πίστη, στην επίδραση πού δήθεν έχει επάνω μας η κίνηση των άστρων. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι αυτή επηρεάζει την βούλησή μας για την επιλογή του καλού και του κακού, ώστε να μην μπορούμε να κάνουμε η να επιθυμούμε τίποτα πέρα από αυτά πού μας έχει ορίσει το πεπρωμένο της σταθερής κινήσεως των άστρων. Επίσης, μας έχει πείσει ότι από την κίνηση των άστρων εξαρτάται όχι μόνο η ευτυχία μας, αλλά και η ζωή μας ολάκερη.

Έτσι βρήκε τρεις τρόπους να διαφθείρει όσους τον ακούν. Πρώτον, προσπαθεί να παρουσιάσει ως υπαίτιο κάθε κακού για τους ανθρώπους τον δημιουργό και δοτήρα όλων των αγαθών, τον μόνο αγαθό και ενάρετο κατά την ουσία Του, ο οποίος μας απομακρύνει από κάθε κακό και μας χειραγωγεί στην αγνή και θεόμορφη ζωή, άλλοτε με την υπόσχεση των θείων αγαθών και άλλοτε με την απειλή των ατελευτήτων και φοβερών βασάνων. Δεύτερον, απομακρύνει έτσι από τον εαυτό του την κατηγορία ότι είναι ο μόνος αίτιος κάθε κακού και, τρίτον, κρατάει δέσμιους πάντοτε για να εκτελούν παράνομες πράξεις, όσους ακολουθούν αυτήν την ψυχοφθόρα και ασεβή διδασκαλία, επειδή είναι βέβαιοι ότι βρίσκονται απόλυτα υπό την επίδραση των άστρων. Όταν αποκαλύπτεται κάποια παράνομη πράξη τους, τυχαίνει να ακούμε από πολλούς να λένε ότι δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από αυτήν, καθώς το άστρο, κάτω από την επιρροή του οποίου βρίσκονταν, τους έσπρωξε με την βία προς εκεί παρά την θέλησή τους και τους υπέταξε σε αυτό το πάθος.

Θα μπορούσε κανείς να βρεί κάτι χειρότερο για να συκοφαντήσει την ίδια την θεία αλήθεια; Αν ο Θεός με τις εντολές Του μας απαγορεύει να επιθυμήσουμε την γυναίκα του άλλου η να ψευδόμαστε και έπειτα με την ισχυρή επιρροή των άστρων μας ωθεί σε κάθε ανομία, τότε πώς μπορεί, αλλοίμονο, να θεωρείται δίκαιος, αφού ζητά από εμάς να κάνουμε κάτι εντελώς αδύνατο; Πράγματι, ποιός από τους ανθρώπους είναι σε θέση να αντιστέκεται πάν­τοτε εναντίον των τριών αυτών δυνατών εχθρών, δηλαδή των δαιμόνων, των άστρων και της ακατάπαυστης επίθεσης των φυσικών παθών, πού πάντοτε τόσο βίαια επιτίθενται εναντίον μας;

Εξάλλου, φαίνεται πώς ο Θεός αδίκησε φοβερά το ανθρώπινο γένος, αφού, ενώ έδωσε ως δωρεά το βασίλειό Του στις επουράνιες δυνάμεις, δηλαδή στους Αγγέλους, έκανε εμάς τους ανθρώπους υποχείριο των δαιμόνων, των άστρων και των πλανητών, πού μας εμποδίζουν με κάθε τρόπο να εισέλθουμε σε αυτό. Επίσης, πώς μπορεί να φανεί αληθής ο θείος λόγος πού λέγει: «ιδού δίδωμι υμίν την εξουσίαν του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού, και ουδέν υμάς ου μή αδικήση»[5], αν μας ωθεί προς τα πάθη η επίδραση των άστρων; Ο Θεός μας εδίδαξε ότι δεν παρασυρόμαστε σε κακές πράξεις από την επιρροή των άστρων αλλά από τα ολέθρια δαιμόνια.

Εξαιτίας αυτών, ψυχή μου, έχουμε υποστεί την αξιοθρήνητη πτώση, όπως το μαρτυρεί σαφώς ο μεγάλος και πάμφωτος ήλιος, ο θείος Παύλος λέγοντας, ότι για τους πιστούς δεν είναι «η πάλη προς αίμα και σάρκα», δηλαδή προς την αδύναμη ανθρώπινη σάρκα, «αλλά προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου», προς τα πονηρά πνεύματα, τους εφευρέτες κάθε κακού[6]. Η δύναμή τους δημιούργησε κατά την αρχαιότητα σε όλη την οικουμένη δαιμονικές μαγείες και από το γεγονός αυτό προήλθε η πλάνη της λατρείας των ειδώλων. Οι ρήτορες, οι φιλόσοφοι και οι δυνατοί βασιλείς άκουγαν με μεγάλη ευπιστία τους εκπροσώπους κάθε δαιμονικής και αστρολογικής πλάνης. Μαθητές τους είναι οι μάγοι και οι οιωνοσκόποι. Αυτοί πού τοποθετούν την μοίρα του ανθρώπου κάτω από την επιρροή του ενός η του άλλου άστρου, χύνουν σαν όφεις στις ανθρώπινες ψυχές το δηλητήριο της κακίας τους και την πλάνη της αστρολογίας. Εξουσιάζουμε όλους αυτούς, αν υπηρετούμε πιστά τον Δημιουργό των πάν­των, τον Βασιλέα και Θεό, εκτελώντας πάντοτε με τα έργα μας τις ιερές εντολές Του. Αν όμως τις παραβιάζουμε, θα μας βρούν πολλές δυστυχίες. Οπωσδήποτε αυτά μας συμβαίνουν σύμφωνα με την πρόνοια του Θεού και όχι από την τυφλή τύχη η από την επίδραση των άστρων, όπως εσφαλμένα ερμηνεύει η παραφροσύνη των αστρολόγων.

Τα άστρα, ψυχή μου, δημιουργήθηκαν όχι για να μας εξουσιάζουν, αλλά για να διώχνουν το νυχτερινό σκοτάδι με το φως τους, για να βοηθούν τους ναυτικούς να ταξιδεύουν την νύχτα χωρίς κίνδυνο και να δείχνουν στους γεωργούς πότε να οργώσουν την γή. Αν όμως, λόγω της εξουσιαστικής επιρροής των άστρων, άλλοι ακολουθούν την αρετή και άλλοι την κακία, ενώ η αρχή κάθε αγαθού είναι η πίστη στον αληθινό Θεό και το χειρότερο από όλα τα κακά είναι η απιστία, τότε ούτε θα καταδικασθούν όσοι ασεβούν εναντίον του Θεού ούτε θα λάβουν έπαινο από τον Θεό όσοι Τον σέβονται και Τον τιμούν. Επειδή υποτίθεται πώς κανένα από τα δύο δεν συμβαίνει από μόνο του, αλλά λόγω της καταναγκαστικής επιρροής των άστρων, η οποία άλλους ωθεί στην πίστη και άλλους στην απιστία. Τί σημασία θα είχε ύστερα από αυτά ο θείος λόγος: «Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον»[7]; Επειδή ο,τι παρέχεται με την βία δεν αξίζει κανέναν έπαινο, ούτε τιμωρία, είτε είναι καλό είτε κακό, όπως θεολογεί ο τιμιότατος και θεόπνευστος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγοντας: Οι Έλληνες θεωρούν ότι το καθετί, πού μας αφορά, εξαρτάται από την επίδραση των άστρων, του ήλιου και της σελήνης, της ανατολής και της δύσης, με τα οποία ασχολείται η επιστήμη της αστρολογίας[8]. Εμείς όμως ισχυριζόμαστε ότι αυτά προαναγγέλλουν την βροχή, την λειψυδρία, το κρύο, την ζέστη, την ξηρασία, τους ανέμους, κ.λπ., ενώ για τα προσωπικά μας θέματα δεν μπορούν να μας δώσουν καμμία ένδειξη. Ο Δημιουργός μας έπλασε αυτεξουσίους και κυριάρχους των πράξεών μας. Αν κάναμε ο,τι κάνουμε υπό την επίδραση των άστρων, θα το κάναμε με την βία. Και ο,τι πράττεται με την βία, δεν θεωρείται ούτε καλό ούτε κακό. Αν όμως δεν έχουμε ούτε το καλό ούτε το κακό, τότε δεν αξίζουμε ούτε έπαινο ούτε βραβείο, ούτε μομφή ούτε τιμωρία. Γιατί έτσι ο Θεός θα φανεί άδικος, αν παρέχει, υπό την επίδραση των άστρων, σε άλλους ευημερία και σε άλλους δυστυχία.

Αν όλα κινούνται και φέρονται από την ανάγκη, τότε ο Θεός δεν κυβερνά το σύμπαν και δεν έχει καμμία μέριμνα για το δημιούργημά Του[9]. Πώς τότε μπορούν να είναι αληθινά τα λόγια της Αννας, μητέρας του προφήτη Σαμουήλ, πού λέγει ότι: «Κύριος θανατοί και ζωογονεί, κατάγει εις άδου και ανάγει»[10], αν άλλοι υψώνονται από την γή στα ύψη και άλλοι κατεβαίνουν στα τάρταρα εξαιτίας της τυφλής τύχης και της κινήσεως των άστρων; Αν είναι αληθινά τα λόγια της Αννας, τότε η πίστη στην ευτυχία και την δυστυχία είναι ψέμα και εφεύρεση των απίστων και όχι διδασκαλία και παράδοση των αγίων. Γι’ αυτό ως αληθινά πιστοί πρέπει να τακτοποιούμε την ζωή μας και να την κοσμούμε με αξιέπαινο ήθος, ακολουθώντας την διδασκαλία της ορθής πίστεως. Επίσης, αν «ο αγρός εστιν ο κόσμος· το δε καλόν σπέρμα, ούτοί εισιν οι υιοί της βασιλείας· τα δε ζιζάνιά εισιν οι υιοί του πονηρού»[11], δηλαδή οι δημιουργοί της κάθε ανομίας, τότε από αυτά τα θεία λόγια προκύπτει ότι: αν άλλοι αγαπούν την αρετή και άλλοι παραδίδονται στο κακό, δεν οφείλεται στην δύναμη των άστρων, αλλά εξαρτάται από το ότι άλλοι υπακούουν στον Θεό και γίνονται καλοί, ενώ άλλοι ακολουθούν τον κακόβουλο δαίμονα και γίνονται κακοί.

Ας μην αναζητούμε άλλο καλύτερο από τον προαναφερθέντα ισχυρισμό, καθώς ουδείς σοφότερος του Θεού. Επί πλέον, ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του[12], δηλαδή ελεύθερο και αυτεξούσιο, για να προσπαθεί με δική του πρωτοβουλία να ζεί θεάρεστα. Και μετά, λες και μετάνιωσε ο Θεός, έθεσε τον άνθρωπο κάτω από την ισχυρή και καταναγκαστική επιρροή της κινήσεως των άστρων και έτσι, σαν τον τελευταίο ουτιδανό αιχμάλωτο, τον οδηγεί στην εκτέλεση διαφόρων απρεπών πράξεων! Γι’ αυτό ο Θεός θυμώνει πολύ μαζί μας, επειδή, διαπράττον­τας κακές πράξεις, κάνουμε έτσι, ώστε να φαίνεται ότι ο ίδιος δεν συμφωνεί με τον εαυτό Του, ενώ Αυτός είναι η πηγή κάθε σοφίας. Αρα, δεν είναι ούτε ο κύκλος της τυφλής ευτυχίας ούτε τα άστρα, αλλά ο ίδιος ο πανάγαθος και πανάμωμος Θεός, πού βασιλεύει σε όλα, τακτοποιεί πάνσοφα και ενάρετα με την θεία πρόνοιά Του το καθετί πού μας αφορά και κυβερνά τα πάντα με τον πιο ωφέλιμο για εμάς τρόπο. «Εγώ αποκτενώ και ζήν ποιήσω»[13], λέγει Αυτός πού βασιλεύει υπέρ των πάντων. «Πάσα δόσις αγαθή και πάν δώρημα τέλειον άνωθέν εστι καταβαίνον από του πατρός των φώτων»[14] και από τον συνάναρχό Του Υιό και το Άγιον Πνεύμα, πού κυβερνά τα πάντα υπέροχα.

Ο αίτιος κάθε κακού είναι ο διάβολος καθώς και εμείς οι ίδιοι, πού ανόητα τον ακούμε. Γεμάτος φθόνο και κακία, γκρεμισμένος από τον ουρανό εξαιτίας της υπερηφανείας του, ο διάβολος δεν αντέχει να μας βλέπει να ειρηνεύουμε μεταξύ μας, αλλά μαίνεται εναντίoν όλων ανεξαιρέτως, ως σκυλί λυσσασμένο πού δαγκώνει οποιονδήποτε συν­αντά στον δρόμο του. Έτσι και αυτός ο ολέθριος, ο οποίος γκρεμίστηκε από τα ύψη και έπαθε μεγάλη ατίμωση: τον έβλεπε ως άνθρωπο, πού τον είχε πριν υποταγμένο και τον είχε εξευτελίσει με διάφορες ακάθαρτες πράξεις. Όμως επειδή τώρα βλέπει τον Ιησού Χριστό ως ύψιστο Θεό, πού δοξάζεται από όλους και κάθεται στον θρόνο εκ δεξιών του Πατρός Του, καίγεται από τον φθόνο, μαίνεται και τρίζει συν­εχώς τα δόντια του. Σαν άγριο θηρίο, βρυχάται κρυφά στις σκέψεις του εναντίον μας και, δημιουργώντας δυσκολίες, προσπαθεί μάταια με την κακία του να μας εμποδίσει να μπούμε στον δρόμο πού οδηγεί στην απαθή και αιώνια ζωή. Ο φθονερός και χαιρέκακος συν­ήθως χαίρεται να βλέπει να καταστρέφονται όλοι όσους μισεί. Γι’ αυτό μας πολεμά πάντοτε με κακές σκέψεις, με τον ολέθριο φθόνο και με την υπερηφάνεια.

Ο διάβολος είναι διδάσκαλος της κλοπής και της δολοφονίας, είναι αρχηγός κάθε ψεύδους και κάθε δόλου. Είναι αυτός πού ωθεί τους τυμβωρύχους να ανοίγουν τα φέρετρα των νεκρών και χωρίς φόβο να λεηλατούν τα σώματα, πού ήδη βγάζουν δυσοσμία. Γιατί όμως να σε κουράζω με τον μακρύ λόγο μου; Ο διάβολος είναι ο εφευρέτης κάθε κακού και κακίας, με τα οποία γέμισε όλον τον κόσμο, επειδή ζηλεύει την Χάρη πού μας δίδεται άνωθεν. Γιατί σου φαίνεται περίεργο, ψυχή μου, πού παραστρατούμε πολλές φορές από την ηθική ζωή, αφού είμαστε συνεχώς αγριεμένοι σαν θηρία από τέτοια και τόσο πολλά πάθη; Είδες ποτέ κανέναν να απορεί, γιατί η θάλασσα αναταράσσεται πολλές φορές από την δυνατή επίδραση των ανέμων;

Σου έδωσα λοιπόν, ψυχή μου, παρά το σύντομο του λόγου μου, αρκετά νομίζω από αυτά πού ήθελες. Τώρα άκουσε και με ποιόν τρόπο μπορεί να αποκτήσει κανείς την πραότητα, όπως μου το ζήτησες προηγουμένως.

«Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου»[15], εξυμνεί ο θεόσοφος ψαλμωδός, ο υιός του Ιεσσαί. Ως φόβο αληθινό να θεωρείς, ψυχή μου, την επιμελή εκτέλεση των θείων εντολών. Αλλά, ψυχή μου, μην θεωρείς φόβο ούτε δέος εκείνον τον φόβο, πού εκφράζεται μόνο σε κούφια λόγια, αλλά παραπλάνηση της ψυχής, της ταπεινωμένης από τους αοράτους εχθρούς εξαιτίας της μεγάλης ατασθαλίας της. «Και πάς ο ακούων μου τους λόγους τούτους και μή ποιών αυτούς», δηλαδή δεν εφαρμόζει ενάρετα αυτά πού ακούει, «ομοιωθήσεται ανδρί μωρώ, όστις ώκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την άμμον»[16]. Για παράδειγμα: ένας άνθρωπος έλαβε από τον κύριό του την εξουσία μιάς πόλεως και έλαβε από αυτόν και τους νόμους, σύμφωνα με τους οποίους έπρεπε ο ίδιος να ζεί καλά και τίμια και να διοικεί σωστά τους κατοίκους της. Ωστόσο αυτός, αφού εγκαταστάθηκε στην πόλη και γεύτηκε όλα τα αγαθά της, κατάντησε υπερήφανος. Δεν μεριμνά πλέον για την τήρηση των νόμων και δεν επιτρέπει να μπαίνουν φραγμοί στα όρια της εξουσίας του. Μετατρέπεται έτσι έναντι όλων σε έναν κακό, υπερήφανο και βαρύθυμο διοικητή πού επιβάλλει την εξουσία του με φωνές, άγρια βλέμματα και βασανιστήρια. Τότε αυτός δεν χάνει μόνο την ίδια την εξουσία, αλλά τιμωρείται σύμφωνα με τις ατασθαλίες του. Έτσι και ο άνθρωπος, αφού ξέχασε τους θείους νόμους, δηλαδή τις δωρεές, την Χάρη, την ιερή αγάπη, την νομιμοφροσύνη, την αλήθεια, την ησυχία, την πραότητα, την σωφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη, ταυτίζει την ορθή πίστη του με το να μην τρώει ορισμένα φαγητά και με το να ακούει την Αγία Γραφή. Έχουν τυφλωθεί τα μάτια της ψυχής του και έχει απομακρυνθεί από την ιερά σύνοδο των αγίων. Όπως λέγει ο άγιος ευαγγελιστής του Θεού, δεν αγαπά ο Θεός τους ακροατές του νόμου[17], αλλά όσους τον εφαρμόζουν σωστά.

Γι’ αυτό να αποκτήσεις ως βάση τον φόβο του Θεού, επειδή χωρίς αυτόν όλα τα άλλα είναι άχρηστα, ακόμη και η στέρηση των φαγητών και η πολύωρη προσευχή. Πολύ αυστηρά μας παρατηρεί ο Κύριος λέγοντας: «Τί δε με καλείτε Κύριε, Κύριε»[18], αφού ο,τι σας διατάζω δεν θέλετε να το εκτελείτε; Επάνω σε αυτό το στερεό και ακλόνητο θεμέλιο –στόν φόβο του Θεού– προσπάθησε να κρατάς γερά το χαλινάρι της σάρκας και της κοιλιάς, πού επαναστατεί εναντίον μας με τις ασυγκράτητες ορμές της και μαίνεται με τις επιθυμίες της. Όσο αυτή μεγαλώνει, εμείς καταστρεφόμαστε και, αντιθέτως, όσο αυτή ξηραίνεται, ζούμε την ενάρετη ζωή. Όπως η φωτιά, όταν καίει λίγα και κακής ποιότητας ξύλα, καίει ήσυχα, χωρίς θόρυβο και με μέτρο, ενώ, αν της βάλουμε πολλά και χοντρά ξύλα, πετάγεται αμέσως επάνω κάνοντας φοβερό θόρυβο. Έτσι και εμείς, όσο η κοιλιά φουσκώνει από την έλλειψη εγκρατείας, όλο και περισσότερο γινόμαστε βλοσυροί, άγριοι και θυμώνουμε με τον καθένα σαν θηρία και χωρίς πραότητα παρασυρόμαστε σε φωνές και οργή. Όταν όμως η εγκράτεια ξηραίνει την σάρκα μας, τότε εντός μας εγκαθίσταται η πραότητα και η ησυχία. Σε αυτό μας βοηθάει σε μεγάλο βαθμό το να ζούμε με ανθρώπους του ίδιου ήθους. Ο κοινός βίος με πολλούς δίδει συχνά αφορμή να οργιζόμαστε ακόμη και εναντίον της θελήσεώς μας, όταν τύχει να ακούσουμε κάτι απρεπές η να δούμε ανήθικες πράξεις αντίθετες με τις παραδόσεις των πατέρων μας.

Πέρα από όλα αυτά, η πραότητα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από το αν διάγουμε τον βίο μας αφιλοκερδώς, αν ασκούμεθα καθημερινά μελετώντας τους βίους των αγίων, και αν συνηθίσουμε να έχουμε μνήμη θανάτου. Αντίθετα, τίποτα άλλο δεν μας κάνει τόσο θηριώδεις όσο το πάθος της φιλοκτημοσύνης. Η επιφάνεια της θάλασσας την ώρα της καλοκαιρίας είναι ήρεμη, όταν όμως σηκωθεί δυνατός άνεμος, φουντώνει και σηκώνει κύματα πελώρια σαν βουνά πού σκάνε με μεγάλο θόρυβο. Έτσι και η ψυχή, όταν υπερηφανεύεται για τα κατορθώματά της, φλέγεται από τον θυμό και έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της, σκοτεινιάζει το μυαλό της, χάνει την χάρη της και η καρδιά της σκληραίνει σαν πέτρα. Όπου υπάρχει η επιθυμία να αποκτήσεις αγαθά, εκεί εμφανίζονται η απληστία για το χρυσάφι, η ηδυπάθεια, οι μέριμνες και οι φιλονικίες. Όλα αυτά καταπνίγουν σαν αγκάθια τον σωτήριο λόγο, πού σπέρνεται από τον ουρανό στις καρδιές μας, πού αφορά την έμπρακτη εκτέλεση των εντολών του Σωτήρος, την μνήμη των αιωνίων αγαθών, την μέλλουσα φοβερή Κρίση και τα πικρά βασανιστήρια. Όπου υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό τα πάθη πού αναφέραμε προηγουμένως, εκεί υπάρχει και η φιλαργυρία και η επιθυμία να γίνονται τα πάντα λόγω λαιμαργίας. Έτσι χάνεται η ανθρωπιά, ενώ οι τέτοιου είδους άνθρωποι γίνονται πιο άγριοι και από τα θηρία. Από αυτό βγαίνει το συμπέρασμα ότι παρασύρονται πολύ όσοι φροντίζουν συνεχώς να αυξάνουν τον πλούτο τους και να καλλιεργούν την φιλαργυρία.

Ακουσε λοιπόν, ψυχή μου, την σύνοψη όλων αυτών πού είπαμε και προσπάθησε να τα εκτελείς εμπράκτως, χωρίς οκνηρία. Όλα τα πάθη γεννήθηκαν μέσα μας λόγω του ότι λησμονήσαμε και δεν γνωρίζουμε ποιό είναι το υπέρτατο, το αληθινό αγαθό. Αυτό μας προκάλεσε αναρίθμητα κακά και έτσι καταντήσαμε να μοιάζουμε με τα κτήνη. Όταν όμως θυμόμαστε συχνά αυτά πού αναφέραμε προηγουμένως και όσο η προσπάθειά μας να κατανοήσουμε είναι ασταμάτητη και επιθυμούμε από βάθους καρδιάς την θεία δόξα πού υπερτερεί κάθε λόγου, τότε αυτά είναι αρκετά όχι μόνο για να αποκτήσουμε την τελεία και ακλόνητη πραότητα του ήθους, αλλά και να φθάσουμε μπροστά στον ίδιο τον Βασιλεύον­τα εν υψίστοις και να γίνουμε κληρονόμοι της γής των σωζομένων, στην οποία στηρίζονται γερά τα πόδια των πράων πού χαίρον­ται το θείο φώς.


Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.

——————————————————————————–
[1]. Α΄ Πέτρ. 3, 15.
[2]. Ησ. 7, 9.
[3]. Δηλαδή τού ιδίου τού Θεού, πού είναι τέλειος καί αγαθός. Πρβλ. Ματθ. 5,48 καί 19,17.
[4]. Πρβλ. Ψαλμ. 48, 21.
[5]. Λουκ. 10,19.
[6]. Εφ. 6, 12.
[7]. Ματθ. 25, 46.
[8]. Εδώ ο όρος «αστρολογία» σημαίνει καί αστρονομία, όπως καί παρακάτω, επειδή τήν εποχή εκείνη δέν υπήρχε σαφής διάκριση τών δύο όρων.
[9]. Ιωαννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως κα´, στ. 117-130, έκδ. B. Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos II [Patristische Texte und Studien 12], Walter de Gruyter, Berlin. New York 1973, σ. 59.
[10]. Α΄ Βασ. 6,6.
[11]. Ματθ. 13, 38.
[12]. Πρβλ. Γέν. 1,26.
[13]. Δευτ. 32, 39.
[14]. Ιακ. 1, 17.
[15]. Ψαλμ. 110, 10.
[16]. Ματθ. 7, 26.
[17]. Πρβλ. Ιακ. 1, 22.
[18]. Λουκ. 6, 46.
via