Ο κάθε άνθρωπος χωριστά αποτελείται από δύο φύσεις, την ψυχή και το σώμα· επειδή τις διατηρεί αμετάβλητες στο πρόσωπό του, εύλογα λέγεται ότι έχει δύο φύσεις· διότι, και μετά την ένωση, διατηρεί τη φυσική ιδιότητα και της μιας και της άλλης. Πράγματι, ούτε το σώμα είναι αθάνατο αλλά θνητό, ούτε η ψυχή είναι θνητή αλλά αθάνατη· ούτε το σώμα είναι αόρατο ούτε η ψυχή ορατή με γυμνό μάτι· αλλά η μία είναι λογική, νοερή και ασώματη, ενώ το άλλο είναι υλικό, ορατό και χωρίς λογική.
Και εφόσον αυτά που έχουν διαφορετική ουσία δεν ανήκουν σε μία φύση, είναι επόμενο η ψυχή και το σώμα να μην έχουν την ίδια ουσία.
Και ακόμη· ο άνθρωπος είναι λογική θνητή ύπαρξη και κάθε κατάσταση χαρακτηρίζει τις φύσεις που υπάγονται σ’ αυτήν· δεν είναι επίσης το ίδιο πράγμα, σύμφωνα με τη φύση, το λογικό με το θνητό· επομένως, και ο άνθρωπος δεν θα έχει μία φύση, σύμφωνα με το παραπάνω κριτήρια που ορίσαμε.
Αν πάλι λέμε ότι ο άνθρωπος έχει μία φύση, τότε χρησιμοποιούμε στο λόγο μας το όνομα «φύση» αντί για το όνομα «είδος»· διότι δεχόμαστε ότι άνθρωπος από άνθρωπο δεν διαφέρει σε κάποια φυσική διαφορά, αλλά όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια σύσταση, είναι σύνθετοι από ψυχή και σώμα και έχουν ο καθένας δύο φύσεις· επομένως, όλοι έχουν κοινό ορισμό. Και αυτό δεν είναι παράδοξο, καθώς ο μέγας Αθανάσιος, στο λόγο του γι’ αυτούς που βλασφημούν το Άγιο Πνεύμα, είπε ότι μία είναι η φύση όλων των γενητών, διότι είναι δημιουργήματα· το είπε ως εξής: «Είναι δυνατό να κατανοήσουμε ότι το Άγιο Πνεύμα είναι πάνω από την κτίση και διαφορετικό από τη φύση των δημιουργημάτων, ιδιαίτερο όμως πρόσωπο της θεότητος». Διότι, καθετί που παρατηρείται από κοινού σε πολλά και δεν υπάρχει σ’ άλλο περισσότερο και σ’ άλλο λιγότερο, λέγεται ουσία.
Επειδή, λοιπόν, κάθε άνθρωπος είναι σύνθετος από ψυχή και σώμα, γι’ αυτό λέμε ότι οι άνθρωποι έχουν μία φύση. Για την υπόσταση όμως του Κυρίου δεν μπορούμε να πούμε ότι έχει μία φύση.
Διότι οι φύσεις του διατηρούν και μετά την ένωσή τους η καθεμία
τη φυσική της ιδιότητα και δεν μπορεί να βρεθεί είδος Χριστών.
Επειδή δεν έγινε άλλος Χριστός από θεία και ανθρώπινη φύση, ο ίδιος και Θεός και άνθρωπος.
Και ακόμη· δεν είναι το ίδιο λέγοντας «ένα» με βάση το είδος του ανθρώπου, και λέγοντας «ένα» με βάση την ουσία της ψυχής και του σώματος. Διότι το «ένα» με βάση το είδος του ανθρώπου, φανερώνει την ομοιότητα μεταξύ όλων των ανθρώπων· ενώ το «ένα» με βάση την ουσία της ψυχής και του σώματος, καταστρέφει την ίδια την ύπαρξή τους οδηγώντας τα σε τέλεια ανυπαρξία· διότι ή το ένα θα μετατραπεί στην ουσία του άλλου, ή θα δημιουργηθεί ένα άλλο από άλλα και θα μεταβληθούν και τα δύο, ή θα παραμείνουν στα όριά τους και θα είναι δύο φύσεις· επειδή το σωματικό με το ασώματο δεν είναι το ίδιο σύμφωνα με την ουσία τους. Μολονότι λέμε, λοιπόν, για τον άνθρωπο μία φύση, όχι επειδή ταυτίζεται η ποιότητα της ψυχής και του σώματος αλλά επειδή είναι πανομοιότυπα τα άτομα που αναφέρονται στο είδος, δεν αρμόζει όμως να λέμε και για το Χριστό μία φύση, αφού δεν υπάρχει είδος που να περιέχει πολλές υποστάσεις.
Ακόμη κάθε σύνθεση λέγεται ότι έχει γίνει από τα άμεσα συνθετικά της· δεν λέμε δηλαδή ότι το σπίτι αποτελείται από χώμα και νερό, αλλά από τούβλα και ξύλα. Επειδή είναι ανάγκη να λέμε ότι ο άνθρωπος αποτελείται από πέντε τουλάχιστον φύσεις, δηλαδή από τέσσερα στοιχεία και την ψυχή.
Έτσι και για τον Κύριό μας Ιησού Χριστό δεν εξετάζουμε τα μέρη των μερών, αλλά αυτά που άμεσα ενώθηκαν, δηλαδή τη θεία και την ανθρώπινη φύση.
Ακόμη, αν λέμε ότι ο άνθρωπος έχει δύο φύσεις, θα αναγκασθούμε να πούμε ότι ο Χριστός έχει τρεις φύσεις, και εσείς με το να λέτε ότι ο άνθρωπος έχει δύο φύσεις δογματίζετε ότι ο Χριστός έχει τρεις φύσεις· το ίδιο και για τις ενέργειες· διότι είναι αρμονικό η ενέργεια να συμβαδίζει με τη φύση.
Ο θεολόγος Γρηγόριος μαρτυρεί ότι ο άνθρωπος και λέγεται και έχει δύο φύσεις: «Δύο φύσεις πράγματι υπάρχουν, ο Θεός και ο άνθρωπος· επειδή υπάρχει ψυχή και σώμα». Και στο λόγο του για το βάπτισμα λέει τα εξής: «Επειδή εμείς είμαστε διττοί, από ψυχή και σώμα, και η μία φύση είναι ορατή ενώ η άλλη είναι αόρατη, διπλός είναι και ο καθαρισμός μας με το νερό και το Άγιο Πνεύμα».
Και εφόσον αυτά που έχουν διαφορετική ουσία δεν ανήκουν σε μία φύση, είναι επόμενο η ψυχή και το σώμα να μην έχουν την ίδια ουσία.
Και ακόμη· ο άνθρωπος είναι λογική θνητή ύπαρξη και κάθε κατάσταση χαρακτηρίζει τις φύσεις που υπάγονται σ’ αυτήν· δεν είναι επίσης το ίδιο πράγμα, σύμφωνα με τη φύση, το λογικό με το θνητό· επομένως, και ο άνθρωπος δεν θα έχει μία φύση, σύμφωνα με το παραπάνω κριτήρια που ορίσαμε.
Αν πάλι λέμε ότι ο άνθρωπος έχει μία φύση, τότε χρησιμοποιούμε στο λόγο μας το όνομα «φύση» αντί για το όνομα «είδος»· διότι δεχόμαστε ότι άνθρωπος από άνθρωπο δεν διαφέρει σε κάποια φυσική διαφορά, αλλά όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια σύσταση, είναι σύνθετοι από ψυχή και σώμα και έχουν ο καθένας δύο φύσεις· επομένως, όλοι έχουν κοινό ορισμό. Και αυτό δεν είναι παράδοξο, καθώς ο μέγας Αθανάσιος, στο λόγο του γι’ αυτούς που βλασφημούν το Άγιο Πνεύμα, είπε ότι μία είναι η φύση όλων των γενητών, διότι είναι δημιουργήματα· το είπε ως εξής: «Είναι δυνατό να κατανοήσουμε ότι το Άγιο Πνεύμα είναι πάνω από την κτίση και διαφορετικό από τη φύση των δημιουργημάτων, ιδιαίτερο όμως πρόσωπο της θεότητος». Διότι, καθετί που παρατηρείται από κοινού σε πολλά και δεν υπάρχει σ’ άλλο περισσότερο και σ’ άλλο λιγότερο, λέγεται ουσία.
Επειδή, λοιπόν, κάθε άνθρωπος είναι σύνθετος από ψυχή και σώμα, γι’ αυτό λέμε ότι οι άνθρωποι έχουν μία φύση. Για την υπόσταση όμως του Κυρίου δεν μπορούμε να πούμε ότι έχει μία φύση.
Διότι οι φύσεις του διατηρούν και μετά την ένωσή τους η καθεμία
τη φυσική της ιδιότητα και δεν μπορεί να βρεθεί είδος Χριστών.
Επειδή δεν έγινε άλλος Χριστός από θεία και ανθρώπινη φύση, ο ίδιος και Θεός και άνθρωπος.
Και ακόμη· δεν είναι το ίδιο λέγοντας «ένα» με βάση το είδος του ανθρώπου, και λέγοντας «ένα» με βάση την ουσία της ψυχής και του σώματος. Διότι το «ένα» με βάση το είδος του ανθρώπου, φανερώνει την ομοιότητα μεταξύ όλων των ανθρώπων· ενώ το «ένα» με βάση την ουσία της ψυχής και του σώματος, καταστρέφει την ίδια την ύπαρξή τους οδηγώντας τα σε τέλεια ανυπαρξία· διότι ή το ένα θα μετατραπεί στην ουσία του άλλου, ή θα δημιουργηθεί ένα άλλο από άλλα και θα μεταβληθούν και τα δύο, ή θα παραμείνουν στα όριά τους και θα είναι δύο φύσεις· επειδή το σωματικό με το ασώματο δεν είναι το ίδιο σύμφωνα με την ουσία τους. Μολονότι λέμε, λοιπόν, για τον άνθρωπο μία φύση, όχι επειδή ταυτίζεται η ποιότητα της ψυχής και του σώματος αλλά επειδή είναι πανομοιότυπα τα άτομα που αναφέρονται στο είδος, δεν αρμόζει όμως να λέμε και για το Χριστό μία φύση, αφού δεν υπάρχει είδος που να περιέχει πολλές υποστάσεις.
Ακόμη κάθε σύνθεση λέγεται ότι έχει γίνει από τα άμεσα συνθετικά της· δεν λέμε δηλαδή ότι το σπίτι αποτελείται από χώμα και νερό, αλλά από τούβλα και ξύλα. Επειδή είναι ανάγκη να λέμε ότι ο άνθρωπος αποτελείται από πέντε τουλάχιστον φύσεις, δηλαδή από τέσσερα στοιχεία και την ψυχή.
Έτσι και για τον Κύριό μας Ιησού Χριστό δεν εξετάζουμε τα μέρη των μερών, αλλά αυτά που άμεσα ενώθηκαν, δηλαδή τη θεία και την ανθρώπινη φύση.
Ακόμη, αν λέμε ότι ο άνθρωπος έχει δύο φύσεις, θα αναγκασθούμε να πούμε ότι ο Χριστός έχει τρεις φύσεις, και εσείς με το να λέτε ότι ο άνθρωπος έχει δύο φύσεις δογματίζετε ότι ο Χριστός έχει τρεις φύσεις· το ίδιο και για τις ενέργειες· διότι είναι αρμονικό η ενέργεια να συμβαδίζει με τη φύση.
Ο θεολόγος Γρηγόριος μαρτυρεί ότι ο άνθρωπος και λέγεται και έχει δύο φύσεις: «Δύο φύσεις πράγματι υπάρχουν, ο Θεός και ο άνθρωπος· επειδή υπάρχει ψυχή και σώμα». Και στο λόγο του για το βάπτισμα λέει τα εξής: «Επειδή εμείς είμαστε διττοί, από ψυχή και σώμα, και η μία φύση είναι ορατή ενώ η άλλη είναι αόρατη, διπλός είναι και ο καθαρισμός μας με το νερό και το Άγιο Πνεύμα».