Αν ομολογήσουμε τον Χριστό τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο, οπωσδήποτε θα του τα αποδώσουμε όλα τα γνωρίσματα της φύσεως και του Πατέρα και της μητέρας του· διότι έγινε άνθρωπος, για να κερδίσει αυτό που χάθηκε.
Αυτός που όλα τα μπορεί είχε τη δυνατότητα να σώσει τον άνθρωπο από τον τύραννό του με την παντοδύναμη εξουσία και δύναμή του· ήταν όμως (η σάρκωσή του) το άλλοθι στον τύραννο, ότι νίκησε τον άνθρωπο αλλά υποδουλώθηκε από το Θεό. Επειδή, δηλαδή, ο συμπαθής και φιλάνθρωπος Θεός ήθελε να αναδείξει νικητή τον άνθρωπο που έπεσε, γίνεται άνθρωπος για να επαναφέρει στην αρχική κατάσταση το όμοιο με το όμοιο.
Και κανείς δεν αντιλέγει ότι ο άνθρωπος είναι λογική και νοερή ύπαρξη.
Πώς, λοιπόν, (ο Θεός) έγινε άνθρωπος, αν προσέλαβε άψυχη σάρκα ή ψυχή χωρίς νου; Διότι κάτι τέτοιο δεν είναι άνθρωπος. Και για ποιό λόγο να χαρούμε για την ενανθρώπηση, εάν αυτός που πρώτος έπαθε (ο Χριστός) δεν έχει σωθεί και δεν έχει ανανεωθεί και δυναμώσει με την ένωσή του με τη θεότητα; «Καθώς, ό,τι δεν έχει προσληφθεί, δεν θεραπεύεται κιόλας».
Έτσι, λοιπόν, προσλαμβάνει όλο τον άνθρωπο και το πιο ωραίο μέρος της υπάρξεώς του που ασθένησε, ώστε να χαρίσει τη σωτηρία σε όλο (τον άνθρωπο). Νους, δηλαδή, χωρίς σοφία και γνώση δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει· εάν στερείται την ενέργεια και την κίνηση, τότε είναι και ανύπαρκτος.
Επειδή ο Θεός Λόγος ήθελε ν’ ανακαινίσει το κατ’ εικόνα, γι’ αυτό έγινε άνθρωπος. Και τί άλλο είναι το κατ’ εικόνα, παρά ο νους; Άφησε, λοιπόν, το καλύτερο και πήρε το κατώτερο; Ναι, διότι ο νους βρίσκεται στο μεταίχμιο του Θεού και της σάρκας· με τη μία συγκατοικεί, ενώ του Θεού είναι εικόνα. Ο νους, λοιπόν, συνενώνεται με το νου· και ο νους συνδέει την καθαρότητα του Θεού με την υλικότητα του σώματος.
Διότι, εάν ο Χριστός προσλάμβανε ψυχή χωρίς νου, τότε θα έπαιρνε ψυχή άλογου ζώου.
Εφόσον μάλιστα είπε ο Ευαγγελιστής ότι ο Λόγος έγινε σάρκα, πρέπει να γνωρίζουμε ότι στην Αγία Γραφή ο άνθρωπος άλλοτε λέγεται ψυχή, όπως στο (χωρίο) «ο Ιακώβ εισήλθε στην Αίγυπτο με εβδομήντα πέντε ψυχές», και άλλοτε λέγεται σάρκα, όπως στο (χωρίο) «κάθε σάρκα θα γνωρίσει τη σωτηρία του Θεού». Ο Κύριος, λοιπόν, δεν έγινε άψυχη σάρκα ούτε ψυχή χωρίς νου, αλλά άνθρωπος. Το λέει και ο ίδιος: «Γιατί με χτυπάς, έναν άνθρωπο που σας λέει την αλήθεια;». Προσέλαβε, λοιπόν, σάρκα εμπλουτισμένη με λογική και νοερή ψυχή, η οποία κυβερνά τη σάρκα, αλλά την ίδια την εξουσιάζει η θεία φύση του Λόγου.
(Ο Χριστός), λοιπόν, σαν Θεός και άνθρωπος, είχε με φυσικό τρόπο τη θέληση· αλλά η ανθρώπινη φύση του, χωρίς να κινείται αυτόνομα, ακολουθούσε και υποτασσόταν στο (θείο) θέλημά του· ήθελε όσα ήθελε και το θείο θέλημά του. Η θεία θέληση, δηλαδή, επέτρεπε στην ανθρώπινη να πάσχει με φυσικό τρόπο τα δικά της. Όταν, για παράδειγμα, ήθελε ν’ αποφύγει το θάνατο, η θεία του θέληση με φυσικό τρόπο θέλησε και παραχώρησε ν’ αποφύγει το θάνατο· γι’ αυτό ένιωσε αγωνία και δείλιασε.
Και όταν η θεία θέληση θέλησε η ανθρώπινη θέλησή του να προτιμήσει το θάνατο, τότε δέχθηκε εκούσια το πάθος του.
Διότι παράδωσε θεληματικά τον εαυτό του στο θάνατο όχι μόνο σαν Θεός, αλλά και σαν άνθρωπος· γι’ αυτό και μας χάρισε την τόλμη απέναντι στο θάνατο.
Έτσι, λίγο πριν από το σωτήριο πάθος του, λέει: «Πατέρα μου, αν γίνεται, ας αποφύγω να πιω αυτό το (πικρό) ποτήρι»· είναι φανερό ότι σαν άνθρωπος και όχι σαν Θεός, πρόκειτο να πιεί αυτό το ποτήρι. Σαν άνθρωπος, λοιπόν, θέλει να το αποφύγει· αυτά τα λόγια δείχνουν τη δειλία της (ανθρωπίνης) φύσεως. «Παρ’ όλ’ αυτά όμως, ας μη γίνει το θέλημά μου», δηλαδή αυτό στο οποίο είμαι διαφορετικός από σένα στην ουσία (σαν άνθρωπος), «αλλά να γίνει το δικό σου», δηλαδή το δικό μου και δικό σου, διότι (σαν Θεός) είμαι ομοούσιος με σένα. Αυτά είναι λόγια τολμηρά.
Προηγουμένως, δηλαδή, η ψυχή του Κυρίου αισθάνθηκε το φυσικό φόβο για το χωρισμό του σώματος· ένιωθε τη φυσική συμπάθεια προς το σώμα, καθώς έγινε πραγματικά άνθρωπος σύμφωνα με τη θέλησή του· αμέσως μετά, όμως, το θείο θέλημα της έδωσε δύναμη ν’ αψηφά το θάνατο.
Επειδή, δηλαδή, ο ίδιος ήταν όλος Θεός μαζί με την ανθρώπινη φύση του και όλος άνθρωπος με τη θεία φύση του, αυτός σαν άνθρωπος έκανε στον εαυτό του το ανθρώπινο θέλημα να υπακούσει στο Θεό και Πατέρα. Έτσι, μας άφησε τον εαυτό του άριστο τύπο και παράδειγμα υπακοής στον Πατέρα.
Το θείο μάλιστα και το ανθρώπινο θέλημά του (του Χριστού) επιθυμούσε ελεύθερα· καθώς κάθε λογική ύπαρξη έχει από τη φύση της αυτεξούσιο (ελεύθερο) θέλημα.
Διότι, τί να το κάνει το λογικό, εάν δεν σκέφτεται ελεύθερα; Ο Δημιουργός, δηλαδή, έβαλε τη φυσική επιθυμία μέσα στα άλογα ζώα, για να τα οδηγεί στην αναπαραγωγή της φύσεώς τους· επειδή όμως στερούνται τη λογική, αδυνατούν να εξουσιάζουν και τα εξουσιάζει η φυσική επιθυμία. Γι’ αυτό, μόλις ανάψει η επιθυμία, αμέσως έρχεται και η ορμή για την εκπλήρωσή της· (τα άλογα ζώα) δεν κάνουν χρήση του λογικού ή της αποφάσεως ή της σκέψεως ή της κρίσεως. Κι έτσι ούτε επαινούνται για την αρετή τους ούτε τιμωρούνται για την κακία τους. Η λογική όμως φύση έχει βέβαια τη φυσική επιθυμία που την παρακινεί, αλλά, όσοι διατηρούν τη διαγωγή στα όρια της φύσεως, την κατευθύνουν και τη ρυθμίζουν με τη λογική. Το προσόν της λογικής είναι αυτό, η αυτεξούσια θέληση, την οποία την ονομάζουμε φυσική κίνηση του λογικού όντος. Γι’ αυτό την επαινούμε και μακαρίζουμε, όταν επιδιώκει την αρετή και την τιμωρούμε, όταν επιδιώκει την κακία.
Επομένως, η ψυχή του Κυρίου ήθελε ελεύθερα· ήθελε βέβαια ελεύθερα αυτά που και η θεία θέλησή του επιθυμούσε αυτή να θέλει· ο Λόγος, δηλαδή, δεν κινούσε τη σάρκα του με νεύμα (σαν μαριονέτα) –αφού και ο Μωϋσής και όλοι οι Άγιοι με θείο νεύμα κινούνταν–, αλλά ο ίδιος όντας ένας, και Θεός και άνθρωπος, ήθελε σύμφωνα με τη θεία και ανθρώπινη θέλησή του. Έτσι, οι δύο θελήσεις του Κυρίου διέφεραν μεταξύ τους όχι στη γνώμη αλλά στη δυνατότητα της φύσεώς τους. Η θεία, δηλαδή, θέλησή του ήταν άναρχη και δημιουργός όλων, παντοδύναμη και απαθής· ενώ η ανθρώπινη θέλησή του είχε χρονική αφετηρία και είχε δεχθεί τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη· δεν ήταν παντοδύναμη στη φύση της, αλλά, επειδή έγινε φυσικά και πραγματικά θέληση του Θεού Λόγου, έγινε και παντοδύναμη.