Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο Θεός όλα τα γνωρίζει εκ των προτέρων, αλλά δεν προαποφασίζει όλα· γνωρίζει, δηλαδή, εκ των προτέρων αυτά που εξαρτώνται από μας, αλλά δεν τα προαποφασίζει· διότι δεν θέλει ούτε την κακία να κάνουμε ούτε όμως μας εκβιάζει στην αρετή. Επομένως, ο προορισμός είναι έργο του προγνωστικού προστάγματος του Θεού. Επίσης, προαποφασίζει αυτά που δεν εξαρτώνται από μας λόγω της προγνώσεώς του· διότι έως τώρα ο Θεός, σύμφωνα με την πρόγνωσή του, τα προκαθόρισε όλα με κριτήριο την αγαθότητα και τη δικαιοσύνη του.
Πρέπει, επίσης, να γνωρίζουμε ότι ο Θεός έδωσε την αρετή στη φύση μας, ότι ο ίδιος είναι η πηγή και η αιτία κάθε αγαθού και είναι αδύνατο χωρίς τη συνεργασία και βοήθειά του να θελήσουμε ή να κάνουμε κάτι καλό. Αλλά από μας εξαρτάται ή να μείνουμε σταθεροί στην αρετή και ν’ ακολουθήσουμε το Θεό που μας προσκαλεί προς αυτήν, ή να απομακρυνθούμε από την αρετή, που σημαίνει να οδηγηθούμε στην κακία και ν’ ακολουθήσουμε το Διάβολο που μας προσκαλεί χωρίς βία σ’ αυτήν· διότι τίποτε άλλο δεν είναι η κακία, παρά απομάκρυνση από το αγαθό, όπως ακριβώς το σκοτάδι είναι απομάκρυνση του φωτός. Παραμένοντας, λοιπόν, στη φυσική μας κατάσταση, είμαστε στην αρετή, ενώ παρεκκλίνοντας από τη φύση μας, δηλαδή την αρετή, ερχόμαστε στο παρά φύση και καταλήγουμε στην κακία.
Μετάνοια είναι η επιστροφή, με άσκηση και κόπο, από την παρά φύση στη φυσική κατάσταση και από το Διάβολο στο Θεό.
Ο Δημιουργός έπλασε τον άνθρωπο άνδρα στο φύλο· του μετάδωσε τη δική του θεία χάρη και τον έφερε σε κοινωνία μαζί του μέσω αυτής. Για το λόγο αυτό, ως κυρίαρχος, έδωσε με προφητικό χάρισμα τα ονόματα των ζώων, τα οποία του δόθηκαν για να τον υπηρετούν. Επειδή, δηλαδή, ο Θεός τον έπλασε κατ’ εικόνα του, να είναι λογικός, πνευματικός και αυτεξούσιος, δικαιολογημένα πήρε στα χέρια του από το Δημιουργό και Κύριο όλων την εξουσία σε όλη την κτίση.
Επειδή όμως ο προγνώστης Θεός γνώριζε ότι ο άνδρας θα γίνει παραβάτης και θα πέσει στη φθορά, δημιούργησε απ’ αυτόν τη γυναίκα, «πλάσμα όμοιο και βοηθό του»· βοηθό μάλιστα ώστε, μετά την παράβαση, με τη γέννηση να γίνεται η αναπαραγωγή του ανθρώπινου γένους. Διότι η αρχική πλάση λέγεται δημιουργία και όχι γέννηση· δημιουργία δηλαδή είναι η αρχική πλάση, ενώ γέννηση η διαδοχή του γένους που προήλθε μετά την καταδίκη σε θάνατο εξαιτίας της παραβάσεως. (Ο Θεός) τοποθέτησε τον άνθρωπο σε νοητό και αισθητό παράδεισο· διότι, αν και ζούσε σωματικά μέσα σε αισθητό επίγειο παράδεισο, συναναστρεφόταν ψυχικά με τους αγγέλους, καλλιεργώντας θεία νοήματα και τρεφόμενος απ’ αυτά· ήταν γυμνός, ζώντας απλή και ανεπιτήδευτη ζωή, και ανυψωνόταν μέσω των δημιουργημάτων μόνο προς το Δημιουργό· αισθανόταν ευχαρίστηση και χαρά με τη θεωρία του Θεού.
Αφού, λοιπόν, στόλισε τη φύση του (του ανθρώπου) με το αυτεξούσιο θέλημα, του έδωσε εντολή να μη φάει από το δένδρο της γνώσεως. Γι’ αυτό το δένδρο έχουμε πει αρκετά –όσα μπορούσαμε– στο κεφάλαιο σχετικά με τον Παράδεισο. Αυτή την έντολή έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο, με την υπόσχεση ότι, εάν διαφυλάξει την αξία της ψυχής, χαρίζοντας τη νίκη στο λογικό, το οποίο θα αναγνωρίζει το Δημιουργό και θα τηρεί την εντολή του, τότε θα γίνει μέτοχος της αιώνιας μακαριότητας και θα ζει αιώνια, διότι θα φανεί ανώτερος από το θάνατο. Εάν όμως υποδουλώσει την ψυχή στο σώμα και προτιμήσει τις σωματικές απολαύσεις, λησμονώντας την προσωπική του αξία και εξομοιούμενος με τα άλογα ζώα, επειδή έδιωξε από πάνω του τη χάρη του Δημιουργού και αρνήθηκε να τηρήσει τη θεία εντολή του, τότε θα είναι υπόλογος σε θάνατο και θα δοκιμάσει τη φθορά και τον πόνο, ζώντας άθλια ζωή.
Διότι δεν ήταν ωφέλιμο να γίνει αθάνατος χωρίς πειρασμούς και δοκιμασία, για να μην υπερηφανευθεί και πέσει σε πτώση ανάλογη με του Διαβόλου.
Εκείνος δηλαδή, επειδή ήταν άφθαρτος, μετά τη θεληματική πτώση του, απόκτησε την αμετανόητη και μόνιμη παγίωσή του στο κακό· όπως, επίσης, από την άλλη πλευρά οι άγγελοι, μετά την εκούσια επιλογή της αρετής από μέρους τους, απόκτησαν με τη χάρη την αμετακίνητη διαμονή τους στο καλό.
Έπρεπε, λοιπόν, αφού πρώτα δοκιμασθεί ο άνθρωπος –διότι άνθρωπος χωρίς πειρασμό και δοκιμασία δεν έχει καμιά αξία– και αφού φθάσει στην τελειότητα με την εμπειρία της τηρήσεως της εντολής, ν’ αποκομίσει μ’ αυτό τον τρόπο την αρετή ως βραβείο της αρετής. Καθώς, λοιπόν, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε ενδιάμεσος μεταξύ Θεού και ύλης, αφού ενωθεί με το Θεό χάρη στη συνήθεια που πήρε να τηρεί την εντολή Του και μετά την απαλλαγή από το φυσικό δεσμό με τα υλικά πράγματα, επρόκειτο να αποκτήσει μόνιμη τη σταθερότητα στο καλό. Αντίθετα με την παράβαση, αφού ο άνθρωπος στράφηκε περισσότερο προς τα υλικά και απομάκρυνε το νου του από το δημιουργό του Θεό, επρόκειτο να εξοικειωθεί με τη φθορά και να καταντήσει από απαθής παθητός και από αθάνατος θνητός· να έχει επίσης ανάγκη από συνεύρεση και σπερματική γέννηση και από πόθο για τη ζωή να προσκολλάται στις απολαύσεις, επειδή τάχα αυτές τη συνθέτουν· και να αισθάνεται μεγάλη αποστροφή σε όσους προσπαθούν να του στερήσουν τις απολαύσεις· και έστρεψε την επιθυμία του από το Θεό προς την ύλη και το θυμό του από τον πραγματικό εχθρό της σωτηρίας του προς τους συνανθρώπους του. Ο άνθρωπος, λοιπόν, νικήθηκε από φθόνο του Διαβόλου· ο φθονερός και μισόκαλος δαίμονας δεν άντεχε να πετύχουμε εμείς την ουράνια βασιλεία, ενώ ο ίδιος έπεσε από υπερηφάνεια· γι αυτό ο ψεύτης με δόλωμα την ισοθεΐα πέτυχε να παρασύρει το δυστυχή άνθρωπο και, αφού τον ανέβασε στο ύψος της δικής υπερηφάνειας,τον γκρέμισε στο δικό του βάραθρο της πτώσεως.
Πρέπει, επίσης, να γνωρίζουμε ότι ο Θεός έδωσε την αρετή στη φύση μας, ότι ο ίδιος είναι η πηγή και η αιτία κάθε αγαθού και είναι αδύνατο χωρίς τη συνεργασία και βοήθειά του να θελήσουμε ή να κάνουμε κάτι καλό. Αλλά από μας εξαρτάται ή να μείνουμε σταθεροί στην αρετή και ν’ ακολουθήσουμε το Θεό που μας προσκαλεί προς αυτήν, ή να απομακρυνθούμε από την αρετή, που σημαίνει να οδηγηθούμε στην κακία και ν’ ακολουθήσουμε το Διάβολο που μας προσκαλεί χωρίς βία σ’ αυτήν· διότι τίποτε άλλο δεν είναι η κακία, παρά απομάκρυνση από το αγαθό, όπως ακριβώς το σκοτάδι είναι απομάκρυνση του φωτός. Παραμένοντας, λοιπόν, στη φυσική μας κατάσταση, είμαστε στην αρετή, ενώ παρεκκλίνοντας από τη φύση μας, δηλαδή την αρετή, ερχόμαστε στο παρά φύση και καταλήγουμε στην κακία.
Μετάνοια είναι η επιστροφή, με άσκηση και κόπο, από την παρά φύση στη φυσική κατάσταση και από το Διάβολο στο Θεό.
Ο Δημιουργός έπλασε τον άνθρωπο άνδρα στο φύλο· του μετάδωσε τη δική του θεία χάρη και τον έφερε σε κοινωνία μαζί του μέσω αυτής. Για το λόγο αυτό, ως κυρίαρχος, έδωσε με προφητικό χάρισμα τα ονόματα των ζώων, τα οποία του δόθηκαν για να τον υπηρετούν. Επειδή, δηλαδή, ο Θεός τον έπλασε κατ’ εικόνα του, να είναι λογικός, πνευματικός και αυτεξούσιος, δικαιολογημένα πήρε στα χέρια του από το Δημιουργό και Κύριο όλων την εξουσία σε όλη την κτίση.
Επειδή όμως ο προγνώστης Θεός γνώριζε ότι ο άνδρας θα γίνει παραβάτης και θα πέσει στη φθορά, δημιούργησε απ’ αυτόν τη γυναίκα, «πλάσμα όμοιο και βοηθό του»· βοηθό μάλιστα ώστε, μετά την παράβαση, με τη γέννηση να γίνεται η αναπαραγωγή του ανθρώπινου γένους. Διότι η αρχική πλάση λέγεται δημιουργία και όχι γέννηση· δημιουργία δηλαδή είναι η αρχική πλάση, ενώ γέννηση η διαδοχή του γένους που προήλθε μετά την καταδίκη σε θάνατο εξαιτίας της παραβάσεως. (Ο Θεός) τοποθέτησε τον άνθρωπο σε νοητό και αισθητό παράδεισο· διότι, αν και ζούσε σωματικά μέσα σε αισθητό επίγειο παράδεισο, συναναστρεφόταν ψυχικά με τους αγγέλους, καλλιεργώντας θεία νοήματα και τρεφόμενος απ’ αυτά· ήταν γυμνός, ζώντας απλή και ανεπιτήδευτη ζωή, και ανυψωνόταν μέσω των δημιουργημάτων μόνο προς το Δημιουργό· αισθανόταν ευχαρίστηση και χαρά με τη θεωρία του Θεού.
Αφού, λοιπόν, στόλισε τη φύση του (του ανθρώπου) με το αυτεξούσιο θέλημα, του έδωσε εντολή να μη φάει από το δένδρο της γνώσεως. Γι’ αυτό το δένδρο έχουμε πει αρκετά –όσα μπορούσαμε– στο κεφάλαιο σχετικά με τον Παράδεισο. Αυτή την έντολή έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο, με την υπόσχεση ότι, εάν διαφυλάξει την αξία της ψυχής, χαρίζοντας τη νίκη στο λογικό, το οποίο θα αναγνωρίζει το Δημιουργό και θα τηρεί την εντολή του, τότε θα γίνει μέτοχος της αιώνιας μακαριότητας και θα ζει αιώνια, διότι θα φανεί ανώτερος από το θάνατο. Εάν όμως υποδουλώσει την ψυχή στο σώμα και προτιμήσει τις σωματικές απολαύσεις, λησμονώντας την προσωπική του αξία και εξομοιούμενος με τα άλογα ζώα, επειδή έδιωξε από πάνω του τη χάρη του Δημιουργού και αρνήθηκε να τηρήσει τη θεία εντολή του, τότε θα είναι υπόλογος σε θάνατο και θα δοκιμάσει τη φθορά και τον πόνο, ζώντας άθλια ζωή.
Διότι δεν ήταν ωφέλιμο να γίνει αθάνατος χωρίς πειρασμούς και δοκιμασία, για να μην υπερηφανευθεί και πέσει σε πτώση ανάλογη με του Διαβόλου.
Εκείνος δηλαδή, επειδή ήταν άφθαρτος, μετά τη θεληματική πτώση του, απόκτησε την αμετανόητη και μόνιμη παγίωσή του στο κακό· όπως, επίσης, από την άλλη πλευρά οι άγγελοι, μετά την εκούσια επιλογή της αρετής από μέρους τους, απόκτησαν με τη χάρη την αμετακίνητη διαμονή τους στο καλό.
Έπρεπε, λοιπόν, αφού πρώτα δοκιμασθεί ο άνθρωπος –διότι άνθρωπος χωρίς πειρασμό και δοκιμασία δεν έχει καμιά αξία– και αφού φθάσει στην τελειότητα με την εμπειρία της τηρήσεως της εντολής, ν’ αποκομίσει μ’ αυτό τον τρόπο την αρετή ως βραβείο της αρετής. Καθώς, λοιπόν, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε ενδιάμεσος μεταξύ Θεού και ύλης, αφού ενωθεί με το Θεό χάρη στη συνήθεια που πήρε να τηρεί την εντολή Του και μετά την απαλλαγή από το φυσικό δεσμό με τα υλικά πράγματα, επρόκειτο να αποκτήσει μόνιμη τη σταθερότητα στο καλό. Αντίθετα με την παράβαση, αφού ο άνθρωπος στράφηκε περισσότερο προς τα υλικά και απομάκρυνε το νου του από το δημιουργό του Θεό, επρόκειτο να εξοικειωθεί με τη φθορά και να καταντήσει από απαθής παθητός και από αθάνατος θνητός· να έχει επίσης ανάγκη από συνεύρεση και σπερματική γέννηση και από πόθο για τη ζωή να προσκολλάται στις απολαύσεις, επειδή τάχα αυτές τη συνθέτουν· και να αισθάνεται μεγάλη αποστροφή σε όσους προσπαθούν να του στερήσουν τις απολαύσεις· και έστρεψε την επιθυμία του από το Θεό προς την ύλη και το θυμό του από τον πραγματικό εχθρό της σωτηρίας του προς τους συνανθρώπους του. Ο άνθρωπος, λοιπόν, νικήθηκε από φθόνο του Διαβόλου· ο φθονερός και μισόκαλος δαίμονας δεν άντεχε να πετύχουμε εμείς την ουράνια βασιλεία, ενώ ο ίδιος έπεσε από υπερηφάνεια· γι αυτό ο ψεύτης με δόλωμα την ισοθεΐα πέτυχε να παρασύρει το δυστυχή άνθρωπο και, αφού τον ανέβασε στο ύψος της δικής υπερηφάνειας,τον γκρέμισε στο δικό του βάραθρο της πτώσεως.