Προσευχή είναι η ανάβαση του νου προς το Θεό ή η ζήτηση από το Θεό των αναγκαίων. Πώς, λοιπόν, ο Κύριος προσευχόταν για το Λάζαρο ή στην περίπτωση του πάθους του; Διότι ο άγιος νου του δεν είχε ανάγκη ν’ ανέβει προς το Θεό, εφόσον ήταν υποστατικά ενωμένος με το Θεό Λόγο, ούτε χρειαζόταν να ζητήσει κάτι –διότι ο Χριστός είναι ένας–· προσευχόταν όμως, επειδή έκανε δικό του το δικό μας πρόσωπο και προσάρμοζε τον εαυτό του στο δικό μας τύπο· γινόταν για μας παράδειγμα και μας δίδασκε να ζητάμε από το Θεό και ν’ απευθυνόμαστε σ’ αυτόν· και με τον άγιο νου του μας έδειχνε το δρόμο για την ανάβαση μας προς το Θεό.
Όπως, δηλαδή, υπέμεινε τα πάθη χαρίζοντας σε μάς την νίκη εναντίον τους, κατά παρόμοιο τρόπο και προσεύχεται, ανοίγοντας, όπως είπα, το δρόμο για την ανάβασή μας προς το Θεό· πλήρωσε για χάρη μας κάθε χρέος, όπως είπε στον Ιωάννη, και μας συμφιλίωσε με τον Πατέρα του, τον οποίο τιμά και προβάλλει ως αρχή και αίτιο του εαυτού του, και δείχνει ότι δεν είναι αντίθετός του. Διότι, όταν έλεγε στο Λάζαρο: «Πατέρα μου, σ’ ευχαριστώ που με άκουσες. Εγώ βέβαια γνώριζα ότι πάντοτε μ’ ακούς, αλλά το είπα για τον λαό που παρίσταται, ώστε να γνωρίζουν ότι είμαι ο απεσταλμένος σου»· μ’ αυτά τα λόγια δεν καθιστούσε ολοφάνερο ότι αυτά τα είπε, επειδή τιμούσε τον Πατέρα του ως αρχή και αιτία της υπάρξεώς του και επειδή ήθελε να δείξει ότι δεν είναι αντίθετος
με το Θεό;
Και όταν έλεγε: «Πατέρα μου, εάν είναι δυνατόν, ας μη δοκιμάσω αυτό το ποτήρι· όμως ας μη γίνει όπως εγώ θέλω, αλλά όπως εσύ θέλεις», δεν είναι ολοφάνερο ότι μας διδάσκει στους πειρασμούς να ζητάμε βοήθεια μόνο από το Θεό και να προτιμάμε το θείο θέλημα από το δικό μας;
Δεν δείχνει ακόμη ότι πράγματι έκανε δικά του τα γνωρίσματα της φύσεώς μας και ότι αληθινά απέκτησε δύο φυσικά θελήματα και αντίστοιχα των φύσεών του, αλλά όχι αντίθετα;
«Πατέρα μου, εάν είναι δυνατόν»», λέει· το λέει σαν ομοούσιος, όχι επειδή έχει άγνοια –διότι τί είναι αδύνατο στο Θεό;–, αλλά μας παιδαγωγεί να προτιμάμε το θείο και όχι το δικό μας θέλημα· διότι αδύνατο είναι μόνον ό,τι ο Θεός δεν θέλει, και ούτε το επιτρέπει. «Όμως, ας μη γίνει όπως εγώ θέλω, αλλά όπως εσύ»· ως Θεός, δηλαδή, έχει τον ίδιο το σκοπό με τον Πατέρα, ενώ ως άνθρωπος παρουσιάζει με την ανθρώπινη φύση του το ανθρώπινο θέλημα· διότι αυτό (το ανθρώπινο θέλημα) ζητεί από τη φύση του ν’ αποφύγει το θάνατο.
Η φράση πάλι «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» δείχνει ότι έκανε δικό του το δικό μας πρόσωπο. Διότι, ούτε ο Πατέρας είναι Θεός του, εκτός εάν συγκαταλεχθεί μεταξύ μας, αφού πρώτα αυτό που βλέπουμε χωριστεί από το νόημα του με αμυδρές φαντασίες του νου· ούτε πάλι εκείνος αποχωρίστηκε από τη θεότητά του, αλλά εμείς ήμασταν οι εγκαταλειμένοι και περιφρονημένοι. Επομένως, έκανε αυτή την προσευχή διότι έκανε δική του τη φύση μας.
Όπως, δηλαδή, υπέμεινε τα πάθη χαρίζοντας σε μάς την νίκη εναντίον τους, κατά παρόμοιο τρόπο και προσεύχεται, ανοίγοντας, όπως είπα, το δρόμο για την ανάβασή μας προς το Θεό· πλήρωσε για χάρη μας κάθε χρέος, όπως είπε στον Ιωάννη, και μας συμφιλίωσε με τον Πατέρα του, τον οποίο τιμά και προβάλλει ως αρχή και αίτιο του εαυτού του, και δείχνει ότι δεν είναι αντίθετός του. Διότι, όταν έλεγε στο Λάζαρο: «Πατέρα μου, σ’ ευχαριστώ που με άκουσες. Εγώ βέβαια γνώριζα ότι πάντοτε μ’ ακούς, αλλά το είπα για τον λαό που παρίσταται, ώστε να γνωρίζουν ότι είμαι ο απεσταλμένος σου»· μ’ αυτά τα λόγια δεν καθιστούσε ολοφάνερο ότι αυτά τα είπε, επειδή τιμούσε τον Πατέρα του ως αρχή και αιτία της υπάρξεώς του και επειδή ήθελε να δείξει ότι δεν είναι αντίθετος
με το Θεό;
Και όταν έλεγε: «Πατέρα μου, εάν είναι δυνατόν, ας μη δοκιμάσω αυτό το ποτήρι· όμως ας μη γίνει όπως εγώ θέλω, αλλά όπως εσύ θέλεις», δεν είναι ολοφάνερο ότι μας διδάσκει στους πειρασμούς να ζητάμε βοήθεια μόνο από το Θεό και να προτιμάμε το θείο θέλημα από το δικό μας;
Δεν δείχνει ακόμη ότι πράγματι έκανε δικά του τα γνωρίσματα της φύσεώς μας και ότι αληθινά απέκτησε δύο φυσικά θελήματα και αντίστοιχα των φύσεών του, αλλά όχι αντίθετα;
«Πατέρα μου, εάν είναι δυνατόν»», λέει· το λέει σαν ομοούσιος, όχι επειδή έχει άγνοια –διότι τί είναι αδύνατο στο Θεό;–, αλλά μας παιδαγωγεί να προτιμάμε το θείο και όχι το δικό μας θέλημα· διότι αδύνατο είναι μόνον ό,τι ο Θεός δεν θέλει, και ούτε το επιτρέπει. «Όμως, ας μη γίνει όπως εγώ θέλω, αλλά όπως εσύ»· ως Θεός, δηλαδή, έχει τον ίδιο το σκοπό με τον Πατέρα, ενώ ως άνθρωπος παρουσιάζει με την ανθρώπινη φύση του το ανθρώπινο θέλημα· διότι αυτό (το ανθρώπινο θέλημα) ζητεί από τη φύση του ν’ αποφύγει το θάνατο.
Η φράση πάλι «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» δείχνει ότι έκανε δικό του το δικό μας πρόσωπο. Διότι, ούτε ο Πατέρας είναι Θεός του, εκτός εάν συγκαταλεχθεί μεταξύ μας, αφού πρώτα αυτό που βλέπουμε χωριστεί από το νόημα του με αμυδρές φαντασίες του νου· ούτε πάλι εκείνος αποχωρίστηκε από τη θεότητά του, αλλά εμείς ήμασταν οι εγκαταλειμένοι και περιφρονημένοι. Επομένως, έκανε αυτή την προσευχή διότι έκανε δική του τη φύση μας.