Ο ίδιος, λοιπόν, ο Θεός Λόγος τα υπέφερε όλα με τη σάρκα, ενώ η θεία και μόνη απαθής φύση του έμεινε απείραχτη. Διότι ο ένας Χριστός που είχε ενώσει στο πρόσωπό του τη θεία και ανθρώπινη φύση, όντας και Θεός και άνθρωπος, όταν έπασχε, έπασχε η παθητή φύση του, ενώ η απαθής (φύση) δεν συμμετείχε στο πάθος.
Η ψυχή, δηλαδή, επειδή είναι παθητή, όταν το σώμα κόβεται, η ίδια, αν και δεν κόβεται, πονάει και υποφέρει μαζί με το σώμα. Αντίθετα, η θεότητα, επειδή είναι απαθής, δεν υπέφερε μαζί με το σώμα.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι, λέμε ότι ο Θεός έπαθε με σάρκα, σε καμία όμως περίπτωση δεν λέμε ότι η θεότητα έπαθε με σάρκα ή ο Θεός έπαθε μέσω της σάρκας. Όπως όταν ο ήλιος φωτίζει ένα δένδρο και μια αξίνα κόβει το δένδρο, αλλά ο ήλιος παραμένει άτμητος και απαθής, πολύ περισσότερο η απαθής θεότητα του Λόγου, που είναι ενωμένη υποστατικά με τη σάρκα, όταν η σάρκα υποφέρει, αυτή μένει απαθής. Και όπως, όταν κάποιος χύνει νερό σε πυρακτωμένο σίδερο, αυτό παθαίνει ό,τι από τη φύση τού προκαλεί το νερό (εννοώ, ότι η φωτιά σβήνει), αλλά ο σίδερος παραμένει αβλαβής (διότι το νερό δεν μπορεί από τη φύση του να τον βλάψει), πολύ περισσότερο όταν πάσχει η σάρκα, η μόνη απαθής θεότητα δεν δέχεται το πάθος, αν και είναι αχώριστη απ’ αυτήν (τη σάρκα)· δεν είναι ανάγκη βέβαια τα παραδείγματα να προσεγγίζουν τέλεια και χωρίς ψεγάδι. Διότι πρέπει να διαπιστώνουμε στα παραδείγματα και την ομοιότητα και τη διαφορά· αλλιώς, δεν θα ήταν παράδειγμα. Αυτό που είναι απολύτως όμοιο, είναι το ίδιο και όχι παράδειγμα, και μάλιστα σχετικά με τα θεία.
Είναι αδύνατο βρεθεί παράδειγμα όμοιο σε όλα, και στη θεολογία και στο σχέδιο της θείας οικονομίας.
Η ψυχή, δηλαδή, επειδή είναι παθητή, όταν το σώμα κόβεται, η ίδια, αν και δεν κόβεται, πονάει και υποφέρει μαζί με το σώμα. Αντίθετα, η θεότητα, επειδή είναι απαθής, δεν υπέφερε μαζί με το σώμα.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι, λέμε ότι ο Θεός έπαθε με σάρκα, σε καμία όμως περίπτωση δεν λέμε ότι η θεότητα έπαθε με σάρκα ή ο Θεός έπαθε μέσω της σάρκας. Όπως όταν ο ήλιος φωτίζει ένα δένδρο και μια αξίνα κόβει το δένδρο, αλλά ο ήλιος παραμένει άτμητος και απαθής, πολύ περισσότερο η απαθής θεότητα του Λόγου, που είναι ενωμένη υποστατικά με τη σάρκα, όταν η σάρκα υποφέρει, αυτή μένει απαθής. Και όπως, όταν κάποιος χύνει νερό σε πυρακτωμένο σίδερο, αυτό παθαίνει ό,τι από τη φύση τού προκαλεί το νερό (εννοώ, ότι η φωτιά σβήνει), αλλά ο σίδερος παραμένει αβλαβής (διότι το νερό δεν μπορεί από τη φύση του να τον βλάψει), πολύ περισσότερο όταν πάσχει η σάρκα, η μόνη απαθής θεότητα δεν δέχεται το πάθος, αν και είναι αχώριστη απ’ αυτήν (τη σάρκα)· δεν είναι ανάγκη βέβαια τα παραδείγματα να προσεγγίζουν τέλεια και χωρίς ψεγάδι. Διότι πρέπει να διαπιστώνουμε στα παραδείγματα και την ομοιότητα και τη διαφορά· αλλιώς, δεν θα ήταν παράδειγμα. Αυτό που είναι απολύτως όμοιο, είναι το ίδιο και όχι παράδειγμα, και μάλιστα σχετικά με τα θεία.
Είναι αδύνατο βρεθεί παράδειγμα όμοιο σε όλα, και στη θεολογία και στο σχέδιο της θείας οικονομίας.