Ο Θεός από καλωσύνη δημιουργεί τα όντα από την ανυπαρξία στην ύπαρξη και προγνωρίζει αυτά που θα συμβούν. Αν, βέβαια, δεν επρόκειτο να υπάρχουν, ούτε κακοί επρόκειτο να γίνουν και ούτε θα είχε γίνει η πρόβλεψη της δημιουργίας τους. Διότι οι γνώσεις αφορούν σε ό,τι υπάρχει και οι προγνώσεις σε ό,τι θα υπάρξει· προηγείται, δηλαδή, η ύπαρξη, και ακολουθεί η καλή ή κακή ύπαρξη. Εάν όμως (τα όντα) επρόκειτο να δημιουργηθούν από την αγαθότητα του Θεού αλλά κατόπιν θα γίνονταν κακοί εξαιτίας της δικής τους θελήσεως, και γι’ αυτό το λόγο ο Θεός αρνούνταν να τα δημιουργήσει, τότε το κακό θα νικούσε την αγαθότητα του Θεού. Ο Θεός, όμως, πλάθει αγαθά όλα τα όντα που δημιουργεί· και καθένας με τη δική του θέληση γίνεται καλός ή κακός.
Μολονότι είπε ο Κύριος, «συνέφερε σ’ εκείνον τον άνθρωπο να μη γεννιόταν», το έλεγε όχι επικρίνοντας το δημιούργημά του, αλλά επέκρινε την κακία που προστέθηκε στο πλάσμα του, εξαιτίας της θελήσεως και ραθυμίας του. Διότι η ραθυμία της γνώμης του πλάσματος αχρήστευσε την ευεργεσία του Δημιουργού, όπως ακριβώς συμβαίνει με κάποιον που, ενώ ο βασιλιάς του έδωσε πλούτο και εξουσία, αυτός φέρεται αχάριστα στον ευεργέτη· (ο βασιλιάς) αυτόν θα τον δέσει και θα τον τιμωρήσει, αν τον δει μέχρι τέλος να παραμένει στην εξουσία του τυράννου.