Φεβρουαρίου 2013


ΤΑ ΠΑΘΗ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΘΕΡΑΠΕΥΟΝΤΑΙ 

 




Α1) ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΑΘΗ

Τό «βραχυκύκλωμα» μεταξύ νοῦ (καρδίας) καί διανοίας (λογικῆς-ἐγκεφάλου).

Στήν ἐμπαθῆ (μεταπτωτική) κατάστασή μας ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ μας (ἡ καλούμενη νοερά ἐνέργεια) ἔχει ξεδιπλωθεῖ καί ἔχει κολλήσει στήν διάνοια (ἐγκέφαλο). Ἔχει γίνει ἕνα «βραχυκύκλωμα» μεταξύ νοῦ (καρδίας) καί διανοίας (λογικῆς-ἐγκεφάλου).

Λογισμοί, πού θά ἔπρεπε νά εἶναι μόνο στήν διάνοια (ἡ ὁποία τρέφεται ἀπό τό περιβάλλον διά τῶν αἰσθήσεων) κατεβαίνουν στήν καρδία καί τήν μολύνουν.

«πάρχει βραχυκύκλωμα», γράφει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, «μεταξύ τοῦ πνεύματος στὴ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου (δηλαδὴ τῆς νοερῆς ἐνέργειας) καὶ τοῦ ἐγκεφάλου. Στὴν φυσιολογική της κατάσταση, ἡ νοερὴ ἐνέργεια κινεῖται κυκλικὰ σὰν στρόφαλος προσευχόμενη μέσα στὴν καρδιά. Στὴν νοσοῦσα κατάστασή της, ἡ νοερὴ ἐνέργεια δὲν στροφαλίζεται κυκλικά.
Ἀλλὰ ξεδιπλωμένη καὶ ριζωμένη στὴν καρδιὰ κολλάει στὸν ἐγκέφαλο καὶ δημιουργεῖ βραχυκύκλωμα μεταξὺ ἐγκεφάλου καὶ καρδιᾶς. Ἔτσι τὰ νοήματα τοῦ ἐγκεφάλου, ποὺ εἶναι ὅλα ἀπὸ τὸ περιβάλλον, γίνονται νοήματα τῆς νοερῆς ἐνέργειας ριζωμένης πάντα στὴν καρδιά. Ἔτσι ὁ παθών γίνεται δοῦλος τοῦ περιβάλλοντός του. Ὡς ἐκ τούτου, συγχέει ὁρισμένα προερχόμενα ἀπὸ τὸ περιβάλλον του νοήματα μὲ τὸν Θεὸ ἢ τοὺς θεούς του»1.

Αὐτή εἶναι ἡ νόσος τῆς Θρησκείας (ταύτιση κτιστοῦ-ἀκτίστου ἤ ἀλλιῶς εἰδωλολατρεία) καί ἡ θεραπεία της εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία2 (στήν ὁποία ἰσχύει ἡ θεμελιώδης ἀρχή ὅτι δέν ὑπάρχει καμμία ἀπολύτως σχέση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου δηλ. μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῶν δημιουργημάτων Του).

Ἡ διαδικασία τῆς διαστροφῆς (σκοτισμοῦ) τοῦ νοῦ ἔχει ὡς ἑξῆς:

  1. Οἱ αἰσθήσεις, ὅταν δέν κυβερνιοῦνται σωστά ἀπό τόν «ἔνδοθεν λογισμό», εἰσάγουν τόν θάνατο στήν ψυχή. Ὅπως λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «εἰσῆλθεν ὁ θάνατος διά τῶν θυρίδων»3.
  2. Τά διάφορα μυνήματα τῶν αἰσθήσεων δημιουργοῦν φαντασίες. (Σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, ἡ φαντασία εἶναι τό ταμεῖο τῶν αἰσθήσεων).
  3. Οἱ φαντασίες δημιουργοῦν δόξες δηλ. γνῶμες γιά τά διάφορα πράγματα, πρόσωπα, γεγονότα.
  4. Οἱ δόξες γίνονται ἀντικείμενο ἐπεξεργασίας ἀπό τήν διάνοια, ἄν συμφωνοῦν μέ τήν ἀλήθεια ἤ ὄχι.
  5. Τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐπεξεργασίας, αὐτό πού θεωρήθηκε ἀληθές, αὐτό –λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός– ἐπίσης καλεῖται νοῦς4. Ὅταν ὑπάρχει τό «βραχυκύκλωμα νοός-διανοίας», τότε οἱ ἀποφάνσεις τῆς διανοίας (λογισμοί) μολύνουν τήν καρδία. Ὅταν δέν φρουρεῖται ἡ καρδία μέ τήν ἀδιάλειπτη καρδιακή προσευχή, τότε διάφοροι λογισμοί τῆς διανοίας κατεβαίνουν στήν καρδιά καί τήν μολύνουν. Τότε ὁ νοῦς γίνεται δοῦλος τῆς λογικῆς, τῶν αἰσθήσεων, τῆς φαντασίας καί τοῦ περιβάλλοντος. Τότε κάνει ὁ ἄνθρωπος Θεό τό περιβάλλον ἤ καί τόν ἑαυτό του (πρβλ. τήν φράση τοῦ Μ. Κανόνος τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα Κρήτης: «γέγονα αὐτείδωλον») διά τῆς φαντασίας.

Ἡ Ἐκκλησία μέ τήν ὀρθόδοξη θεραπευτική της (καί μάλιστα διά τῆς ἀδιάλειπτης ἐν μετανοίᾳ προσευχῆς) λύει αὐτό τό «βραχυκύκλωμα», καθαρίζοντας τήν καρδία ἀπό ὅλους τούς λογισμούς, ἀκόμη καί ἀπό τούς καλούς, περιορίζοντάς τους στήν διάνοια (ἐγκέφαλο).




Ἀπόσπασμα ἀπό τό Βιβλίο:Τά πάθη καί ἡ κατάθλιψη - Τί εἶναι καί πῶς θεραπεύονται (Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου) - Νέο βιβλίο 





1Πρ. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης, Καθηγητής Πανεπιστημίου,
Ἡ θρησκεία εἷναι νευροβιολογική ἀσθένεια, ἡ δέ Ὀρθοδοξία ἡ θεραπεία της. http://www.oodegr.com/oode/psyxotherap/nevrobiolog1.htm.

2Γιά περισσότερα βλ. τήν παραπάνω μελέτη τοῦ π. Ἰωάννου.

3Ἁγίου Προφήτου Ἱερεμίου, TLG, Jer 9.20.1 to Jer 9.20.2 «ὅτι ἀνέβη θάνατος διὰ τῶν θυρίδων ὑμῶν»

4Πρβλ. Ἁγ. Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ: TLG, Work #004 36.30 to Work #004 36.48.
via



Ο νους του ανθρώπου, ο οφθαλμός της ψυχής, δηλ. η ψυχή. Αυτή είναι η πηγή των σκέψεων του ανθρώπου, και συγκεκριμένα ο πυρήνας της, που είναι ο νους. Την δε ψυχή ποιος την κινεί; Ο Θεός, το Πνεύμα το Άγιον. Η διάνοια είναι απλά μία από τις δυνάμεις του νού, της ψυχής. Ο νους, ο πυρήνας της ψυχής, γεννά τον λόγον, την σκέψιν, η αποδέχεται την σκέψιν, τον λογισμόν, που του υποβάλλει ο Θεός,

η ο διάβολος. Η διάνοια επεξεργάζεται, δια του εγκεφάλου και της λογικής, την σκέψιν, και, εάν ο νους την εγκρίνη και την αποδεχθή, εάν δηλ. κάνη συγκατάθεσιν εις εκείνο που του υποδεικνύει η σκέψις, ο λογισμός, τότε δίδει εντολήν εις την διάνοιαν να κάνη πράξιν την σκέψιν. Και η διάνοια κινεί τον εγκέφαλον, ο δε εγκέφαλος το σώμα, που πραγματοποιεί, φέρει εις πέρας, εκείνο που προέτεινε η σκέψις. Έτσι κινείται ο άνθρωπος. Όπως, λοιπόν, ο άνθρωπος χειρίζεται τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του, δια της διανοίας του, έτσι και ο νους του ανθρώπου, ο πυρήνας της ψυχής του, χειρίζεται, δια της διανοίας, τον εγκέφαλο του ανθρώπου. Κάθε, όμως, σκέψις η λογισμός που γεννάται εις τον άνθρωπον προέρχεται πάντα από την φυσικήν του πηγήν, που είναι ο νους του; Όχι πάντα. Διότι, σκέψεις η λογισμοί υποβάλλονται εις τον άνθρωπον και από δύο άλλες οντότητες: Από τον Θεόν, η από τον διαβολον. Δηλ., μία σκέψις που γεννάται εις τον νουν του ανθρώπου μπορεί να προέρχεται, είτε από τον νουν του ανθρώπου, την φυσικήν του πηγήν, είτε από τον υπέρτατον Νουν, τον Θεόν, που θέλει να σώση και βοηθήση τον άνθρωπον, είτε από τον διάβολον, που θέλει να πλανήση και καταστρέψη τον άνθρωπον. Ο νους, λοιπόν, του ανθρώπου είναι η πηγή των σκέψεών του, εάν αυτές δεν προέρχονται από τον Θεόν ή τον διάβολον. Και ο νους του ανθρώπου, ο πυρήνας της ψυχής του, είναι εκείνος που γεννά τον λόγον, κινεί την διάνοιαν και τον εγκέφαλον και είναι υπεύθυνος δια τις πράξεις του ανθρώπου. Συμβαίνει, όμως, ο νους του ανθρώπου, νοουμένου ως η πηγή των σκέψεων και των λογισμών του, που είναι ο οφθαλμός, ο πυρήνας, της ψυχής του ανθρώπου, δηλ. η ψυχή του ανθρώπου, να είναι ένα αυθυπόστατον κτίσμα, να έχη δηλ. ιδικήν του υπόστασιν, ξεχωριστήν από εκείνην του σώματος του ανθρώπου, το οποίον παραμένει ζωντανό και αθάνατο και μετά τον βιολογικό θάνατο του ανθρώπου.



Είναι δηλ. μία οντότητα ξεχωριστή από το σώμα του ανθρώπου, που ζει και μετά τον βιολογικό του θάνατο, κάτι που δεν συμβαίνει εις τα ζώα. Τα ζώα, και δη ο χιμπαντζής, που λέγουν οι εξελικτικοί ότι είναι το πλησιέστερο προς τον άνθρωπο, εξελικτικά, ζώο, δεν έχουν ψυχή ως αυθυπόστατη οντότητα. Η ψυχή των ζώων πεθαίνει μαζί με τον βιολογικό θάνατο του σώματός τους. Και, επειδή δεν έχουν ψυχή όμοια με του ανθρώπου, δηλ. που να είναι αυθύπαρκτο κτίσμα και να συνίσταται από νουν, λόγον και πνεύμα, γι’ αυτό και τα ζώα δεν έχουν λόγον. Έχουν φωνήν, αλλά δεν έχουν λόγον. Έχουν υποτυπώδη λογικήν, αλλά δεν έχουν λόγον. Γιατί δεν έχουν λόγον; Επειδή δεν έχουν νουν, ψυχήν, ζώσαν πέραν του τάφου, που είναι, όπως είπαμε, αυθύπαρκτον κτίσμα και η πηγή του λόγου. Ούτε αυτεξούσιον έχουν, αλλά κινούνται νομοτελειακά. Δεν υπάρχει περίπτωσις ένα ζώο που πεινάει να μη προσεγγίση την τροφήν, όταν αυτή του προσφερθή. Ο άνθρωπος, όμως, μπορεί να την αρνηθή, επειδή έχει αυτεξούσιον. Εξ άλλου, ποτέ εις την ανθρωπίνην ιστορίαν δεν έχει καταγραφή περιστατικόν, κατά το οποίον ένα ζώον να εμφανίσθηκε εις έναν ζώντα άνθρωπον μετά τον θάνατον του ζώου αυτού. Και τούτο, διότι απλούστατα τα ζώα δεν έχουν ψυχήν που να ζη μετά τον βιολογικό τους θάνατο. Υπάρχουν, όμως, καταγεγραμμένες χιλιάδες μαρτυρίες εμφανίσεως νεκρών ανθρώπων, αγίων και μη, εις άλλους ανθρώπους που ζουν. Τι εμφανίζεται εις τους ζώντας; Η ψυχή του νεκρού, η οποία ζει και μετά τον βιολογικό του θάνατο.


Δαμασκηνός μοναχός


Ολόκληρο: πηγή



via


Σε πολλούς Πατέρας, όπως στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο λόγος λέγεται και λογιστικόν. Ο λόγος στον άνθρωπο είναι ενδιάθετος και προφορικός. Λέγεται εσωτερικά, αλλά εκφράζεται και εξωτερικά. Σιωπή εξωτερική δεν σημαίνει ανυπαρξία εσωτερικού λόγου. Μπορεί όμως κανείς, μετά από μελέτη των Πατερικών έργων, να ισχυρισθή με κάποια επιφύλαξη ότι ο λόγος είναι ενδιάθετος και προφορικός και είναι ενωμένος με τον νου, ενώ η λογική που συνδέεται με την διάνοια είναι το όργανο εκείνο δια του οποίου εκφράζεται ο λόγος. Έτσι μπορεί κανείς να ισχυρισθή ότι υπάρχει μια λεπτή διαφορά μεταξύ του λόγου και της λογικής, καθώς  επίσης μεταξύ του λόγου και της διανοίας. Ο όσιος Θαλάσσιος διδάσκει ότι «ίδιον του λογικού, το υποταγήναι τω λόγω»[372]. Ο λογικός άνθρωπος πρέπει να υποταγή στον λόγο. Η διάνοια, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, δεν είναι ο οφθαλμός της ψυχής. Ο νους είναι ο οφθαλμός της ψυχής, ενώ η διάνοια καθιστά τα αισθητά και νοερά διανοητά. Γράφει χαρακτηριστικά: «Οφθαλμούς δε ψυχής ακούων αυτή πείρα γινώσκοντας τους επουρανίους θησαυρούς, μη την διάνοιαν νομίσης. Αύτη γαρ και τα αισθητά και τα νοερά επίσης διανοητά δ’ εαυτής ποιεί»[373]. Δηλαδή η διάνοια δεν είναι εκείνη που γνωρίζει τους επουρανίους θησαυρούς, πράγμα το οποίο κάνει ο νους του ανθρώπου. Η διάνοια απλώς κάνει διανοητά όσα εμπειρικώς ζη ο νους του ανθρώπου. Στον νου αποκαλύπτεται ο Θεός, η δε διάνοια καταγράφει αυτήν την εμπειρία σε λογικές προτάσεις.
            Λέγεται συνήθως ότι ο άνθρωπος είναι λογικό ον, και αυτό με την έννοια ότι έχει λογική και σκέπτεται. Αλλά στην πατερική θεολογία λογικός δεν είναι ο άνθρωπος εκείνος που έχει απλώς λογική ή προφορικό λόγο, αλλά εκείνος που δια του λόγου και του λογικού ζητεί να εύρη τον Θεό και να ενωθή μαζί Του[374]. Όποιος καθαρίζει τον νου του μέσα στον οποίο αποκαλύπτεται ο Θεός και εν συνεχεία, δια του λόγου και της διανοίας, εκφράζει αυτήν την εσωτερική εμπειρία, αυτός ο άνθρωπος είναι λογικός. Έξω από αυτήν την τοποθέτηση ο άνθρωπος είναι άλογος και δεν διαφέρει από τα άλογα ζώα. Βέβαια έχει λογικό και λόγο, αλλά επειδή δεν συνδέεται με τον Θεό είναι νεκρός. Η νεκρά ψυχή δείχνει και την νέκρωση του λόγου.

            Στον προπτωτικό άνθρωπο έτσι λειτουργούσε ο λόγος. Δηλαδή ο νους αισθανόταν τον Θεό και ο λόγος εξέφραζε τις εμπειρίες του νου. «Νους μεν καθαρός, ορθά βλέπει τα πράγματα. Λόγος δε γεγυμνασμένος, υπ’ όψιν άγει τα οραθέντα»[375]. Σύμφωνα με την θεολογία του οσίου Θαλασσίου, την οποία υπεμνήσθημεν προηγουμένως, ίδιον γνώρισμα του λογικού ανθρώπου είναι να υποταγή στον λόγο και να υπωπιάση και να δουλαγωγήση το σώμα, ενώ ύβρις στον λογικό άνθρωπο είναι να υποταγή στο άλογο, δηλαδή στο σώμα και «πρόνοιαν αυτού ποιείσθαι εις επιθυμίας αισχράς». Επίσης πονηρό έργο της λογικής ψυχής είναι να εγκαταλείπη τον κτίσαντα και να λατρεύη το σώμα[376]. Έτσι στον προπτωτικό άνθρωπο ο νους είχε σχέση με τον Θεό και ο λόγος εξέφραζε αυτή την εμπειρία και την ζωήν με την βοήθεια της διανοίας, του ιδιαιτέρου εκείνου σωματικού οργάνου.

            Αλλά μετά την πτώση συνετελέσθη η νέκρωση και ο θάνατος της ψυχής, που είχε σαν συνέπεια την αδυναμία να λειτουργήση φυσικά όλος ο εσωτερικός κόσμος της ψυχής και να υφίστανται ενηρμοσμένες όλες οι εσωτερικές λειτουργίες. Ο νους του ανθρώπου σκοτίσθηκε, καλύφθηκε από τα πάθη και κυριεύθηκε από αδιαπέραστο σκοτάδι. Ο λόγος, μη έχοντας να εκφράση τις εμπειρίες του νου, ταυτίσθηκε με την διάνοια. Έτσι το λογικό υψώθηκε πιο πάνω από τον νου και κυριαρχεί στον μεταπτωτικό άνθρωπο. Αυτό στην πραγματικότητα είναι η ασθένεια του λόγου και του λογικού. Το λογικό είναι υπερτροφικό, ανυψώθηκε σε μεγαλύτερη θέση από τον νου και αιχμαλώτισε τον λόγο. Το υπερτροφικό λογικό καθίσταται πηγή μεγάλης ανωμαλίας στον πνευματικό οργανισμό. Εκεί κυρίως μαίνεται η υπερηφάνεια και όλες οι ενέργειες του εγωϊσμού, που είναι η πηγή της ανωμαλίας.



Νους όμως λέγεται και η ενέργεια του, «η εν λογισμοίς συνισταμένη και νοήμασι». Ο Απόστολος Παύλος στην προς Κορινθίους επιστολή του γράφει: «εάν γαρ προσεύχωμαι γλώσση, το πνεύμα μου προσεύχεται, ο δε νους μου άκαρπός εστι, τι ουν εστι; Προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι δε και τω νοΐ∙ ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και τω νοΐ» (Α’ Κορ. ιδ’, 14-15). Στο χωρίο αυτό το πνεύμα είναι το χάρισμα της γλωσσολαλιάς, ο νους είναι η διάνοια. Ο νους λοιπόν εδώ ταυτίζεται με την διάνοια, την λογική. Με την έννοια αυτήν υπάρχουν πολλά χωρία μέσα στην Αγία Γραφή.

Πέρα από αυτά ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, χαρακτηρίζοντας την λογική λόγο και την καρδιά, που είναι το κέντρο της υπάρξεώς μας με το οποίο αποκτούμε την γνώση του Θεού, νου, παρουσιάζει την διαφορά και την ενέργεια κάθε λειτουργίας. «Νους μεν καθαρός, ορθά βλέπει τα πράγματα. Λόγος δε γεγυμνασμένος, υπ’ όψιν άγει τα οραθέντα»[81]. Ο νους (καρδιά) είναι εκείνος που βλέπει καθαρά τα πράγματα και γι’ αυτό πρέπει μα καθαρίζεται, και ο λόγος, η λογική, είναι εκείνη που διατυπώνει και εκφράζει τα οραθέντα. Με αυτό το χωρίο φθάνουμε στο σημείο να ισχυρισθούμε ότι για να είναι κανείς Πατήρ της Εκκλησίας δεν πρέπει να έχη μόνο νου καθαρό, αλλά και έκφραση, δηλαδή γεγυμνασμένο λόγο για να εκφράζη αυτές τις υπέρ φύσιν πραγματικότητες κατά το δυνατόν.

Νους και προσοχή


Άλλοι Πατέρες με το νουν ορίζουν την προσοχή, που είναι λεπτοτέρα της διανοίας[82]. Ο Θεόληπτος Φιλαδελφείας συνδέει τον νου με την προσοχή, τον λόγο με την επίκληση, το πνεύμα με την

κατάνυξη και την αγάπη. Όταν κατ’ αυτόν τον τρόπο λειτουργούν οι δυνάμεις της ψυχής, τότε «όλος ο ένδον άνθρωπος λειτουργεί τω Κυρίω». Είναι όμως δυνατόν η διάνοια να προφέρη τα ρήματα της ευχής, αλλά ο νους (η λεπτομέρεια προσοχή) να μη συνοδεύη, να εκτρέπεται με διάφορες έννοιες και να διολισθαίνη από την γνώση του Θεού. «Πολλάκις γαρ αυτής (της διανοίας) διερχομένης τα ρήματα της ευχής, ο νους ου συνοδεύει, ουκ ενατενίζει τω Θεώ, προς ον και η κατά την προσευχήν διαλογή γίνεται∙ εκτρέπεται δε υπό τινων εννοιών λεληθότως. Και η μεν διάνοια λέγει συνήθως τα ρήματα∙ ο δε νους της του Θεού γνώσεως διολισθαίνει. Όθεν και τότε η ψυχή ακατανόητος και αδιάθετος φαίνεται, ως του νου σκορπιζομένου εις τινας φαντασίας και μετεωριζομένου, ή προς α κλέπτεται ή βούλεται»[83].



Ο νους λοιπόν αυτός, που είναι όχι απλώς οι λογισμοί, αλλά η λεπτοτέρα προσοχή, πρέπει να επιστρέψη στην καρδιά, στην ουσία της ψυχής, που βρίσκεται, ως εν οργάνω, μέσα στο σαρκικό όργανο της καρδιάς, αφού το σαρκικό όργανο της καρδιάς είναι «το του λογιστικού ταμείον και πρώτον σαρκικόν όργανον λογιστικόν». Έτσι τον νου, που διαχέεται δια των αισθήσεων προς τα έξω, πρέπει να τον συγκεντρώσουμε και να τον επαναφέρουμε «προς αυτήν ταύτην την καρδίαν, το των λογισμών ταμείον»[84].

Το θέμα του νου δεν το εξαντλήσαμε, απλώς στην παράγραφο αυτή θελήσαμε να ξεχωρίσουμε κάπως τους όρους νου, καρδιά, ψυχή και να εντοπίσουμε την σχέση τους και την διαφορά τους. Θα επανέλθουμε σ’ αυτές τις έννοιες, όταν γίνη εκτενέστερος λόγος για τον νου, την καρδιά και τους λογισμούς.

Συνοπτικά στην παράγραφο αυτή θέλουμε να υπογραμμίσουμε ότι ο όρος νους είναι πολυσήμαντος μέσα στην βιβλικοπατερική παράδοση. Ο νους ταυτίζεται με την ψυχή, αλλά συγχρόνως είναι και μία ενέργεια της ψυχής. Όπως η ψυχή έτσι και ο νους είναι το κατ’ εικόνα Θεού. Και όπως η ψυχή διαιρείται σε ουσία και ενέργεια, έτσι και ο νους διαιρείται σε ουσία και ενέργεια. Και όπως στον Θεό η ουσία και η ενέργεια διαιρούνται αδιαιρέτως, το ίδιο γίνεται και στον νου. Γι’ αυτό τον λόγο σε άλλα σημεία οι Πατέρες νου χαρακτηρίζουν την ουσία, δηλαδή την καρδιά, οπότε ο νους στην περίπτωση αυτή ταυτίζεται με την καρδιά και σε άλλα σημεία νου χαρακτηρίζουν και την ενέργεια, τα νοήματα και τους λογισμούς και την λεπτοτέρα προσοχή που διαχέεται έξω δια των αισθήσεων, οπότε χρειάζεται να επανέλθη στην καρδιά. Κυρίως οι άγιοι Πατέρες νου χαρακτηρίζουν την καρδιά και την ψυχή γενικότερα, χωρίς να αποκλείουν και την άλλη ονομασία που αναφέραμε προηγουμένως.

Χάσαμε την παράδοσή μας γι’ αυτό και πολλοί από μας ταυτίζουμε τον νου με την λογική. Δεν υποπτευόμαστε καθόλου ότι εκτός από την λογική υπάρχει και άλλη δύναμη που έχει μεγαλύτερη αξία, δηλαδή ο νους, η καρδιά. Όλος ο πολιτισμός είναι πολιτισμός απωλείας της καρδιάς. Και κάτι που δεν έχει ο άνθρωπος μέσα του δεν μπορεί να το αντιληφθή. Η καρδιά νεκρώθηκε, ο νους σκοτίσθηκε και δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την παρουσία τους. Γι’ αυτό και χρειάσθηκε να γίνη αυτό το ξεκαθάρισμα. Για τον άνθρωπο που έχει μέσα του το Άγιο Πνεύμα, γι’ αυτόν που βρίσκεται «εν τη αποκαλύψει» δεν χρειάζονται πολλές διασαφήσεις, γιατί αυτός γνωρίζει από την πείρα του την παρουσία και την ύπαρξη του νοός, της καρδιάς.

3. Περί νοός, καρδίας και λογισμών

Τα όσα ελέχθησαν μέχρι τώρα είναι εισαγωγικά για να εισέλθουμε στην ανάλυση και ερμηνεία της εσωτερικής ζωής της ψυχής. Η ασθένεια και η θεραπεία της ψυχής είναι κυρίως ασθένεια και θεραπεία του νοός, της καρδίας και των λογισμών. Γύρω από το θέμα αυτό θα στραφούν τα επόμενα. Θα μελετήσουμε ξεχωριστά τον νου, την καρδιά και τους λογισμούς. Νομίζω πως η ανάλυση αυτή θα βοηθήση στην ενδοσκόπηση του εσωτερικού εαυτού μας.

α) Ο νους

Ήδη έχουμε τονίσει ότι ο όρος νους είναι πολυσήμαντος στα έργα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Άλλοτε ταυτίζεται με την ψυχή, άλλοτε είναι μια ενέργεια της ψυχής, ο οφθαλμός της ψυχής, άλλοτε με τον όρο νου υποδηλώνεται η ουσία της ψυχής, άλλοτε υποδηλώνεται η ενέργειά της και άλλοτε είναι η προσοχή που είναι λεπτοτέρα της διανοίας. Στην παράγραφο αυτή, μελετώντας την ασθένεια και την θεραπεία του νου, θα τον θεωρούμε ως τον οφθαλμό της ψυχής. Με τον όρο νου θα εννοούμε κυρίως την δύναμη της ψυχής[85] καθώς επίσης το πιο καθαρό μέρος της ψυχής, που είναι οφθαλμός της ψυχής, σύμφωνα με τα λεγόμενα από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό «ουχ έτερον έχουσα παρ’ εαυτήν τον νουν, αλλά μέρος αυτής το καθαρώτατον (ώσπερ γαρ οφθαλμός εν σώματι, ούτως εν ψυχή νους)...»[86]. Αυτός ο οφθαλμός της ψυχής, που λέγεται νους και ενεργεί δια των αισθήσεων, είναι αυτό που μολύνεται, αρρωσταίνει και χρειάζεται θεραπεία. Όπως ο οφθαλμός του σώματος, όταν ασθενή, σκοτίζει όλο το σώμα, κατά τον ίδιο τρόπο όταν ασθενή ο οφθαλμός της ψυχής, που είναι ο νους, τότε σκοτίζεται ολόκληρη η ψυχή του ανθρώπου. Αυτό εννοούσε ο Κύριος όταν έλεγε «ει ουν το φως το εν σοι σκότος εστί, το σκότος πόσον;» (Ματθ. στ’, 23). Ο νους εξερχόμενος από την καρδιά, αφιστάμενος του Θεού, ασθενεί και πεθαίνει, οπότε νεκρώνεται και ολόκληρη η ψυχή. Αυτό θα το δούμε στην συνέχεια περισσότερο αναλυτικά.

Η φυσική ζωή του νου

Οι άγιοι Πατέρες στα κείμενά τους καθορίζουν σαφώς την φυσική ζωή του νου. Κατά τον Νικήτα τον Στηθάτο «νους απαθής εστιν ο Θεός, υπέρ πάντα νουν και πάσαν απάθειαν, φως και πηγή φωτός αγαθού, σοφία, λόγος και γνώσις∙ και σοφίας, λόγου και γνώσεως χορηγός»[87]. Και ο άνθρωπος, ως εικών του Θεού, έχει νουν απαθή, όταν ο νους βρίσκεται στην φυσική του κατάσταση και δεν κινήται πέρα από την δική του αξία και φύση: «Εικών Θεού ων ο ημέτερος νους, το οικείον εν εαυτώ έχει, όταν εν τοις ιδίοις μένη και μη πόρρω της εαυτού αξίας κινήται και φύσεως». Γι’ αυτό ο νους του ανθρώπου επιθυμεί και ζητεί να ενωθή με τον Θεό «εξ ου την αρχήν έσχε» και ανατρέχει με τις φυσικές ιδιότητες προς Αυτόν και «αυτόν μιμείσθαι ποθεί τω φιλανθρώπω και τη απλότητι». Και όπως ο Νους – Πατήρ γεννά τον Λόγο, ο οποίος (Λόγος) γεννά και αναπλάττει τους ανθρώπους, έτσι και ο νους της ψυχής γεννά τον λόγο, και «ως άλλους ουρανούς τας ψυχάς αναπλάττει των ομοφύλων ανθρώπων και στερράς αυτάς δι’ υπομονής των εμπράκτων αποτελεί αρετών». Και όχι μόνον αναπλάττει τις ψυχές των άλλων ανθρώπων ο νους δια του λόγου, αλλά ζωογονεί «ταύτας τω πνεύματι του στόματος αυτού». Έτσι ο νους του ανθρώπου που κινείται προς τον Θεό αναπλάττει τις άλλες ψυχές και μιμούμενος Αυτόν «οράται δημιουργός και αυτός της νοητής κτίσεως και του μεγάλου κόσμου»[88]. Φαίνεται στο χωρίο αυτό του οσίου Νικήτα Στηθάτου ότι, όταν ο νους κινήται φυσικά προς τον Θεό και ενώνεται μαζί Του, γίνεται και αυτός κατά Χάριν ό,τι είναι κατά φύσιν ο Ουράνιος Νους.

Η ένωση νου και Θεού είναι στάση, αλλά συγχρόνως και κίνηση, αφού η τελείωση είναι ατέλεστη. Ο άγιος Μάξιμος κάνει λόγο στα έργα του για την αεικίνητη στάση και την στάσιμη κίνηση. Ο άνθρωπος, μένοντας εν τω Θεώ, κινείται διαρκώς. Το ίδιο γράφει ο όσιος Νικήτας για τον νου. «...πάντες οι νόες εν αυτώ τω πρώτω νοΐ την  τε στάσιν έχουσι μόνιμον και την κίνησην ακατάληκτον». Αυτό συμβαίνει όχι σε ακάθαρτο νου, αλλά σε νου που είναι καθαρός και αθόλωτος[89]. Ο νους ενούμενος με τον Πρώτο Νου γίνεται αγαθός και σοφός. «Αγαθός και σοφός μόνος φύσει ο Θεός∙ γίνεται δε μεθέξει και ο νους, αν σπουδάση»[90].

Περιγράφοντας την φυσική κατάσταση του νου είμαστε υποχρεωμένοι να καθορίσουμε σαφώς ποια είναι η κατά φύσιν, η παρά φύσιν  και η υπέρ φύσιν κίνηση του νου. Ο όσιος Μάρκος ο ασκητής περιγράφει τις τρεις κινήσεις του νου. Τρεις είναι οι νοητοί τόπο στους οποίους εισέρχεται ο νους του ανθρώπου εκ μεταβολής «κατά φύσιν, υπέρ φύσιν και παρά φύσιν». Όταν ο νους εισέλθη στο κατά φύσιν τότε ευρίσκει τον εαυτό του αίτιο των πονηρών λογισμών, γνωρίζει τις αιτίες των παθών και εξομολογείται στον Θεό τις αμαρτίες. Όταν εισέλθη στο παρά φύσιν λησμονεί την δικαιοσύνην του Θεού και μάχεται με τους ανθρώπους, θεωρώντας ότι αυτοί τον αδικούν. Όταν εισέλθη στο υπέρ φύσιν ευρίσκει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος[91]. Αυτό σημαίνει ότι, όταν ο νους μας επιλανθάνεται του Θεού και μάχεται με τους ανθρώπους, είναι στην παρά φύσιν κατάσταση, ενώ όταν γνωρίζη την αιτία των παθών και ευρίσκη τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος ζη την κατά φύσιν και την υπέρ φύσιν κατάσταση αντίστοιχα. Η ζωή του Πνεύματος είναι εκείνη που φανερώνει την φυσική κατάσταση του νου και περιγράφει την φυσική του πορεία. Όταν ο άνθρωπος επιμένη να διατηρήται ο νους του στην κατά φύσιν κίνηση, τότε παραμένει καθαρός από την ύλη και «κατακοσμείται πραότητι, ταπεινοφροσύνη, αγάπη και συμπαθεία, και υπό των ελλάμψεων του Αγίου καταφαιδρύνεται Πνεύματος»[92].

Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή ο νους ενεργεί κατά φύσιν όταν έχη τα πάθη υποτεταγμένα, όταν θεωρή τους λόγους των όντων και όταν διάγη προς τον Θεό[93]. Επίσης οι άγιοι Πατέρες τονίζουν την πραγματικότητα ότι ο νους μετασχηματίζεται προς κάθε νόημα των πραγμάτων που δέχεται. Θεωρώντας τα νοήματα των πραγμάτων πνευματικώς, «προς έκαστον θεώρημα ποικίλως μεταμορφούται». Όταν δε ενωθή με τον Θεό τότε γίνεται άμορφος και ασχημάτιστος[94]. Γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία να μάθη ο νους να δέχεται πνευματικώς τα νοήματα των πραγμάτων, γιατί διαφορετικά δεν ζη στην φυσική του κατάσταση, αλλοιώνεται, και όταν ο νους που είναι ο οφθαλμός της ψυχής, αλλοιωθή, τότε αυτομάτως αλλοιώνεται όλη η ψυχή. Γιατί όταν μολυνθή και ασθενήση μια ενέργεια της ψυχής τότε αλλοιώνονται και ασθενούν όλες οι άλλες δυνάμεις, αφού «κοινωνούσι πάσαι της μιας τω ενιαίω της ψυχής»[95].

Ο νους είναι εκείνος που καθορίζει όλη την κατάσταση του ανθρώπου, αφού αυτός είναι ο τροφοδότης της ψυχής. Ο νους μας είναι στο μέσον δυο πραγμάτων, της αρετής και της κακίας, του αγγέλλου και του δαίμονος, που το κάθε ένα μέρος ενεργεί τα δέοντα. Συνδεδεμένος ο νους με την ελευθερία έχει την δύναμη να ακολουθήση ένα από τα δύο ή να αντισταθή σε ένα από τα δύο. «Εξουσίαν δε έχει ο νους και δύναμιν, ο θέλει, είτε έπεσθαι, είτε αντιστήναι»[96]. Ο νους είναι εκείνος που μερίζει την ψυχή. Πρώτος αυτός πάσχει και εν συνεχεία μολύνει και παρασύρει όλη την ψυχή. «... η ψυχή μερίζεται ένθα αν την ροπήν ο νους δω, εις πράγμα τι κατά πάθος ανθρώπινον»[97]. Είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του νου ότι σε όποιο πράγμα παραμένει εκεί πλατύνεται και στην συνέχεια σ’ αυτό τρέπει την επιθυμία και την αγάπη. Αυτό μπορεί να γίνη είτε στα θεία, οικεία και νοητά είτε στα πράγματα και τα πάθη της σαρκός[98]. Πάθος αγάπης ψεκτό ενασχολεί τον νου στα υλικά πράγματα, ενώ πάθος αγάπης επαινετό «τοις θείοις αυτόν συνδεσμεί»[99]. Γι’ αυτό η ορθόδοξη ασκητική δίνει μεγάλη σημασία στην πορεία και την κίνηση του νου. Γιατί όταν ο νους στραφή και ενατενίση πράγματα υλικά και μολυνθή από το νόημα των πραγμάτων, τότε ασθενεί και στην συνέχεια μεταφέρει την ασθένεια σε όλες τις δυνάμεις της ψυχής.

Γενικά για την κίνηση του νου μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι είναι κατά φύσιν, υπέρ φύσιν και παρά φύσιν. Ο νους με την ελευθερία που διαθέτει πορεύεται κατά την ιδική του επιθυμία και ανάλογα με την πορεία που ακολουθεί και ανάλογα με τον τόπο στον οποίο παραμένει αλλοιώνεται και έπειτα αλλοιώνει την ψυχή είτε αρνητικά είτε θετικά. «Οι άνθρωποι τον νουν έχουσιν ή εις τας αμαρτίας, ή προς τον Ιησούν, ή προς τους ανθρώπους»[100]. Αυτό πιστεύουμε πως θα φανή καθαρότερα στα επόμενα, που θα γίνη λόγος για την ασθένεια και την θεραπεία του νου.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης διδάσκει ότι «... ουχί μέρει τινί των εν ημίν ο νους περιέχεται, αλλ’ επίσης εν πάσι και δια πάντων εστιν...». Η κοινωνία του νου προς το σώμα έχει άφραστη και ανεπινόητη την συνάφεια «ούτε εντός ούσα (ούτε γαρ εγκρατείται σώματι το ασώματον), ούτε εκτός περιέχουσα (ου γαρ περιλαμβάνει τι τα ασώματα)∙ αλλά κατά τινα τρόπον αμήχανόν τε και ακατανόητον εγγίζων ο νους τη φύσει, και προσαπτόμενος, και εν αυτή και περί αυτήν θεωρείται, ούτε εγκαθήμενος, ούτε περιπτυσσόμενος»[101].

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, εκθέτοντας το χωρίο του αγίου Μακαρίου που διδάσκει ότι ο νους και όλοι οι λογισμοί της ψυχής βρίσκονται μέσα στην καρδιά ως σε όργανο, και το χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Νύσσης που διδάσκει ότι ο νους ως ασώματος δεν είναι μέσα στο σώμα, γράφει ότι δεν είναι αντίθετα τα δυο αυτά χωρία, αλλά συνάγονται σε μια ενότητα. Ο άγιος Μακάριος και ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης είχαν διαφορετικές προϋποθέσεις στην ανθρωπολογία τους, δηλαδή με άλλη έννοια λέγει ο άγιος Μακάριος ότι ο νους είναι μέσα στο σώμα και με άλλη έννοια ο άγιος Γρηγόριος λέγει ότι είναι εκτός του σώματος. Όπως εκείνος που ισχυρίζεται ότι ο Θεό ως ασώματος δεν βρίσκεται σε έναν ορισμένο τόπο δεν έρχεται σε αντίθεση με εκείνον που ισχυρίζεται ότι ο Λόγος κάποτε ευρέθηκε στην παρθενική και πανάμωμη μήτρα της Θεοτόκου, έτσι γίνεται και στα χωρία αυτώ των Πατέρων σχετικά με τον νου. Ο νους του ανθρώπου ως ασώματος είναι εκτός του σώματος, αλλά και μέσα στο σώμα, χρησιμοποιώντας ως πρώτο σαρκικό όργανο αφράστως την καρδιά[102]. Έχουμε εξηγήσει σε άλλη παράγραφο ότι ο νους έχει ουσία και ενέργεια και ως ουσία βρίσκεται μέσα στην καρδιά, ενώ ως ενέργεια στους λογισμούς και έτσι εξέρχεται από το σώμα και συλλαμβάνει το νόημα των πραγμάτων. Στην φυσική κατάσταση ο νους εισέρχεται στην καρδιά, η ενέργεια στην ουσία, και έτσι ανέρχεται προς τον Θεό. Αυτή είναι η κυκλική κίνηση του νου για την οποία θα κάνουμε αργότερα λόγο.

Ο νους, ως εικόνα του Θεού, έχει ζωή μόνον όταν ενώνεται  με τον Θεό και καθίσταται σοφός και αγαθός. Αυτή είναι η ζωή του νου. Ο Απόστολος Παύλος γράφει: «τις γαρ έγνω νουν Κυρίου, ος συμβιβάσει αυτόν; Ημείς δε νουν Χριστού έχομεν» (Α’ Κορ. β’, 16). Η φυσική κατάσταση του νου είναι να ενωθή με τον νου του Χριστού. Τότε ελλάμπεται και φωτίζεται. Η «όντως ζωή και αληθής ενέργεια του νου» είναι όταν το λογιστικό της ψυχής ασχολήται με θεία θεωρήματα και αναπέμπη στον Θεό ύμνο και ευχαριστία και όταν με την συνεχή μνήμη κολλάται προς Αυτόν[103]. Νέκρωση του νου είναι η απομάκρυνση από τον Θεό, ενώ ζωή του νου είναι η κοινωνία και η ενότητα μαζί Του. Η ζωή του νου, κατά τον άγιο Μάξιμο, είναι ο φωτισμός της γνώσεως και επειδή αυτόν τον φωτισμό τον γεννά η αγάπη προς τον Θεό, γι’ αυτό δεν υπάρχει τίποτε μεγαλύτερο της αγάπης προς τον Θεό[104].

Όπως το σώμα για να ζήση έχει ανάγκη της τροφής και η ψυχή για να ζήση έχει ανάγκη της αρετής, έτσι και η πνευματική προσευχή είναι η τροφή του νου[105]. Η προσευχή τροφοδοτεί τον νου και τον ζωοποιεί. Ο νους όταν κινήται προς τον Θεό και ενώνεται μαζί Του είναι υγιής, ζωντανός. Και σ’ αυτήν την κατάσταση δέχεται την παράκληση του Θεού. Εν Θεώ ο νους αποκτά την υγεία, την αίσθηση, και αυτή η αίσθηση είναι «γεύσις ακριβής των διακρινομένων»[106]. Είναι απαραίτητο στην πνευματική ζωή ο νους να έχη ζωή, ώστε να διακρίνη τις ενέργειες και παρακλήσεις του Θεού από τις ενέργειες του διαβόλου. Στον υγιή νου, που σχολάζει διαρκώς στα θεία, «και το παθητικόν μέρος θείον γέγονεν όπλον»[107]. Τότε όλη η ψυχή υγιαίνει. Ο νους είναι ένα άρμα που παρασύρει την ψυχή είτε στον Θεό είτε στον διάβολο και τα έργα της αμαρτίας. Ο νους πάντως όταν υγιαίνη πληροφορείται από τον Θεό. Είναι σαφής εντολή του Αποστόλου Παύλου που ισχύει για τον καθαρό και ζωντανό νου: «έκαστος εν τω ιδίω νοΐ πληροφορείσθω» (Ρωμ. ιδ’, 5).

Αν και ο νους είναι μια δύναμη της ψυχής, με την έννοια που μελετάμε στην παράγραφο αυτή, εν τούτοις έχει και αυτός άλλες δυνάμεις και ενέργειες. Ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος διδάσκει ότι τέσσερες είναι οι δυνάμεις του νου, ήτοι η σύνεση, η αγχίνοια, η κατάληψη και η εντρέχεια (δεξιότης, ετοιμότης, οξύτης). Πρέπει αυτές οι τέσσερες δυνάμεις του νου να ενωθούν με τις τέσσερες γενικές αρετές της ψυχής, ήτοι η σύνεση του νου με την σωφροσύνη της ψυχής, η αγχίνοια με την φρόνηση, η κατάληψη με την δικαιοσύνη και η εντρέχεια με την ανδρεία. Έτσι σχηματίζεται «άρμα φλογερόν και ουρανοδρόμιον» που αντιμετωπίζει τα τρία πάθη της φιλαργυρίας, φιληδονίας και φιλοδοξίας[108].

Βέβαια αυτές οι διαιρέσεις του νου σε μας είναι ακατανόητες αλλά οι άγιοι Πατέρες με τον αγώνα που έκαναν και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος ξεχώρισαν και διέγραψαν αυτές τις δυνάμεις και γνώρισαν όλη την εσωτερική ψυχοσύνθεση. Ζώντας ο άνθρωπος «εν τη αποκαλύψει», φωτιζόμενος από την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος, γνωρίζει όλα τα βάθη της ψυχής και όλες τις δυνάμεις του νου, που για τον μακράν της Χάριτος άνθρωπο είναι άγνωστα και ακατανόητα. Άλλωστε μακράν του Θεού όλος ο άνθρωπος καθίσταται αφανής και άγνωστος.

Όλα αυτά που αναφέραμε δείχνουν την φυσική κατάσταση του νου, όπως λειτουργεί στον φυσικό άνθρωπο, στον άνθρωπο του Θεού. «Ίδιον έργον του νου το μη ανέχεσθαι λογισμού λάθρα καταλαλούντος κατά του πλησίον»[109]. Ο νους στην φυσική του κατάσταση αποκρούει τους λογισμούς που προέρχονται από τον διάβολο και γενικά αποκρούει κάθε λογισμό που είναι αντίθετος με την αγάπη. Επίσης καθίσταται τέλειος  όταν πλουτίζη από την γνώση του Θεού. «Τέλειός εστιν ο νους, ο ποιωθείς τη γνώσει»[110]. Η γνώση αυτή είναι  γνώση του Θεού και των δημιουργημάτων, κατά τρόπο υπεράγνωστο. «Νους εστι τέλειος ο δια πίστεως αληθούς τον υπεράγνωστον υπεραγνώστως υπεργνωκώς και των αυτού δημιουργημάτων τα καθόλου θεασάμενος»[111].

Ασθένεια του νου

Ο νους με την πτώση αμαυρώθηκε, σκοτίσθηκε, αρρώστησε. Έπαυσε να είναι τέλειος. Αυτό το ίδιο γίνεται κάθε φορά που ο άνθρωπος διαπράττει την αμαρτία.

Η πρώτη μάχη του διαβόλου γίνεται με τον νου. Οι δαίμονες επιδιώκουν να τον υποδουλώσουν, οπότε στην συνέχεια έρχεται ο άνθρωπος στην συγκατάθεση και την αμαρτία. Ο άγιος Μάξιμος διδάσκει ότι οι δαίμονες, λαμβάνοντες αφορμή από τα πάθη που υπάρχουν στην ψυχή, κινούν τους εμπαθείς λογισμούς, δια των οποίων πολεμούν τον νου και εκβιάζουν αυτόν να έλθη σε συγκατάθεση της αμαρτίας. Γίνεται μεγάλη μάχη για να αιχματωλισθή ο νους και να προσελκυσθή στον εμπαθή λογισμό. Όταν ηττηθή ο νους, «άγουσιν εις την κατά διάνοιαν αμαρτίαν και, ταύτης αποτελεσθείσης, φέρουσιν αυτόν λοιπόν αιχμάλωτον εις την πράξιν». Δεν μένει όμως μέχρι εκεί το κακό. Αφού οι δαίμονες με τους εμπαθείς λογισμούς ερημώσουν την καρδιά, υποχωρούν, αλλά παρά ταύτα μένει στον νου το είδωλο της αμαρτίας. Ο άγιος Μάξιμος, αναφερόμενος στον λόγο του Κυρίου «όταν ουν ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως...εστώς εν τόπω αγίω» (Ματθ. κδ’, 15), λέγει ότι ναός του Θεού είναι ο νους του ανθρώπου, στον οποίον, αφού οι δαίμονες ερημώσουν δια των εμπαθών λογισμών την ψυχή, «το είδωλον ανατιθέασι της αμαρτίας»[112].

Αυτή είναι η ασθένεια του νου. Όχι μόνον αιχμαλωτίζεται, αλλά και ασθενεί, αφού παραμένει το είδωλο της αμαρτίας, το οποίο είναι μια διαρκής πληγή και αιτία μιας νέας αμαρτίας. Σε αυτήν την κατάσταση λέμε πως ο νους είναι αιχμαλωτισμένος από τον διάβολο και τα πάθη, και «νους υπό παθών κεκρατημένος, εννοεί τα μη πρέποντα». Αυτό φανερώνουν οι λόγοι και τα έργα[113]. Όσα λέγει και πράττει ο άνθρωπος φανερώνουν την ασθένεια ή την υγεία του νου του. Γι’ αυτό οι έχοντες το χάρισμα της διακρίσεως διακρίνουν από τις εξωτερικές κινήσεις και από τα λόγια του κάθε ανθρώπου την κατάσταση του νου. Η σχέση του νου προς την αίσθηση «δούλον αυτόν καθίστησι των του σώματος ηδονών»[114]. Ο νους τότε αντί να στρέφεται προς τον Θεό και να ενώνεται μαζί Του, στρέφεται και ενώνεται με τα αισθητά, γι’ αυτό γίνεται δούλος. Σ’ αυτήν την δουλεία, την αιχμαλωσία, έγκειται η ασθένεια του νου. Και φυσικά αυτή η ασθένεια προξενεί τον θάνατο του νου.

Στην συνέχεια θα περιγράψουμε, παρουσιάζοντας χωρία πατερικά, μερικές καταστάσεις και ιδιώματα της ασθενείας του νου.

Η Αγία Γραφή κάνει λόγο για τον διεφθαρμένο νου, τον νου της σαρκός. Μερικά χωρία θα θέλαμε να παραθέσουμε στο σημείο αυτό, που δείχνουν την ασθένεια του νου. «...διεφθαρμένων ανθρώπων τον νουν και απεστερημένων της αληθείας» (Α’ Τιμ. στ’, 5). Όσοι αντιστέκονται στην αλήθεια είναι «άνθρωποι κατεφθαρμένοι τον νουν» (Β’ Τιμ. γ’, 8). Ο Απόστολος Παύλος αναφερόμενος σε αιρετικό της εποχής του λέγει ότι είναι «φυσιούμενος υπό του νοός της σαρκός αυτού» (Κολ. β’, 18). Στο χωρίο αυτό φαίνεται καθαρά ότι, όταν ο άνθρωπος είναι σαρκικός, εστερημένος της ενεργείας του Παναγίου Πνεύματος, όπως αναφέρεται στην θεολογία του Αποστόλου Παύλου, έχει νου σαρκικό. Αλλού ο νους του μακράν του Θεού ευρισκομένου ανθρώπου χαρακτηρίζεται «αδόκιμος» (Ρωμ. α’, 28). Επίσης δεν θέλει ο Απόστολος οι Χριστιανοί να πορεύωνται και να περιπατούν όπως οι εθνικοί «εν ματαιότητι του νοός αυτών» (Εφεσ. δ’, 17). Και οι άγιοι Πατέρες, όπως ο όσιος Θαλάσσιος, κάνουν λόγο για την σάλευση του νου από τον τόπο της γνώσεως, όταν το παθητικό της ψυχής κινηθή πέρα από τις αρετές: «Σαλεύεται ο νους εκ του τόπου της γνώσεως, ότε το παθητικόν της ψυχής κινηθή εκ των ιδίων αρετών» [115].

Η ασθένεια του νου χαρακτηρίζεται και με την λέξη «σκοτασμός». Ο νους, ως εικών του Θεού, είναι φωτεινός. Όταν όμως απομακρύνεται από τον Θεό και χάνη την φυσική του κατάσταση, τότε αμαυρούται, σκοτίζεται. Ο Ησύχιος ο Πρεσβύτερος διδάσκει ότι οι οκτώ γενικότατοι λογισμού της κακίας μέσα στους οποίους υπάρχει κάθε λογισμός έρχονται στην πύλη της καρδίας. Και όταν βρουν τον νου αφύλακτο εισέρχονται ο ένας μετά τον άλλο στον κατάλληλο καιρό στην καρδιά, και κάθε ένας αφήνει εκεί « εσμόν λογισμών αισχρών∙ και ούτω τον νουν σκοτίσας, εκκαλεί το σώμα προτρεπόμενος εις εργασίαν αισχρών πράξεων»[116]. Ο νους από τους πολλούς λογισμούς σκοτίζεται. Σε άλλη συνάφεια ο ίδιος διδάσκει ότι, όταν ο άνθρωπος διάγη την ζωή της αμαρτίας και της ασωτίας, «τον νουν σκοτίζει»[117]. Γι’ αυτό συνιστάται από την πατερική διδασκαλία να φυλάττουμε τους λογισμούς «ίνα μη σκοτισθείς ο νους, άλλα αντ’ άλλων βλέπη»[118].

Έτσι μπορούμε να κάνουμε λόγο για την τύφλωση του νου και την ανικανότητα να βλέπη καθαρά τα πράγματα. Και όταν ο νους σκοτισθή τότε δεν έχει καθαρούς και ανοικτούς διαδρόμους προς τον πλησίον. Όλα μολύνονται και σκοτίζονται με φοβερές και συνταρακτικές συνέπειες για την ζωή μας. Οι πονηρές έννοιες σκοτίζουν τον νου και τον καταστρέφουν, όπως αποκρύπτουν τα σύννεφα τον ήλιο[119]. Ο νους σκοτίζεται και παραμένει άκαρπος ή όταν λαλήση κοσμικούς λόγους ή όταν δεχθή αυτούς στην διάνοια και προσομιλήση ή όταν ασχοληθή το σώμα μαζί με τον νου σε αισθητά. Αμέσως τότε χάνει την θέρμη, την κατάνυξη, την παρρησία εν Θεώ και την γνώση. Γι’ αυτό, «όσον προσέχομεν τω νω, φωτιζόμεθα∙ και όσον ου προσέχομεν, σκοτιζόμεθα»[120].

Ο σκοτασμός λέγεται και τύφλωση, αφού είναι πραγματική τύφλωση του νου. Και ο νους εκτυφλούται από τα τρία πάθη, την φιλαργυρία, την κενοδοξία και την ηδονή[121]. Η άγνοια του χοϊκού νοός, κατά τον Νικήτα τον Στηθάτο, που είναι αχλύς και ζόφος βαθύς, «τας οράσεις της ψυχής επικαλύπτουσα, σκοτεινήν αυτήν και ζοφώδη περί το νοείν τα θεία τε και ανθρώπινα απεργάζεται, μη δυναμένην προς τας αυγάς του θείου φωτός ατενίζειν ή εν απολαύσει γίνεσθαι των αγαθών εκείνων, α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη»[122]. Ο νους και γενικά η ψυχή είναι ανίκανη να ενατενίση τον Θεό και να ελλαμφθή. Και αυτό αποτελεί την ασθένεια και τον θάνατό του. Σ’ αυτήν την κατάσταση ο άνθρωπος δεν μπορεί να βρη την αλήθεια. «Ο Μ. Βασίλειος διδάσκει ότι, όπως ο οφθαλμός, όταν μετακινήται συνεχώς άλλοτε προς τα πλάγια και άλλοτε μεταστρέφεται «προς τα άνω και κάτω πυκνά», δεν μπορεί να δη καθαρά το αντικείμενο, το ίδιο συμβαίνει και με τον οφθαλμό της ψυχής, δηλαδή τον νου. Όταν περισπάται από πολλές κοσμικές φροντίδες είναι αδύνατον να βρη την αλήθεια: «Ούτω και νουν ανθρώπου, υπό μυρίων των κατά τον κόσμον φροντίδων  περιελκόμενον, αμήχανον εναργώς ενατενίσαι τη αληθεία»[123].

Μια άλλη κατάσταση της ασθενείας του νου είναι η πώρωση, η αναλγησία και η αναισθησία. «Αναλγησία καρδίας, επώρωσε νουν»λέγει ο της Κλίμακος άγιος [124]. Όταν οι δαίμονες έλθουν στην ψυχή και περιστρέψουν το φως του νου, τότε δεν υπάρχει νήψη, διάκριση, επίγνωση, εντροπή, αλλά «αναλγησία, και αναισθησία, και αδιακρισία, και αβλεψία»[125].

Ο ασθενών νους είναι δέσμιος, αιχμάλωτος. «Δεσμά υπάρχουσι νου, πάθη ψεκτά, κατέχοντα αυτόν εν τοις αισθητοίς πράγμασιν»[126]. Δηλαδή τα πάθη τα ψεκτά δεσμεύουν τον νου, τον κρατούν δεμένο στα αισθητά πράγματα. Ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι, όπως ένα στρουθίον όταν είναι δεμένο από το πόδι δεν μπορεί να πετάξη όσο και αν προσπαθή γιατί επανέρχεται στην γη, «ούτω και ο νους, μήπω απάθειαν κτησάμενος και επί την γνώσιν των ουρανίων πετόμενος, υπό των παθών καθελκόμενος, επί την γην κατασπάται»[127]. Όσο κι αν προσπαθή ο νους να πετάξη προς την γνώση των ουρανίων, αν δεν έχη απαλλαγή από τα πάθη, δεν μπορεί. Τα πάθη τον δεσμεύουν και τον κρατούν αιχμάλωτο στην γη. Ο νους ακόμη παχύνεται από τα διάφορα πάθη και δεν μπορεί να προσευχηθή καθαρά στον Θεό[128].

Ο τετυφωμένος νους είναι νεφέλη άνυδρος, που περιφέρεται από τα πνεύματα της κενοδοξίας και υπερηφανείας[129].

Ο νους που ασθενεί από το πάθος της κενοδοξίας πλανάται, αφού προσπαθεί με σχήματα και μορφές να περιγράψη το θείον[130].

Ο Ησύχιος ο Πρεσβύτερος περιγράφει και τον τρόπο με τον οποίο ο νους γίνεται αιχμάλωτος. Εάν είναι άπειρος και διάγη χωρίς νήψη, τότε αμέσως μείγνυται εμπαθώς με το φαντασθέν σ’ αυτόν, δηλαδή με αυτό που φέρνει η φαντασία, και στην συνέχεια διαλέγεται και δίδει αποκρίσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, «αναμίξ γίνονται οι ημέτεροι λογισμοί τη δαιμονιώδει φαντασία». Και όσο αυξάνεται και πληθύνεται η φαντασία τόσο πάσχει ο νους[131].

Εκτός από τις προηγούμενες καταστάσεις της ασθενείας του νου είναι και η μόλυνση. Ο Απόστολος Παύλος λέγει: «πάντα μεν καθαρά τοις καθαροίς∙ τοις δε μεμιαμμένοις και απίστοις ουδέν καθαρόν, αλλά μεμίανται αυτών και ο νους και η συνείδησις» (Τιτ. α’, 15). Ο μολυσμός του νου δεν προέρχεται μόνον από μια μεγάλη θανάσιμη αμαρτία, αλλά και από ένα μικρό λόγο που εξέρχεται από το στόμα: «υπό λόγου πολλάκις ενός απροσέκτως προερχομένου τον νουν εμόλυνε». Αλλά αυτό συμβαίνει κυρίως σ’ αυτόν που γεύθηκε την χάρη και ενέργεια της προσευχής[132].

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος κάνει λόγο για τον παραρριπισμό του νου, που χωρίς να μεσολαβήση χρόνος ή λόγος ή εικόνα, παρουσιάζει με περισσότερη οξύτητα το πάθος στον άνθρωπο. Με μια απλή  κίνηση παρουσιάζεται το πάθος μέσα στην ψυχή του ανθρώπου[133]. Φαίνεται πως ο νους αιχμαλωτίζεται και υποδουλώνεται με μια απλή κίνηση, χωρίς να προηγηθή μεγάλος σύνθετος λογισμός.

Έτσι λοιπόν η ασθένεια του νου, με όσα αναφέραμε προηγουμένως, είναι η διαφθορά, ο σκοτασμός, η τύφλωση, η αναλγησία και αναισθησία, η δέσμευση και αιχμαλωσία, η πλάνη, η μόλυνση και ο παραρριπισμός. Κάθε τι που εκδιώκει και αποτρέπει τον νου από την φυσική κίνηση είναι ασθένεια, της οποίας συνέπεια είναι ο θάνατος του νου. Σ’ αυτήν την κατάσταση όλος ο άνθρωπος είναι ασθενής, μεμολυσμένος και νεκρός.

[81] ένθ. ανωτ. σελ. 27, κζ’

[82] Γρηγορίου Παλαμά έργα, τόμος 2ος, σελ. 132

[83] Θεολήπτου Φιλαδελφείας, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 8

[84] Γρηγορίου Παλαμά έργα, Ε.Π.Ε. τόμος 2ος, σελ. 126

[85] ένθ. ανωτ. σελ. 124

[86] αγ. Ιω. Δαμασκηνού: Έκδοσις... ένθ. ανωτ. σελ. 152

[87] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 326, α’

[88] ένθ. ανωτ. σελ. 329, ιβ’

[89] ένθ. ανωτ. σελ. 332, κη’

[90] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 213, λζ’

[91] Φιλοκαλία Α’, σελ. 115, κ’

[92] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 329, ιγ’

[93] Φιλοκαλία Β’, σελ. 45, με’

[94] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ, 40, κστ’

[95] αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 133, γ’

[96] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 39, κα’

[97] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 330, ιζ’

[98] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 36, ο’

[99] ένθ. ανωτ.

[100] Αββά Ηλία, Γεροντικόν, εκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 37, ε’

[101] P G 44, 177 B & C

[102] Γρηγορίου Παλαμά έργα, Ε.Π.Ε. τόμος 2ος, σελ. 406

[103] ένθ. ανωτ. σελ. 396

[104] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 4, θ’

[105] οσ. Νείλου ασκητού, Φιλοκαλία Α’, σελ. 185, ρα’

[106] αγ. Διαδόχου Φωτικής: Τα εκατόν γνωστικά κεφάλαια, μον. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 78, λ’

[107] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 213, μθ’

[108] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 275, ιβ’

[109] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 225, λη’

[110] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 214, νδ’

[111] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 40, κη’

[112] Φιλοκαλία Β’, σελ. 18, λα’

[113] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 217, δ’

[114] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 214, νε’

[115] Φιλοκαλία Β’, σελ. 214, νστ’

[116] Φιλοκαλία Α’, σελ. 169, ροζ’

[117] ένθ. ανωτ. σελ. 152, ξθ’

[118] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 209, πστ’

[119] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ σελ. 146, ιδ’

[120] Ησυχίου Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 60, ρκζ’

[121] οσ. Μάρκου ασκητού, Φιλοκαλία Α’, σελ. 102, ρα’

[122] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 320, πζ’

[123] Μ. Βασιλείου έργα, Ε.Π.Ε. τόμος 1ος, σελ. 60-62

[124] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 60, ιδ’

[125] ένθ. ανωτ. σελ. 125, ζ’

[126] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 219, μα’

[127] Φιλοκαλία Β’, σελ. 12, πε’

[128] οσ. Νείλου ασκητού, Φιλοκαλία Α’, σελ. 181, να’

[129] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 224, κστ’

[130] οσ. Νείλου ασκητού, Φιλοκαλία Α’, σελ. 187, ριστ’

[131] Φιλοκαλία Α’, σελ. 163, ρμδ’

[132] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 163, να’

[133] ένθ. ανωτ. σελ. 95, ογ’

 Σχέση μεταξύ ψυχής, νοός, καρδιάς και διανοίας (λογικής)

Μητροπολ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου
via



Στόν Θεό, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει οὐσία καί ἐνέργεια, οἱ ὁποῖες συνάπτονται διηρημένως καί διαιροῦνται συνημμένως. Αὐτό εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀδιαιρέτου διαιρέσεως οὐσίας καί ἐνεργείας.

Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμέθεκτη ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι μεθεκτές. Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, γι’ αὐτό καί ἡ ψυχή (ἔχει) διαιρεῖται ἀδιαιρέτως σέ οὐσία καί ἐνέργεια. Αὐτή ἡ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς πρέπει νά κινεῖται ἀγαπητικά πρός τόν Θεό.
Αὐτήν τήν δύναμη τῆς ψυχῆς, πρέπει νά τήν κατευθύνουμε πρός τό καλό, πρός τόν Χριστό. Ἔλεγε ὁ σεβαστός Γέρων: «Ὁ Θεός ἔχει βάλει μία δύναμη μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπ' αὐτόν ἐξαρτᾶται πῶς τή διοχετεύει, γιά τό καλό ἤ γιά τό κακό. Ἄν τό καλό τό παρομοιάσομε μέ ἀνθόκηπο γεμάτο λουλούδια, δέντρα καί φυτά, ἐνῶ τό κακό μέ ἀγκάθια καί τή δύναμη μέ νερό, τότε μπορεῖ νά συμβεῖ τό ἑξῆς: ὅταν τό νερό τό διοχετεύσομε πρός τόν ἀνθόκηπο, τότε ὅλα τά φυτά ἀναπτύσσονται, πρασινίζουν, ἀνθίζουν, ζωογονοῦνται· τήν ἴδια στιγμή τ' ἀγκάθια, ἐπειδή δέν ποτίζονται, μαραίνονται, χάνονται. Καί τό ἀντίθετο»1.

Ὅπως ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός, Νοῦς, Λόγος καί Πνεῦμα, ἔτσι καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τρεῖς δυνάμεις, νοῦ, λόγο καί πνεῦμα2. Ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στά φυσικά καί θεολογικά κεφάλαιά του, τό πνεῦμα πού ζωοποιεῖ τό σῶμα εἶναι «ὁ νοερός ἔρως τοῦ ἀνθρώπου». Αὐτό τό πνεῦμα «ἐκ τοῦ νοῦ ἐστί καί τοῦ λόγου ἐστί∙ καί ἐν τῷ λόγῳ καί τῷ νῷ ἐστί· καί ἐν αὐτῷ ἔχει τόν τε λόγον καί τόν νοῦν»3. Αὐτήν τήν δύναμη τήν τριπλῆ (νοῦς, λόγος καί πνεῦμα) πρέπει νά τήν κατευθύνουμε, νά τήν «ἀναφέρουμε» στόν Θεό. Αὐτό τόνιζε ὁ σοφός Γέροντας.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ ψυχή εἶναι ζῶσα, ἁπλῆ, ἀσώματη, ἀόρατη στούς σωματικούς ὀφθαλμούς, λογική καί νοερά, ἀσχημάτιστη, ἐνῶ χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανο τό σῶμα καί τοῦ δίδει ζωή, αὐτεξούσια, θελητική καί ἐνεργητική, τρεπτή δηλαδή ἐθελότρεπτη, κτιστή4.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής στήν διδασκαλία του ἀναφέρει ὅτι οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς εἶναι τρεῖς: α) ἡ θρεπτική, β) ἡ φανταστική καί ὁρμητική, γ) ἡ λογιστική καί νοητική. Τῆς θρεπτικῆς δυνάμεως μετέχουν τά φυτά. Τῆς θρεπτικῆς, τῆς φανταστικῆς καί ὁρμητικῆς μετέχουν τά ἄλογα ζῶα, τῆς δέ λογιστικῆς καί νοητικῆς μαζί μέ τίς προηγούμενες μετέχουν οἱ ἄνθρωποι5.

Στόν ἄνθρωπο, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ «ἑνώθηκε σέ ἕνα ὁ νοῦς καί ἡ αἴσθηση. Μεταξύ τοῦ νοῦ καί τῆς αἴσθησης ὑπάρχει ἡ φαντασία, ἡ δόξα καί ἡ διάνοια. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος διαθέτει νοῦ, φαντασία, δόξα, διάνοια, καί αἴσθηση.
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί μόνος αὐτός ἀπ' ὅλα τά ἐγκόσμια, ἐάν θέλη, μπορεῖ νά γνωρίση τόν Θεό καί νά γίνη κατά Χάρη Θεός. «...νοῦς, ὅς εἰκών τέ ἐστι Θεοῦ καί Θεόν οἶδε καί μόνος τῶν ἐγκοσμίων Θεός, εἰ βούλεται, γίνεται».

Ἡ αἴσθηση ὄχι μόνον γνωρίζει τά μέτρα καί τά μεγέθη καί τίς ποικίλες ποιότητές της, ἀλλά γνωρίζει τά οὐράνια σώματα καί τίς κινήσεις τους καί ἔτσι εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἐπιστήμης. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ αἴσθηση εἶναι ἡ ἄλογος δύναμη «γνωστική καί ἀντιληπτική τῶν αἰσθητῶν παρόντων».
Γνωρίζει καί ἀντιλαμβάνεται ὅλα τά αἰσθητά πράγματα. Ἡ φαντασία ἔχει τήν ἀρχή στήν αἴσθηση καί ἐνεργεῖ καί ἀπόντων τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων. Ἡ δόξα προέρχεται ἀπό τήν φαντασία καί εἶναι ψῆφος ἄλογος. Ἡ δόξα εἶναι ἡ γνώμη πού ἔχουμε γιά κάθε ζήτημα, γιά κάθε ἀντικείμενο. Καί αὐτή ἡ γνώμη, ὅπως ἀναφέραμε προηγουμένως, προέρχεται ἀπό τήν φαντασία, πού ἔχει ἀρχή της τήν αἴσθηση.

Ἡ διάνοια «λογική μέν ἐστιν ἀεί, διεξοδικῶς δέ πρόεισιν εἰς τήν μετά λόγου δόξαν ἀποτελευτῶσα». Δηλαδή, ἡ διάνοια εἶναι ἐκείνη ἡ λογική δύναμη πού ὁλοκληρώνει τήν δόξα. Καί ἐνῶ ὁ νοῦς «αὐτοτελής ἐστιν οὐσία καί καθ' ἑαυτήν οὖσα ἐνεργητική» καί δέν ὑπάρχει κανένα ὄργανο τοῦ νοῦ, ἐν τούτοις ὅλες οἱ ἄλλες δυνάμεις ἐνεργοῦν μέ πρῶτο ὄργανο «τοῦ ψυχικοῦ ἐν ἐγκεφάλῳ πνεύματος».
Γίνεται αὐτή ἡ διαίρεση ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ γιά νά δοθῆ ἡ δυνατότητα νά δοῦμε τήν μεγάλη ἀξία τοῦ νοῦ ἐν σχέσει μέ τίς ἄλλες δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ἡ αἴσθηση εἶναι ἄλογη δύναμη τῆς ψυχῆς καί γι' αὐτό δέν μπορεῖ νά ἀνυψωθῆ καί νά γνωρίσει τόν Θεό. Οἱ ἄλλες δύο δυνάμεις, δηλαδή ἡ δόξα καί ἡ διάνοια, ἔστω καί ἄν εἶναι λογικές, ἐν τούτοις δέν εἶναι ἀποδεσμευμένες ἀπό τήν φαντασία, ἡ ὁποία εἶναι ταμεῖο τῶν αἰσθήσεων, καί γι' αὐτό εἶναι ἀκατάλληλες νά γνωρίσουν τόν Θεό, ἀφοῦ ἐνεργοῦν διά τοῦ ψυχικοῦ πνεύματος, ὡς ὀργάνου, καί, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «ψυχικός ἄνθρωπος οὐ δέχεται τά τοῦ πνεύματος».
Γι' αὐτό μόνον ὁ νοῦς εἶναι τό ὄργανο ἐκεῖνο πού μπορεῖ νά γνωρίσει τόν Θεό καί νά γίνει κατά Χάρη Θεός. Μέσα στόν νοῦ ἀποκτᾶται ὁ ἔρως πρός τόν Θεό. Γι' αὐτό, κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου, ὁ ἔρως πρός τόν Θεό δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τίς αἰσθήσεις καί τίς φαντασίες, ἀλλά μέ τόν νοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει προηγουμένως καθαρθῆ (δηλ. ἔχει ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν ὑποδούλωση στή λογική καί τήν αἴσθηση πού ἐνεργοῦν διά τοῦ ἐγκεφάλου) καί δέχεται τήν ἔλλαμψη τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι ὁ νοῦς, ἄν ἐλευθερωθῆ ἀπό τήν φορά πρός τά κάτω καί στραφῆ πρός ἑαυτόν, τότε «γίνεται καί τῆς κρείττονος καί ὑψηλοτέρας ἐνεργείας», διά τῆς ὁποίας μόνον ἑνώνεται μέ τόν Θεό. Αὐτό βέβαια προϋποθέτει τήν νέκρωση τῶν ἀλόγων (αἴσθηση, φαντασία, δόξα) καί λογικῶν (διάνοια) ἐνεργειῶν τῆς ψυχῆς, ὥστε ὁ νοῦς νά μή διαχέεται στόν αἰσθητό κόσμο καί στά κτίσματα, καί ἔτσι νά ἐπιστρέψη πρός τόν ἑαυτό του, ἀπό τήν προηγουμένη διάχυση, νά ἔλθη στήν καρδιά καί διά τῆς καρδιᾶς νά ἀνέλθη πρός τόν Θεό. Ἔτσι θά ἀποκτήση τήν κοινωνία καί τήν γνώση τοῦ Θεοῦ»6.

Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπό σῶμα καί ψυχή, πού εἶναι κτιστά· τοῦ δόθηκε ἐπίσης μέ τό ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, πού εἶναι ἄκτιστο.

Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου σύμφωνα μέ τήν πατερική σοφία ἔχει τρία μέρη: Τό λογιστικό, τό θυμικό καί τό ἐπιθυμητικό. Αὐτά ἀλληλοεπηρρεάζονται καί ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο ὅλο. Ὁ γέροντας γνώριζε ὅτι ὅταν ταράζεται τό θυμικό τότε σκοτίζεται καί τό λογιστικό τῆς ψυχῆς.
Ἔλεγε κάποτε: «Ἤμουν στή σκήτη μας στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ μιά μέρα, οἱ ὑποτακτικοί μου βρίσκονταν σέ ἐκνευρισμό, διότι ἕνας μάνταλος σφηνώθηκε στήν πόρτα καί δέν μποροῦσαν νά τόν ἀπελευθερώσουν. Προσπαθοῦσαν, τόν χτυποῦσαν, τόν τραβοῦσαν, θύμωναν, τίποτα: ὁ μάνδαλος ἐκεῖ σφηνωμένος. Τότε σηκώθηκα καί τούς εἶπα νά τόν ἀφήσουν σέ μένα. Τόν πρόσεξα καλά, ἔκανα μιά ἁπλή κίνηση καί τόν ἀπέλευθέρωσα. Οἱ μοναχοί μέ κοίταζαν μέ θαυμασμό. Τούς λέω: Τί μέ κοιτᾶτε ἔτσι, βρέ εὐλογημένοι; Δέν ἔκαμα τίποτα σπουδαῖο, μία κίνηση ἔκαμα, ἀλλά τήν ἔκαμα μέ προσευχή καί ἡρεμία. Ἐσεῖς, ἔτσι πού εἴχατε νευριάσει, δέ θά ἐλευθερώνατε τόν μάνταλο οὔτε μέχρι αὔριο. Ὅταν ἡ ψυχή εἶναι ταραγμένη, θολώνει τό λογικό καί δέ βλέπει καθαρά. Μόνον ὅταν ἡ ψυχή εἶναι ἥρεμη, φωτίζει τό λογικό, γιά νά βλέπει καθαρά τήν αἰτία κάθε πράγματος»7 (Στό βιβλίο τοῦ Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στό Γέροντα Πορφύριο, Ἀθῆναι 1995, σελ. 118).
Ἀσθένεια καί θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου
Οἱ τρεῖς μνῆμες στόν ἄνθρωπο. Στόν ἄνθρωπο, σύμφωνα μέ τήν ἁγιοπατερική θεώρηση, ὑπάρχουν τρία μνημονικά συστήματα. Ἡ ἐπιστήμη σήμερα, γνωρίζει τά δύο ἀπό αὐτά. Γράφει ὁ π. Γ. Μεταλληνός: «Ἡ φυσική (αὐθεντική) κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου προσδιορίζεται, ἁγιοπατερικά, ἀπό τήν λειτουργία μέσα του, τριῶν μνημονικῶν συστημάτων, δύο ἀπό τά ὁποῖα γνωρίζει καί ἐλέγχει ἡ ἐπιστήμη τῆς ἰατρικής, ἐνῶ τό τρίτο εἶναι ὑπόθεση τῆς ποιμαντικῆς θεραπευτικῆς. Τό πρῶτο εἶναι ἡ κυτταρική μνήμη (DNA), πού καθορίζει τά πάντα στόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό. Τό δεύτερο εἶναι ἡ ἐγκεφαλική κυτταρική μνήμη, ἡ λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου, πού ρυθμίζει τήν σχέση μας μέ τόν ἑαυτό μας καί τό περιβάλλον. Τά δύο αὐτά συστήματα γνωρίζει ἡ ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς καί μεριμνᾶ γιά τήν εὔρυθμη λειτουργία τους.

Ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων γνωρίζει ἕνα ἀκόμη μνημονικό σύστημα, τήν καρδιακή ἤ νοερά μνήμη, πού λειτουργεῖ μέσα στήν καρδιά. Ἡ καρδιά, στήν Ὀρθόδοξη παράδοση, δέν λειτουργεῖ μόνο φυσικά, ὡς ἀντλία διακίνησης τοῦ αἵματος. Ἀκόμη κατά τήν πατερική διδασκαλία, δέν εἶναι ὁ ἐγκέφαλος καί τό νευρικό σύστημα τό κέντρο τῆς αὐτοσυνειδησίας μας, ἀλλά ἡ καρδιά8. Διότι πέρα ἀπό τή φυσική ἔχει καί μία ὑπερφυσική λειτουργία. Ὑπό ὁρισμένες προϋποθέσεις γίνεται χῶρος κοινωνίας μέ τόν Θεό, μέ τήν ἄκτιστη δηλαδή ἐνέργειά Του. Βέβαια αὐτό γίνεται ἀντιληπτό μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων καί ὄχι μέ τή λογική λειτουργία καί τή διανοητική θεολόγηση.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (†1809), ἀνακεφαλαιώνοντας ὅλη τήν πατερική παράδοση, στό ἔργο του «Συμβουλευτικό Ἐγχειρίδιον», ὀνομάζει τήν καρδιά κέντρο φυσικό, ὑπερφυσικό, ἀλλά καί παραφυσικό, ὅταν ἡ ὑπερφυσική λειτουργία ἀδρανεῖ, διότι ἡ καρδιά κυριαρχεῖται ἀπό τά πάθη.
Ἡ ὑπερφυσική λειτουργία τῆς καρδιᾶς εἶναι ἡ ἀπόλυτη προϋπόθεση γιά τήν τελείωση, τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τήν θέωση του, ὡς πλήρη ἔνταξή του στήν ἐν Χριστῷ κοινωνία.
Στήν ὑπερφυσική της λειτουργία ἡ καρδιά γίνεται χῶρος ἐνεργοποίησης τοῦ νοῦ. Στόν γλωσσικό κώδικα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ νοῦς (στήν Κ.Δ. ὀνομάζεται «πνεῦμα» τοῦ ἀνθρώπου καί «ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς») εἶναι ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τόν Θεό, φθάνοντας στήν θέα τοῦ Θεοῦ ἤ θεοπτία.
Βέβαια πρέπει νά διευκρινήσουμε ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ δέν σημαίνει γνώση τῆς ἀμέθεκτης καί ἀπρόσιτης θείας οὐσίας, ἀλλά τῆς θείας ἐνέργειας. Ἡ διάκριση οὐσίας καί ἐνέργειας στόν Θεό εἶναι ἡ οὐσιαστική διαφορά τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό κάθε ἄλλη ἐκδοχή τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ μέσα στήν καρδιά ὀνομάζεται «νοερά λειτουργία» (noetic faculty) τῆς καρδιᾶς...Νοῦς καί Λόγος (Λογική) ὀρθόδοξα δέν ταυτίζονται, διότι ἡ λογική9 ἐνεργεῖται στόν ἐγκέφαλο, ἐνῶ ὁ νοῦς στήν καρδιά.

Ἡ νοερά λειτουργία πραγματώνεται ὡς ἀδιάλειπτη προσευχή (πρβλ. Α΄Θεσσ. 5,17) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά (πρβλ. Γαλ. 4,6 · Ρωμ.8,26· Α΄Θεσσ. 5,19), καί ὀνομάζεται ἀπό τούς ἁγίους πατέρες μας «μνήμη Θεοῦ». Ἔχοντας ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν καρδιά του τή «μνήμη τοῦ Θεοῦ», ἀκούοντας δηλαδή στήν καρδιά του τήν «φωνή» (Α΄ Κορ. 14,11ε. Γαλ. 4,6.κ.α.) ἔχει αἴσθηση τῆς «ἐνοικήσεως» τοῦ Θεοῦ μέσα του (Ρωμ. 8,11).
Ὁ Μ. Βασίλειος στή Β΄ ἐπιστολή του λέγει, ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ μένει ἀδιάλειπτη, ὅταν δέν διακόπτεται ἀπό τίς γήινες φροντίδες, ἀλλά ὁ νοῦς «ἀναχωρεῖ» πρός τόν Θεό. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει, ὅτι ὁ ἐνεργούμενος ἀπό τήν θεία ἐνέργεια πιστός ἀποφεύγει τίς ἀναγκαῖες φροντίδες τῆς ζωῆς, μένοντας στήν ἀπραξία ἤ σέ κάποια ἔκστάση, ἀλλά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ νοῦ ἀπό τίς φροντίδες αὐτές, μέ τίς ὁποῖες ἀσχολεῖται ἡ λογική.
Γιά νά χρησιμοποιήσουμε ἕνα παράδειγμα, πού μᾶς ἀγγίζει: Ἕνας ἐπιστήμονας πού ἔχει ἀποκτήσει καί πάλι τήν νοερά λειτουργία, μέ τήν λογική ἀσχολεῖται μέ τά προβλήματα του, ἐνῶ ὁ νοῦς μέσα στήν καρδιά διατηρεῖ ἀδιάλειπτη τή μνήμη τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος πού διασώζει καί τά τρία παραπάνω μνημονικά συστήματα εἶναι ὁ Ἅγιος. Αὐτός εἶναι ὀρθόδοξα ὁ ὑγιής (normal) ἄνθρωπος. Γι’ αὐτό ἡ θεραπεία τῆς Ὀρθοδοξίας συνδέεται μέ τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ἁγιότητα. Ἡ μή λειτουργία ἤ ὑπολειτουργία τῆς νοερᾶς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ οὐσία τῆς πτώσεως»10.
1 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 287. 2 Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Φιλοκαλία Δ’, 145, λστ’, - 146, λζ’ 3 Φιλοκαλία Δ’, σελ. 147, λη’. 4 Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἐκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 152: «Ψυχή τοίνυν ἐστίν οὐσία ζῶσα, ἁπλῆ, ἀσώματος, σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς κάτ’ οἰκείαν φύσιν ἀόρατος, λογική τε καί νοερά, ἀσχημάτιστος, ὀργανικῷ κεχρημένη σώματι καί τούτῳ ζωῆς αὐξήσεώς τε καί αἰσθήσεως καί γεννήσεως παρεκτική... αὐτεξούσιος, θελητική τε καί ἐνεργητική, τρεπτή ἤτοι ἐθελότρεπτος, ὅτι καί κτιστή, πάντα ταῦτα κατά φύσιν ἐκ τῆς τοῦ δημιουργήσαντος αὐτήν χάριτος εἰληφυία, ἐξ ἧς καί τό εἶναι καί τό φύσει οὕτως εἶναι εἴληφεν». 5 Φιλοκαλία Β’, σελ. 32, λβ’. 6 Μητρ. Ἱερόθεου Βλάχου, Θεραπευτική ἀγωγή, Γ΄ ἔκδοση, 1993, σελ. 38-40. 7 Γέροντος Πορφυρίου ἱερομονάχου, Ἀνθολόγιο συμβουλῶν, Α' ἔκδοση, 2002, σελ. 213. 8 Γιαυτό καί ἡ ἔννοια τοῦ «ἐγκεφαλικοῦ θανάτου» καἰ ἡ ταύτισή του μέ τόν θάνατο (δηλ. τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα), εἶναι ἀπαράδεκτη. Μπορεῖ τό ἐγκεφαλικό στέλεχος νά ἔχει βλαφτεῖ ἀλλά ἐφ' ὅσον ἡ καρδιά λειτουργεῖ ὁ ἄνθρωπος ἔχει αὐτοσυνειδησία, ἡ ψυχή δηλ. βρίσκεται ἀκόμη ἑνωμένη μέ τό σῶμα (δέν ἔχει διασπασθεῖ ἡ συμφυΐα ψυχῆς καί σώματος). 9 Δηλ. ἡ διάνοια. 10 http://www.sitemaker.gr/christosd/assets/therapy.htm π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ἠ Ὀρθοδοξία ὡς Θεραπεία.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης, Ἀπόσπασμα ἀπό τή μελέτη: Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου τοῦ Ἁγιορείτου
πηγή

Γνωρίζομε καλά και διδασκόμαστε από τους Αγίους ότι ο νους και η διάνοια και κατά τον παρόντα αιώνα και κατά τον μέλλοντα κινούνται γύρω από το Θεό και συνεργάζονται, ενώ οι άλλες δυνάμεις  δόξα (γνώμη),  φαντασία και  αίσθηση μόνο κατά τον παρόντα αιώνα, επειδή προσιδιάζουν σ' αυτόν


 Οι φαντασίες που είναι οικείες της ψυχής και του νου.
Πρέπει ν΄ αποφεύγομε τελείως τη φαντασία και τα σχήματα και τις αποτυπώσεις και τις διαμορφώσεις στην καθαρή προσευχή και στην απλή και ενιαία εργασία του νου



  Η ψυχή, όπως είπαμε, έχει το να φαντάζεται όχι μόνο από τους δαίμονες, αλλά και η ίδια από τη φύση της, αφού έχει πέντε δυνάμεις, το νου, τη διάνοια, τη δόξα (γνώμη), τη φαντασία και την αίσθηση, όπως και το σώμα έχει τις πέντε αισθήσεις όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση και αφή. Έτσι η φαντασία είναι μία από τις αισθήσεις της ψυχής, όπως είπαμε, με την οποία και φαντάζεται η ψυχή.
Η ψυχή λοιπόν, αν θέλει να οικονομεί και να διευκρινίζει ορθά τα του εαυτού της, πρέπει να αγωνίζεται ν' αναπτερώνει και ν' ανυψώνει ολικά προς το Θεό εκείνες τις δυνάμεις της που την ενώνουν περισσότερο με το Θεό, και στον παρόντα αιώνα και στον μέλλοντα· για τις άλλες απλώς να φροντίζει και να τις μεταχειρίζεται και να πράττει όπως χρειάζεται. Ας έξετάσομε λοιπόν τι λένε οι Πατέρες και τι είναι εύλογο γι' αυτά.
Λέει ο άγιος Μάξιμος: «Επειδή η ψυχή είναι λογική και νοερή για τον εαυτό της, δηλαδή για την ουσία της, είναι οπωσδήποτε και αυθυπόστατη. Και αν έχει δική της υπόσταση, θα ενεργήσει κατά τη φύση της και όταν είναι μόνη και μαζί με το σώμα, θα νοεί δηλαδή κατά τη φύση της και θα λογίζεται και δε θα παύει ποτέ να μεταχειρίζεται τις νοερές δυνάμεις που έχει ως φυσικά προσόντα. Γιατί τα φυσικά προσόντα που έχει με οποιοδήποτε τρόπο κάποιο ον, όσο αυτό είναι και υπάρχει, είναι αναφαίρετα.
Η ψυχή λοιπόν, επειδή υπάρχει και υφίσταται πάντοτε αφότου έγινε —γιατί τέτοια τη δημιούργησε ο Θεός—, πάντοτε νοεί και λογίζεται και γνωρίζει· και καθ' εαυτήν και όταν είναι μαζί με σώμα, για τον εαυτό της και από τη φύση της. Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος που να μπορεί ν' αποξενώσει την ψυχή από τα προσόντα που έχει από τη φύση της και όχι για χάρη του σώματος, όταν θα χωριστεί από αυτό».
Γνωρίζομε καλά και διδασκόμαστε από τους Αγίους ότι ο νους και η διάνοια και κατά τον παρόντα αιώνα και κατά τον μέλλοντα κινούνται γύρω από το Θεό και συνεργάζονται, ενώ οι άλλες δυνάμεις μόνο κατά τον παρόντα αιώνα, επειδή προσιδιάζουν σ' αυτόν. Η ψυχή λοιπόν, σαν έμπειρος κυβερνήτης που έχει από τη φύση της την εξουσία των δυνάμεών της, πρέπει να επιλέξει να ενεργεί όχι μόνο για το παρόν, αλλά για το μέλλον κυρίως, και να σπεύδει με κάθε τρόπο ν' ανυψώνει και να κινεί και να συνάπτει το νου και τη διάνοια προς το Θεό στον καιρό της καθαρής προσευχής και της νοερής και ενιαίας και απλής πνευματικής εργασίας· ενώ από τη φαντασία και τις άλλες δυνάμεις να χωρίζει τελείως το νου.
Γιατί, κατά τον άγιο Νείλο, «κατάσταση προσευχής είναι μία απαθής έξη, η οποία μ' έναν ακρότατο έρωτα αρπάζει σε νοητό ύψος τον φιλόσοφο και πνευματικό νου». Γιατί όταν κάνει έτσι η ψυχή, θα φυλάξει το πολύτιμο αξίωμα που της αρμόζει.



Περισσότερα για το νου.



  Επίσης πρέπει και ο ίδιος ο νους, ως αμερής και απλή και αυτοτελής ουσία που είναι, καθαρή και φωτοειδής, να προσέχει και να φυλάει τον εαυτό του αμέτοχο και χωρισμένο από τη φαντασία. Γιατί έχει και αυτός από τον εαυτό του τη φυσική δύναμη γι' αυτό, όπως και για να περιστρέφεται, να επανέρχεται και να κινείται ακράτητα προς τον εαυτό του. 



Τούτο είναι η «στάση» του νου, η οποία γίνεται σ' αυτόν από τη θεία χάρη, σύμφωνα με τον Ιωάννη της Κλίμακος που λέει: «Μόνο το Άγιο Πνεύμα μπορεί να σταματήσει το νου». Γιατί ο νους, αν και ως δύναμη της ψυχής κινείται και κατά κάποιο τρόπο εξουσιάζεται από αυτή, είναι ωστόσο και ονομάζεται οφθαλμός της ψυχής, παρ' όλο που, όπως είπαμε, είναι προικισμένος και με κάποια δική του δύναμη φυσική, απλή και αυτοτελή. Γι' αυτό και όταν ο νους βρίσκεται σε φυσικές σχέσεις με την ψυχή και τις δυνάμεις της, τότε είναι και δυνάμει νους και τότε καλείται «ψυχικός άνθρωπος». Όταν όμως αναλάβει τη δική του φυσική και απλή αξία και λαμπρότητα της ουσίας του, την αμερή και αυτοτελή και αυτεξούσια, όταν δηλαδή ελευθερωθεί από τις σωματικές και ψυχικές φυσικές σχέσεις και κινήσεις και αξιωθεί, από δυνάμει νους που είναι, να γίνει «ενεργεία νους», όταν δηλαδή προκόψει και φτάσει στον υπέρ τη φύση «πνευματικό άνθρωπο», τότε πλέον επανέρχεται αταλάντευτα πάντοτε στον εαυτό του και μέσω του εαυτού του ανεβαίνει ακράτητος και ελεύθερος απ΄ όλα στην ασχημάτιστη και άμορφη και απλή έννοια του Θεού, όπως λέει ο μέγας Βασίλειος: «Ο νους που δε διασκορπίζεται προς τα έξω, ούτε διαχέεται με τα αισθητήρια προς τον κόσμο, επιστρέφει στον εαυτό του, και μέσω του εαυτού του ανεβαίνει στην έννοια του Θεού· και καθώς περιλάμπεται και καταφωτίζεται από το κάλλος εκείνο, λησμονεί και αυτή την ανθρώπινη φύση». 



Και τότε ο νους ξαναπαίρνει το κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση και το διατηρεί σώο, επειδή είναι νους· και μέσω του εαυτού του χωρίς άλλη μεσολάβηση ενώνεται νοερά και συναναστρέφεται με τον θείο νου, δηλαδή με το Θεό. Αυτή είναι η κυκλική κίνηση, δηλαδή η επάνοδος και στροφή και ένωση του νου προς τον εαυτό του και διά μέσου του εαυτού του προς το Θεό, χωρίς κίνδυνο πλάνης και σφάλματος, επειδή είναι ένωση ακατάσχετη και άμεση που υπερβαίνει κάθε νόηση και είναι όραση που υπερβαίνει κάθε όραση.
Λέει και ο μέγας Διονύσιος: «Μία κίνηση της ψυχής είναι η κυκλική, δηλαδή η είσοδός της στον εαυτό της από τα έξω και η ενιαία συσπείρωση των νοερών δυνάμεών της όπως σε κύκλο. Αυτό της χαρίζει το να μην περιπλανιέται, και από τα πολλά εξωτερικά την ξαναγυρίζει και τη συγκεντρώνει στον εαυτό της· κατόπιν, αφού γίνει ενιαία, την ενώνει με τις δυνάμεις της που είναι ενιαία ενωμένες, κι έτσι τη χειραγωγεί στο Καλό και Αγαθό, που είναι πάνω απ΄ όλα τα όντα και ένα και το ίδιο και άναρχο και ατελεύτητο.
Άλλη κίνηση της ψυχής είναι η ελικοειδής· κατ' αυτήν η ψυχή ελλάμπεται τις θείες γνώσεις κατά τρόπο οικείο προς αυτήν, όχι νοερά και ενιαία, αλλά λογικά και αποδεικτικά, και με σύνθετες και μεταβατικές ενέργειες. Η τρίτη κίνηση της ψυχής είναι η "κατ' ευθείαν", όταν αυτή δεν εισέρχεται στον εαυτό της και δεν κινείται με ενική νοερότητα, όπως κάνει στην κυκλική κίνηση, αλλά προχωρεί προς τα γύρω της εξωτερικά· κι από αυτά, σαν από κάποια σύμβολα ποικίλα και πολλά, ανυψώνεται στις απλές και ενωμένες θεωρίες».
Και ο άγιος Μάξιμος: «Όταν ο νους λάβει την άμεση ένωση με το Θεό, τότε η φυσική δύναμη του νου να νοεί και να νοείται μένει αργή τελείως. Όταν λοιπόν λύσει τη δύναμη αυτή και νοήσει κάποιο από τα δημιουργήματα, χωρίζει τον εαυτό του από το Θεό, γιατί διακόπτει την ένωση αυτή που υπερβαίνει κάθε νόηση. Όσο είναι με αυτή ενωμένος με το Θεό, μεταθέτει από τον εαυτό του το νόμο της φύσεως σαν αμετακίνητο βουνό, επειδή ξεπέρασε τη φύση κι έγινε κατά μετοχή θεός».
Και πάλι λέει: «Ο καθαρός νους με την ένωσή του με την Αιτία των όντων έρχεται σε μιά σχέση που υπερβαίνει κάθε νόηση, παύοντας την πολυποίκιλη φυσική κίνηση και σχέση του προς όλα όσα δεν είναι Θεός και φτάνοντας στην άρρητη κατάληξη όπου, με τρόπο που ξεπερνά τη γνώση, κρατά μόνο την υπέρ νόηση παμμακάριστη σιγή, την οποία δεν μπορεί διόλου να φανερώσει λόγος ή νόηση, αλλά μόνο η πείρα της μετοχής εκείνων που αξιώθηκαν να την απολαύσουν πέρα από τη νόηση. Σημάδι της ευδιάγνωστο και σε όλους καταφάνερο είναι η συνειδητή και τέλεια αναισθησία και διάσταση της ψυχής προς τον παρόντα αιώνα.
Όταν λοιπόν ο νους δε βοηθείται από την ψυχή στο να κινείται πάντοτε προς το Θεό, ούτε ο ίδιος πραγματώνει και ενεργεί το δικό του έργο, δηλαδή να επιστρέφει στον εαυτό του κι έτσι ν' ανεβαίνει ελεύθερα στην έννοια του Θεού, ή μάλλον όταν δεν καρπώνεται τούτο και από τα δύο, αλλά ενώνεται με τη φαντασία, τότε πλέον και ποικίλλεται και βρίσκεται μακριά από το Θεό».


Ακόμη λίγα για την καθαρή προσευχή.

  Λέει ο άγιος Νείλος: « Ν' αγωνίζεσαι να κρατήσεις το νου σου, στον καιρό της προσευχής, κωφό και άλαλο, και έτσι θα μπορέσεις να προσευχηθείς». Επίσης λέει: «Εγώ λέω κάτι δικό μου, που το έχω πει και σε νεωτέρους. Μακάριος ο νους, ο οποίος κατά τον καιρό της προσευχής απέκτησε τέλεια αμορφία». 

Και ο άγιος Φιλόθεος λέει: «Είναι πολύ σπάνιο να βρεις ανθρώπους που το λογιστικό τους τελεί σε ησυχία. Αυτό συμβαίνει μόνο σ' εκείνους που με τον τρόπο αυτό μηχανεύονται να κρατούν πάντοτε μέσα τους τη θεία χαρά και παρηγοριά». 



Και ο μέγας Βασίλειος: «Προσευχή καλή είναι αυτή που προξενεί στην ψυχή εναργή την έννοια του Θεού· και αυτό είναι κατοίκηση του Θεού μέσα μας(Β΄ Κορ. 6, 16), το να έχει κανείς με τη μνήμη εγκατεστημένο μέσα του το Θεό, όταν δηλαδή δε διακόπτεται η συνέχεια της μνήμης από γήινες φροντίδες, ούτε ταράζεται ο νους από αναπάντεχα πάθη, αλλά αποφεύγοντάς τα όλα ο φιλόθεος άνθρωπος αναχωρεί στο Θεό».
Άλλο είναι η απάθεια του νου και άλλο η αληθινή προσευχή, η οποία είναι και μεγαλύτερο.

  Πρέπει να γνωρίζομε λοιπόν και τούτο· ότι, σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο, δεν μπορεί ο νους να φτάσει στην απάθεια από μόνη την πρακτική, αν δεν έχει διαδοχικά πολλές και ποικίλες θεωρίες. Αλλά πάλι, σύμφωνα με τον θειότατο Νείλο, είναι δυνατό και στην απάθεια να φτάσει κανείς και να μην προσεύχεται αληθινά, αλλά να ποικίλλεται ο νους του και να είναι μακριά από το Θεό. 

Λέει συγκεκριμένα αυτός ο Άγιος: «Και αν ακόμη ο νους ξεπεράσει τη σωματική θεωρία, δεν είδε ακόμη τέλεια τον τόπο του Θεού. Γιατί μπορεί να βρίσκεται στη γνώση των νοημάτων και να ποικίλλεται σύμφωνα με αυτήν».
Επίσης: «Όποιος έφτασε στην απάθεια, δε σημαίνει οπωσδήποτε ότι πλέον προσεύχεται αληθινά. Γιατί μπορεί να στέκεται στα ψιλά νοήματα των πραγμάτων και να περισπάται από τις εικόνες τους και να απέχει μακριά από το Θεό». 

Και πάλι: «Όταν δεν χρονοτριβεί ο νους στα ψιλά νοήματα των πραγμάτων, δε σημαίνει ότι έφτασε κιόλας τον τόπο της προσευχής. Επειδή μπορεί να μένει στη θεωρία των πραγμάτων και να λεπτολογεί τους λόγους τους· τα οποία, αν και είναι γυμνά λόγια, αφού είναι θεωρίες πραγμάτων, αφήνουν ωστόσο το αποτύπωμά τους στο νου και τον αποτραβούν μακριά από το Θεό».
Λέει και ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Εκείνοι των οποίων ο νους έχει μάθει να προσεύχεται αληθινά, είναι που κυρίως μιλούν στον Κύριο κατά πρόσωπο(Εξ. 33, 11), όπως μιλάνε οι φίλοι του βασιλιά στο αυτί του». Από αυτά και άλλα παρόμοια μπορείς να εννοήσεις με ακρίβεια τη διαφορά και το αδύνατο της συγκρίσεως των δύο πνευματικών εργασιών, της «κατά παραδοχήν» και της «κατ' επιβολήν». Γιατί αυτής έργο είναι οι μελέτες και οι πολλές και ποικίλες θεωρίες, ενώ εργασία της πρώτης, η αληθινή προσευχή. Ακόμη, θα εννοήσεις ότι άλλο είναι η απάθεια του νου και άλλο η αληθινή προσευχή, και ότι εκείνος που έχει την αληθινή προσευχή, κατά τους Αγίους, έχει οπωσδήποτε και το νου απαθή. Όχι όμως ότι και εκείνος που έχει μόνο το νου απαθή, μπόρεσε να αποκτήσει και την αληθινή προσευχή. Αυτά λοιπόν έτσι είναι.
Ας επιστρέψει τώρα ο λόγος στο θέμα μας. Επειδή λοιπόν όχι μόνο αυτά που είπαμε παραπάνω, αλλά και η ίδια η μνήμη των αγαθών και των αντιθέτων συνηθίζει κατά κάποιο τρόπο να αφήνει αμέσως τα αποτυπώματά τους στο νου και να τον οδηγεί στη φαντασία, πρέπει να μιλήσομε λίγο και γι' αυτό.
Συνέχεια για τη φαντασία και για εντυπώσεις στο νου και για τα σημάδια της πλάνης και της αλήθειας.

  Αν ησυχάζεις και θέλεις να είσαι μόνος με μόνο το Θεό, μην παραδεχτείς ποτέ ό,τι και να δεις, αισθητό ή νοερό, μέσα σου ή από έξω, ακόμη και αν είναι η όψη τάχα του Χριστού ή μορφή Αγγέλου ή Αγίου ή ένα φωτεινό αποτύπωμα που σχηματίζεται ως φαντασία στο νου, αλλά να μείνεις δύσπιστος και επιφυλακτικός σ' αυτό, ακόμη κι αν πρόκειται για κάτι αγαθό, προτού ρωτήσεις εκείνους που έχουν πείρα, καθώς είπαμε. Αυτό είναι πάρα πολύ ωφέλιμο και πάρα πολύ αγαπητό στο Θεό και ευπρόσδεκτο από Αυτόν.

Να κρατάς πάντοτε το νου σου χωρίς χρώμα, χωρίς μορφή, χωρίς εικόνες, χωρίς σχήματα, χωρίς ποιοτικές ή ποσοτικές έννοιες, και μόνο τα λόγια της προσευχής να προσέχεις και να μελετάς και να σκέφτεσαι μέσα στην καρδιακή κίνηση, σύμφωνα με τον Ιωάννη της Κλίμακος που λέει: «Αρχή της προσευχής είναι να αποκρούει ο νους εκ προοιμίου με τη μονολόγιστη προσευχή την προσβολή των λογισμών. 

Μεσότητά της είναι να παραμένει η διάνοια σ' εκείνα που λέει και μόνο. Και τέλος της προσευχής είναι η αρπαγή προς τον Κύριο». 

Και ο άγιος Νείλος λέει: «Η ανώτερη προσευχή είναι των τελείων, η οποία είναι μία αρπαγή του νου και τέλεια έκσταση από τα αισθητά, οπότε το πνεύμα με αλάλητους στεναγμούς πλησιάζει ικετευτικά το Θεό(Ρωμ. 8, 26) που βλέπει τη διάθεση της καρδιάς ν' ανοίγει σαν γραμμένο βιβλίο και με άφωνα ψηφία να του παρουσιάζει την επιθυμία της. Έτσι αρπάχθηκε και ο Παύλος μέχρι τον τρίτο ουρανό, μη γνωρίζοντας αν είναι με το σώμα ή χωρίς το σώμα(Β΄ Κορ. 12, 2). Έτσι και ο Πέτρος είδε την οπτασία της οθόνης όταν ανέβηκε στο δώμα να προσευχηθεί(Πράξ. 10, 11-16).
Δεύτερη προσευχή, κατώτερη από την πρώτη, είναι όταν λέει κανείς τα λόγια της προσευχής και ο νους παρακολουθεί με κατάνυξη και με συναίσθηση σε Ποιόν απευθύνει τη δέησή του. Προσευχή όμως που διασπάται και συμφύρεται με σωματικές φροντίδες, βρίσκεται μακριά από το να είναι πραγματική προσευχή».
Εσύ λοιπόν να τηρείς αυτά και να μην παραδέχεσαι τα άλλα, ώσπου να ειρηνεύσουν τα πάθη και να συμβουλευτείς, όπως προείπαμε, εκείνους που έχουν πείρα. Αυτά που είπαμε παραπάνω και τα παρόμοια με αυτά είναι με λίγα λόγια τα σημάδια της πλάνης. Πρόσεξε τώρα και τα σημάδια της αλήθειας.
Τα σημάδια της αλήθειας και του αγαθού και ζωοποιού Πνεύματος είναι η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η χρηστότητα, η αγαθότητα, η πίστη, η πραότητα, η εγκράτεια, τα οποία απαριθμεί ο θείος Παύλος αποκαλώντας τα καρπούς του Αγίου Πνεύματος(Γαλ. 5, 22).
Και πάλι ο ίδιος λέει: «Να πορεύεστε ως τέκνα του φωτός· γιατί ο καρπός του Πνεύματος διακρίνεται από πλήρη αγαθότητα και δικαιοσύνη και αλήθεια»(Εφ. 5, 8-9), ενώ η πλάνη έχει όλα τα αντίθετα. Και κάποιος σοφός στα θεία που ερωτήθηκε, λέει τα εξής: «Για τον απλανή δρόμο της σωτηρίας που με ρώτησες, αγαπητέ, να ξέρεις ότι είναι πολλοί δρόμοι που οδηγούν στη ζωή και πολλοί που οδηγούν στο θάνατο.
Ένας δρόμος που οδηγεί στη ζωή είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού. Μέσα σ' αυτές τις εντολές θα βρεις κάθε μορφή αρετής, ιδιαίτερα αυτές τις τρεις· ταπείνωση, αγάπη και έλεος. Χωρίς αυτές κανείς δε θα δει τον Κύριο. Αυτά τα τρία ακαταμάχητα όπλα κατά του διαβόλου, εννοώ την ταπείνωση, την αγάπη και το έλεος, μας τα χάρισε η Αγία Τριάδα, τα οποία μήτε να τα αντικρίσει δεν μπορεί όλος ο εσμός των δαιμόνων.
Γιατί οι δαίμονες δεν έχουν ούτε ίχνος ταπεινώσεως, αφού εξαιτίας της υπερηφάνειάς τους έγιναν ζοφεροί και ετοιμάστηκε γι' αυτούς το αιώνιο πυρ(Ματθ. 25, 41). Πού βρίσκεται σ' αυτούς σκιά έστω αγάπης ή ελέους, που έχουν άσπονδη έχθρα εναντίον του ανθρωπίνου γένους και δεν παύουν να το πολεμούν ακατάπαυστα; Με αυτά λοιπόν τα όπλα ας θωρακιστούμε, που όποιος τα έχει είναι ανίκητος από τους εχθρούς».
Και παρακάτω λέει: «Αυτό το τρίπλοκο σχοινί, το οποίο ύφανε και έπλεξε η Αγία Τριάδα, το βλέπομε να είναι και τρία και ένα. Τρία μεν στα ονόματα, κι αν θέλεις και στις υποστάσεις, ένα δε κατά τη δύναμη και την ενέργεια και την εγγύτητα και κλίση και οικειότητα προς το Θεό. Γι' αυτές τις τρεις αρετές είπε ο Κύριος ότι "ο ζυγός μου είναι αγαθός και το φορτίο μου ελαφρό"(Ματθ. 11, 30), και ο αγαπημένος Μαθητής ότι "οι εντολές Του δεν είναι βαριές"(Α΄ Ιω. 5, 3)».
Και πιό κάτω: «Γι' αυτό η ψυχή που έγινε ένα με το Θεό για την καθαρότητα του βίου και την τήρηση των εντολών και τα τρία αυτά όπλα, τα οποία είναι ο ίδιος ο Θεός, ντύθηκε τον ίδιο το Θεό. Κι έγινε θέσει θεός με την ταπείνωση, το έλεος και την αγάπη· και αφού ξεπέρασε την υλική δυάδα και ανέβηκε πάνω από τη συγκεφαλαίωση του νόμου, εννοώ την αγάπη(Ρωμ. 13, 10), ενώθηκε με την υπερούσια και ζωαρχική Τριάδα, συναντώντας Την με τρόπο άμεσο και παίρνοντας φως από το φως Της και νιώθοντας χαρά αδιάκοπη και αιώνια». Αλλά φτάνουν αυτά.
Όπως λοιπόν αναφέραμε μερικά από τα γνωρίσματα και τους καρπούς της πλάνης και της αλήθειας, από τους οποίους καρπούς, κατά τον θείο Παύλο, θα μπορέσομε κάπως να καταλάβομε τι πνεύμα έχουν εκείνοι που ενεργούνται από αυτούς, έτσι είναι εύλογο και πρέπει να πούμε λίγα, με γνώμες των Πατέρων, και για την παρηγοριά που δίνει η καθεμιά τους, δηλαδή για τη θεία και αληθινή χάρη και για την επίπλαστη και δαιμονική. Λέει λοιπόν σχετικά ο θείος Διάδοχος τα εξής.
Η θεία και η επίπλαστη παρηγοριά.

  «Όταν ο νους μας αρχίσει να αισθάνεται την παρηγοριά του Αγίου Πνεύματος, τότε και ο σατανάς έρχεται μέσα στη νυκτερινή ησυχία, όταν κανείς έρθει σε ελαφρότατο ύπνο, και με κάποια αίσθηση που φαίνεται γλυκιά, παρηγορεί την ψυχή. Αν λοιπόν ο νους βρεθεί να κρατεί θερμά τη μνήμη του αγίου ονόματος του Κυρίου Ιησού και μεταχειρίζεται σαν όπλο κατά της απάτης το άγιο και ένδοξο αυτό όνομα, εγκαταλείπει ο πλάνος τη δολοπλοκία του, αλλά σηκώνει φανερό πόλεμο κατά της ψυχής. Από αυτό ο νους μαθαίνει με ακρίβεια την απάτη του πονηρού και αυξάνει περισσότερο την πείρα του στη διάκριση».
Και πάλι: «Η παρηγορία που δίνει το πνεύμα, έρχεται όταν το σώμα είναι ξύπνιο ή και όταν πρόκειται να παραδοθεί σε ελαφρό ύπνο, όταν κανείς με τη θερμή μνήμη του Θεού είναι σαν κολλημένος στην αγάπη Του. Η παρηγορία όμως από τη σατανική πλάνη έρχεται όταν, καθώς είπα, ο αγωνιστής βρίσκεται σε λεπτό ύπνο έχοντας μέτρια μνήμη του Θεού. 

Η πρώτη, επειδή προέρχεται από το Θεό, θέλει να παρηγορεί φανερά τους αγωνιστές της ευσέβειας με πολλή χαρά της ψυχής, αυξάνοντας την αγάπη. Η αντίθετη, επειδή συνηθίζει να αναρριπίζει την ψυχή με κάποιον άνεμο πλάνης, επιχειρεί με τον ύπνο του σώματος να εξαπατήσει την πείρα της αισθήσεως του υγιούς νου, όταν μάλιστα είναι χλιαρός στη μνήμη του Θεού.
Αν λοιπόν, όπως είπα, βρεθεί ο νους σε κατάσταση της συνεχούς μνήμης του Κυρίου Ιησού Χριστού, διασκορπίζει την φαινομενικά γλυκιά εκείνη αύρα του εχθρού και με χαρά προχωρεί στον εναντίον του πόλεμο, έχοντας ως δεύτερο και κατάλληλο όπλο, μετά τη χάρη, και την πείρα που απέκτησε».
Και συνεχίζει ο άγιος Διάδοχος: «Αν η ψυχή, χωρίς καμία αμφιβολία ή φαντασία, ανάβει στην αγάπη του Θεού, παρασύροντας με κάποιο τρόπο και το σώμα στο βάθος της ανέκφραστης εκείνης θείας αγάπης, είτε αυτό είναι ξύπνιο είτε όταν, με τον τρόπο που προείπα, έρχεται σε ύπνο όπου ενεργεί η θεία χάρη, και δε σκέφτεται τίποτε άλλο παρά μόνο το αντικείμενο της αγάπης, δηλαδή το Θεό, ας γνωρίζει ότι η τέτοια αγάπη είναι ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.
Καθώς ευφραίνεται ολόκληρη η ψυχή από την ανείπωτη εκείνη γλυκύτητα, τίποτε άλλο δεν μπορεί τότε να σκεφτεί, γιατί χαίρεται με αμείωτη χαρά. Αν όμως, μέσα σ' αυτή τη θεία ενέργεια, ο νους αισθανθεί και την παραμικρή αμφιβολία ή ακάθαρτη σκέψη, αν και κάνει χρήση του αγίου ονόματος για άμυνα του κακού και όχι μάλλον από αγάπη μόνο του Θεού, τότε πρέπει να εννοήσει ότι η παρηγορία εκείνη προέρχεται από τον απατεώνα διάβολο και είναι χαρά επιφανειακή.
Αυτή η χαρά είναι άτακτη και άγευστη και προξενείται από τον εχθρό που θέλει να νοθεύσει την ψυχή. Γιατί όταν δει το νου να καυχιέται για την πείρα της αισθήσεώς του, τότε, όπως προείπα, προσκαλεί με αγαθοφανείς παρηγορίες την ψυχή. Έτσι αυτή παρασύρεται από τη χαύνη και κάθυγρη αυτή γλυκύτητα και δεν καταλαβαίνει την ένωση του πονηρού πνεύματος μαζί της. Από αυτό γνωρίζομε το πνεύμα της αλήθειας από το πνεύμα της πλάνης.
Είναι όμως αδύνατο να γευθεί κανείς με αίσθηση ψυχής τη θεία αγαθότητα ή να λάβει αισθητή πείρα της κακίας των δαιμόνων, αν δεν γνωρίσει με βεβαιότητα ότι η χάρη έχει κατοικήσει στο βάθος του νου του, ενώ τα πονηρά πνεύματα βρίσκονται γύρω από τα μέλη της καρδιάς. Αυτό δε θέλουν ποτέ οι δαίμονες να το πιστέψουν οι άνθρωποι, για να μην οπλίζεται έτσι ο νους τους εναντίον τους με τη μνήμη του Θεού».
Έχεις λοιπόν αρκετά και γι' αυτό το ζήτημα και αρκέσου σ' αυτά. Γιατί, όπως λέει η παροιμία, πέρα από τα Γάδειρα δεν μπορεί κανείς να περάσει· και όταν βρεις μέλι, φάγε λίγο, μήπως παρατρώγοντας κάνεις εμετό(Παροιμ. 25, 16).

Η θεία ηδονή που πηγάζει από την καρδιά.

  Είναι καταλληλη ευκαιρία να πούμε: Ποιος μπορεί να περιγράψει τη γλυκύτητα του μελιού σ' εκείνους που δεν το έχουν γευθεί ποτέ; Και ασύγκριτα πολύ περισσότερο, ποιος θα περιγράψει τη θεία ηδονή και την υπερφυσική και ζωήρρυτη ευφροσύνη που πηγάζει από την καρδιακή καθαρή και αληθινή προσευχή και που αναβρύζει αέναα; Όπως λέει ο Θεάνθρωπος Ιησούς: «Εκείνος που θα πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ, δε θα διψάσει στον αιώνα, αλλά το νερό που θα του δώσω θα γίνει μέσα του πηγή νερού που θα αναβλύζει ζωή αιώνια»(Ιω. 4, 14)· και πάλι: «Αν κανείς διψά, ας έρχεται σ' εμένα και ας πίνει. Από τα βάθη εκείνου που πιστεύει σ' εμένα, όπως είπε η Γραφή, θα ξεχυθούν ποταμοί ζωντανού νερού»· τούτο το είπε —προσθέτει ο επιστήθιος Μαθητής— για το Πνεύμα που θα έπαιρναν όσοι θα πίστευαν σ' Αυτόν(Ιω. 7, 37-39). Και ο μέγας Παύλος λέει: «Έστειλε ο Θεός το Πνεύμα του Υιού Του στις καρδιές μας να κράζει· Αββά, Πατέρα!»(Γαλ. 4, 6).
 ------------------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 94-100).
via


Αλέξανδρος Κοσματόπουλος
Στη διήγηση του γεγονότος της βάπτισης ο Ιωάννης ο Πρόδρομος στέκεται με δισταγμό και δέος μπροστά στο ενδεχόμενο να  βαπτίσει τον Ιησού: «Εγώ χρείαν έχω υπό σου βαπτισθήναι, και συ έρχη προς με;». Όμως εκείνος επιμένει λέγοντας: «΄Αφες άρτι· ούτω γαρ πρέπον εστίν ημίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3,14-16). Πρέπει να πληρωθεί ο χρόνος, να πληρωθεί το παρελθόν, να ολοκληρωθεί μια μεγάλη περίοδος προετοιμασίας προκειμένου να φανεί ο δρόμος από την βάπτιση δια του ύδατος στην βάπτιση δια του πυρός. «Εγώ μεν βαπτίζω υμάς εν ύδατι εις μετάνοιαν· ο δε οπίσω μου ερχόμενος ισχυρότερός μου εστίν…αυτός υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι Αγίω και πυρί»  (Ματθ. 3, 11).
Η βάπτιση δια του πυρός πιστεύω έγκειται στη συνάντηση με τις αρχές του σκότους. Η πάλη διεξάγεται όχι προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τις αρχές, τις εξουσίες, τους κοσμοκράτορες του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πονηρά πνεύματα στους ουρανούς (Εφεσ. 6, 12). Ο απόστολος Παύλος υποδηλώνει με τούτα τα λόγια πως οι δυνάμεις αυτές διεκδικούν έναν υπερβατικό χαρακτήρα, και ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων. Στην πάλη με το αρχαίο κακό μας εισάγει η συνάντηση του Ιησού με τον διάβολο.
Μετά την βάπτισή του στον Ιορδάνη ο Ιησούς πορεύεται στην έρημο,  στον τόπο που σαν σε καθρέφτη μπροστά δεν μπορεί κανείς τίποτα να κρύψει. Εκεί υφίσταται επί  σαράντα  μέρες τους πειρασμούς, χωρίς να δοκιμάσει τροφή.  Δεν πηγαίνει στην έρημο υπακούοντας σε κάποια εντολή, ούτε ακολουθεί την «ελεύθερη θέλησή του». Το πνεύμα είναι που τον οδηγεί. Στους τρεις πειρασμούς του Ιησού περικλείεται η ιστορία του κόσμου, αλλά και η στάση εκείνου που μοναδική του επιθυμία είναι να πορευτεί στα βήματα του Χριστού. Ο Ιησούς υπερισχύει των ίδιων πειρασμών στους οποίους υπέκυψε ο Αδάμ, εξουδετερώνοντας την επιρροή τους. Απορρίπτει τις προτροπές του διαβόλου, και με την απόρριψή τους αναλαμβάνει το έργο της σωτηρίας του κόσμου. 
Ποιος είναι ο διάβολος, η μυστηριώδης αυτή φυσιογνωμία που στα χρόνια μας θεωρείται εντελώς μυθική; Όταν οι ευαγγελιστές και ο απόστολος Παύλος τον αποκαλούν άρχοντα του κόσμου και θεό του αιώνος τούτου, γνωρίζουν για ποιο πράγμα μιλούν. Ο σατανάς πρωτίστως γυρεύει να αποπλανήσει και να παραπλανήσει, να υποδείξει έναν δρόμο πλάνης ως δρόμο αληθινό και συνάμα απελευθερωτικό. «Εν τη αληθεία ουχ έστηκεν, ότι ουκ έστιν αλήθεια εν αυτώ» (Ιω. 8, 44). ΄Όταν δεν μπορεί να παραπλανήσει μεταμορφώνεται σε δημόσιο κατήγορο όπως στην περίπτωση του Ιώβ. Ο διάβολος δεν προβάλλει μια θετική στάση απέναντι στον Ιησού. Απλώς προσβάλλει. Ωστόσο είναι ο κύριος όλων των βασιλείων της γης, και όλες οι ενέργειες των ανθρώπων βασίζονται στον τρόπο του και στους μηχανισμούς του.




« Είπεν δε αυτώ ο διάβολος· ει υιός ει του Θεού, ειπέ τω λίθω τούτω ίνα γένηται άρτος. Και απεκρίθη προς αυτόν ο Ιησούς· γέγραπται  ότι ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται  άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω διά στόματος Θεού». Και στους τρεις πειρασμούς ο Ιησούς απαντά με χωρία από την Παλαιά Διαθήκη. Το Δευτερονόμιο (8,3) αναφέρεται στο σημείο αυτό στο αρχέγονο μάνα. Εδώ φαίνεται και η διαφορά ανάμεσα στο μάνα το πεσόν από τον ουρανό και στον λόγο της αληθείας. Ο διάβολος καλεί τον Ιησού να επανέλθει στην αρχαία εκείνη τάξη της εξ ύψους βίαιης επιβολής, που η καθολικότητά της αγκάλιαζε το ανθρώπινο γένος. Αν ο Ιησούς μετέτρεπε τις πέτρες σε ψωμιά θα ήταν μια αδιαμφισβήτητη απόδειξη της θεότητάς του. Αλλά ο Ιησούς γνωρίζει ότι η θεότητα για την οποία ομιλεί δεν επιβάλλεται άνωθεν με την επίδειξη της δυνάμεώς της, ούτε επιβάλλει δια της βίας ένα τρόπο ζωής ή κάποιες αξίες. Είναι η θεότητα η οποία αποκαλύπτεται με την ελεύθερη αποδοχή. Αποκαλύπτεται, και η φανέρωσή της δεν γεμίζει με τρόμο και δέος την ψυχή, αλλά με πλησμονή, συμπόνια και έλεος. Ο άνθρωπος χρειάζεται τον άρτο για να τραφεί αλλά τούτο δεν αρκεί για να ζήσει. Ο Ιησούς δεν τρώει επί σαράντα μέρες, όσο διαρκούν οι πειρασμοί. Δεν νομίζω ότι με την αποχή του από την τροφή υποδεικνύει κάποιο ασκητικό ιδεώδες. Δηλώνει την πλήρωσή του από το πνεύμα, το οποίο και τον ενδυναμώνει στον αγώνα του, αν και το λόγιο, «ούτως ουν πας εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσιν, ου δύναται είναι μου μαθητής» (Λουκ 14,33), υπαινίσσεται την παραίτηση από όσα ορίζουν την επίγεια ύπαρξη. Και τούτη η παραίτηση ασφαλώς ενέχει μια στάση ασκητική.  
Μόλις πέρασαν οι σαράντα μέρες και οι πειρασμοί πείνασε. Με τη λέξη «επείνασεν» ο Χριστός δείχνει ακόμη μια φορά την ανθρώπινη υπόστασή του. Ο Γερμανός μυστικιστής ΄Εκχαρτ λέει ότι στον Χριστό υπήρχε ένας εξωτερικός και ένας εσωτερικός άνθρωπος, και πως όσα έπραττε σε σχέση με τα εξωτερικά πράγματα τα έπραττε απ’ τη μεριά του εξωτερικού ανθρώπου, ενώ ο εσωτερικός άνθρωπος παρακολουθούσε ακίνητος και αποχωρισμένος. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο ο Ιησούς θα κινούνταν υπό το κράτος ενός διχασμού. Όμως δεν υπάρχει κανενός είδους διχασμός στην αντιμετώπιση των πειρασμών του διαβόλου. Ο υιός του ανθρώπου και ο υιός του Θεού, που συγκεραίνονται στο πρόσωπο του Χριστού, δεν είναι δύο ξεχωριστά όντα που το ένα παραμένει σε απόσταση ή αντιμάχεται το άλλο. Τη στάση του υπαγορεύει η ενιαία υπόστασή του.
«Και αναγαγών αυτόν έδειξεν αυτώ πάσας τας βασιλείας της οικουμένης εν στιγμή χρόνου και είπεν αυτώ ο διάβολος· σοι δώσω την εξουσίαν ταύτην άπασαν και την δόξαν αυτών, ότι εμοί παραδέδοται και ω εάν θέλω δίδωμι αυτήν· συ ουν εάν προσκυνήσης ενώπιον εμού, έσται σου πάσα. Και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτώ· γέγραπται γαρ, Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις» (Δευτ. 6,13· 10,20).
Ο διάβολος κατόπιν ανεβάζει τον Ιησού σε ένα ψηλό βουνό και εν ριπή χρόνου του δείχνει όλα τα βασίλεια της οικουμένης. Μιλά ως κυρίαρχος  των βασιλείων της γης που μπορεί να τα δώσει σε όποιον θέλει. Τα προσφέρει στον Ιησού, αρκεί εκείνος να τον προσκυνήσει. Τι θα σήμαινε αυτή η προσκύνηση; Ο Χριστός δεν θα απεμπολούσε μόνο την μεσσιανική του αποστολή, για την οποία εξάλλου  δεν κάνει την παραμικρή αναφορά, αλλά θα διαρρήγνυε τη σχέση του με τον Πατέρα, σχέση στην οποία ο Ιησούς μένει πιστός μέχρι τέλους. Τούτο φαίνεται και στην απάντησή του προς τον Πέτρο (Ματθ. 16, 21-23): «Από τότε  ήρξατο ο Ιησούς δεικνύειν τοις μαθηταίς αυτού ότι δει αυτόν εις Ιεροσόλυμα απελθείν και πολλά παθείν από των πρεσβυτέρων και αρχιερέων και αποκτανθήναι και τη τρίτη ημέρα εγερθήναι. Και προσλαβόμενος αυτόν ο Πέτρος ήρξατο επιτιμάν αυτώ λέγων· ίλεώς σοι, κύριε· ου μη έσται σοι τούτο. Ο δε στραφείς είπεν τω Πέτρω· ύπαγε οπίσω μου σατανά· σκάνδαλον μου ει. Ότι ου φρονείς τα του Θεού αλλά τα των ανθρώπων». Η σχέση του Ιησού με τον Πατέρα είναι σχέση ενότητας και αγάπης, ενότητας δια της αγάπης, και όχι σχέση απλής υποταγής. Την ίδια απάντηση που δίνει στον διάβολο στη διήγηση του Ματθαίου (4,10), «ύπαγε σατανά», τη δίνει και στον Πέτρο. Ο  Χριστός απορρίπτει την επίγεια κυριαρχία, την εξουσία επί των ανθρώπων, την δόξα και τον πλούτο εν ονόματι της βασιλείας του Θεού που υπέρκειται όλων των βασιλείων και των εξουσιών της γης. Τούτο δεν αποτελεί απλώς μια ηθική νίκη επί του διαβόλου, αλλά μια εξ ολοκλήρου διαφορετική τοποθέτηση της υπάρξεως του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Μπορεί το σκηνικό της συνάντησης του Ιησού με τον διάβολο να είναι απόκοσμο ή ακόμη και μυθικό, αλλά οι απαντήσεις που δίνει κάθε άλλο παρά έχουν μυθικό ή απόκρυφο χαρακτήρα. Αντιθέτως αχρηστεύουν όλα τα μυθολογήματα και τις φαντασιώσεις γύρω απ’ τις οποίες οικοδομείται η ανθρώπινη ζωή. Οι πειρασμοί του διαβόλου εμπεριέχουν σε όλο το βάθος τους τις επιθυμίες και τις φρεναπάτες των ανθρώπων ανά τους αιώνες, τις μάταιες πράξεις και τα μάταια εχγειρήματά τους.
«Και ήγαγεν αυτόν εις Ιερουσαλήμ, και έστηκεν αυτόν επί το πτερύγιον  του ιερού και είπεν αυτώ· ει υιός ει του θεού, βάλε σεαυτόν εντεύθεν κάτω· γέγραπται γαρ ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου του διαφυλάξαι σε, και ότι επί χειρών αρουσί σε, μήποτε προσκόψεις προς λίθον τον πόδα σου. Και αποκριθείς είπεν αυτώ ο Ιησούς ότι είρηται, ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου».
Ο διάβολος ανεβάζει τον Ιησού στην άκρη της στέγης του ναού, στον ιερό τόπο όπου τελούνται τα μυστήρια, υποβάλλοντάς τον στον τρίτο πειρασμό: «Αν είσαι υιός του Θεού ρίξε τον εαυτό σου κάτω». Ο πειρασμός στοχεύει ευθέως στην ίδια την θεϊκή προέλευση του Χριστού. Τον καλεί να δείξει ότι είναι υιός του Θεού μπροστά σε όλο τον κόσμο. Προς τούτο χρησιμοποιεί ένα χωρίο από τους Ψαλμούς (90, 11-12): «Οι άγγελοι θα σε σηκώσουν στα χέρια και δεν θα σκοντάψει το πόδι σου σε πέτρα». Η ρήση αυτή θυμίζει τα λόγια του Ιησού για τον λίθο που αποδοκίμασαν οι οικοδομούντες και εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας. «Πας ο πεσών επ’ εκείνον τον λίθον συνθλασθήσεται· εφ’ ο δ’ αν πέση, λικμίσει αυτόν» (Λουκ. 20, 17-18). Λόγος που συμπληρώνει τη ρήση του Ησαϊα (18, 16): «Ιδού εγώ εμβαλώ εις τα θεμέλια Σιών λίθον πολυτελή εκλεκτόν ακγογωνιαίον έντιμον εις τα θεμέλια αυτής, και ο πιστεύων επ’ αυτώ ου μη καταισχυνθή».  Για όσους πιστεύουν ο λίθος θα γίνει ασάλευτο θεμέλιο. Όσοι δεν πιστεύουν πέφτοντας πάνω του θα τσακιστούν.
Ο Ιησούς αρνείται να επιδείξει την θειότητά του στο θέατρο του κόσμου, απαντώντας πάλι με μια φράση του Δευτερονομίου (6, 16). Στο γεγονός στο οποίο κάνει μνεία το Δευτερονόμιο  αναφέρεται ο Ψαλμός  94 (7-11), και τον επαναλαμβάνει ο απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή (3,7-10). Είναι η ημέρα του «παραπικρασμού», του πειρασμού στην έρημο. Στην έρημο όπου οι Ιουδαίοι αμφισβήτησαν τον Θεό και τα έργα του, ο Ιησούς αποκρούει τον πειρασμό. Τα λόγια του διαβόλου αποτελούν μια προσβολή, μια λεκτική επίθεση, προκειμένου να βλαφτεί η ενδιάθετη θεία πνοή που ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο. Προτείνει στον Ιησού την πλατιά λεωφόρο όπου υποτίθεται πως κανένα εμπόδιο δεν θα υπάρξει στο δρόμο του.
Η στάση του Ιησού αποτελεί υπόδειγμα ταπεινοφροσύνης. Οι απαντήσεις του προέρχονται από την Παλαιά Διαθήκη, δεν ξεκινούν από δικές του ιδέες. Δεν στέκει απέναντι στον πειρασμό ως άτομο, έστω διακεκριμένο. Mπαίνει εξ ολοκλήρου στη θέση του ανθρώπου που συνδέεται με τον Θεό, δείχνοντας ταυτόχρονα και τη θεϊκή του προέλευση. Η θειότητα του Ιησού εκφράζεται δια της ταπεινοφροσύνης.
Να ακούσει κανείς τη φωνή του Χριστού σημαίνει να απεκδυθεί κάθε αίτημα ισχύος, όπως και κάθε ιδεολογικό προσανατολισμό. Ο Χριστός δεν ζητά να ακολουθήσουμε κάποιους κανόνες αλλά να ενωτιστούμε τους λόγους του. Αρνούμενος να τον ακούσει ο κόσμος σφυρηλατεί ένα πεπρωμένο αδυσώπητο, και κανένας θεός δεν θα είναι υπεύθυνος γι’ αυτό.  «Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω εμώ, αληθώς μαθηταί μου εστέ και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωάν. 8, 31-32). Η ελευθερία προέρχεται από την αλήθεια των λόγων του και δεν αποτελεί μια αφηρημένη έννοια, στην οποία ο καθένας μπορεί να δίνει όποιο περιεχόμενο θέλει.  Η αλήθεια τους μας ελευθερώνει από τα δεσμά που σφυρηλατεί η εκπληρωμένη ή ανεκπλήρωτη επιθυμία, δοκιμάζοντάς μας σ’ αυτό που είμαστε ή νομίζουμε πως είμαστε. 
«Και συντελέσας πάντα πειρασμόν ο διάβολος απέστη απ’ αυτού άχρι καιρού».
πηγή: antifono.gr, περιοδικό Επίγνωση, τ. 114