Απριλίου 2011





Ευλόγησον Πάτερ.


Ο όσιος πατήρ ημών Ισαάκ, ο μέγας και θαυμαστός στην αρετή, ο ουρανοπολίτης αυτός άνθρωπος και επίγειος άγγελος, του θαυμάσιου εκείνου Αβραάμ όχι υιός, αλλά γνήσιος απόγονος, υπήρχε το μεν γένος Σύρος, γεννήθηκε δε κατά άλλους στην Νινευή πόλιν της Μεσοποταμίας, κατ' άλλους γεννήθηκε και ανατράφηκε και μεγάλωσε σε κάποια κωμόπολη, όχι μακριά της Εδέσσης, πόλεως της Συρίας.
Ποίοι υπήρξαν οι γονείς τούτου του μακαρίου πατρός και ποίας καταστάσεως άνθρωποι ήσαν και πώς λεγόντουσαν, είναι άγνωστο.

Γνωρίζομε όμως, ότι ο θείος ούτος πατήρ στην ακμή της ηλικίας του απαρνήθηκε τον κόσμο και τα εν τω κόσμο απήλθε μετά του αυτάδελφού του σε κοινόβιο, στα μέρη εκείνα του αγίου μάρτυρος Ματθαίου καλούμενο, οπού και άλλοι πολλοί τότε ασκούσαν την εν σώματι Αγγελική πολιτεία.

Αφού ντύθηκε το αγγελικό σχήμα και τον τρόπον και τον βίον και γυμνάστηκε στους ασκητικούς αγώνας και πόνους και κορέστηκε εκ του γάλακτος της πρακτικής αρετής και αφού με ικανό τρόπο κατεκοίμησε τα άταχτα της σάρκας πάθη και την σάρκα καθυπέταξε στο πνεύματι, πεθύμησε την στερεά της βαθυτέρας θεωρίας του πνεύματος τροφή.

Και αμέσως έφυγε από το κοινόβιο και από όλη εκείνη της ιερά αδελφότητα και δρομαίος ήλθε ως διψασμένο ελάφι στις πηγές των υδάτων σε ερημικό τόπον, μακριά του κόσμου και της συναναστροφής των πολλών, κατοίκησε εντός μεμονωμένου κελιού, μόνος μόνω τω Θεώ και τω εαυτού πνεύματι ασχολούμενος.

Ο δε αυτάδελφος, όταν ανέλαβε την ηγουμενία του κοινοβίου, έγραφε επανειλημμένως προς αυτόν και τον παρακαλούσε δεόμενος, να επανέλθει στην πρώτη αυτού μετάνοια, άλλ' ο θείος Ισαάκ γλυκαθείς τη γλυκύτητα της θεωρίας του πνεύματος και της μελέτης των θείων εννοιών και της νοεράς προσευχής, παντελώς δεν πρόσεχε στου αδελφού τις παρακλήσεις, ουδέ συγκατατέθηκε ν' αφήσει το της ησυχίας αμέριμνο και ατάραχο. Και αφού οι παρακλήσεις δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν την επιστροφή του, θεία αποκάλυψις προσκάλεσε αυτών άνωθεν στην αρχιερατική επιστασία των Νινευιτών εκκλησίας. Και εάν ένας τον αδελφών αυτού, εφάνη παρήκοος πρότερον, ύστερον όμως στην θεία φωνή υπέκυψε τον αυχένα μετά ταπεινώσεως. Αφήνει λοιπόν την έρημο και ησυχία ο φιλέρημος και φιλήσυχος Ισαάκ και της μεγαλουπόλεως Νινευή προχειρίζεται επίσκοπος.

Δεν έπρεπε βέβαια ο λύχνος να βρίσκεται υπό τον ερημικό μόδιο κρυμμένος, αλλά να τεθεί επί την ποιμαντική λυχνία, για να διαυγάσει στους μακράν της ερήμου ευρισκομένους της διδασκαλίας και αρετής το φως αλλά αυτό λίγο διήρκεσε, και τόσο, ώστε μόλις ανέτειλε και φάνηκε το φως στον ορίζοντα της εκκλησίας, και πάλιν έδυσε και κρύφτηκε καθότι ο όσιος ούτος πατήρ έπαθε ο,τι και ο θείος Γρηγόριος ο θεολόγος, ο οποίος όταν ψηφίστηκε επίσκοπος Σασίμων, αμέσως αναχώρησε από εκεί. Αίτια δε της αμέσως από την επισκοπική θέση αναχωρήσεις του πατρός Ισαάκ υπήρξε το εξής περιστατικό.

Όταν χειροτονήθηκε ο όσιος και κάθισε στο επισκοπικό οίκημα, παρέστησαν ενώπιον του δύο χριστιανοί, ο ένας ήταν δανειστής, ο άλλος οφειλέτης• και ο μεν δανειστής απαιτούσε το δάνειο, ο δε οφειλέτης ομολογούσε το χρέος, άλλα μη έχων προς το παρόν τα χρήματα ζήτησε μερικές ημέρες προθεσμία αλλά ο άσπλαχνος εκείνος δανειστής, είπε ότι εάν δεν μου αποδώσει, σήμερα αυτός το δάνειο, εγώ εξάπαντος παραδίδω αυτόν στον κριτή. Ό δε όσιος πατήρ Ισαάκ λέγει προς αυτόν, τέκνον, εάν για την εντολή του Ευαγγελίου οφείλεις και τα δια της βίας παρά σου αφαιρεθέντα πράγματα να μη ζητείς, πόσο μάλλον δεν πρέπει να υπομένεις λίγες μέρες ημέρας αυτόν ο οποίος σε παρακαλεί; Ο δε ανελεήμων εκείνος δανειστής, άφες, πάτερ, ήδη το ευαγγέλιον, είπε με αυθάδεια και αναχώρησε από εκεί. Μόλις άκουσε αυτά ο όσιος Ισαάκ, είπε στον εαυτό του εάν αυτοί δεν υπακούν στα προστάγματα του ιερού ευαγγελίου, τι λοιπόν εγώ ήλθα εδώ να πράξω; Αυτά είπε, και ευθύς αναχώρησε πάλιν στην έρημο, και ήλθε και κατοίκησε στο πρώτον του κελίον, οπού μέχρι θανάτου ανδρείως και καρτερικός υπέμεινε.

Ποιους δε αγώνας ανέλαβε ο μακάριος ούτος πατήρ κατά των δαιμόνων και της σαρκός, και ποίός υπήρξε κατά την πρακτική και θεωρητική αρετή, και σε πόση ψυχής τελειότητα έφθασε, και ποια χαρίσματα αξιώθηκε στο βίο όσο ζούσε επί της γης, όλα αυτά είναι περιττό να διηγηθεί κάποιος• Καθόσον ευκόλως εννοούνται από τα ίδια λόγια που περιέχει το παρόν βιβλίο.
Από όσα μπορούν να γίνουν φανερά ότι όσα έγραψε ό θείος ούτος πατήρ, πρώτον κατόρθωσε αυτά ο ίδιος γιατί στον εικοστό έκτον λόγον λέγει, «εν πολλώ καιρώ πειραζόμενος από τα δεξιά και από τα αριστερά και εαυτόν δοκιμάσας εν τοις δυσί τρόποις τούτοις πολλάκις, και δεξάμενος εκ του εναντίου πληγάς αναρίθμητους, και αξιωθείς μεγάλων αντιλήψεων κρυπτώς, εκομισάμην εαυτω πείραν εκ των μακρών χρόνων των ετών, και εν δοκιμασία και Θεού χάριτι ταύτα εμαθον»• στον δέκατο πέμπτο λόγο λέγει, «ταύτα έγραψα προς ανάμνησιν εμήν, και παντός έντυχάνοντος τώδε τω συγγράμματι, καθώς κατείληφα από τε της θεωρίας των γραφών, και των αληθινών στομάτων, και μικρόν απ' αυτής της πείρας»• αλλά και όσης χάριτος αξιώθηκε παρά Θεού δεν δυνήθηκε να παρασιώπηση, και σε πολλούς άλλους λόγους αμυδρώς, μάλιστα στον τριακοστό όγδοο φανερώς διακηρύττει λέγων, «πολλάκις οτε ταύτα έγγραφων, υπελείποντό μου οι δάκτυλοι επί τον χάρτη, και ούχ υπέφεραν κατέναντι της ηδονής, της εμπιπτούσης εν τη καρδία μου, και τας αισθήσεις κατασιγαζούσης». Κατά τούτο πρέπει να θαυμάσει κάποιος την αρετή του θείου πατρός, ότι ενώ ευρίσκετο μακράν των ανθρώπων, κατεφλέγετο υπό της προς αυτούς αγάπης, καθώς ο ίδιος περί εαυτού διαμαρτυρόμενος, στον αυτόν λόγον λέγει, «διότι γέγονα μωρός, ούχ' υπομένω φυλάξαι το μυστήριον εν σιωπή, αλλά γίνομαι άφρων για την των αδελφών ωφελείαν διότι αυτή εστίν ή αγάπη ή αληθινή, ήτις ου δύναται υπόμεινε εν τινι μυστήριο εκ των αγαπητών αυτής»• για αυτό στην έρημο ευρισκόμενος, πότιζε αφθόνως δια του ζωηρού νάματος της διδασκαλίας του τας ψυχάς των αδελφών.

Έζησε ο άγιος ούτος, αρχομένης της εβδόμης από κτίσεως κόσμου χιλιάδος, το οποίο εξάγεται από κάποιο χωρίου του τριακοστού τρίτου λόγου, όπου περί των δαιμόνων λέγει ούτως, «εξ εναντίας γαρ τούτων (των δαιμόνων), των εχόντων εξακισχιλίους χρόνους εισφέρεις εαυτόν δογμάτισε» από αυτό γίνεται φανερό, ότι όταν τον λόγον έγραφε, υπήρχε ήδη τελειωμένο το από κτίσεως κόσμου εξακισχιλιοστόν έτος.

Βιβλιογραφία. Ασκητικοί λόγοι . Αββάς Ισαάκ του Σύρου.
Εκδόσεις ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ.
 





Όπως ή χάρη του Θεού πλησιάζει τον ταπεινόφρονα, έτσι στον υπερήφανο έρχονται οδυνηρές περιστάσεις. Οι οφθαλμοί του Κυρίου είναι στους ταπεινόφρονες, για να τους κάνει να ευφραίνονται στους υπερήφανους όμως εναντιώνεται, για να τους ταπεινώσει. Ό ταπεινός δέχεται συνεχώς το έλεος του Θεού, ενώ ό σκληρόκαρδος και ολιγόπιστος βρίσκει στο δρόμο του συναπαντήματα φοβερά. Ταπείνωσε τον εαυτό σου για όλες τίς δωρεές πού δέχθηκες από το Θεό, μπροστά σε όλους τους ανθρώπους, και θα δοξαστείς πιο πολύ παρά οι άρχοντες αυτού του κόσμου. Να προλαβαίνεις και να χαιρετάς όλους τους ανθρώπους, και να υποκλίνεσαι μπροστά τους, και έτσι θα τιμηθείς πιο πολύ παρά αυτοί πού προσφέρουν ως δώρο χρυσάφι καθαρό.


Εξευτέλισε τον αμαρτωλό εαυτό σου, και θα δεις μέσα σου τη δόξα του Θεού. Γιατί όπου βλαστάνει ή ταπείνωση, εκεί αφθονεί ή δόξα του Θεού. Εάν αγωνισθείς να εξευτελιστείς φανερά από τους ανθρώπους, για να εξαλείψεις την υπερηφάνεια σου και τον εγωισμό σου, ό Θεός θα σε κάνει να δοξαστείς. Εάν όμως ταπεινώνεσαι μέσα στην καρδιά σου, χωρίς να σε βλέπουν οί άλλοι, τότε ό Θεός φανερώνει τη δόξα του στην καρδιά σου. Όταν έχεις μεγάλα αξιώματα ή χαρίσματα, να γίνεις ευκαταφρόνητος, για να μην υψηλοφρονήσεις και χάσεις τη χάρη του Θεού όταν πάλι βλέπεις ότι είσαι πολύ μικρός και αδύναμος πνευματικά, μη κάνεις τον σπουδαίο. Να δέχεσαι με προθυμία την καταφρόνια των ανθρώπων, και θα γεμίσεις από την τιμή του Θεού. Δε βλέπεις μέσα σου τα πολλαπλά τραύματα της αμαρτίας σου και ζητάς να σε τιμήσουν; Απόφυγε τίς τιμές των ανθρώπων, για να σε τιμήσει ό Θεός, και μην αγαπήσεις τίς τιμές, για να μην ατιμασθείς. Όποιος κυνηγάει την τιμή, αύτη φεύγει από μπροστά του, και όποιος την αποφεύγει, ή τιμή θα τον κυνηγήσει | και θα γίνει κήρυκας της ταπείνωσης του σε όλους τους ανθρώπους. Εάν καταφρονείς τον εαυτό σου ότι τίποτε δεν είσαι χωρίς τη χάρη του Θεού, για να μην τιμηθείς από τους ανθρώπους, θα σε φανερώσει για την ταπείνωση σου. Εάν από αληθινή ταπείνωση κατηγορήσεις τον εαυτό σου, θα επιτρέψει ό Θεός σε όλα τα κτίσματα του να σε επαινέσουν. Και θα ανοίξει μπροστά σου ή πόρτα της δόξας του Πλαστουργού σου, και θα σε επαινέσουν, διότι έγινες στην πραγματικότητα κατ' εικόνα και καθ' όμοίωσιν του Θεού.

Ποιος έχει δει άνθρωπο πού να λάμπει με τίς αρετές του, αλλά να φαίνεται ευκαταφρόνητος στους ανθρώπους; Πού ή ζωή του να είναι φωτεινή και να είναι σοφός στη γνώση, αλλά να έχει ταπεινό φρόνημα; Μακάριος είναι όποιος κατά Θεόν ταπεινώνει τον εαυτό του σε όλες τίς περιστάσεις και μπροστά σε όλους τους ανθρώπους, γιατί αυτός θα δοξαστεί γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος, πού ταπεινώνει τον εαυτό του και τον μικραίνει, από το Θεό δοξάζεται. Και αν κανείς υπομένει και πείνα και δίψα για την αγάπη του Θεού, όπως οί Απόστολοι και οί Μάρτυρες, θα τον μεθύσει ό Θεός με τα επουράνια αγαθά του. Και όποιος δεν έχει να ντυθεί για την αγάπη του Θεού, τον ντύνει ό Θεός με τη στολή της αφθαρσίας και της δόξας. Και όποιος ζει στη φτώχεια για την αγάπη του Θεού, ό Θεός τον παρηγορεί με τον αληθινό του πλούτο. Ταπείνωσε τον εαυτό σου για την αγάπη του Θεού, όπως ό Κύριος και οί Άγιοι, και χωρίς να το καταλάβεις θα δοξαστείς πολύ σε όλη σου τη ζωή. Να θεωρείς τον εαυτό σου αμαρτωλό, για να είναι δίκαιη όλη ή ζωή σου. Μη φανερώνεις τη σοφία σου, για να μην υψηλοφρονήσεις, και μη κάνεις το σοφό, ενώ είσαι άμαθης. Και εάν τον αφελή και τον αμαθή ή ταπείνωση του τον υψώνει, πόσης άραγε τιμής θα γίνει πρόξενος (ή ταπείνωση) για τους μεγάλους και σπουδαίους ανθρώπους;
Να φεύγεις μακριά από την κενοδοξία, και θα δοξαστείς. Να φοβάσαι την υπερηφάνεια, και θα θεωρείσαι σπουδαίος. Ή κενοδοξία δε δόθηκε στους ανθρώπους από το Θεό, ούτε ή υψηλοφροσύνη στις γυναίκες. Αν με τη θέληση σου απαρνήθηκες, μοναχέ, όλα τα κοσμικά πράγματα, για τιποτένιο πράγμα σε καμιά περίπτωση να μη φιλονικήσεις. Αν σιχάθηκες την κενοδοξία, φεύγε μακριά άπ' αυτούς πού την κυνηγούν. Να αποφεύγεις αυτούς πού αγαπούν τίς περιουσίες και να μη ζητάς αλλά αποκτήματα.

Να συναναστρέφεσαι με αυτούς πού έχουν ταπείνωση, και θα μάθεις και συ τους τρόπους τους. Γιατί αν το να βλέπεις τους ταπεινούς είναι ωφέλιμο, πόσο μάλλον ή διδασκαλία τους.

Να τιμάς τον πλησίον σου
Πίεσε τον εαυτό σου, όταν συναντήσεις ένα άλλον άνθρωπο, να τον τιμήσεις πάνω από την αξία του. Φίλησε του τα χέρια και τα πόδια, και κράτησε τα χέρια του με πολλή τιμή και βάλε τα στα μάτια σου, και παίνεψε τον και γι' αυτά πού δεν έχει. Και όταν αποχωρισθεί από σένα, πες γι' αυτόν ότι καλό και σπουδαίο γιατί με αυτό τον τρόπο, ή με παρόμοιους τρόπους, τον προσελκύεις στο καλό, και τον αναγκάζεις να ντρέπεται για τα καλά λόγια πού του απηύθυνες. Και σπέρνεις μέσα του σπέρματα αρετής. Κι όσο για σένα, από μια τέτοια συνήθεια πού αποκτάς με τον καιρό, τυπώνεται μέσα σου αγαθός χαρακτήρας, και αποκτάς πολλή ταπείνωση, και χωρίς κόπο κατορθώνεις μεγάλες αρετές. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κι αν έχει αυτός κάποια ελαττώματα, καθώς εσύ τον τιμάς, με ευχαρίστηση δέχεται εκ μέρους σου τη θεραπεία από συστολή για την τιμή πού του απέδωσες.

Ή ταπείνωση είναι στολή της θεότητας
Θέλω ν' ανοίξω το στόμα μου, αδελφοί, και να μιλήσω για την υψηλή υπόθεση της ταπεινοφροσύνης. Όμως φοβάμαι πολύ, όπως φοβάται εκείνος πού πρόκειται να μιλήσει για το Θεό με τους δικούς του συλλογισμούς. Γιατί ή ταπείνωση είναι στολή της Θεότητας. Ό Υιός δηλ. και Λόγος του Θεού, πού έγινε άνθρωπος, την ταπεινοφροσύνη ντύθηκε, και συναναστράφηκε μαζί μας με αυτήν μέσα στο ανθρώπινο σώμα. Και οποίος ντυθεί την ταπεινοφροσύνη, πραγματικά γίνεται όμοιος με το Λόγο του Θεού, πού κατέβηκε από το δικό του ύψος και σκέπασε με την ταπεινοφροσύνη τη μεγαλοσύνη και τη δόξα του, για να μην καταφλεχθή ή κτίση, βλέποντας τη θεότητα του. Διότι ή κτίση δεν μπορούσε να τον αντικρίσει, αν δεν έπαιρνε ένα μέρος από αυτήν, δηλ. το ανθρώπινο σώμα, ώστε να επικοινωνήσει μαζί της. Ούτε μπορούσαν οί κτιστές υπάρξεις να ακούσουν τα λόγια του πρόσωπο με πρόσωπο. Διότι ούτε οί Ισραηλίτες μπόρεσαν να ακούσουν τη φωνή του, όταν λάλησε προς αυτούς μέσα από τη νεφέλη. Γι' αυτό είπαν στο Μωϋσή (Εξ. 20, 19): "Ας λαλήσει ό Θεός μαζί σου, και συ πες μας τους λόγους του, και ας μη λαλήσει ό Θεός μαζί μας, για να μην πεθάνουμε.

Τώρα όμως, πού ό Θεός έχυσε τη χάρη του στον κόσμο με την παρουσία του, δεν κατέβηκε σε μας με σεισμό και φωτιά, ούτε με φοβερή και δυνατή φωνή, αλλά ήρθε όπως ή βροχή στο κουρεμένο μαλλί του προβάτου και όπως ή σταγόνα πού στάζει στο χώμα απαλά, και συναναστράφηκε μαζί μας με ανθρώπινη μορφή. Σκέπασε δηλ., όπως σκεπάζουμε ένα θησαυρό, με την ανθρώπινη σάρκα τη δόξα του, και επικοινωνούσε μαζί μας με κείνο το σώμα πού κατασκεύασε το θείο του νεύμα από τον κόλπο της παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, ώστε βλέποντας τον ως άνθρωπο να συναναστρέφεται μαζί μας, να μη ταραχθούμε από τη θεωρία του. Γι' αυτό το λόγο, οποίος φορέσει εκείνη τη στολή της ταπεινοφροσύνης, με την οποία τον είδε ή κτίση μέσα στο ανθρώπινο σώμα πού φόρεσε ό κτίστης, τον ίδιο το Χριστό ντύνεται. Και αντί να ντύνεται την κοσμική τιμή και την εξωτερική δόξα, στολίζεται με το εσωτερικό ένδυμα της ταπεινοφροσύνης. Γι' αυτό και τα λογικά κτίσματα, βλέποντας έναν οποιοδήποτε άνθρωπο να φοράει αυτό το ομοίωμα της ταπεινοφροσύνης, ακόμη και με τη σιωπή τους τον προσκυνούν, τιμώντας τον Κύριο τους, πού τον είδαν να τη φοράει και να συναναστρέφεται μαζί τους μέσω αυτής. Ποιο κτίσμα, αλήθεια, δεν ευλαβείται τη θεωρία του ταπεινόφρονα; Όμως μέχρι πού αποκαλύφθηκε σε όλους ή δόξα της ταπεινοφροσύνης, ήταν ευκαταφρόνητη ή θεωρία της, μόλο πού ήταν γεμάτη αγιότητα. Τώρα όμως ανέτειλε σαν τον ήλιο ή δόξα της στα μάτια των ανθρώπων. Και κάθε συνετός άνθρωπος την τιμά, οπού και αν φανεί. Γι' αυτό ούτε οί εξ αγνοίας εχθροί της αλήθειας δεν τη θεωρούν ευκαταφρόνητη, αν και αυτός πού την απέκτησε φαίνεται φτωχότερος άπ' όλα τα κτίσματα. Ωστόσο, όποιος έμαθε την ταπείνωση, τιμάται από τα λογικά κτίσματα σαν να φοράει στεφάνι και βασιλική πορφύρα.

Στο ταπεινόφρονα υποτάσσεται ή λογική και ή άλογη κτίση. Ό αληθινός ταπεινόφρων

Όποιος υποτάξει τον εαυτό του στο Θεό, είναι κοντά στο να υποταγούν σ' αυτόν τα πάντα. Τον καιρό δηλ. πού κυριαρχεί ή ταπείνωση στη διαγωγή σου, υποτάσσεται σε σένα τον ταπεινό ό ψυχικός σου κόσμος, και μαζί μ' αυτόν υποτάσσονται σε σένα τα πάντα. Διότι γεννιέται μέσα στην καρδιά σου ή ειρήνη του Θεού. Και όσο είσαι έξω από την ειρήνη του Θεού, θα καταδιώκεσαι συνεχώς όχι μόνο από τα πάθη σου, αλλά και από διάφορα δυσάρεστα περιστατικά. Αλήθεια, Κύριε, αν δεν ταπεινωθούμε, δεν παύεις συ να μας ταπεινώνεις. Ή αληθινή ταπείνωση γεννιέται από τη γνώση. Και ή αληθινή γνώση γεννιέται από τους πειρασμούς.

Τον ταπεινόφρονα κανένας μυαλωμένος άνθρωπος ποτέ δεν τον μισεί, δεν τον πληγώνει με λόγια, δεν τον καταφρονεί. Όλοι οί καλοί άνθρωποι τον αγαπούν, διότι τον αγαπά ό Κύριος του. Όλους τους αγαπάει και όλοι τον αγαπούν. Όλοι τον θέλουν, και σε κάθε τόπο, όπου πλησιάζει, τον βλέπουν ως άγγελο φωτός και του αποδίδουν ξεχωριστή τιμή. Και όταν μιλήσει, ό σοφός και ό δάσκαλος σιωπούν μπροστά του, διότι δίνουν το λόγο στον ταπεινόφρονα. Τα μάτια όλων προσέχουν στα λόγια του στόματος του. Κάθε άνθρωπος περιμένει τι θα πει, σαν να είναι λόγια Θεού. Τα σύντομα και κοφτά λόγια του είναι σαν τους λόγους των σοφών, πού προσέχουν ένα ένα τα νοήματα τους. Τα λόγια του είναι γλυκά για τους σοφούς πού τα ακούνε, πιο γλυκά από την κηρήθρα στο φάρυγγα. Και όλοι τον λογαριάζουν ότι έχει το Θεό μέσα του, κι ας είναι αμαθής στην έκφραση του, και στη θεωρία ευκαταφρόνητος και ευτελής.

Πλησιάζει ό ταπεινόφρων στα σαρκοβόρα θηρία και, όταν πέσει το βλέμμα τους επάνω του, γίνεται ήμερη ή αγριότητα τους, και τον πλησιάζουν σαν κύριο τους, και κινούν περιποιητικά τα κεφάλια τους και γλείφουν τα χέρια και τα πόδια του διότι οσφραίνονται σ' αυτόν εκείνη την εύωδία, πού εξέπεμπε ό Αδάμ πριν από την παράβαση, όταν μαζεύτηκαν κοντά του και τα 'δωσε ονόματα στον παράδεισο. Το σώμα πού έλαβε από μας τους ανθρώπους ό Ιησούς το ξανάκτισε και το χάρισε σε μας με την ανθρώπινη παρουσία του. Αυτό είναι πού σκόρπισε την εύωδία του στο ανθρώπινο γένος.

Και πάλι, πλησιάζει ό ταπεινόφρων στα θανατηφόρα ερπετά, και μόλις αισθανθούν επάνω στο σώμα τους το χέρι του, ή οξύτητα και ή σκληρότητα της θανατηφόρας πικρότητάς τους σταματάει, και στα χέρια του τα τρίβει σαν να 'ναι ακρίδες. Έρχεται κοντά στους ανθρώπους και τον προσέχουν όπως τον Κύριο. Και γιατί αναφέρω μόνο τους ανθρώπους; Άλλα και οι δαίμονες με όλη την ορμητικότητα και την πικρία τους και το καυχησιάρικο φρόνημα τους, μόλις πλησιάσουν στον ταπεινόφρονα, γίνονται αδρανείς σαν το χώμα, και μαραίνεται όλη ή κακία τους, και καταστρέφονται οι μηχανορραφίες τους, και μένουν ανενέργητες οί πανουργίες τους.
Όποιος άνθρωπος είναι από τη φύση του επιεικής και ήσυχος, ή συνετός, ή πράος, δε φτάνει μόνο άπ' αυτό στο βαθμό της ταπεινοφροσύνης. Αληθινός ταπεινόφρων είναι αυτός πού έχει ένα κρυφό ταλέντο, πού να τον κάνει να υπερηφανεύεται, αλλά δεν υπερηφανεύεται, παρά συλλογίζεται ότι είναι χωματένιο. Άλλα ούτε κι αυτόν πού, από την ενθύμηση των αμαρτημάτων, συντρίβεται ή καρδιά του, και ταπεινοφρονή και δεν αφήνει στο νου του να περηφανευτεί, ούτε κι αυτόν τον λέμε ταπεινόφρονα, αν και αυτό πού κάνει είναι αξιέπαινο. Διότι ακόμη έχει το λογισμό της υπερηφάνειας, και δεν απέκτησε την αληθινή ταπείνωση, αλλά την προσεγγίζει απλώς με τους παραπάνω τρόπους. Αν και αυτό πού κάνει είναι αξιέπαινο, όπως είπα, όμως ακόμη θέλει την ταπείνωση, γιατί δεν την έχει αποκτήσει. Αληθινός και τέλειος ταπεινόφρων είναι αυτός πού δε χρειάζεται να εφευρίσκει με το νου του διάφορους λόγους, όπως οι αμαρτίες του και ή χοικότητά του, για να ταπεινοφρονή, αλλά απέκτησε την ταπεινοφροσύνη σε υψηλό βαθμό και σαν κάτι το φυσιολογικό, χωρίς ιδιαίτερη εργασία. Σαν να δέχτηκε δηλ. μέσα του ένα μεγάλο χάρισμα, ανώτερο από όλη την κτίση, και, εντούτοις, αυτός θεωρεί τον εαυτό του αμαρτωλό και ευτελή και ευκαταφρόνητο.

Αγάπησε τα ταπεινά ενδύματα
Αγάπησε τα πενιχρά ενδύματα, για να σβήσεις τους λογισμούς της υψηλοφροσύνης πού αναδύονται μέσα σου. Γιατί αυτός πού αγαπά την πολυτέλεια και τα λαμπερά ρούχα δεν μπορεί να αποκτήσει ταπεινούς λογισμούς. Διότι ή καρδιά μέσα στον άνθρωπο συμμορφώνεται με τα εξωτερικά σχήματα.

Πώς να προλάβεις την οίηση
Φυλάξου από την οίηση την ώρα των καλών αλλοιώσεων. Άμα αρχίσεις να αισθάνεσαι οίηση και έπαρση, να προσευχηθείς με την καρδιά σου και να παρουσιάσεις στον Κύριο την αδυναμία σου και την αμάθεια σου, για να μη σου συμβεί να πέσεις σε αισχρά αμαρτήματα. Διότι την υπερηφάνεια ακολουθεί ή πορνεία, και την οίηση ή πλάνη.

Χωρίς την ταπείνωση τα ενάρετα έργα γίνονται μάταια
Αν κάνεις ένα καλό έργο αρετής και δεν αισθανθείς τη γεύση ότι σε βοηθάει πνευματικά, μη θαυμάσεις. Γιατί, μέχρι να ταπεινωθεί ό άνθρωπος, δεν απολαμβάνει το μισθό της εργασίας του. Ή αμοιβή, πάλι, δε δίνεται για τον κόπο της εργασίας, αλλά για την ταπείνωση πού συνοδεύει την εργασία. Όποιος περιφρονεί την ταπείνωση χάνει την αμοιβή της εργασίας του. Όποιος προλάβει και πάρει από το Θεό την αμοιβή της ταπεινής του καρδιάς, ή και των ταπεινών του έργων, αυτός είναι ανώτερος από τον εργαζόμενο την απλή αρετή. Την αρετή ακολουθεί ή λύπη και ό κόπος, και από τη λύπη γεννιέται ή ταπείνωση, και στον ταπεινό δίνεται ή χάρη του Θεού. Λοιπόν, ή ανταπόδοση της θείας Χάρης δε δίνεται για την απλή αρετή, ούτε για τον κόπο πού τη συνοδεύει, αλλά για την ταπείνωση πού γεννιέται άπ' αυτά. Και αν λείψει ή ταπείνωση, τα πρώτα, δηλ. τα ενάρετα έργα και ό κόπος τους, γίνονται μάταια.

Ό Κύριος σοφίζει τον ταπεινό
Όποιος εξευτελίζει τον εμπαθή εαυτό του και τον ταπεινώνει, αυτός θα γίνει σοφός από τον Κύριο. Και όποιος έχει την ιδέα ότι είναι σοφός, αυτός θα χάσει τη σοφία του Θεού.

Και μόνο ή ταπείνωση μπορεί να παρασταθεί ενώπιον τον Θεον και να πρεσβεύσει για μας
Ή κατάσταση της ταπείνωσης, και χωρίς να συνοδεύεται από έργα αγαθά, όπως στην περίπτωση του άρρωστου, ή του εγκλείστου μονάχου, πολλά αμαρτήματα συγχωρεί τα έργα όμως, χωρίς την ταπείνωση, όχι μόνο είναι ανωφελή, αλλά και πολλά κακά μας προκαλούν. Λοιπόν, με την ταπείνωση, όπως ανέφερα, να περιμένεις τη συγχώρηση των αμαρτιών σου. Και όπως το αλάτι συντηρεί και νοστιμίζει κάθε τροφή, έτσι είναι και ή ταπείνωση για κάθε αρετή και μπορεί να συντρίψει τη δύναμη πολλών αμαρτημάτων. Γι' αυτή λοιπόν την ταπείνωση είναι ανάγκη να λυπάσαι, αδιαλείπτως, ανάλογα βέβαια με τις δυνάμεις σου, μέχρι να την αποκτήσεις. Και όταν την αποκτήσουμε στο κελί της ησυχίας μας, όπου ζούμε εντελώς απομακρυσμένοι από τον κόσμο, μας κάνει παιδιά του Θεού και χωρίς να μπορούμε να κάνουμε αγαθά έργα, όπως οι άνθρωποι πού έχουν επαφή με τον κόσμο, μας φέρνει στο Θεό. Χωρίς αυτήν όλα τα έργα μας είναι μάταια, και όλες οι αρετές, και όλες οι εργασίες μας.
Λοιπόν, ό Θεός θέλει την αλλοίωση των λογισμών μας διότι με τους καλούς λογισμούς προοδεύουμε, και με τους κακούς λογισμούς εξαχρειωνόμαστε. Μόνη ή ταπείνωση, χωρίς άλλη βοήθεια, είναι ικανή να παρασταθεί ενώπιον του Θεού και να πρεσβεύσει για μας.

Τα μεγάλα μέτρα της ταπεινοφροσύνης
Αυτόν πού έφτασε σε πολύ μεγάλα ύψη ταπεινοφροσύνης, δεν τον πιάνει ταραχή όταν τον αδικούν, ούτε θέλει να απολογηθεί για κείνο το πράγμα, για το όποιο αδικήθηκε. Δέχεται, λοιπόν, τις συκοφαντίες σαν να είναι αλήθεια, και δε φροντίζει να πείσει τους ανθρώπους ότι τον συκοφάντησαν, αλλά ζητάει να τον συγχωρήσουν. Μερικοί μάλιστα, με τη θέληση τους, κατάφεραν να τους ονομάζουν οί άλλοι ακόλαστους, ενώ δεν ήταν άλλοι πάλι δέχτηκαν με υπομονή να τους ονομάζουν μοιχούς, χωρίς να είναι και, δακρύζοντας, φόρτωναν στον εαυτό τους την πικρή ανταμοιβή μιας αμαρτίας πού δε διέπραξαν, και κλαίγοντας ζητούσαν, άπ' αυτούς πού τους είχαν συκοφαντήσει, συγχώρηση για την αμαρτία πού δεν έκαμαν, ενώ ήταν στεφανωμένοι στην ψυχή με το στεφάνι της καθαρότητας και της αγνότητας. Άλλοι πάλι, για να μη δοξαστούν για την κρυμμένη μέσα τους ενάρετη κατάσταση τους, έκαναν τον παλαβό, ενώ στην πραγματικότητα ήταν σταθερά γαλήνιοι και καρυκευμένοι με το θεϊκό αλάτι, ώστε για την άκρα τελειότητα τους αξιώθηκαν να έχουν τους αγίους Αγγέλους κήρυκες των ανδραγαθημάτων τους.
Σύ λοιπόν νομίζεις πώς έχεις ταπείνωση άλλοι όμως κατηγορούσαν τον εαυτό τους, ενώ εσύ δεν μπορείς να υποφέρεις ούτε όταν οι άλλοι σε κατηγορούν. Ωστόσο σκέφτεσαι ότι είσαι ταπεινόφρων. Εάν πράγματι είσαι ταπεινόφρων, δοκίμασε τον εαυτό σου αν δε σε πιάνει ταραχή όταν σε συκοφαντούν και σε αδικούν.

Ποια είναι τα δείγματα της εξαιρετικής ταπείνωσης των ησυχαστών;
Όπως ή οίηση (ή υψηλοφροσύνη) με τους λογισμούς της αμαρτωλής φαντασίας διασκορπίζει την ψυχή και την κάνει να περιπλανάται σ' όλη την κτίση, έτσι και ή ταπείνωση συμμαζεύει την ψυχή στην ησυχία. Και όπως ή ψυχή δεν είναι γνωστή ούτε ορατή στους σωματικούς οφθαλμούς, έτσι και ό ταπεινόφρων παραμένει άγνωστος κατά την πρόθεση του μεταξύ των ανθρώπων. Και όπως ή ψυχή μέσα στο σώμα είναι κρυμμένη και δεν μπορούν να τη δουν οι άνθρωποι στις μεταξύ τους συναναστροφές, έτσι και ό ταπεινόφρων πού έφτασε σε πολύ μεγάλα μέτρα: όχι μόνο δε θέλει να τον βλέπουν και να τον ξεχωρίζουν οι άνθρωποι επειδή είναι απόμακρος και στερημένος των πάντων, αλλά τούτο κυρίως θέλει αν είναι δηλ. δυνατό, να διεισδύσει μέσα στα μυστικά βάθη της ύπαρξης του και να πάει να κατοικήσει σε ήσυχο τόπο, και να αφήσει όλες τίς παραστάσεις και τίς σκέψεις πού συνδέονται με τίς αισθήσεις της κοσμικής ζωής, και να γίνει σαν να μην υπάρχει και να μη γεννήθηκε για τον κόσμο, και να είναι παντελώς άγνωστος ακόμη και στον εαυτό του. Και όσο αυτός ό άνθρωπος παραμένει στον κόσμο σαν τον κρυμμένο θησαυρό, τόσο και ολόκληρη ή ύπαρξη του πλησιάζει στον Κύριο και Θεό του.

Ό ταπεινόφρων δεν αναπαύεται ποτέ στο να βλέπει μαζεμένους ανθρώπους σ' έναν τόπο ούτε αναπαύεται στην ταραχή του πλήθους, και στις κινήσεις και στις φωνές και στα ξανοίγματα και στις φροντίδες και στην ηδονή, από την οποία προέρχεται ή ασωτία ούτε αναπαύεται στα κοσμικά λόγια και στις συναναστροφές και στο διασκορπισμό των αισθήσεων αλλά μάλλον προτιμά να ζει μόνος του στην ησυχία, και να μη τον λογαριάζουν οί άλλοι. Και πιο πολύ ποθεί τη σμικρότητα, την ακτημοσύνη, την πενία. Και προτιμά πάντοτε να είναι εύκαιρος και αμέριμνος, χωρίς να συγχύζεται ό νους του από τα πράγματα του κόσμου, για να μην περιπλανιούνται οί λογισμοί του εδώ κι εκεί. Διότι έχει πεισθεί ότι, εάν αρχίσει ν' ασχολείται με πολλά πράγματα, δεν μπορεί να ξεφύγει τη σύγχυση των λογισμών διότι τα πολλά πράγματα συνεπάγονται πολλές φροντίδες και ποικίλους και σύνθετους λογισμούς, πού τον απομακρύνουν από την απλότητα. Εάν λοιπόν μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά, θα παύσει να είναι υπεράνω των κοσμικών φροντίδων, θα γίνουν πολλές οί ανάγκες του, θα χάσει την ειρήνη και τη μοναδική απασχόληση του νου του με τους άριστους λογισμούς. Και εάν οί υλικές και σωματικές του ανάγκες τον εμποδίζουν από τους καλούς και σωτήριους λογισμούς, τότε αρχίζει να βλάπτεται ό ίδιος και να βλάπτει τους άλλους. Από δω και πέρα ανοίγει ή πόρτα για να μπαίνουν μέσα του τα πάθη, και φεύγει ή γαλήνη πού φέρνει ή διάκριση, και χάνεται ή ταπείνωση, και κλείνει ή πόρτα της ειρήνης. Επειδή λοιπόν όλα αυτά είναι επικίνδυνα, φυλάγει συνεχώς τον εαυτό του από τις πολλές φροντίδες και ενασχολήσεις και, έτσι, σε κάθε περίσταση βρίσκει τον εαυτό του στη γαλήνη του Θεού, και στην ανάπαυση, και στην ειρήνη, και στην επιείκεια, και στην ευλάβεια.

Στον ταπεινόφρονα δε βλέπεις ποτέ βιασύνη και σύγχυση ή ενέργειες επείγουσας ανάγκης, ούτε θερμούς και κούφιους λογισμούς. Απεναντίας, σε κάθε περίσταση είναι αναπαυμένος. Εάν κολλήσει ό ουρανός με τη γη, ό ταπεινόφρων δε θορυβείται. Κάθε ήσυχος και πράος άνθρωπος δεν είναι ταπεινόφρων, όμως κάθε ταπεινόφρων είναι πράος και ήσυχος. Άμα δεν είσαι ταπεινόφρων, δεν μπορείς να είσαι συνεσταλμένος στους τρόπους σου, όμως συνεσταλμένους μη ταπεινόφρονες πολλούς θα συναντήσεις. Αυτό εννοούσε ό Κύριος, ό πράος και ταπεινός, όταν είπε: «Μάθετε άπ' εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία, και εύρήσετε άνάπαυσιν ταίς ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11, 21). Ό ταπεινόφρων σε κάθε περίσταση είναι αναπαυμένος, γιατί τίποτε δεν υπάρχει γι' αυτόν πού να κινήσει το νου του στο κακό ή να τον ταράξει. Και όπως δεν μπορεί κανείς να τρομάξει ένα βουνό, έτσι δεν τρομάζει από τίποτε ό νους του. Και αν δεν είναι παράλογο, θα λέγαμε ότι ό ταπεινόφρων δεν ανήκει σ' αυτό τον κόσμο διότι ούτε στα λυπηρά περιστατικά ταράζεται και αλλοιώνεται ή ύπαρξη του, ούτε στα ευχάριστα εκπλήσσεται από θαυμασμό και χαλαρώνει. Όλη ή ευφροσύνη και ή χαρά του ή αληθινή βρίσκεται στην απόλαυση του Κυρίου και Θεού του. Την ταπεινοφροσύνη τη συνοδεύει ή επιείκεια και ή αυτοσυγκέντρωση. Την ταπεινοφροσύνη ακολουθεί: εγκράτεια στις αισθήσεις, φωνή μετρημένη, λίγα λόγια, καταφρόνηση του κοσμικού εαυτού μας, ευτελής ενδυμασία, βάδισμα ταπεινό το να μην αλληθωρίζουμε δεξιά και αριστερά και περισπάται ή προσοχή μας, να ξεχωρίζουμε στην ελεημοσύνη, να έχουμε πολλά δάκρυα. Ακόμη, την ταπεινοφροσύνη συνοδεύει: ψυχή μεμονωμένη από τους περισπασμούς, καρδιά συντετριμμένη, έλλειψη θύμου, αισθήσεις συμμαζεμένες, λίγα και ευτελή πράγματα για τη σωματική μας ανάπαυση, καρτερία στον πόνο, υπομονή, αφοβία, ανδρεία της καρδιάς, πού αποστρέφεται τις απολαύσεις αυτής της πρόσκαιρης ζωής, υπομονή στους πειρασμούς, σοβαροί λογισμοί, σβήσιμο των πονηρών λογισμών, εγκράτεια παθών, συστολή, ευλάβεια. Και πάνω άπ' όλα αυτά, πρέπει να βρίσκεται ό ασκητής σε παντοτινή ησυχία και να μη γνωρίζει τα κοσμικά πράγματα και τα πάθη.

Ό ταπεινόφρων ποτέ δεν αισθάνεται αναγκασμένος να ταραχθεί ή να συγχυσθεί. Και όταν είναι μόνος του, ντρέπεται και ευλαβείται τον εαυτό του ως εικόνα Θεού. Και μου προκαλεί θαυμασμό ότι ένας πραγματικά ταπεινόφρων ασκητής δε θα τολμήσει να προσευχηθεί με δικά του λόγια, όταν αρχίσει την ευχή, ούτε θα θεωρήσει τον εαυτό του άξιο για προσευχή, ούτε θα τολμήσει να ζητήσει τίποτε άλλο εκτός από τη βασιλεία του Θεού ούτε έχει ανθρώπινη συναίσθηση της προσευχής, παρά μονάχα σιωπά ό νους του, και περιμένει το έλεος του Θεού. Και, καθώς κλίνει το πρόσωπο του προς τη γη και ή καρδιά του είναι υψωμένη στην αγιότατη και υψηλή πύλη του ουρανού, περιμένει να ακούσει ποιο είναι γι' αυτόν το θέλημα του ενδόξου και προσκυνητού Θεού του Θεού πού ό θρόνος του είναι στα σύννεφα, πού θαμπώνει τα μάτια των Σεραφείμ, και πού ή δύναμη και ή σοφία και ή αγαθότητα του κάνει να σιωπούν όλα τα αγγελικά τάγματα. Μόνο αυτό τολμά ό ταπεινόφρων να πει και να ζητήσει στην προσευχή του: Ας γίνει, Κύριε, ή ζωή μου κατά το πανάγιο θέλημα σου. Και εμείς την ίδια ευχή να λέμε για τον εαυτό μας. Αμήν.
Πώς μπορεί ό άνθρωπος να αποκτήσει ταπείνωση

Ρωτήσανε οι μοναχοί τον άββά Ισαάκ πώς μπορεί κάποιος να αποκτήσει ταπείνωση και είπε:
Να μην ξεχνάει ότι έκαμε αμαρτίες στη ζωή του και να ελπίζει ότι ό θάνατος είναι κοντά. Τα φορέματα του να είναι ευτελή, και σε κάθε περίσταση να προτιμά τον έσχατο τόπο, και πάντοτε να κάνει πρόθυμα τις παρακατιανές εργασίες. Να έχει υπακοή, να σιωπά, και να μην του αρέσει να τρέχει σε συντροφιές κοσμικού πνεύματος, αλλά να θέλει να παραμένει άγνωστος και ασήμαντος. Να μην έχει στο κελί του πράγματα πού να τα θεωρεί όλα δικά του και να αποφεύγει τη συναναστροφή με πολλούς ανθρώπους, και να μην αγαπά τα υλικά κέρδη. Και, εκτός άπ' αυτά, να μη μέμφεται στο νου του και να μην κατηγορεί κανέναν άνθρωπο, και να μη ζηλοφθονεί, να μην είναι εριστικός, αλλά να ασχολείται με τον εαυτό του, πώς θα ταπεινωθεί και θα αγαπά τον κόσμο. Με δυο λόγια, να ζει μέσα στον κόσμο πού έπλασε ό Θεός σαν ξένος και φτωχός και απομονωμένος από το κακό. Αυτά γεννούν την ταπείνωση και καθαρίζουν την καρδιά.

Ή ταπείνωση φροντίζει να μη σκανδαλίζει
Πήγα κάποτε σε έναν παλαιό και ενάρετο γέροντα, ό όποιος με αγαπούσε πολύ. Δεν ήξερε να μιλάει όμορφα, όμως είχε φωτεινή γνώση και βαθιά καρδιά, και έλεγε οσα του υπαγόρευε το άγιο Πνεύμα. Δεν έβγαινε συχνά από το κελί του, παρά μόνο έβγαινε για τις άγιες κοινές ακολουθίες. Πρόσεχε πολύ τον εαυτό του και ζούσε στην ησυχία. Του είπα λοιπόν.
-Πάτερ, μου ήρθε ένας λογισμός: να πάω την Κυριακή στο υπόστεγο της εκκλησίας κι εκεί να καθίσω το πρωί και να φάω, για να με δουν αυτοί πού θα μπαίνουν στο ναό και θα βγαίνουν, και να με καταφρονήσουν.

Σ' αυτά μου απάντησε ό γέροντας έτσι: -Είναι γραμμένο ότι οποίος σκανδαλίζει τον κοσμικό αδελφό του, δε θα δει το φως του Θεού. Εσένα λοιπόν, κανένας δε σε ξέρει σ' αυτό το μέρος, ούτε γνωρίζουν το είδος της ζωής σου και, γι' αυτό, θα πουν ότι οί Μοναχοί είναι λαίμαργοι και τρώνε από το πρωί. Μάλιστα εδώ ζούνε και αρχάριοι αδελφοί, πού έχουν ασθενή λογισμό και θα σκανδαλισθούν. Πολλοί άπ' αυτούς σου έχουν εμπιστοσύνη και ωφελούνται από την παρουσία σου και, άμα σε δουν να κάνεις τέτοιο πράγμα, θα βλάφτουν. Οί αρχαίοι πατέρες τα 'καμναν αυτά για να ταπεινωθούν για τις πολλές θαυματουργίες τους και για την τιμή πού απολάμβαναν και για το μεγάλο όνομα πού είχαν αποκτήσει. Και τα 'καμναν αυτά, για να ατιμασθούν, και για να αποκρύψουν τη δόξα της αγίας ζωής τους και για να αποφύγουν τίς αιτίες της υπερηφάνειας. Εσένα όμως, πού δεν έφτασες σε τέτοια μέτρα, τι σε αναγκάζει να κάνεις αυτό πού λες; Δε γνωρίζεις ότι κάθε βαθμίδα πνευματικής ζωής έχει τη δική της τάξη και το δικό της χρονικό στάδιο; Εσύ βέβαια ούτε τέτοια ξεχωριστή πολιτεία έχεις, ούτε τέτοιο μεγάλο όνομα. Γιατί είσαι ένας απλός μοναχός σαν τους άλλους και, άμα κάνεις αυτό πού σκέφτηκες, ούτε τον εαυτό σου θα ωφελήσεις, αλλά και τους άλλους θα βλάψεις. Και πάλι, αυτού του είδους οί υπερβολές δεν είναι για όλους ωφέλιμες, αλλά μόνο στους τέλειους και στους μεγάλους, οί όποιοι έτσι νεκρώνουν τίς αισθήσεις τους. Για τους μεσαίους και τους αρχάριους μια τέτοια πολιτεία είναι επιζήμια, διότι ακόμη χρειάζονται να προσέχουν συνεχώς τον εαυτό τους και να επιβάλλονται στις αισθήσεις τους. Οί γεροντάδες πέρασαν αυτό το στάδιο και, όταν θέλουν, μπορούν από όλα να ωφεληθούν. Όπως συμβαίνει με τους εμπόρους πού, όταν είναι άπειροι και αρχίζουν μεγάλες επιχειρήσεις, προκαλούν μεγάλες ζημίες στους εαυτούς τους όμως στις μικρές επιχειρήσεις γρήγορα πηγαίνουν μπροστά. Και πάλι, όπως είπα, κάθε είδος εργασίας έχει τη δική της τάξη, και κάθε βαθμίδα πολιτείας έχει το δικό της χρονικό στάδιο. Όποιος λοιπόν αρχίζει υπέρμετρη άσκηση πριν να έλθει ό καιρός του, εκτός του ότι δεν κερδίζει τίποτε, διπλασιάζει τη βλάβη για τον εαυτό του. Εάν επιθυμείς την άσκηση πού έχει ό λογισμός σου, να υπομείνεις πρώτα με χαρά την ακούσια ατιμία πού επιτρέπει ή οικονομία του Θεού να σε βρει, και να μην ταραχθείς, μήτε να μισήσεις αυτόν πού σε ατιμάζει. Αυτά με συμβούλεψε αυτός ό σοφός γέροντας.

Ό θεός ταπεινώνει τον υπερήφανο
Μην πιστέψεις στον εαυτό σου ότι είσαι δυνατός στην αρετή, μέχρι να δοκιμασθείς στους πειρασμούς και βεβαιωθείς ότι ή καρδιά σου είναι αμετάθετη. Να αποκτήσεις μέσα σου ορθή και σταθερή πίστη, για να μπορέσεις, με τη δύναμη της, να καταπατήσεις τους εχθρούς σου και να 'χεις το νου σου συμμαζεμένο, και να μην πάρεις θάρρος από τη δύναμη σου, οποία και να 'ναι, για να μην παραχωρήσει ό Θεός και δοκιμάσεις πόσο αδύνατος είσαι από τη φύση σου, και πέσεις στην αμαρτία, και τότε θα μάθεις για τα καλά την αδυναμία σου. Μήτε να πιστέψεις στις γνώσεις σου, για να μην μπει στη μέση ό διάβολος, και σου στήσει παγίδα με την πανουργία του. Ποτέ να μην καυχηθείς για τα έργα πού κατόρθωσες, για να μην καταντροπιαστείς. Γιατί για όποιο πράγμα καυχιέται ό άνθρωπος, σ' αυτό επιτρέπει ό Θεός να αλλάξει ή κατάσταση, για να ταπεινωθεί και να μάθει, έτσι, τι θα πει ταπείνωση. Γι' αυτό πρέπει, όσα συμβαίνουν, να τα αποδίδεις στη θεία πρόνοια, και να μην πιστεύεις ότι σ' αυτή τη ζωή υπάρχει τίποτε πού να μη μεταβάλλεται.

Ό υπερήφανος δεν έχει πνευματική δράση
Ό υπερήφανος δεν καταλαβαίνει ότι βαδίζει στο σκοτάδι και ότι αγνοεί την αληθινή σοφία. Γιατί, πώς μπορεί να το γνωρίζει, ενόσω βρίσκεται στο σκοτάδι και δε βλέπει; Γι' αυτό και υπερηφανεύεται με το σκοτισμένο λογισμό του, ότι είναι ανώτερος όλων, ενώ στην πραγματικότητα είναι ευτελέστερος και ασθενέστερος των ταπεινών, και δεν μπορεί να μάθει και να βαδίσει τον άγιο δρόμο του Κυρίου. Και ό Κύριος κρύβει από τον υπερήφανο το άγιο θέλημα του, γιατί δε θέλησε να βαδίσει στο δρόμο των ταπεινών.

Ή υψηλοφροσύνη μας απομακρύνει από το Θεό
Να πορεύεσαι στη ζωή σου με απλότητα, και μην κάνεις το σοφό μπροστά στο Θεό. Ή πίστη πηγαίνει οπού υπάρχει απλότητα, ενώ ή υψηλοφροσύνη ακολουθεί τον άνθρωπο, πού κάνει λεπτούς και έξυπνους συλλογισμούς, και παρουσιάζει τα πράγμα τα διαφορετικά από ότι είναι στην πραγματικότητα. Αυτό όμως τον απομακρύνει από το Θεό.

Τα μεγάλα, αλλά χωρίς ταπείνωση, ασκητικά κατορθώματα συντρίβουν τον αγωνιστή και τον κάνουν καταγέλαστο στους δαίμονες
Το όνομα του ήταν Μαλπάς. Καταγόταν από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας και φαινόταν ότι ζούσε σε μεγάλα πνευματικά μέτρα, υπομένοντας σκληραγωγίες και θλίψεις. Αυτός λοιπόν εφεύρε την αίρεση των Ευχιτών. Λέγεται μάλιστα ότι ήταν μαθητής του μακαρίου Ιουλιανού, πού ονομαζόταν Σαβάς, και για μικρό διάστημα πήγε μαζί του στο Σινά και στην Αίγυπτο και συνάντησε τους μεγάλους πατέρες εκείνου του καιρού. Είδε και το Μέγα Αντώνιο και άκουσε άπ' αυτόν λόγια μυστικής θεολογίας για την καθαρότητα και τη σωτηρία των ψυχών, και τον άκουσε να απαντά σε ερωτήσεις λεπτές για τα πάθη. Ερμήνευσε λοιπόν, με τίς απαντήσεις του, ό Άγιος ότι ό νους, μετά την κάθαρση του, δέχεται θαυμαστό φωτισμό για τα μυστήρια του Πνεύματος, και ότι ή ψυχή μπορεί με τη χάρη του Θεού να αξιωθεί να δεχθεί την απάθεια, όταν βγάλει από πάνω της τα παλιά πάθη με την εργασία των εντολών του Θεού, και επανακτήσει την υγεία της φύσης της, πού είχε κατά τη δημιουργία του κόσμου. Και σαν άκουσε αυτά τα λόγια ό Μαλπάς, στην ακμή της νιότης του, έγινε θερμός σαν τη φωτιά και ήρθε στην πόλη του, οπότε άναψε μέσα του το πάθος της φιλοδοξίας, και βρήκε έναν έρημο και ήσυχο τόπο, όπου αναχώρησε και αφιέρωσε τον εαυτό του σε αγώνες και σε σκληρές δοκιμασίες και σε αδιάλειπτες προσευχές. Και άναψε για τα καλά μέσα του το πάθος της δοξομανίας, ελπίζοντας να φθάσει σε υψηλά μέτρα, για τα όποια είχε ακούσει από τον άγιο Αντώνιο. Όμως δεν έμαθε, δυστυχώς, την τέχνη πώς να πολεμά τους νοητούς εχθρούς της αγιοσύνης, και δεν κατάλαβε τι ενέδρες και δόλους και πανουργίες μετέρχεται ό αντίπαλος, για να εξαπατήσει τους ισχυρούς και να τους φέρει στην απώλεια. Γι' αυτό το λόγο στηρίχθηκε ό ταλαίπωρος μόνο στους αγώνες, και στις στενοχώριες, και στην ακτημοσύνη, και στην άσκηση, και στην εγκράτεια, χωρίς όμως να αποκτήσει την εξουδένωση του εγωισμού του, και την ταπείνωση, και τη συντριβή της καρδιάς (πού είναι όπλα αήττητα στον πόλεμο πού ξεσηκώνει ό πονηρός), και χωρίς να θυμηθεί το λόγο της Γραφής πού λέει: «Όταν κάμετε όλα τα έργα, και φυλάξετε όλες τίς εντολές, και υπομείνετε τίς θλίψεις, να θεωρείτε τους εαυτούς σας ως άχρηστους δούλους» (Λκ. 17, 10). Έτσι λοιπόν, θερμαινόταν με την υψηλοφροσύνη του, πού την έτρεφε ή εργασία των ασκητικών του αγώνων, και φλεγόταν από την επιθυμία να αποκτήσει τα μεγάλα χαρίσματα πού άκουσε. Και υστέρα από πολύ καιρό, σαν τον είδε ό διάβολος κούφιο από ταπείνωση, και ότι το μόνο πού επιθυμούσε ήταν να γνωρίσει τα θαυμάσια μυστήρια του Θεού πού άκουσε, του παρουσιάσθηκε μέσα σε εξαίρετο φως λέγοντας του: Εγώ είμαι ό παράκλητος, και με έστειλε ό πατέρας σε σένα, για να σε αξιώσω επιτέλους να γνωρίσεις τα θαυμάσια του Θεού, πού επιθυμείς ως ανταμοιβή των αγώνων σου, και να σου χαρίσω την απάθεια, και να σε απαλλάξω στο εξής από τον κόπο της άσκησης. Ως αντίβαρο, θα λέγαμε, για όλα αυτά πού του υποσχέθηκε, ζήτησε από κείνων τον δύστυχο να τον προσκυνήσει! Κι εκείνος ό ανόητος, μη κατανοώντας τον πόλεμο πού άρχισε ό διάβολος, αμέσως και μετά χαράς τον δέχθηκε και τον προσκύνησε, και αμέσως πέρασε στη δαιμονική εξουσία. Και αντί της θεωρίας των θαυμάσιων του Θεού, τον γέμισε με δαιμονικές φαντασίες, και τον έκαμε ν' αφήσει την εργασία των αρετών του Θεού, και τον εξύψωσε, και τον χλεύασε για την κούφια ελπίδα της απάθειας, λέγοντας του: Τώρα πια δε χρειάζεσαι τα ασκητικά έργα, και τίς ταπεινώσεις του σώματος, και τον αγώνα ενάντια στα πάθη και τίς κατώτερες επιθυμίες. Στο τέλος τον έκαμε αρχηγό της αίρεσης των Ευχιτών.
----* Οί Ευχίτες, ή Μασσαλιανοί στη συριακή γλώσσα, εμφανίσθηκαν το β' μισό του Δ' αιώνα στη Μεσοποταμία. Ή πλάνη τους έφτασε μέχρι τη Θράκη και την Αίγυπτο. Είχαν μακριά μαλλιά και ζούσαν μαζί άνδρες και γυναίκες. Αποστρέφονταν την εργασία και ζούσαν ζητιανεύοντας. Ή διδασκαλία τους λέει ότι κάθε άνθρωπος κληρονομεί, με τη γέννηση του, και ένα δαίμονα, τον όποιο δεν μπορεί να εκδιώξει το βάπτισμα. Ή εκδίωξη του, και ή εκρίζωση της αμαρτίας, επιτυγχάνονται με επίμονη προσευχή. Γι' αυτό, περιφρονούσαν τα μυστήρια της Εκκλησίας και δέχονταν ότι με τη συνεχή προσευχή έρχεται το άγιο Πνεύμα, πού ή παρουσία του ήταν γι' αυτούς αισθητή και ορατή. Πίστευαν ότι έφταναν στην απάθεια, ότι αποκτούσαν προφητική δύναμη και ότι έβλεπαν με τα σωματικά τους μάτια τον Πατέρα και τίς αόρατες δυνάμεις. Υποστήριζαν ακόμη ότι έβλεπαν την κατάσταση των ψυχών των πεθαμένων, και τους στοχασμούς και τίς διαθέσεις των ανθρώπων. Καταδικάσθηκαν από την Γ' Οικουμενική Σύνοδο. Βλ. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 8, 814π.

Όταν τελείωσε τη δουλειά του ό διάβολος, και φανερώθηκε ή βέβηλη και κάλπικη διδασκαλία του Μαλπά, αυτός και οι οπαδοί του διώχτηκαν από τον επίσκοπο της πόλης.

Ήταν κι ένας άλλος, ονομαζόμενος Άσινάς, πού ζούσε στην ίδια πόλη πού ανέφερα παραπάνω, στην Έδεσσα, και συνέθεσε πολλά τραγουδάκια με τρεις λέξεις στον κάθε στίχο. Αυτός φαινόταν να ζει σε μεγάλα πνευματικά μέτρα και, χωρίς διάκριση, επιδόθηκε σε σκληρότερους ασκητικούς αγώνες, μέχρι να δοξαστεί από τον κόσμο ως άγιος. Αυτόν τον πλάνησε ό διάβολος, και τον έβγαλε από το κελί του, και τον έβαλε να σταθεί όρθιος επάνω σ' ένα βουνό, πού το λέγανε Στόριο, και έκαμε μια φανταστική σύνθεση (όχι πραγματική δηλ.) με άρματα και ιππείς, του τα 'δειξε και του είπε: ό Θεός με έστειλε να σε πάρω, όπως έγινε με τον προφήτη Ηλία. Και καθώς, αυτός ό Άσινάς, απατήθηκε από τον διάβολο εξαιτίας της ανοησίας του, ανέβηκε να καθίσει πάνω στο άρμα, οπότε διαλύθηκε όλο εκείνο το σκηνικό της φαντασίας, και κατέπεσε από μεγάλο ύψος κάτω στα ριζά του βουνού, και πέθανε γελοιοποιημένος.

Αυτά τα παραδείγματα τα ανέφερα όχι χωρίς λόγο, αλλά για να μάθουμε πώς μας εμπαίζουν οι δαίμονες, πού διψούν για την απώλεια των αγωνιστών, και να μην επιθυμήσουμε, προτού να μάθουμε καλά την ταπείνωση, τις υψηλές πνευματικές αναβάσεις, για να μη γίνουμε καταγέλαστοι από τον πονηρό εχθρό μας. Διότι βλέπω, ακόμη και σήμερα, ότι νέοι άνθρωποι, γεμάτοι με τα πάθη τους, φλυαρούν και αποφαίνονται χωρίς κανένα δισταγμό για τα μυστήρια του Θεού! (392-4).

Και οι άγιοι υπόκεινται σε πτώσεις. Να μην υπερηφανευθείς για τα χαρίσματα πού έχεις από το Θεό. Να ταπεινωθείς μόλις αισθανθείς το άγγιγμα της υψηλοφροσύνης

Ό άγιος Μακάριος έγραψε μια επιστολή με πολλή περίσκεψη και σοβαρότητα, για να την έχουν στη μνήμη τους οι αδελφοί και να διδαχθούν, ώστε να μην πέσουν στην απόγνωση, όταν μεταπίπτουν από την κατάσταση της θείας χάρης στον πνευματικό κίνδυνο και στη σύγχυση. Διότι, όσοι βρίσκονται στην κατάσταση της καθαρότητας, υπόκεινται σε πτώσεις, και μάλιστα ενώ δε ζουν σε αμέλεια και δε βρίσκονται σε πνευματική παραλυσία. Όπως δηλ. συμβαίνει και με τον καιρό, όπου το ψύχος διαδέχεται τη ζέστη. Ενώ λοιπόν πορεύονται σύμφωνα με τον μοναχικό τους κανόνα, συμβαίνουν σ' αυτούς πτώσεις, πού είναι βέβαια αντίθετες προς τη βούληση τους. Άλλα και ό άγιος Μάρκος, έχοντας, όπως και ό άγιος Μακάριος, ακριβή πείρα του πράγματος, μας δίνει τη δική του μαρτυρία γι' αυτό το θέμα, σε επιστολές πού έγραψε. Έχοντας, τώρα πια, δύο μάρτυρες, θα μπορεί ό άνθρωπος, όταν βρεθεί στην ανάγκη, να δεχθεί την παρηγοριά του χωρίς κανένα δισταγμό. τι λέγει λοιπόν ό άγιος Μάρκος; «Αλλοιώσεις, λέει, γίνονται στον καθένα, όπως συμβαίνει με τίς τέσσερις εποχές». Πρόσεξε εκείνη τη λέξη, «στον καθένα», πού σημαίνει ότι ή ανθρώπινη φύση είναι μία και, επομένως, όλοι υποκείμεθα σε μεταβολές. Μη νομίσεις δηλ. ότι ό άγιος είχε στο νου του μόνο τους αρχάριους και τους ελάχιστους, και ότι οι τέλειοι και προχωρημένοι δεν υπόκεινται τάχα σε πνευματικές μεταβολές, και ότι βρίσκονται πάντα, χωρίς να παρεκκλίνουν, σε μια ανώτερη κατάσταση, χωρίς εμπαθείς λογισμούς. Αυτά τα λένε, δυστυχώς, οι Ευχίτες. Γι' αυτό λοιπόν ανέφερε στο κείμενο του «στον καθένα».

Λέει ό άγιος Μακάριος: Τώρα έχουμε ψύχος, και μετά, ακολουθεί καύσωνας, και ίσως χαλάζι, φουρτούνα, και καλοσύνη. Έτσι γίνεται, λέει, και με την άσκηση μας. Πόλεμος από τον πονηρό, και βοήθεια από τη θεία χάρη. Καμιά φορά γίνεται στην ψυχή τρικυμία, και την προσβάλλουν κύματα δυνατά. Και πάλι, υστέρα, έχουμε την καλή αλλοίωση, καθώς επισκέπτεται την καρδιά ή θεία χάρη, και την γεμίζει με θεϊκή χαρά και ειρήνη, και με λογισμούς σώφρονες και ειρηνικούς.
Αναφέροντας ό άγ. Μακάριος, εδώ, τους «σώφρονες λογισμούς», υπονοεί ότι οι προηγούμενοι ήταν κτηνώδεις και ακάθαρτοι. Συνεχίζει λοιπόν και συμβουλεύει: Εάν μετά άπ' αυτούς τους λογισμούς, τους σώφρονες και τους επιεικείς, ακολουθούν πονηροί λογισμοί, να μη λυπηθούμε και φτάσουμε στην απόγνωση κι όταν βρισκόμαστε στην ανάπαυση πού δίνει ή θεία χάρη, να μην καυχηθούμε, παρά, ενώ χαιρόμαστε, να περιμένουμε τη θλίψη. Όμως μας συμβουλεύει να μην αφήνουμε και κάνει κατοχή στην καρδιά μας ή λύπη, όταν ακολουθήσουν πτώσεις

Και ενώ οι πτώσεις στρέφονται εναντίον μας, όμως εμείς να τίς δεχόμαστε με χαρά, λέει, ως κάτι το φυσικό και ανθρώπινο. Και να μην απελπιστούμε σαν εκείνον πού περιμένει τέλεια και αναλλοίωτη ανάπαυση, και δεν μπορεί να δεχθεί ότι και πάλι θα αγωνισθεί, και θα λυπηθεί στη ζωή του, και ότι θα του συμβούν ανεπιθύμητα και ενάντια στο θέλημα του Θεού πράγματα. Και αυτό πού είπαμε, το οικονόμησε ό Θεός, για να μη μείνουμε τελείως άνεργοι -εννοώ σε ασκητικούς αγώνες- και αποχαυνωθούμε και πέσουμε στην απόγνωση, και μείνουμε ακίνητοι στο δρόμο της αρετής. Και συμπληρώνει ό άγιος: Να ξέρεις ότι όλοι οι άγιοι καταπιάνονταν με τους συνεχείς ασκητικούς αγώνες. Όσο είμαστε σ' αυτό τον κόσμο, ή μεγάλη παρηγοριά μας από τα λυπηρά έρχεται μέσα μας με τρόπο μυστικό. Κάθε μέρα και κάθε ώρα ό Θεός ζητάει να δοκιμάσει την προς αυτόν αγάπη μας με την πάλη και τον αγώνα μας κατά των πειρασμών. Να μη μας καταβάλλει ή λύπη, θα πει να μην παραμελούμε τον αγώνα μας. Έτσι προκόβουμε, ό κάθε μοναχός, στο δρόμο της αρετής. Όποιος θέλει να ξεφύγει από τούτο τον αγώνα και να παρεκκλίνει, αυτός είναι σαν τους λύκους. Και με αύτη τη σύντομη και θαυμαστή παρομοίωση θέλει να πει ότι, όπως ό λύκος δε θέλει να βαδίζει στον κανονικό δρόμο, έτσι και ό μοναχός πού δε θέλει να αγωνίζεται, θέλει να βαδίζει στο δικό του μονοπάτι, πού δεν περπατήθηκε από τους αγίους πατέρες. Γι' αυτό χρειάζεται οι θλίψεις να διαδέχονται τη χαρά. Όμως μετά τίς θλίψεις, με την ενέργεια της χάρης του Θεού έρχονται μέσα μας καλοί λογισμοί και εκπλήξεις θαυμαστές, πού υπερβαίνουν την ανθρώπινη φύση μας, όπως είπε ό άγιος Μάρκος. Όταν οί άγιοι Άγγελοι μας πλησιάσουν, γεμίζουμε με πνευματική κατάσταση, οπότε όλα τα λυπηρά και τα ενάντια αναχωρούν, και γίνεται ειρήνη και άρρητη γαλήνη, για όσο καιρό ζει κανείς σ' αυτή την κατάσταση. Όταν λοιπόν σε επισκιάσει ή χάρη του Θεού, και έρθουν κοντά σου και σε περιτειχίσουν οί άγιοι Άγγελοι, και απομακρυνθούν όλοι οί πειρασμοί, τότε να μη σε πιάσει ή έπαρση και βάλεις ιδέα ότι έφτασες στο λιμάνι, οπού δεν πιάνει πια τρικυμία, και ότι ό αέρας πού σε περιβάλλει είναι αμετάβλητος, και ότι μια για πάντα γλίτωσες από την ταραχώδη θάλασσα και τους άνεμους της, και ότι δε θα σε βρει ξανά ό εχθρός και το κακό. Διότι πολλοί, όπως είπε και ό μακάριος άββάς Νείλος, έκαναν τέτοιες σκέψεις, και έπεσαν σε κινδύνους. Η, πάλι, μην ξεχαστείς και βάλεις στο νου σου, ότι τάχα έγινες ανώτερος από τους άλλους, τους πολλούς, και ότι σε σένα αρμόζει να είσαι μόνιμα σε τέτοια χαρισματική κατάσταση, και όχι σε άλλους, επειδή τάχα ή πολιτεία τους είναι κατώτερη, και ή γνώση τους είναι ελλιπής. Μην υποβαθμίζεις λοιπόν τους άλλους και λες ότι «εγώ έπρεπε και έφθασα στην τελειότητα της αγιότητας, και σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο, και στη χαρά την αμετάβλητη», διότι όλα αυτά είναι υπερήφανοι στοχασμοί. Αντί γι' αυτά, να καθίσεις και να συλλογισθείς τους ακάθαρτους λογισμούς σου, και τίς απρεπείς φαντασίες πού μπήχτηκαν στο μυαλό σου τον καιρό της πνευματικής σου τρικυμίας και της ταραχής και της αταξίας των λογισμών σου, πού πριν από λίγο, ενώ ήσουν σκοτισμένος, επαναστάτησαν εναντίον σου να συλλογισθείς δηλ. πώς τόσο γρήγορα έκλινες τότε προς τα πάθη, και έζησες μαζί τους με το σκοτεινό νου σου, και δεν ντράπηκες, ούτε σ' έπιασε δέος για τη θεϊκή δράση πού είχες, και για τα χαρίσματα πού είχες δεχθεί πρωτύτερα. Και να ξέρεις ότι όλα αυτά -την ταραχή, την αταξία των λογισμών κ.τ.λ.- ή πρόνοια του Θεού τα έφερε σε μας για να ταπεινωθούμε, γιατί ό Θεός μας νοιάζεται και οικονομεί στον καθένα μας ξεχωριστά τι πρέπει να πάθει, για να βάλει μυαλό. Εάν λοιπόν υπερηφανευθείς για τα χαρίσματα πού έλαβες, και δεν είναι δικά σου, σε αφήνει και πέφτεις τότε σ' εκείνα τα αμαρτήματα, για τα όποια είχες μόνο λογισμούς και πειρασμούς.

Μάθε λοιπόν, ότι το να στέκεσαι όρθιος και να μην πέφτεις στα πάθη, δεν οφείλεται στη δική σου αρετή, αλλά στη χάρη του Θεού, πού σε βαστάζει στα χέρια του, για να μη φοβηθείς. Αυτά να σκέφτεσαι τον καιρό της πνευματικής χαράς σου, και όταν αρχίζεις να υψηλοφρονείς, είπε ό άγιος αυτός πατέρας μας, κλάψε και δάκρυσε και να θυμάσαι συνεχώς τα πρότερα παραπτώματα σου, στα όποια έπεσες με την παραχώρηση του Θεού. Κάνε έτσι, για να αποκτήσεις ταπείνωση και να γλιτώσεις από την πτώση. Όμως και πάνω στις πτώσεις σου, μην απελπισθείς, αλλά με ταπεινούς λογισμούς εξιλέωσε το Θεό και άφησε τον να συγχωρήσει τα αμαρτήματα σου.

Από τους λογισμούς της υπερηφάνειας έρχεται ό πειρασμός της πορνείας
Όταν το σώμα σου ημερέψει με την εγκράτεια, με την αγρυπνία και με την προσοχή της καρδιάς, πού ευνοείται από την ησυχία των αισθήσεων, και εντούτοις αρχίζεις και αισθάνεσαι στο σώμα σου την οξύτητα του πάθους της πορνείας, το όποιο δεν προέρχεται από τη φυσική λειτουργία του οργανισμού, να ξέρεις ότι δέχθηκες λογισμούς υπερηφάνειας και γι' αυτό σε πειράζει ό δαίμονας. Σ' αυτή την περίπτωση ταπείνωσε πολύ την τροφή σου και το στομάχι σου, και ψάξε να βρεις τι λογισμούς δέχθηκες, και μάθε ότι αλλοιώθηκε ή φύση σου και ότι τα έργα της είναι έξω από τη φυσική τους τάξη, και τότε, αν ή μετάνοια σου είναι αληθινή, θα σε ελεήσει ό Θεός και θα σε φωτίσει να μάθεις την ταπείνωση, για να μην αυξηθεί ή υπερηφάνεια σου. Ας μη σταματήσουμε λοιπόν να αγωνιζόμαστε πρόθυμα, μέχρις ότου δούμε μέσα μας τη μετάνοια, και βρούμε την ταπείνωση, και αναπαυθεί ή καρδιά μας εν τω Θεώ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΆΓΙΟΥ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΥΨΕΛΗ
 


Ευλόγησον Πάτερ.


Ο όσιος πατήρ ημών Ισαάκ, ο μέγας και θαυμαστός στην αρετή, ο ουρανοπολίτης αυτός άνθρωπος και επίγειος άγγελος, του θαυμάσιου εκείνου Αβραάμ όχι υιός, αλλά γνήσιος απόγονος, υπήρχε το μεν γένος Σύρος, γεννήθηκε δε κατά άλλους στην Νινευή πόλιν της Μεσοποταμίας, κατ' άλλους γεννήθηκε και ανατράφηκε και μεγάλωσε σε κάποια κωμόπολη, όχι μακριά της Εδέσσης, πόλεως της Συρίας.
Ποίοι υπήρξαν οι γονείς τούτου του μακαρίου πατρός και ποίας καταστάσεως άνθρωποι ήσαν και πώς λεγόντουσαν, είναι άγνωστο.

Γνωρίζομε όμως, ότι ο θείος ούτος πατήρ στην ακμή της ηλικίας του απαρνήθηκε τον κόσμο και τα εν τω κόσμο απήλθε μετά του αυτάδελφού του σε κοινόβιο, στα μέρη εκείνα του αγίου μάρτυρος Ματθαίου καλούμενο, οπού και άλλοι πολλοί τότε ασκούσαν την εν σώματι Αγγελική πολιτεία.

Αφού ντύθηκε το αγγελικό σχήμα και τον τρόπον και τον βίον και γυμνάστηκε στους ασκητικούς αγώνας και πόνους και κορέστηκε εκ του γάλακτος της πρακτικής αρετής και αφού με ικανό τρόπο κατεκοίμησε τα άταχτα της σάρκας πάθη και την σάρκα καθυπέταξε στο πνεύματι, πεθύμησε την στερεά της βαθυτέρας θεωρίας του πνεύματος τροφή.

Και αμέσως έφυγε από το κοινόβιο και από όλη εκείνη της ιερά αδελφότητα και δρομαίος ήλθε ως διψασμένο ελάφι στις πηγές των υδάτων σε ερημικό τόπον, μακριά του κόσμου και της συναναστροφής των πολλών, κατοίκησε εντός μεμονωμένου κελιού, μόνος μόνω τω Θεώ και τω εαυτού πνεύματι ασχολούμενος.

Ο δε αυτάδελφος, όταν ανέλαβε την ηγουμενία του κοινοβίου, έγραφε επανειλημμένως προς αυτόν και τον παρακαλούσε δεόμενος, να επανέλθει στην πρώτη αυτού μετάνοια, άλλ' ο θείος Ισαάκ γλυκαθείς τη γλυκύτητα της θεωρίας του πνεύματος και της μελέτης των θείων εννοιών και της νοεράς προσευχής, παντελώς δεν πρόσεχε στου αδελφού τις παρακλήσεις, ουδέ συγκατατέθηκε ν' αφήσει το της ησυχίας αμέριμνο και ατάραχο. Και αφού οι παρακλήσεις δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν την επιστροφή του, θεία αποκάλυψις προσκάλεσε αυτών άνωθεν στην αρχιερατική επιστασία των Νινευιτών εκκλησίας. Και εάν ένας τον αδελφών αυτού, εφάνη παρήκοος πρότερον, ύστερον όμως στην θεία φωνή υπέκυψε τον αυχένα μετά ταπεινώσεως. Αφήνει λοιπόν την έρημο και ησυχία ο φιλέρημος και φιλήσυχος Ισαάκ και της μεγαλουπόλεως Νινευή προχειρίζεται επίσκοπος.

Δεν έπρεπε βέβαια ο λύχνος να βρίσκεται υπό τον ερημικό μόδιο κρυμμένος, αλλά να τεθεί επί την ποιμαντική λυχνία, για να διαυγάσει στους μακράν της ερήμου ευρισκομένους της διδασκαλίας και αρετής το φως αλλά αυτό λίγο διήρκεσε, και τόσο, ώστε μόλις ανέτειλε και φάνηκε το φως στον ορίζοντα της εκκλησίας, και πάλιν έδυσε και κρύφτηκε καθότι ο όσιος ούτος πατήρ έπαθε ο,τι και ο θείος Γρηγόριος ο θεολόγος, ο οποίος όταν ψηφίστηκε επίσκοπος Σασίμων, αμέσως αναχώρησε από εκεί. Αίτια δε της αμέσως από την επισκοπική θέση αναχωρήσεις του πατρός Ισαάκ υπήρξε το εξής περιστατικό.

Όταν χειροτονήθηκε ο όσιος και κάθισε στο επισκοπικό οίκημα, παρέστησαν ενώπιον του δύο χριστιανοί, ο ένας ήταν δανειστής, ο άλλος οφειλέτης• και ο μεν δανειστής απαιτούσε το δάνειο, ο δε οφειλέτης ομολογούσε το χρέος, άλλα μη έχων προς το παρόν τα χρήματα ζήτησε μερικές ημέρες προθεσμία αλλά ο άσπλαχνος εκείνος δανειστής, είπε ότι εάν δεν μου αποδώσει, σήμερα αυτός το δάνειο, εγώ εξάπαντος παραδίδω αυτόν στον κριτή. Ό δε όσιος πατήρ Ισαάκ λέγει προς αυτόν, τέκνον, εάν για την εντολή του Ευαγγελίου οφείλεις και τα δια της βίας παρά σου αφαιρεθέντα πράγματα να μη ζητείς, πόσο μάλλον δεν πρέπει να υπομένεις λίγες μέρες ημέρας αυτόν ο οποίος σε παρακαλεί; Ο δε ανελεήμων εκείνος δανειστής, άφες, πάτερ, ήδη το ευαγγέλιον, είπε με αυθάδεια και αναχώρησε από εκεί. Μόλις άκουσε αυτά ο όσιος Ισαάκ, είπε στον εαυτό του εάν αυτοί δεν υπακούν στα προστάγματα του ιερού ευαγγελίου, τι λοιπόν εγώ ήλθα εδώ να πράξω; Αυτά είπε, και ευθύς αναχώρησε πάλιν στην έρημο, και ήλθε και κατοίκησε στο πρώτον του κελίον, οπού μέχρι θανάτου ανδρείως και καρτερικός υπέμεινε.

Ποιους δε αγώνας ανέλαβε ο μακάριος ούτος πατήρ κατά των δαιμόνων και της σαρκός, και ποίός υπήρξε κατά την πρακτική και θεωρητική αρετή, και σε πόση ψυχής τελειότητα έφθασε, και ποια χαρίσματα αξιώθηκε στο βίο όσο ζούσε επί της γης, όλα αυτά είναι περιττό να διηγηθεί κάποιος• Καθόσον ευκόλως εννοούνται από τα ίδια λόγια που περιέχει το παρόν βιβλίο.
Από όσα μπορούν να γίνουν φανερά ότι όσα έγραψε ό θείος ούτος πατήρ, πρώτον κατόρθωσε αυτά ο ίδιος γιατί στον εικοστό έκτον λόγον λέγει, «εν πολλώ καιρώ πειραζόμενος από τα δεξιά και από τα αριστερά και εαυτόν δοκιμάσας εν τοις δυσί τρόποις τούτοις πολλάκις, και δεξάμενος εκ του εναντίου πληγάς αναρίθμητους, και αξιωθείς μεγάλων αντιλήψεων κρυπτώς, εκομισάμην εαυτω πείραν εκ των μακρών χρόνων των ετών, και εν δοκιμασία και Θεού χάριτι ταύτα εμαθον»• στον δέκατο πέμπτο λόγο λέγει, «ταύτα έγραψα προς ανάμνησιν εμήν, και παντός έντυχάνοντος τώδε τω συγγράμματι, καθώς κατείληφα από τε της θεωρίας των γραφών, και των αληθινών στομάτων, και μικρόν απ' αυτής της πείρας»• αλλά και όσης χάριτος αξιώθηκε παρά Θεού δεν δυνήθηκε να παρασιώπηση, και σε πολλούς άλλους λόγους αμυδρώς, μάλιστα στον τριακοστό όγδοο φανερώς διακηρύττει λέγων, «πολλάκις οτε ταύτα έγγραφων, υπελείποντό μου οι δάκτυλοι επί τον χάρτη, και ούχ υπέφεραν κατέναντι της ηδονής, της εμπιπτούσης εν τη καρδία μου, και τας αισθήσεις κατασιγαζούσης». Κατά τούτο πρέπει να θαυμάσει κάποιος την αρετή του θείου πατρός, ότι ενώ ευρίσκετο μακράν των ανθρώπων, κατεφλέγετο υπό της προς αυτούς αγάπης, καθώς ο ίδιος περί εαυτού διαμαρτυρόμενος, στον αυτόν λόγον λέγει, «διότι γέγονα μωρός, ούχ' υπομένω φυλάξαι το μυστήριον εν σιωπή, αλλά γίνομαι άφρων για την των αδελφών ωφελείαν διότι αυτή εστίν ή αγάπη ή αληθινή, ήτις ου δύναται υπόμεινε εν τινι μυστήριο εκ των αγαπητών αυτής»• για αυτό στην έρημο ευρισκόμενος, πότιζε αφθόνως δια του ζωηρού νάματος της διδασκαλίας του τας ψυχάς των αδελφών.

Έζησε ο άγιος ούτος, αρχομένης της εβδόμης από κτίσεως κόσμου χιλιάδος, το οποίο εξάγεται από κάποιο χωρίου του τριακοστού τρίτου λόγου, όπου περί των δαιμόνων λέγει ούτως, «εξ εναντίας γαρ τούτων (των δαιμόνων), των εχόντων εξακισχιλίους χρόνους εισφέρεις εαυτόν δογμάτισε» από αυτό γίνεται φανερό, ότι όταν τον λόγον έγραφε, υπήρχε ήδη τελειωμένο το από κτίσεως κόσμου εξακισχιλιοστόν έτος.

Βιβλιογραφία. Ασκητικοί λόγοι . Αββάς Ισαάκ του Σύρου.
Εκδόσεις ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ.
 






Η αγάπη «ου ζητεί τα εαυτής»


1. Λένε για τον μακάριο Αντώνιο ότι ποτέ του δε σκέφθηκε να κάνει κάτι πού να ωφελεί τον εαυτό του πιότερο από τον πλησίον του κι αυτό, γιατί πίστευε πώς το κέρδος του πλησίον του είναι γι' αυτόν άριστη εργασία.

2. Και πάλι είπαν για τον αββά Αγάθωνα, ότι έλεγε πώς «ήθελα να βρω ένα λεπρό και να λάβω το σώμα του και να του δώσω το δικό μου». Είδες τέλεια αγάπη; Και πάλι, αν είχε κάποιο πράγμα χρήσιμο, δεν άντεχε να μην αναπαύσει μ' αυτό τον πλησίον του. Είχε κάποτε μια σμίλη για να κόβει τις πέτρες. Ήρθε λοιπόν ένας αδελφός κοντά του και, επειδή την είδε και τη θέλησε, δεν τον άφησε να βγει από το κελί του χωρίς αυτή.

3. Πολλοί ερημίτες παρέδωσαν τα σώματα τους στα θηρία και στο ξίφος και στη φωτιά, για να ωφελήσουν τον πλησίον.

4. Κανείς δεν μπορεί να φτάσει σ' αυτά τα μέτρα της αγάπης, αν δε ζήσει κρυφά, μέσα του, την ελπίδα του Θεού. Και δεν μπορούν να αγαπήσουν αληθινά τους ανθρώπους όσοι δίνουν την καρδιά τους σ' αυτό τον εφήμερο κόσμο. Όταν ένας άνθρωπος αποκτήσει την αληθινή αγάπη, τον ίδιο το Θεό ντύνεται μαζί με αυτήν. Είναι ανάγκη λοιπόν αυτός πού απέκτησε το Θεό να πεισθεί ότι δεν μπορεί ν' αποκτήσει, μαζί με το Θεό, τίποτε πού να μην είναι αναγκαίο, αλλά να αποδυθεί και το ίδιο το σώμα του, δηλ. και αυτές τις μη αναγκαίες σωματικές αναπαύσεις. Ένας άνθρωπος, πού είναι ντυμένος, στο σώμα και στην ψυχή, με την κοσμική ματαιοδοξία και πού ποθεί να απολαύσει τα αγαθά του κόσμου, δεν μπορεί να φορέσει το Θεό -να γίνει θεοφόρος- μέχρι να τα αφήσει. Γιατί ό ίδιος ό Κύριος είπε ότι «οποίος δεν εγκαταλείψει όλα τα κοσμικά και δε μισήσει την κοσμική ζωή του, δεν μπορεί να γίνει μαθητής μου» (Λουκ. 14, 26). Όχι μόνο να τα αφήσει, αλλά και να τα μισήσει. "Αν λοιπόν δεν μπορεί να γίνει μαθητής του, πώς ό Κύριος θα κατοικήσει μέσα του; Δε θα αμελήσω να αναφέρω τι έκαμε ό άγιος Μακάριος ό Μεγάλος, για να ελέγξει εκείνους πού καταφρονούν τους αδελφούς τους. Βγήκε λοιπόν κάποτε να επισκεφθεί έναν άρρωστο αδελφό και ρώτησε τον άρρωστο αν ήθελε τίποτε. Εκείνος αποκρίθηκε πώς θα 'θελε λίγο φρέσκο ψωμί. Και επειδή όλοι οι μοναχοί εκείνο τον καιρό όλη τη χρονιά συνήθιζαν και έφτιαχναν το ψωμί παξιμάδια, σηκώθηκε αμέσως εκείνος ό αξιομακάριστος άνθρωπος και, μ' όλα τα ενενήντα του χρόνια, βάδισε από τη σκήτη του στην Αλεξάνδρεια και αντάλλαξε τα ξερά ψωμιά, πού πήρε από το κελί του με φρέσκα και τα πήγε στον αδελφό.
Αλλά και ό αββάς Αγαθών, που ήταν σαν αυτόν το Μεγάλο Μακάριο πού ανέφερα, έκαμε κάτι ακόμη πιο σπουδαίο. Αυτός ό αββάς ήταν ό πιο έμπειρος στα πνευματικά από όλους τους μοναχούς του καιρού του και τιμούσε τη σιωπή και την ησυχία περισσότερο απ' όλους. Αυτός λοιπόν ό θαυμαστός άνθρωπος, όταν είχε πανηγύρι στην πόλη, πήγε να πουλήσει το εργόχειρο του οπότε βρήκε στην αγορά έναν ξένο άρρωστο και παραπεταμένο σε μιαν άκρη. Τι έκανε τότε; Νοίκιασε ένα σπιτάκι και έμενε κοντά του ασκώντας χειρωνακτική εργασία. Ό,τι έβγαζε το ξόδευε για τον άρρωστο και τον υπηρετούσε συνέχεια έξι μήνες, μέχρι πού ό άρρωστος έγινε καλά.

5. Ό λόγος του Κυρίου ό αληθινός και αψευδής μας λέει ότι δεν μπορεί ένας άνθρωπος να έχει μέσα του τον πόθο των κοσμικών πραγμάτων και μαζί, την αγάπη τον Θεού (Ματθ. 6, 24).
Αυτός ό άνθρωπος να λογίζεσαι ότι είναι του Θεού, πού από την πολλή του ευσπλαχνία νεκρώθηκε ως προς τις υλικές του ανάγκες. Διότι ό ελεών το φτωχό έχει το Θεό να φροντίζει για τις δικές του ανάγκες. Και αυτός πού στερείται για το Θεό, βρήκε θησαυρούς ακένωτους.
Ό Θεός δε χρειάζεται τίποτε. Ευφραίνεται όμως όταν δει κάποιον να αναπαύει την εικόνα του και να την τιμά για την αγάπη του. Όταν έλθει κάποιος και σου ζητήσει αυτό πού έχεις, μην πεις μέσα στην καρδιά σου ότι θα το κρατήσω αυτό για μένα, για να με αναπαύει και ότι ό Θεός θα ικανοποιήσει την ανάγκη του αδελφού με άλλο τρόπο. Γιατί αυτά τα λόγια τα λένε οι άδικοι, πού δε γνωρίζουν το Θεό. Ό δίκαιος και ενάρετος άνθρωπος την τιμή πού του έκανε ό ενδεής αδελφός του δεν την μεταβιβάζει σε άλλον, ούτε την ευκαιρία της ελεημοσύνης θα επιτρέψει στον εαυτό του να τη χάσει. Ό φτωχός και ενδεής άνθρωπος λαμβάνει τα αναγκαία από το Θεό, διότι κανέναν δεν εγκαταλείπει ό Κύριος. Σύ όμως, πού θέλησες να αναπαύσεις τον εαυτό σου μάλλον παρά το φτωχό αδελφό σου, αποποιήθηκες την τιμή πού σου έκανε ό Θεός και απομάκρυνες τη χάρη του από σένα. Όταν λοιπόν δώσεις ελεημοσύνη, να ευφραίνεσαι και να πεις: Δόξα σοι ό Θεός, πού με αξίωσες να βρω κάποιον να αναπαύσω. Όταν όμως δεν έχεις τι να δώσεις, μάλλον να χαρείς και να πεις ευχαριστώντας το Θεό: Σε ευχαριστώ, Θεέ μου, πού μου 'δωσες αυτή τη χάρη και την τιμή να γίνω φτωχός για το όνομα σου και πού με αξίωσες να γευθώ τη θλίψη της σωματικής αδυναμίας και της φτώχειας, πού όρισες στο στενό δρόμο των εντολών σου, όπως τη γεύθηκαν οι άγιοί σου, πού περπάτησαν αυτό το δρόμο. (23-4).

Η αγάπη είναι καρπός προσευχής
1. Ή αγάπη είναι καρπός της προσευχής. Ή αγάπη αρχίζει από τη θέα της (κατά την προσευχή) και οδηγεί το νου αχόρταγα στον πόθο της, όταν ό άνθρωπος κάνει υπομονή στην προσευχή χωρίς αμέλεια «ακηδία» οπότε μόνο προσεύχεται μέσα σε σιωπηλά ενθυμήματα της διάνοιας με θεϊκή πύρωση και θέρμη.
2. Η αγάπη του Θεού έρχεται μέσα μας από τη συνομιλία μαζί του.

Η αγάπη του Θεού είναι παράδεισος

1. Παράδεισος είναι ή αγάπη του Θεού. Μέσα σ' αυτήν υπάρχει ή τρυφή όλων των μακαρισμών. Σ' αυτόν τον παράδεισο ό μακάριος Παύλος τράφηκε με υπερφυσική τροφή. Και αφού γεύθηκε εκεί το ξύλο της ζωής, έκραξε λέγοντας: «αυτά πού μάτι δεν τα είδε, ούτε αυτί τα άκουσε, κι ούτε πού τα 'βαλε ό λογισμός του ανθρώπου, όσα ετοίμασε ό Θεός για κείνους πού τον αγαπούν» (1 Κορ. 2, 9). Από αυτό το ξύλο της ζωής εμποδίστηκε ό Αδάμ με τη συμβουλή του διαβόλου.
Το ξύλο της ζωής είναι ή αγάπη του Θεού, από την οποία εξέπεσε ό Αδάμ και δεν μπόρεσε πια να χαρεί, παρά δούλευε και έχυνε τον ίδρωτα του στη γη των αγκαθιών. Όσοι στερήθηκαν την αγάπη του Θεού, δηλ. τον παράδεισο, τρώνε με την εργασία τους, μέσα στ' αγκάθια, το ψωμί του ίδρωτα και αν ακόμη βαδίζουν στον ίσιο δρόμο των αρετών. Είναι το ψωμί πού επέτρεψε ό Θεός στον πρωτόπλαστο να φάει μετά την έκπτωση του. Μέχρι να βρούμε λοιπόν την αγάπη, ή εργασία μας είναι στη γη των αγκαθιών και μέσα σ' αυτά σπέρνουμε και θερίζουμε, κι ας είναι ό σπόρος μας σπόρος δικαιοσύνης. Συνέχεια, λοιπόν, μας κεντάνε τα αγκάθια και, όσο και να δικαιωθούμε, ζούμε μέσα σ' αυτά με τον ίδρωτα του προσώπου μας.
Όταν όμως μέσα στον έμπονο και δίκαιο αγώνα μας, βρούμε την αγάπη του Θεού, τρεφόμαστε με ουράνιο άρτο και δυναμώνουμε, χωρίς να εργαζόμαστε με αγωνία και χωρίς να κουραζόμαστε, όπως οι χωρίς αγάπη άνθρωποι. Ό ουράνιος άρτος είναι ό Χριστός, πού ήρθε κάτω σε μας από τον ουρανό και δίνει στον κόσμο την αιώνια ζωή. Και αύτη ή ζωή είναι ή τροφή των αγγέλων.
Όποιος βρήκε την αγάπη, κάθε μέρα και ώρα τρώγει το Χριστό κι από αυτό γίνεται αθάνατος (Ίω. 6, 58). Διότι «ό τρώγων -λέει- από τον άρτο πού εγώ θα του δώσω, ποτέ ("εις τον αιώνα") δε θα πεθάνει». Μακάριος λοιπόν είναι εκείνος πού τρώγει από τον άρτο της αγάπης, πού είναι ό Ιησούς. Ότι, βέβαια, αυτός πού τρώγει από την αγάπη, τρώγει το Χριστό, το Θεό των πάντων, το μαρτυρεί ό απόστολος Ιωάννης, όταν λέει ότι «Ό Θεός είναι αγάπη» (1 Ίω. 4, 8). Λοιπόν οποίος ζει στην αγάπη, λαμβάνει από το Θεό ως καρπό τη ζωή και σ' αυτό τον κόσμο οσφραίνεται από τώρα εκείνο τον αέρα της ανάστασης, στον όποιο εντρυφούν οι κοιμηθέντες δίκαιοι.

Η αγάπη είναι το δείπνο της βασιλείας τον Θεού
1. Ή αγάπη είναι ή βασιλεία, πού μυστικά υποσχέθηκε ό Κύριος στους Αποστόλους ότι θα φάνε στη βασιλεία του. Διότι το «να τρώτε και να πίνετε στο δικό μου τραπέζι στη βασιλεία μου» (Λουκ. 22, 30) τι άλλο είναι παρά ή αγάπη; Γιατί ή αγάπη του Θεού μπορεί να θρέψει τον άνθρωπο, χωρίς αυτός να τρώγει και να πίνει. Ή αγάπη, ακόμη, είναι το κρασί πού ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου (Ψ. 93, 16). Μακάριος είναι αυτός πού ήπιε από τούτο το κρασί. Από αυτό ήπιαν οι ακόλαστοι και ένιωσαν ντροπή οι αμαρτωλοί και λησμόνησαν τους δρόμους της αμαρτίας και οι μέθυσοι και έγιναν νηστευτές και οι πλούσιοι και πεθύμησαν τη φτώχεια και οι φτωχοί και πλούτισαν με την ελπίδα και οί άρρωστοι και έγιναν υγιείς και οι αγράμματοι και έγιναν σοφοί.

Η πρακτική αγάπη
1. Όπως το λάδι συντηρεί το φως του λυχναριού, έτσι και ή ελεημοσύνη τρέφει στην ψυχή την αληθινή γνώση του Θεού. Το κλειδί της καρδιάς για την απόκτηση των θείων χαρισμάτων δίνεται μέσω της αγάπης προς τον πλησίον.
τι ωραία και αξιέπαινη πού είναι ή αγάπη προς τον πλησίον, εάν βέβαια ή μέριμνα γι' αυτή δεν μας αποσπά από την αγάπη του Θεού! Πόσο γλυκιά είναι ή συντροφιά των πνευματικών μας αδελφών, εάν μπορέσουμε να φυλάξουμε μαζί μ' αυτήν και την κοινωνία με το Θεό!
2. Ένας άνθρωπος πού ασχολείται με τα βιοτικά και ασκεί χειρωνακτική εργασία και λαμβάνει από άλλους βοήθεια, αυτός έχει χρέος να δώσει ελεημοσύνη. Αν αμελήσει γι' αυτήν, ή ασπλαχνία του είναι ενάντια στην εντολή του Κυρίου.
3. Ένας μοναχός έχει, ας πούμε, κανόνα να ησυχάζει στο κελί του επτά εβδομάδες ή μία εβδομάδα και, αφού εκπληρώσει τον κανόνα του, συναντιέται και συναναστρέφεται με τους ανθρώπους και παρηγορείται μαζί τους. Αυτός λοιπόν, αν αδιαφορεί για τους πονεμένους αδελφούς του, στοχαζόμενος ότι αρκεί ό εβδομαδιαίος κανόνας του, είναι ανελεήμων και σκληρός γιατί με το να μην έχει ελεημοσύνη στην καρδιά του και με το να υψηλοφρονεί και να συλλογίζεται το ψευδός, δε συγκαταβαίνει να συμμετάσχει στον πόνο των αδελφών του.
Όποιος καταφρονεί τον ασθενή αδελφό του δεν πρόκειται να δει το φως του Θεού. Και οποίος αποστρέφει το πρόσωπο του από τον ευρισκόμενο σε στενοχώρια, ή ημέρα του θα είναι σκοτεινή.
4. Είπε ένας γνωστικός άγιος ότι τίποτε δεν μπορεί να λυτρώσει το μοναχό από το δαίμονα της υπερηφάνειας και να τον βοηθήσει όταν το πάθος της πορνείας είναι σε έξαψη, όσο το να επισκέπτεται και να υπηρετεί τους κατάκοιτους και κείνους πού λιώνουν από το σωματικό πόνο.
5. Είπε ό Κύριος: «Ό,τι θέλετε να κάνουν σε σας οι άνθρωποι, έτσι και σεις να κάνετε σ' αυτούς»(Λουκ. 6, 31) Όταν όμως ό άνθρωπος δεν έχει υλικά αγαθά ούτε σωματική δύναμη για να εκπληρώσει την αγάπη προς τον αδελφό του, τότε είναι αρκετή για το Θεό μόνη ή αγάπη για τον αδελφό, πού φυλάγεται στην προαίρεση του.

Η αγάπη τον Θεού είναι αστείρευτη
1. Ή αγάπη πού προέρχεται από τα πράγματα αυτού του κόσμου μοιάζει με το φως του λυχναριού, πού συντηρείται με το λάδι ή ακόμη, μοιάζει με το χείμαρρο, πού τρέχει μόνο όταν βρέχει και γίνεται ξερός όταν σταματήσει ή βροχή. Όμως ή αγάπη πού προέρχεται από το Θεό είναι σαν την πηγή πού αναβλύζει και ποτέ δε σταματάει ή ροή της και το νερό της δε σώνεται, γιατί ό Θεός μόνος είναι ή πηγή της αγάπης.

Η αγάπη του Θεού φέρνει ασυνήθιστη αλλοίωση
1. Ή αγάπη του Θεού είναι από τη φύση της θερμή. Και όταν πέσει σε κάποιον με υπερβολή, κάνει εκείνη την ψυχή εκστατική. Γι' αυτό και ή καρδιά εκείνου πού την αισθάνθηκε δεν μπορεί να τη δεχθεί μέσα του και να την αντέξει αλλά ανάλογα με την ποιότητα της αγάπης πού τον επισκίασε, φαίνεται απάνω του μια ασυνήθιστη αλλοίωση. Και αυτά είναι τα αισθητά σημεία αυτής της αλλοίωσης:
Το πρόσωπο του ανθρώπου γίνεται κόκκινο σαν τη φωτιά και χαρούμενο και το σώμα του θερμαίνεται. Φεύγει απ' αυτόν ό φόβος και ή συστολή («αιδώς») και γίνεται εκστατικός. Και ή δύναμη πού συμμαζεύει το νου χάνεται και έρχεται, σε κατάσταση εξωλογική («έκφρων»). Το φοβερό θάνατο για χαρά τον περνάει και ποτέ του ό νους του δε σταματάει να βλέπει και να στοχάζεται τα ουράνια. Και χωρίς να βρίσκεται σωματικά στους ουρανούς, μιλάει σαν να είναι παρών εκεί, χωρίς βέβαια να τον βλέπει κανένας. Χάνει τη φυσική γνώση και τη φυσική δράση και χάνει την αίσθηση της κίνησης του μέσα στον αισθητό χώρο. Γιατί και όταν κάνει κάτι, δεν το αισθάνεται καθόλου, αφού ό νους του είναι μετέωρος στη θεωρία των ουρανίων. Και ή διάνοια του φαίνεται να συνομιλεί με κάποιον άλλον.
Αυτή την πνευματική μέθη μεθύσανε οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες. Και οι μεν Απόστολοι γυρίσανε όλο τον κόσμο μέσα σε κόπο και μόχθο και ονειδισμούς ενώ οι Μάρτυρες με κομματιασμένα τα μέλη τους έχυσαν τα αίματα τους σαν το τρεχούμενο νερό και, ενώ υπέφεραν φοβερά βασανιστήρια, δε δείλιασαν, παρά τα υπέμειναν με γενναιότητα και ενώ στην πραγματικότητα ήταν σοφοί, τους πέρασαν για άμυαλους. Άλλοι πάλι περιπλανήθηκαν σε έρημους τόπους και στα βουνά και στις σπηλιές και στις τρύπες της γης. Αυτά πού έκαμναν ήταν για τον κόσμο αταξίες, ενώ για το Θεό ήταν εύτακτα. Αυτή την ανοησία τους μακάρι να μας αξιώσει ό Θεός και εμείς να τη φτάσουμε!

Αληθινή ελεημοσύνη
1. Σπείρε την ελεημοσύνη με ταπείνωση και θα θερίσεις το έλεος του Θεού την ημέρα πού θα σε κρίνει. Ποια αμαρτήματα σε έκαναν να χάσεις τη χάρη του Θεού; Απ' αυτά να θεραπευθείς για να την αποκτήσεις. Έχασες τη σωφροσύνη; Δε δέχεται από σένα ό Θεός την ελεημοσύνη ενόσω επιμένεις στην πορνεία. Διότι ό Θεός από σένα θέλει τον αγιασμό του σώματος.

Ο πραγματικός ελεήμων
1. Ο ελεήμων να δίνει ελεημοσύνη απ' αυτά πού ό ίδιος απέκτησε, με το δικό του μόχθο και πόνο, και όχι απ' αυτά πού κέρδισε με το ψέμα και την αδικία και με πονηριές. Ένας άγιος άνθρωπος είπε: Αν θέλεις να σπείρεις την αγάπη σου στους φτωχούς, να σπείρεις από τα δικά σου. Αν πάλι θέλεις να σπείρεις από τα αγαθά των ξένων, πού απέκτησες άδικα, να γνωρίζεις ότι θα γίνουν για σένα πιο πικρά από τα αγριόχορτα. Σάς λέω λοιπόν εγώ, ότι αν ό ελεήμων δεν ξεπεράσει τα όρια της δικαιοσύνης, δεν είναι ελεήμων γιατί πρέπει όχι μόνο από τα δικά , του να δίνει ελεημοσύνη, αλλά και με χαρά να υπομένει τις αδικίες πού του γίνονται από τους άλλους και να ελεεί αυτούς πού τον αδικούν. Όταν νικήσει τη δικαιοσύνη με την ελεημοσύνη, τότε στεφανώνεται, όχι με τα στεφάνια των δικαίων του ιουδαϊκού νόμου, αλλά με τα στεφάνια των τελείων, πού αναφέρει το ευαγγέλιο. Γιατί το να δίνει κανείς στους φτωχούς από τα δικά του και να ντύνει το γυμνό και να αγαπάει τον πλησίον του σαν τον εαυτό του και να μην αδικεί, ούτε να λέει ψέματα, αυτά και ό παλιός νόμος τα απαιτούσε. Όμως ή τελειότητα της οικονομίας του ευαγγελίου έτσι προστάζει: «απ' αυτόν πού αρπάζει τα πράγματα σου μην τα ζητάς πίσω και να δίνεις σ' οποίον ζητάει από σένα, χωρίς διάκριση», αν είναι συγγενής σου ή ξένος κ.λπ. (Ακ. 6, 30). Και όχι μόνο όταν αρπάζουν τα πράγματα σου, αλλά και τα άλλα δυσάρεστα πού σου έρχονται απέξω, πρέπει να τα υπομένεις με χαρά και να θυσιάζεις ακόμη και τη ζωή σου για τον αδελφό σου. Αυτός είναι ό πραγματικός ελεήμων και όχι αυτός πού δίνει απλώς με το χέρι του ελεημοσύνη στον αδελφό του. Όποιος λοιπόν ακούσει ή δει με τα μάτια του ότι κάτι στενοχωρεί τον αδελφό του και δεν μπορεί να τον αναπαύσει με υλικά αγαθά, αλλά τον συμπονάει και καίεται ή καρδιά του γι' αυτόν και αυτός είναι αληθινά ελεήμων. Το ίδιο είναι ελεήμων και όποιος δεχθεί ράπισμα από τον αδελφό του και δεν του αντιμιλήσει με την κοσμική αδιαντροπιά και δεν προκαλέσει λύπη στην καρδιά του.

Η αγάπη δε γνωρίζει την ντροπή ούτε τα μέτρα της
1. Ή αγάπη του Θεού δε γνωρίζει την ντροπή γι' αυτό και δε γνωρίζει την τυποποιημένη κοσμιότητα. Ή αγάπη έχει το φυσικό ιδίωμα να μη γνωρίζει σε ποια μέτρα βρίσκεται. Ευτυχής είναι εκείνος πού βρήκε εσένα, πού είσαι το λιμάνι κάθε χαράς!

Η ελεημοσύνη μας κάνει ομοίους με το Θεό
1. Θέλεις να έχεις πνευματική κοινωνία με το Θεό και να απολαύσεις εκείνη την ηδονή πού είναι ελεύθερη από τις σωματικές αισθήσεις; Ακολούθησε την εντολή της ελεημοσύνης. Αυτή ή ελεημοσύνη του Θεού, όταν βρεθεί μέσα στην καρδιά σου, εικονίζει μέσα σου εκείνο το άγιο κάλλος του Θεού, ως προς το όποιο ήδη έγινες όμοιος με αυτόν.

Να εξισώσεις όλους τους ανθρώπους στην ελεημοσύνη και στην τιμή
1. Αδελφέ μου ασκητή, αν σου περισσεύει κάτι απ' αυτά πού σου χρειάζονται για σήμερα, δώσ' το στους φτωχούς και πήγαινε να προσφέρεις τις προσευχές σου στο Θεό με παρρησία. Μίλησε δηλ. με το Θεό σαν γιος με πατέρα. Τίποτε δεν μπορεί να φέρει την καρδιά μας κοντά στο Θεό, όσο ή ελεημοσύνη. Και τίποτε δεν προκαλεί στο νου τόση γαλήνη, όση ή θεληματική φτώχεια. Καλύτερα να σε λένε οι πολλοί άνθρωποι άμαθη για την απλότητα των τρόπων σου, παρά να δοξάζεσαι ως σοφός και πανέξυπνος. Εάν ένας άνθρωπος είναι πάνω σε άλογο και απλώσει προς το μέρος σου το χέρι του για να πάρει ελεημοσύνη, μην τον αφήσεις να φύγει με άδεια χέρια, διότι οπωσδήποτε εκείνη την ώρα είναι ενδεής, όπως ένας φτωχός. Όταν λοιπόν δίνεις, να δίνεις μεγαλόψυχα και με ιλαρό πρόσωπο και να δίνεις περισσότερο απ' όσο σου ζητάνε. Διότι λέει ό λόγος του Θεού: «Στείλε το ψωμί σου στο φτωχό και σε λίγο θα βρεις την ανταπόδοση». Μην ξεχωρίσεις τον πλούσιο από το φτωχό και μη θέλεις να μάθεις ποιος είναι άξιος και ποιος ανάξιος, αλλά να είναι για σένα όλοι οι άνθρωποι ίσοι, προκειμένου να τους κάνεις το καλό. Γιατί μ' αυτό τον τρόπο θα μπορέσεις να ελκύσεις στο καλό και αυτούς πού δεν αξίζουν να τους ελεήσεις διότι ή ψυχή γρήγορα έλκεται από τις σωματικές ευεργεσίες στο φόβο του Θεού. Ό Κύριος καθόταν και έτρωγε στα τραπέζια με τους τελώνες και τις πόρνες και δεν ξεχώριζε τους ανάξιους, για να τους ελκύσει όλους, με το έλεος του, στο φόβο του Θεού και για να μπορέσουν να πλησιάσουν στα πνευματικά μέσω των υλικών αγαθών. Γι' αυτό το λόγο, στην ελεημοσύνη και στην τιμή, εξίσωσε όλους τους ανθρώπους, είτε είναι κάποιος Ιουδαίος, είτε άπιστος, είτε φονιάς και μάλιστα διότι είναι αδελφός σου και έχει την ίδια ανθρώπινη φύση με σένα και πλανήθηκε από την αλήθεια χωρίς να το καταλάβει.
Όταν κάνεις ένα καλό σε κάποιον, μην περιμένεις ανταμοιβή από μέρους του και, έτσι, θα λάβεις αμοιβή από το Θεό και για τα δυο: και για το καλό πού έκανες και γιατί δε ζήτησες αναγνώριση. Και αν σου είναι δυνατό, ούτε για τη μέλλουσα ανταμοιβή να κάνεις το καλό, γιατί ή αληθινή αγάπη του Θεού δε γνωρίζει τι θα πει ανταμοιβή.

Ελέησε τον αμαρτάνοντα, τον ασθενή και το λυπημένο.
1. Σκέπασε τον αμαρτάνοντα, όταν δεν έχεις απ' αυτό πνευματική ζημία. Έτσι και αυτόν τον κάνεις να έχει θάρρος στον αγώνα του και εσένα σε στηρίζει το έλεος του Κυρίου σου. Στήριζε με το λόγο σου τους ασθενείς και αυτούς πού έχουν λυπημένη καρδιά και, όσο στο χέρι σου έχεις υλικά αγαθά, ελέησε τους και θα σε υποστηρίξει ή δύναμη του Θεού πού συντηρεί τα πάντα.
Να μοιράζεσαι τη λύπη των ανθρώπων πονώντας γι' αυτούς στην προσευχή σου με όλη σου την καρδιά και θ' ανοίξει μπροστά στις ικεσίες σου ή πηγή του ελέους του Θεού.

Ο ελεήμων είναι ιατρός της ψυχής του
1. Και τούτο, αδελφέ μου, σου παραγγέλνω. Ας γέρνει πάντοτε μέσα σου ό ζυγός της ελεημοσύνης, μέχρι να αισθανθείς στην καρδιά σου εκείνο το έλεος πού πρέπει να έχεις για τον κόσμο.
Ό ελεήμων άνθρωπος είναι ιατρός της ψυχής του διότι σαν βίαιος άνεμος αποδιώκει από μέσα του το σκοτάδι πού προκαλούν τα πάθη. Αυτό είναι το αγαθό χρέος πού έχουμε προς το Θεό, σύμφωνα με τον ευαγγελικό λόγο της αιωνίου ζωής.

«Κλαίειν μετά κλαιόντων»
1. Να ευφραίνεσαι μαζί με αυτούς πού ευφραίνονται και να κλαις μαζί με αυτούς πού κλαίνε. Αυτό φανερώνει την καθαρή σου καρδιά. Με τους αρρώστους αρρώστησε και συ. Με τους αμαρτωλούς να κλάψεις. Με αυτούς πού μετανοούν για τις αμαρτίες τους να χαρείς. Να είσαι φίλος με όλους τους ανθρώπους, αλλά και να συγκεντρώνεσαι στον εαυτό σου.
Να ζεις κατά κάποιον τρόπο τα παθήματα όλων των ανθρώπων, αλλά, σαν μοναχός πού είσαι, να μη ζεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Να μην ελέγξεις κανέναν σαν να είσαι εσύ κάτι παραπάνω απ' αυτόν, ούτε να ονειδίσεις και να προσβάλεις άνθρωπο, ακόμη κι αυτούς πού έχουν πολύ κακό βίο και πολιτεία. Άπλωσε το φόρεμα της στοργής σου και σκέπασε αυτόν πού αμαρτάνει και αν δεν μπορέσεις να πάρεις επάνω σου τα αμαρτήματα του και την τιμωρία και την ντροπή του, τουλάχιστο κάνε υπομονή και μη τον ντροπιάζεις μπροστά σου, ή μπροστά στον κόσμο.

Το ιλαρό πρόσωπο και ο πόνος της αγάπης
1. Εάν δώσεις κάτι στο φτωχό, να το δώσεις με πρόσωπο ιλαρό και με καλά λόγια να τον παρηγορήσεις για τη θλίψη του. Όταν κάνεις αυτό πού είπα, ή ιλαρότητα του προσώπου σου κυριαρχεί στο μυαλό του περισσότερο παρά αυτό πού χρειαζόταν και το έλαβε.
Όταν ανοίξεις το στόμα σου και μιλήσεις εναντίον κάποιου, να θεωρήσεις τον εαυτό σου νεκρό και άκαρπο για το Θεό εκείνη την ήμερα και ότι όλα τα καλά σου έργα πήγαν χαμένα, κι αν ακόμη έχεις τη γνώμη ότι ό λογισμός σου σε προέτρεψε να μιλήσεις με ειλικρίνεια και με σκοπό να βοηθήσεις. Ποια ανάγκη υπάρχει, αλήθεια, να γκρεμίσεις με τα λόγια σου το δικό σου πνευματικό σπίτι, για να διορθώσεις του αλλουνού;
Αν έχεις μέσα σου λύπη, για έναν άνθρωπο πού για κάποιο λόγο, σωματικά ή ψυχικά, είναι άρρωστος, εκείνη την ήμερα να θεωρείς τον εαυτό σου μάρτυρα και να αισθάνεσαι ότι έπαθες για το Χριστό και ότι αξιώθηκες να τον ομολογήσεις όπως οι ομολογητές. Θυμήσου βέβαια ότι ο Χριστός πέθανε για τους αμαρτωλούς και όχι γι' αυτούς πού πιστεύουν πώς είναι δίκαιοι. Κοίτα πόσο σπουδαίο είναι να φέρεσαι έτσι. Μεγάλο πράγμα είναι να λυπάται ή καρδιά σου για τους πονηρούς και να ευεργετείς τους αμαρτωλούς μάλλον παρά τους δικαίους.

Η ελεημοσύνη τον Θεού είναι αντίθετη με τη δικαιοκρισία
1. Ή ελεημοσύνη και ή δικαιοκρισία (δίκαιη κρίση), όταν συνυπάρχουν μέσα στην ίδια ψυχή, μοιάζουν με τον άνθρωπο πού, μέσα στον ίδιο ναό, προσκυνεί το Θεό και τα είδωλα. Ή ελεημοσύνη είναι αντίθετη με τη δικαιοκρισία. Ή δικαιοκρισία μετράει και αποδίδει ακριβώς τα ίσα. Γιατί στον καθένα δίνει ότι του αξίζει και δε γέρνει προς το ένα μέρος ούτε προσωποληπτεί κατά την ανταπόδοση του δικαίου.
Ή ελεημοσύνη όμως είναι λύπη της ψυχής για τον ανήμπορο. Ή ελεημοσύνη κινείται από τη θεία χάρη και ξεστρατίζει για να βοηθήσει όλους με συμπάθεια και στον άξιο τιμωρίας δεν ανταποδίδει το κακό και τον άξιο του κάλου επαίνου τον φορτώνει με αγαθά. Όπως το ξερό χορτάρι και ή φωτιά δεν μπορούν να βρεθούν μαζί στον ίδιο χώρο, έτσι δεν μπορούν να συνευρίσκονται στην ίδια ψυχή ή δικαιοκρισία και ή ελεημοσύνη. Και όπως δεν μπορούν να ισοζυγιαστούν στους δίσκους της ζυγαριάς ένας κόκκος άμμου από τη μια και το πολύ βαρύ χρυσάφι από την άλλη, έτσι και ή δικαιοκρισία του Θεού δεν μπορεί να εξομοιωθεί στο βάρος και να ισοζυγιαστεί με την ελεημοσύνη του. Και όπως μια χουφτιά άμμου, πού πέφτει σε μεγάλη θάλασσα, χάνεται, έτσι και τα αμαρτήματα οποιουδήποτε ανθρώπου δεν μπορούν να σταθούν μπροστά στη φιλάνθρωπη πρόνοια και στην ευσπλαχνία του Θεού. Και όπως δεν μπορεί να φράξει κανείς μια πηγή με πολύ νερό με μια χούφτα χώμα, έτσι δεν μπορεί να νικηθεί ή ελεημοσύνη του Θεού από την κακία των κτισμάτων , του όπως δεν είναι δυνατό να εμποδίσουμε τη φλόγα της φωτιάς να ανεβεί προς τα επάνω, έτσι δεν μπορούν να εμποδιστούν οί προσευχές των ελεημόνων να ανέβουν στον ουρανό.
2. Να γίνεις κήρυκας της αγαθότητας και της αγάπης του Θεού πού, ενώ είσαι ανάξιος, σε φροντίζει και, ενώ τα χρέη σου σ' αυτόν είναι πολλά, δε σε εκδικείται, παρά για τα μικρά καλά σου έργα σου αντιπαρέχει μεγάλες δωρεές. Μη καλέσεις λοιπόν το Θεό δίκαιο, γιατί ή δικαιοσύνη του δε φαίνεται στα αμαρτωλά σου έργα. Και αν ό Δαβίδ τον ονομάζει δίκαιο και ευθύ, όμως ό Υιός του Κύριος Ιησούς Χριστός μας φανέρωσε «ότι μάλλον είναι αγαθός και χρηστός» (Λουκ. 6, 35). Είναι αγαθός, λέει, για τους πονηρούς και τους ασεβείς. Και πώς μπορείς να ονομάζεις το Θεό δίκαιο, άμα διαβάσεις στο κεφάλαιο του ευαγγελίου πού γράφει για το μισθό των εργατών; Λέει λοιπόν εκεί: «Φίλε, δε σε αδικώ. Θέλω να δώσω σ' αυτόν τον τελευταίο όσα και σε σένα. Η μήπως επειδή είμαι καλός, το μάτι σου γεμίζει από ζήλια;» (Ματθ. 20, 13). Πώς πάλι μπορεί να ονομάζει κανείς το Θεό δίκαιο, άμα διαβάσει για τον άσωτο γιο, πού σκόρπισε τον πλούτο ασωτεύοντας; Πώς έτρεξε ό πατέρας του και, μόνο με την κατάνυξη και τη συντριβή πού έδειξε, έπεσε στον τράχηλο του και του έδωσε εξουσία να χαίρεται μέσα στον πλούτο του; Και αυτά βέβαια για τον πατέρα του δεν τα είπε κανένας άλλος, ώστε να διστάσουμε να τον πιστέψουμε, άλλ' ό ίδιος ό Υιός του Θεού. Αυτός με τη δική του μαρτυρία μας βεβαίωσε ότι έτσι έχει το πράγμα. Που βλέπεις λοιπόν τη δικαιοσύνη του Θεού; Στο ότι ήμασταν αμαρτωλοί και ό Χριστός πέθανε για μας; Εάν λοιπόν ό Θεός σ' αυτή τη ζωή είναι ελεήμων και εύσπλαχνος, ας πιστέψουμε ότι ό Θεός δεν μπορεί να αλλοιωθεί.
Λέει ό άγιος Κύριλλος στην ερμηνεία της Γενέσεως: Να φοβάσαι το Θεό από αγάπη και όχι από το σκληρό όνομα της δικαιοσύνης πού του δώσανε. Αγάπησέ τον, λοιπόν, όπως έχεις χρέος να τον αγαπήσεις και όχι για τα μέλλοντα αγαθά πού περιμένεις να σου δώσει, αλλά για όσα λάβαμε και μόνο για τούτον τον κόσμο πού δημιούργησε για μας και μας τον χάρισε. Γιατί, είναι κανείς πού μπορεί να ανταμείψει το Θεό για ότι μας χάρισε; Που είναι ή δίκαιη ανταπόδοση στα έργα μας; Ποιος έπεισε το Θεό να μας δημιουργήσει; Και υπάρχει κανείς να τον παρακαλεί για λογαριασμό μας όταν γινόμαστε αχάριστοι; Και όταν κάποτε δεν υπήρχαμε, ποιος ξύπνησε εκείνο το σώμα μας και το έφερε στη ζωή; Ας νιώθουμε, λοιπόν, ευγνωμοσύνη και αγάπη για όσα ή άφατη φιλανθρωπία του Θεού μας χάρισε και συνεχίζει να μας χαρίζει.

Η αγάπη θέλει σοφία και σύνεση
1. Όταν βλέπεις έναν άνθρωπο να αγαπάει τα γέλια και να θέλει να γελοιοποιεί τους άλλους, να μην πιάνεις φιλία. Γιατί θα σε κάνει να συνηθίσεις στην ψυχική ατονία. Σε κείνο πού ή ζωή του είναι διεφθαρμένη, μη δείχνεις ιλαρό πρόσωπο φυλάξου όμως καλά μήπως τον μισήσεις. Και αν θελήσει να μετανοήσει, βοήθησε τον και φρόντισε τον, θυσιάζοντας ακόμη και τη ζωή σου, να σωθεί. Εάν όμως είσαι πνευματικά ασθενής, μην τολμήσεις να γίνεις γιατρός του. Μπροστά σε άνθρωπο πού έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και έχει την αρρώστια να προσέχεις πολύ πώς θα μιλήσεις. Γιατί ενόσω μιλάς, αυτός εξηγεί μέσα του τα λόγια σου όπως αγαπά και από τα αγαθά σου λόγια παίρνει αφορμή και σκανδαλίζει τους άλλους. Και αλλάζει το νόημα των λόγων σου μέσα στο μυαλό του σύμφωνα με την πνευματική του αρρώστια. Αν δεις κάποιον να έρχεται και να κατηγορεί τον αδελφό του μπροστά σου, κάνε το πρόσωπο σου σκυθρωπό. Έτσι και το έλεος του Θεού θα έχεις και απ' αυτόν θα φυλαχτείς.

Μη μισήσεις τον αμαρτωλό
1. Μη μισήσεις τον αμαρτωλό γιατί όλοι είμαστε υπεύθυνοι για τις αμαρτίες μας. Και αν από θείο ζήλο κινείσαι εναντίον του, κλάψε μάλλον για λογαριασμό του. Και γιατί τον μισείς; Τις αμαρτίες του να μισήσεις και να ευχηθείς γι' αυτόν, για να γίνεις όμοιος με το Χριστό, ό όποιος δεν αγανακτούσε κατά των αμαρτωλών αλλά προσευχόταν γι' αυτούς. Δε βλέπεις πώς έκλαψε για την Ιερουσαλήμ; Άλλα και εμάς για πολλά αμαρτήματα μας περιγελά και μας χλευάζει ό διάβολος. Γιατί λοιπόν να μισούμε τον άνθρωπο πού ό διάβολος τον περιγελά όπως και εμάς; Και γιατί, άνθρωπε μου, μισείς τον αμαρτωλό; Μήπως γιατί τάχα δεν είναι δίκαιος όπως εσύ; Και που είναι η δικαιοσύνη σου, αφού δεν έχεις αγάπη; Γιατί δεν έκλαψες γι' αυτόν, αλλά τον καταδιώκεις; Μερικοί άνθρωποι εξαιτίας της ανοησίας τους οργίζονται εναντίον των αμαρτωλών, γιατί πιστεύουν ότι έχουν διάκριση να κρίνουν τα έργα τους.

Η ελεημοσύνη τον Θεού είναι θαυμαστή
1. τι θαυμαστή πού είναι ή ελεημοσύνη του Θεού! Πόσο εκπληκτική είναι ή χάρη του Θεού πού μας έκτισε! τι δύναμη μας έδωσε και μας έκανε ικανούς για όλα! Πόσο άμετρη είναι ή καλοσύνη του, πού εισάγει την αμαρτωλή μας φύση στην ανάπλαση! Ποιος μπορεί να εξυμνήσει τη δόξα του; Τον παραβάτη των εντολών του και τον βλάσφημο τον ανασταίνει με τη μετάνοια τον άνθρωπο πού ήταν άμυαλο χώμα τον ανακαινίζει και τον κάνει συνετό και λογικό τον διασκορπισμένο και αναίσθητο νου και τις διασκορπισμένες λόγω των αμαρτιών μας αισθήσεις, όλα αυτά, τα κάνει με την αγάπη του λογική φύση, άξια να εννοεί σωστά τα θεία και τα ανθρώπινα. Γιατί αυτός πού ζει ακόμη στις αμαρτίες του δεν είναι ικανός να εννοήσει τη χάρη της προσωπικής του ανάστασης. Που είναι, λοιπόν, ή κόλαση πού θα μας γεμίσει με θλίψη; Και που είναι ή κόλαση πού μας εκφοβίζει από παντού και υπερνικά την αγάπη του Θεού; Ποια κόλαση και ποια γέεννα του πυρός μπορεί να σταθεί μπροστά στη χάρη της ανάστασης, όταν ό Θεός μας αναστήσει εν δόξη από τον άδη και κάνει τούτο το φθαρτό σώμα μας να ντυθεί την αφθαρσία;
Όσοι έχετε διάκριση, θαυμάστε τα μεγαλεία του Θεού. Ποιος όμως έχει τόσο σοφή και αξιοθαύμαστη διάνοια, πού θα μπορέσει να θαυμάσει, όσο αξίζει, τη χάρη του Δημιουργού μας; Ή ανταπόδοση των αμετανόητων αμαρτωλών είναι βέβαιη, όμως αντί της δίκαιης ανταπόδοσης ό Κύριος ανταποδίδει την ανάσταση σ' αυτούς πού μετανοούν και, αντί να τιμωρήσει αυτούς πού καταπάτησαν το νόμο του, τους ντύνει με την τέλεια δόξα της αφθαρσίας. Αυτή ή χάρη, πού μας ανασταίνει από την αμαρτία, είναι μεγαλύτερη από εκείνη πού μας δόθηκε, όταν από την ανυπαρξία μας έφερε στην κτιστή ύπαρξη. Δόξα στην άμετρη σου χάρη, Κύριε.

Πώς ενεργεί ή αληθινή αγάπη
1. Όποιος έχει μνήμη Θεού και τιμά κάθε άνθρωπο, αυτός βρίσκει βοήθεια από κάθε άνθρωπο, πού δέχεται μυστικά μέσα του την εντολή του Θεού να βοηθήσει. Όποιος πάλι απολογείται για να σώσει τον αδικούμενο, βρίσκει το Θεό να τον υπερασπίζεται. Όποιος δίνει το χέρι του να βοηθήσει τον πλησίον του, λαμβάνει τη βοήθεια του από το χέρι του Θεού. Όποιος κατηγορεί τον αδελφό του κινούμενος από κακία, βρίσκει το Θεό κατήγορο του. Όποιος διορθώνει τον αδελφό του κρυφά από τους άλλους, γιατρεύει την κακία του και οποίος κατηγορεί κάποιον μπροστά στους άλλους, κάνει πιο οδυνηρά τα τραύματα του. Όποιος θεραπεύει κρυφά από τους άλλους τον αδελφό του, κάνει φανερή τη δύναμη της αγάπης του ενώ αυτός πού τον ντροπιάζει μπροστά στους φίλους του, αποδεικνύει τη δύναμη του φθόνου πού φωλιάζει μέσα του. Ό φίλος πού ελέγχει κρυφά, είναι σοφός γιατρός ενώ αυτός πού γιατρεύει μπροστά στα μάτια των άλλων, στην πραγματικότητα εξευτελίζει τον άρρωστο. Συμπάθεια θα πει να συγχωρείς κάθε σφάλμα του άλλου. Το πονηρό φρόνημα φαίνεται όταν αντιμιλάς στον αμαρτήσαντα. Αυτός πού διορθώνει τον άλλον αποβλέποντας πραγματικά στην -ψυχική του υγεία, τον διορθώνει με αγάπη, ενώ αυτός πού ζητάει να εκδικηθεί, είναι κούφιος από αγάπη. Ό Θεός παιδεύει και διορθώνει τον άνθρωπο με αγάπη, χωρίς εκδίκηση και ζητάει να γιατρέψει την εικόνα του, χωρίς να κρατάει την οργή του για τις κακίες του ανθρώπου πολύν καιρό. Αυτός ό τρόπος της αγάπης είναι ευθύς και δεν παρεκκλίνει στην εμπαθή εκδίκηση. Ό δίκαιος και σοφός άνθρωπος είναι όμοιος με το Θεό γιατί δεν παιδεύει καθόλου το συνάνθρωπο του με εκδικητικότητα για την κακία του, αλλά τον παιδεύει ή για να διορθωθεί ό ίδιος, αν το θελήσει, ή για να φοβηθούν οι άλλοι. Ή παιδεία πού δεν είναι όπως την περιέγραψα, δεν είναι αληθινή παιδεία.

Η ελεήμων καρδία
1. τι είναι καρδία ελεήμων; Είναι να φλέγεται από αγάπη ή καρδιά για όλη την κτίση: Για τους ανθρώπους, για τα πουλιά και για τα ζώα και για τους δαίμονες και για κάθε κτίσμα. Και καθώς ό άνθρωπος τα φέρνει στη μνήμη του και τα σκέφτεται, τα μάτια του τρέχουν δάκρυα. Από την πολλή και σφοδρή συμπάθεια πού συνέχει την καρδιά του και από την πολλή εμμονή σ' αυτή την κατάσταση, μικραίνει ή καρδιά του και δεν μπορεί να υποφέρει ή να ακούσει ή να δει κάποια βλάβη ή κάτι έστω και λίγο λυπηρό να γίνεται στην κτίση. Γι' αυτό και για τα άλογα ζώα και για τους εχθρούς της αλήθειας και γι' αυτούς πού τον βλάπτουν προσεύχεται συνεχώς με δάκρυα, ζητώντας από το Θεό να τους φυλάξει και να τους συγχωρήσει. Ομοίως προσεύχεται και για τα ερπετά από την πολλή του ευσπλαχνία, πού συγκινεί την καρδιά του, υπερβαίνοντας το ανθρώπινο μέτρο και φτάνοντας στην ομοιότητα του Θεού.

Η πρακτική αγάπη μπορεί, σε κάποια περίπτωση, να φέρει σύγχυση και ταραχή
1. Ρωτήθηκε κάποτε ένας πολύ σοφός γέροντας από κάποιον αδελφό ησυχαστή μοναχό: Τι να κάνω; Διότι πολλές φορές συμβαίνει να χρειάζομαι κάτι, πού έχω ή για την ασθένεια μου ή για το εργόχειρο μου ή για κάποια άλλη αιτία και χωρίς αυτό δεν μπορώ να ζήσω στην καλογερική ησυχία. Βλέπω λοιπόν κάποιον πού το χρειάζεται, υπερισχύει μέσα μου το έλεος και του το δίνω. Πολλές φορές μάλιστα μπορεί να μου το ζητήσει κάποιος και, πάλι, του το δίνω. Γιατί αναγκάζομαι και από την αγάπη πού έχω και από την εντολή του Θεού και δίνω σ' αυτόν πού μου ζητάει το απαραίτητο για τη ζήση μου. Ύστερα όμως ή ανάγκη αυτού του πράγματος με κάνει να πέσω σε φροντίδες και σε ταραχή των λογισμών και έτσι σκορπίζω το νου μου και δεν μπορώ να φροντίσω για την καλογερική ησυχία. Και αναγκάζομαι ίσως να βγω από την ησυχία μου και να πάω έξω να βρω αυτό το πράγμα πού έδωσα. Εάν πάλι κάνω υπομονή και δε φύγω από τον τόπο μου, μπαίνω σε πολλή θλίψη και σύγχυση των λογισμών. Δε γνωρίζω, ποιο από τα δύο να προτιμήσω: εκείνο πού με αναπαύει, αλλά σκορπίζει την ησυχία, για να βοηθήσω τον αδελφό μου, ή να παραβλέψω την αίτηση του και να παραμείνω στην ησυχία μου;
Σ' αυτά απάντησε ό γέροντας και είπε.
Μπορεί πράγματι ή ελεημοσύνη, ή αγάπη, ή ευσπλαχνία ή οποιαδήποτε αρετή πού νομίζεις ότι είναι του Θεού, μπορεί, λέω,
* να σε εμποδίζει από την άσκηση της ησυχίας,
* να σε κάνει να σκέφτεσαι τον κόσμο,
* να σε βάζει σε κοσμικές μέριμνες,
* να σε ταράσσει και να σε αποσπά από τη μνήμη του Θεού,
* να σε κόβει από τις προσευχές σου,
* να σε βάζει σε φασαρία και σε ακατάστατους λογισμούς,
* να σε σταματάει από τη μελέτη των αναγνωσμάτων του Θεού, πού είναι όπλο σωτήριο κατά της περιπλάνησης της φαντασίας ακόμη,
* να λύνει την προσοχή του νου σου και
* να σε κάνει, ενώ δέθηκες ψυχικά με την ησυχία, να γυρίζεις εδώ κι εκεί και μετά την απομόνωση σου στο κελί σου, να συναναστρέφεσαι με τον κόσμο.
Ακόμη μπορεί,
* να ξυπνάει τα θαμμένα πάθη σου και
* να διαλύει την εγκράτεια των αισθήσεων σου και
* να αφαιρεί από μέσα σου τη θανάτωση του κοσμικού φρονήματος και
* να σε κατεβάζει από την αγγελική πολιτεία, πού έχει μοναδικό της έργο την κοινωνία με το Θεό και
* να σε βάζει στην τάξη των κοσμικών,
ε, μια τέτοια ελεημοσύνη και αγάπη ας λείψει από το μοναχό πού διάλεξε το δρόμο της ησυχίας. αυτού του είδους ή ελεημοσύνη, για την οποία με ρώτησες, είναι καλή και αξιοθαύμαστη, όταν γίνεται από τους ανθρώπους του κόσμου ή από τους μοναχούς πού ζουν σε κοινόβιο και εισέρχονται στις πόλεις για τις ανάγκες τους και γυρίζουν πάλι στο μοναστήρι.

Προηγείται ή πρακτική αρετή και ακολουθεί ή ησυχία και ή θεωρία τον Θεού
1. Ό μακάριος Βασίλειος και οι μακάριοι Γρηγόριος (ό Νεοκαισάρειας και ό Θεολόγος), για τους οποίους ανέφερες στην επιστολή σου ότι αγαπούσα πολύ την έρημο και ήταν στύλοι και φως της Εκκλησίας και επαινούσαν πολύ την ησυχία, δεν ήρθαν στην ησυχία χωρίς να εκπληρώσουν τις εντολές , του Θεού, αλλά τι έκαμαν; Πρώτα κατοίκησαν στον κόσμο εν ειρήνη και φύλαξαν τις εντολές εκείνες πού έπρεπε να φυλάξουν ζώντας με τους ανθρώπους και, έτσι, έφτασαν στην καθαρότητα της ψυχής και αξιώθηκαν να ζήσουν στη θεωρία του Αγίου Πνεύματος. Εγώ πιστεύω, γιατί αυτό είναι ή αλήθεια, ότι όταν κατοικούσαν στις πόλεις, υποδέχονταν τους ξένους, επισκέπτονταν τους ασθενείς, ντύνανε τους γυμνούς, νίβανε τα πόδια των κουρασμένων με αγάπη και αν κάποιος τους αγγάρευε να του μεταφέρουν τα πράγματα του ένα μίλι, αυτοί πήγαιναν για χάρη του δύο μίλια. Και όταν φύλαξαν αυτές τις εντολές, πού είναι για τη ζωή στον κόσμο και άρχισαν να γεύονται στο νου τους την πρώτη μορφή ακινησίας ως προς το κακό και τις εσωτερικές θείες και μυστικές θεωρίες, από κει και πέρα έσπευσαν και βγήκαν στην ησυχία της ερήμου και εκεί έκαναν υπομονή ζώντας ζωή εσωτερική και έγιναν άνθρωποι θεωρητικοί και έζησαν μέσα στη θεωρία των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος, μέχρι πού τους κάλεσε ή χάρη του Θεού και έγιναν ποιμένες της Εκκλησίας του Χριστού.
2. Ας αναγκάζουμε λοιπόν τον εαυτό μας να είμαστε από μέσα από την ψυχή μας ελεήμονες σε ευκαιρία προ όλους τους ανθρώπους, γιατί έτσι μας επιβάλλει ή διδασκαλία του Κυρίου.
Ποιος σοφός Μοναχός, πού έχει τροφές και ρούχα, άμα δει τον πλησίον του γυμνό και πεινασμένο, δε θα του δώσει απ' αυτό πού έχει, αλλά θα τσιγγουνευθεί; Η ποιος είναι εκείνος πού θα δει έναν άνθρωπο να κατατρύχεται από αρρώστια και να ταλαιπωρείται από σωματικούς κόπους και να χρειάζεται να τον ανακουφίσουν και, παρ' όλα αυτά, επειδή τάχα ποθεί την ησυχία, θα προτιμήσει την απομόνωση από την αγάπη προς τον αδελφό του; Ωστόσο, όταν δεν έχουμε τα μέσα για να ασκήσουμε την πρακτική Ελεημοσύνη, ας είναι ή αγάπη και ή ελεημοσύνη μέσα στην καρδιά μας και στην προσευχή μας.
Εάν ένας μοναχός συγκατοικεί με άλλους και το κελί του είναι κοντά τους και αναπαύεται με τους κόπους τους, είτε είναι υγιής είτε είναι άρρωστος και αυτός οφείλει να κάνει το ίδιο προς αυτούς. Με άλλα λόγια: Δεν είναι σωστό αυτός να απαιτεί από τους άλλους να τον ανακουφίσουν και ό ίδιος να κάνει πίσω και να κρύβεται όταν δει τον ομοιοπαθή και ομόσχημο αδελφό του, μάλλον δε τον ίδιο το Χριστό, να στενοχωρείται και να είναι παραπεταμένος και να κοπιάζει πάνω από τις δυνάμεις του. Ένας τέτοιος μοναχός είναι σκληρός και ή ησυχία του είναι ψεύτικη και μόνο στη φαντασία του.
Και καθώς ό άνθρωπος συνίσταται από δύο μέρη, από την ψυχή και το σώμα, έτσι και όλα τα έργα του έχουν διπλή τη φροντίδα, σύμφωνα με τη σύσταση του. Και επειδή ή πράξη της αγάπης προηγείται από τη θεωρία του Θεού σε κάθε περίσταση, είναι αδύνατο να υψωθεί ό άνθρωπος στη θεωρία, εάν δεν τελειώσει πρώτα την έμπρακτη αγάπη. Και τώρα, κανείς άνθρωπος δεν τολμά να πει ότι κατορθώνει στην ψυχή του την αγάπη του πλησίον, εάν δεν την εκπληρώσει με τις σωματικές δυνάμεις πού διαθέτει, στο χρόνο και στον τόπο πού προσφέρονται κάθε φορά.

«Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν»
1. Εάν στ' αλήθεια είσαι ελεήμων, όταν άδικα σου αφαιρούν τα πράγματα σου, μη λυπηθείς καθόλου μέσα σου, μήτε να διηγείσαι στους ανθρώπους τη ζημιά πού σου έκαμαν, αλλά μάλλον ή ελεημοσύνη της καρδιάς σου ας καταπιεί τη ζημιά αυτών πού σε αδίκησαν, όπως το πολύ νερό διαλύει τη δύναμη του κρασιού. Δείξε λοιπόν τον πλούτο της ελεημοσύνης σου με τις ευεργεσίες σου προς αυτούς πού σε αδίκησαν. Όπως έκαμε ό μακάριος Ελισαίος στους εχθρούς του, πού ήθελαν να τον αιχμαλωτίσουν. Γιατί όταν προσευχήθηκε και τους τύφλωσε θολώνοντας τα μάτια τους, τους έδειξε τη θεϊκή δύναμη πού είχε μέσα του όταν όμως τους έδωσε να φάνε και να πιούνε και, μετά, τους άφησε να φύγουν, τους έδειξε την ελεημοσύνη της καρδιάς του.

Το χρήμα και ή αγάπη
1. Όπως δεν είναι δυνατό, στο ίδιο σώμα να υπάρχει και ή υγεία και ή αρρώστια και να μη σβήσει το ένα εξαιτίας του άλλου, έτσι ακριβώς είναι αδύνατο να υπάρχουν στο ίδιο σπίτι το πολύ χρήμα και ή αγάπη και να μην εξαλειφθεί το ένα από το άλλο.

Η αγάπη δεν έχει εμπάθεια
1. Πάντοτε τούτον τον τρόπο να έχεις στη ζωή σου: να είσαι γλυκομίλητος και να αποδίδεις τιμή σε όλους τους ανθρώπους. Και να μην κάνεις κανέναν να θυμώσει και να οργιστεί και να μη ζηλοφθονήσεις, ούτε για την πίστη πού έχει κάποιος, ούτε για τα κακά έργα κάποιου άλλου.
Φυλάξου λοιπόν να μην κατηγορήσεις και να μην ελέγξεις κανέναν για κάποια αδυναμία του, γιατί έχουμε στους ουρανούς κριτή απροσωπόληπτο. Εάν όμως θέλεις να τον βοηθήσεις να επιστρέψει στην αλήθεια, να λυπηθείς γι' αυτόν και με δάκρυα και με αγάπη πες του ένα ή δυο λόγια και μην ανάψεις από θυμό εναντίον του, για να μη δει στην καρδιά σου σημείο έχθρας. Γιατί ή αγάπη του Θεού δε γνωρίζει να θυμώνει, ούτε να παροργίζεται, ούτε να κατηγορεί κάποιον με εμπάθεια.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΆΓΙΟΥ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΥΨΕΛΗΣ.