Αυτός που θέλει να ομιλεί ή ν’ ακούει για το Θεό πρέπει να γνωρίζει καλά ότι όσα αναφέρονται στο Θεό καθ’ εαυτόν και όσα στο έργο της οικονομίας Του, ούτε όλα αποσιωπώνται ούτε όλα λέγονται· ούτε όλα είναι άγνωστα ούτε όλα γνωστά. Και άλλο είναι αυτό που μπορεί να γίνει γνωστό και άλλο αυτό που μπορεί να λεχθεί, όπως άλλο είναι το να ομιλεί κανείς και άλλο το να γνωρίζει κάτι. Πολλά λοιπόν που αντιλαμβανόμαστε ατελώς με το νου για το Θεό δεν μπορούμε να τα διατυπώσουμε κατάλληλα, αλλά αναγκαζόμαστε με δικές εκφράσεις να ομιλούμε γι’ αυτά που είναι πάνω από μας (θεία)· έτσι αποδίδουμε στο Θεό ύπνο, οργή, αμέλεια, χέρια, πόδια και τα όμοια.
Γνωρίζουμε και ομολογούμε ότι ο Θεός είναι χωρίς αρχή και τέλος, αιώνιος, παντοτινός, αδημιούργητος, αμετάβλητος, αναλλοίωτος, απλός, ασύνθετος, ασώματος, αόρατος, αψηλάφητος, απερίγραπτος, άπειρος, απεριόριστος, ακατάληπτος, αχώρητος στο νου, αγαθός, δίκαιος, παντοδύναμος, δημιουργός όλων των κτισμάτων,παντοκράτορας, παντεπόπτης, προνοητής όλων, εξουσιαστής και κριτής.
Γνωρίζουμε επίσης και ομολογούμε ότι ο Θεός είναι ένας, δηλαδή μία ουσία· αποκαλύπτεται και υπάρχει σε τρεις υποστάσεις, εννοώ του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και ακόμη ότι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι σε όλα ένα, εκτός από την αγεννησία, τη γέννηση και την εκπόρευση.
Γνωρίζουμε ακόμη και ομολογούμε ότι ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός ο ίδιος, από τη μεγάλη του ευσπλαγχνία και για τη δική μας σωτηρία, με την καλή θέληση του Πατέρα του και τη συνεργία του Αγίου Πνεύματος, συνελήφθη ασπόρως και γεννήθηκε από την αγία Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος· έγινε απ’αυτήν τέλειος άνθρωπος.
Γνωρίζουμε επίσης ότι ο ίδιος είναι συγχρόνως και τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος· έχει δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη· υπάρχει σε δύο φύσεις που έχουν νου, θέληση, ενέργεια και αυτεξούσιο· και για να το πω μ’ ένα λόγο, είναι με δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη, που είναι τέλειες όσον αφορά τα γνωρίσματα που αρμόζουν στην καθεμία και αποτελούν μία σύνθετη υπόσταση.
Διότι η Αγία Γραφή και όλη η χορεία των Αγίων μαρτυρεί ότι και πείνασε και δίψασε και κουράστηκε και σταυρώθηκε και δοκίμασε το θάνατο και την ταφή, αλλά αναστήθηκε την τρίτη ημέρα και αναλήφθηκε στους ουρανούς, απ’ όπου ήλθε πάλι σε μας και θα μας έλθει αργότερα.
Αγνοούμε όμως και δεν μπορούμε να πούμε ποιά είναι η ουσία του Θεού ή πώς είναι πανταχού παρών ή πώς γεννήθηκε Θεός από Θεό και έχει εκπορευθεί ή πώς ταπείνωσε τον εαυτό του ο μονογενής Υιός και Θεός και έγινε άνθρωπος από παρθένο, αφού κυοφορήθηκε με άλλο τρόπο πέρα από τον φυσικό, ή πώς περπατούσε πάνω στα νερά χωρίς να βραχούν τα πόδια του. Δεν μπορούμε, λοιπόν, ούτε να πούμε ούτε να εννοήσουμε κάτι άλλο απ’ αυτά που μας έχουν αποκαλυφθεί με Πνεύμα Θεού από τα ιερά λόγια της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, τα οποία και έχουν λεχθεί και έχουν αποκαλυφθεί.