Το πάθος είναι λέξη με πολλές σημασίες· πάθος ονομάζουμε και αυτό που συμβαίνει στο σώμα, όπως αρρώστιες και πληγές, και αυτό που γίνεται στην ψυχή, όπως η επιθυμία και ο θυμός. Γενικά και το ίδιο για όλα, πάθος ενός όντος είναι αυτό που έχει επακόλουθο την ηδονή και τη λύπη· διότι η λύπη ακολουθεί το πάθος. Και δεν είναι η λύπη το ίδιο το πάθος· διότι αυτά που δεν έχουν αισθήσεις, όταν πάσχουν, δεν πονούν. Επομένως, το πάθος δεν είναι πόνος, αλλά (πόνος είναι) η αντίληψη του πάθους. Και πρέπει το πάθος να είναι αξιόλογο, δηλαδή μεγάλο, για να το αντιληφθούν οι αισθήσεις.
Ο ορισμός των ψυχικών παθών είναι ο εξής: πάθος είναι η αισθητή κίνηση της επιθυμητικής δυνάμεως της ψυχής για να φαντασθούμε κάτι καλό ή κακό. Και αλλιώς: πάθος είναι άλογη κίνηση της ψυχής για να κατανοήσει το καλό ή το κακό. Η κατανόηση βέβαια του καλού διεγείρει την επιθυμία, ενώ του κακού το θυμό. Το γενικό, δηλαδή το κοινό πάθος, έχει τον ακόλουθο ορισμό: πάθος είναι κίνηση που προκαλείται από τον έναν στον άλλον. Ενέργεια πάλι είναι δραστική κίνηση· και δραστικό ονομάζεται αυτό που κινείται από μόνο του.
Έτσι βέβαια και ο θυμός αποτελεί ενέργεια του θυμοειδούς, αλλά είναι πάθος και των δύο μερών, δηλαδή της ψυχής και προπαντός όλου του σώματος, όταν ο θυμός το εξωθεί με βία σε πράξεις· το ένα δηλαδή προξένηση κίνηση στο άλλο, γεγονός που ονομάζεται πάθος.
Και με διαφορετικό τρόπο η ενέργεια ονομάζεται πάθος· ενέργεια δηλαδή είναι η φυσική κίνηση, ενώ πάθος η παρά φύση. Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτά, η ενέργεια λέγεται πάθος, όταν δεν κινείται φυσικά, είτε από τον εαυτό της είτε από κάποιον άλλον. Για παράδειγμα, η κίνηση της καρδιάς με τους σφυγμούς αποτελεί φυσική κίνηση, ενώ η κίνηση της με τους παλμούς, επειδή είναι ακονόνιστη και αφύσικη, αποτελεί πάθος και όχι ενέργεια.
Κάθε κίνηση όμως του παθητικού μέρους της ψυχής δεν ονομάζεται πάθος, αλλά οι πιο δυνατές που γίνονται αντιληπτές· οι μικρές και ανεπαίσθητες κινήσεις δεν είναι ακόμη πάθη· πρέπει δηλαδή το πάθος να έχει και αξιόλογο μέγεθος. Γι’ αυτό προσθέτουμε στον ορισμό του πάθους και τον προσδιορισμό «αισθητή κίνηση»· καθώς οι μικρές κινήσεις, επειδή διαφεύγουν την αντίληψή μας, δεν δημιουργούν πάθος.
Οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι η ψυχή μας έχει δύο ειδών δυνάμεις, τις γνωστικές και τις ζωτικές. Γνωστικές είναι ο νους, η διάνοια, η γνώμη, η φαντασία και η αίσθηση. Ζωτικές, δηλαδή επιθυμητικές, είναι η βούληση και η προαίρεση. Για να κάνουμε μάλιστο πιο συγκεκριμένο αυτό που λέμε, ας αναφερθούμε με λεπτομέρειες σ’ αυτές. Και πρώτα να μιλήσουμε για τις γνωστικές δυνάμεις.
Αρκετά ήδη είπαμε προηγουμένως για την φαντασία και την αίσθηση.
Με την αίσθηση, λοιπόν, δημιουργείται στην ψυχή πάθος, το οποίο ονομάζουμε φαντασία· και από τη φαντασία δημιουργείται η ιδέα.
Στη συνέχεια, η διάνοια, αφού εξετάσει την ιδέα, αν είναι αληθής ή ψευδής, καταλήγει στην αλήθεια· γι’ αυτό λέγεται και διάνοια, επειδή εξετάζει και ξεχωρίζει (την αλήθεια). Εκείνο, λοιπόν, που αποδείχθηκε και βρέθηκε αληθινό ονομάζεται νους (διανόημα).
Και με άλλη διατύπωση· πρέπει να γνωρίζουμε ότι η πρώτη κίνηση του νου λέγεται νόηση· η νόηση πάλι για κάτι λέγεται λογισμός, ο οποίος, αν παραμείνει και σχηματίσει στην ψυχή παράσταση σχετική με το νοούμενο, καλείται σκέψη. Η σκέψη πάλι, αν μείνει προσηλωμένη στο ίδιο και ελέγξει και εξετάσει τον εαυτό της, λέγεται φρόνηση. Η φρόνηση πλέον, αν διευρυνθεί, σχηματίζει διαλογισμό, που τον ονομάζουμε ενδιάθετο λόγο και τον ορίζουμε ως πλήρη κίνηση της ψυχής που συμβαίνει στο μέρος του διανοητικού, χωρίς τίποτε να εκφωνείται· αυτός, λένε, δημιουργεί τον προφορικό λόγο, ο οποίος ομιλείται με τη γλώσσα.
Αφού, λοιπόν, είπαμε για τις γνωστικές δυνάμεις, ας μιλήσουμε και για τις ζωτικές, δηλαδή τις επιθυμητικές.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι κάποια δύναμη έχει σπαρεί μέσα στην ψυχή από τη φύση· αυτή επιθυμεί αυτό που είναι φυσικό και συγκρατεί όλα όσα ανήκουν κατ’ ουσίαν στη φύση μας· λέγεται θέληση. Η ύπαρξή μας, δηλαδή, επιθυμεί να υπάρχει με το νου και την αίσθηση· να ζει και να κινείται ποθώντας τη δική της φυσική και τέλεια ύπαρξη. Γι’ αυτό και ο ορισμός του φυσικού θελήματος είναι ο εξής: θέλημα είναι λογική επιθυμία των ζωτικών, που εξαρτάται μόνον απ’ όσα ανήκουν στη φύση μας. Επομένως, η θέληση είναι η ίδια η φυσική και λογική επιθυμία όλων των συστατικών της φύσεώς μας, η απλή δύναμη· αντίθετα, η επιθυμία των άλογων όντων, επειδή δεν είναι λογική, δεν λέγεται θέληση.
Η βούληση είναι κάποια φυσική θέληση, δηλαδή φυσική και λογική επιθυμία κάποιου πράγματος. Υπάρχει, δηλαδή, μέσα στην ψυχή του ανθρώπου δύναμη της λογικής επιθυμίας. Όταν, λοιπόν, η λογική επιθυμία κινηθεί φυσικά προς κάποιο πράγμα, λέγεται βούληση· βούληση, δηλαδή, είναι η λογική επιθυμία και ο πόθος κάποιου πράγματος.
Η βούληση χρησιμοποιείται και για όσα εξαρτώνται από μας και για όσα δεν εξαρτώνται, δηλαδή και γι’ αυτά που είναι δυνατόν να γίνουν και γι’ αυτά δεν είναι. Επιθυμούμε, για παράδειγμα, πολλές φορές να πορνεύσουμε ή να εγκρατευθούμε ή να κοιμηθούμε ή κάτι παρόμοιο· αυτά εξαρτώνται από μας και μπορούν να γίνουν. Θέλουμε, ακόμη, να γίνουμε βασιλιάδες· αυτό όμως δεν εξαρτάται από μας. Επιθυμούμε τέλος να μην πεθάνουμε ποτέ· αυτό όμως είναι από τα αδύνατα.
Η βούληση αναφέρεται στον σκοπό, όχι σ’ αυτά που οδηγούν στον σκοπό.
Σκοπός βέβαια είναι το αντικείμενο της βουλήσεως, όπως να βασιλεύσουμε ή να γίνουμε υγιείς. Στον σκοπό οδηγεί η σκέψη, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να γίνουμε υγιείς ή να βασιλέψουμε. Έπειτα, μετά από τη βούληση, ακολουθεί η έρευνα και η εξέταση. Και μετά απ’ αυτά, αν εξαρτάται από μας, ακολουθεί βουλή, δηλαδή απόφαση. Και «βουλή» είναι επιθυμία για να ερευνήσουμε αυτά που πρέπει να πράξουμε. Σκέφτεται, δηλαδή, κάποιος, αν πρέπει ν’ ασχοληθεί με την υπόθεση ή όχι. Έπειτα σκέφτεται το καλύτερο, και αυτό λέγεται διάκριση. Στη συνέχεια, αποδέχεται και αγαπά αυτό που έκρινε με τη σκέψη του, και αυτό ονομάζεται συγκατάθεση. Αν βέβαια δεν αποφασίσει ν’ αποδεχθεί την κρίση του, δηλαδή δεν την αγαπήσει, τότε δεν ονομάζεται συγκατάθεση. Έπειτα, μετά την αποδοχή, έρχεται η προαίρεση, δηλαδή η επιλογή· προαίρεση δηλαδή είναι η εκλογή του ενός μεταξύ δύο πραγμάτων, να προτιμήσουμε αυτό αντί για το άλλο. Κατόπιν, σπεύδει να το κάνει πράξη, και αυτό ονομάζεται ορμή. Έπειτα, εκπληρώνει την επιθυμία, και αυτό λέγεται χρήση. Τέλος, μετά τη χρήση, η επιθυμία σταματά.
Στην περίπτωση βέβαια των αλόγων ζώων, όταν έχουν επιθυμία κάποιου πράγματος, αμέσως ορμούν να την πραγματοποιήσουν· διότι η επιθυμία των αλόγων ζώων είναι άλογη και κατευθύνεται από τη φυσική επιθυμία. Γι’ αυτό η επιθυμία των αλόγων ζώων δεν
ονομάζεται θέληση ούτε βούληση· διότι η θέληση είναι λογική και αυτεξούσια φυσική επιθυμία. Στους ανθρώπους όμως, οι οποίοι έχουν λογική, η φυσική τους επιθυμία μάλλον κατευθύνεται παρά κατευθύνει· διότι αυτή κινείται ελεύθερα και λογικά, επειδή μέσα στον άνθρωπο οι γνωστικές και ζωτικές δυνάμεις επικοινωνούν μεταξύ τους. (Ο άνθρωπος), λοιπόν, ελεύθερα επιθυμεί, ελεύθερα θέλει, ελεύθερα ερευνά και εξετάζει, ελεύθερα σκέφτεται, ελεύθερα διακρίνει, ελεύθερα παίρνει θέση απέναντι στα πράγματα, ελεύθερα εκλέγει, ελεύθερα σπεύδει (για εκπλήρωση των επιθυμιών) και ελεύθερα ενεργεί σ’ αυτά που είναι σύμφωνα με τη φύση του.
Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι στο Θεό αποδίδουμε βούληση και όχι προαίρεση· διότι ο Θεός δεν σκέφτεται. Η σκέψη αποτελεί γνώρισμα της άγνοιας· κανείς όμως δεν σκέφτεται για κάτι που το γνωρίζει. Εάν, λοιπόν, η σκέψη είναι γνώρισμα της αγνοίας, οπωσδήποτε είναι και η προαίρεση.
Αλλά ο Θεός, ο οποίος τα γνωρίζει όλα απολύτως, δεν σκέφτεται.
Αλλά ούτε στην ψυχή του Κυρίου αποδίδουμε σκέψη ή προαίρεση· διότι δεν είχε άγνοια. Αν και η (ανθρώπινη) φύση του αγνοούσε τα μέλλοντα να συμβούν, όμως, επειδή ενώθηκε υποστατικά με το Θεό Λόγο, είχε τη γνώση όλων όχι χαριστικά αλλά, όπως λέγεται, εξαιτίας της υποστατικής ενώσεώς της· διότι ο ίδιος ήταν και Θεός και άνθρωπος. Γι’ αυτό και δεν είχε γνωμικό θέλημα. Είχε βέβαια απλή φυσική θέληση, την ίδια που συναντάμε σε κάθε ανθρώπινη υπόσταση· αλλά η αγία του ψυχή δεν είχε γνώμη, δηλαδή επιθυμητό, το οποίο (να μπορεί να είναι) αντίθετο στο θείο του θέλημα ή κάτι το διαφορετικό από το θείο του θέλημα.
Διότι η γνώμη χωρίζεται μαζί με τις υποστάσεις (πρόσωπα), εκτός από τα πρόσωπα της αγίας, απλής, ασύνθετης και αδιαίρετης Θεότητος· επειδή οι υποστάσεις της Θεότητος είναι αδιαίρετες και αχώριστες, ούτε και η θέλησή τους χωρίζεται. Και στη θεότητα βέβαια, επειδή η φύση είναι μία, μία είναι και η φυσική τους θέληση. Και επειδή οι υποστάσεις είναι αχώριστες, είναι και μία η θέλησή και η κίνηση (ενέργεια) των τριών υποστάσεων.
Στην περίπτωση των ανθρώπων μάλιστα, επειδή μία είναι η φύση, μία είναι και η θέληση· επειδή όμως τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι χωριστά και διαφέρουν μεταξύ τους στον τόπο, το χρόνο, τη σχέση τους προς τα πράγματα και άλλα πολλά, εξαιτίας αυτού έχουμε και διαφορετικά θελήματα και γνώμες. Σχετικά όμως με το πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, επειδή οι φύσεις διαφέρουν, διαφέρουν και οι φυσικές θελήσεις της θείας και της ανθρωπίνης φύσεώς του, δηλαδή οι θελητικές δυνάμεις. Επειδή όμως μία είναι η υπόσταση του προσώπου του και ένας αυτός που θέλει, ένα είναι και αυτό που θέλει, δηλαδή το γνωμικό του θέλημα· διότι η ανθρώπινη θέλησή του ακολουθεί τη θεία του θέληση και θέλει αυτά, τα οποία η θεία του θέληση ήθελε να θέλει αυτή (η ανθρώπινη).
Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι άλλο είναι η θέληση και άλλο η βούληση, άλλο το θελητό, άλλο το θελητικό και άλλο ο θέλων.
Θέληση, δηλαδή, είναι η ίδια η απλή δύναμη να θέλουμε, ενώ βούληση είναι η θέληση για κάτι· θελητό πάλι είναι το αντικείμενο της θελήσεως, δηλαδή αυτό που θέλουμε· για παράδειγμα, η επιθυμία κινείται για φαγητό· η απλή επιθυμία είναι λογική θέληση, ενώ η επιθυμία για φαγητό είναι βούληση· η ίδια η τροφή είναι το θελητό, ενώ θελητικό είναι αυτό που έχει τη δύναμη της θελήσεως, για παράδειγμα ο άνθρωπος. Θέλων πάλι είναι αυτός που χρησιμοποιεί τη θέληση.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το θέλημα άλλοτε σημαίνει τη θέληση, δηλαδή τη θελητική δύναμη και ονομάζεται φυσικό θέλημα· άλλοτε πάλι σημαίνει το επιθυμητό και ονομάζεται γνωμικό θέλημα.
Ο ορισμός των ψυχικών παθών είναι ο εξής: πάθος είναι η αισθητή κίνηση της επιθυμητικής δυνάμεως της ψυχής για να φαντασθούμε κάτι καλό ή κακό. Και αλλιώς: πάθος είναι άλογη κίνηση της ψυχής για να κατανοήσει το καλό ή το κακό. Η κατανόηση βέβαια του καλού διεγείρει την επιθυμία, ενώ του κακού το θυμό. Το γενικό, δηλαδή το κοινό πάθος, έχει τον ακόλουθο ορισμό: πάθος είναι κίνηση που προκαλείται από τον έναν στον άλλον. Ενέργεια πάλι είναι δραστική κίνηση· και δραστικό ονομάζεται αυτό που κινείται από μόνο του.
Έτσι βέβαια και ο θυμός αποτελεί ενέργεια του θυμοειδούς, αλλά είναι πάθος και των δύο μερών, δηλαδή της ψυχής και προπαντός όλου του σώματος, όταν ο θυμός το εξωθεί με βία σε πράξεις· το ένα δηλαδή προξένηση κίνηση στο άλλο, γεγονός που ονομάζεται πάθος.
Και με διαφορετικό τρόπο η ενέργεια ονομάζεται πάθος· ενέργεια δηλαδή είναι η φυσική κίνηση, ενώ πάθος η παρά φύση. Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτά, η ενέργεια λέγεται πάθος, όταν δεν κινείται φυσικά, είτε από τον εαυτό της είτε από κάποιον άλλον. Για παράδειγμα, η κίνηση της καρδιάς με τους σφυγμούς αποτελεί φυσική κίνηση, ενώ η κίνηση της με τους παλμούς, επειδή είναι ακονόνιστη και αφύσικη, αποτελεί πάθος και όχι ενέργεια.
Κάθε κίνηση όμως του παθητικού μέρους της ψυχής δεν ονομάζεται πάθος, αλλά οι πιο δυνατές που γίνονται αντιληπτές· οι μικρές και ανεπαίσθητες κινήσεις δεν είναι ακόμη πάθη· πρέπει δηλαδή το πάθος να έχει και αξιόλογο μέγεθος. Γι’ αυτό προσθέτουμε στον ορισμό του πάθους και τον προσδιορισμό «αισθητή κίνηση»· καθώς οι μικρές κινήσεις, επειδή διαφεύγουν την αντίληψή μας, δεν δημιουργούν πάθος.
Οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι η ψυχή μας έχει δύο ειδών δυνάμεις, τις γνωστικές και τις ζωτικές. Γνωστικές είναι ο νους, η διάνοια, η γνώμη, η φαντασία και η αίσθηση. Ζωτικές, δηλαδή επιθυμητικές, είναι η βούληση και η προαίρεση. Για να κάνουμε μάλιστο πιο συγκεκριμένο αυτό που λέμε, ας αναφερθούμε με λεπτομέρειες σ’ αυτές. Και πρώτα να μιλήσουμε για τις γνωστικές δυνάμεις.
Αρκετά ήδη είπαμε προηγουμένως για την φαντασία και την αίσθηση.
Με την αίσθηση, λοιπόν, δημιουργείται στην ψυχή πάθος, το οποίο ονομάζουμε φαντασία· και από τη φαντασία δημιουργείται η ιδέα.
Στη συνέχεια, η διάνοια, αφού εξετάσει την ιδέα, αν είναι αληθής ή ψευδής, καταλήγει στην αλήθεια· γι’ αυτό λέγεται και διάνοια, επειδή εξετάζει και ξεχωρίζει (την αλήθεια). Εκείνο, λοιπόν, που αποδείχθηκε και βρέθηκε αληθινό ονομάζεται νους (διανόημα).
Και με άλλη διατύπωση· πρέπει να γνωρίζουμε ότι η πρώτη κίνηση του νου λέγεται νόηση· η νόηση πάλι για κάτι λέγεται λογισμός, ο οποίος, αν παραμείνει και σχηματίσει στην ψυχή παράσταση σχετική με το νοούμενο, καλείται σκέψη. Η σκέψη πάλι, αν μείνει προσηλωμένη στο ίδιο και ελέγξει και εξετάσει τον εαυτό της, λέγεται φρόνηση. Η φρόνηση πλέον, αν διευρυνθεί, σχηματίζει διαλογισμό, που τον ονομάζουμε ενδιάθετο λόγο και τον ορίζουμε ως πλήρη κίνηση της ψυχής που συμβαίνει στο μέρος του διανοητικού, χωρίς τίποτε να εκφωνείται· αυτός, λένε, δημιουργεί τον προφορικό λόγο, ο οποίος ομιλείται με τη γλώσσα.
Αφού, λοιπόν, είπαμε για τις γνωστικές δυνάμεις, ας μιλήσουμε και για τις ζωτικές, δηλαδή τις επιθυμητικές.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι κάποια δύναμη έχει σπαρεί μέσα στην ψυχή από τη φύση· αυτή επιθυμεί αυτό που είναι φυσικό και συγκρατεί όλα όσα ανήκουν κατ’ ουσίαν στη φύση μας· λέγεται θέληση. Η ύπαρξή μας, δηλαδή, επιθυμεί να υπάρχει με το νου και την αίσθηση· να ζει και να κινείται ποθώντας τη δική της φυσική και τέλεια ύπαρξη. Γι’ αυτό και ο ορισμός του φυσικού θελήματος είναι ο εξής: θέλημα είναι λογική επιθυμία των ζωτικών, που εξαρτάται μόνον απ’ όσα ανήκουν στη φύση μας. Επομένως, η θέληση είναι η ίδια η φυσική και λογική επιθυμία όλων των συστατικών της φύσεώς μας, η απλή δύναμη· αντίθετα, η επιθυμία των άλογων όντων, επειδή δεν είναι λογική, δεν λέγεται θέληση.
Η βούληση είναι κάποια φυσική θέληση, δηλαδή φυσική και λογική επιθυμία κάποιου πράγματος. Υπάρχει, δηλαδή, μέσα στην ψυχή του ανθρώπου δύναμη της λογικής επιθυμίας. Όταν, λοιπόν, η λογική επιθυμία κινηθεί φυσικά προς κάποιο πράγμα, λέγεται βούληση· βούληση, δηλαδή, είναι η λογική επιθυμία και ο πόθος κάποιου πράγματος.
Η βούληση χρησιμοποιείται και για όσα εξαρτώνται από μας και για όσα δεν εξαρτώνται, δηλαδή και γι’ αυτά που είναι δυνατόν να γίνουν και γι’ αυτά δεν είναι. Επιθυμούμε, για παράδειγμα, πολλές φορές να πορνεύσουμε ή να εγκρατευθούμε ή να κοιμηθούμε ή κάτι παρόμοιο· αυτά εξαρτώνται από μας και μπορούν να γίνουν. Θέλουμε, ακόμη, να γίνουμε βασιλιάδες· αυτό όμως δεν εξαρτάται από μας. Επιθυμούμε τέλος να μην πεθάνουμε ποτέ· αυτό όμως είναι από τα αδύνατα.
Η βούληση αναφέρεται στον σκοπό, όχι σ’ αυτά που οδηγούν στον σκοπό.
Σκοπός βέβαια είναι το αντικείμενο της βουλήσεως, όπως να βασιλεύσουμε ή να γίνουμε υγιείς. Στον σκοπό οδηγεί η σκέψη, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να γίνουμε υγιείς ή να βασιλέψουμε. Έπειτα, μετά από τη βούληση, ακολουθεί η έρευνα και η εξέταση. Και μετά απ’ αυτά, αν εξαρτάται από μας, ακολουθεί βουλή, δηλαδή απόφαση. Και «βουλή» είναι επιθυμία για να ερευνήσουμε αυτά που πρέπει να πράξουμε. Σκέφτεται, δηλαδή, κάποιος, αν πρέπει ν’ ασχοληθεί με την υπόθεση ή όχι. Έπειτα σκέφτεται το καλύτερο, και αυτό λέγεται διάκριση. Στη συνέχεια, αποδέχεται και αγαπά αυτό που έκρινε με τη σκέψη του, και αυτό ονομάζεται συγκατάθεση. Αν βέβαια δεν αποφασίσει ν’ αποδεχθεί την κρίση του, δηλαδή δεν την αγαπήσει, τότε δεν ονομάζεται συγκατάθεση. Έπειτα, μετά την αποδοχή, έρχεται η προαίρεση, δηλαδή η επιλογή· προαίρεση δηλαδή είναι η εκλογή του ενός μεταξύ δύο πραγμάτων, να προτιμήσουμε αυτό αντί για το άλλο. Κατόπιν, σπεύδει να το κάνει πράξη, και αυτό ονομάζεται ορμή. Έπειτα, εκπληρώνει την επιθυμία, και αυτό λέγεται χρήση. Τέλος, μετά τη χρήση, η επιθυμία σταματά.
Στην περίπτωση βέβαια των αλόγων ζώων, όταν έχουν επιθυμία κάποιου πράγματος, αμέσως ορμούν να την πραγματοποιήσουν· διότι η επιθυμία των αλόγων ζώων είναι άλογη και κατευθύνεται από τη φυσική επιθυμία. Γι’ αυτό η επιθυμία των αλόγων ζώων δεν
ονομάζεται θέληση ούτε βούληση· διότι η θέληση είναι λογική και αυτεξούσια φυσική επιθυμία. Στους ανθρώπους όμως, οι οποίοι έχουν λογική, η φυσική τους επιθυμία μάλλον κατευθύνεται παρά κατευθύνει· διότι αυτή κινείται ελεύθερα και λογικά, επειδή μέσα στον άνθρωπο οι γνωστικές και ζωτικές δυνάμεις επικοινωνούν μεταξύ τους. (Ο άνθρωπος), λοιπόν, ελεύθερα επιθυμεί, ελεύθερα θέλει, ελεύθερα ερευνά και εξετάζει, ελεύθερα σκέφτεται, ελεύθερα διακρίνει, ελεύθερα παίρνει θέση απέναντι στα πράγματα, ελεύθερα εκλέγει, ελεύθερα σπεύδει (για εκπλήρωση των επιθυμιών) και ελεύθερα ενεργεί σ’ αυτά που είναι σύμφωνα με τη φύση του.
Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι στο Θεό αποδίδουμε βούληση και όχι προαίρεση· διότι ο Θεός δεν σκέφτεται. Η σκέψη αποτελεί γνώρισμα της άγνοιας· κανείς όμως δεν σκέφτεται για κάτι που το γνωρίζει. Εάν, λοιπόν, η σκέψη είναι γνώρισμα της αγνοίας, οπωσδήποτε είναι και η προαίρεση.
Αλλά ο Θεός, ο οποίος τα γνωρίζει όλα απολύτως, δεν σκέφτεται.
Αλλά ούτε στην ψυχή του Κυρίου αποδίδουμε σκέψη ή προαίρεση· διότι δεν είχε άγνοια. Αν και η (ανθρώπινη) φύση του αγνοούσε τα μέλλοντα να συμβούν, όμως, επειδή ενώθηκε υποστατικά με το Θεό Λόγο, είχε τη γνώση όλων όχι χαριστικά αλλά, όπως λέγεται, εξαιτίας της υποστατικής ενώσεώς της· διότι ο ίδιος ήταν και Θεός και άνθρωπος. Γι’ αυτό και δεν είχε γνωμικό θέλημα. Είχε βέβαια απλή φυσική θέληση, την ίδια που συναντάμε σε κάθε ανθρώπινη υπόσταση· αλλά η αγία του ψυχή δεν είχε γνώμη, δηλαδή επιθυμητό, το οποίο (να μπορεί να είναι) αντίθετο στο θείο του θέλημα ή κάτι το διαφορετικό από το θείο του θέλημα.
Διότι η γνώμη χωρίζεται μαζί με τις υποστάσεις (πρόσωπα), εκτός από τα πρόσωπα της αγίας, απλής, ασύνθετης και αδιαίρετης Θεότητος· επειδή οι υποστάσεις της Θεότητος είναι αδιαίρετες και αχώριστες, ούτε και η θέλησή τους χωρίζεται. Και στη θεότητα βέβαια, επειδή η φύση είναι μία, μία είναι και η φυσική τους θέληση. Και επειδή οι υποστάσεις είναι αχώριστες, είναι και μία η θέλησή και η κίνηση (ενέργεια) των τριών υποστάσεων.
Στην περίπτωση των ανθρώπων μάλιστα, επειδή μία είναι η φύση, μία είναι και η θέληση· επειδή όμως τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι χωριστά και διαφέρουν μεταξύ τους στον τόπο, το χρόνο, τη σχέση τους προς τα πράγματα και άλλα πολλά, εξαιτίας αυτού έχουμε και διαφορετικά θελήματα και γνώμες. Σχετικά όμως με το πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, επειδή οι φύσεις διαφέρουν, διαφέρουν και οι φυσικές θελήσεις της θείας και της ανθρωπίνης φύσεώς του, δηλαδή οι θελητικές δυνάμεις. Επειδή όμως μία είναι η υπόσταση του προσώπου του και ένας αυτός που θέλει, ένα είναι και αυτό που θέλει, δηλαδή το γνωμικό του θέλημα· διότι η ανθρώπινη θέλησή του ακολουθεί τη θεία του θέληση και θέλει αυτά, τα οποία η θεία του θέληση ήθελε να θέλει αυτή (η ανθρώπινη).
Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι άλλο είναι η θέληση και άλλο η βούληση, άλλο το θελητό, άλλο το θελητικό και άλλο ο θέλων.
Θέληση, δηλαδή, είναι η ίδια η απλή δύναμη να θέλουμε, ενώ βούληση είναι η θέληση για κάτι· θελητό πάλι είναι το αντικείμενο της θελήσεως, δηλαδή αυτό που θέλουμε· για παράδειγμα, η επιθυμία κινείται για φαγητό· η απλή επιθυμία είναι λογική θέληση, ενώ η επιθυμία για φαγητό είναι βούληση· η ίδια η τροφή είναι το θελητό, ενώ θελητικό είναι αυτό που έχει τη δύναμη της θελήσεως, για παράδειγμα ο άνθρωπος. Θέλων πάλι είναι αυτός που χρησιμοποιεί τη θέληση.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το θέλημα άλλοτε σημαίνει τη θέληση, δηλαδή τη θελητική δύναμη και ονομάζεται φυσικό θέλημα· άλλοτε πάλι σημαίνει το επιθυμητό και ονομάζεται γνωμικό θέλημα.