Κηρύττουμε μάλιστα ότι η αγία Παρθένος είναι κυριολεκτικά και αληθινά Θεοτόκος· όπως δηλαδή αυτός που γεννήθηκε απ’ αυτήν είναι αληθινός Θεός, και αυτή που γέννησε με σάρκα τον αληθινό Θεό είναι πραγματική Θεοτόκος. Διότι ισχυριζόμαστε ότι γέννησε το Θεό, όχι με την έννοια ότι η θεότητα του Λόγου έχει την αρχή της απ’ αυτήν, αλλά ότι ο ίδιος ο Θεός Λόγος, που γεννήθηκε από τον Πατέρα προαιώνια και έξω από το χρόνο και υπάρχει μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα άχρονα και αΐδια, αυτός ο ίδιος τις έσχατες ημέρες για τη δική μας σωτηρία κατοίκησε μέσα στα σπλάγχνα της και χωρίς μεταβολή σαρκώθηκε και γεννήθηκε απ’ αυτήν. Διότι η αγία Παρθένος δεν γέννησε μόνο άνθρωπο, αλλά αληθινό Θεό· όχι φανταστικό, αλλά με σάρκα· δεν κατέβηκε το σώμα από τον ουρανό και πέρασε μέσα από το σώμα της όπως περνά από σωλήνα, αλλά προσέλαβε απ’ αυτήν όμοια σάρκα με τη δική μας και της έδωσε τη δική του υπόσταση. Διότι, εάν έφερνε το σώμα από τον ουρανό και δεν το πήρε από τη φύση μας, τότε ποιά ανάγκη υπήρχε για να ενανθρωπίσει;
Η ενανθρώπηση μάλιστα του Λόγου του Θεού έγινε για τον εξής λόγο, για να μπορέσει η φύση μας που αμάρτησε, έπεσε και διαφθάρθηκε, να νικήσει τον δυνάστη που μας ξεγέλασε, και έτσι να ελευθερωθεί από τη φθορά· ακριβώς το λέει ο θείος Απόστολος: «Επειδή ο θάνατος εισήλθε μέσω του ανθρώπου, και η ανάσταση από τους νεκρούς θα γίνει με άνθρωπο»· εφόσον το πρώτο γεγονός συνέβη αληθινά, θα συμβεί και το δεύτερο.
Όμως, αν και λέει, «ο πρώτος Αδάμ ήταν χοϊκός από τη γη, ενώ ο δεύτερος Αδάμ, ο Κύριος, είναι από τον ουρανό», δεν εννοεί ότι το σώμα είναι από τον ουρανό, αλλά δείχνει ότι δεν είναι απλός άνθρωπος. Γι’ αυτό και τον κάλεσε και Αδάμ και Κύριο, δείχνοντας ότι είναι και το ένα και το άλλο. Επειδή το όνομα Αδάμ εξηγείται γήϊνος· και είναι γήϊνος, διότι η φύση του ανθρώπου πλάστηκε από χώμα· ενώ το όνομα Κύριος παριστάνει τη θεία ουσία.
Και πάλι λέει ο Απόστολος: «Ο Θεός έστειλε τον Υιό του το μονογενή που έγινε από γυναίκα». Δεν είπε με γυναίκα, αλλά «από γυναίκα».
Έδειξε, λοιπόν, ο θείος Απόστολος, ότι αυτός είναι ο μονογενής Υιός του Θεού και Θεός ο ίδιος, ο οποίος έγινε άνθρωπος από την Παρθένο, και αυτός που γεννήθηκε από τα σπλάγχνα της Παρθένου είναι ο Υιός του Θεού και Θεός· γεννήθηκε με σώμα, χάρη στο οποίο έγινε άνθρωπος, και δεν μπήκε μέσα σε προκατασκευασμένο άνθρωπο, όπως συμβαίνει με τους προφήτες, αλλά ο ίδιος έγινε πραγματικός και αληθινός άνθρωπος· έδωσε δηλαδή μέσα στην υπόστασή του ύπαρξη σε σάρκα που έχει ψυχή λογική και νοερή, και έγινε ο ίδιος υπόστασή της· αυτό πράγματι σημαίνει η έκφραση «έγινε από γυναίκα». Διότι, πώς θα μπορούσε ο ίδιος ο Λόγος του Θεού να υποταχθεί στο νόμο, αν δεν είχε γίνει άνθρωπος όμοιος στην ουσία με μας;
Δίκαια, λοιπόν, και αληθινά ονομάζουμε την αγία Μαρία Θεοτόκο·
διότι αυτό το όνομα εκφράζει όλο το μυστήριο της θείας οικονομίας.
Διότι αυτή που γέννησε είναι Θεοτόκος, και οπωσδήποτε είναι Θεός αυτός που γεννήθηκε απ’ αυτήν και οπωσδήποτε είναι και άνθρωπος. Διότι, πώς θα μπορούσε αυτός που προαιώνια υπάρχει να γεννηθεί από γυναίκα Θεός, εάν δεν γινόταν άνθρωπος; Διότι ο Υιός του ανθρώπου είναι φανερό ότι είναι άνθρωπος. Και εάν αυτός που γεννήθηκε από γυναίκα είναι Θεός, είναι φανερό ότι ένας και ίδιος είναι αυτός που γεννήθηκε από το Θεό Πατέρα σε σχέση με τη θεία και άναρχη ουσία του και αυτός που γεννήθηκε τους έσχατους καιρούς από την Παρθένο σε σχέση με την ουσία που έχει αρχή και είναι μέσα στο χρόνο, δηλαδή την ανθρώπινη. Αυτό φανερώνει μία υπόσταση και δύο φύσεις και δύο γεννήσεις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Δεν ονομάζουμε την αγία Παρθένο Χριστοτόκο, διότι την ονομασία αυτή σαν προσβλητική την επινόησε ο αχρείος και σιχαμερός και οπαδός του Ιουδαϊσμού Νεστόριος, το όργανο της ντροπής, σκάζοντας ο ίδιος από το κακό του μαζί με τον πατέρα του το Σατανά, για να καταργήσει το όνομα «Θεοτόκος» και να ατιμάσει την πιο τιμημένη απ’ όλη την κτίση Θεοτόκο.
διότι χριστός (χρισμένος) είναι και ο βασιλιάς Δαβίδ και ο αρχιερέας Ααρών –καθώς αυτά τα δύο χρίονται, η βασιλεία και η ιερωσύνη–· και κάθε θεοφόρος άνθρωπος μπορεί να λέγεται χριστός (χρισμένος), αλλά όχι Θεός στη φύση του, όπως ο τιμωρημένος από το Θεό Νεστόριος με μανία είπε θεοφόρο (=δέχθηκε εκ των υστέρων το Θεό) αυτόν που γεννήθηκε από την Παρθένο· εμείς όμως δεν είναι δυνατόν να τον καλέσουμε ή να τον θεωρήσουμε θεοφόρο, αλλά σαρκωμένο Θεό.
Διότι ο ίδιος ο Λόγος έγινε άνθρωπος, επειδή η Παρθένος τον κυοφόρησε· και προήλθε Θεός μετά την πρόσληψη, καθώς η σάρκα θεώθηκε αμέσως μόλις την προσέλαβε και δημιουργήθηκε, ώστε συγχρόνως να γίνουν και τα τρία, η πρόσληψη, η ύπαρξη και η θέωση της σάρκας από τον Λόγο.
Έτσι νοείται και λέγεται Θεοτόκος η αγία Παρθένος, όχι μόνον εξαιτίας της φύσεως του Λόγου, αλλά και εξαιτίας της θεώσεως της ανθρωπίνης φύσεως, που η σύλληψη και η ύπαρξή τους έγινε με θαυμαστό τρόπο συγχρόνως. Η σύλληψη βέβαια ανήκει στο Λόγο, ενώ η ύπαρξη μέσα στον ίδιο το Λόγο ανήκει στη σάρκα, καθώς η ίδια η Θεομήτωρ με υπερφυσικό τρόπο χορηγεί στον πλάστη την πλάση του και στο Θεό και Δημιουργό του σύμπαντος την ανθρώπινη φύση του, διότι θέωσε αυτό που προσέλαβε· ενώ η ένωση διέσωζε αυτά που ενώθηκαν να είναι όπως όταν ενώθηκαν· και δεν εννοώ μόνο τη θεία φύση, αλλά και την ανθρώπινη φύση του Χριστού, αυτό που μας ξεπερνά αλλά και είναι σύμφωνο μ’ εμάς.
Διότι δεν έγινε πρώτα σαν κι εμάς κι έπειτα έγινε πάνω από μας, αλλά από την πρώτη στιγμή της υπάρξεώς του ήταν και τα δύο, επειδή είχε από την αρχή της συλλήψεως την ύπαρξή του μέσα στον ίδιο το Λόγο· το ανθρώπινο βέβαια είναι σύμφωνο με την ανθρώπινη φύση, ενώ ο Θεός και το θείο εννοούνται υπερφυσικά. Ακόμη μάλιστα απόκτησε και τα ιδιώματα της έμψυχης σάρκας· ο Λόγος τα δέχτηκε για λόγους οικονομίας, για να γίνουν αυτά με την τάξη της φυσικής σειράς, αληθινά και φυσιολογικά.
Η ενανθρώπηση μάλιστα του Λόγου του Θεού έγινε για τον εξής λόγο, για να μπορέσει η φύση μας που αμάρτησε, έπεσε και διαφθάρθηκε, να νικήσει τον δυνάστη που μας ξεγέλασε, και έτσι να ελευθερωθεί από τη φθορά· ακριβώς το λέει ο θείος Απόστολος: «Επειδή ο θάνατος εισήλθε μέσω του ανθρώπου, και η ανάσταση από τους νεκρούς θα γίνει με άνθρωπο»· εφόσον το πρώτο γεγονός συνέβη αληθινά, θα συμβεί και το δεύτερο.
Όμως, αν και λέει, «ο πρώτος Αδάμ ήταν χοϊκός από τη γη, ενώ ο δεύτερος Αδάμ, ο Κύριος, είναι από τον ουρανό», δεν εννοεί ότι το σώμα είναι από τον ουρανό, αλλά δείχνει ότι δεν είναι απλός άνθρωπος. Γι’ αυτό και τον κάλεσε και Αδάμ και Κύριο, δείχνοντας ότι είναι και το ένα και το άλλο. Επειδή το όνομα Αδάμ εξηγείται γήϊνος· και είναι γήϊνος, διότι η φύση του ανθρώπου πλάστηκε από χώμα· ενώ το όνομα Κύριος παριστάνει τη θεία ουσία.
Και πάλι λέει ο Απόστολος: «Ο Θεός έστειλε τον Υιό του το μονογενή που έγινε από γυναίκα». Δεν είπε με γυναίκα, αλλά «από γυναίκα».
Έδειξε, λοιπόν, ο θείος Απόστολος, ότι αυτός είναι ο μονογενής Υιός του Θεού και Θεός ο ίδιος, ο οποίος έγινε άνθρωπος από την Παρθένο, και αυτός που γεννήθηκε από τα σπλάγχνα της Παρθένου είναι ο Υιός του Θεού και Θεός· γεννήθηκε με σώμα, χάρη στο οποίο έγινε άνθρωπος, και δεν μπήκε μέσα σε προκατασκευασμένο άνθρωπο, όπως συμβαίνει με τους προφήτες, αλλά ο ίδιος έγινε πραγματικός και αληθινός άνθρωπος· έδωσε δηλαδή μέσα στην υπόστασή του ύπαρξη σε σάρκα που έχει ψυχή λογική και νοερή, και έγινε ο ίδιος υπόστασή της· αυτό πράγματι σημαίνει η έκφραση «έγινε από γυναίκα». Διότι, πώς θα μπορούσε ο ίδιος ο Λόγος του Θεού να υποταχθεί στο νόμο, αν δεν είχε γίνει άνθρωπος όμοιος στην ουσία με μας;
Δίκαια, λοιπόν, και αληθινά ονομάζουμε την αγία Μαρία Θεοτόκο·
διότι αυτό το όνομα εκφράζει όλο το μυστήριο της θείας οικονομίας.
Διότι αυτή που γέννησε είναι Θεοτόκος, και οπωσδήποτε είναι Θεός αυτός που γεννήθηκε απ’ αυτήν και οπωσδήποτε είναι και άνθρωπος. Διότι, πώς θα μπορούσε αυτός που προαιώνια υπάρχει να γεννηθεί από γυναίκα Θεός, εάν δεν γινόταν άνθρωπος; Διότι ο Υιός του ανθρώπου είναι φανερό ότι είναι άνθρωπος. Και εάν αυτός που γεννήθηκε από γυναίκα είναι Θεός, είναι φανερό ότι ένας και ίδιος είναι αυτός που γεννήθηκε από το Θεό Πατέρα σε σχέση με τη θεία και άναρχη ουσία του και αυτός που γεννήθηκε τους έσχατους καιρούς από την Παρθένο σε σχέση με την ουσία που έχει αρχή και είναι μέσα στο χρόνο, δηλαδή την ανθρώπινη. Αυτό φανερώνει μία υπόσταση και δύο φύσεις και δύο γεννήσεις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Δεν ονομάζουμε την αγία Παρθένο Χριστοτόκο, διότι την ονομασία αυτή σαν προσβλητική την επινόησε ο αχρείος και σιχαμερός και οπαδός του Ιουδαϊσμού Νεστόριος, το όργανο της ντροπής, σκάζοντας ο ίδιος από το κακό του μαζί με τον πατέρα του το Σατανά, για να καταργήσει το όνομα «Θεοτόκος» και να ατιμάσει την πιο τιμημένη απ’ όλη την κτίση Θεοτόκο.
διότι χριστός (χρισμένος) είναι και ο βασιλιάς Δαβίδ και ο αρχιερέας Ααρών –καθώς αυτά τα δύο χρίονται, η βασιλεία και η ιερωσύνη–· και κάθε θεοφόρος άνθρωπος μπορεί να λέγεται χριστός (χρισμένος), αλλά όχι Θεός στη φύση του, όπως ο τιμωρημένος από το Θεό Νεστόριος με μανία είπε θεοφόρο (=δέχθηκε εκ των υστέρων το Θεό) αυτόν που γεννήθηκε από την Παρθένο· εμείς όμως δεν είναι δυνατόν να τον καλέσουμε ή να τον θεωρήσουμε θεοφόρο, αλλά σαρκωμένο Θεό.
Διότι ο ίδιος ο Λόγος έγινε άνθρωπος, επειδή η Παρθένος τον κυοφόρησε· και προήλθε Θεός μετά την πρόσληψη, καθώς η σάρκα θεώθηκε αμέσως μόλις την προσέλαβε και δημιουργήθηκε, ώστε συγχρόνως να γίνουν και τα τρία, η πρόσληψη, η ύπαρξη και η θέωση της σάρκας από τον Λόγο.
Έτσι νοείται και λέγεται Θεοτόκος η αγία Παρθένος, όχι μόνον εξαιτίας της φύσεως του Λόγου, αλλά και εξαιτίας της θεώσεως της ανθρωπίνης φύσεως, που η σύλληψη και η ύπαρξή τους έγινε με θαυμαστό τρόπο συγχρόνως. Η σύλληψη βέβαια ανήκει στο Λόγο, ενώ η ύπαρξη μέσα στον ίδιο το Λόγο ανήκει στη σάρκα, καθώς η ίδια η Θεομήτωρ με υπερφυσικό τρόπο χορηγεί στον πλάστη την πλάση του και στο Θεό και Δημιουργό του σύμπαντος την ανθρώπινη φύση του, διότι θέωσε αυτό που προσέλαβε· ενώ η ένωση διέσωζε αυτά που ενώθηκαν να είναι όπως όταν ενώθηκαν· και δεν εννοώ μόνο τη θεία φύση, αλλά και την ανθρώπινη φύση του Χριστού, αυτό που μας ξεπερνά αλλά και είναι σύμφωνο μ’ εμάς.
Διότι δεν έγινε πρώτα σαν κι εμάς κι έπειτα έγινε πάνω από μας, αλλά από την πρώτη στιγμή της υπάρξεώς του ήταν και τα δύο, επειδή είχε από την αρχή της συλλήψεως την ύπαρξή του μέσα στον ίδιο το Λόγο· το ανθρώπινο βέβαια είναι σύμφωνο με την ανθρώπινη φύση, ενώ ο Θεός και το θείο εννοούνται υπερφυσικά. Ακόμη μάλιστα απόκτησε και τα ιδιώματα της έμψυχης σάρκας· ο Λόγος τα δέχτηκε για λόγους οικονομίας, για να γίνουν αυτά με την τάξη της φυσικής σειράς, αληθινά και φυσιολογικά.