Μολονότι δεν υπάρχει ανυπόστατη φύση ή απρόσωπη ουσία – διότι η ουσία και η φύση νοείται σε υποστάσεις και πρόσωπα –, παρ’ όλ’ αυτά δεν είναι υποχρεωτικό η καθεμία από τις μεταξύ τους ενωμένες φύσεις να έχει ξεχωριστά ιδιαίτερη υπόσταση· διότι μπορούν να συνενωθούν σε μία υπόσταση και να μην είναι ούτε ανυπόστατες ούτε η καθεμία να έχει ιδιαίτερη υπόσταση, αλλά και οι δύο να έχουν μία και την ίδια. Διότι η ίδια η υπόσταση του Λόγου, επειδή έγινε υπόσταση και των δύο φύσεων, δεν επιτρέπει σε καμία απ’ αυτές να είναι ανυπόστατη, ούτε να έχουν μεταξύ τους διαφορετική υπόσταση, ούτε η υπόσταση άλλοτε να ανήκει στη μία και άλλοτε στην άλλη (φύση), αλλά πάντοτε η υπόσταση να ανήκει και στις δύο αδιαίρετα και αχώριστα· να μη χωρίζεται ούτε να διαιρείται, και να μη διανέμει ένα μέρος της στη μία κι ένα άλλο στην άλλη, αλλά ολόκληρη ν’ ανήκει στη μία και την άλλη, χωρίς διαίρεση και στο σύνολό της. Διότι η σάρκα του Θεού Λόγου δεν έγινε υπόσταση με ιδιαίτερο τρόπο, ούτε έγινε κάποια διαφορετική υπόσταση από την υπόσταση του Θεού Λόγου, αλλά (η σάρκα) απόκτησε υπόσταση μέσα σ’ αυτήν (υπόσταση του Λόγου) και έγινε ενυπόστατη και όχι ξεχωριστή υπόσταση από μόνη της. Γι’ αυτό δεν είναι ούτε ανυπόστατη ούτε εισάγει μέσα στην Τριάδα κάποια άλλη υπόσταση.
Μολονότι δεν υπάρχει ανυπόστατη φύση ή απρόσωπη ουσία – διότι η ουσία και η φύση νοείται σε υποστάσεις και πρόσωπα –, παρ’ όλ’ αυτά δεν είναι υποχρεωτικό η καθεμία από τις μεταξύ τους ενωμένες φύσεις να έχει ξεχωριστά ιδιαίτερη υπόσταση· διότι μπορούν να συνενωθούν σε μία υπόσταση και να μην είναι ούτε ανυπόστατες ούτε η καθεμία να έχει ιδιαίτερη υπόσταση, αλλά και οι δύο να έχουν μία και την ίδια. Διότι η ίδια η υπόσταση του Λόγου, επειδή έγινε υπόσταση και των δύο φύσεων, δεν επιτρέπει σε καμία απ’ αυτές να είναι ανυπόστατη, ούτε να έχουν μεταξύ τους διαφορετική υπόσταση, ούτε η υπόσταση άλλοτε να ανήκει στη μία και άλλοτε στην άλλη (φύση), αλλά πάντοτε η υπόσταση να ανήκει και στις δύο αδιαίρετα και αχώριστα· να μη χωρίζεται ούτε να διαιρείται, και να μη διανέμει ένα μέρος της στη μία κι ένα άλλο στην άλλη, αλλά ολόκληρη ν’ ανήκει στη μία και την άλλη, χωρίς διαίρεση και στο σύνολό της. Διότι η σάρκα του Θεού Λόγου δεν έγινε υπόσταση με ιδιαίτερο τρόπο, ούτε έγινε κάποια διαφορετική υπόσταση από την υπόσταση του Θεού Λόγου, αλλά (η σάρκα) απόκτησε υπόσταση μέσα σ’ αυτήν (υπόσταση του Λόγου) και έγινε ενυπόστατη και όχι ξεχωριστή υπόσταση από μόνη της. Γι’ αυτό δεν είναι ούτε ανυπόστατη ούτε εισάγει μέσα στην Τριάδα κάποια άλλη υπόσταση.