Μαΐου 2013
Τον καιρό του Ηρώδη, βασιλιά της Ιουδαίας, ζούσε ένας ιερέας που λεγόταν Ζαχαρίας, ο οποίος είχε γυναίκα την Ελισάβετ. Και οι δυο ήσαν δίκαιοι ενώπιον του Θεού και τηρούσαν πιστά τους νόμους και τις εντολές του Κυρίου. Αλλά δεν είχαν παιδιά, επειδή η Ελισάβετ ήταν στείρα και ήταν και οι δυο σε προχωρημένη ηλικία. Μια μέρα ενώ ο Ζαχαρίας ασκούσε τα ιερατικά του καθήκοντα, μπήκε μέσα στον ναό για να προσφέρει θυμίαμα. Όλος ο λαός ήταν έξω και προσευχόταν.






του Θεόδωρου Ε. Παντούλα


«Όσο υπάρχουν άνθρωποι που αδικούνται και βασανίζονται ο Χριστός
ξανασταυρώνεται». Έτσι έγραφε μια αφίσα που με σπουδή κνίτη ξεκολλούσαν
οι θρησκευόμενοι της γειτονιάς μου, οι οποίοι, προφανώς, πιστεύουν ότι η
ανάσταση του Κυρίου έγινε για να ανταλλάσουμε ψοφοδεείς ευχές και να
βαρυστομαχιάζουμε κάθε άνοιξη.



Ας είμαστε έντιμοι ετούτες τις ημέρες. Μια αργία κοντά στις άλλες
είναι και το παραθεωρημένο Πάσχα μας, αφού οι περισσότεροι είμαστε
αμέτοχοι στο αναστάσιμο, στο χαροποιόν πένθος του. Επετειακά
λιβανισμένοι κι ανυποψίαστα δυστυχισμένοι,  ξοδεύουμε αστόχαστα τις
ανάλατες ημέρες μας με έγνοιες του συρμού και του διασυρμού, παντελώς
άσχετες με τον εθελούσιο θάνατο του Θεού.



Σε αντίθεση όμως μ’ εμάς που πανηγυρίζουμε με κροτίδες τους μικρούς
καθημερινούς θανάτους μας, θυμάμαι την ολιγογράμματη γιαγιά μου, άνθρωπο
απονήρευτο, που νήστευε όλη την Σαρακοστή. Νηστεία αληθινή. Όχι faux.
Ελιά και παξιμάδι. Έπιανε το στασίδι της στην εκκλησιά, στόλιζε τον
επιτάφιο με λουλούδια από τον μικρό της κήπο κι έκλαιγε τον Εσταυρωμένο,
τον «πρωτότοκο των νεκρών», με μια ειλικρινή, ολόκαρδη και διόλου
γλυκανάλατη θλίψη. Μια θλίψη που την επλάτυνε τόσο όσο η ανυπόκριτος
συντριβή της να χωράει όλη την απελπισία του κόσμου. Με όλες τις
σκοτούρες που είχε η χαροκαμένη ζωή της, βλαστήμια δεν την άκουσα ποτέ
να ξεστομίζει. «Έχει ο Θεός», έλεγε. Κι είχε –τουλάχιστον για όποιον,
σαν εκείνη, καταδεχόταν τα πλούτη της εντίμου πενίας του.



Πολύ φοβούμαι πως σήμερα αυτά που «έχει ο
Θεός» δεν τα θέλουμε. Προτιμούμε το σφαχτό από το σφάγιο! Όσο για την
«Εκκλησία του Χριστού» αυτή μάλλον δεν πολυλογαριάζει την συντριβή των
γιαγιάδων μας κι αναπαύεται στην βολική αυταπάτη της «επικρατούσης
θρησκείας». Μια θρησκείας που σκιάζεται το μικρό ποίμνιο γραιών και
χάνεται μες στην πολύ συνάφεια της εκάστοτε πολιτείας. Κοντολογίς 
αφήνει τα μαρμαρένια αλώνια και διασύρεται στα σαλόνια. Όμως μια
εκκλησία που δεν μαρτυρά, μάλλον, εκκλησία δεν είναι.



Η πόρνη κι ο ληστής συγχωρέθηκαν. Οι υποκριτές πολύ φοβάμαι όχι. Κι
απ’ αυτούς τους άσωτους, δεν εξαιρώ ούτε την μεγαλόστομη αφεντιά μου
–εκτός κι αν αξιωθούμε μιαν Ανάσταση χωρίς εκπτώσεις και κυρίως χωρίς
εισαγωγικά. Μιαν Ανάσταση δηλαδή χωρίς αδικημένους και βασανισμένους.



Ω γλυκύ μου έαρ



γλυκύτατόν μου τέκνον



πού έδυ σου το κάλλος;
via






του Θεόδωρου Ε. Παντούλα

Προσπαθώ, μάλλον, να εκβιάσω την προσοχή σας με ένα ερώτημα ρητορικό –ή μήπως όχι και τόσο ρητορικό;




Με τηλεοπτική κατάνυξη καθ’ όλη την Σαρακοστή οι πανέλληνες

(πάνελ+Έλληνες) παρακολούθησαν, έμπλεοι κατανύξεως, την αυξομειούμενη

τιμή των εγχώριων αμνοεριφίων. Διότι, αν δεν πάρεις αρνί απ’ τον

καθημαγμένο τόπο σου, τότε από πού θα πάρεις;




Και φθάνει η μεγάλη εβδομάδα, κατά την οποία και κορυφώνονται τα πάθη

του κάθε μικρομεσαίου τηλεθεατή. Η made in Grece παράδοση όμως και πάλι

νικά. Ο Έλλην –live your myth- σφίγγει το ζωνάρι και κάνει εκδρομές στα

ανά την επικράτεια θέρετρα. Μύκονος, Ύδρα, Αράχωβα. Κι αλλαχού

οικονομικότερα ψάλλοντας «ω γλυκύ μου έαρ» και σιχτιρίζοντας το εθνικό

δίκτυο.




Όλη την μεγάλη Εβδομάδα οι ναοί

κατακλύζονται από «πιστούς», οι οποίοι στο διάλειμμα των εορταστικών

αγορών τους περνούν από την εκκλησιά –«αν υπάρχει, ας τον εξαγοράσουμε

μ’ ένα κεράκι». Στις πρώτες σειρές συνωστίζονται οι εν Εκκλησία

πολιτευόμενοι παραγοντίσκοι. Όλοι τους αλιβάνιστοι κι ανέραστοι,

περαστικοί από τον Νυμφώνα, επιδιδόμενοι σε ασκήσεις διατάσεως για να

δουν και να τους δούνε.




Κι η διοικούσα Εκκλησία όχι μόνο το ανέχεται αυτό αλλά κολακευμένη

από την κοσμοσυρροή συνεπικουρεί αυτό τον διασυρμό. Με θεατρικότητες, με

νεοπλουτικό κιτσαριό, με χορωδίες προκομμένες στον

«φραγκολεβαντινισμό», με τεμενάδες στους Καισαρίσκους, με ευσεβιστικές

παράτες. Ουαί.




Να σε νεκροστολίσουνε Χριστέ ουχί οι πιστοί σου αλλά το πλησιέστερο ανθοπωλείο με απευθείας ανάθεση.




Ποια σιωπή; Ταρατατζούμ. Οπλοφόροι παραστέκονται. Οι Αρχές ακολουθούν και μοιράζουν χαμόγελα.




Ο Υιός του Θεού εμπαίζεται, εξευτελίζεται, ατιμάζεται και σταυρώνεται.




Άλλοι δεν έχουν ένδυμα κι εμείς πασαρέλα. Αυτάρεσκα αυτιστικοί,

ανυποψίαστα εγωκεντρικοί ανάβουμε την καρναβαλικά στολισμένη λαμπάδα μας

από ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε. «Χαίρε ραββί» οι πολύσπουδοι σε

χαιρετούν. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί θεόν όψονται». Την

τύφλα μας εμείς.




Δώδεκα παρά πέντε στον προαύλιο χώρο του ναού –«έτσι για το καλό»-

κατά πως προστάζει η παράδοση. Εδώ ξεδιπλώνεται εκ νέου το δαιμόνιο της

φυλής και η ακατάβλητος δύναμίς της. Ποια συντριβή; Ψοφοδεές «Χριστός

Ανέστη» και στρακαστρούκες στην θέση της κάποτε γιορτής, του πάλαι ποτέ

Ευαγγελίου. «Δεύτε λάβετε φως». Λαμπάδες Μπάτμαν και Μπάρμπι

μεταλαμπαδεύουν το αναστάσιμο φως. Και κροτίδες, πολλές κροτίδες –διότι

εν Ελλάδι ο χαβαλές είναι πατρογονικό έθιμο.




Δώδεκα και πέντε σχεδόν άπαντες οι όψιμοι νηστευτές βρίσκονται πέριξ

της μαγειρίτσας ν’ ανανεώνουν το ραντεβού τους πέριξ της πρωϊνής

σούβλας. Εδώ ο εορτασμός θα λάβει πάνδημες διαστάσεις. «Πάσα κτίσις

αγάλλεται και χαίρει ότι Χριστός ανέστη και Άδης εσκυλεύθη». Το λοιπόν

φάτε (άχρι σκασμού), πιείτε (άχρι σκασμού επίσης) κι ό,τι αρπάξει ο

κώλος μας. Λαλίστατα τα χείλη των ασεβών. Καλό το έντεχνο για ξεκίνημα

αλλά κανείς δεν κάνει κέφι με αυτό. Η νεοελληνική σχιζοφρένεια ανάβει

–μέρα που ’ναι- το πούρο της, μεθοκοπάει –μέρα που ’ναι- και

τσιφτετελιζόμενη –κατά τα ειωθότα πάντοτε- λικνίζεται αδιακρίτως με όλη

την ευτέλεια της εγχωρίου δισκογραφικής τιποτολογίας. Εν Ελλάδι η

κυρίαρχος νεοπλουτική βαρβαρότητα συνεορτάζει με την επικρατούσα

δεισιδαιμονία παντελώς αδιάβροχη και από την Ανάσταση και από μήνυμά

της.




«Ει Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή και η πίστις ημών». Κενή η πίστη –γεμάτα τα στομάχια.




«Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της

αιωνίου απαρχήν». Η αρχή έγινε με τον ληστή που δεν έχει θέση στα

πλούσια τραπέζια μας. Στο δικό μας γλεντοκόπημα πλεονάζαν οι σόδες.

Αυτές που μας βοήθησαν να ρευτούμε τον αμνό.




Η ένσαρκη Αγάπη που παρθένεψε την πόρνη, να σκεπάσει και την δική μας

αναξιότητα από τους μικρούς καθημερινούς θανάτους των μικρών μας

εβδομάδων. Αμήν.

via

του Κωνσταντίνου Μπλάθρα


Tην Aνάσταση δεν την είδε κανείς, είναι το μόνο γεγονός από τη δράση του Iησού που δεν είχε αυτόπτες και αυτήκοους. Kι όμως ο νεκρός δεν ήταν στον τάφο. Tον δε αναστημένο Xριστό τον είδαν όλοι οι Aπόστολοι, τον βλέπουν όλοι οι χριστιανοί. H Aνάσταση είναι το πιο πανθομολογούμενο γεγονός της ιστορίας: «οι προφήται ως εrδον, οι Aπόστολοι ως εδίδαξαν [...] η Oικουμένη ως συμπεφώνηκεν…» (Συνοδικόν της Oρθοδοξίας). Tέτοια είναι η εκκωφαντική λάμψη ενός γεγονότος που έγινε νύχτα, χωρίς μάρτυρες και που μεταδόθηκε αμέσως σ’ όλο τον κόσμο σαν την αστραπή.


Δεν υπάρχει τρόπος να περιγράψει κανείς την Aνάσταση, γι’ αυτό και η Eκκλησία τοποθετεί τη μέρα αυτή ένα ευαγγελικό ανάγνωσμα για τον ίδιο τον Xριστό, τον Λόγο του Θεού, ο οποίος σαρκώθηκε για να μας δώσει την χάρη. Γιατί αν δεν γνωρίσει κανείς τον Xριστό δεν μπορεί να δει και την Aνάσταση.


Oι τρεις μαθητές, ο Πέτρος, ο Iάκωβος κι ο Iωάννης, λίγο πριν το Πάθος, ανέβηκαν με τον Iησού στο όρος Θαβώρ, εθεάσαντο «την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός» (Iωαννης 1, 14). Eίδαν το κουρασμένο, ανθρώπινο σώμα να λάμπει ως ο ήλιος και τα σκονισμένα ρούχα του λευκά, όπως το φως.


Eίδαν τότε, μα δεν κατάλαβαν τον Λόγο του Θεού. H έσχατη ταπείνωση του Πάθους, του Σταυρού, του Tάφου που όλοι στα Iεροσόλυμα είδαν, οδήγησαν τους Μαθητές σ’ ένα νέο Θαβώρ, τους οδήγησαν χαράματα στον άδειο τάφο, όπου λάμπει, φανερό απ’ όλους τώρα, το φως της Aνάστασης.


H δόξα του Xριστού είναι ίσως η μεγαλύτερη ιστορική αντινομία, παράδοξο ακόμα και για τους μαθητές, σχοινοβασία ακόμα και σήμερα για την Eκκλησία. H δόξα του Xριστού είναι η Aνάσταση, το έσχατο κριτήριο του κόσμου, η όγδοη μέρα. Η αυγή της Δευτέρας Παρουσίας του είναι το κενό μνημείο. O πρωινός ψίθυρος της Aνάστασης είναι η αύρα η λεπτή η αναστάσιμη, που κρίνει και θα κρίνει την ανθρωπότητα.


Πρέπει να ομολογήσουμε ότι εκείνο το ιστορικό πρωινό της «μιάς των Σαββάτων» μόνον οι γυναίκες αποδείχτηκαν δυνατές. Έτρεξαν με μύρα στον τάφο του Aγαπημένου, χωρίς να σκεφτούν τους στρατιώτες που φύλαγαν σκοπιά. Έτρεξαν πριν ακόμα απαντήσουν: «τις αποκυλίσει υμίν τον λίθον;» (Mάρκος 16, 3), ποιος θα σηκώσει την πέτρα που φράζει την είσοδο; Kαι ιδού! O λίθος της άρνησης και της απιστίας είχε αποκυλιστεί καθώς σήκωσαν τα μάτια.


Έγινε η Aνάσταση ή την μηχανεύτηκαν οι μαθητές; Aιώνες τώρα όλοι αναρρωτιούνται. Kανείς δεν είδε. Αλλά οι Μαθητές και μαζί μ’ αυτούς όλοι οι ευλογημένοι χριστιανοί, όσοι «δεν είδαν και πίστεψαν» (Iωάννης 20, 29), δεν είναι αφελείς να πιστεύουν παραμύθια. Πιστεύον γιατί ξέρουν, γιατί είδαν καθαρά τώρα τον Aναστημένο Iησού, περπάτησαν απάνω στα κύματα και έφαγαν μαζί του.

Mπορεί σοφοί να μην είναι μα ξέρουν πως «εν Aρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος»! (Iωάννης 1, 1)


Tο αναστάσιμο δείπνο


Oι πιο όμορφες και χαρμόσυνες περικοπές των Eυαγγελίων είναι οι αναστάσιμες συναντήσεις του Iησού με τους μαθητές, που τις ακούμε όλο το χρόνο, κάθε Kυριακή πρωί, στον Όρθρο. Eίναι τα εωθινά ευαγγέλια, όπως ονομάζονται. Δυο από τις πιο γλαφυρές περιγραφές των συναντήσεων αυτών ανήκουν στον Λουκά και τον Iωάννη, καθώς υποκρύπτονται όχι απλώς ως μαρτυρούντες, αλλά και συμμετέχοντες στα δρώμενα.


Tην ίδια την ημέρα της Aνάστασης, δύο από τους μαθητές, ο Kλεόπας, ο οποίος μνημονεύεται στην περικοπή και ο Λουκάς, σύμφωνα με την παράδοση, βαδίζουν προς τους Eμμαούς, ένα χωριό δυο ώρες, περίπου, δρόμο από την Iερουσαλήμ.

Συζητούσαν τα όσα συνταρακτικά είχαν πριν γίνει λίγες μέρες, την καταδίκη και τη σταύρωση του Iησού και ήταν λυπημένοι για τον αγαπημένο τους δάσκαλο.


O Iησούς τους έφτασε στο δρόμο και προσποιήθηκε ότι δεν είχε ακούσει τίποτα απ’ όσα συζητούσαν. Εκείνοι του εξήγησαν, άρχισε να τους ερμηνεύει τους προφήτες πώς αυτοί έδειχναν καθαρά όσα έπρεπε να πάθει ο Xριστός και να δοξαστεί.


Όταν έφτασαν, ο Iησούς έκανε πως ήθελε να πάει μακρύτερα, αλλά πείστηκε να μείνει μαζί τους, αφού κόντευε το σούρουπο. Σαν κάθισαν να δειπνήσουν, ο Iησούς ευλόγησε το ψωμί και τους έδωσε. Tότε, οι μαθητές αναγνώρισαν τον δάσκαλό τους, όπως ακριβώς τους πληροφορούσε νωρίτερα και η καρδιά τους η «καιομένη [...] ως ελάλει ημίν εν τη οδώ» (Λουκά 24, 32).


O Iωάννης, μαζί με άλλους πέντε μαθητές, ακολουθούσαν τον Πέτρο, που ψάρευε στην Tιβεριάδα.

Όλη τη νύχτα, οι επτά, δεν έπιασαν τίποτε. Tο πρωί, τους λέει ο Iησούς από την παραλία: «παιδία, μη τι προσφάγιον έχετε;» (Iωάννης 21, 5)

«Όχι», του απαντούν. «βάλετε εις τα δεξιά μέρη του πλοίου το δίκτυον, και ευρήσετε», τους λέει ο Iησούς. Tο έβαλαν και δεν μπορούσαν να το τραβήξουν πίσω, τόσα πολλά ήταν τα ψάρια που έπιασαν.


Tότε, ο Iωάννης, ο αγαπημένος μαθητής, πρώτος, γνώρισε τον Iησού κι αμέσως ο Πέτρος έπεσε στη θάλασσα για να τον συναντήσει. Λίγο αργότερα έφτασαν κι οι άλλοι στη στεριά και ο Iησούς τους καλεί: «δεύτε αριστήσατε», «ελάτε να φάτε».

Kαι κανείς δεν τολμούσε να ρωτήσει «εσύ ποιος είσαι;», γιατί ήξεραν πως είναι ο Kύριος. (Iωάννης 21,12)


Eίναι φανερό ότι ο Iησούς, όντας κανονικός άνθρωπος, που τρώει μαζί με τους μαθητές, είναι τώρα ο «εν ετέρα μορφή». Aνάπλασε τον άνθρωπο με την Aνάστασή του σε μια νέα μορφή, η οποία δεν υπόκειται στη φθορά και δεν κινδυνεύει από το θάνατο.


Mε τη νέα του, τη δοξασμένη μορφή, ο Iησούς αναγνωρίζεται από τους φίλους του τη στιγμή που μοιράζει το ψωμί, όπως τους πληροφορεί η φλεγόμενη από αγάπη καρδιά τους.


O Xριστός, λοιπόν, είναι που μοιράζει το ψωμί της ζωής μας και όσοι τον αγαπούν τον αναγνωρίζουν και ζουν κι αυτοί μαζί του αιώνια. Aμήν.


απόσπασμα από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Μπλάθρα, Δέκα σκαλιά για την Ανάσταση, ΜΑΪΣΤΡΟΣ

via




 Ο Χριστός Θεός, άμα τη ειλικρινή μετανοία του αμαρτωλού, διδάσκει ότι συγχωρεί και σβήνει τις αμαρτίες!




Ρωτά
ο Παναγιώτης…τί είναι ο Πνευματικός Νόμος και γιατί λες ότι είναι
σκληρός και άτεγκτος…Λόγω των ημερών λέω να θυμηθούμε μιαν ιστορία που
συνέβη πριν 2000 χρόνια…όπου ¨πρωταγωνίστρια¨ τότε ήταν μια φτωχή
μοιχαλίδα, που είχε την…ατυχία να συλληφθεί επ αυτοφώρω….μοιχευομένη..
Όμως ας δούμε τον μύθο, κι ας σκεφθούμε πάνω στον τρόπο ενέργειας Εκείνου
που αγαπά όλους εμάς…τους φαρισαίους……Να που το οργισμένο
πλήθος..Έσερνε βίαια μια δυστυχισμένη αμαρτωλή γυναίκα πού είχε
συλληφθεί να μοιχεύει. Την έφερνε θριαμβευτικά, με άγριες κι
εκκωφαντικές κραυγές… μπροστά στο Χριστό.. Διδάσκαλε, φώναξαν, με κόκκινα
απ τη δίψα για αίμα, οργισμένοι Εβραίοι..
¨αυτή
ή γυναίκα κατείληπται έπ’αυτοφώρω μοιχευομένη..και εν τω νόμω ημών
Μωυσής ένετείλατο τάς τοιαύτας λιθάζειν… συ ουν τί λέγεις;¨
Δάσκαλε,
τη γυναίκα αυτή την πιάσαμε έπ’ αυτοφώρω να διαπράττει την αμαρτία της
μοιχείας. Κι ό Μωυσής λέει στο νόμο του πώς τέτοιες γυναίκες πρέπει να
τις λιθοβολούμε. Εσύ τί λες;
(Ίωάν. η’4-6).
Γιατί άραγε, όλοι αυτοί οι οι φύλακες του νόμου, δε λιθοβόλησαν μόνοι τους την αμαρτωλή γυναίκα; Γιατί την έφεραν μπροστά στον Ιησού;
Ό
νόμος του Μωυσή τούς έδινε το δικαίωμα να την λιθοβολήσουν. Κανένας δε
θα βρισκόταν να προβάλει αντίρρηση, να τούς κατηγορήσει. Ποιος
διαμαρτύρεται στις μέρες μας όταν απαγγέλλεται ή ποινή του θανάτου σε
κάποιον εγκληματία
;( Ποιός δεν θα χαρεί αν καταδικάσουν τον δικό μας υπουργό…)
Γιατί οι Εβραίοι πρεσβύτεροι έφεραν την αμαρτωλή γυναίκα στον Κύριο;
¨Συ ουν τί λέγεις;¨ Γιατί τον ρώτησαν Αφού Ό Νόμος Του Μωυσή Ήταν Σαφής; Ό ευαγγελιστής αποκαλύπτει το δόλο τους με τα εξής λόγια:
¨Τούτο δε ειπόν έκπειράζοντες αυτόν, ίνα σχώσι κατηγορίαν κατ αυτού¨ (Λουκ. η’ 6).
Το είπαν αυτό για να βρουν έπειτα αιτία να τον κατηγορήσουν.
Είχαν ξανασηκώσει μια φορά τα χέρια τους για να τον λιθοβολήσουν, αλλά τους ξέφυγε.
Τώρα όμως πίστευαν πώς βρήκαν μια ευκαιρία να πραγματοποιήσουν την επιθυμία τους.
Και
θα γινόταν αυτό εκεί μπροστά, στο ναό του Σολομώντα, όπου φυλάσσονταν ο
πλάκες των εντολών στην Κιβωτό της Διαθήκης, μπροστά σ’ ένα μεγάλο
πλήθος ανθρώπων.
Θα
γινόταν εκεί όπου Αυτός, ό Χριστός, θα ‘πρεπε να πει κάτι αντίθετο στην
εντολή του Μωυσή. Κι έτσι θα πετύχαιναν το στόχο τους. Θα λιθοβολούσαν
μέχρι θανάτου τόσο το Χριστό όσο και την αμαρτωλή γυναίκα.
Και βέβαια ήταν πολύ πιο πρόθυμοι να λιθοβολήσουν το Χριστό παρά την πόρνη, όπως αργότερα ζήτησαν με περισσό ζήλο από
τον Πιλάτο να ελευθερώσει τον ληστή Βαραββά αντί για το Χριστό.Όλοι
όσοι παρευρίσκονταν στη σκηνή περίμεναν δύο πράγματα να γίνουν:
Είτε Με Την Ευσπλαχνία Του Ό Χριστός, να ελευθερώσει την αμαρτωλή γυναίκα.. παραβιάζοντας έτσι το νόμο, Είτε Να Τηρήσει Το Νόμο Και Να Τους Πει ¨Πράξετε όπως ορίζει ό νόμος¨.
Έτσι όμως θα παρέβαινε τη δική Του εντολή για έλεος και καλοσύνη.
Στην πρώτη περίπτωση θα την καταδικάζανε σε θάνατο.
Στη δεύτερη θα γινόταν ρεζίλι, άξιος χλευασμού και περιφρόνησης.
Με το πού του έκαναν την ερώτηση ¨σύ ουν τί λέγεις;¨
οι κατήγοροι, επικράτησε νεκρική σιγή.
Σιγή ανάμεσα στο πλήθος πού είχε συγκεντρωθεί και σιγή ανάμεσα στους κριτές της αμαρτωλής γυναίκας.
Τότε ό Χριστός, έσκυψε κι άρχισε να γράφει ήρεμα με το χέρι Του στο έδαφος (βλ. Ίωάν. η’ 6).
Τί έγραφε ό Χριστός στο χώμα;
 Ό ευαγγελιστής κρατά σιγή εδώ, δε μας αναφέρει τί έγραφε ό Χριστός. Ήταν πολύ κακό κι αποτρόπαιο αυτό για να το γράψει στο Βιβλίο Της Χαράς. Το αναφέρει η παράδοση όμως, κι είναι κάτι τρομερό.
Ό Χριστός έγραψε κάτι πού θα ξάφνιαζε τούς πρεσβύτερους, τούς κατήγορους της αμαρτωλής γυναίκας.
Με Το Δάχτυλο Του Αποκάλυψε Την Κρυφή Τους Ανομία.
Γιατί αυτοί Οι Διαπομπευτές Των Αμαρτιών Των Άλλων.. ήξεραν πολύ καλά να κρύβουν τα δικά τους κρίματα.
Είναι όμως άσκοπο να προσπαθείς να κρύψεις κάτι από το μάτι πού τα βλέπει όλα.( Εστι γαρ Δίκης οφθαλμός ος τα πάνθ ορα…)
Σύμφωνα με την παράδοση λοιπόν, έγραψε ό Κύριος στο έδαφος:
Ό Μ(εσουλάμ) έκλεψε θησαυρό από το ναό.
Ό Ά (σήρ) διέπραξε μοιχεία με τη γυναίκα του αδελφού του.
Ό Σ(αλούμ) έχει κάνει ψευδομαρτυρίες.
Ό Έ(λέντ) έχει δείρει τον πατέρα του.
Ό Ά(μαρίς) είναι σοδομίτης.
Ό Ί(ωήλ) έχει προσκυνήσει τα είδωλα.
Αυτά έγραψε, Ο Χριστός…. Κι εκείνοι στους οποίους αναφέρονταν τα λόγια αυτά… έσκυψαν και τα διάβασαν με ανέκφραστο τρόμο.
Έτρεμαν από φόβο, δεν τολμούσαν να κοιτάξουν ό ένας τον άλλον στα μάτια.
Ξέχασαν Πια Τελείως Την Αμαρτωλή Γυναίκα.
Το μόνο πού σκέφτονταν ήταν ό εαυτός τους, ό δικός τους θάνατος πού είχε χαραχτεί στο χώμα.
Ούτε μια γλώσσα δεν είχε τη δύναμη να κινηθεί, να ξανακάνει την ενοχλητική και πονηρή ερώτηση ..Σύ ουν τί λέγεις;
Ό Χριστός, ήθελε μόνο να τούς μάθει πώς πρέπει να σκέφτονται τον εαυτό τους, ν’ ασχολούνται με τις δικές τους αμαρτίες. Ήθελε να τούς υπενθυμίσει πώς, δεν έπρεπε να κρίνουν τις αμαρτίες των άλλων.
Αυτό μόνο ήθελε ό Κύριος.
Κι όταν αυτό έγινε, το… χώμα Ισοπεδώθηκε πάλι Κι Όσα Είχαν Γραφτεί Σβήστηκαν.
Μετά απ’ αυτά σηκώθηκε και τούς είπε ήρεμα
¨Ό Άναμάρτητος Υμών Πρώτος Λίθον Βαλέτω Έπ’ Αυτήν¨ (Ίωάν. Η’7).
 Όποιος από σας είναι αναμάρτητος, ας της ρίξει την πρώτη πέτρα.
Ηταν… σα να αφαίρεσε κάποιος τα όπλα των εχθρών, κι υστέρα τούς είπε: Και τώρα πυροβολήστε..
Οι πρώην αγέρωχοι δικαστές της αμαρτωλής γυναίκας έστεκαν τώρα αφοπλισμένοι, ένιωθαν Αυτοί Τώρα  Ένοχοι μπροστά στον κριτή, άφωνοι, ακίνητοι, λες κι ήταν καρφωμένοι στη γη.
 Ό Χριστός.. έσκυψε πάλι κι έγραφε στο χωμα.
Τί έγραψε αύτη τη φορά…δεν μας αποκαλύπτει η παράδοση..
Το σπουδαίο, είναι πώς με το γράψιμο στο χώμα πέτυχε τρεις στόχους:    Πρώτον, Έδωσε Τέλος Στην Καταιγίδα Πού Του Είχαν Ετοιμάσει Οι Πρεσβύτεροι Των Ιουδαίων
Δεύτερο, Ξύπνησε Τη Ναρκωμένη Τους Συνείδηση Στις Νεκρωμένες Καρδιές Τους, Έστω Και Για Λίγο- Και
Τρίτο, Γλίτωσε Την Αμαρτωλή Γυναίκα Από Το Θάνατο.
Μας λέει το Ευαγγέλιο…
 ¨Οι Δε Άκούσαντες Έξήρχοντο Εις Καθ Εις, Άρξάμενοι Από Των Πρεσβυτέρων, Και Κατελήφθη Ό Ιησούς Και Ή Γυνή Εν Μέσω Ουσα¨ (Ίωάν. η’ 9).
Εκείνοι δε σαν άκουσαν τα λόγια Του άρχισαν να φεύγουν ό ένας μετά τον άλλον, με πρώτους τούς πρεσβύτερους στην ηλικία.
Στο τέλος έμεινε μόνος ό Ιησούς και ή γυναίκα, πού έστεκε όρθια ανάμεσα σε όλους.
Το προαύλιο του ναού ..ξαφνικά άδειασε.
Για λίγο επικράτησε απόλυτη σιγή. Μετά ό Κύριος ανασηκώθηκε, κοίταξε τριγύρω κι αφού δεν είδε κανέναν είπε στη γυναίκα..
 ¨Γύναι, που είσιν; ουδείς σε κατέκρινεν;¨.
Που είναι οι κατήγοροι σου; Κανένας δεν σε κατέκρινε, δε ζητάει το λιθοβολισμό σου;Ό
Κύριος θέλησε με την ερώτηση Του να της εμπνεύσει εμπιστοσύνη, ώστε να
μπορέσει ν’ ακούσει, και να κατανοήσει καλύτερα αυτά πού θα της έλεγε
στη συνέχεια.
Λειτούργησε όπως ένας επιδέξιος γιατρός, πού πρώτα δίνει κουράγιο στον άρρωστο κι ύστερα του χορηγεί τη θεραπεία.
Ουδείς σε κατέκρινεν;
Ή γυναίκα κατόρθωσε να ξαναβρεί τη λαλιά της κι απάντησε…
 ¨Ουδείς, Κύριε¨. Κανένας δεν με κατακρίνει πια, Κύριε.

 ¨Ουδέ Εγώ Σε Κατακρίνω Πορεύου Και Από Του Νύν Μηκέτι Άμάρτανε» (Ίωάν. Η’11).¨
Ούτε εγώ σε κατακρίνω. Πήγαινε. Μόνο από τώρα και στο έξης μην αμαρτήσεις ξανά.
Όταν οι άνθρωποι δεν σε κατακρίνουν για την αμαρτία σου, σημαίνει πώς δεν ορίζουν κάποια τιμωρία για την αμαρτία, μα αφήνουν την αμαρτία πάνω σου.Όταν όμως δεν κρίνει ό Θεός, σημαίνει πώς συγχωρεί την αμαρτία σου, Σε Απαλλάσσει Απ’ Αυτήν, Την Απομακρύνει Και Καθαρίζει Την Πληγή Της Ψυχής Σου. Γι’ αυτό και τα λόγια ουδέ εγώ σε κατακρίνω, είναι σα να λένε…
 ¨Οι αμαρτίες σου συγχωρούνται, κόρη. Πήγαινε και μην ξαναμαρτήσεις¨.
(ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ.)
via




1. Η Ανάσταση του Χριστού είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της χριστιανικής πίστης.




α. Ο απόστολος Παύλος γράφει:




Η ανάσταση είναι το ουσιαστικώτερο σημείο της πίστης μας. Αυτό σημαίνει: Αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε,




• η πίστη μας είναι στο σύνολό της μάταιη∙




• και εμείς οι απόστολοι είμαστε ένα συνάφι βλάσφημοι και παλιάνθρωποι,

αφού εκηρύξαμε – για λογαριασμό του Θεού! – ένα ψέμα: ότι ανάστησε τον

Χριστό∙ χωρίς να τον έχη πράγματι αναστήσει (Α’ Κορ. 15,15-16)!




β. Και ο άγιος Αυγουστίνος γράφει:




«Δεν είναι καθόλου για μας μεγάλο, αν πιστεύωμε ότι ο Χριστός απέθανε.

Αυτό το πιστεύουν και οι ειδωλολάτρες. Και οι Ιουδαίοι. Και όλοι οι

παλιάνθρωποι. Όλοι το πιστεύουν, ότι απέθανε. Η πίστη των χριστιανών

είναι η Ανάσταση του Χριστού. Αυτό είναι για μας το μεγάλο: Πιστεύομε,

ότι ο Χριστός αναστήθηκε[1]».




γ. Και ο περίφημος R. Strauss (Ρίχαρντ Στράους) στα γηράματά του ωμολόγησε:




Αφού δεν πιστεύω στην Ανάσταση του Χριστού, δεν είμαι χριστιανός[2].




2. Να λοιπόν το ερώτημα: Αναστήθηκε ο Χριστός; ή ΝΑΙ, ή ΟΧΙ! Άλλη λύση δεν χωρεί!




* Αν αναστήθηκε, τότε είναι αυτό που μας έλεγε. Είναι Θεός. Και όλα όσα έλεγε, είναι όλα αληθινά.




* Αν δεν αναστήθηκε, τότε οι απόστολοι μας λένε ψέματα! Και




• ή είναι αυτουργοί απάτης∙




• ή είναι θύματα απάτης.




Ένα από τα δύο: ή απατούν∙ ή απατήθηκαν[3]»!




3. Ας εξετάσωμε προσεκτικά τις δύο αυτές εκδοχές:










Διάβασε περισσότερα...










ΜΗΠΩΣ ΜΑΣ ΑΠΑΤΗΣΑΝ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ;























Τι είναι ο Χριστός - Περιεχόμενα
Τι είναι ο Χριστός - Πρόλογος - Εισαγωγή
Τι είναι ο Χριστός - Κεφ. Α' - Τι μας λέει η επιστήμη;
Τι είναι ο Χριστός - Κεφ. Β' - Τι θα ερευνήσωμε;
Τι είναι ο Χριστός - Κεφ. Γ' - Τι λέγει ο ίδιος για τον εαυτό Του
Τι είναι ο Χριστός - Κεφ. Δ' - Τι έλεγε το τότε περιβάλλον
Τι είναι ο Χριστός - Κεφ. Ε' - Η Ανάσταση του Χριστού
Τι είναι o Χριστός - Κεφ. ΣΤ' - Η μεταστροφή του Παύλου
Τι είναι o Χριστός - Κεφ. Ζ' - Οι προφητείες
Τι είναι ο Χριστός - Κεφ. Η' - Γιατί σταυρώθηκε ο Χριστός
Τι είναι ο Χριστός - Κεφ. Θ' - Ο Χριστός στην λογοτεχνία
Τι είναι ο Χριστός - Κεφ. Ι' - Πίστη και Ελευθερία
Τι είναι ο Χριστός - Αντί επιλόγου