Η έβδομη ημέρα έχει ονομασθεί Σάββατο και φανερώνει την ξεκούραση· διότι αυτή την ημέρα «ο Θεός αναπαύθηκε από τα έργα του», όπως λέει η Αγία Γραφή. Γι’ αυτό ο αριθμός (των ημερών) προχωρεί μέχρι το επτά, επανέρχεται και αρχίζει πάλι από την πρώτη ημέρα.
Ο αριθμός αυτός είναι σεβαστός στους Ιουδαίους, επειδή ο Θεός πρόσταξε να τον σέβονται –όχι με χαλαρότητα–, αλλά και με πολύ αυστηρές τιμωρίες σε περίπτωση παραβάσεως. Και δεν το διέταξε αυτό χωρίς λόγο, αλλά για κάποιους λόγους που γίνονται αντιληπτοί με μυστικό τρόπο από τους προχωρημένους πνευματικά και τους διορατικούς.
Όπως, λοιπόν, εγώ ο αμαθής γνωρίζω –για να αρχίσω από τα κατώτερα και χονδροειδή–, επειδή ο Θεός γνώριζε την αναισθησία, τη φιλοσαρκία και τη ροπή του Ισραηλιτικού λαού προς την ύλη, και συγχρόνως την αδιακρισία του, γι’ αυτό πρώτα (καθιερώνει την ανάπαυση της εβδόμης ημέρας) «για ν’ αναπαύονται οι δούλοι και τα μεταφορικά ζώα», όπως λέει η Γραφή, επειδή «ο δίκαιος άνθρωπος λυπάται τα ζώα του»· και παράλληλα, για να διακόπτουν την απασχόλησή τους με τα υλικά και να συγκεντρώνονται να υμνήσουν το Θεό «με ψαλμούς, ύμνους και πνευματικά άσματα»· με τη μελέτη των θείων Γραφών να περνούν όλη την έβδομη ημέρα και ν’ αναπαύονται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
Όταν, δηλαδή, δεν υπήρχε νόμος, δεν υπήρχε ούτε θεόπνευστη Γραφή ούτε το Σάββατο ήταν αφιερωμένο στο Θεό. Όταν όμως η θεόπνευστη Γραφή δόθηκε με το Μωϋσή, τότε και το Σάββατο αφιερώθηκε στο Θεό, για να εντρυφούν στη μελέτη της κατά τη διάρκειά του (του Σαββάτου) όσοι δεν αφιερώνουν όλη τους τη ζωή στο Θεό και όσοι δεν υπηρετούν με πόθο το Θεό ως Πατέρα· αλλά, σαν αχάριστοι δούλοι, κι όταν ακόμη αφιερώνουν ένα μικρό και ελάχιστο μέρος της ζωής τους στο Θεό, το αφιερώνουν από φόβο για τις ευθύνες της παραβάσεως και τις τιμωρίες.
Βέβαια, «δεν υφίσταται νόμος για τον δίκαιο», αλλά για τους αδίκους.
Όταν πρώτος ο Μωϋσής έμεινε κοντά στο Θεό σαράντα ημέρες και πάλι άλλες σαράντα ημέρες έμεινε νηστεύοντας, οπωσδήποτε νήστευε και τα Σάββατα και ταλαιπωρούσε τον εαυτό του, παρόλο που ο νόμος πρόσταζε να μην ταλαιπωρούν τον εαυτό τους την ημέρα του Σαββάτου.
Αν όμως ισχυρισθούν ότι αυτό γινόταν πριν από το νόμο, τι θα πουν για το Θεσβίτη Ηλία, ο οποίος διήνυσε δρόμο σαράντα ημερών μ’ ένα γεύμα;
Αυτός, δηλαδή, ταλαιπώρησε τον εαυτό του και κατάργησε την αργία του Σαββάτου όχι μόνον με τη νηστεία, αλλά και με σαρανταήμερη πορεία και τις ημέρες του Σαββάτου· και ο Θεός, που έδωσε το νόμο, δεν θύμωσε μαζί του, αλλά για να επιβραβεύσει την αρετή του, του εμφανίσθηκε στο (όρος) Χωρήβ.
Και τί θα πουν για τον Δανιήλ; Δεν πέρασε τρεις εβδομάδες χωρίς φαγητό;
Και τί κάνει ο Ισραηλιτικός λαός; Αν συμβεί ένα αγόρι να ογδοήσει το Σάββατο, δεν του κάνει περιτομή; Και πάλι, δεν τηρούν τη μεγάλη νηστεία, που την θέσπισε ο νόμος, και την ημέρα του Σαββάτου, αν τυχόν συμπέσει;
Αλλά και οι ιερείς και οι Λευΐτες δεν καταργούν το Σάββατο με την υπηρεσία στη Σκηνή, και κανένας δεν τους κατηγορεί; Ακόμη και το ζώο, αν την ημέρα του Σαββάτου πέσει στο βόθρο, αυτός που το ανασύρει είναι αθώος, ενώ αυτός που το παραμελεί είναι ένοχος; Τί έκανε όλος ο λαός του Ισραήλ;
Δεν περιέφερε την Κιβωτό του Θεού γύρω από τα τείχη της Ιεριχούς επτά ημέρες, μέσα στις οποίες ήταν οπωσδήποτε και το Σάββατο;
Όπως είπα, λοιπόν, η τήρηση του Σαββάτου καθιερώθηκε γι’ αυτούς οι οποίοι είναι νήπιοι πνευματικά και δεν μπορούν να καταλάβουν περισσότερο από τα σωματικά και το γράμμα (του νόμου)· έγινε για ν’ αναπαύονται και να λατρεύουν το Θεό, να του αφεριώνουν λίγο καιρό, και να ξεκουράζονται και ο δούλος και το μεταφορικό ζώο.
«Όταν όμως ήλθε ο κατάλληλος καιρός, ο Θεός έστειλε στον κόσμο τον μονογενή του Υιό, που έγινε άνθρωπος από γυναίκα, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, για να λυτρώσει τους υποκείμενους στο νόμο, και έτσι όλοι να γίνουμε παιδιά του».
Και όσοι τον δεχθήκαμε, μας έδωσε το δικαίωμα, εφόσον πιστεύουμε σ’ αυτόν, να γίνουμε παιδιά του Θεού. Επομένως, δεν είμαστε πλέον δούλοι αλλά υιοί· δεν είμαστε στην εξουσία του νόμου, αλλά της χάριτος.
Δεν υπηρετούμε τον Κύριο, κατά ένα μέρος της ζωής μας, από φόβο, αλλά οφείλουμε να του εμπιστευόμαστε όλη μας τη ζωή και πάντοτε σταματάμε το δούλο, εννοώ το θυμό και την επιθυμία, να διαπράττει την αμαρτία και τον κάνουμε να υπηρετεί το Θεό. Υψώνουμε συνεχώς όλη μας την επιθυμία προς το Θεό και οπλίζουμε το θυμό μας εναντίον των εχθρών του Θεού.
Παρόμοια και το υποζύγιό μας, το σώμα δηλαδή, το ελευθερώνουμε από το δουλικό φορτίο της αμαρτίας και το παρακινούμε να εκτελεί με προθυμία τις θείες εντολές.
Αυτά μας παραγγέλλει ο πνευματικός νόμος του Κυρίου και όσοι τον τηρούν έχουν γίνει ανώτεροι από το νόμο του Μωϋσή· διότι, όταν έλθει το τέλειο, το μερικό καταργείται, και όταν με τη Σταύρωση του Σωτήρα σχίσθηκε το κάλυμμα του νόμου, το καταπέτασμα δηλαδή, και το Άγιο Πνεύμα έλαμψε με πύρινες γλώσσες, τότε καταργήθηκε το γράμμα του νόμου, τα σωματικά έργα σταμάτησαν, ο νόμος της δουλείας εκπλήρωσε την αποστολή του και μας δόθηκε ο νόμος της ελευθερίας. Εορτάζουμε πλέον την τέλεια ανάπαυση της ανθρωπίνης φύσεως, εννοώ την εορτή της αναστάσεως, κατά την οποία ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο αρχηγός της ζωής και Σωτήρας, μας έδωσε την κληρονομία που είχε υποσχεθεί σ’ αυτούς που λατρεύουν πνευματικά το Θεό· σ’ αυτήν Αυτός πρώτος εισήλθε για λογαριασμό μας, αφού αναστήθηκε από τους νεκρούς και άνοιξε Αυτός τις πύλες του ουρανού και κάθησε με το σώμα του στα δεξιά του Πατέρα του· εκεί θα εισέλθουν και όσοι τηρούν τον πνευματικό νόμο.
Όλη, λοιπόν, η απόθεση των σαρκικών έργων, η πνευματική λατρεία και η ένωση με το Θεό είναι για μας που βαδίζουμε σύμφωνα με το Πνεύμα και όχι με το γραπτό νόμο. Διότι περιτομή είναι η αποβολή της σωματικής ηδονής, των περιττών και των αχρήστων· ενώ ακρυβυστία δεν είναι τίποτε άλλο παρά δέρμα, περίττωμα του γεννητικού μορίου της ηδονής. Μάλιστα, κάθε ηδονή που δεν προέρχεται από το Θεό και δεν γίνεται σύμφωνα με το Θεό, είναι περίττωμα της ηδονής· η ακροβυστία αποτελεί τον τύπο της· ενώ το Σάββατο (συμβολίζει) την κατάπαυση από την αμαρτία. Επομένως, και τα δύο είναι ένα, και έτσι, όταν πνευματικοί άνθρωποι εκτελούν και τα δύο, δεν κάνουν την παραμικρή παράβαση.
Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι ο αριθμός επτά φανερώνει όλο το χρόνο της παρούσης ζωής, όπως λέει ο σοφότατος Σολομών: «Να δώσεις μερίδα στους επτά και τους οκτώ». Και ο θεηγόρος Δαβίδ, ψάλλοντας την όγδοη ημέρα, έψαλλε για τη μελλοντική κατάσταση μετά την ανάσταση των νεκρών.
Ο νόμος, λοιπόν, δίνοντας εντολή την έβδομη ημέρα ν’ αναπαύονται από τα σωματικά έργα και ν’ ασχολούνται με τα πνευματικά, φανέρωσε με μυστικό τρόπο ότι πρέπει καθ’ όλο το χρόνο ο αληθινός Ισραηλίτης, που έχει νου και βλέπει το Θεό, να οδηγεί τον εαυτό του στο Θεό και να ξεπερνά τα σωματικά έργα.